Φίλες και φίλοι αγαπητοί Μουσιολόγοι και επισκέπτες των Μουσείων του τόπου μας, και γενικότερα, καλημέρα. Εδώ και πολλές βδομάδες θέλω να σας διηγηθώ μια απίστευτη ιστορία που έζησα στο λαογραφικό Μουσείο της Πιάλειας αλλά σκεφτόμουν αν θα με πιστεύατε γιατί είναι μία ιστορία που σε κάνει να πεις: γίνονται αυτά τα πράγματα; Μήπως ο Επίκουρος νομίζει πως έζησε αυτή την ιστορία ενώ όλα αυτά απλά τα φαντάστηκε; Ίσως κι εγώ αν ήμουν στη θέση σας να έκανα τις ίδιες σκέψεις. Όμως σας ορκίζομαι στους 12 πλανήτες πως ό,τι θα διαβάσετε είναι αλήθεια και μόνο αλήθεια. Πήρα την απόφαση να σας την κοινοποιήσω μετά από παρέμβαση της Κλειώς, (Μούσα προστάτιδα της ιστορίας). Σας ευχαριστώ για τον κόπο που θα κάνετε.
Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή, πριν ένα χρόνο περίπου μαζί με την Λόλα είχαμε επισκεφτεί το λαογραφικό Μουσείο της Πιάλειας, μετά από πρόσκληση του δημιουργού του Μουσείου του Διδασκάλου κ. Δημήτρη Παπαγιαννόπουλου, ειλικρινά θαύμασα τα εκθέματα αλλά παράλληλα και την απαράμιλλη έκθεση των εκθεμάτων, είχες την εντύπωση πως βρίσκεσαι σε ένα καλά οργανωμένο Μουσείο. Πάντα όταν επισκέπτομαι κάποιο Μουσείο προσπαθώ να ξεχάσω τον παρόντα χρόνο και με κάποιον μαγικό τρόπο, από τους πολλούς που μου είχε μάθει η γιαγιά της γιαγιάς μου, να μεταφερθώ στην εποχή των αντικειμένων, του ζωγράφου, της εποχής εκείνης όπου αναφέρονται τα εκθέματα. Αυτό βέβαια δεν είναι καθόλου εύκολο ειδικά όταν δεν είμαι μόνος μου, με λίγα λόγια θα πρέπει να βγεις από το σώμα σου και να βρεθείς στο παρελθόν, όταν είμαι μόνος μου, σε γενικές γραμμές μπορώ να πω πως δεν μου είναι δύσκολο. Εκείνη την ημέρα όμως όπως προείπα ήταν μαζί μου και η Λόλα, ο Διδάσκαλος και κάποιοι άλλοι επισκέπτες, κάποια στιγμή που είχα μείνει για λίγο μόνος μου στην αριστερή αίθουσα άκουσα μία γυναικεία φωνή να μου λέει: Επίκουρε έλα το βράδυ που κλείνει το Μουσείο να σε ξεναγήσω!! Τρόμαξα, φοβήθηκα μήπως έχω παραισθήσεις, κοίταξα γύρω μου να δω μήπως ήταν η Λόλα ή κάποια άλλη κοπέλα στην αίθουσα και διαπίστωσα πως ήμουν μόνος, υπήρχε βέβαια και μια κούκλα παραδοσιακά ντυμένη από αυτές που έχουν στα λαογραφικά Μουσεία ομολογουμένως πάρα πολύ όμορφη αλλά ψεύτικη. Έκλεισα για λίγο τα μάτια μου για να κάνω μία ύστατη προσπάθεια μήπως και μπορέσω να μεταφερθώ στο παρελθόν αλλά πριν ολοκληρώσω τα λόγια που έπρεπε να πω άκουσα πάλι την γυναικεία φωνή να μου λέει: Επίκουρε να έρθεις βράδυ, κατά προτίμηση Κυριακή βράδυ, θα έχω φροντίσει να είναι ανοιχτή η πόρτα, απλά θα πρέπει εκείνο το βράδυ να μείνεις εδώ μαζί μας για να σε ξεναγήσω!! Τόλμησα να ρωτήσω, και γιατί εμένα και όχι κάποιο άλλο άτομο; Γνωρίζεις πολύ καλά Επίκουρε πως μόνο εσύ έχεις τον τρόπο να ταξιδεύεις στο παρελθόν, όταν θα είσαι έτοιμος θα σε περιμένω.
Δεν πρόλαβα να ρωτήσω κάτι ακόμα που ήθελα γιατί άκουσα τη φωνή της Λόλας να μου λέει: Επίκουρε μόνος σου μιλάς; Άρχισες πάλι τα παλαβά σου; Κάθε φορά που θα βρεθούμε σε κάποιο Μουσείο δεν ξέρω τι σε πιάνει, μερικές φορές ή θα μιλάς μόνος σου ή δεν θα ακούς τι σου λέμε, έλα πάμε στην διπλανή αίθουσα που μας περιμένει ο Διδάσκαλος. Κοίταξα για λίγο την Λόλα και μετά έστρεψα το βλέμμα μου προς την ψεύτικη κούκλα και της είπα: εντάξει, εκείνη μόνο κατάλαβε τι εννοούσα ενώ η Λόλα ευτυχώς κατάλαβε πως το εντάξει ήταν γι' αυτήν για να πάμε δίπλα. Ευτυχώς που κατάλαβε αυτό που ήθελε γιατί θα άρχιζε πάλι την μουρμούρα, πως τάχα μου είμαι αλαφροίσκιωτος κ.λπ. κ.λπ. Πράγματι πήγαμε στην διπλανή αίθουσα όπου ο σοφός και δημιουργικός Διδάσκαλος μας παρουσίασε όλα τα εκθέματα και μας εξήγησε τον τρόπο που τα βρήκε, κάποια στιγμή αφού τελείωσε η ξενάγηση και ήμασταν έτοιμοι να φύγουμε, ο Διδάσκαλος έβαλε το κλειδί στην πόρτα για να κλειδώσει, τότε, του είπα το εξής: δηλαδή Διδάσκαλε αν υποθέσουμε πως κάποιο άτομο κλειστεί μέσα δεν θα μπορέσει να βγει πάρα μόνο την επόμενη μέρα που θα έρθει κάποιος ν' ανοίξει; Όχι φίλε Πέπο, έχουμε φροντίσει για κάθε ενδεχόμενο να υπάρχει ένα κλειδί στον τοίχο δίπλα από την πόρτα εσωτερικά, αν και ποτέ δεν χρειάστηκε εμείς είμαστε προμηθείς. Εγώ από μέσα μου είπα: ποτέ μη λες ποτέ Διδάσκαλε. Εδώ σταματάει η πρώτη εμπειρία από την επίσκεψη της ημέρας γιατί σύντομα θα βίωνα και την εμπειρία της νύχτας την επόμενη Κυριακή. Πριν χαιρετίσουμε τον Διδάσκαλο τον ρώτησα όσο πιο αθώα μπορούσα: Διδάσκαλε την κούκλα - κοπέλα που έχετε ντύσει με παραδοσιακά ρούχα της περιοχής στην αριστερή αίθουσα της έχετε δώσει κάποιο όνομα; Βεβαίως Πέπο και της έχω δώσει όνομα, το όνομα της όμορφης Πιάλειας την κόρη δηλαδή του Πίαλου. Χωρίς να αναφέρω κάτι στον Διδάσκαλο σκέφτηκα πως η φωνή που άκουσα όταν ήμουν μόνος μου στην αίθουσα ήταν η φωνή της Πιάλειας.
Από εκείνη τη στιγμή και μετά άρχισα να ψάχνω κάποια δικαιολογία που θα έπρεπε να ξεφουρνίσω στην Λόλα για την βραδινή μου απουσία της ερχόμενης Κυριακής. Δύσκολη η εξίσωση, αρχικά σκέφτηκα να της πω πως ένα βράδυ θα μείνω μόνος μου στο βουνό για να θυμηθώ τα χρόνια του στρατού, μετά σκέφτηκα να συνεννοηθώ με τον Γκοτζίλα ώστε να με πάρει τηλέφωνο την Κυριακή στις 23:30 και να πει πως τάχα μου δεν ένιωθε καλά και να τον πήγαινα στο νοσοκομείο στα Τρίκαλα, μία τρίτη σκέψη που μου ήρθε ήταν αυτή τελικά που επικράτησε ως η πιο λογικοφανής, θα έλεγα στην Λόλα πως επειδή θέλω να γράψω ένα δοκίμιο περί φύσεως θα πρέπει ένα βράδυ να παραμείνω στο δάσος μόνος μου μέχρι το πρωί. Η Λόλα σκέφτηκε πως ίσως αυτό το δοκίμιο να ήταν μια δυνατή έμπνευση και πως ήταν ίσως η ευκαιρία να γράψω κι εγώ κάτι σημαντικό που να τραβήξει επιτέλους την προσοχή του συγγραφέα Ηλία Γιαννακόπουλου, επειδή είχε ακούσει από την Αφροδίτη, σύζυγο του συγγραφέα, πως όταν ο Ηλίας θέλει να γράψει ένα αριστούργημα θέλει να βρίσκεται μόνος του σαν σε απομόνωση, έχοντας την περίπτωση του Ηλία στο μυαλό της η Λόλα δεν έφερε καμία αντίρρηση, απλά μου είπε: πάρε μαζί σου και το υπηρεσιακό πιστόλι ώστε αν σου επιτεθεί η αρκούδα ή τ' αγριογούρουνα να μπορέσεις να αμυνθείς, πρόσεχε, μόνο αν κινδυνεύεις θα κάνεις χρήση του όπλου, για καλό και για κακό πάρε μαζί σου και μερικές στράκα στρούκες να τις ρίξεις προληπτικά αν σε πλησιάσουν τ' αγριογούρουνα. Εγώ αμέσως σκέφτηκα το ποσό εύκολο ήταν τελικά να πείσω την Λόλα και αυτό με γέμισε χαρά, έπρεπε τώρα να καταστρώσω το σχέδιο για την νυχτερινή επίσκεψη στο Μουσείο της Πιάλειας.
Σάββατο βράδυ μαζί με φίλους είχαμε πάει στο Chef [ΑΛΩΝΙΑ] για γουρνοπούλα ψητή, κατά τις 23:45 που φύγαμε εγώ προσποιήθηκα πως έχω κάποια βλάβη στο αυτοκίνητο και θα περίμενα εκεί να έρθει ο Γκοτζιό να δούμε τι θα κάνουμε, αυτό σήμαινε πως οι φίλοι μας έπρεπε να πάρουν μαζί τους στο δικό τους αυτοκίνητο και την Λόλα. Όλα έγιναν όπως τα περίμενα, οι φίλοι μας μαζί με την Λόλα και την Φαίη έφυγαν κι εγώ έμεινα εκεί τάχα μου να περιμένω τον Γκοτζιό, αφού χάθηκαν στο βάθος του δρόμου ξεκίνησα κι εγώ για το Μουσείο το οποίο ευτυχώς ήταν σε απόμερο σημείο και δεν υπήρχε κίνδυνος να γίνω αντιληπτός. Για καλό και για κακό άφησα πιο κάτω το αυτοκίνητο μου και έφθασα στο Μουσείο 00:05 βράδυ Σαββάτου προς Κυριακή, γεμάτος αγωνία έφθασα στην πόρτα του Μουσείου και κοντοστάθηκα, χίλιες σκέψεις πέρασαν από το μυαλό μου πριν χτυπήσω την πόρτα, άρχισα να αμφιβάλω αν τελικά είχα ακούσει πραγματικά την φωνή της Πιάλειας ή αν όλη αυτή η ιστορία δεν ήταν παρά μόνο της αχαλίνωτης φαντασίας μου, ευτυχώς αυτό δεν κράτησε πολλή ώρα, μόλις ένιωσα να με ζώνουν οι αμφιβολίες φώναξα τρεις φορές: ΟΚΡΑ, ΟΚΡΑ, ΟΚΡΑ, και αμέσως ανέκτησα και πάλι την αυτοπεποίθηση μου, ένιωσα ξανά πως είμαι ο CEO της ΟΚΡΑ και ως εκ τούτου έπρεπε να προχωρήσω. Αυτό και έκανα, χτύπησα 2 φορές και την ώρα που ετοιμαζόμουν να χτυπήσω και τρίτη φορά άκουσα να γυρίζει το κλειδί της πόρτας, σε χρόνο τσίου τσίου είπα τα λόγια που μου είχε μάθει η γιαγιά της γιαγιάς μου και όταν άνοιξε η πόρτα αντίκρισα την όμορφη Πιάλεια να με καλωσορίζει με ένα πλατύ χαμόγελο που μου θύμισε το χαμόγελο της Αφροδίτης. Τελικά τα κατάφερες μου είπε η Πιάλεια, είναι αυτό που λένε και οι Μούσες πως αν κάτι το θέλεις πάρα πολύ θα βρεθεί τρόπος για να το πραγματοποιήσεις, καλώς όρισες λοιπόν Επίκουρε.
Ευχαρίστησα την Πιάλεια για την υποδοχή και γενικότερα για την ευγένεια της και της είπα πως είμαι γεμάτος περιέργεια για να ξεκινήσουμε την ξενάγηση. Από το γλυκό της στόμα άκουσα να λέει: πάμε λοιπόν Επίκουρε, ας ξεκινήσουμε από την κυρία που κρατάει το βελονάκι και κοντεύει να τελειώσει το όμορφο κέντημα, εγώ μόλις αντίκρισα την γυναίκα που κεντούσε έμεινα ενεός!! Ήταν η μητέρα μου, το μόνο που κατάφερα να μουρμουρίσω ήταν το εξής: Μάνα, Μανούλα εσύ εδώ; Πως βρέθηκες από το Μαγευτικό στο Μουσείο της Πιάλειας; Καλώς όρισες γιόκα μου, άκουσα από τις Μούσες πως θα ερχόσουν απόψε για να σε ξεναγήσει η Πιάλεια και ζήτησα να είμαι κι εγώ εδώ στο τμήμα των κεντημάτων μιας και στο Μουσείο ο φίλος σου ο Διδάσκαλος έχει σε περίοπτη θέση εμάς τις κεντίστρες. Συνέχισε όμως γιόκα μου την ξενάγηση γιατί η Πιάλεια έχει για σένα πολλές ακόμα εκπλήξεις, αποχαιρέτησα την Μανούλα μου και ακολούθησα την Πιάλεια η οποία με πήγε σε μία κυρία που κρατούσε κάτι βελόνες για πλέξιμο, αναγνώρισα αμέσως την θεία μου την Μαρία, την αγαπημένη θεία την κοκέτα της οικογένειας, δεν πρόλαβα να μιλήσω και με καλωσορίζει η θεία μου λέγοντας, ανιψιέ θυμάσαι που σε ρωτούσα, μ' αγαπάς; Άμα πεθάνω θα με θυμάσαι; Όλα τα θυμάμαι θεία μου, όλα, και πάντα σε μνημονεύουμε με την Λόλα, για πες μου όμως εσύ πως βρέθηκες εδώ; Είναι απλό ανιψιέ μου, με κάλεσε η μητέρα σου, αυτή μεσολάβησε στις Μούσες για να παραβρεθώ κι εγώ εδώ λόγω της μεγάλης αγάπης που είχες για μένα, οι βελόνες που κρατώ είναι ίδιες μ' αυτές που σου είχα πλέξει το εγκώμιο του ποιητή!! Πήγαινε όμως γιατί η ώρα περνάει και έχεις πολλά ακόμα να δεις, αποχαιρέτησα και την θεία Μαρία και σκέφτηκα το ποσό σοφός είναι ο Διδάσκαλος που έβαλε στο Μουσείο τις βελόνες και τα βελονάκια όπου πολλές κοπέλες και αργότερα ως σύζυγοι, μανάδες και γιαγιάδες ζωγράφιζαν δημιουργώντας κεντήματα και πλεκτά, ανάμεσα τους ήταν η μητέρα μου και η θεία μου. Η Πιάλεια κατάλαβε το ποσό συγκινημένος ήμουν και μ' έπιασε από το χέρι για να πάμε στον Αργαλειό, στην Ρόκα, στην Ανέμη, στο Τσικρίκι, στην σαΐτα, στο Αδράχτι, στο Σφοντίλι, στην Κοσιά, στο Δρεπάνι, στα Χάλκινα Τετζερέδια, στην Παλάντζα, στο Καντάρι, στο Αλέτρι, στο Πλαστίρι, στην Πυροστιά, στην Γάστρα, και σε πολλά ακόμα αντικείμενα, συνομίλησα με την γιαγιά την Τσιβώ που έγνεθε το πρόβειο μαλλί στην Ρόκα, με την θεία Ελένη την μητέρα του Βύρωνα, που ύφαινε στον αργαλειό τα μοναδικά φλοκάτα που προίκισε τις κόρες της, την θεία την Μιχάληνα (Βασιλική) στο Τσικρίκι για το στρίψιμο του νήματος. Όπως μου εξήγησε η θεία η Μιχάληνα στην ανέμη βάζανε το νήμα από το τυλιγάδι.
Το τσικρίκι ήταν μια ρόδα που γύριζε με το χέρι γύρω από ένα άξονα. Έτσι που γύριζε μετέδιδε την κίνηση με ένα σκοινί στο μασούρι κι έτσι τυλιγόταν η κλωστή. Τα μασούρια τώρα ήταν έτοιμα να πάνε για να χρησιμοποιηθούν στον αργαλειό. Όλα αυτά τα εργαλεία υπήρχαν εκεί στο Μουσείο και η πανέμορφη Πιάλεια έδινε τον λόγο εκ περιτροπής σε κάποιες γυναίκες που ήταν γνωστές σε μένα να συνομιλώ μαζί τους. Κάποια στιγμή πήγαμε στην πλευρά των ανδρικών εργαλείων, στην Κοσιά, στο Δρεπάνι, στο Φραγκόφιαρο, στο Μιστρύ και τσουπ βλέπω μπροστά μου τον πατέρα μου με τη Κοσιά, τον θείο τον Γιάννη με το Φραγκόφιαρο, τον θείο τον Ηλία με το Μιστρύ και το θκουλι, και τον τον κουμπάρο τον Μπούλη με μια μπάλα τριφύλλι, αφού μου έδωσαν τις απαραίτητες πληροφορίες σχετικά με τα εργαλεία άρχισαν τις ερωτήσεις, τι κάνουν τα παιδιά τους, οι γυναίκες τους, τα εγγόνια τους, οι φίλοι τους, οι συγγενείς τους και οι συγχωριανοί τους. Κάποιος από τους τέσσερεις, δεν θυμάμαι ποιος, με ρώτησε να μάθει ποιον έχουμε πρωθυπουργό, όταν τους είπα τον Μητσοτάκη απόρησαν και οι τέσσερεις λέγοντας, μα αυτός είχαμε την εντύπωση πως είχε πεθάνει, αναστήθηκε; Και γιατί αναστήθηκε μόνο αυτός και όχι κι εμείς; Τους εξήγησα πως δεν πρόκειται για τον πατέρα Μητσοτάκη αλλά για τον γιο, και πως σε 20 και 30 χρόνια πάλι κάποιος από τους Μητσοτάκη, Καραμανλή ή Παπανδρέου θα είναι ξανά πρωθυπουργός. Κούνησαν όλοι το κεφάλι τους σα να έλεγαν δεν υπάρχει σωτηρία. Τους αποχαιρέτησα όλους και είχα μία ιδιαίτερη συνομιλία με τον πατέρα μου, είχα καταλάβει τι θα μου έλεγε και έκανα τάχα μου τάχα μου πως κοίταζα κάποια εργαλεία, ο πατέρας μου κατάλαβε πως με έφερνε σε δύσκολη θέση, έτσι ήταν πάντα ο πατέρας μου, ποτέ δεν ήθελε να μας φέρνει σε δύσκολη θέση, του είπα όμως δύο λέξεις: καμία αλλαγή.... Ο πατέρας μου ήθελε προφανώς να μάθει αν τα εγγόνια του έχουν αποκτήσει δικά τους παιδιά γι' αυτό του είπα καμία αλλαγή. Αποχαιρέτησα τον πατέρα μου μαζί με την Πιάλεια και κατευθυνθήκαμε προς την έξοδο, ήταν ώρα να αναχωρήσω, άλλη μια επίσκεψη σε Μουσείο, αυτή τη φορά στο Μουσείο της ιστορικής και πνευματικής Πιάλειας έλαβε τέλος. Ευχαρίστησα θερμά την Πιάλεια για την ξενάγηση και για την καλοσύνη που είχε να παραμείνει μαζί μου όλη την ώρα της ξενάγησης και που είχε φροντίσει να δω πολλά αγαπημένα πρόσωπα, η Πιάλεια γεμάτη χαρά μου είπε, μην ξεχνάς Επίκουρε πως εσύ έχεις γράψει για μένα την πιο όμορφη και αληθινή ιστορία, αυτό είναι για μένα μεγάλη τιμή και σου είμαι ευγνώμων.
Φθάνοντας στην πόρτα νοερά ευχαρίστησα την γιαγιά της γιαγιάς μου και λέγοντας τα λόγια της επιστροφής βρέθηκα στον προαύλιο χώρο του Μουσείου, κατευθύνθηκα γρήγορα προς το αυτοκίνητο γιατί είχα έναν φόβο μήπως περάσει ο Διδάσκαλος και δει το αυτοκίνητο και αρχίσει να με αναζητεί. Ευτυχώς όλα πήγαν καλά, σε 20 λεπτά ήμουν στο σπίτι, η Λόλα με περίμενε με ανοιχτές αγκάλες και με ζεστό τραχανά δικής μας παραγωγής. Με ρώτησε αν δεν πήγε χαμένος ο κόπος και αν ήμουν τώρα έτοιμος να γράψω το δοκίμιο περί φύσεως, μου πρότεινε μάλιστα να ζητήσω αν χρειαστεί και λίγη βοήθεια από τον φίλο μας τον Ηλία. Αναρωτιέμαι το τι θα γίνει σήμερα που η Λόλα, -λίγους μήνες μετά δηλαδή- θα μάθει την αλήθεια της απουσίας μου εκείνο το βράδυ, το βράδυ που πέρασα με την Πιάλεια στο λαογραφικό Μουσείο της Πιάλειας. Ελπίζω να δείξει επιείκεια και κατανόηση.
Επίλογος.
Φίλες και Φίλοι εσείς μην περιμένετε κάποιον μαγικό τρόπο για να βρεθείτε στο λαογραφικό Μουσείο της Πιάλειας, αποφασίστε να το επισκεφτείτε όταν είναι ανοικτό, είναι ίσως το πιο οργανωμένο λαογραφικό Μουσείο στην Περιοχή των Τρικάλων, αξίζει τον κόπο να το επισκεφτείτε.
Σας χαιρετώ με σεβασμό και επικούρεια διάθεση Επίκουρος ο Γοργογυραίος.
Έρρωσθε και Ευδαιμονείτε.
Life for Life
"Το θαύμα δεν είναι πουθενά
παρά κυκλοφορεί μέσα
στις φλέβες του ανθρώπου!!!"
"Στης σκέψης τα γυρίσματα μ’ έκανε να σταθώ
ιδέα περιπλάνησης σε όμορφο βουνό.
Έτσι μια μέρα το ’φερε κι εμέ να γυροφέρει
τ’ άτι το γοργοκίνητο στου Γοργογυριού τα μέρη !!!"
ΣΤΗΝ ΑΥΛΗ ΜΑΣ
Εμείς στο χωριό μας έχουμε ακόμα αυλές. Εκεί μαζευόμαστε, αμπελοφιλοσοφούμε,καλαμπουρίζουμε, ψιλοτσακωνόμαστε μέχρι τις... πρώτες πρωινές ώρες! Κοπιάστε ν' αράξουμε!!!
-Aναζητείστε το"Ποίημα για το Γοργογύρι " στο τέλος της σελίδας.
30.11.24
ΕΙΜΑΣΤΕ ΕΝΑΣ ΛΑΟΣ ΑΠΟΛΙΤΙΣΤΟΣ, ΞΕΦΤΙΛΕΣ ΕΙΜΑΣΤΕ Αναστάσιος Μαρκουίζος, γνωστός σε όλους ως Ιαβέρης, μιλά στο NEWS 247
Ελλάδα, η χώρα της μαγκιάς, που ανέχεται να σακατεύονται άνθρωποι στους δρόμους. Έλληνες, αυτός ο "απολίτιστος, δακτυλοδεικτούμενος λαός, που νοιάζεται μόνο για την τσεπάρα του". Τι πρέπει να γίνει, για να νιώσουμε επιτέλους τη γενοκτονία που οι ίδιοι προκαλούμε, αδιαφορώντας για το αυριανό σακάτεμα των παιδιών ή του διπλανού μας. Ο Αναστάσιος Μαρκουίζος, γνωστός σε όλους ως Ιαβέρης, μιλά στο NEWS 247
Σοφία Κατσαρέλη
Εκεί που σταματάει ο χρόνος, στο σημείο που κόβεται το νήμα μιας ζωής κι όλοι, κάθε φορά έκπληκτοι παρακολουθούμε ακόμα μία τραγωδία στην άσφαλτο, ακόμη έναν μάταιο χαμό στους ελληνικούς δρόμους... εκεί ξεκινούν τα "γιατί", εκεί προκύπτουν τα ερωτήματα που δεν έχουν απάντηση κι ακόμα κι αν έχουν, δεν την χωράει ο νους, εκεί εκτοξεύεται κάθε ίχνος αυτοκριτικής, με το αυτονόητο ένστικτο της αυτοσυντήρησης να μας κάνει να υποσχόμαστε στον εαυτό μας, ότι θα είμαστε πιο προσεκτικοί. Μέχρι να στεγνώσει το αίμα στην άσφαλτο, μέχρι να το ξεπλύνει η βροχή, μέχρι να πάψει να μας σοκάρει η τραγωδία του διπλανού, μέχρι να βρεθεί ένα άλλο θέμα στην επικαιρότητα, που θα προκαλέσει σοκ, οργή, αγανάκτηση...
Κι όμως, εκεί είναι, που πρέπει να δώσουμε απάντηση στα "γιατί". Γιατί δεν αντιλαμβανόμαστε την αξία της ζωής μας, γιατί πιστεύουμε πως τίποτα κακό δεν μπορεί να μας συμβεί, όταν όλοι γύρω έχουν ένα περιστατικό να διηγηθούν από τροχαίο, γιατί δεν σκεφτόμαστε ότι στο σπίτι, όταν κλείσαμε την πόρτα και φύγαμε για τη δουλειά, για ένα ταξίδι, για μία βόλτα, μας περιμένει ένας πατέρας, μία μητέρα, ένας αδελφός, ένας σύντροφος, ένα παιδί.
Ο παλιός οδηγός αγώνων Αναστάσιος Μαρκουίζος, γνωστός σε όλους ως Ιαβέρης, και σήμερα και χθες και διαχρονικά έχει βάλει στόχο ζωής, να ευαισθητοποιήσει άπαντες για τη γενοκτονία που συντελείται στους ελληνικούς δρόμους, όπου νέοι "σβήνουν", πριν προλάβουν να τεκνοποιήσουν, γονείς νεκροφιλούν τα παιδιά τους και χιλιάδες άλλοι άνθρωποι μένουν ανάπηροι για το υπόλοιπο της ζωής τους.
Με αφορμή τα τραγικά δυστύχημα, κρούει ξανά τον κώδωνα του κινδύνου, μιλώντας στο NEWS 247 για την αδιαφορία Πολιτείας, ΜΜΕ και κοινής γνώμης μπροστά σε αυτόν τον "εμφύλιο πόλεμο", που βιώνει η Ελλάδα.
ΚΑΝΕΙΣ ΔΕΝ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΙΖΕΤΑΙ ΓΙΑ ΤΟΝ ΑΥΡΙΑΝΟ ΘΑΝΑΤΟ 'Η ΤΟ ΣΑΚΑΤΕΜΑ ΤΟΥ ΠΑΙΔΙΟΥ ΤΟΥ
"Πολλά από τα τραγικά περιστατικά που συμβαίνουν, είναι λόγω υπερβολικής ταχύτητας.
" Όταν χάνονται οι άνθρωποι σε αυτές τις νέες ηλικίες ή καταστρέφονται οι ζωές τους, το παθαίνουν πριν προλάβουν να τεκνοποιήσουν. Η πιο ευτυχισμένη στιγμή στη ζωή ενός ανθρώπου είναι η γέννηση του παιδιού του. Η χειρότερη είναι ο θάνατος του παιδιού του. Είναι τραγικό, να φεύγουν νέα παιδιά χωρίς λόγο, σε επίπεδο γενοκτονίας, που κατεβάζει τον πληθυσμό και η Πολιτεία, οι πολιτικοί, τα ΜΜΕ και η κοινή γνώμη που καθορίζει δια της ψήφου ποιοι θα διαχειριστούν τη ζωή μας και δια του τηλεκοντρόλ την τηλεθέαση, δεν προβληματίζεται κανένας για τον αυριανό θάνατο ή το σακάτεμα του παιδιού του ή του εγγονιού του", λέει ο Ιαβέρης.
Τροχαία κακουργήματα εξ αλητείας
ΑΙΤΙΑ Η ΑΛΗΤΕΙΑ, ΣΥΜΠΤΩΜΑ Η ΠΑΡΑΒΑΣΗ, ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ Η ΑΠΟΓΝΩΣΗ
Αυτά που συμβαίνουν στους Ελληνικούς δρόμους, δεν είναι περιστατικά που συμβαίνουν από παραβάσεις του ΚΟΚ εξ αμελείας, είναι τροχαία κακουργήματα εξ αλητείας. Δεν υπάρχει άλλος χαρακτηρισμός. Εδώ θα έπρεπε άμεσα, επειδή είμαστε καταντημένοι από πλευράς παιδείας, να λειτουργήσει το κράτος με αστυνόμευση και καταστολή και παράλληλα, να υπάρχει ενημέρωση μέσα από τα ΜΜΕ και με σποτάκια, για να φτιάξουμε παιδεία μέσα στο σπίτι, να γίνουν οι γονείς καλύτερα πρότυπα για τα παιδιά τους, στο σχολείο με καταρτισμένους δασκάλους. Αλλά σε έναν λαό καταντημένο, που κοιτάει μόνο την τσεπάρα του και πώς θα πουλήσει μούρη αλαζονικά, μόνο με τον οικονομικό βούρδουλα μπορεί να αλλάξει κάτι. Μόνο την απώλεια των χρημάτων του φοβάται ο Έλληνας, κανένας δεν φοβάται για τη ζωή του".
Όποιος μου πει, ότι υπάρχει κάτι, που έστω και να κοντοζυγώνει σε επίπεδο σημαντικότητας με τον θάνατο των παιδιών, είναι ασυνείδητος, ηλίθιος έως και προδότης της χώρας "Είναι θέμα παιδείας και ανοησίας και αθλιότητας, το να πιστεύεις ότι δεν θα συμβεί σε σένα.
Ελλάδα, η χώρα της μαγκιάς
ΞΕΠΑΣΤΡΕΥΟΜΑΣΤΕ ΚΑΙ ΤΟ ΑΝΕΧΟΜΑΣΤΕ, ΜΕ ΟΠΛΟ ΤΟ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΟ ΣΑΝ ΚΑΓΚΟΥΡΕΣ
Ό,τι κι αν παρεμβάλλεται στη συζήτηση με τον Ιαβέρη, πάντα καταλήγει στην ανάγκη λήψης μέτρων για την ευαισθητοποίηση της κοινής γνώμης. Τελευταία, στην τηλεόραση παίζουν κάποια σποτάκια, που δείχνουν σκληρές εικόνες από τροχαία ατυχήματα. Είναι όμως αυτό αρκετό;
"Μόνο μία φορά συνέβη με το υπουργείο Δημοσίας Τάξης, που έπαιξαν για λίγο κάτι σποτάκια, θεωρώντας ότι αιτία θανάτου ήταν το ατύχημα. Δεν ήταν έτσι όμως. Αιτία θανάτου δεν ήταν η παραβίαση του ερυθρού σηματοδότη. Είναι σύμπτωμα. Αιτία είναι η αλητεία και αποτέλεσμα η απόγνωση. Ακόμα κι εκείνα δεν ήταν εύστοχα, έγιναν για λίγο και σταμάτησαν γρήγορα. Όλα τα κανάλια της Ελλάδας δεν λένε κουβέντα και περιμένουν να πεθάνει κάποιος επώνυμος, για να τον μνημονεύσουν", λέει.
"Ποιος θα το αποφασίσει για να γίνουν αυτές οι καμπάνιες; Εγώ επιμένω και λέω, ότι η εκάστοτε κυβέρνηση, ο πρωθυπουργός της εκάστοτε κυβέρνησης να παίρνει πάνω του αυτό το εθνικό θέμα, γιατί είναι εθνικό θέμα η γενοκτονία των Ελληνόπουλων. Όποιος μου πει, από τους πολιτικούς και τους δημοσιογράφους, ότι υπάρχει κάτι, που έστω και να κοντοζυγώνει σε επίπεδο σημαντικότητας με τον θάνατο των παιδιών, είναι ασυνείδητος, ηλίθιος έως και προδότης της χώρας. Όποιος θεωρεί, ότι υπάρχει κάτι πιο σημαντικό από τη ζωή των Ελληνόπουλων, θα πρέπει να φύγει από τη χώρα τρέχοντας. Κι εδώ καθόμαστε τόσα χρόνια, που ξεπαστρευόμαστε και το ανεχόμαστε αυτό, ότι φεύγουν τα πιτσιρίκια που δεν δημιουργούν απογόνους και είμαστε σκάρτα δέκα εκατομμύρια, όταν οι άλλοι λαοί υπερπολλαπλασιάζονται. Εμείς υποπολλαπλασιαζόμαστε, με όπλο τον αυτοκίνητο σαν κάγκουρες, ως τρομοκράτες σε εμφύλιο πόλεμο; Άθλιο!"
Άδειο πορτοφόλι το αντιμετωπίζεις, άδειο σπίτι που μπαίνεις μέσα και δεν είναι τα παιδιά σου ή άδειο σπίτι, που δεν ανοίγει η πόρτα και δεν μπαίνει ο μπαμπάς και τα παιδιά μένουν ορφανά, δεν αντιμετωπίζεται.
"Και δεν είναι μόνο αυτοί που έφυγαν από τη ζωή, είναι ολόκληρη γενοκτονία. Τα τελευταία 65 χρόνια, δεν έχουν γεννηθεί, επειδή οι γονείς τους σκοτώθηκαν ή έμειναν ανάπηροι πριν γεννήσουν, πάνω από 1.300.000 άνθρωποι. Είναι μειωμένος πληθυσμός. Για τους 400.000 νέους Έλληνες που έχουν πάει στο εξωτερικό προς εξεύρεση εργασίας και δεν φορολογούνται στην Ελλάδα, υπολογίζεται ότι το κόστος για τα κρατικά ταμεία ξεπερνά τα 9 δισ. ευρώ, σύμφωνα με στοιχεία που ανακοινώθηκαν πριν από κανέναν μήνα. Το 1.300.000 που δεν έχουν γεννηθεί, κοστίζει 27 δισ. ευρώ συνεχώς. Δεν θέλει πολύ μυαλό, αλλά θέλει συναισθηματική νοημοσύνη, για να το καταλάβεις. Το μυαλό λειτουργεί πονηρά και ηλίθια, γιατί είναι κουτοπόνηρο. Οι οικονομολόγοι θα έπρεπε, να σκίσουν τα χαρτιά τους κανονικά, γιατί δεν εφαρμόζουν κανένα σύστημα με βάση τη νοοτροπία του Ελληνάρα, ο οποίος δεν πληρώνει και γι'αυτό τα μέτρα συνεχίζουν και είναι πιο σκληρά, γιατί δεν εφαρμόζονται. Θα πρέπει κάποιος να βελτιωθεί, να γίνει πιο σεβάσμιος, πιο προστατευτικός, αλλά αυτό δεν ισχύει. Η Ελλάδα είναι η χώρα της μαγκιάς".
Η σημερινή κυβέρνηση, (όλες οι κυβερνήσεις λέω εγώ ο Πέπος) σνομπάρει τον θάνατο των ανθρώπων, μιλά μόνο για λεφτά
ΔΕΝ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΜΟΥ ΓΥΡΝΑΣ ΤΗΝ ΠΛΑΤΗ, ΟΤΑΝ ΔΙΕΚΔΙΚΩ ΤΗΝ ΑΣΦΑΛΕΙΑ ΤΩΝ ΠΙΤΣΙΡΙΚΑΔΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΕΓΓΟΝΙΩΝ ΜΟΥ
Ο Ιαβέρης είναι ο μόνος, που για περισσότερα από 30 χρόνια, αξιοποιώντας τις γνώσεις και την εμπειρία του, προσπαθεί να κάνει κάτι, για να ευαισθητοποιηθεί η κοινή γνώμη. Γιατί δεν κάνουν όμως το ίδιο και οι κυβερνήσεις;
Όπως λέει, υπήρξαν στιγμιαίες καταστάσεις, που έδειξαν κάτι θετικό προς αυτήν την κατεύθυνση, αλλά μπροστά στη σημερινή κυβέρνηση, έχει βρει τοίχο.
Προτιμώ ένα μικρό αυτοκίνητο με κόφτη, από ένα παπάκι που οδηγεί 15χρονος και μπορεί να τον πάρει σβάρνα ο πρώτος μεθυσμένος βλάχος, που γυρίζει από τα μπουζούκια.
Είμαστε ένας λαός απολίτιστος, δακτυλοδεικτούμενος. Ξεφτίλες είμαστε
ΑΣ ΚΑΤΑΛΑΒΟΥΝ ΟΙ ΗΛΙΘΙΟΙ ΠΟΥ ΨΗΦΙΖΟΥΝ ΑΘΛΙΟΥΣ
Ο κ. Μαρκουίζος προτείνει εξοντωτικές ποινές για τους παραβάτες του ΚΟΚ, τόσο οικονομικά όσο και συναισθηματικά. Θα βοηθούσε, κατά τον ίδιο, η χορήγηση διπλώματος σε μεγαλύτερη ηλικία;
"Η παιδεία δεν είναι θέμα ηλικίας, προέρχεται από το σπίτι. Αν ένα παιδί γεννηθεί σε ένα σπίτι ανθρώπων πολιτισμένων, που εκτιμούν την αξία της ανθρώπινης ζωής της δικής τους και των συμπολιτών τους και συμπεριφέρονται στον δρόμο με σεβασμό και νου, το παιδί θα μεγαλώνει σε ένα ιδανικό περιβάλλον κι όταν θα φτάσει στην ηλικία των 18 ετών, θα είναι ήδη ένας συνετός πολίτης. Θα έχει στο σχολείο μία ενημέρωση, θα υπάρχουν εκστρατείες ενημέρωσης, που θα ανεβάζουν την εκτίμηση καθενός για την ζωή του. Είναι φοβερό να μην νοιάζεται κανείς για τη ζωή του. Ήδη οδηγούν μηχανάκια στα 15 με τις ευχές των γονιών", εξηγεί και προσθέτει:
"Είναι καθαρά θέμα παιδείας του λαού ολόκληρου. Αν ο λαός έχει παιδεία, οι ηλικίες παίζουν πολύ μικρό ρόλο. Ακόμα και μία δοκιμαστική άδεια, με την επίβλεψη κάποιου ή ένα αυτοκίνητο που έχει κόφτη και δεν θα ξεπερνά τα 50 χλμ, είναι προτιμότερα από ένα παπάκι, που είναι πολύ πιο επικίνδυνο να τον πάρει σβάρνα ο πρώτος μεθυσμένος βλάχος, που γυρίζει από τα μπουζούκια. Είναι καθαρά θέμα νου και πολιτισμού. Ο οδικός πολιτισμός, αυτό που βλέπουμε στον δρόμο είναι η αποκωδικοποίηση του πολιτισμού ενός λαού. Είμαστε λοιπόν ένας λαός απολίτιστος, δακτυλοδεικτούμενος, με αναρτημένες τις συμπεριφορές του στο διαδίκτυο παγκοσμίως. Ξεφτίλες είμαστε".
"Και δεν αλλάζει κάτι, επιδεινώνεται. Τα κανάλια έχουν κεντρικό θέμα το πώς αδειάζει το πορτοφόλι του Έλληνα πολίτη κι όχι το πώς αδειάζει το σπίτι του. Άδειο πορτοφόλι το αντιμετωπίζεις, άδειο σπίτι που μπαίνεις μέσα και δεν είναι τα παιδιά σου ή άδειο σπίτι, που δεν ανοίγει η πόρτα και δεν μπαίνει ο μπαμπάς και τα παιδιά μένουν ορφανά, δεν αντιμετωπίζεται. Ας το καταλάβουν οι ηλίθιοι, που ψηφίζουν άθλιους και επιλέγουν δια του τηλεκοντρόλ λάθος κανάλια, που κάνουν τηλεθέαση χωρίς να είναι κοινωνικά χρήσιμα".
Σοφία Κατσαρέλη
Εκεί που σταματάει ο χρόνος, στο σημείο που κόβεται το νήμα μιας ζωής κι όλοι, κάθε φορά έκπληκτοι παρακολουθούμε ακόμα μία τραγωδία στην άσφαλτο, ακόμη έναν μάταιο χαμό στους ελληνικούς δρόμους... εκεί ξεκινούν τα "γιατί", εκεί προκύπτουν τα ερωτήματα που δεν έχουν απάντηση κι ακόμα κι αν έχουν, δεν την χωράει ο νους, εκεί εκτοξεύεται κάθε ίχνος αυτοκριτικής, με το αυτονόητο ένστικτο της αυτοσυντήρησης να μας κάνει να υποσχόμαστε στον εαυτό μας, ότι θα είμαστε πιο προσεκτικοί. Μέχρι να στεγνώσει το αίμα στην άσφαλτο, μέχρι να το ξεπλύνει η βροχή, μέχρι να πάψει να μας σοκάρει η τραγωδία του διπλανού, μέχρι να βρεθεί ένα άλλο θέμα στην επικαιρότητα, που θα προκαλέσει σοκ, οργή, αγανάκτηση...
Κι όμως, εκεί είναι, που πρέπει να δώσουμε απάντηση στα "γιατί". Γιατί δεν αντιλαμβανόμαστε την αξία της ζωής μας, γιατί πιστεύουμε πως τίποτα κακό δεν μπορεί να μας συμβεί, όταν όλοι γύρω έχουν ένα περιστατικό να διηγηθούν από τροχαίο, γιατί δεν σκεφτόμαστε ότι στο σπίτι, όταν κλείσαμε την πόρτα και φύγαμε για τη δουλειά, για ένα ταξίδι, για μία βόλτα, μας περιμένει ένας πατέρας, μία μητέρα, ένας αδελφός, ένας σύντροφος, ένα παιδί.
Ο παλιός οδηγός αγώνων Αναστάσιος Μαρκουίζος, γνωστός σε όλους ως Ιαβέρης, και σήμερα και χθες και διαχρονικά έχει βάλει στόχο ζωής, να ευαισθητοποιήσει άπαντες για τη γενοκτονία που συντελείται στους ελληνικούς δρόμους, όπου νέοι "σβήνουν", πριν προλάβουν να τεκνοποιήσουν, γονείς νεκροφιλούν τα παιδιά τους και χιλιάδες άλλοι άνθρωποι μένουν ανάπηροι για το υπόλοιπο της ζωής τους.
Με αφορμή τα τραγικά δυστύχημα, κρούει ξανά τον κώδωνα του κινδύνου, μιλώντας στο NEWS 247 για την αδιαφορία Πολιτείας, ΜΜΕ και κοινής γνώμης μπροστά σε αυτόν τον "εμφύλιο πόλεμο", που βιώνει η Ελλάδα.
ΚΑΝΕΙΣ ΔΕΝ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΙΖΕΤΑΙ ΓΙΑ ΤΟΝ ΑΥΡΙΑΝΟ ΘΑΝΑΤΟ 'Η ΤΟ ΣΑΚΑΤΕΜΑ ΤΟΥ ΠΑΙΔΙΟΥ ΤΟΥ
"Πολλά από τα τραγικά περιστατικά που συμβαίνουν, είναι λόγω υπερβολικής ταχύτητας.
" Όταν χάνονται οι άνθρωποι σε αυτές τις νέες ηλικίες ή καταστρέφονται οι ζωές τους, το παθαίνουν πριν προλάβουν να τεκνοποιήσουν. Η πιο ευτυχισμένη στιγμή στη ζωή ενός ανθρώπου είναι η γέννηση του παιδιού του. Η χειρότερη είναι ο θάνατος του παιδιού του. Είναι τραγικό, να φεύγουν νέα παιδιά χωρίς λόγο, σε επίπεδο γενοκτονίας, που κατεβάζει τον πληθυσμό και η Πολιτεία, οι πολιτικοί, τα ΜΜΕ και η κοινή γνώμη που καθορίζει δια της ψήφου ποιοι θα διαχειριστούν τη ζωή μας και δια του τηλεκοντρόλ την τηλεθέαση, δεν προβληματίζεται κανένας για τον αυριανό θάνατο ή το σακάτεμα του παιδιού του ή του εγγονιού του", λέει ο Ιαβέρης.
Τροχαία κακουργήματα εξ αλητείας
ΑΙΤΙΑ Η ΑΛΗΤΕΙΑ, ΣΥΜΠΤΩΜΑ Η ΠΑΡΑΒΑΣΗ, ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ Η ΑΠΟΓΝΩΣΗ
Αυτά που συμβαίνουν στους Ελληνικούς δρόμους, δεν είναι περιστατικά που συμβαίνουν από παραβάσεις του ΚΟΚ εξ αμελείας, είναι τροχαία κακουργήματα εξ αλητείας. Δεν υπάρχει άλλος χαρακτηρισμός. Εδώ θα έπρεπε άμεσα, επειδή είμαστε καταντημένοι από πλευράς παιδείας, να λειτουργήσει το κράτος με αστυνόμευση και καταστολή και παράλληλα, να υπάρχει ενημέρωση μέσα από τα ΜΜΕ και με σποτάκια, για να φτιάξουμε παιδεία μέσα στο σπίτι, να γίνουν οι γονείς καλύτερα πρότυπα για τα παιδιά τους, στο σχολείο με καταρτισμένους δασκάλους. Αλλά σε έναν λαό καταντημένο, που κοιτάει μόνο την τσεπάρα του και πώς θα πουλήσει μούρη αλαζονικά, μόνο με τον οικονομικό βούρδουλα μπορεί να αλλάξει κάτι. Μόνο την απώλεια των χρημάτων του φοβάται ο Έλληνας, κανένας δεν φοβάται για τη ζωή του".
Όποιος μου πει, ότι υπάρχει κάτι, που έστω και να κοντοζυγώνει σε επίπεδο σημαντικότητας με τον θάνατο των παιδιών, είναι ασυνείδητος, ηλίθιος έως και προδότης της χώρας "Είναι θέμα παιδείας και ανοησίας και αθλιότητας, το να πιστεύεις ότι δεν θα συμβεί σε σένα.
Ελλάδα, η χώρα της μαγκιάς
ΞΕΠΑΣΤΡΕΥΟΜΑΣΤΕ ΚΑΙ ΤΟ ΑΝΕΧΟΜΑΣΤΕ, ΜΕ ΟΠΛΟ ΤΟ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΟ ΣΑΝ ΚΑΓΚΟΥΡΕΣ
Ό,τι κι αν παρεμβάλλεται στη συζήτηση με τον Ιαβέρη, πάντα καταλήγει στην ανάγκη λήψης μέτρων για την ευαισθητοποίηση της κοινής γνώμης. Τελευταία, στην τηλεόραση παίζουν κάποια σποτάκια, που δείχνουν σκληρές εικόνες από τροχαία ατυχήματα. Είναι όμως αυτό αρκετό;
"Μόνο μία φορά συνέβη με το υπουργείο Δημοσίας Τάξης, που έπαιξαν για λίγο κάτι σποτάκια, θεωρώντας ότι αιτία θανάτου ήταν το ατύχημα. Δεν ήταν έτσι όμως. Αιτία θανάτου δεν ήταν η παραβίαση του ερυθρού σηματοδότη. Είναι σύμπτωμα. Αιτία είναι η αλητεία και αποτέλεσμα η απόγνωση. Ακόμα κι εκείνα δεν ήταν εύστοχα, έγιναν για λίγο και σταμάτησαν γρήγορα. Όλα τα κανάλια της Ελλάδας δεν λένε κουβέντα και περιμένουν να πεθάνει κάποιος επώνυμος, για να τον μνημονεύσουν", λέει.
"Ποιος θα το αποφασίσει για να γίνουν αυτές οι καμπάνιες; Εγώ επιμένω και λέω, ότι η εκάστοτε κυβέρνηση, ο πρωθυπουργός της εκάστοτε κυβέρνησης να παίρνει πάνω του αυτό το εθνικό θέμα, γιατί είναι εθνικό θέμα η γενοκτονία των Ελληνόπουλων. Όποιος μου πει, από τους πολιτικούς και τους δημοσιογράφους, ότι υπάρχει κάτι, που έστω και να κοντοζυγώνει σε επίπεδο σημαντικότητας με τον θάνατο των παιδιών, είναι ασυνείδητος, ηλίθιος έως και προδότης της χώρας. Όποιος θεωρεί, ότι υπάρχει κάτι πιο σημαντικό από τη ζωή των Ελληνόπουλων, θα πρέπει να φύγει από τη χώρα τρέχοντας. Κι εδώ καθόμαστε τόσα χρόνια, που ξεπαστρευόμαστε και το ανεχόμαστε αυτό, ότι φεύγουν τα πιτσιρίκια που δεν δημιουργούν απογόνους και είμαστε σκάρτα δέκα εκατομμύρια, όταν οι άλλοι λαοί υπερπολλαπλασιάζονται. Εμείς υποπολλαπλασιαζόμαστε, με όπλο τον αυτοκίνητο σαν κάγκουρες, ως τρομοκράτες σε εμφύλιο πόλεμο; Άθλιο!"
Άδειο πορτοφόλι το αντιμετωπίζεις, άδειο σπίτι που μπαίνεις μέσα και δεν είναι τα παιδιά σου ή άδειο σπίτι, που δεν ανοίγει η πόρτα και δεν μπαίνει ο μπαμπάς και τα παιδιά μένουν ορφανά, δεν αντιμετωπίζεται.
"Και δεν είναι μόνο αυτοί που έφυγαν από τη ζωή, είναι ολόκληρη γενοκτονία. Τα τελευταία 65 χρόνια, δεν έχουν γεννηθεί, επειδή οι γονείς τους σκοτώθηκαν ή έμειναν ανάπηροι πριν γεννήσουν, πάνω από 1.300.000 άνθρωποι. Είναι μειωμένος πληθυσμός. Για τους 400.000 νέους Έλληνες που έχουν πάει στο εξωτερικό προς εξεύρεση εργασίας και δεν φορολογούνται στην Ελλάδα, υπολογίζεται ότι το κόστος για τα κρατικά ταμεία ξεπερνά τα 9 δισ. ευρώ, σύμφωνα με στοιχεία που ανακοινώθηκαν πριν από κανέναν μήνα. Το 1.300.000 που δεν έχουν γεννηθεί, κοστίζει 27 δισ. ευρώ συνεχώς. Δεν θέλει πολύ μυαλό, αλλά θέλει συναισθηματική νοημοσύνη, για να το καταλάβεις. Το μυαλό λειτουργεί πονηρά και ηλίθια, γιατί είναι κουτοπόνηρο. Οι οικονομολόγοι θα έπρεπε, να σκίσουν τα χαρτιά τους κανονικά, γιατί δεν εφαρμόζουν κανένα σύστημα με βάση τη νοοτροπία του Ελληνάρα, ο οποίος δεν πληρώνει και γι'αυτό τα μέτρα συνεχίζουν και είναι πιο σκληρά, γιατί δεν εφαρμόζονται. Θα πρέπει κάποιος να βελτιωθεί, να γίνει πιο σεβάσμιος, πιο προστατευτικός, αλλά αυτό δεν ισχύει. Η Ελλάδα είναι η χώρα της μαγκιάς".
Η σημερινή κυβέρνηση, (όλες οι κυβερνήσεις λέω εγώ ο Πέπος) σνομπάρει τον θάνατο των ανθρώπων, μιλά μόνο για λεφτά
ΔΕΝ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΜΟΥ ΓΥΡΝΑΣ ΤΗΝ ΠΛΑΤΗ, ΟΤΑΝ ΔΙΕΚΔΙΚΩ ΤΗΝ ΑΣΦΑΛΕΙΑ ΤΩΝ ΠΙΤΣΙΡΙΚΑΔΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΕΓΓΟΝΙΩΝ ΜΟΥ
Ο Ιαβέρης είναι ο μόνος, που για περισσότερα από 30 χρόνια, αξιοποιώντας τις γνώσεις και την εμπειρία του, προσπαθεί να κάνει κάτι, για να ευαισθητοποιηθεί η κοινή γνώμη. Γιατί δεν κάνουν όμως το ίδιο και οι κυβερνήσεις;
Όπως λέει, υπήρξαν στιγμιαίες καταστάσεις, που έδειξαν κάτι θετικό προς αυτήν την κατεύθυνση, αλλά μπροστά στη σημερινή κυβέρνηση, έχει βρει τοίχο.
Προτιμώ ένα μικρό αυτοκίνητο με κόφτη, από ένα παπάκι που οδηγεί 15χρονος και μπορεί να τον πάρει σβάρνα ο πρώτος μεθυσμένος βλάχος, που γυρίζει από τα μπουζούκια.
Είμαστε ένας λαός απολίτιστος, δακτυλοδεικτούμενος. Ξεφτίλες είμαστε
ΑΣ ΚΑΤΑΛΑΒΟΥΝ ΟΙ ΗΛΙΘΙΟΙ ΠΟΥ ΨΗΦΙΖΟΥΝ ΑΘΛΙΟΥΣ
Ο κ. Μαρκουίζος προτείνει εξοντωτικές ποινές για τους παραβάτες του ΚΟΚ, τόσο οικονομικά όσο και συναισθηματικά. Θα βοηθούσε, κατά τον ίδιο, η χορήγηση διπλώματος σε μεγαλύτερη ηλικία;
"Η παιδεία δεν είναι θέμα ηλικίας, προέρχεται από το σπίτι. Αν ένα παιδί γεννηθεί σε ένα σπίτι ανθρώπων πολιτισμένων, που εκτιμούν την αξία της ανθρώπινης ζωής της δικής τους και των συμπολιτών τους και συμπεριφέρονται στον δρόμο με σεβασμό και νου, το παιδί θα μεγαλώνει σε ένα ιδανικό περιβάλλον κι όταν θα φτάσει στην ηλικία των 18 ετών, θα είναι ήδη ένας συνετός πολίτης. Θα έχει στο σχολείο μία ενημέρωση, θα υπάρχουν εκστρατείες ενημέρωσης, που θα ανεβάζουν την εκτίμηση καθενός για την ζωή του. Είναι φοβερό να μην νοιάζεται κανείς για τη ζωή του. Ήδη οδηγούν μηχανάκια στα 15 με τις ευχές των γονιών", εξηγεί και προσθέτει:
"Είναι καθαρά θέμα παιδείας του λαού ολόκληρου. Αν ο λαός έχει παιδεία, οι ηλικίες παίζουν πολύ μικρό ρόλο. Ακόμα και μία δοκιμαστική άδεια, με την επίβλεψη κάποιου ή ένα αυτοκίνητο που έχει κόφτη και δεν θα ξεπερνά τα 50 χλμ, είναι προτιμότερα από ένα παπάκι, που είναι πολύ πιο επικίνδυνο να τον πάρει σβάρνα ο πρώτος μεθυσμένος βλάχος, που γυρίζει από τα μπουζούκια. Είναι καθαρά θέμα νου και πολιτισμού. Ο οδικός πολιτισμός, αυτό που βλέπουμε στον δρόμο είναι η αποκωδικοποίηση του πολιτισμού ενός λαού. Είμαστε λοιπόν ένας λαός απολίτιστος, δακτυλοδεικτούμενος, με αναρτημένες τις συμπεριφορές του στο διαδίκτυο παγκοσμίως. Ξεφτίλες είμαστε".
"Και δεν αλλάζει κάτι, επιδεινώνεται. Τα κανάλια έχουν κεντρικό θέμα το πώς αδειάζει το πορτοφόλι του Έλληνα πολίτη κι όχι το πώς αδειάζει το σπίτι του. Άδειο πορτοφόλι το αντιμετωπίζεις, άδειο σπίτι που μπαίνεις μέσα και δεν είναι τα παιδιά σου ή άδειο σπίτι, που δεν ανοίγει η πόρτα και δεν μπαίνει ο μπαμπάς και τα παιδιά μένουν ορφανά, δεν αντιμετωπίζεται. Ας το καταλάβουν οι ηλίθιοι, που ψηφίζουν άθλιους και επιλέγουν δια του τηλεκοντρόλ λάθος κανάλια, που κάνουν τηλεθέαση χωρίς να είναι κοινωνικά χρήσιμα".
10 +1 χώρες που επιθυμούν απεγνωσμένα να κάνουν οι πολίτες τους περισσότερο σεξ. Εδώ στην Ελλάδα ακούει κανείς;
Φίλες και Φίλοι καλημέρα, το σημερινό θέμα είναι πολύ καυτό για μας τους Έλληνες γιατί όπως καλά γνωρίζετε η υπογεννητικότητα στη χώρα μας έχει χτυπήσει κόκκινο. Δυστυχώς αν συνεχίσουμε ως χώρα να μην θέλουμε να δούμε την πραγματικότητα κάποια στιγμή θα έρθει η πραγματικότητα σε μας με ό, τι αυτό σημαίνει. Πιο κάτω θα δείτε ποιες είναι οι δέκα χώρες που οι υπεύθυνοι απεγνωσμένα εκλιπαρούν τους πολίτες, και ειδικότερα τους νέους να κάνουν περισσότερο σεξ.
Λίγα μόνο πράγματα μπορεί να είναι πιο καθοριστικά για τη μελλοντική βιωσιμότητα ενός έθνους, πέρα από τα ποσοστά γονιμότητας των πολιτών.
Οι δημογράφοι προτείνουν ότι προκειμένου ο αριθμός θανάτων να μπορεί να αντικατασταθεί από αυτόν των γεννήσεων θα πρέπει σε κάθε χώρα το ποσοστό γονιμότητας να αντιστοιχεί σε τουλάχιστον δύο παιδιά ανά γυναίκα.
Σύμφωνα ωστόσο με το Business Insider, περίπου το ήμισυ των 224 χωρών του κόσμου έχουν πληγεί στις ημέρες μας από οικονομικούς και πολιτιστικούς παράγοντες που έχουν επηρεάσει αρνητικά το ποσοστό γονιμότητας.
Γι΄ αυτό το λόγο μερικές χώρες προσπαθούν να ενθαρρύνουν με τις πιο παράξενες στρατηγικές τους πολίτες που δεν προτιμούν τις ερωτικές συνευρέσεις.
Δανία
H Δανία ενθαρρύνει τους πολίτες της να κάνουν παιδιά χρησιμοποιώντας το εξής σλόγκαν: «Αν δεν σκοπεύεις να κάνεις παιδιά για το δικό σου καλό, τουλάχιστον κάνε παιδιά για το καλό της Δανίας».
Η μικρή σκανδιναβική χώρα έχει τόσο χαμηλό ποσοστό γονιμότητας, περίπου 1,73 παιδιά ανά γυναίκα, που μερικές εταιρείες όπως η ταξιδιωτική εταιρεία Spies Rejser προσφέρει δελεαστικά κίνητρα στις γυναίκες ώστε να μείνουν έγκυες.
Για παράδειγμα προσφέρει για τρία χρόνια χρήματα τα οποία θα καλύπτουν όλα τα έξοδα για τα βρεφικά προϊόντα σε ζευγάρια που κατάφεραν να συλλάβουν ενώ είχαν κλείσει κάποιο ταξιδιωτικό πακέτο στην εταιρεία τους. Επιπλέον κυκλοφορεί βίντεο με τίτλο «Κάντο για τη μαμά» με τα οποία σκοπεύουν να παρακινήσουν τις νεαρές γυναίκες να μείνουν έγκυες για να κάνουν ευτυχισμένες τις μητέρες τους που ανυπομονούν να γίνουν γιαγιάδες.
Ρωσία
Οι άνδρες στη Ρωσία πεθαίνουν νέοι. Το HIV και ο αλκοολισμός έχουν παραλύσει τη χώρα και την ίδια στιγμές οι γυναίκες δεν αποκτούν παιδιά. Το πρόβλημα πήρε τόσο μεγάλες διαστάσεις που το 2017 η Ρωσία ανακήρυξε την 12η Σεπτεμβρίου ως επίσημη ημέρα σύλληψης.
Την ημέρα αυτή οι άνθρωποι παίρνουν ρεπό από τη δουλειά για να επικεντρωθούν στην απόκτηση παιδιών. Οι γυναίκες που γεννούν ακριβώς εννέα μήνες αργότερα κερδίζουν στη συνέχεια ένα ψυγείο.
Ιαπωνία
Το ποσοστό γονιμότητας στην Ιαπωνία είναι ιδιαίτερα χαμηλό από το 1975. Για να αντιμετωπιστεί αυτό, μια ομάδα φοιτητών από το πανεπιστήμιο Tsukuba κατασκεύασε το Yotaro, ένα μωρό ρομπότ που βοηθάει τα ζευγάρια να αποκτήσουν μία πρώτη γνωριμία με την έννοια της πατρότητας.
Εάν οι άνδρες και γυναίκες αρχίζουν να σκέφτονται τους εαυτούς τους ως πιθανούς πατέρες και μητέρες οι φοιτητές εκτιμούν ότι στη συνέχεια θα νιώσουν συναισθηματικά έτοιμοι να αποκτήσουν ένα πραγματικό παιδί.
Ρουμανία
Η δεκαετία του 1960 αποτέλεσε τη χειρότερη χρονική περίοδο για τα ζευγάρια στη Ρουμανία. Η αύξηση του πληθυσμού πρόετρεψε τη κυβέρνηση να επιβάλει φόρο εισοδήματος 20% στα άτεκνα ζευγάρια και να εφαρμόσει διατάξεις που έκαναν τη διαδικασία έκδοσης διαζυγίου σχεδόν αδύνατη.
Η κεντρική ιδέα ήταν η εξής: Aν ως πολίτης ενός κομμουνιστικού κράτους δεν συμβάλλεις στη δημιουργία μελλοντικών εργατών θα πρέπει να πληρώσεις με χρήματα.
Η δεκαετία του 1980 δεν ήταν καλύτερη αλλά τότε οι γυναίκες αναγκάστηκαν για πρώτη φορά να υποβάλλονται υποχρεωτικά σε γυναικολογικές εξετάσεις προκειμένου να εξασφαλίσουν ότι μπορούν να μείνουν έγκυες.
Σιγκαπούρη
Η Σιγκαπούρη έχει το χαμηλότερο ποσοστό γονιμότητας στον κόσμο, με μόλις 0,87 παιδιά ανά γυναίκα. Στις 9 Αυγούστου 2012 η κυβέρνηση στη Σιγκαπούρη διοργάνωσε μία εθνική βραδιά σε συνεργασία με την εταιρεία Mentos για να ενθαρρύνει τα ζευγάρια να προχωρούν στην απόκτηση παιδιών.
Η χώρα έχει διαθέτει επίσης έναν περιορισμένο αριθμό μικρών διαμερισμάτων (με μία μόνο κρεβατοκάμαρα) προς ενοικίαση για όσους ανθρώπους θέλουν να ζήσουν μαζί και να προχωρήσουν στη διαδικασία τεκνοποίησης.
Κάθε χρόνο η χώρα δαπανά 1.6 δισ. σε προγράμματα που έχουν στόχο να ευαισθητοποιήσουν τους ανθρώπους ώστε να κάνουν περισσότερο σεξ.
Νότια Κορέα
Κάθε τρίτη Τετάρτη του εκάστοτε μήνα, στα γραφεία των δημοσίων και ιδιωτικών υπηρεσιών στη Νότια Κορέα τα φώτα κλείνουν στις 7 το απόγευμα καθώς εκείνη η ημέρα είναι γνωστή ως Ημέρα Οικογένειας.
Με ποσοστό γονιμότητας μόλις 1,25 παιδιά ανά γυναίκα η χώρα λαμβάνει όλα τα απαραίτητα μέτρα που θα μπορούσαν να κινητοποιήσουν τους πολίτες για τη δημιουργία οικογένειας, προσφέροντας ακόμη και χρηματικά κίνητρα σε όσους αποκτούν περισσότερα από ένα παιδιά.
Ινδία
Στο σύνολο της, η Ινδία δεν αντιμετωπίζει πρόβλημα γονιμότητας. Αλλά ο αριθμός των ανθρώπων που βρίσκονται στην κοινότητα Parsis συρρικνώθηκε από περίπου 114.000 άτομα το 1941 σε μόλις 61.000 άτομα το 2001.
Το εν λόγω πρόβλημα οδήγησε στη προώθηση μίας σειρά από προκλητικές διαφημίσεις το 2014, με πολλές από αυτές μάλιστα να παρακινούν τους ανθρώπους να μην φορούν προφυλακτικά.
Ιταλία
Με ποσοστό γονιμότητας μόλις 1,43 - πολύ πιο κάτω από τον ευρωπαϊκό μέσο ποσοστό: 1,58- η Ιταλία προσπαθεί να ενθαρρύνει τους πολίτες να αποκτήσουν περισσότερα παιδιά.
«Η ομορφιά δεν γνωρίζει ηλικία, η γονιμότητα όμως γνωρίζει», «Προχωρήστε. Μην περιμένετε τον πελαργό» είναι μερικά μόνο από τα σλόγκαν με τα οποία ορισμένες διαφημίσεις προσπαθούν να παρακινήσουν τους νέους να αποκτήσουν οικογένεια.
Χονγκ Κονγκ
Με ποσοστό γονιμότητας μόλις 1,18 παιδιά ανά γυναίκα, το Χονγκ Κονγκ αντιμετωπίζει την ίδια πρόκληση δεδομένου ότι σε πολλές βιομηχανικές πόλεις δεν υπάρχουν αρκετοί νέοι ώστε να αντικαταστήσουν το αυξημένο ποσοστό γήρανσης του πληθυσμού.
Το 20106 η χώρα πρότεινε να καταβάλλονται στα ζευγάρια μετρητά προκειμένου να ενθαρρύνονται κατά αυτόν τον τρόπο να αποκτήσουν παιδιά.
Ισπανία
Τα ποσοστά γονιμότητας στην Ισπανία φθίνουν ενώ η ανεργία αυξάνεται. Περίπου το ήμισυ όλων των νέων δεν έχουν δουλειά. Είναι το δεύτερο υψηλότερο ποσοστό νεανικής ανεργίας στην Ευρώπη, μετά την Ελλάδα.
Η ισπανική κυβέρνηση προκειμένου να καταπολεμήσει αυτή την ανησυχητική τάση, τον Ιανουάριο του 2017 διόρισε έναν ειδικό επίτροπο, τον Εντελμίρα Μπαρέιρα. Ανάμεσα στα καθήκοντά του συμπεριλαμβάνεται και η καταπολέμηση του χαμηλού ποσοστού γονιμότητας.
Το θέμα βέβαια δεν είναι να κάνουν μόνον sex αλλά να προκύπτουν και παιδιά. Το θέμα αυτό το ανέδειξε ο Πλάτωνας ο οποίος αυτή την περίοδο βρίσκετε στην Ελβετία προκειμένου να παρακολουθήσει ένα συμπόσιο που αφορά την υπογεννητικότητα και τα μέτρα που προτείνουν οι ειδικοί. Θα αναμένουμε την επιστροφή του Πλάτωνα προκειμένου να μάθουμε τα μέτρα που έχει προτείνει η ομάδα εργασίας. Σας χαιρετώ με σεβασμό και επικούρεια διάθεση Επίκουρος ο Γοργογυραίος. Υ.Γ. Ακόμα και στο Μαγευτικό και Πανέμορφο Γοργογύρι υπάρχει κι εκεί πρόβλημα και σύντομα θα μεταβεί εκεί ειδικό κλιμάκιο της ΟΚΡΑ προκειμένου να μελετήσει το θέμα. Υ.Γ.2 Ο Μπαμπινής πάντως που αυτήν την περίοδο βρίσκεται στην Ισπανία εξασκεί και το άθλημα του ισπανικού σέξ προκειμένου να δει αν υπάρχουν διαφορές και που οφείλονται ώστε όταν επιστρέψει στο Μαγευτικό να πράξει τα δέοντα. Έρρωσθε Ευδαιμονείτε.
Λίγα μόνο πράγματα μπορεί να είναι πιο καθοριστικά για τη μελλοντική βιωσιμότητα ενός έθνους, πέρα από τα ποσοστά γονιμότητας των πολιτών.
Οι δημογράφοι προτείνουν ότι προκειμένου ο αριθμός θανάτων να μπορεί να αντικατασταθεί από αυτόν των γεννήσεων θα πρέπει σε κάθε χώρα το ποσοστό γονιμότητας να αντιστοιχεί σε τουλάχιστον δύο παιδιά ανά γυναίκα.
Σύμφωνα ωστόσο με το Business Insider, περίπου το ήμισυ των 224 χωρών του κόσμου έχουν πληγεί στις ημέρες μας από οικονομικούς και πολιτιστικούς παράγοντες που έχουν επηρεάσει αρνητικά το ποσοστό γονιμότητας.
Γι΄ αυτό το λόγο μερικές χώρες προσπαθούν να ενθαρρύνουν με τις πιο παράξενες στρατηγικές τους πολίτες που δεν προτιμούν τις ερωτικές συνευρέσεις.
Δανία
H Δανία ενθαρρύνει τους πολίτες της να κάνουν παιδιά χρησιμοποιώντας το εξής σλόγκαν: «Αν δεν σκοπεύεις να κάνεις παιδιά για το δικό σου καλό, τουλάχιστον κάνε παιδιά για το καλό της Δανίας».
Η μικρή σκανδιναβική χώρα έχει τόσο χαμηλό ποσοστό γονιμότητας, περίπου 1,73 παιδιά ανά γυναίκα, που μερικές εταιρείες όπως η ταξιδιωτική εταιρεία Spies Rejser προσφέρει δελεαστικά κίνητρα στις γυναίκες ώστε να μείνουν έγκυες.
Για παράδειγμα προσφέρει για τρία χρόνια χρήματα τα οποία θα καλύπτουν όλα τα έξοδα για τα βρεφικά προϊόντα σε ζευγάρια που κατάφεραν να συλλάβουν ενώ είχαν κλείσει κάποιο ταξιδιωτικό πακέτο στην εταιρεία τους. Επιπλέον κυκλοφορεί βίντεο με τίτλο «Κάντο για τη μαμά» με τα οποία σκοπεύουν να παρακινήσουν τις νεαρές γυναίκες να μείνουν έγκυες για να κάνουν ευτυχισμένες τις μητέρες τους που ανυπομονούν να γίνουν γιαγιάδες.
Ρωσία
Οι άνδρες στη Ρωσία πεθαίνουν νέοι. Το HIV και ο αλκοολισμός έχουν παραλύσει τη χώρα και την ίδια στιγμές οι γυναίκες δεν αποκτούν παιδιά. Το πρόβλημα πήρε τόσο μεγάλες διαστάσεις που το 2017 η Ρωσία ανακήρυξε την 12η Σεπτεμβρίου ως επίσημη ημέρα σύλληψης.
Την ημέρα αυτή οι άνθρωποι παίρνουν ρεπό από τη δουλειά για να επικεντρωθούν στην απόκτηση παιδιών. Οι γυναίκες που γεννούν ακριβώς εννέα μήνες αργότερα κερδίζουν στη συνέχεια ένα ψυγείο.
Ιαπωνία
Το ποσοστό γονιμότητας στην Ιαπωνία είναι ιδιαίτερα χαμηλό από το 1975. Για να αντιμετωπιστεί αυτό, μια ομάδα φοιτητών από το πανεπιστήμιο Tsukuba κατασκεύασε το Yotaro, ένα μωρό ρομπότ που βοηθάει τα ζευγάρια να αποκτήσουν μία πρώτη γνωριμία με την έννοια της πατρότητας.
Εάν οι άνδρες και γυναίκες αρχίζουν να σκέφτονται τους εαυτούς τους ως πιθανούς πατέρες και μητέρες οι φοιτητές εκτιμούν ότι στη συνέχεια θα νιώσουν συναισθηματικά έτοιμοι να αποκτήσουν ένα πραγματικό παιδί.
Ρουμανία
Η δεκαετία του 1960 αποτέλεσε τη χειρότερη χρονική περίοδο για τα ζευγάρια στη Ρουμανία. Η αύξηση του πληθυσμού πρόετρεψε τη κυβέρνηση να επιβάλει φόρο εισοδήματος 20% στα άτεκνα ζευγάρια και να εφαρμόσει διατάξεις που έκαναν τη διαδικασία έκδοσης διαζυγίου σχεδόν αδύνατη.
Η κεντρική ιδέα ήταν η εξής: Aν ως πολίτης ενός κομμουνιστικού κράτους δεν συμβάλλεις στη δημιουργία μελλοντικών εργατών θα πρέπει να πληρώσεις με χρήματα.
Η δεκαετία του 1980 δεν ήταν καλύτερη αλλά τότε οι γυναίκες αναγκάστηκαν για πρώτη φορά να υποβάλλονται υποχρεωτικά σε γυναικολογικές εξετάσεις προκειμένου να εξασφαλίσουν ότι μπορούν να μείνουν έγκυες.
Σιγκαπούρη
Η Σιγκαπούρη έχει το χαμηλότερο ποσοστό γονιμότητας στον κόσμο, με μόλις 0,87 παιδιά ανά γυναίκα. Στις 9 Αυγούστου 2012 η κυβέρνηση στη Σιγκαπούρη διοργάνωσε μία εθνική βραδιά σε συνεργασία με την εταιρεία Mentos για να ενθαρρύνει τα ζευγάρια να προχωρούν στην απόκτηση παιδιών.
Η χώρα έχει διαθέτει επίσης έναν περιορισμένο αριθμό μικρών διαμερισμάτων (με μία μόνο κρεβατοκάμαρα) προς ενοικίαση για όσους ανθρώπους θέλουν να ζήσουν μαζί και να προχωρήσουν στη διαδικασία τεκνοποίησης.
Κάθε χρόνο η χώρα δαπανά 1.6 δισ. σε προγράμματα που έχουν στόχο να ευαισθητοποιήσουν τους ανθρώπους ώστε να κάνουν περισσότερο σεξ.
Νότια Κορέα
Κάθε τρίτη Τετάρτη του εκάστοτε μήνα, στα γραφεία των δημοσίων και ιδιωτικών υπηρεσιών στη Νότια Κορέα τα φώτα κλείνουν στις 7 το απόγευμα καθώς εκείνη η ημέρα είναι γνωστή ως Ημέρα Οικογένειας.
Με ποσοστό γονιμότητας μόλις 1,25 παιδιά ανά γυναίκα η χώρα λαμβάνει όλα τα απαραίτητα μέτρα που θα μπορούσαν να κινητοποιήσουν τους πολίτες για τη δημιουργία οικογένειας, προσφέροντας ακόμη και χρηματικά κίνητρα σε όσους αποκτούν περισσότερα από ένα παιδιά.
Ινδία
Στο σύνολο της, η Ινδία δεν αντιμετωπίζει πρόβλημα γονιμότητας. Αλλά ο αριθμός των ανθρώπων που βρίσκονται στην κοινότητα Parsis συρρικνώθηκε από περίπου 114.000 άτομα το 1941 σε μόλις 61.000 άτομα το 2001.
Το εν λόγω πρόβλημα οδήγησε στη προώθηση μίας σειρά από προκλητικές διαφημίσεις το 2014, με πολλές από αυτές μάλιστα να παρακινούν τους ανθρώπους να μην φορούν προφυλακτικά.
Ιταλία
Με ποσοστό γονιμότητας μόλις 1,43 - πολύ πιο κάτω από τον ευρωπαϊκό μέσο ποσοστό: 1,58- η Ιταλία προσπαθεί να ενθαρρύνει τους πολίτες να αποκτήσουν περισσότερα παιδιά.
«Η ομορφιά δεν γνωρίζει ηλικία, η γονιμότητα όμως γνωρίζει», «Προχωρήστε. Μην περιμένετε τον πελαργό» είναι μερικά μόνο από τα σλόγκαν με τα οποία ορισμένες διαφημίσεις προσπαθούν να παρακινήσουν τους νέους να αποκτήσουν οικογένεια.
Χονγκ Κονγκ
Με ποσοστό γονιμότητας μόλις 1,18 παιδιά ανά γυναίκα, το Χονγκ Κονγκ αντιμετωπίζει την ίδια πρόκληση δεδομένου ότι σε πολλές βιομηχανικές πόλεις δεν υπάρχουν αρκετοί νέοι ώστε να αντικαταστήσουν το αυξημένο ποσοστό γήρανσης του πληθυσμού.
Το 20106 η χώρα πρότεινε να καταβάλλονται στα ζευγάρια μετρητά προκειμένου να ενθαρρύνονται κατά αυτόν τον τρόπο να αποκτήσουν παιδιά.
Ισπανία
Τα ποσοστά γονιμότητας στην Ισπανία φθίνουν ενώ η ανεργία αυξάνεται. Περίπου το ήμισυ όλων των νέων δεν έχουν δουλειά. Είναι το δεύτερο υψηλότερο ποσοστό νεανικής ανεργίας στην Ευρώπη, μετά την Ελλάδα.
Η ισπανική κυβέρνηση προκειμένου να καταπολεμήσει αυτή την ανησυχητική τάση, τον Ιανουάριο του 2017 διόρισε έναν ειδικό επίτροπο, τον Εντελμίρα Μπαρέιρα. Ανάμεσα στα καθήκοντά του συμπεριλαμβάνεται και η καταπολέμηση του χαμηλού ποσοστού γονιμότητας.
Ελλάδα
Παρ' ό,τι τα ποσοστά γονιμότητας στην Ελλάδα βρίσκονται σε κάθετη πτώση κανένα ουσιαστικό μέτρο δεν προωθεί η παρούσα κυβέρνηση και η παρούσα αντιπολίτευση, όπως και οι προηγούμενες κυβερνήσεις όπως και η προηγούμενη αντιπολίτευση. Δεν βλέπουν; δεν τους ενδιαφέρει; τι στην ευχή συμβαίνει; Γιατί δεν υπάρχει καμία μέριμνα; γιατί δεν υπάρχει η ανάλογη βοήθεια στα ζευγάρια που θέλουν να τεκνοποιήσουν; Πως είναι δυνατόν να υπάρχει αυτό το μείζον πρόβλημα και να μην έχει γίνει η σημαία όλων των πολιτικών κομμάτων; Εσύ αγαπητή φίλη, αγαπητέ φίλε που διαβάζεις αυτό το κείμενο τι λες;
Πηγή: /www.huffingtonpost.gr Ανιχνευτής ο Επικούρειος Πέπος.
Πηγή: /www.huffingtonpost.gr Ανιχνευτής ο Επικούρειος Πέπος.
29.11.24
ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΛΕΜΠΕΣΗΣ Ή τεράστια Κοινωνική Σημασία των Βλακών εν τω Συγχρόνω βίω.
Φίλες και Φίλοι αγαπητοί οραματιστές και καλοπροαίρετοι καλησπέρα, είχα μία συζήτηση με τον Αρκά ο οποίος επέστρεψε προχθές από το Λονδίνο όπου είχε πάει να δει την Καρυάτιδα που υπάρχει στο Βρετανικό Μουσείο και κατά την επιστροφή του με ρώτησε: Mr Pepo μήπως είμαστε βλάκες; Τον κοίταξα καλά και αναρωτήθηκα αν τον είχε πειράξει η πτήση γιατί το αεροπλάνο κάποια στιγμή αναγκάστηκε να πάει λίγο πιο ψηλά και αυτό ίσως να του είχε δημιουργήσει αυτή την απορία. Για να βεβαιωθώ τον ρώτησα: τι εννοείς Παναγιώτη; Έχω την εντύπωση Mr Pepos πως ζούμε σε μία κοινωνία όπου την πλειοψηφία σε όλους τους τομείς την έχουν κάποιοι βλάκες τους οποίους εμείς με την ψήφο μας τους επιλέγουμε και τους προσδίδουμε το τίτλο του ηγέτη, όπως θα καταλάβατε αναφέρομαι στις διάφορες παρεμβάσεις συνταξιούχων πρωθυπουργών οι οποίοι λές και έχουν πάθει μαλάκυνση εγκεφάλου βγαίνουν και λένε πολλά και διάφορα αλλά τίποτα για τις δικές τους ευθύνες, καμία απολύτως αυτοκριτική. Τα ίδια συμβαίνουν και με πολλούς βολευτές που το παίζουν βουλευτές, αλλάζουν κόμμα και ομάδες όπως αλλάζουν οι ποδοσφαιριστές τις φανέλες τους και παίρνουν και φαγητό [έδρα] για το σπίτι. Όλα αυτά Mr Pepo με κάνουν να σκεφτώ το εξής: Μήπως τελικά είμαστε βλάκες; Εγώ απλά του είπα, αν βγάλεις το ''Μήπως'' συμφωνώ απόλυτα μαζί σου. Μήπως Mr Pepo ήταν λάθος μου τελικά που επέστρεψα στην Ελλάδα ενώ θα μπορούσα να παραμείνω στο LSI και να είχα κάνει εκεί μία αξιόλογη καριέρα; Ήρθα στην Ελλάδα γιατί θεωρούσα πως έπρεπε να προσφέρω στον τόπο μου και όχι στην Αγγλία και διαπιστώνω πως αυτό, για πολλούς και διάφορους λόγους -κυρίως έλλειψης αξιολογικών κριτηρίων - είναι ανέφικτο. Τι να του πω του 35χρονου Αρκά; Να του πω πως έχει δίκιο; να του πω πως έχει άδικο; Απλά του πρότεινα να διαβάσει το βιβλίο του ΕΥΑΓΓΕΛΟΥ ΛΥΜΠΕΣΗ που αναφέρετε στην τεράστια κοινωνία των Βλακών. Σας χαιρετώ με σεβασμό και επικούρεια διάθεση Επικουρος ο Γοργογυραίος. Υ.Γ. Εύχομαι περαστικά στον φίλο μου τον Βασίλη Κ. και να ευχαριστήσω τον Ευκλείδη για την τηλεφωνική επικοινωνία, κάθε φορά που μιλάω μαζί του νιώθω πως γίνομαι λιγουλάκι πιο σοφός. Έρρωσθε.
Ο Ευάγγελος Λεμπέσης (1906-1968) έγραψε το διάσημο έργο του Ἡ Τεράστια Κοινωνικὴ Σημασία τῶν Βλακῶν ἐν τῷ Συγχρόνῳ Βίῳ, το 1941. Ξεχώρισε δε τους βλάκες σε δύο κατηγορίες : τους γεννημένους βλάκες και τους αποβλακωμένους, δηλαδή όσους έγιναν βλάκες για λόγους κοινωνικούς, για να βολευτούν μέσα στην ισοπεδωτική μετριότητα και ασήμαντοτητα.
Δεν πρέπει να τα βάζεις με τους βλάκες για δύο λόγους:
α). Γιατί αν τα βάλεις με τους βλάκες πρέπει να πέσεις στο επίπεδό τους…β). Γιατί ακόμα κι αν πέσεις στο επίπεδό τους, οι βλάκες έχουν τόση προϋπηρεσία στη βλακεία που πάλι θα σε νικήσουν στον τομέα της βλακείας…
Τούτοι οι βλάκες κατέχουν αναγκαστικά σπουδαίες θέσεις μέσα στην κοινωνία. Πώς καταφέρνουν και αναρριχώνται, όντας παντελώς ή σχεδόν παντελώς ανίκανοι; Βάσει της μαθηματικής αρχής της ισοδυναμίας: Δέκα βλάκες εναντίον ενός ευφυούς, δέκα ανίκανοι εναντίον ενός ικανού, δέκα αδύνατοι εναντίον ενός ισχυρού κ.ο.κ.
Οι βλάκες έχουν την τάση να συνασπίζονται. Πρόκειται για τις γνωστές "κλίκες". Έχουμε εδώ ένα συνασπισμό μηχανικής τάξης, βασισμένο στην αρχή της "ελάχιστης προσπάθειας", ώστε να αντιμετωπιστεί μια ισχυρότερη αλλά ολιγαριθμότερη δύναμη και επί του προκειμένου οι έξυπνοι.
Οι βλάκες συνασπίζονται γιατί ξέρουν πως κινδυνεύουν συνεχώς να περιέλθουν στην κατάσταση του παντός είδους προλεταριάτου, πράγμα που αποτελεί αναμφισβήτητο τεκμήριο για το βαθμό της πνευματικής-τους αναπηρίας. Τούτη η τάση για συσπείρωση των βλακών είναι η αιτία που τα παντός είδους σωματεία και κυρίως τα "πνευματικά" με τον καιρό περιέρχονται σε κατάσταση απόλυτης βλακοκρατίας.
Ένα πνευματικό σωματείο υπό καθεστώς βλακοκρατίας είναι φυσικό να μη νοιάζεται για την ελευθερία της σκέψης: Η ελευθερία της σκέψης είναι χρήσιμη μόνο σ’ εκείνους που διαθέτουν σκέψη. Για τον Ευάγγελο Λεμπέση, οι Μασονικές Στοές, οι Ροταριανοί Όμιλοι, ακόμα και η Κοινωνία των Εθνών είναι οργανώσεις που βλακοκρατούνται απολύτως. Το καθεστώς της 4ης Αυγούστου είναι άλλο ένα τυπικό παράδειγμα βλακοκρατίας.
Από πού αντλεί τη δύναμή της η βλακική αγέλη; Από τη φύσει κατώτερη θέση της στην κοινωνική πυραμίδα, λέει ο Λεμπέσης. Άπαξ και συνασπιστούν οι βλάκες στη βάση της πυραμίδας μπορούν ευχερώς να ταράξουν ολόκληρο το κοινωνικό οικοδόμημα και να επιβάλουν όποιον βλάκα θέλουν στην κορυφή. Και δεδομένου ότι "ενός βλακός προκειμένου μύριοι έπονται", ο κάθε βλάξ που θα προωθηθεί στην κορυφή θα σύρει πίσω του μόνο πρόσωπα κατώτερό του, δηλαδή ακόμα πιο βλάκες απ’ αυτόν. Μια βίαιη ανατροπή της βλακοκρατικής πυραμίδας με μια επανάσταση θα επαναφέρει τα πράγματα στη φυσική τους τάξη, αλλά μόνο προσωρινά, διότι το προτσές της βλακοποίησης θα επαναληφτεί και σε λίγο οι βλάκες θα κυριαρχήσουν και πάλι.
Κατά τον Λεμπέση ο κόσμος είναι αδύνατον να γλιτώσει από τους βλάκες. Όμως υπάρχουν και βλάκες που προωθούνται στην κορυφή χωρίς τη βοήθεια της "κλίκας", μόνοι τους, με την "αξία" τους, δηλαδή με την έλλειψη πραγματικής αξίας. Σ’ αυτή την περίπτωση, ο βλαξ θα γκρεμιστεί από τη θέση-του με την πρώτη δυσκολία που θα συναντήσει, εκτός και αν ενταχτεί σε μια βλακοκρατική κλίκα που θα τον στηρίξει με τη δύναμή-της. Απαραίτητο "προσόν" του βλακός που επιδιώκει την κατάληψη ενός πόστου είναι η παντελής έλλειψη προσωπικότητας, που εκδηλώνεται με τη χρόνια απουσία γνώμης επί παντός ζητήματος.
Υπάρχουν δυο τύποι σοβαροφανών βλακών: Ο "ψωνίζων" και ο "κοζέρ (κενολόγος φλύαρος)".
Ο "ψωνίζων" ακούει (ψωνίζει) "προσεχτικά" τη γνώμη των άλλων και συνοδεύει τα λόγια-τους μ’ ένα εξυπνώδες ηλίθιο μειδίαμα, χωρίς ποτέ να εκφράζει κατηγορηματική άποψη για τίποτα και για κανένα: Δεν είναι, δα "ηλίθιος" για να εκτίθεται φανερώνοντας τη σκέψη του όση υπάρχει! Ο ψωνίζων "έχει έκδηλον στίγμα την βλακώδη πονηριά εις το μέρος εκείνο του ανθρωπίνου σώματος ένθα – παρά τοις ανθρώποις – κείται συνήθως το πρόσωπον".
Και είναι πεισματικά προσκολλημένος στην άποψη ότι είναι "ηλίθιοι" όλοι οι έχοντες άποψη.
Ο "κοζέρ", (ο κενολόγος φλύαρος), είναι μια πραγματική κοινωνική μάστιγα. Ο "κοζέρ" μιλάει όσο περισσότερο μπορεί, αλλά λέει πάντα σοφίες του τύπου: "κατά την νύκτα, αναμφιβόλως επικρατεί σκότος" ή "αφού έβρεξε θα έχουμε οπωσδήποτε υγρασία". Ο κενολόγος "κοζέρ" έχει πάντα μια προστατευτική στάση απέναντι στους πνευματικώς ανωτέρους-του, πράγμα που του χαρίζει εύκολα τον χαρακτηρισμό του "συμπαθούς", που οι πραγματικά έξυπνοι άνθρωποι δε θα τον ήθελαν ποτέ για τον εαυτό-τους, θεωρώντας τον συνώνυμο του "κόπανος".
Ο βλαξ είναι ζώον μόνιμα πανικόβλητο.Έχοντας σαν μόνο οδηγό το ένστικτο και καθόλου τη νόηση αδυνατεί να αμυνθεί με λογικά μέσα. Έτσι καταφεύγει σταθερά στο χαφιεδισμό, το ξεσκόνισμα, το "ποιείν τον καραγκιόζην", τη συρραφή κολακευτικών στίχων, την εκφώνηση πατριωτικών λόγων, ακόμα και τη μεταφορά από την αγορά των λαχανικών της κυρίας του κυρίου-του.
"Δύο κεφαλαί δια να συνεννοηθούν πρέπει να είναι ή εξίσου κεναί ή εξίσου πλήρεις". Έτσι, ενώ η συνεννόηση μεταξύ ηλιθίων είναι δυνατή, η συνεννόηση μεταξύ ηλιθίων και ευφυών είναι απολύτως αδύνατη. Αυτό σημαίνει ότι οι έξυπνοι δεν έχουν καμιά δυνατότητα να καθοδηγήσουν και να διδάξουν τους ανοήτους. Ο βλαξ αδυνατεί να καταφύγει σε έντιμα μέσα για να πετύχει το σκοπό-του. Διότι τα έντιμα μέσα είναι δύσκολα και προϋποθέτουν νου για να καταλήξουν σε αποτέλεσμα.
Ο βλαξ λοιπόν είναι αναγκαστικά ένας απατεών, που βασίζεται μόνο στο ένστικτό του, όπως ακριβώς και τα ζώα που, φυσικά, δεν έχουν "ηθικόν βίον". Η βλακεία δεν έχει ταξική καταγωγή, λέει ο Λεμπέσης. Όμως οι "αριστοκρατικοί και πλούσιοι βλάκες" είναι μυριάκις πιο επικίνδυνοι ηθικά από τους φτωχούς και προλετάριους βλάκες. Ένα "καλό παιδί καλής οικογένειας", δηλαδή ένας "ευπρεπής βλαξ" παραμένει ασύδοτος από μικρός. Έχει ταξική ασυλία, που δεν την έχει ο σταθερά ελεγχόμενος από νήπιο φτωχός βλαξ. Ο λαϊκός βλαξ είναι συμπαθέστερος και λιγότερο γελοίος διότι είναι σεμνότερος και στερημένος της αυτοπεποιθήσεως και επάρσεως του βλακός των άνω τάξεων.
Πάντως απ’ όποια τάξη κι αν προέρχεται, ο βλαξ που θα υποχρεωθεί να δώσει μάχη —που ωστόσο την αποφεύγει όσο μπορεί— θα τη δώσει με τα πνευματικά ευκολότερα και συνεπώς ανηθικότερα όπλα: το ψεύδος, τη διαστροφή, τη ραδιουργία, τη συκοφαντία. Εξ’ ού έπεται το ακλόνητο δόγμα: η ανηθικότης είναι αποκλειστικόν προϊόν των βλακών !!!
Απόσπασμα από το βιβλίο "Κείμενα στο Έθνος" του Β. Ραφαηλίδη
"Η τεράστια κοινωνική σημασία των βλακών εν τω συγχρόνω βίω"
Δεν πρέπει να τα βάζεις με τους βλάκες για δύο λόγους:
α). Γιατί αν τα βάλεις με τους βλάκες πρέπει να πέσεις στο επίπεδό τους…β). Γιατί ακόμα κι αν πέσεις στο επίπεδό τους, οι βλάκες έχουν τόση προϋπηρεσία στη βλακεία που πάλι θα σε νικήσουν στον τομέα της βλακείας…
Τούτοι οι βλάκες κατέχουν αναγκαστικά σπουδαίες θέσεις μέσα στην κοινωνία. Πώς καταφέρνουν και αναρριχώνται, όντας παντελώς ή σχεδόν παντελώς ανίκανοι; Βάσει της μαθηματικής αρχής της ισοδυναμίας: Δέκα βλάκες εναντίον ενός ευφυούς, δέκα ανίκανοι εναντίον ενός ικανού, δέκα αδύνατοι εναντίον ενός ισχυρού κ.ο.κ.
Οι βλάκες έχουν την τάση να συνασπίζονται. Πρόκειται για τις γνωστές "κλίκες". Έχουμε εδώ ένα συνασπισμό μηχανικής τάξης, βασισμένο στην αρχή της "ελάχιστης προσπάθειας", ώστε να αντιμετωπιστεί μια ισχυρότερη αλλά ολιγαριθμότερη δύναμη και επί του προκειμένου οι έξυπνοι.
Οι βλάκες συνασπίζονται γιατί ξέρουν πως κινδυνεύουν συνεχώς να περιέλθουν στην κατάσταση του παντός είδους προλεταριάτου, πράγμα που αποτελεί αναμφισβήτητο τεκμήριο για το βαθμό της πνευματικής-τους αναπηρίας. Τούτη η τάση για συσπείρωση των βλακών είναι η αιτία που τα παντός είδους σωματεία και κυρίως τα "πνευματικά" με τον καιρό περιέρχονται σε κατάσταση απόλυτης βλακοκρατίας.
Ένα πνευματικό σωματείο υπό καθεστώς βλακοκρατίας είναι φυσικό να μη νοιάζεται για την ελευθερία της σκέψης: Η ελευθερία της σκέψης είναι χρήσιμη μόνο σ’ εκείνους που διαθέτουν σκέψη. Για τον Ευάγγελο Λεμπέση, οι Μασονικές Στοές, οι Ροταριανοί Όμιλοι, ακόμα και η Κοινωνία των Εθνών είναι οργανώσεις που βλακοκρατούνται απολύτως. Το καθεστώς της 4ης Αυγούστου είναι άλλο ένα τυπικό παράδειγμα βλακοκρατίας.
Από πού αντλεί τη δύναμή της η βλακική αγέλη; Από τη φύσει κατώτερη θέση της στην κοινωνική πυραμίδα, λέει ο Λεμπέσης. Άπαξ και συνασπιστούν οι βλάκες στη βάση της πυραμίδας μπορούν ευχερώς να ταράξουν ολόκληρο το κοινωνικό οικοδόμημα και να επιβάλουν όποιον βλάκα θέλουν στην κορυφή. Και δεδομένου ότι "ενός βλακός προκειμένου μύριοι έπονται", ο κάθε βλάξ που θα προωθηθεί στην κορυφή θα σύρει πίσω του μόνο πρόσωπα κατώτερό του, δηλαδή ακόμα πιο βλάκες απ’ αυτόν. Μια βίαιη ανατροπή της βλακοκρατικής πυραμίδας με μια επανάσταση θα επαναφέρει τα πράγματα στη φυσική τους τάξη, αλλά μόνο προσωρινά, διότι το προτσές της βλακοποίησης θα επαναληφτεί και σε λίγο οι βλάκες θα κυριαρχήσουν και πάλι.
Κατά τον Λεμπέση ο κόσμος είναι αδύνατον να γλιτώσει από τους βλάκες. Όμως υπάρχουν και βλάκες που προωθούνται στην κορυφή χωρίς τη βοήθεια της "κλίκας", μόνοι τους, με την "αξία" τους, δηλαδή με την έλλειψη πραγματικής αξίας. Σ’ αυτή την περίπτωση, ο βλαξ θα γκρεμιστεί από τη θέση-του με την πρώτη δυσκολία που θα συναντήσει, εκτός και αν ενταχτεί σε μια βλακοκρατική κλίκα που θα τον στηρίξει με τη δύναμή-της. Απαραίτητο "προσόν" του βλακός που επιδιώκει την κατάληψη ενός πόστου είναι η παντελής έλλειψη προσωπικότητας, που εκδηλώνεται με τη χρόνια απουσία γνώμης επί παντός ζητήματος.
Υπάρχουν δυο τύποι σοβαροφανών βλακών: Ο "ψωνίζων" και ο "κοζέρ (κενολόγος φλύαρος)".
Ο "ψωνίζων" ακούει (ψωνίζει) "προσεχτικά" τη γνώμη των άλλων και συνοδεύει τα λόγια-τους μ’ ένα εξυπνώδες ηλίθιο μειδίαμα, χωρίς ποτέ να εκφράζει κατηγορηματική άποψη για τίποτα και για κανένα: Δεν είναι, δα "ηλίθιος" για να εκτίθεται φανερώνοντας τη σκέψη του όση υπάρχει! Ο ψωνίζων "έχει έκδηλον στίγμα την βλακώδη πονηριά εις το μέρος εκείνο του ανθρωπίνου σώματος ένθα – παρά τοις ανθρώποις – κείται συνήθως το πρόσωπον".
Και είναι πεισματικά προσκολλημένος στην άποψη ότι είναι "ηλίθιοι" όλοι οι έχοντες άποψη.
Ο "κοζέρ", (ο κενολόγος φλύαρος), είναι μια πραγματική κοινωνική μάστιγα. Ο "κοζέρ" μιλάει όσο περισσότερο μπορεί, αλλά λέει πάντα σοφίες του τύπου: "κατά την νύκτα, αναμφιβόλως επικρατεί σκότος" ή "αφού έβρεξε θα έχουμε οπωσδήποτε υγρασία". Ο κενολόγος "κοζέρ" έχει πάντα μια προστατευτική στάση απέναντι στους πνευματικώς ανωτέρους-του, πράγμα που του χαρίζει εύκολα τον χαρακτηρισμό του "συμπαθούς", που οι πραγματικά έξυπνοι άνθρωποι δε θα τον ήθελαν ποτέ για τον εαυτό-τους, θεωρώντας τον συνώνυμο του "κόπανος".
Ο βλαξ είναι ζώον μόνιμα πανικόβλητο.Έχοντας σαν μόνο οδηγό το ένστικτο και καθόλου τη νόηση αδυνατεί να αμυνθεί με λογικά μέσα. Έτσι καταφεύγει σταθερά στο χαφιεδισμό, το ξεσκόνισμα, το "ποιείν τον καραγκιόζην", τη συρραφή κολακευτικών στίχων, την εκφώνηση πατριωτικών λόγων, ακόμα και τη μεταφορά από την αγορά των λαχανικών της κυρίας του κυρίου-του.
"Δύο κεφαλαί δια να συνεννοηθούν πρέπει να είναι ή εξίσου κεναί ή εξίσου πλήρεις". Έτσι, ενώ η συνεννόηση μεταξύ ηλιθίων είναι δυνατή, η συνεννόηση μεταξύ ηλιθίων και ευφυών είναι απολύτως αδύνατη. Αυτό σημαίνει ότι οι έξυπνοι δεν έχουν καμιά δυνατότητα να καθοδηγήσουν και να διδάξουν τους ανοήτους. Ο βλαξ αδυνατεί να καταφύγει σε έντιμα μέσα για να πετύχει το σκοπό-του. Διότι τα έντιμα μέσα είναι δύσκολα και προϋποθέτουν νου για να καταλήξουν σε αποτέλεσμα.
Ο βλαξ λοιπόν είναι αναγκαστικά ένας απατεών, που βασίζεται μόνο στο ένστικτό του, όπως ακριβώς και τα ζώα που, φυσικά, δεν έχουν "ηθικόν βίον". Η βλακεία δεν έχει ταξική καταγωγή, λέει ο Λεμπέσης. Όμως οι "αριστοκρατικοί και πλούσιοι βλάκες" είναι μυριάκις πιο επικίνδυνοι ηθικά από τους φτωχούς και προλετάριους βλάκες. Ένα "καλό παιδί καλής οικογένειας", δηλαδή ένας "ευπρεπής βλαξ" παραμένει ασύδοτος από μικρός. Έχει ταξική ασυλία, που δεν την έχει ο σταθερά ελεγχόμενος από νήπιο φτωχός βλαξ. Ο λαϊκός βλαξ είναι συμπαθέστερος και λιγότερο γελοίος διότι είναι σεμνότερος και στερημένος της αυτοπεποιθήσεως και επάρσεως του βλακός των άνω τάξεων.
Πάντως απ’ όποια τάξη κι αν προέρχεται, ο βλαξ που θα υποχρεωθεί να δώσει μάχη —που ωστόσο την αποφεύγει όσο μπορεί— θα τη δώσει με τα πνευματικά ευκολότερα και συνεπώς ανηθικότερα όπλα: το ψεύδος, τη διαστροφή, τη ραδιουργία, τη συκοφαντία. Εξ’ ού έπεται το ακλόνητο δόγμα: η ανηθικότης είναι αποκλειστικόν προϊόν των βλακών !!!
Απόσπασμα από το βιβλίο "Κείμενα στο Έθνος" του Β. Ραφαηλίδη
"Η τεράστια κοινωνική σημασία των βλακών εν τω συγχρόνω βίω"
ΚΩΣΤΑΣ ΒΑΡΝΑΛΗΣ η επιλογή έγινε από την Σαπφώ των Τρικάλων.
Φίλες και Φίλοι Καλημέρα, πως να μην εκστασιαστείς όταν συναντάς στα ποιήματα του ΒΑΡΝΑΛΗ αυτή την στιλπνή και ιριδίζουσα ουσία; [μάργαρος], σε συναρπάζει η πλησμονή των νοημάτων, και μένεις ενεός από το ταλέντο του ποιητή. Εναργής λόγος, με ερείσματα στην ελληνική γλώσσα, κασίγνητος, γνήσιος αδερφός όλων των μεγάλων ποιητών του τόπου μας που τον ποιητικό του λόγο κάθε άλλο παρά σκαλάθυρμα θα μπορούσε να το πει κάποιος, αντίθετα, ίμερος, πόθος, λαχτάρα, έρωτας διατρέχουν τον κάθε στίχο του ποιητή. Άποπτος μεν αρχικά αλλά στην πορεία ορατός και ελκυστικός ο λόγος του σε ταξιδεύει στα ίδια μονοπάτια των αρχαίων ποιητών. Εμένα πάντως μ' αρέσουν ιδιαίτερα Η ΜΑΝΑ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ, και το ΟΡΕΣΤΗΣ. Σας χαιρετώ με σεβασμό και επικούρεια διάθεση Επίκουρος ο Γοργογυραίος.
Κώστας Βάρναλης «Ορέστης»
Το ποίημα αυτό γράφτηκε το 1914 και είναι ένα σονέτο που διέπεται από το πνεύμα του παρνασσισμού, μιας τεχνοτροπίας που επηρέασε την πρώτη περίοδο της ποιητικής δημιουργίας του Κώστα Βάρναλη. O ποιητής, που ήταν κλασικός φιλόλογος, καθώς και μεταφραστής του αρχαίου δράματος, καταπιάστηκε με τον κόσμο και τα σύμβολα της αρχαιότητας με δημιουργικό και τολμηρό τρόπο.
Σέλινα τα μαλλιά σου μυρωμένα,
λύσε τα να φανείς, ως είσαι, ωραίος
και διώξε από το νου σου πια το χρέος
του μεγάλου χρησμού, μια και κανένα
τρόπο δεν έχεις άλλονε! Και μ’ ένα
χαμόγελον ιδές πώς σ’ έφερ’ έως
στου Άργους την πύλη ο δρόμος σου ο μοιραίος
το σπλάχνο ν’ αφανίσεις που σ’ εγέννα.
Κανείς δε σε θυμάτ’ εδώ. Κι εσύ όμοια
τον εαυτό σου ξέχανέ τον κι άμε
στης χρυσής πολιτείας τα σταυροδρόμια
και το έργο σου σαν να ‘ταν άλλος κάμε.
Έτσι κι αλλιώς θα παίρνει σε από πίσου
για το αίμα της μητρός σου για η ντροπή σου.
Ο Κώστας Βάρναλης προσεγγίζει την ιστορία του Ορέστη με ευνοϊκή διάθεση απέναντι στον νεαρό ήρωα, αφού στο πρόσωπό του αναγνωρίζει τη μοίρα του απλού ανθρώπου που συνθλίβεται υπό το βάρος γεγονότων και περιστάσεων που δεν αποτελούν δική του ευθύνη. Το αίτημα του Απόλλωνα στον Ορέστη να φονεύσει τη μητέρα του και τον εραστή της, προκειμένου να λάβει εκδίκηση για τη δολοφονία του πατέρα του, Αγαμέμνονα, φέρνει τον ήρωα αντιμέτωπο μ’ ένα οδυνηρό δίλημμα, καθώς το να τιμωρήσει εκείνους που σκότωσαν τον πατέρα του, σημαίνει πως θα πρέπει να αφαιρέσει τη ζωή της ίδιας του της μητέρας. Ο Ορέστης, υπό κανονικές συνθήκες, δεν θα έφτανε ποτέ στη μητροκτονία, δεν μπορεί, ωστόσο, να αφήσει δίχως τιμωρία την άδικη θανάτωση του πατέρα του.
-----------------------------------------------
ΟΙ ΠΟΝΟΙ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ
Το ποίημα ανήκει στο πρώτο μέρος της ποιητικής σύνθεσης Σκλάβοι Πολιορκημένοι, η οποία εκδόθηκε το 1927. Ο ποιητής, ακολουθώντας τη δημοτική μας παράδοση, χρησιμοποιεί τη μορφή της Παναγιάς, για να εκφράσει τον ανθρώπινο πόνο της μάνας· η Παναγιά κατέχεται από τα τρυφερότερα συναισθήματα για το παιδί που πρόκειται να γεννήσει, αλλά και από κακά προαισθήματα για την τύχη που το περιμένει.
Που να σε κρύψω, γιόκα μου, να μη σε φτάνουν οι κακοί;
Σε ποιο νησί του Ωκεανού, σε ποιαν κορφήν ερημική;
Δε θα σε μάθω να μιλάς και τ’ άδικο φωνάξεις.
Ξέρω, πως θα ‘χεις την καρδιά τόσο καλή, τόσο γλυκή,
που μες στα βρόχια της οργής ταχιά θενά σπαράξεις.
Συ θα ‘χεις μάτια γαλανά, θα ‘χεις κορμάκι τρυφερό,
θα σε φυλάω από ματιά κακή κι από κακόν καιρό,
από το πρώτο ξάφνιασμα της ξυπνημένης νιότης.
Δεν είσαι συ για μαχητές, δεν είσαι συ για το σταυρό.
Εσύ νοικοκερόπουλο, όχι σκλάβος ή προδότης.
Τη νύχτα θα σηκώνομαι κι αγάλια θα νυχοπατώ,
να σκύβω την ανάσα σου ν’ ακώ, πουλάκι μου ζεστό,
να σου τοιμάζω στη φωτιά γάλα και χαμομήλι
κι ύστερ’ απ’ το παράθυρο με καρδιοχτύπι θα κοιτώ
που θα πηγαίνεις στο σκολειό με πλάκα και κοντύλι...
Κι αν κάποτε τα φρένα σου το Δίκιο, φως της αστραπής,
κι η Αλήθεια σού χτυπήσουνε, παιδάκι μου, να μην τα πεις.
Θεριά οι άνθρωποι, δεν μπορούν το φως να το σηκώσουν.
Δεν είναι αλήθεια πιο χρυσή σαν την αλήθεια της σιωπής.
Χίλιες φορές να γεννηθείς, τόσες θα σε σταυρώσουν.
Ώχου, μου μπήγεις στην καρδιά, χίλια μαχαίρια και σπαθιά.
Στη γλώσσα μου ξεραίνεται το σάλιο, σαν πικρή αψιθιά!
- Ω! πώς βελάζεις ήσυχα, κοπάδι εσύ βουνίσο...-
Βοηθάτε, ουράνιες δύναμες, κι ανοίχτε μου την πιο βαθιά
την άβυσσο, μακριά απ’ τους λύκους να κρυφογεννήσω!
Τα στοιχεία του ποιητικού μονολόγου της Παναγίας υποδηλώνουν πως βρισκόμαστε λίγο προτού γεννήσει, πως γνωρίζει ήδη ότι πρόκειται να φέρει στον κόσμο γιο, αλλά και το φρικτό του τέλος. Ακούμε, έτσι, την Παναγία να εκφράζει όλη της την τρυφερότητα απέναντι στο αγέννητο ακόμη παιδί της, μα και τις προθέσεις της να κάνει ό,τι μπορεί για να το προστατεύσει από το δεινό του μέλλον.
Τα εισαγωγικά ερωτήματα του ποιήματος υποδηλώνουν πως η Παναγία δεν θέλει να βρεθεί αντιμέτωπο το παιδί της με τη φονική κακία των ανθρώπων, γι’ αυτό και αναρωτιέται που θα μπορούσε να κρύψει τον γιο της προκειμένου να τον γλιτώσει. Τοποθετεί, μάλιστα, τις πιθανές κρυψώνες είτε σε κάποιο νησί του Ωκεανού, μακριά από τους ανθρώπους, είτε αντιστοίχως σε κάποια ερημική κορυφή βουνού, καλύπτοντας κατά αυτό τον τρόπο τα συνήθη δυσπρόσιτα μέρη∙ τον ωκεανό και τα ψηλά βουνά.
Είναι εμφανές πως η Παναγία δεν μιλά εδώ ως το ιερό πρόσωπο που γνωρίζει καλά την άφευκτη μοίρα του θεϊκού γιου που θα φέρει στον κόσμο, αλλά ως μητέρα που θέλει με κάθε τρόπο να προφυλάξει το παιδί της από κάθε πιθανό κακό.
---------------------------------------
Κώστας Βάρναλης «Οι μοιραίοι»
Μες στην υπόγεια την ταβέρνα,
μες σε καπνούς και σε βρισιές
(απάνω στρίγκλιζε η λατέρνα)
όλ’ η παρέα πίναμ’ εψές·
εψές, σαν όλα τα βραδάκια,
να πάνε κάτου τα φαρμάκια.
Σφιγγόταν ένας πλάι στον άλλο
και κάπου εφτυούσε καταγής.
Ω! πόσο βάσανο μεγάλο
το βάσανο είναι της ζωής!
Όσο κι ο νους να τυραννιέται,
άσπρην ημέρα δε θυμιέται.
Ήλιε και θάλασσα γαλάζα
και βάθος τ’ άσωτ’ ουρανού!
Ω! της αυγής κροκάτη γάζα,
γαρούφαλα του δειλινού,
λάμπετε, σβήνετε μακριά μας,
χωρίς να μπείτε στην καρδιά μας!
Του ενού ο πατέρας χρόνια δέκα
παράλυτος, ίδιο στοιχειό
τ’ άλλου κοντόημερ’ η γυναίκα
στο σπίτι λιώνει από χτικιό·
στο Παλαμήδι ο γιος του Μάζη
κι η κόρη του Γιαβή στο Γκάζι.
- Φταίει το ζαβό το ριζικό μας!
- Φταίει ο Θεός που μας μισεί!
- Φταίει το κεφάλι το κακό μας!
- Φταίει πρώτ’ απ’ όλα το κρασί!
Ποιος φταίει; ποιος φταίει;
Κανένα στόμα
δεν το ‘βρε και δεν το ‘πε ακόμα.
Έτσι στη σκοτεινή ταβέρνα
πίνουμε πάντα μας σκυφτοί.
Σαν τα σκουλήκια, κάθε φτέρνα,
όπου μας εύρει, μας πατεί.
Δειλοί, μοιραίοι κι άβουλοι αντάμα,
προσμένουμε, ίσως, κάποιο θάμα!
Οι μοιραίοι το δημοφιλέστερο ποίημα του Βάρναλη, χαρακτηρίστηκε ως ένα από τα κατορθώματα του νεοελληνικού λυρισμού. Το ποίημα πρωτοδημοσιεύτηκε στο περιοδικό Μαύρος Γάτος το 1922, τον ίδιο χρόνο που ο ποιητής με τη σύνθεσή του Το φως που καίει εγκαταλείποντας τις προηγούμενες αναζητήσεις του χάραξε τη νέα του πορεία: να υπηρετήσει με την τέχνη του την αριστερή ιδεολογία στην οποία είχε ενταχθεί.
Ο κοινωνικός στόχος του ποιήματος είναι σαφής: να απεικονίσει με τα πιο παραστατικά χρώματα τη δυστυχία των απόκληρων της ζωής.
Ο χώρος όπου εκτυλίσσεται η δράση του αφηγηματικού αυτού ποιήματος είναι μια υπόγεια ταβέρνα γεμάτη καπνούς απ’ τα τσιγάρα και βρισιές απ’ τους θαμώνες. Ενώ, ως στοιχείο εξωτερικού χώρου τίθεται παρενθετικά η σημείωση για τον ενοχλητικό ήχο της λατέρνας. Συντίθεται, έτσι, το σκηνικό μιας φτωχογειτονιάς, της οποίας οι άνθρωποι βρίσκουν ως μόνη διαφυγή απ’ τη δυστυχία τους το πιοτό (να πάνε κάτου τα φαρμάκια).
Ο αφηγητής αποτελεί μέλος της παρέας (πίναμε, α΄ πληθυντικό), που χθες το βράδυ -όπως και κάθε βράδυ άλλωστε- συναντήθηκε στην υπόγεια αυτή ταβέρνα, για να πνίξει τα φαρμάκια της δύσκολης ζωής στο ποτό. Το σχόλιο «σαν όλα τα βραδάκια» καθιστά σαφές πως η καταφυγή στο ποτό, αλλά και η συνάντηση των φίλων, συνιστά μια επαναλαμβανόμενη διαδικασία∙ έναν τρόπο ζωής, που φανερώνει παραστατικά την ένταση της δυστυχίας που βιώνουν, και τη συνεπαγόμενη ανάγκη να αποζητούν την παρηγοριά της συντροφικότητας.
---------------------------------------------
Κώστας Βάρναλης [Πάλι μεθυσμένος είσαι]
Το ποίημα που ακολουθεί είναι ο πρόλογος της ποιητικής συλλογής Σκλάβοι πολιορκημένοι. Τιτλοφόρησε έτσι τη συλλογή ο Βάρναλης παραλλάσσοντας τον τίτλο της γνωστής ποιητικής σύνθεσης του Σολωμού Ελεύθεροι Πολιορκημένοι. Οι σκλάβοι πολιορκημένοι του είναι όλοι οι άνθρωποι που είναι δέσμιοι των κοινωνικών και οικονομικών συνθηκών.
Πάλι μεθυσμένος είσαι, δυόμισι ώρα της νυχτός.
Κι αν τα γόνατά σου τρέμαν, εκρατιόσουνα στητός
μπρος στο κάθε τραπεζάκι. - «Γεια σου, Κωνσταντή βαρβάτε!»
- Καλησπερούδια αφεντικά, πώς τα καλοπερνάτε;
Ένας σου ‘δινε ποτήρι κι άλλος σου ‘δινεν ελιά.
Έτσι πέρασες γραμμή της γειτονιάς τα καπελιά.
Κι αν σε πείραζε κανένας -αχ, εκείνος ο Τριβέλας!-
έκανες πως δεν ένιωθες και πάντα εγλυκογέλας.
Χτες και σήμερα ίδια κι όμοια, χρόνια μπρος, χρόνια μετά...
Η ύπαρξή σου σε σκοτάδια όλο πηχτότερα βουτά.
Τάχα η θέλησή σου λίγη, τάχα ο πόνος σου μεγάλος;
Αχ, πού ‘σαι, νιότη, πού δειχνες πως θα γινόμουν άλλος!
Ο Κώστας Βάρναλης συνθέτει ένα πικρό πορτρέτο του εαυτού του, στον οποίο απευθύνεται σε β΄ πρόσωπο σαν να θέλει να αντικρίσει με αποστασιοποίηση την τραγική του κατάσταση, αλλά και για να μην περιορίσει την ιστορία του Κωνσταντή στα στενά όρια του προσωπικού βιώματος. Η κατάσταση, άλλωστε, του Κωνσταντή δεν αποτελεί κάτι το ασυνήθιστο για την εποχή του (1927), όπως και για τις περιόδους που ακολούθησαν. Η παραίτηση, η μίζερη διαβίωση κι η φτώχεια συνοδεύουν -ατυχώς- τη ζωή πολλών ανθρώπων.
Το ποίημα έχει συντεθεί με ποικιλία μέτρων και οι στίχοι του έχουν ζευγαρωτή ομοιοκαταληξία, μιας και πρόκειται για έργο της παραδοσιακής ποίησης.
ΠΗΓΗ:https://latistor.blogspot.com/
=========================
Η ΜΑΝΑ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ
Πῶς οἱ δρόμοι εὐωδᾶνε μὲ βάγια στρωμένοι,
ἡλιοπάτητοι δρόμοι καὶ γύρω μπαξέδες!
Ἡ χαρὰ τῆς γιορτῆς ὅλο πιότερο αυξαίνει
καὶ μακριάθε βογγάει καὶ μακριάθε ἀνεβαίνει.
Ἄ! πὼς εἶχα σὰ μάνα κι᾿ ἐγὼ λαχταρήσει
(ἦταν ὄνειρο κι᾿ ἔμεινεν, ἄχνα καὶ πάει)
σὰν καὶ τ᾿ ἄλλα σου ἀδέρφια νὰ σ᾿ εἶχα γεννήσει
κι᾿ ἀπὸ δόξες ἀλάργα κι᾿ ἀλάργα ἀπὸ μίση!
Κατεβάζω στὰ μάτια τὴ μάβρην ὀμπόλια,
γιὰ νὰ πάψη κι᾿ ὁ νοῦς μὲ τὰ μάτια νὰ βλέπῃ. . .
Ξεφαντώνουν τ᾿ ἀηδόνια στὰ γύρω περβόλια,
λεϊμονιᾶς σὲ κυκλώνει λεφτὴ μοσκοβόλια.
Φεύγεις πάνου στὴν ἄνοιξη, γιέ μου, καλέ μου,
ἄνοιξή μου γλυκιά, γυρισμὸ ποὺ δὲν ἔχεις.
Ἡ ὀμορφιά σου βασίλεψε κίτρινη, γιέ μου,
δὲ μιλᾷς, δὲν κοιτᾷς, πῶς μαδιέμαι, γλυκέ μου!
Μὰ γιατί νὰ σταθῇς νὰ σὲ πιάσουν! Κι᾿ ἀκόμα
σὰ ρωτήσανε: «Ποιὸς ὁ Χριστός;» τι ῾πες «Νά με!»
Ἄχ! δὲν ξέρει τι λέει τὸ πικρό μου τὸ στόμα!
Τριάντα χρόνια, παιδί μου, δὲ σ᾿ ἔμαθ᾿ ἀκόμα!
=====================
Η ΜΠΑΛΑΝΤΑ ΤΟΥ ΚΥΡ ΜΕΝΤΙΟΥ
Δεν λυγάνε τα ξεράδια και πονάνε τα ρημάδια
κούτσα μια και κούτσα δυο στης ζωής το ρημαδιό
Μεροδούλι ξενοδούλι δέρναν ούλοι οι αφέντες δούλοι
ούλοι δούλοι αφεντικό και μ’ αφήναν νηστικό
και μ’ αφήναν νηστικό
Ανωχώρι κατωχώρι ανηφόρι κατηφόρι
και με κάμα και βροχή ώσπου μου `βγαινε η ψυχή
Είκοσι χρονώ γομάρι σήκωσα όλο το νταμάρι
κι έχτισα στην εμπασιά του χωριού την εκκλησιά
του χωριού την εκκλησιά
Άιντε θύμα άιντε ψώνιο άιντε σύμβολο αιώνιο
αν ξυπνήσεις μονομιάς θα `ρθει ανάποδα ο ντουνιάς
θα `ρθει ανάποδα ο ντουνιάς
Και ζευγάρι με το βόδι άλλο μπόι κι άλλο πόδι
όργωνα στα ρέματα τ αφεντός τα στρέμματα
Και στον πόλεμο όλα για όλα κουβαλούσα πολυβόλα
να σκοτώνονται οι λαοί για τ’ αφέντη το φαΐ
για τ’ αφέντη το φαί
Άιντε θύμα άιντε ψώνιο...
Koίτα οι άλλοι έχουν κινήσει έχει η πλάση κοκκινίσει
άλλος ήλιος έχει βγει σ’ άλλη θάλασσα άλλη γη
Άιντε θύμα άιντε ψώνιο...
Η ΜΠΑΛΑΝΤΑ ΤΟΥ ΑΝΤΡΙΚΟΥ.
Είχε την τέντα ξομπλιαστή
η βάρκα του καμπούρη Αντρέα.
Γυρμένος πλάι στην κουπαστή
ονείρατα έβλεπεν ωραία.
Η Κατερίνα, η Ζωή,
τ’ Αντιγονάκι, η Ζηνοβία.
Ω, τι χαρούμενη ζωή!
Χτυπάς, φτωχή καρδιά, με βία.
Τα μεσημέρια τα ζεστά
τη βάρκα παίρνανε τ’ Αντρέα
για να τις πάει στ’ ανοιχτά
όλες μαζί, τρελή παρέα.
Ήρθ’ ο χειμώνας ο κακός
και σκόρπισε η τρελή παρέα
Και σένα βήχας μυστικός
σ’ έριξε χάμω, μπάρμπα Αντρέα.
====================
Η ΘΑΛΑΣΣΑ
Να σ’ αγναντεύω θάλασσα, να μη χορταίνω
Απ’ το βουνό ψηλά.
Στρωτή και καταγάλανη και μέσα να πλουταίνω
Απ’ τα μαλάματά σου τα πολλά.
Να ναι χινοπωριάτικον απομεσήμερο, όντας
μετ’ άξαφνη νεροποντή
χυμάει μες απ’ τα σύνεφα θαμπωτικά γελώντας
ήλιος χωρίς μαντύ.
Να ταξιδεύουν στον αγέρα τα νησάκια, οι κάβοι,
τ’ ακρόγιαλα σα μεταξένιοι αχνοί
και με τους γλάρους συνοδιά κάποτ’ ένα καράβι
ν’ ανοίγουν να το παίρνουν οι ουρανοί.
Ξανανιωμένα απ’ το λουτρό να ροβολάνε κάτου
την κόκκινη πλαγιά χορευτικά
τα πεύκα, τα χρυσόπευκα, κι’ ανθός του μαλαμάτου
να στάζουν τα μαλλιά τους τα μυριστικά.
Κι’ αντάμα τους να σέρνουνε στο φωτεινό χορό τους
ως μέσα στο νερό
τα ερημικά χιονόσπιτα-κι’ αυτά μες στ’ όνειρό τους
να τραγουδάνε, αξύπνητα καιρό.
Έτσι να στέκω, θάλασσα, παντοτινέ έρωτά μου
με μάτια να σε χαίρομαι θολά
και να ναι τα μελλούμενα στην άπλα σου μπροστά μου,
πίσω κι’ αλάργα βάσανα πολλά.
Ως να με πάρεις κάποτε, μαργιόλα συ,
στους κόρφους σου αψηλά τους ανθισμένους
και να με πας πολύ μακριά απ’ τη μαύρη τούτη Κόλαση,
μακριά πολύ κι’ από τους μαύρους κολασμένους ..
Σέλινα τα μαλλιά σου μυρωμένα,
λύσε τα να φανείς, ως είσαι, ωραίος
και διώξε από το νου σου πια το χρέος
του μεγάλου χρησμού, μια και κανένα
τρόπο δεν έχεις άλλονε! Και μ’ ένα
χαμόγελον ιδές πώς σ’ έφερ’ έως
στου Άργους την πύλη ο δρόμος σου ο μοιραίος
το σπλάχνο ν’ αφανίσεις που σ’ εγέννα.
Κανείς δε σε θυμάτ’ εδώ. Κι εσύ όμοια
τον εαυτό σου ξέχανέ τον κι άμε
στης χρυσής πολιτείας τα σταυροδρόμια
και το έργο σου σαν να ‘ταν άλλος κάμε.
Έτσι κι αλλιώς θα παίρνει σε από πίσου
για το αίμα της μητρός σου για η ντροπή σου.
Ο Κώστας Βάρναλης προσεγγίζει την ιστορία του Ορέστη με ευνοϊκή διάθεση απέναντι στον νεαρό ήρωα, αφού στο πρόσωπό του αναγνωρίζει τη μοίρα του απλού ανθρώπου που συνθλίβεται υπό το βάρος γεγονότων και περιστάσεων που δεν αποτελούν δική του ευθύνη. Το αίτημα του Απόλλωνα στον Ορέστη να φονεύσει τη μητέρα του και τον εραστή της, προκειμένου να λάβει εκδίκηση για τη δολοφονία του πατέρα του, Αγαμέμνονα, φέρνει τον ήρωα αντιμέτωπο μ’ ένα οδυνηρό δίλημμα, καθώς το να τιμωρήσει εκείνους που σκότωσαν τον πατέρα του, σημαίνει πως θα πρέπει να αφαιρέσει τη ζωή της ίδιας του της μητέρας. Ο Ορέστης, υπό κανονικές συνθήκες, δεν θα έφτανε ποτέ στη μητροκτονία, δεν μπορεί, ωστόσο, να αφήσει δίχως τιμωρία την άδικη θανάτωση του πατέρα του.
-----------------------------------------------
ΟΙ ΠΟΝΟΙ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ
Το ποίημα ανήκει στο πρώτο μέρος της ποιητικής σύνθεσης Σκλάβοι Πολιορκημένοι, η οποία εκδόθηκε το 1927. Ο ποιητής, ακολουθώντας τη δημοτική μας παράδοση, χρησιμοποιεί τη μορφή της Παναγιάς, για να εκφράσει τον ανθρώπινο πόνο της μάνας· η Παναγιά κατέχεται από τα τρυφερότερα συναισθήματα για το παιδί που πρόκειται να γεννήσει, αλλά και από κακά προαισθήματα για την τύχη που το περιμένει.
Που να σε κρύψω, γιόκα μου, να μη σε φτάνουν οι κακοί;
Σε ποιο νησί του Ωκεανού, σε ποιαν κορφήν ερημική;
Δε θα σε μάθω να μιλάς και τ’ άδικο φωνάξεις.
Ξέρω, πως θα ‘χεις την καρδιά τόσο καλή, τόσο γλυκή,
που μες στα βρόχια της οργής ταχιά θενά σπαράξεις.
Συ θα ‘χεις μάτια γαλανά, θα ‘χεις κορμάκι τρυφερό,
θα σε φυλάω από ματιά κακή κι από κακόν καιρό,
από το πρώτο ξάφνιασμα της ξυπνημένης νιότης.
Δεν είσαι συ για μαχητές, δεν είσαι συ για το σταυρό.
Εσύ νοικοκερόπουλο, όχι σκλάβος ή προδότης.
Τη νύχτα θα σηκώνομαι κι αγάλια θα νυχοπατώ,
να σκύβω την ανάσα σου ν’ ακώ, πουλάκι μου ζεστό,
να σου τοιμάζω στη φωτιά γάλα και χαμομήλι
κι ύστερ’ απ’ το παράθυρο με καρδιοχτύπι θα κοιτώ
που θα πηγαίνεις στο σκολειό με πλάκα και κοντύλι...
Κι αν κάποτε τα φρένα σου το Δίκιο, φως της αστραπής,
κι η Αλήθεια σού χτυπήσουνε, παιδάκι μου, να μην τα πεις.
Θεριά οι άνθρωποι, δεν μπορούν το φως να το σηκώσουν.
Δεν είναι αλήθεια πιο χρυσή σαν την αλήθεια της σιωπής.
Χίλιες φορές να γεννηθείς, τόσες θα σε σταυρώσουν.
Ώχου, μου μπήγεις στην καρδιά, χίλια μαχαίρια και σπαθιά.
Στη γλώσσα μου ξεραίνεται το σάλιο, σαν πικρή αψιθιά!
- Ω! πώς βελάζεις ήσυχα, κοπάδι εσύ βουνίσο...-
Βοηθάτε, ουράνιες δύναμες, κι ανοίχτε μου την πιο βαθιά
την άβυσσο, μακριά απ’ τους λύκους να κρυφογεννήσω!
Τα στοιχεία του ποιητικού μονολόγου της Παναγίας υποδηλώνουν πως βρισκόμαστε λίγο προτού γεννήσει, πως γνωρίζει ήδη ότι πρόκειται να φέρει στον κόσμο γιο, αλλά και το φρικτό του τέλος. Ακούμε, έτσι, την Παναγία να εκφράζει όλη της την τρυφερότητα απέναντι στο αγέννητο ακόμη παιδί της, μα και τις προθέσεις της να κάνει ό,τι μπορεί για να το προστατεύσει από το δεινό του μέλλον.
Τα εισαγωγικά ερωτήματα του ποιήματος υποδηλώνουν πως η Παναγία δεν θέλει να βρεθεί αντιμέτωπο το παιδί της με τη φονική κακία των ανθρώπων, γι’ αυτό και αναρωτιέται που θα μπορούσε να κρύψει τον γιο της προκειμένου να τον γλιτώσει. Τοποθετεί, μάλιστα, τις πιθανές κρυψώνες είτε σε κάποιο νησί του Ωκεανού, μακριά από τους ανθρώπους, είτε αντιστοίχως σε κάποια ερημική κορυφή βουνού, καλύπτοντας κατά αυτό τον τρόπο τα συνήθη δυσπρόσιτα μέρη∙ τον ωκεανό και τα ψηλά βουνά.
Είναι εμφανές πως η Παναγία δεν μιλά εδώ ως το ιερό πρόσωπο που γνωρίζει καλά την άφευκτη μοίρα του θεϊκού γιου που θα φέρει στον κόσμο, αλλά ως μητέρα που θέλει με κάθε τρόπο να προφυλάξει το παιδί της από κάθε πιθανό κακό.
---------------------------------------
Κώστας Βάρναλης «Οι μοιραίοι»
Μες στην υπόγεια την ταβέρνα,
μες σε καπνούς και σε βρισιές
(απάνω στρίγκλιζε η λατέρνα)
όλ’ η παρέα πίναμ’ εψές·
εψές, σαν όλα τα βραδάκια,
να πάνε κάτου τα φαρμάκια.
Σφιγγόταν ένας πλάι στον άλλο
και κάπου εφτυούσε καταγής.
Ω! πόσο βάσανο μεγάλο
το βάσανο είναι της ζωής!
Όσο κι ο νους να τυραννιέται,
άσπρην ημέρα δε θυμιέται.
Ήλιε και θάλασσα γαλάζα
και βάθος τ’ άσωτ’ ουρανού!
Ω! της αυγής κροκάτη γάζα,
γαρούφαλα του δειλινού,
λάμπετε, σβήνετε μακριά μας,
χωρίς να μπείτε στην καρδιά μας!
Του ενού ο πατέρας χρόνια δέκα
παράλυτος, ίδιο στοιχειό
τ’ άλλου κοντόημερ’ η γυναίκα
στο σπίτι λιώνει από χτικιό·
στο Παλαμήδι ο γιος του Μάζη
κι η κόρη του Γιαβή στο Γκάζι.
- Φταίει το ζαβό το ριζικό μας!
- Φταίει ο Θεός που μας μισεί!
- Φταίει το κεφάλι το κακό μας!
- Φταίει πρώτ’ απ’ όλα το κρασί!
Ποιος φταίει; ποιος φταίει;
Κανένα στόμα
δεν το ‘βρε και δεν το ‘πε ακόμα.
Έτσι στη σκοτεινή ταβέρνα
πίνουμε πάντα μας σκυφτοί.
Σαν τα σκουλήκια, κάθε φτέρνα,
όπου μας εύρει, μας πατεί.
Δειλοί, μοιραίοι κι άβουλοι αντάμα,
προσμένουμε, ίσως, κάποιο θάμα!
Οι μοιραίοι το δημοφιλέστερο ποίημα του Βάρναλη, χαρακτηρίστηκε ως ένα από τα κατορθώματα του νεοελληνικού λυρισμού. Το ποίημα πρωτοδημοσιεύτηκε στο περιοδικό Μαύρος Γάτος το 1922, τον ίδιο χρόνο που ο ποιητής με τη σύνθεσή του Το φως που καίει εγκαταλείποντας τις προηγούμενες αναζητήσεις του χάραξε τη νέα του πορεία: να υπηρετήσει με την τέχνη του την αριστερή ιδεολογία στην οποία είχε ενταχθεί.
Ο κοινωνικός στόχος του ποιήματος είναι σαφής: να απεικονίσει με τα πιο παραστατικά χρώματα τη δυστυχία των απόκληρων της ζωής.
Ο χώρος όπου εκτυλίσσεται η δράση του αφηγηματικού αυτού ποιήματος είναι μια υπόγεια ταβέρνα γεμάτη καπνούς απ’ τα τσιγάρα και βρισιές απ’ τους θαμώνες. Ενώ, ως στοιχείο εξωτερικού χώρου τίθεται παρενθετικά η σημείωση για τον ενοχλητικό ήχο της λατέρνας. Συντίθεται, έτσι, το σκηνικό μιας φτωχογειτονιάς, της οποίας οι άνθρωποι βρίσκουν ως μόνη διαφυγή απ’ τη δυστυχία τους το πιοτό (να πάνε κάτου τα φαρμάκια).
Ο αφηγητής αποτελεί μέλος της παρέας (πίναμε, α΄ πληθυντικό), που χθες το βράδυ -όπως και κάθε βράδυ άλλωστε- συναντήθηκε στην υπόγεια αυτή ταβέρνα, για να πνίξει τα φαρμάκια της δύσκολης ζωής στο ποτό. Το σχόλιο «σαν όλα τα βραδάκια» καθιστά σαφές πως η καταφυγή στο ποτό, αλλά και η συνάντηση των φίλων, συνιστά μια επαναλαμβανόμενη διαδικασία∙ έναν τρόπο ζωής, που φανερώνει παραστατικά την ένταση της δυστυχίας που βιώνουν, και τη συνεπαγόμενη ανάγκη να αποζητούν την παρηγοριά της συντροφικότητας.
---------------------------------------------
Κώστας Βάρναλης [Πάλι μεθυσμένος είσαι]
Το ποίημα που ακολουθεί είναι ο πρόλογος της ποιητικής συλλογής Σκλάβοι πολιορκημένοι. Τιτλοφόρησε έτσι τη συλλογή ο Βάρναλης παραλλάσσοντας τον τίτλο της γνωστής ποιητικής σύνθεσης του Σολωμού Ελεύθεροι Πολιορκημένοι. Οι σκλάβοι πολιορκημένοι του είναι όλοι οι άνθρωποι που είναι δέσμιοι των κοινωνικών και οικονομικών συνθηκών.
Πάλι μεθυσμένος είσαι, δυόμισι ώρα της νυχτός.
Κι αν τα γόνατά σου τρέμαν, εκρατιόσουνα στητός
μπρος στο κάθε τραπεζάκι. - «Γεια σου, Κωνσταντή βαρβάτε!»
- Καλησπερούδια αφεντικά, πώς τα καλοπερνάτε;
Ένας σου ‘δινε ποτήρι κι άλλος σου ‘δινεν ελιά.
Έτσι πέρασες γραμμή της γειτονιάς τα καπελιά.
Κι αν σε πείραζε κανένας -αχ, εκείνος ο Τριβέλας!-
έκανες πως δεν ένιωθες και πάντα εγλυκογέλας.
Χτες και σήμερα ίδια κι όμοια, χρόνια μπρος, χρόνια μετά...
Η ύπαρξή σου σε σκοτάδια όλο πηχτότερα βουτά.
Τάχα η θέλησή σου λίγη, τάχα ο πόνος σου μεγάλος;
Αχ, πού ‘σαι, νιότη, πού δειχνες πως θα γινόμουν άλλος!
Ο Κώστας Βάρναλης συνθέτει ένα πικρό πορτρέτο του εαυτού του, στον οποίο απευθύνεται σε β΄ πρόσωπο σαν να θέλει να αντικρίσει με αποστασιοποίηση την τραγική του κατάσταση, αλλά και για να μην περιορίσει την ιστορία του Κωνσταντή στα στενά όρια του προσωπικού βιώματος. Η κατάσταση, άλλωστε, του Κωνσταντή δεν αποτελεί κάτι το ασυνήθιστο για την εποχή του (1927), όπως και για τις περιόδους που ακολούθησαν. Η παραίτηση, η μίζερη διαβίωση κι η φτώχεια συνοδεύουν -ατυχώς- τη ζωή πολλών ανθρώπων.
Το ποίημα έχει συντεθεί με ποικιλία μέτρων και οι στίχοι του έχουν ζευγαρωτή ομοιοκαταληξία, μιας και πρόκειται για έργο της παραδοσιακής ποίησης.
ΠΗΓΗ:https://latistor.blogspot.com/
=========================
Η ΜΑΝΑ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ
Πῶς οἱ δρόμοι εὐωδᾶνε μὲ βάγια στρωμένοι,
ἡλιοπάτητοι δρόμοι καὶ γύρω μπαξέδες!
Ἡ χαρὰ τῆς γιορτῆς ὅλο πιότερο αυξαίνει
καὶ μακριάθε βογγάει καὶ μακριάθε ἀνεβαίνει.
Ἄ! πὼς εἶχα σὰ μάνα κι᾿ ἐγὼ λαχταρήσει
(ἦταν ὄνειρο κι᾿ ἔμεινεν, ἄχνα καὶ πάει)
σὰν καὶ τ᾿ ἄλλα σου ἀδέρφια νὰ σ᾿ εἶχα γεννήσει
κι᾿ ἀπὸ δόξες ἀλάργα κι᾿ ἀλάργα ἀπὸ μίση!
Κατεβάζω στὰ μάτια τὴ μάβρην ὀμπόλια,
γιὰ νὰ πάψη κι᾿ ὁ νοῦς μὲ τὰ μάτια νὰ βλέπῃ. . .
Ξεφαντώνουν τ᾿ ἀηδόνια στὰ γύρω περβόλια,
λεϊμονιᾶς σὲ κυκλώνει λεφτὴ μοσκοβόλια.
Φεύγεις πάνου στὴν ἄνοιξη, γιέ μου, καλέ μου,
ἄνοιξή μου γλυκιά, γυρισμὸ ποὺ δὲν ἔχεις.
Ἡ ὀμορφιά σου βασίλεψε κίτρινη, γιέ μου,
δὲ μιλᾷς, δὲν κοιτᾷς, πῶς μαδιέμαι, γλυκέ μου!
Μὰ γιατί νὰ σταθῇς νὰ σὲ πιάσουν! Κι᾿ ἀκόμα
σὰ ρωτήσανε: «Ποιὸς ὁ Χριστός;» τι ῾πες «Νά με!»
Ἄχ! δὲν ξέρει τι λέει τὸ πικρό μου τὸ στόμα!
Τριάντα χρόνια, παιδί μου, δὲ σ᾿ ἔμαθ᾿ ἀκόμα!
=====================
Η ΜΠΑΛΑΝΤΑ ΤΟΥ ΚΥΡ ΜΕΝΤΙΟΥ
Δεν λυγάνε τα ξεράδια και πονάνε τα ρημάδια
κούτσα μια και κούτσα δυο στης ζωής το ρημαδιό
Μεροδούλι ξενοδούλι δέρναν ούλοι οι αφέντες δούλοι
ούλοι δούλοι αφεντικό και μ’ αφήναν νηστικό
και μ’ αφήναν νηστικό
Ανωχώρι κατωχώρι ανηφόρι κατηφόρι
και με κάμα και βροχή ώσπου μου `βγαινε η ψυχή
Είκοσι χρονώ γομάρι σήκωσα όλο το νταμάρι
κι έχτισα στην εμπασιά του χωριού την εκκλησιά
του χωριού την εκκλησιά
Άιντε θύμα άιντε ψώνιο άιντε σύμβολο αιώνιο
αν ξυπνήσεις μονομιάς θα `ρθει ανάποδα ο ντουνιάς
θα `ρθει ανάποδα ο ντουνιάς
Και ζευγάρι με το βόδι άλλο μπόι κι άλλο πόδι
όργωνα στα ρέματα τ αφεντός τα στρέμματα
Και στον πόλεμο όλα για όλα κουβαλούσα πολυβόλα
να σκοτώνονται οι λαοί για τ’ αφέντη το φαΐ
για τ’ αφέντη το φαί
Άιντε θύμα άιντε ψώνιο...
Koίτα οι άλλοι έχουν κινήσει έχει η πλάση κοκκινίσει
άλλος ήλιος έχει βγει σ’ άλλη θάλασσα άλλη γη
Άιντε θύμα άιντε ψώνιο...
Η ΜΠΑΛΑΝΤΑ ΤΟΥ ΑΝΤΡΙΚΟΥ.
Είχε την τέντα ξομπλιαστή
η βάρκα του καμπούρη Αντρέα.
Γυρμένος πλάι στην κουπαστή
ονείρατα έβλεπεν ωραία.
Η Κατερίνα, η Ζωή,
τ’ Αντιγονάκι, η Ζηνοβία.
Ω, τι χαρούμενη ζωή!
Χτυπάς, φτωχή καρδιά, με βία.
Τα μεσημέρια τα ζεστά
τη βάρκα παίρνανε τ’ Αντρέα
για να τις πάει στ’ ανοιχτά
όλες μαζί, τρελή παρέα.
Ήρθ’ ο χειμώνας ο κακός
και σκόρπισε η τρελή παρέα
Και σένα βήχας μυστικός
σ’ έριξε χάμω, μπάρμπα Αντρέα.
====================
Η ΘΑΛΑΣΣΑ
Να σ’ αγναντεύω θάλασσα, να μη χορταίνω
Απ’ το βουνό ψηλά.
Στρωτή και καταγάλανη και μέσα να πλουταίνω
Απ’ τα μαλάματά σου τα πολλά.
Να ναι χινοπωριάτικον απομεσήμερο, όντας
μετ’ άξαφνη νεροποντή
χυμάει μες απ’ τα σύνεφα θαμπωτικά γελώντας
ήλιος χωρίς μαντύ.
Να ταξιδεύουν στον αγέρα τα νησάκια, οι κάβοι,
τ’ ακρόγιαλα σα μεταξένιοι αχνοί
και με τους γλάρους συνοδιά κάποτ’ ένα καράβι
ν’ ανοίγουν να το παίρνουν οι ουρανοί.
Ξανανιωμένα απ’ το λουτρό να ροβολάνε κάτου
την κόκκινη πλαγιά χορευτικά
τα πεύκα, τα χρυσόπευκα, κι’ ανθός του μαλαμάτου
να στάζουν τα μαλλιά τους τα μυριστικά.
Κι’ αντάμα τους να σέρνουνε στο φωτεινό χορό τους
ως μέσα στο νερό
τα ερημικά χιονόσπιτα-κι’ αυτά μες στ’ όνειρό τους
να τραγουδάνε, αξύπνητα καιρό.
Έτσι να στέκω, θάλασσα, παντοτινέ έρωτά μου
με μάτια να σε χαίρομαι θολά
και να ναι τα μελλούμενα στην άπλα σου μπροστά μου,
πίσω κι’ αλάργα βάσανα πολλά.
Ως να με πάρεις κάποτε, μαργιόλα συ,
στους κόρφους σου αψηλά τους ανθισμένους
και να με πας πολύ μακριά απ’ τη μαύρη τούτη Κόλαση,
μακριά πολύ κι’ από τους μαύρους κολασμένους ..
28.11.24
ΗΛΙΑΣ ΒΕΝΕΖΗΣ, ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΔΡΟΣΙΝΗΣ, ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ ΒΑΛΑΩΡΙΤΗΣ, ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΠΑΠΑΔΙΤΣΑΣ, ΣΤΕΛΙΟΣ ΓΕΡΑΝΗΣ, ΜΙΛΤΙΑΔΗΣ ΜΑΛΑΚΑΣΗΣ,
Φίλες και Φίλοι καλημέρα, μετά από πρόταση της Ίριδας αποφάσισα να συγκεντρώσω κάποιους από τους ποιητές μας και τους συγγραφείς μας, σε λίγες αναρτήσεις ώστε όσοι επισκέπτονται το ιστολόγιο να μπορούν να μάθουν λίγα πράγματα για το έργο και τη ζωή των αυτών των σημαντικών ανθρώπων. Στη συνέχεια όποιος θέλει μετά θα μπορεί να αναζητήσει περαιτέρω πληροφορίες. Ξεκινάμε με τον ΗΛΙΑ ΒΕΝΕΖΗ. Σας χαιρετώ με σεβασμό και επικούρεια διάθεση Επίκουρος ο Γοργογυραίος. Έρρωσθε και Ευδαιμονείτε όσο είναι ακόμα νωρίς. Υ.Γ. Και μην ξεχνάτε να εμπλουτίζετε τις γνώσεις σας με τα άρθρα και τα βιβλία του Ηλία Γιαννακόπουλου.
Ο Ηλίας Βενέζης (1904-1973) ενσωμάτωσε στα λογοτεχνικά του κείμενα την προσωπική και οικογενειακή προσφυγική διαδρομή, καθώς η οικογένειά του αναγκάστηκε να μετοικήσει από το Αϊβαλί της Μικράς Ασίας αρχικά στη Λέσβο και κατόπιν στην Αθήνα, ο ίδιος δε είχε υποχρεωθεί μέχρι το 1923 να υπηρετήσει στα τάγματα εργασίας στο εσωτερικό της Μικράς Ασίας. Το 1931 εκδόθηκε το πρώτο του μυθιστόρημα "Το νούμερο 31328", εμπνευσμένο από την εμπειρία του στα τάγματα εργασίας της Ανατολής. Το 1939 κυκλοφόρησε το μυθιστόρημα του "Γαλήνη".
Στο παρακάτω απόσπασμα από τη "Γαλήνη" ο Βενέζης περιγράφει τις αγωνιώδεις προσπάθειες μίας ομάδας προσφύγων να εκχερσώσουν και να μετατρέψουν τις γαίες που τους παραχωρήθηκαν στην Ανάβυσσο της Αττικής σε κατάλληλες για καλλιέργεια. Στην περίπτωση της Αναβύσσου, οι γαίες που παραχωρήθηκαν στους πρόσφυγες αποτελούνταν από αλυκές και έλη, με αποτέλεσμα οι πρόσφυγες να χρειαστεί να παλέψουν σκληρά προκειμένου να τις καταστήσουν κατάλληλες για την αγροτική παραγωγή.
Τεκμήριο
Η ζωή άρχισε τον κανονικό δρόμο της στην Ανάβυσσο. Δώσανε στους πρόσφυγες σκηνές, εργαλεία και λίγα μέσα για να σηκώσουν από ένα καλύβι και να τραφούν, ως ότου να τους δώσει καρπό η γη που θα καλλιεργούσαν.
Από πολύ πρωί, απ’ τα χαράματα, όλος ο πληθυσμός του κοπαδιού έπαιρνε το δρόμο για τα χωράφια. Μονάχα οι άρρωστοι και οι γέροι μέναν να φυλάγουν στον καταυλισμό. Φοβόντανε ακόμα τους βλάχους, αυτοί όμως δεν είχαν δώσει κανένα σημείο ζωής από κείνην την πρώτη μέρα, που είχαν στείλει την πρεσβεία τους. Μένανε ακόμα στον καταυλισμό και οι χτίστες που χτίζαν τα καλύβια του συνοικισμού με πηλό.
Στη διαλεγμένη γη, πλάι στο ξωκλήσι, δούλευε κι ο Γλάρος με τη φαμίλια του. Από καιρό σε καιρό πήγαινε και σ’ ένα άλλο χωράφι, στο “Θυμάρι”, που έπεσε στον κλήρο του.
Η δουλειά ήταν πολύ δύσκολη, το χέρσο χώμα πολύ σκληρό κι ο τόπος γεμάτος από πέτρα και σκοίνα. Όσο περνούσαν οι μέρες, η γυναίκα του Γλάρου φοβόταν πιο πολύ πως η εκλογή του κλήρου δεν ήταν καλή.
- Θα είναι ακόμα σε πολύ βάθος, φαίνεται, πέτρα, έλεγε μόνο στον άντρα της.
Ο Γλάρος σταματούσε το σκάψιμο μια στιγμή, καταλαβαίνοντας που πάει η κουβέντα της.
- Μια φορά εδώ φαίνεται πως μείναν άνθρωποι, της απαντούσε με πείσμα. Ξέρω εγώ τι κάνω! Θ’ ακολουθήσουμε τ’ αχνάρια τους.
Η Ελένη δεν έλεγε τίποτα άλλο και πάλι άρχιζε να σκάβει. Ίσως να είχε δίκιο ο άντρας της. Σίγουρη δεν μπορούσε να ήταν πως το χώμα εδώ θα ήταν πολύ χειρότερο από άλλα μέρη που πήγαν οι πατριώτες τους. Αλλά το ότι πατούσαν σε χώμα που ίσως, κάποτε, το δουλέψαν κι άλλοι άνθρωποι, η αναζήτηση των αχναριών που θ’ άφησαν, έδινε παρηγοριά.
Κι οι μέρες περνούσαν ως που ένα πρωινό η αξίνα του Γλάρου έβγαλε στην επιφάνεια ένα πιο βέβαιο μήνυμα αυτών των ανθρώπων. Ένας θαμμένος τοίχος, καμωμένος με τεράστιες πέτρες, φάνηκε σε λίγο βάθος.
- Έλα δω να δεις! Φώναξε στη γυναίκα του. Τούτο, δεν είναι τοίχος;
Βέβαια ήταν τοίχος. Τον περιεργαζόνταν κι οι δυό, τη γερή δεσιά του.
Τι να ήταν; Τι να ήταν ο κόσμος που έβγαιναν τ’ αχνάρια του;
- Οι άνθρωποι της αλυκής, που ξέρουν τον τόπο, λένε παράξενα πράματα, είπε ο Γλάρος. Λένε πως κάποτε εδώ ήταν μεγάλη πολιτεία και πως ένα μέρος της βούλιαξε μες τη θάλασσα.
Έτσι λένε. Όταν δε φυσά το αγέρι και είναι μπουνάτσα, στο βυθό του κόρφου μπορούν να δουν τοίχους και μεγάλα πυθάρια κι άλλα έργα από χέρι ανθρώπου.
Ηλίας Βενέζης, Γαλήνη, Αθήνα 1939.
Ἡ Πατρίδα μας ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΔΡΟΣΙΝΗΣ
«Ξένε ποὺ μόνος κι ἔρημος
σὲ ξένους τόπους τρέχεις,
πές μου, ποιὸς εἶναι ὁ τόπος σου
καὶ ποιὰ πατρίδα ἔχεις;»
«Τὴ μακρινὴ πατρίδα μου
πάντα ποθῶ στὰ ξένα.
Ἐκεῖ τὰ χρόνια τῆς ζωῆς
περνοῦν εὐλογημένα.
Ἐκεῖ κι ὁ θάνατος γλυκός,
κι ἀφοῦ κανεὶς πεθάνει,
ἔχει στὸ μνῆμα του Σταυρό,
καντήλι καὶ λιβάνι.
Στ᾿ ἀγαπημένο μου χωριὸ
χαρὲς πάντα καὶ γέλια,
στ᾿ ἁλώνια τραγουδιῶν φωνὲς
ξεφάντωμα στ᾿ ἀμπέλια.
Κι ὅταν χορεύει ἡ λεβεντιὰ
στῆς Πασχαλιᾶς τὴ μέρα,
βροντοκοπᾶ τὸ τύμπανο
καὶ κελαηδεῖ ἡ φλογέρα.
Στὴ μακρινὴ Πατρίδα
ἔχει εὐωδιὰ καὶ χάρη
τὸ ταπεινότερο δεντρί,
τὸ πιὸ φτωχὸ χορτάρι.
Στοὺς κλώνους τῆς ἀμυγδαλιᾶς,
σμίγουν ἀνθοὶ καὶ χιόνια
καὶ φέρνουνε τὴν ἄνοιξη
γοργὰ τὰ χελιδόνια.
Στῶν μαγεμένων της βουνῶν
τὰ μαρμαρένια πλάγια,
γλυκολαλοῦν οἱ πέρδικες
καὶ κλαίει ἡ κουκουβάγια.
Ἡ ἀσημένια θάλασσα
μ᾿ ἀφροὺς τὴν περιζώνει
κι ὁ οὐρανὸς μὲ τ᾿ ἄστρα του
τὴ χρυσοστεφανώνει.
Τὴ μακρινὴ Πατρίδα μου,
πρὶν ἡ σκλαβιὰ πλακώσει,
τὴ δόξαζ᾿ ἡ παλληκαριά,
τὴ φώτιζεν ἡ γνώση.
Καὶ τώρ᾿ ἀπὸ τὴ μαύρη γῆ,
τὴ γῆ τὴ ματωμένη,
πρόβαλε πάλ᾿ ἡ ἐλευθεριὰ
σὰν πρῶτα ἀντρειωμένη».
«Φτάνει τὴ χώρα ποὺ μοῦ λές,
τὴ γνώρισα, τὴν εἶδα,
τὴ μακρινὴ Πατρίδα σου
ἔχω κι ἐγὼ Πατρίδα».
=====================
Χῶμα ἑλληνικό
Τώρα ποὺ θὰ φύγω καὶ θὰ πάω στὰ ξένα
καὶ θὰ ζοῦμε μῆνες, χρόνους χωρισμένοι,
ἄφησε νὰ πάρω κάτι κι ἀπὸ σένα,
γαλανὴ πατρίδα πολυαγαπημένη,
ἄφησε μαζί μου φυλαχτὸ νὰ πάρω
γιὰ τὴν κάθε λύπη κάθε τι κακό,
φυλαχτὸ ἀπὸ ἀρρώστια, φυλαχτὸ ἀπὸ Χάρο,
μόνο λίγο χῶμα, χῶμα ἑλληνικό.
Χῶμα δροσισμένο μὲ νυχτιᾶς ἀγέρι,
χῶμα βαφτισμένο μὲ βροχὴ τοῦ Μάη,
χῶμα μυρισμένο ἀπ᾿ τὸ καλοκαίρι,
χῶμα εὐλογημένο, χῶμα ποὺ γεννάει
μόνο μὲ τῆς Πούλιας τὴν οὐράνια χάρη,
μόνο μὲ τοῦ ἥλιου τὰ θερμὰ φιλιά,
τὸ μοσχάτο κλῆμα τὸ ξανθὸ σιτάρι,
τὴ χλωρὴ τὴ δάφνη, τὴν πικρὴν ἐλιά.
Χῶμα τιμημένο, ποὔχουν ἀνασκάψει
γιὰ νὰ θεμελιώσουν ἕναν Παρθενώνα,
χῶμα δοξασμένο, ποὔχουν ροδοβάψει
αἵματα στὸ Σούλι καὶ στὸ Μαραθώνα,
χῶμα πὄχει θάψει λείψαν᾿ ἁγιασμένα
ἀπ᾿ τὸ Μεσολόγγι κι ἀπὸ τὰ Ψαρὰ
χῶμα ποὺ θὰ φέρνει στὸν μικρὸν ἐμένα
θάρρος, περηφάνια, δόξα καὶ χαρά.
Θὲ νὰ σὲ κρεμάσω φυλαχτὸ στὰ στήθια,
κι ὅταν ἡ καρδιά μου φυλαχτὸ σὲ βάλει
ἀπὸ σὲ θὰ παίρνει δύναμη βοήθεια,
μὴν τὴν ξεπλανέψουν ἄλλα, ξένα κάλλη.
Ἡ δική σου ἡ χάρη θὰ μὲ δυναμώνει,
κι ὅπου κι ἂν γυρίσω, κι ὅπου κι ἂν σταθῶ
σὺ θὲ νὰ μοῦ δίνεις μιὰ λαχτάρα μόνη,
πότε στὴν Ἑλλάδα πίσω θὲ νὰ ῾ρθῶ.
Κι ἂν τὸ ριζικό μου -ἔρημο καὶ μαῦρο-
μοὔγραψε νὰ φύγω καὶ νὰ μὴ γυρίσω,
τὸ στερνὸ συχώριο εἰς ἐσένα θἄβρω,
τὸ στερνὸ φιλί μου θὲ νὰ σοῦ χαρίσω.
Ἔτσι κι ἂν σὲ ξένα χώματα πεθάνω,
καὶ τὸ ξένο μνῆμα θἆναι πιὸ γλυκὸ
σὰ θαφτεῖς μαζί μου στὴν καρδιά μου ἐπάνω,
χῶμα ἀγαπημένο, χῶμα ἑλληνικό.
=====================
Ἡ θάλασσα καὶ τὰ ποτάμια
Πῆγαν τὰ ποτάμια
παραπονεμένα
κι εἶπαν τῆς θαλάσσης:
Φέρνομε σ᾿ ἐσένα
ὅλα μας τὰ πλούτη,
ὅλη τη χαρά μας,
ὅλη τη ζωή μας,
ὅλα τὰ νερά μας.
Καὶ γιὰ πληρωμή μας
σὺ τί μᾶς χαρίζεις;
Παίρνεις τὰ νερά μας
καὶ μᾶς τ᾿ ἁρμυρίζεις!
Καὶ τοὺς εἶπ᾿ ἐκείνη:
Πῶς μπορῶ ν᾿ ἀλλάξω;
Τὰ γλυκὰ νερά σας
πῶς νὰ τὰ φυλάξω;
Εἶμ᾿ ἀπὸ τὴ φύση
ἁρμυρὴ πλασμένη
Κι ἁρμυρὸ κοντά μου
κάθε τί θὰ γένει.
Τὰ παράπονά σας
πᾶνε στὰ χαμένα.
Θέτε τὸ καλὸ σάς;
φεύγετ᾿ ἀπὸ μένα.
====================
Ἡ μυγδαλιά
Ἐκoύνησε τὴν ἀνθισμένη μυγδαλιὰ
μὲ τὰ χεράκια της
κι ἐγέμισε ἀπὸ ἄνθη ἡ πλάτη, ἡ ἀγκαλιὰ
καὶ τὰ μαλλάκια της.
Ἄχ! χιονισμένη σὰν τὴν εἶδα τὴν τρελλὴ
γλυκὰ τὴ φίλησα,
τῆς τίναξα τὰ ἄνθη ἀπ᾿ τὴν κεφαλὴ
κι ἔτσι τῆς μίλησα:
-Τρελλὴ νὰ φέρεις στὰ μαλλιά σου τὴ χιονιὰ
τὶ τόσο βιάζεσαι;
Μόνη της θὲ νὰ ῾ρθεῖ ἡ βαρυχειμωνιά,
δὲν τὸ στοχάζεσαι;
Τοῦ κάκου τότε θὰ θυμᾶσαι τὰ παλιὰ
τὰ παιχνιδάκια σου,
κοντὴ γριούλα μὲ τὰ κάτασπρα μαλλιὰ
καὶ τὰ γυαλάκια σου.
====================
Ὁ Ἥλιος καὶ ὁ Ἀέρας
Ὁ Ἀέρας θύμωσε,
μὲ τὸν Ἥλιο μάλωσε.
Ὁ Ἀέρας ἔλεγε:
– Εἶμαι δυνατότερος!
Καὶ ὁ Ἥλιος ἔλεγε:
– Σὲ περνῶ στὴ δύναμη!
Ἕνας γέρος γεωργὸς
μὲ τὴ μαύρη κάπα του
στὸ χωράφι πήγαινε.
Ὁ Ἀέρας λάλησε:
– Ὅποιος ἔχει δύναμη
παίρνει ἀπὸ τὸν γέροντα
τὴ χονδρὴ τὴν κάπα του!
Φύσησε, ξεφύσησεν,
ἔσκασε στὸ φύσημα,
ἄδικος ὁ κόπος του.
Κρύωσεν ὁ γέροντας
καὶ διπλὰ τυλίχθηκε
στὴ χονδρὴ τὴν κάπα του.
Μὰ κι ὁ Ἥλιος λάλησε:
– Ὅποιος ἔχει δύναμη
παίρνει ἀπὸ τὸ γέροντα
τὴ χονδρὴ τὴν κάπα του!
Ἔφεξεν ὁλόλαμπρος,
καλοσύνη σκόρπισε,
κι ἔβγαλεν ὁ γέροντας
τὴ χονδρὴ τὴν κάπα του.
Πάλι ξαναλάλησε:
– Ἄκουσε καὶ μάθε το,
σὲ περνῶ στὴ δύναμη,
γιατὶ πᾶς μὲ τὸ κακὸ
κι ἐγὼ πάω μὲ τὸ καλό!
Ὁ Δῆμος καὶ τὸ καρυοφύλλι του
Ἐγέρασα, μωρὲς παιδιά. Πενήντα χρόνους κλέφτης
τὸν ὕπνο δὲν ἐχόρτασα, καὶ τώρ᾿ ἀποσταμένος
θέλω νὰ πάω νὰ κοιμηθῶ. Ἐστέρεψ᾿ ἡ καρδιά μου.
Βρύση τὸ αἷμα τὄχυσα σταλαματιὰ δὲ μένει.
Θέλω νὰ πάω νὰ κοιμηθῶ. Κόψτε κλαρὶ ἀπ᾿ τὸ λόγγο
νά ῾ναι χλωρὸ καὶ δροσερό, νἆναι ἀνθοὺς γεμάτο,
καὶ στρῶστε τὸ κρεβάτι μου καὶ βάλτε με νὰ πέσω.
Ποιὸς ξέρει ἀπ᾿ τὸ μνῆμα μου τί δέντρο θὰ φυτρώσει!
Κι ἂν ξεφυτρώσει πλάτανος, στὸν ἴσκιό του ἀπὸ κάτω
θά ῾ρχονται τὰ κλεφτόπουλα τ᾿ ἄρματα νὰ κρεμᾶνε.
Νὰ τραγωδοῦν τὰ νιάτα μου καὶ τὴν παλληκαριά μου.
Κι ἂν κυπαρίσσι ὄμορφο καὶ μαυροφορεμένο,
θἄρχονται τὰ κλεφτόπουλα τὰ μῆλα μου νὰ παίρνουν,
νὰ πλένουν τὶς λαβωματιές, τὸ Δῆμο νὰ σχωρᾶνε.
Ἔφαγ᾿ ἡ φλόγα τ᾿ ἄρματα, οἱ χρόνοι τὴν ἀνδρειά μου.
Ἦρθε κι ἐμένα ἡ ὥρα μου. Παιδιά μου μὴ μὲ κλάψτε.
Τ᾿ ἀνδρειωμένου ὁ θάνατος δίνει ζωὴ στὴ νιότη.
Σταθεῖτ᾿ ἐδῶ τριγύρω μου, σταθεῖτε ἐδῶ σιμά μου,
τὰ μάτια νὰ μοῦ κλείσετε, νὰ πάρτε τὴν εὐχή μου.
Κι ἕν᾿ ἀπὸ σᾶς τὸ νιώτερο ἂς ἀνεβεῖ στὴ ράχη,
ἂς πάρει τὸ τουφέκι μου, τ᾿ ἄξο μου καρυοφύλλι
κι ἂς μοῦ τὸ ρίξει τρεῖς φορὲς καὶ τρεῖς φορὲς ἂς σκούξει.
«Ὁ Γερο Δῆμος πέθανε, ὁ Γερο Δῆμος πάει».
Θ᾿ ἀναστενάξ᾿ ἡ λαγκαδιά, θὲ νὰ βογκήξει ὁ βράχος
θὰ βαργομήσουν τὰ στοιχειά, οἱ βρύσες θὰ θολώσουν
καὶ τ᾿ ἀγεράκι τοῦ βουνοῦ, ὁποὺ περνᾶ δροσᾶτο,
θὰ ξεψυχήσει, θὰ σβηστεῖ, θὰ ρίξει τὰ φτερά του,
γιὰ νὰ μὴν πάρει τὴ βοὴ ἄθελα καὶ τὴ φέρει
καὶ τήνε μάθει ὁ Ὄλυμπος καὶ τὴν ἀκούσει ἡ Πίνδος
καὶ λυώσουνε τὰ χιόνια τους καὶ ξεραθοῦν οἱ λόγγοι.
Τρέχα, παιδί μου γρήγορα, τρέχα ψηλὰ στὴ ράχη
καὶ ρίξε τὸ τουφέκι μου. Στὸν ὕπνο μου ἐπάνω
θέλω γιὰ ὕστερη φορὰ ν᾿ ἀκούσω τὴ βοή του.
Ἔτρεξε τὸ κλεφτόπουλο σὰ νἄτανε ζαρκάδι,
ψηλὰ στὴ ράχη τοῦ βουνοῦ καὶ τρεῖς φορὲς φωνάζει:
«Ὁ Γερο Δῆμος πέθανε, ὁ Γερο Δῆμος πάει».
Κι ἐκεῖ ποὺ ἀντιβοούσανε οἱ βράχοι, τὰ λαγκάδια
ρίχνει τὴν πρώτη τουφεκιὰ κι ἔπειτα δευτερώνει.
Στὴν τρίτη καὶ τὴν ὕστερη τ᾿ ἄξο του καρυοφύλλι
βροντᾶ, μουγκρίζει σὰ θεριό, τὰ σωθικά του ἀνοίγει
φεύγει ἀπ᾿ τὰ χέρια σέρνεται στὸ χῶμα λαβωμένο
πέφτει ἀπ᾿ τοῦ βράχου τὸ γκρεμό, χάνεται πάει, πάει.
Ἀκουσ᾿ ὁ Δῆμος τὴ βοὴ μὲς τὸν βαθὺ τὸν ὕπνο,
τ᾿ ἀχνό του χείλι ἐγέλασε, ἐσταύρωσε τὰ χέρια...
Ὁ Γερο Δῆμος πέθανε, ὁ Γερο Δῆμος πάει.
Τ᾿ ἀνδρειωμένου ἡ ψυχὴ τοῦ φοβεροῦ τοῦ Κλέφτη
μὲ τὴ βοὴ τοῦ τουφεκιοῦ στὰ σύγνεφ᾿ ἀπαντιέται
ἀδερφικὰ ἀγκαλιάζονται, χάνονται, σβηῶνται, πᾶνε.
=====================
Εἰς τὴν μνήμην Διονυσίου Κόμητος Σολωμοῦ
Κοιμήσου... ἐγὼ τὸν ὕπνο σου δὲν ἦλθα νὰ ταράξω
δεν ἦλθα ἐδῶ στο μνῆμά σου οὔτ᾿ ἕνα λουλουδάκι
ἀπ᾿ ὅσα τὸ στολίζουνε κρυφὰ νὰ ξερριζώσω.
Κοιμήσου... χάρου, ποιητά, τὴν ἄφθαρτη γλυκάδα,
ποὺ ζῶντας ἐπεθύμησες καὶ ποὺ νεκρὸς χορταίνεις.
Ἄφες κ᾿ ἐμένα νὰ χαρῶ, ἄφες με νὰ πιστεύσω
ὅτ᾿ ἡ ψυχὴ τοῦ ποιητοῦ στην εὐμορφία τοῦ κόσμου,
εἰς τὴ μεγάλη τοῦ Παντὸς ἀθάνατη ἁρμονία
εἶναι γλυκὺ κελάδισμα, εἶναι παλμὸς ἀγάπης,
ποὺ φεύγει ἐδῶθε νὰ κρυφθῇ μὲς στὴν καρδία τοῦ Πλάστου.
Κοιμήσου... οἱ χρόνοι φεύγουνε δυστυχισμένοι, μαῦροι...
Ἀπ᾿ τὴν αἰωνιότητα, ποὺ σ᾿ ἔχει ἀγκαλιασμένον,
σταλάζουνε σιγά, σιγά... καὶ πᾶσα των ῥανίδα
πνίγει χιλιάδες γενεαῖς. Στοῦ τάφου σου τὸ χῶμα
χύνει δροσούλα καὶ ζωή, ῥόδα σκορπᾷ καὶ δάφναις.
Τρεῖς χρόνοι τώρα πέρασαν... ἦλθα νὰ γονατίσω
στο μνῆμά σου καὶ νὰ σοῦ πῶ νὰ μὴ καταφρονέσῃς
τὸ χάρισμά μου τὸ φτωχό... Γιὰ τὸ μνημόσυνό σου
σὤφερα νεκρολίβανο, σὤφερα κι᾿ ἁγιοκέρι.
=====================
Ἡ Ξανθούλα
«Μ᾿ ἀρέσ᾿ ἡ θάλασσα, γιατὶ μοῦ μοιάζει,
μ᾿ ἀρέσει, σ᾿ ἄκουσα νὰ λὲς κρυφά,
πότε ἀγριεύεται, βόγγει, στενάζει,
καὶ πότε ὁλόχαρη παίζει γελᾷ.
Δὲν εἶν᾿ ὁλόξανθη σὰν τὰ μαλλιά μου;
Δὲν εἶν᾿ ὁ κόρφος μου σὰν τὸν ἀφρό;
Μέσα στὰ μάτια μου τὰ γαλανά μου
δὲν ἔχω κύματα, τάφο, οὐρανό;
Μ᾿ ἀρέσ᾿ ἡ θάλασσα, γιατὶ μοῦ μοιάζει,
κι ἂς ἔχῃ μέσα της κόσμο θεριά...
Μὴ στὴν καρδούλα μου μὴ δὲ φωλιάζει
ἀγάπη ἀχόρταγη, σκληρὴ φωτιά;»
Κ᾿ ἐγὼ ἐχαιρόμουνα ποὺ χολιασμένη
φαρμάκι μὤσταζες μὲς στὴν ψυχή,
τὴ ζήλειά σου ἔβλεπα ξαγριωμένη,
στὰ χείλη σου ἔβραζε κάθε πνοή.
Τότ᾿ ἐκρεμάστηκα στὴν τραχηλιά σου
τὴ φλόγα σὤσβυσα μὲ δυὸ φιλιά,
τὴν ὄψι ἐβύθισα μὲς στὰ μαλλιά σου,
στὸν κόρφο σου ἔστησα κρυφὴ φωλιά.
«Κῦμα μου ἀνήμερο, ψυχή μου, φθάνει.
Μὴ μ᾿ ἀγριεύεσαι,πλάγιασ᾿ ἐδῶ...
Θἆμαι γιὰ σένανε γλυκὸ λιμάνι...
Τί ἀξίζει ἡ θάλασσα χωρὶς γιαλό;»
Ἀριστοτέλης Βαλαωρίτης - Βιογραφικὰ στοιχεῖα
Ὁ ποιητῆς Ἀριστοτέλης Βαλαωρίτης γεννήθηκε στὴ Λευκάδα τὸ 1824, ἀλλὰ καταγόταν ἀπὸ τὴν Ἤπειρο. Ὅταν τελείωσε τὸ δημοτικὸ καὶ τὸ γυμνάσιο στὴ Λευκάδα, φοίτησε στὴν Ἰόνιο Ἀκαδημία τῆς Κέρκυρας, κοντὰ σ᾿ ἐπιφανεῖς δασκάλους, ὅπως ὁ Ἀσώπιος καὶ ὁ Ἰωάννης Οἰκονομίδης.
Ἀφοῦ τελείωσε τὴν Ἀκαδημία, σὲ ἡλικία δεκαεφτὰ χρονῶν, σπούδασε νομικὰ στὰ πανεπιστήμια τοῦ Παρισιοῦ, τῆς Γενεύης καὶ τῆς Πίζας. Ὕστερα ἀπὸ μία σύντομη παραμονὴ στὴ Λευκάδα, ἐπισκέφτηκε καὶ πάλι πολλὲς ἀπὸ τὶς γνωστὲς τότε εὐρωπαϊκὲς χῶρες, γιὰ νὰ καταλήξει τελικὰ στὴν Ἀγγλία, ὅπου ἔμεινε γιὰ ἀρκετὰ χρόνια.
Τὸ 1853 ὅμως ἐπέστρεψε ὁριστικὰ στὴ Λευκάδα καὶ ἀναμείχτηκε στὴν πολιτική. Ἐκλέχτηκε βουλευτὴς τῆς «Ἰονίου Πολιτείας» καὶ ἀγωνίστηκε γιὰ μία ἑπταετία γιὰ τὰ δίκαια τῶν Ἐφτανήσων. Ἡ ἐνσωμάτωση τῶν Ἐπτανήσων στὴν Ἑλλάδα καὶ ἡ ὁλοκλήρωση τῆς ἐδαφικῆς ἀκεραιότητάς της μὲ τὴν ἀπελευθέρωση τῆς Ἠπείρου, ὑπῆρξαν ὄνειρά του. Μετὰ τὴν ἕνωση τῶν Ἐπτανήσων ἐκλέχτηκε πρῶτος ἀντιπρόσωπός τους στὴν ἐθνοσυνέλευση τῆς Ἀθήνας.
Στὴ συνέχεια ἔδρασε ὡς βουλευτὴς στὴν Ἀθήνα, γιὰ νὰ παραιτηθεῖ ὁριστικὰ ἀπὸ τὴν πολιτικὴ τὸ 1868. Κατὰ τὴν διάρκεια τῆς πολιτικῆς του δράσης, οἱ ἀγορεύσεις του ἦταν σωστὰ ποιήματα. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ἡ ρητορική του ἱκανότητα ἔμεινε ἀλησμόνητη. Ὁ Βαλαωρίτης ἦταν ἕνας ριζοσπάστης ποὺ δὲν περιορίστηκε μόνο στὴ θεωρητικὴ ἐπιβολὴ τῆς ἰδεολογίας του. Προσπάθησε νὰ ἀποτινάξει κάθε ἴχνος ξενομανίας καὶ νὰ διώξει τὴν κακὴ ἐπιρροὴ ποὺ ἀσκοῦσαν οἱ Ἄγγλοι στὰ Ἐπτάνησα καὶ οἱ Βαυαροὶ στὸ νεοσύστατο κράτος.
Ὁ Ἀριστοτέλης Βαλαωρίτης δὲ δείλιαζε καὶ δὲν ὑποχωροῦσε μπροστὰ σὲ τίποτα προκειμένου νὰ ἐπιτύχει τοὺς στόχους του. Ἀδιαφοροῦσε γιὰ τὸ ἂν εἶχε νὰ κάνει μὲ ὑψηλὰ πρόσωπα. Γι᾿ αὐτὸν πάνω ἀπ᾿ ὅλα ἦταν τὸ καθῆκον γιὰ τὴν πατρίδα, ποὺ ἔπρεπε νὰ τὸ φέρει σὲ καλὸ τέλος. Ὅταν τὸ 1868 ἐγκατέλειψε τὸν πολιτικὸ στίβο, δὲν ἔπαψε νὰ παρακολουθεῖ ἀπὸ κοντὰ τὸ πολιτικὰ πράγματα μία καὶ οἱ στόχοι του δὲν εἶχαν ἀκόμη ἀκπληρωθεῖ ὁλοκληρωτικά.
Ἂν καὶ ἔκανε πολλὰ ταξίδια, ἂν καὶ ἔλαβε δυτικὴ μόρφωση, παρέμεινε ὡς τὰ βάθη τῆς ψυχῆς τοῦ ἕνας πραγματικὸς Ἕλληνας. Αὐτὸ ἐξάλλου ἀπαιτοῦσε καὶ ἡ ἐποχὴ μέσα στὴν ὁποία ζοῦσε. Δὲν ἦταν μόνο θαυμαστῆς τῶν παλικαριῶν, ἦταν καὶ ὁ ἴδιος λαμπρὸ παλικάρι.
Ὁ Ἀριστοτέλης Βαλαωρίτης πέθανε τὸ 1879 ἀπὸ καρδιακὴ προσβολή.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΠΑΠΑΔΙΤΣΑΣ
Ν' ΑΚΟΥΣ
Ν’ ακούς πάντα
Ν’ ακούς το μεγάλωμα της νύχτας
Ν’ ακούς των χεριών τον ψαλμό το ξεκόλλημα της πέτρας απ’ τον τοίχο
Ν’ ακούς το φυτό που τρίζει το πρωί, το μεγάλωμα της νύχτας στο δέρμα
Ν’ ακούς τον αγέρα στων πουλιών τα κόκαλα
Ν’ ακούς του πουλιού το δρόμο την αγάπη του σπιτιού του νερού το φως
Ν’ ακούς των ματιών τη δόνηση καθώς απ’ τον ορίζοντα γυρίζουν
Και ακινητούν σ’ άλλων ματιών την αιώρα
Ν’ ακούς της φωτιάς τον πανικό, του ζώου το θρήνο
Το άχυρο που καίγεται στον ήλιο
Τον ήλιο ν’ ακούς που δέρνεται απ’ το φέγγος της σταγόνας
Ν’ ακούς του άστρου το χρώμα
Ν’ ακούς του άστρου την ευωδιά που ο κόσμος την ανάσανε κι έγινε περιβόλι
Ν’ ακούς στην ερημιά το χοροπηδητό της ρίζας
Ν’ ακούς μες στους θορύβους το ψιθύρισμα του νου που τον καρφώνουμε στον τοίχο
Ν’ ακούς τα μαλλιά τα φρύδια το μέτωπο και τη θλίψη τους
Όπως όταν ακούμε στο μυαλό μαχαίρια ν’ ακονίζονται
Ν’ ακούς τα χέρια ή τις παρειές που είναι μες στα χέρια ζεστές και τρέμουν
Ν’ ακούς την τουφεκιά που αστοχεί όμως που κόβει στα δυο τα πάντα
Κι ύστερα ο ύπνος πάλι τα ενώνει
Ν’ ακούς της χαραμάδας την οδύνη που ευρύνεται να πεταχτεί ο Θεός
Ν’ ακούς το Θεό μες στο φόνο σαν το φλουρί στη νύχτα
Σαν την αστραπή πάνω στο φλουρί
Την καρδιά ν’ ακούς
Ν’ ακούς τον ουρανό που σαλεύει στου εμβρύου τον ύπνο
Την καρδιά ν’ ακούς που γεμίζει τον κόσμο παιδιά κι άλλα φεγγάρια
Ν’ ακούς στο χώμα το άλογο, στο χώμα το σκάψιμο, την πληγή του νερού
Το τρίψιμο του αλόγου στον αέρα
Ν’ ακούς πάντα.
=======================
[ΤΟ ΠΑΡΑΘΥΡΟ III]
Γιατί ἔχω μέσα μου ἕνα νεκρό πουλί κι ἐσύ τό λυπᾶσαι
Γιατί μοῦ κρατάς τά χέρια καί τά δικά σου χέρια τά ‘χω κρυμμένα στόν ὕπνο μου
Γιατί τό σῶμα σου μοιάζει μέ ὄνειρο πού ἀκολουθεῖ τις πράξεις μου ὅλη τή μέρα
Καί λίγο λίγο μοῦ ἔρχεται στή μνήμη
Γιατί μοῦ λές γιά τήν ἀγάπη
Μοῦ λές πῶς ἀποχαιρετιόνται δυό κι ἀφἠνουν τήν ἀγάπη μόνη
Σάν το μαργαριτάρι ἔξω ἀπ’ τό στρείδι του
Γιατί μοῦ λές πολλές φορές γιά τήν ἀγάπη ὅτι εἶναι σύμπτωση
Γι’ αὐτό σ’ ἀγαπώ
Γιατί σ’ ἀγκαλιάζω καί σέ μυρίζω ὅπως ἀρνί πού ὀσφραίνεται τό χόρτο
Γιατί δέχομαι τή φωνή σου σά νά ‘ναι σπόρος
Κι ἐγώ σά νά ‘μαι φρέσκο χώμα
Γιατί σ’ ἀγκαλιάζω πάντα κι ἀπέναντί μας μιά μέρα σημαδεύει τήν ἀγάπη μας
Ὅπως ἐμένα κάποτε πού με πρυροβολοῦσε ἡ νύχτα
Γιατί σέ βλέπω σάν πηλό καί θέλω νά σοῦ δώσω τό σχῆμα τῆς ἀγωνίας μου
Κι ὕστερα πάλι νά σέ ξαναπλάσω
Γι’ αὐτό σ’ ἀγαπῶ
Γιατί εἶσαι ἡ ἀγωνία μου
Γιατί μές στόν καιρό εἶσαι ἡ ἐλπίδα ὅπως ἡ γλύκα στοῦ καρποῦ τά βάθη
Ὅπως τά δακρυσμένα μάτια τήν ὥρα πού φεύγουμε
Γιατί εἶσαι ἡ καρδιά μου πού χτυπάει μουσικά ὅταν ἐγγίζω καί τα νύχια σου
Πού εἶναι στό δέρμα μου σά σκορπισμένα λουλούδια σέ νερό
Γιατί εἶσαι τό τραγούδι μου πού λέω τ’ ἀπογεύματα
Γι’ αὐτό σ’ αγαπῶ.
======================
ΑΝ
Αν διψάσεις εγώ θα σου γίνω νερό
Σε μένα θα σκύψει το στόμα σου εμένα θα ευχαριστήσεις
Σε μένα θα δώσεις τη γδύμνια σου
Εσύ η ρίζα από μένα το υγρό χώμα θα περιβληθείς
Κι ο κόσμος θ’ ακούσει τη χαρούμενη κραυγή σου
Εσύ θ’ απλώσεις αποφυάδες στο κορμί μου
Που από μέσα θα με πονούν διασχίζοντας με
Κι ας με πονούν, η χαρούμενη κραυγή σου με φέρνει στη θάλασσα
Με πάει πιο μακριά με ξυπνάει πάνω σε χορτάρια
Οδηγεί τα χέρια μου, τα θρυμματίζει σε άπειρες μικρές φωτιές
Που η φεγγοβολή τους μεγαλύνει την ψυχή του πλησίον
Αν νυστάξεις εγώ θα σου γίνω μαλακό κρεβάτι να κοιμηθείς
Κι από κάθε της καρδιά μου χτύπο θα πετιέται
Κι ένα όνειρο. Το πρωί εγώ θα ‘μαι τα παιδιά
Που θα τους λες τα όνειρα
Εγώ θα ‘μαι η χαρά τους να σ’ ακούν και να σε βλέπουν
Να σ’ αγγίζουν με των ματιών τους το μυστήριο
Και να σ’ αφήνουν ύστερα μ’ έναν τρόπο σαν τα πουλιά
Αν κρυώνεις εγώ θα σου γίνω το ένδυμα
Κι αν ήμουν ως τώρα κρύος αγέρας θα το ξεχάσω
Θα γίνω η γλυκιά φωτιά σ’ όσους κρυώνουν
Αχ τα κρύα χέρια των ανθρώπων κι η φωτιά
Αν πεινάσεις εγώ θα ‘μαι το ψωμί
Το ξεχασμένο στη σκοτεινιά του ντουλαπιού
Θέ μου η ψυχή του πεινασμένου
Φωτίζει πάντα ένα ψωμί.
Έμαθα τώρα να ταξιδεύω
Έμαθα να ταξιδεύω σε δύσκολες
Θάλασσες.
Να βαδίζω γυμνός κι αλησμόνητος
και να γεμίζω τους δρόμους.
Ν’ ανοίγω ευθείες να περάσει το φως
να σταματώ, ξαφνικά, στο Νησί σου
με τα μάτια μου στ’ άνοιχτά
και στ’απέραντα
Εκεί που η ποίηση
τινάζεται σαν απρόσμενη αστραπή
και καρφώνεται
σαν πυράκανθος
στα μαλλιά σου.
======================
ΟΙ ΘΑΛΑΣΣΙΝΟΙ
Σε περιμένω μην αργείς
κάτω στην παραλία
Της μαύρης μου παλιοζωής
να κλείσω τα βιβλία
Πάρε ναυτάκι,
ναυτάκι Συριανό
Λοστρόμο Πειραιώτη
Μηχανικό Μυτηλινιό,
τιμόνι Καλαματιανό
Και καπετάνιο Χιώτη
Πάρε και τον αυγερινό
δικό σου καμαρότο
και το φεγγάρι τ’ αργυρό
για τιμονιέρη πρώτο
Πάρε ναυτάκι,
ναυτάκι Συριανό
Λοστρόμο Πειραιώτη
Μηχανικό Μυτηλινιό,
τιμόνι Καλαματιανό
Και καπετάνιο Χιώτη
Κι εγώ θα φέρω Τηνιακό
μάστορα στα σκαλιά σου
για να σου κτίσει μια χρυσή
φωλιά μες τη φωλιά σου
Πάρε ναυτάκι,
ναυτάκι Συριανό
Λοστρόμο Πειραιώτη
Μηχανικό Μυτηλινιό,
τιμόνι Καλαματιανό
Και καπετάνιο Χιώτη.
======================
ΠΩΣ ΜΠΟΡΕΣΕΣ ΚΑΙ ΞΕΧΑΣΕΣ
Όλα τα μεσημέρια μας,
τα φωτεινά μας βράδια,
σαν έφυγες γεμίσανε
τα μάτια μου σκοτάδια.
Πώς μπόρεσες και ξέχασες
χειμώνες, καλοκαίρια
που δάκρυζαν από χαρά
στον ουρανό τ’ αστέρια;
Έπινες απ’ το χέρι μου
κρασί, νερό κι αγάπη,
τώρα τις νύχτες τριγυρνώ
χωρίς να κλείνω μάτι.
Πώς μπόρεσες και ξέχασες
χειμώνες, καλοκαίρια
που δάκρυζαν από χαρά
στον ουρανό τ’ αστέρια;
Ἆσμα ᾀσμάτων
Ἔλα καὶ γεῖρε τὸ τετράξανθο κεφάλι
Μὲς στὴ λαχταρισμένη μου ἀγκαλιά.
Ἔχω τραγούδια νὰ σοῦ πῶ καὶ πάλι,
Τώρα ποὺ δὲ σὲ νανουρίζουν τὰ πουλιά.
Ἡ νύχτα, ἰδές, γυρνᾷ μαυροντυμένη,
Ὅλα σιωπηλὰ κοιμοῦνται γύρω,
Ἔλα, ἀκριβή μου, ὀνειροπλανεμένη,
Νὰ μὲ μεθύσεις μὲ τ᾿ ἀπόκρυφό σου μύρο.
Ἔλα τραγούδι νὰ σοῦ πῶ καὶ πάλι·
Ἔλα καὶ γεῖρε τὸ τετράξανθο κεφάλι
Μὲς στὴ λαχταρισμένη μου ἀγκαλιά·
Τώρα ποὺ δὲ λαλοῦνε τὰ πουλιά,
Ἔλα τραγούδια νὰ σοῦ πῶ καὶ πάλι.
======================
Στὸ κοχύλι
Μέσα στὸ κοχύλι κλείνω
Φλάουτα καὶ βιολιά·
Τὴν ψυχή μου παραδίνω
Σ᾿ ἄυλη ἀγκαλιά.
Ὤ! δὲν ξάνοιξαν τὰ μάτια,
Μήτ᾿ ὁ πλάνος νοῦς,
Τ᾿ ἀθεμελίωτα παλάτια
Στοὺς ὠκεανούς!
Ρίχνω σίδερα, ἁλυσίδες
Τρίγυρες, βαρειές,
Τὶς παλιές μου τὶς φροντίδες,
Τὶς ἀπελπισιές.
Κι ὅπως ζῶ στιγμὲς τὶς ὦρες,
Ὧρες τοὺς καιρούς,
Δρέπω καὶ στὶς ἄγριες μπόρες,
Ρόδα τοὺς ἀφρούς.
Ἔξω ἀπὸ τὸν ἴδιο ἐμένα,
Πρώτη μου φορά,
Μὲ τοῦ γλάρου τ᾿ ἀνοιγμένα
Πέτομαι φτερά.
Καὶ βυθῶ μὲ τὸ δελφίνι
Ποὺ ἄστραψε μὲ μιᾶς,
Μὲς στὴν ἀπεραντοσύνη
Τῆς ἀλησμονιᾶς...
Στὸ κοχύλι μέσα κλείνω
Φλάουτα καὶ βιολιά.
====================
Αὐγερινός (παραλλαγή)
Πῶς, αὐγερινὲ τοῦ πόθου, παραδίνεσαι στὴ μέρα,
Στὴν πλημμύρα τοῦ φωτός,
Πρὶν καλὰ-καλά, διαλύσεις, δροσερὸς μὲς στὴν ἀέρα,
Τὰ πλεμάτια τῆς νυχτός!
Κι ὅμως πιὸ κι ἀπ᾿ τὸ φεγγάρι γαληνεύεις τὸ σκοτάδι,
Καθὼς λάμπεις μυστικά,
Σὰν ἐλπίδα ποὺ προφταίνει κάποτε, μ᾿ ἕνα της χάδι,
Μαύρη σκέψη νὰ νικᾷ.
Ὤ! μὲ τ᾿ ὄνειρο πῶς μοιάζεις, διπλοχτυπημένε, ὡς σβύνεις
Ἔτσι ἀνάτρεμος, ἀλιά!
Προδομένος κι ἀπ᾿ τὴ νύχτα κι ἀπ᾿ τῆς μέρας, πάλι ἐκείνης,
Τὴ σκληρὴ φεγγοβολιά..
=====================
Δάκρυα καὶ θυμοί
Ζοφερὸ ἕνα γνέφος στέκει
Μὲς στὰ μάτια σου τὰ δυό,
Κλεῖ βροχή, γι᾿ ἀστροπελέκι;
Σκιάζομαι ποὺ τὰ θωρῶ.
Κι ἂν τὸ δεύτερο, ἂς μὲ κάψει
Τοῦ θυμοῦ σου ὁ κεραυνός,
Μ᾿ ἂν τὸ πρῶτο, ποιὰ θὰ κλάψει
Σὰν ἐσένανε, καὶ ποιὸς
Ὁ σκληρόκαρδος ἐκεῖνος
Ποὺ ὅ,τι κι ἂν τὸν τυραννᾷ,
Σὰν ξεσπᾷ παρόμοιος θρῆνος,
Ὅλα αὐτὰ δὲν τὰ ξεχνᾷ;...
Στο παρακάτω απόσπασμα από τη "Γαλήνη" ο Βενέζης περιγράφει τις αγωνιώδεις προσπάθειες μίας ομάδας προσφύγων να εκχερσώσουν και να μετατρέψουν τις γαίες που τους παραχωρήθηκαν στην Ανάβυσσο της Αττικής σε κατάλληλες για καλλιέργεια. Στην περίπτωση της Αναβύσσου, οι γαίες που παραχωρήθηκαν στους πρόσφυγες αποτελούνταν από αλυκές και έλη, με αποτέλεσμα οι πρόσφυγες να χρειαστεί να παλέψουν σκληρά προκειμένου να τις καταστήσουν κατάλληλες για την αγροτική παραγωγή.
Τεκμήριο
Η ζωή άρχισε τον κανονικό δρόμο της στην Ανάβυσσο. Δώσανε στους πρόσφυγες σκηνές, εργαλεία και λίγα μέσα για να σηκώσουν από ένα καλύβι και να τραφούν, ως ότου να τους δώσει καρπό η γη που θα καλλιεργούσαν.
Από πολύ πρωί, απ’ τα χαράματα, όλος ο πληθυσμός του κοπαδιού έπαιρνε το δρόμο για τα χωράφια. Μονάχα οι άρρωστοι και οι γέροι μέναν να φυλάγουν στον καταυλισμό. Φοβόντανε ακόμα τους βλάχους, αυτοί όμως δεν είχαν δώσει κανένα σημείο ζωής από κείνην την πρώτη μέρα, που είχαν στείλει την πρεσβεία τους. Μένανε ακόμα στον καταυλισμό και οι χτίστες που χτίζαν τα καλύβια του συνοικισμού με πηλό.
Στη διαλεγμένη γη, πλάι στο ξωκλήσι, δούλευε κι ο Γλάρος με τη φαμίλια του. Από καιρό σε καιρό πήγαινε και σ’ ένα άλλο χωράφι, στο “Θυμάρι”, που έπεσε στον κλήρο του.
Η δουλειά ήταν πολύ δύσκολη, το χέρσο χώμα πολύ σκληρό κι ο τόπος γεμάτος από πέτρα και σκοίνα. Όσο περνούσαν οι μέρες, η γυναίκα του Γλάρου φοβόταν πιο πολύ πως η εκλογή του κλήρου δεν ήταν καλή.
- Θα είναι ακόμα σε πολύ βάθος, φαίνεται, πέτρα, έλεγε μόνο στον άντρα της.
Ο Γλάρος σταματούσε το σκάψιμο μια στιγμή, καταλαβαίνοντας που πάει η κουβέντα της.
- Μια φορά εδώ φαίνεται πως μείναν άνθρωποι, της απαντούσε με πείσμα. Ξέρω εγώ τι κάνω! Θ’ ακολουθήσουμε τ’ αχνάρια τους.
Η Ελένη δεν έλεγε τίποτα άλλο και πάλι άρχιζε να σκάβει. Ίσως να είχε δίκιο ο άντρας της. Σίγουρη δεν μπορούσε να ήταν πως το χώμα εδώ θα ήταν πολύ χειρότερο από άλλα μέρη που πήγαν οι πατριώτες τους. Αλλά το ότι πατούσαν σε χώμα που ίσως, κάποτε, το δουλέψαν κι άλλοι άνθρωποι, η αναζήτηση των αχναριών που θ’ άφησαν, έδινε παρηγοριά.
Κι οι μέρες περνούσαν ως που ένα πρωινό η αξίνα του Γλάρου έβγαλε στην επιφάνεια ένα πιο βέβαιο μήνυμα αυτών των ανθρώπων. Ένας θαμμένος τοίχος, καμωμένος με τεράστιες πέτρες, φάνηκε σε λίγο βάθος.
- Έλα δω να δεις! Φώναξε στη γυναίκα του. Τούτο, δεν είναι τοίχος;
Βέβαια ήταν τοίχος. Τον περιεργαζόνταν κι οι δυό, τη γερή δεσιά του.
Τι να ήταν; Τι να ήταν ο κόσμος που έβγαιναν τ’ αχνάρια του;
- Οι άνθρωποι της αλυκής, που ξέρουν τον τόπο, λένε παράξενα πράματα, είπε ο Γλάρος. Λένε πως κάποτε εδώ ήταν μεγάλη πολιτεία και πως ένα μέρος της βούλιαξε μες τη θάλασσα.
Έτσι λένε. Όταν δε φυσά το αγέρι και είναι μπουνάτσα, στο βυθό του κόρφου μπορούν να δουν τοίχους και μεγάλα πυθάρια κι άλλα έργα από χέρι ανθρώπου.
Ηλίας Βενέζης, Γαλήνη, Αθήνα 1939.
=======================
«Ξένε ποὺ μόνος κι ἔρημος
σὲ ξένους τόπους τρέχεις,
πές μου, ποιὸς εἶναι ὁ τόπος σου
καὶ ποιὰ πατρίδα ἔχεις;»
«Τὴ μακρινὴ πατρίδα μου
πάντα ποθῶ στὰ ξένα.
Ἐκεῖ τὰ χρόνια τῆς ζωῆς
περνοῦν εὐλογημένα.
Ἐκεῖ κι ὁ θάνατος γλυκός,
κι ἀφοῦ κανεὶς πεθάνει,
ἔχει στὸ μνῆμα του Σταυρό,
καντήλι καὶ λιβάνι.
Στ᾿ ἀγαπημένο μου χωριὸ
χαρὲς πάντα καὶ γέλια,
στ᾿ ἁλώνια τραγουδιῶν φωνὲς
ξεφάντωμα στ᾿ ἀμπέλια.
Κι ὅταν χορεύει ἡ λεβεντιὰ
στῆς Πασχαλιᾶς τὴ μέρα,
βροντοκοπᾶ τὸ τύμπανο
καὶ κελαηδεῖ ἡ φλογέρα.
Στὴ μακρινὴ Πατρίδα
ἔχει εὐωδιὰ καὶ χάρη
τὸ ταπεινότερο δεντρί,
τὸ πιὸ φτωχὸ χορτάρι.
Στοὺς κλώνους τῆς ἀμυγδαλιᾶς,
σμίγουν ἀνθοὶ καὶ χιόνια
καὶ φέρνουνε τὴν ἄνοιξη
γοργὰ τὰ χελιδόνια.
Στῶν μαγεμένων της βουνῶν
τὰ μαρμαρένια πλάγια,
γλυκολαλοῦν οἱ πέρδικες
καὶ κλαίει ἡ κουκουβάγια.
Ἡ ἀσημένια θάλασσα
μ᾿ ἀφροὺς τὴν περιζώνει
κι ὁ οὐρανὸς μὲ τ᾿ ἄστρα του
τὴ χρυσοστεφανώνει.
Τὴ μακρινὴ Πατρίδα μου,
πρὶν ἡ σκλαβιὰ πλακώσει,
τὴ δόξαζ᾿ ἡ παλληκαριά,
τὴ φώτιζεν ἡ γνώση.
Καὶ τώρ᾿ ἀπὸ τὴ μαύρη γῆ,
τὴ γῆ τὴ ματωμένη,
πρόβαλε πάλ᾿ ἡ ἐλευθεριὰ
σὰν πρῶτα ἀντρειωμένη».
«Φτάνει τὴ χώρα ποὺ μοῦ λές,
τὴ γνώρισα, τὴν εἶδα,
τὴ μακρινὴ Πατρίδα σου
ἔχω κι ἐγὼ Πατρίδα».
=====================
Χῶμα ἑλληνικό
Τώρα ποὺ θὰ φύγω καὶ θὰ πάω στὰ ξένα
καὶ θὰ ζοῦμε μῆνες, χρόνους χωρισμένοι,
ἄφησε νὰ πάρω κάτι κι ἀπὸ σένα,
γαλανὴ πατρίδα πολυαγαπημένη,
ἄφησε μαζί μου φυλαχτὸ νὰ πάρω
γιὰ τὴν κάθε λύπη κάθε τι κακό,
φυλαχτὸ ἀπὸ ἀρρώστια, φυλαχτὸ ἀπὸ Χάρο,
μόνο λίγο χῶμα, χῶμα ἑλληνικό.
Χῶμα δροσισμένο μὲ νυχτιᾶς ἀγέρι,
χῶμα βαφτισμένο μὲ βροχὴ τοῦ Μάη,
χῶμα μυρισμένο ἀπ᾿ τὸ καλοκαίρι,
χῶμα εὐλογημένο, χῶμα ποὺ γεννάει
μόνο μὲ τῆς Πούλιας τὴν οὐράνια χάρη,
μόνο μὲ τοῦ ἥλιου τὰ θερμὰ φιλιά,
τὸ μοσχάτο κλῆμα τὸ ξανθὸ σιτάρι,
τὴ χλωρὴ τὴ δάφνη, τὴν πικρὴν ἐλιά.
Χῶμα τιμημένο, ποὔχουν ἀνασκάψει
γιὰ νὰ θεμελιώσουν ἕναν Παρθενώνα,
χῶμα δοξασμένο, ποὔχουν ροδοβάψει
αἵματα στὸ Σούλι καὶ στὸ Μαραθώνα,
χῶμα πὄχει θάψει λείψαν᾿ ἁγιασμένα
ἀπ᾿ τὸ Μεσολόγγι κι ἀπὸ τὰ Ψαρὰ
χῶμα ποὺ θὰ φέρνει στὸν μικρὸν ἐμένα
θάρρος, περηφάνια, δόξα καὶ χαρά.
Θὲ νὰ σὲ κρεμάσω φυλαχτὸ στὰ στήθια,
κι ὅταν ἡ καρδιά μου φυλαχτὸ σὲ βάλει
ἀπὸ σὲ θὰ παίρνει δύναμη βοήθεια,
μὴν τὴν ξεπλανέψουν ἄλλα, ξένα κάλλη.
Ἡ δική σου ἡ χάρη θὰ μὲ δυναμώνει,
κι ὅπου κι ἂν γυρίσω, κι ὅπου κι ἂν σταθῶ
σὺ θὲ νὰ μοῦ δίνεις μιὰ λαχτάρα μόνη,
πότε στὴν Ἑλλάδα πίσω θὲ νὰ ῾ρθῶ.
Κι ἂν τὸ ριζικό μου -ἔρημο καὶ μαῦρο-
μοὔγραψε νὰ φύγω καὶ νὰ μὴ γυρίσω,
τὸ στερνὸ συχώριο εἰς ἐσένα θἄβρω,
τὸ στερνὸ φιλί μου θὲ νὰ σοῦ χαρίσω.
Ἔτσι κι ἂν σὲ ξένα χώματα πεθάνω,
καὶ τὸ ξένο μνῆμα θἆναι πιὸ γλυκὸ
σὰ θαφτεῖς μαζί μου στὴν καρδιά μου ἐπάνω,
χῶμα ἀγαπημένο, χῶμα ἑλληνικό.
=====================
Ἡ θάλασσα καὶ τὰ ποτάμια
Πῆγαν τὰ ποτάμια
παραπονεμένα
κι εἶπαν τῆς θαλάσσης:
Φέρνομε σ᾿ ἐσένα
ὅλα μας τὰ πλούτη,
ὅλη τη χαρά μας,
ὅλη τη ζωή μας,
ὅλα τὰ νερά μας.
Καὶ γιὰ πληρωμή μας
σὺ τί μᾶς χαρίζεις;
Παίρνεις τὰ νερά μας
καὶ μᾶς τ᾿ ἁρμυρίζεις!
Καὶ τοὺς εἶπ᾿ ἐκείνη:
Πῶς μπορῶ ν᾿ ἀλλάξω;
Τὰ γλυκὰ νερά σας
πῶς νὰ τὰ φυλάξω;
Εἶμ᾿ ἀπὸ τὴ φύση
ἁρμυρὴ πλασμένη
Κι ἁρμυρὸ κοντά μου
κάθε τί θὰ γένει.
Τὰ παράπονά σας
πᾶνε στὰ χαμένα.
Θέτε τὸ καλὸ σάς;
φεύγετ᾿ ἀπὸ μένα.
====================
Ἡ μυγδαλιά
Ἐκoύνησε τὴν ἀνθισμένη μυγδαλιὰ
μὲ τὰ χεράκια της
κι ἐγέμισε ἀπὸ ἄνθη ἡ πλάτη, ἡ ἀγκαλιὰ
καὶ τὰ μαλλάκια της.
Ἄχ! χιονισμένη σὰν τὴν εἶδα τὴν τρελλὴ
γλυκὰ τὴ φίλησα,
τῆς τίναξα τὰ ἄνθη ἀπ᾿ τὴν κεφαλὴ
κι ἔτσι τῆς μίλησα:
-Τρελλὴ νὰ φέρεις στὰ μαλλιά σου τὴ χιονιὰ
τὶ τόσο βιάζεσαι;
Μόνη της θὲ νὰ ῾ρθεῖ ἡ βαρυχειμωνιά,
δὲν τὸ στοχάζεσαι;
Τοῦ κάκου τότε θὰ θυμᾶσαι τὰ παλιὰ
τὰ παιχνιδάκια σου,
κοντὴ γριούλα μὲ τὰ κάτασπρα μαλλιὰ
καὶ τὰ γυαλάκια σου.
====================
Ὁ Ἥλιος καὶ ὁ Ἀέρας
Ὁ Ἀέρας θύμωσε,
μὲ τὸν Ἥλιο μάλωσε.
Ὁ Ἀέρας ἔλεγε:
– Εἶμαι δυνατότερος!
Καὶ ὁ Ἥλιος ἔλεγε:
– Σὲ περνῶ στὴ δύναμη!
Ἕνας γέρος γεωργὸς
μὲ τὴ μαύρη κάπα του
στὸ χωράφι πήγαινε.
Ὁ Ἀέρας λάλησε:
– Ὅποιος ἔχει δύναμη
παίρνει ἀπὸ τὸν γέροντα
τὴ χονδρὴ τὴν κάπα του!
Φύσησε, ξεφύσησεν,
ἔσκασε στὸ φύσημα,
ἄδικος ὁ κόπος του.
Κρύωσεν ὁ γέροντας
καὶ διπλὰ τυλίχθηκε
στὴ χονδρὴ τὴν κάπα του.
Μὰ κι ὁ Ἥλιος λάλησε:
– Ὅποιος ἔχει δύναμη
παίρνει ἀπὸ τὸ γέροντα
τὴ χονδρὴ τὴν κάπα του!
Ἔφεξεν ὁλόλαμπρος,
καλοσύνη σκόρπισε,
κι ἔβγαλεν ὁ γέροντας
τὴ χονδρὴ τὴν κάπα του.
Πάλι ξαναλάλησε:
– Ἄκουσε καὶ μάθε το,
σὲ περνῶ στὴ δύναμη,
γιατὶ πᾶς μὲ τὸ κακὸ
κι ἐγὼ πάω μὲ τὸ καλό!
=======================
ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ ΒΑΛΑΩΡΙΤΗΣ.
Ὁ Δῆμος καὶ τὸ καρυοφύλλι του
Ἐγέρασα, μωρὲς παιδιά. Πενήντα χρόνους κλέφτης
τὸν ὕπνο δὲν ἐχόρτασα, καὶ τώρ᾿ ἀποσταμένος
θέλω νὰ πάω νὰ κοιμηθῶ. Ἐστέρεψ᾿ ἡ καρδιά μου.
Βρύση τὸ αἷμα τὄχυσα σταλαματιὰ δὲ μένει.
Θέλω νὰ πάω νὰ κοιμηθῶ. Κόψτε κλαρὶ ἀπ᾿ τὸ λόγγο
νά ῾ναι χλωρὸ καὶ δροσερό, νἆναι ἀνθοὺς γεμάτο,
καὶ στρῶστε τὸ κρεβάτι μου καὶ βάλτε με νὰ πέσω.
Ποιὸς ξέρει ἀπ᾿ τὸ μνῆμα μου τί δέντρο θὰ φυτρώσει!
Κι ἂν ξεφυτρώσει πλάτανος, στὸν ἴσκιό του ἀπὸ κάτω
θά ῾ρχονται τὰ κλεφτόπουλα τ᾿ ἄρματα νὰ κρεμᾶνε.
Νὰ τραγωδοῦν τὰ νιάτα μου καὶ τὴν παλληκαριά μου.
Κι ἂν κυπαρίσσι ὄμορφο καὶ μαυροφορεμένο,
θἄρχονται τὰ κλεφτόπουλα τὰ μῆλα μου νὰ παίρνουν,
νὰ πλένουν τὶς λαβωματιές, τὸ Δῆμο νὰ σχωρᾶνε.
Ἔφαγ᾿ ἡ φλόγα τ᾿ ἄρματα, οἱ χρόνοι τὴν ἀνδρειά μου.
Ἦρθε κι ἐμένα ἡ ὥρα μου. Παιδιά μου μὴ μὲ κλάψτε.
Τ᾿ ἀνδρειωμένου ὁ θάνατος δίνει ζωὴ στὴ νιότη.
Σταθεῖτ᾿ ἐδῶ τριγύρω μου, σταθεῖτε ἐδῶ σιμά μου,
τὰ μάτια νὰ μοῦ κλείσετε, νὰ πάρτε τὴν εὐχή μου.
Κι ἕν᾿ ἀπὸ σᾶς τὸ νιώτερο ἂς ἀνεβεῖ στὴ ράχη,
ἂς πάρει τὸ τουφέκι μου, τ᾿ ἄξο μου καρυοφύλλι
κι ἂς μοῦ τὸ ρίξει τρεῖς φορὲς καὶ τρεῖς φορὲς ἂς σκούξει.
«Ὁ Γερο Δῆμος πέθανε, ὁ Γερο Δῆμος πάει».
Θ᾿ ἀναστενάξ᾿ ἡ λαγκαδιά, θὲ νὰ βογκήξει ὁ βράχος
θὰ βαργομήσουν τὰ στοιχειά, οἱ βρύσες θὰ θολώσουν
καὶ τ᾿ ἀγεράκι τοῦ βουνοῦ, ὁποὺ περνᾶ δροσᾶτο,
θὰ ξεψυχήσει, θὰ σβηστεῖ, θὰ ρίξει τὰ φτερά του,
γιὰ νὰ μὴν πάρει τὴ βοὴ ἄθελα καὶ τὴ φέρει
καὶ τήνε μάθει ὁ Ὄλυμπος καὶ τὴν ἀκούσει ἡ Πίνδος
καὶ λυώσουνε τὰ χιόνια τους καὶ ξεραθοῦν οἱ λόγγοι.
Τρέχα, παιδί μου γρήγορα, τρέχα ψηλὰ στὴ ράχη
καὶ ρίξε τὸ τουφέκι μου. Στὸν ὕπνο μου ἐπάνω
θέλω γιὰ ὕστερη φορὰ ν᾿ ἀκούσω τὴ βοή του.
Ἔτρεξε τὸ κλεφτόπουλο σὰ νἄτανε ζαρκάδι,
ψηλὰ στὴ ράχη τοῦ βουνοῦ καὶ τρεῖς φορὲς φωνάζει:
«Ὁ Γερο Δῆμος πέθανε, ὁ Γερο Δῆμος πάει».
Κι ἐκεῖ ποὺ ἀντιβοούσανε οἱ βράχοι, τὰ λαγκάδια
ρίχνει τὴν πρώτη τουφεκιὰ κι ἔπειτα δευτερώνει.
Στὴν τρίτη καὶ τὴν ὕστερη τ᾿ ἄξο του καρυοφύλλι
βροντᾶ, μουγκρίζει σὰ θεριό, τὰ σωθικά του ἀνοίγει
φεύγει ἀπ᾿ τὰ χέρια σέρνεται στὸ χῶμα λαβωμένο
πέφτει ἀπ᾿ τοῦ βράχου τὸ γκρεμό, χάνεται πάει, πάει.
Ἀκουσ᾿ ὁ Δῆμος τὴ βοὴ μὲς τὸν βαθὺ τὸν ὕπνο,
τ᾿ ἀχνό του χείλι ἐγέλασε, ἐσταύρωσε τὰ χέρια...
Ὁ Γερο Δῆμος πέθανε, ὁ Γερο Δῆμος πάει.
Τ᾿ ἀνδρειωμένου ἡ ψυχὴ τοῦ φοβεροῦ τοῦ Κλέφτη
μὲ τὴ βοὴ τοῦ τουφεκιοῦ στὰ σύγνεφ᾿ ἀπαντιέται
ἀδερφικὰ ἀγκαλιάζονται, χάνονται, σβηῶνται, πᾶνε.
=====================
Εἰς τὴν μνήμην Διονυσίου Κόμητος Σολωμοῦ
Κοιμήσου... ἐγὼ τὸν ὕπνο σου δὲν ἦλθα νὰ ταράξω
δεν ἦλθα ἐδῶ στο μνῆμά σου οὔτ᾿ ἕνα λουλουδάκι
ἀπ᾿ ὅσα τὸ στολίζουνε κρυφὰ νὰ ξερριζώσω.
Κοιμήσου... χάρου, ποιητά, τὴν ἄφθαρτη γλυκάδα,
ποὺ ζῶντας ἐπεθύμησες καὶ ποὺ νεκρὸς χορταίνεις.
Ἄφες κ᾿ ἐμένα νὰ χαρῶ, ἄφες με νὰ πιστεύσω
ὅτ᾿ ἡ ψυχὴ τοῦ ποιητοῦ στην εὐμορφία τοῦ κόσμου,
εἰς τὴ μεγάλη τοῦ Παντὸς ἀθάνατη ἁρμονία
εἶναι γλυκὺ κελάδισμα, εἶναι παλμὸς ἀγάπης,
ποὺ φεύγει ἐδῶθε νὰ κρυφθῇ μὲς στὴν καρδία τοῦ Πλάστου.
Κοιμήσου... οἱ χρόνοι φεύγουνε δυστυχισμένοι, μαῦροι...
Ἀπ᾿ τὴν αἰωνιότητα, ποὺ σ᾿ ἔχει ἀγκαλιασμένον,
σταλάζουνε σιγά, σιγά... καὶ πᾶσα των ῥανίδα
πνίγει χιλιάδες γενεαῖς. Στοῦ τάφου σου τὸ χῶμα
χύνει δροσούλα καὶ ζωή, ῥόδα σκορπᾷ καὶ δάφναις.
Τρεῖς χρόνοι τώρα πέρασαν... ἦλθα νὰ γονατίσω
στο μνῆμά σου καὶ νὰ σοῦ πῶ νὰ μὴ καταφρονέσῃς
τὸ χάρισμά μου τὸ φτωχό... Γιὰ τὸ μνημόσυνό σου
σὤφερα νεκρολίβανο, σὤφερα κι᾿ ἁγιοκέρι.
=====================
Ἡ Ξανθούλα
«Μ᾿ ἀρέσ᾿ ἡ θάλασσα, γιατὶ μοῦ μοιάζει,
μ᾿ ἀρέσει, σ᾿ ἄκουσα νὰ λὲς κρυφά,
πότε ἀγριεύεται, βόγγει, στενάζει,
καὶ πότε ὁλόχαρη παίζει γελᾷ.
Δὲν εἶν᾿ ὁλόξανθη σὰν τὰ μαλλιά μου;
Δὲν εἶν᾿ ὁ κόρφος μου σὰν τὸν ἀφρό;
Μέσα στὰ μάτια μου τὰ γαλανά μου
δὲν ἔχω κύματα, τάφο, οὐρανό;
Μ᾿ ἀρέσ᾿ ἡ θάλασσα, γιατὶ μοῦ μοιάζει,
κι ἂς ἔχῃ μέσα της κόσμο θεριά...
Μὴ στὴν καρδούλα μου μὴ δὲ φωλιάζει
ἀγάπη ἀχόρταγη, σκληρὴ φωτιά;»
Κ᾿ ἐγὼ ἐχαιρόμουνα ποὺ χολιασμένη
φαρμάκι μὤσταζες μὲς στὴν ψυχή,
τὴ ζήλειά σου ἔβλεπα ξαγριωμένη,
στὰ χείλη σου ἔβραζε κάθε πνοή.
Τότ᾿ ἐκρεμάστηκα στὴν τραχηλιά σου
τὴ φλόγα σὤσβυσα μὲ δυὸ φιλιά,
τὴν ὄψι ἐβύθισα μὲς στὰ μαλλιά σου,
στὸν κόρφο σου ἔστησα κρυφὴ φωλιά.
«Κῦμα μου ἀνήμερο, ψυχή μου, φθάνει.
Μὴ μ᾿ ἀγριεύεσαι,πλάγιασ᾿ ἐδῶ...
Θἆμαι γιὰ σένανε γλυκὸ λιμάνι...
Τί ἀξίζει ἡ θάλασσα χωρὶς γιαλό;»
Ἀριστοτέλης Βαλαωρίτης - Βιογραφικὰ στοιχεῖα
Ὁ ποιητῆς Ἀριστοτέλης Βαλαωρίτης γεννήθηκε στὴ Λευκάδα τὸ 1824, ἀλλὰ καταγόταν ἀπὸ τὴν Ἤπειρο. Ὅταν τελείωσε τὸ δημοτικὸ καὶ τὸ γυμνάσιο στὴ Λευκάδα, φοίτησε στὴν Ἰόνιο Ἀκαδημία τῆς Κέρκυρας, κοντὰ σ᾿ ἐπιφανεῖς δασκάλους, ὅπως ὁ Ἀσώπιος καὶ ὁ Ἰωάννης Οἰκονομίδης.
Ἀφοῦ τελείωσε τὴν Ἀκαδημία, σὲ ἡλικία δεκαεφτὰ χρονῶν, σπούδασε νομικὰ στὰ πανεπιστήμια τοῦ Παρισιοῦ, τῆς Γενεύης καὶ τῆς Πίζας. Ὕστερα ἀπὸ μία σύντομη παραμονὴ στὴ Λευκάδα, ἐπισκέφτηκε καὶ πάλι πολλὲς ἀπὸ τὶς γνωστὲς τότε εὐρωπαϊκὲς χῶρες, γιὰ νὰ καταλήξει τελικὰ στὴν Ἀγγλία, ὅπου ἔμεινε γιὰ ἀρκετὰ χρόνια.
Τὸ 1853 ὅμως ἐπέστρεψε ὁριστικὰ στὴ Λευκάδα καὶ ἀναμείχτηκε στὴν πολιτική. Ἐκλέχτηκε βουλευτὴς τῆς «Ἰονίου Πολιτείας» καὶ ἀγωνίστηκε γιὰ μία ἑπταετία γιὰ τὰ δίκαια τῶν Ἐφτανήσων. Ἡ ἐνσωμάτωση τῶν Ἐπτανήσων στὴν Ἑλλάδα καὶ ἡ ὁλοκλήρωση τῆς ἐδαφικῆς ἀκεραιότητάς της μὲ τὴν ἀπελευθέρωση τῆς Ἠπείρου, ὑπῆρξαν ὄνειρά του. Μετὰ τὴν ἕνωση τῶν Ἐπτανήσων ἐκλέχτηκε πρῶτος ἀντιπρόσωπός τους στὴν ἐθνοσυνέλευση τῆς Ἀθήνας.
Στὴ συνέχεια ἔδρασε ὡς βουλευτὴς στὴν Ἀθήνα, γιὰ νὰ παραιτηθεῖ ὁριστικὰ ἀπὸ τὴν πολιτικὴ τὸ 1868. Κατὰ τὴν διάρκεια τῆς πολιτικῆς του δράσης, οἱ ἀγορεύσεις του ἦταν σωστὰ ποιήματα. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ἡ ρητορική του ἱκανότητα ἔμεινε ἀλησμόνητη. Ὁ Βαλαωρίτης ἦταν ἕνας ριζοσπάστης ποὺ δὲν περιορίστηκε μόνο στὴ θεωρητικὴ ἐπιβολὴ τῆς ἰδεολογίας του. Προσπάθησε νὰ ἀποτινάξει κάθε ἴχνος ξενομανίας καὶ νὰ διώξει τὴν κακὴ ἐπιρροὴ ποὺ ἀσκοῦσαν οἱ Ἄγγλοι στὰ Ἐπτάνησα καὶ οἱ Βαυαροὶ στὸ νεοσύστατο κράτος.
Ὁ Ἀριστοτέλης Βαλαωρίτης δὲ δείλιαζε καὶ δὲν ὑποχωροῦσε μπροστὰ σὲ τίποτα προκειμένου νὰ ἐπιτύχει τοὺς στόχους του. Ἀδιαφοροῦσε γιὰ τὸ ἂν εἶχε νὰ κάνει μὲ ὑψηλὰ πρόσωπα. Γι᾿ αὐτὸν πάνω ἀπ᾿ ὅλα ἦταν τὸ καθῆκον γιὰ τὴν πατρίδα, ποὺ ἔπρεπε νὰ τὸ φέρει σὲ καλὸ τέλος. Ὅταν τὸ 1868 ἐγκατέλειψε τὸν πολιτικὸ στίβο, δὲν ἔπαψε νὰ παρακολουθεῖ ἀπὸ κοντὰ τὸ πολιτικὰ πράγματα μία καὶ οἱ στόχοι του δὲν εἶχαν ἀκόμη ἀκπληρωθεῖ ὁλοκληρωτικά.
Ἂν καὶ ἔκανε πολλὰ ταξίδια, ἂν καὶ ἔλαβε δυτικὴ μόρφωση, παρέμεινε ὡς τὰ βάθη τῆς ψυχῆς τοῦ ἕνας πραγματικὸς Ἕλληνας. Αὐτὸ ἐξάλλου ἀπαιτοῦσε καὶ ἡ ἐποχὴ μέσα στὴν ὁποία ζοῦσε. Δὲν ἦταν μόνο θαυμαστῆς τῶν παλικαριῶν, ἦταν καὶ ὁ ἴδιος λαμπρὸ παλικάρι.
Ὁ Ἀριστοτέλης Βαλαωρίτης πέθανε τὸ 1879 ἀπὸ καρδιακὴ προσβολή.
======================
Ν' ΑΚΟΥΣ
Ν’ ακούς πάντα
Ν’ ακούς το μεγάλωμα της νύχτας
Ν’ ακούς των χεριών τον ψαλμό το ξεκόλλημα της πέτρας απ’ τον τοίχο
Ν’ ακούς το φυτό που τρίζει το πρωί, το μεγάλωμα της νύχτας στο δέρμα
Ν’ ακούς τον αγέρα στων πουλιών τα κόκαλα
Ν’ ακούς του πουλιού το δρόμο την αγάπη του σπιτιού του νερού το φως
Ν’ ακούς των ματιών τη δόνηση καθώς απ’ τον ορίζοντα γυρίζουν
Και ακινητούν σ’ άλλων ματιών την αιώρα
Ν’ ακούς της φωτιάς τον πανικό, του ζώου το θρήνο
Το άχυρο που καίγεται στον ήλιο
Τον ήλιο ν’ ακούς που δέρνεται απ’ το φέγγος της σταγόνας
Ν’ ακούς του άστρου το χρώμα
Ν’ ακούς του άστρου την ευωδιά που ο κόσμος την ανάσανε κι έγινε περιβόλι
Ν’ ακούς στην ερημιά το χοροπηδητό της ρίζας
Ν’ ακούς μες στους θορύβους το ψιθύρισμα του νου που τον καρφώνουμε στον τοίχο
Ν’ ακούς τα μαλλιά τα φρύδια το μέτωπο και τη θλίψη τους
Όπως όταν ακούμε στο μυαλό μαχαίρια ν’ ακονίζονται
Ν’ ακούς τα χέρια ή τις παρειές που είναι μες στα χέρια ζεστές και τρέμουν
Ν’ ακούς την τουφεκιά που αστοχεί όμως που κόβει στα δυο τα πάντα
Κι ύστερα ο ύπνος πάλι τα ενώνει
Ν’ ακούς της χαραμάδας την οδύνη που ευρύνεται να πεταχτεί ο Θεός
Ν’ ακούς το Θεό μες στο φόνο σαν το φλουρί στη νύχτα
Σαν την αστραπή πάνω στο φλουρί
Την καρδιά ν’ ακούς
Ν’ ακούς τον ουρανό που σαλεύει στου εμβρύου τον ύπνο
Την καρδιά ν’ ακούς που γεμίζει τον κόσμο παιδιά κι άλλα φεγγάρια
Ν’ ακούς στο χώμα το άλογο, στο χώμα το σκάψιμο, την πληγή του νερού
Το τρίψιμο του αλόγου στον αέρα
Ν’ ακούς πάντα.
=======================
[ΤΟ ΠΑΡΑΘΥΡΟ III]
Γιατί ἔχω μέσα μου ἕνα νεκρό πουλί κι ἐσύ τό λυπᾶσαι
Γιατί μοῦ κρατάς τά χέρια καί τά δικά σου χέρια τά ‘χω κρυμμένα στόν ὕπνο μου
Γιατί τό σῶμα σου μοιάζει μέ ὄνειρο πού ἀκολουθεῖ τις πράξεις μου ὅλη τή μέρα
Καί λίγο λίγο μοῦ ἔρχεται στή μνήμη
Γιατί μοῦ λές γιά τήν ἀγάπη
Μοῦ λές πῶς ἀποχαιρετιόνται δυό κι ἀφἠνουν τήν ἀγάπη μόνη
Σάν το μαργαριτάρι ἔξω ἀπ’ τό στρείδι του
Γιατί μοῦ λές πολλές φορές γιά τήν ἀγάπη ὅτι εἶναι σύμπτωση
Γι’ αὐτό σ’ ἀγαπώ
Γιατί σ’ ἀγκαλιάζω καί σέ μυρίζω ὅπως ἀρνί πού ὀσφραίνεται τό χόρτο
Γιατί δέχομαι τή φωνή σου σά νά ‘ναι σπόρος
Κι ἐγώ σά νά ‘μαι φρέσκο χώμα
Γιατί σ’ ἀγκαλιάζω πάντα κι ἀπέναντί μας μιά μέρα σημαδεύει τήν ἀγάπη μας
Ὅπως ἐμένα κάποτε πού με πρυροβολοῦσε ἡ νύχτα
Γιατί σέ βλέπω σάν πηλό καί θέλω νά σοῦ δώσω τό σχῆμα τῆς ἀγωνίας μου
Κι ὕστερα πάλι νά σέ ξαναπλάσω
Γι’ αὐτό σ’ ἀγαπῶ
Γιατί εἶσαι ἡ ἀγωνία μου
Γιατί μές στόν καιρό εἶσαι ἡ ἐλπίδα ὅπως ἡ γλύκα στοῦ καρποῦ τά βάθη
Ὅπως τά δακρυσμένα μάτια τήν ὥρα πού φεύγουμε
Γιατί εἶσαι ἡ καρδιά μου πού χτυπάει μουσικά ὅταν ἐγγίζω καί τα νύχια σου
Πού εἶναι στό δέρμα μου σά σκορπισμένα λουλούδια σέ νερό
Γιατί εἶσαι τό τραγούδι μου πού λέω τ’ ἀπογεύματα
Γι’ αὐτό σ’ αγαπῶ.
======================
ΑΝ
Αν διψάσεις εγώ θα σου γίνω νερό
Σε μένα θα σκύψει το στόμα σου εμένα θα ευχαριστήσεις
Σε μένα θα δώσεις τη γδύμνια σου
Εσύ η ρίζα από μένα το υγρό χώμα θα περιβληθείς
Κι ο κόσμος θ’ ακούσει τη χαρούμενη κραυγή σου
Εσύ θ’ απλώσεις αποφυάδες στο κορμί μου
Που από μέσα θα με πονούν διασχίζοντας με
Κι ας με πονούν, η χαρούμενη κραυγή σου με φέρνει στη θάλασσα
Με πάει πιο μακριά με ξυπνάει πάνω σε χορτάρια
Οδηγεί τα χέρια μου, τα θρυμματίζει σε άπειρες μικρές φωτιές
Που η φεγγοβολή τους μεγαλύνει την ψυχή του πλησίον
Αν νυστάξεις εγώ θα σου γίνω μαλακό κρεβάτι να κοιμηθείς
Κι από κάθε της καρδιά μου χτύπο θα πετιέται
Κι ένα όνειρο. Το πρωί εγώ θα ‘μαι τα παιδιά
Που θα τους λες τα όνειρα
Εγώ θα ‘μαι η χαρά τους να σ’ ακούν και να σε βλέπουν
Να σ’ αγγίζουν με των ματιών τους το μυστήριο
Και να σ’ αφήνουν ύστερα μ’ έναν τρόπο σαν τα πουλιά
Αν κρυώνεις εγώ θα σου γίνω το ένδυμα
Κι αν ήμουν ως τώρα κρύος αγέρας θα το ξεχάσω
Θα γίνω η γλυκιά φωτιά σ’ όσους κρυώνουν
Αχ τα κρύα χέρια των ανθρώπων κι η φωτιά
Αν πεινάσεις εγώ θα ‘μαι το ψωμί
Το ξεχασμένο στη σκοτεινιά του ντουλαπιού
Θέ μου η ψυχή του πεινασμένου
Φωτίζει πάντα ένα ψωμί.
======================
Έμαθα τώρα να ταξιδεύω
Έμαθα να ταξιδεύω σε δύσκολες
Θάλασσες.
Να βαδίζω γυμνός κι αλησμόνητος
και να γεμίζω τους δρόμους.
Ν’ ανοίγω ευθείες να περάσει το φως
να σταματώ, ξαφνικά, στο Νησί σου
με τα μάτια μου στ’ άνοιχτά
και στ’απέραντα
Εκεί που η ποίηση
τινάζεται σαν απρόσμενη αστραπή
και καρφώνεται
σαν πυράκανθος
στα μαλλιά σου.
======================
ΟΙ ΘΑΛΑΣΣΙΝΟΙ
Σε περιμένω μην αργείς
κάτω στην παραλία
Της μαύρης μου παλιοζωής
να κλείσω τα βιβλία
Πάρε ναυτάκι,
ναυτάκι Συριανό
Λοστρόμο Πειραιώτη
Μηχανικό Μυτηλινιό,
τιμόνι Καλαματιανό
Και καπετάνιο Χιώτη
Πάρε και τον αυγερινό
δικό σου καμαρότο
και το φεγγάρι τ’ αργυρό
για τιμονιέρη πρώτο
Πάρε ναυτάκι,
ναυτάκι Συριανό
Λοστρόμο Πειραιώτη
Μηχανικό Μυτηλινιό,
τιμόνι Καλαματιανό
Και καπετάνιο Χιώτη
Κι εγώ θα φέρω Τηνιακό
μάστορα στα σκαλιά σου
για να σου κτίσει μια χρυσή
φωλιά μες τη φωλιά σου
Πάρε ναυτάκι,
ναυτάκι Συριανό
Λοστρόμο Πειραιώτη
Μηχανικό Μυτηλινιό,
τιμόνι Καλαματιανό
Και καπετάνιο Χιώτη.
======================
ΠΩΣ ΜΠΟΡΕΣΕΣ ΚΑΙ ΞΕΧΑΣΕΣ
Όλα τα μεσημέρια μας,
τα φωτεινά μας βράδια,
σαν έφυγες γεμίσανε
τα μάτια μου σκοτάδια.
Πώς μπόρεσες και ξέχασες
χειμώνες, καλοκαίρια
που δάκρυζαν από χαρά
στον ουρανό τ’ αστέρια;
Έπινες απ’ το χέρι μου
κρασί, νερό κι αγάπη,
τώρα τις νύχτες τριγυρνώ
χωρίς να κλείνω μάτι.
Πώς μπόρεσες και ξέχασες
χειμώνες, καλοκαίρια
που δάκρυζαν από χαρά
στον ουρανό τ’ αστέρια;
======================
ΜΙΛΤΙΑΔΗΣ ΜΑΛΑΚΑΣΗΣ
Ἔλα καὶ γεῖρε τὸ τετράξανθο κεφάλι
Μὲς στὴ λαχταρισμένη μου ἀγκαλιά.
Ἔχω τραγούδια νὰ σοῦ πῶ καὶ πάλι,
Τώρα ποὺ δὲ σὲ νανουρίζουν τὰ πουλιά.
Ἡ νύχτα, ἰδές, γυρνᾷ μαυροντυμένη,
Ὅλα σιωπηλὰ κοιμοῦνται γύρω,
Ἔλα, ἀκριβή μου, ὀνειροπλανεμένη,
Νὰ μὲ μεθύσεις μὲ τ᾿ ἀπόκρυφό σου μύρο.
Ἔλα τραγούδι νὰ σοῦ πῶ καὶ πάλι·
Ἔλα καὶ γεῖρε τὸ τετράξανθο κεφάλι
Μὲς στὴ λαχταρισμένη μου ἀγκαλιά·
Τώρα ποὺ δὲ λαλοῦνε τὰ πουλιά,
Ἔλα τραγούδια νὰ σοῦ πῶ καὶ πάλι.
======================
Στὸ κοχύλι
Μέσα στὸ κοχύλι κλείνω
Φλάουτα καὶ βιολιά·
Τὴν ψυχή μου παραδίνω
Σ᾿ ἄυλη ἀγκαλιά.
Ὤ! δὲν ξάνοιξαν τὰ μάτια,
Μήτ᾿ ὁ πλάνος νοῦς,
Τ᾿ ἀθεμελίωτα παλάτια
Στοὺς ὠκεανούς!
Ρίχνω σίδερα, ἁλυσίδες
Τρίγυρες, βαρειές,
Τὶς παλιές μου τὶς φροντίδες,
Τὶς ἀπελπισιές.
Κι ὅπως ζῶ στιγμὲς τὶς ὦρες,
Ὧρες τοὺς καιρούς,
Δρέπω καὶ στὶς ἄγριες μπόρες,
Ρόδα τοὺς ἀφρούς.
Ἔξω ἀπὸ τὸν ἴδιο ἐμένα,
Πρώτη μου φορά,
Μὲ τοῦ γλάρου τ᾿ ἀνοιγμένα
Πέτομαι φτερά.
Καὶ βυθῶ μὲ τὸ δελφίνι
Ποὺ ἄστραψε μὲ μιᾶς,
Μὲς στὴν ἀπεραντοσύνη
Τῆς ἀλησμονιᾶς...
Στὸ κοχύλι μέσα κλείνω
Φλάουτα καὶ βιολιά.
====================
Αὐγερινός (παραλλαγή)
Πῶς, αὐγερινὲ τοῦ πόθου, παραδίνεσαι στὴ μέρα,
Στὴν πλημμύρα τοῦ φωτός,
Πρὶν καλὰ-καλά, διαλύσεις, δροσερὸς μὲς στὴν ἀέρα,
Τὰ πλεμάτια τῆς νυχτός!
Κι ὅμως πιὸ κι ἀπ᾿ τὸ φεγγάρι γαληνεύεις τὸ σκοτάδι,
Καθὼς λάμπεις μυστικά,
Σὰν ἐλπίδα ποὺ προφταίνει κάποτε, μ᾿ ἕνα της χάδι,
Μαύρη σκέψη νὰ νικᾷ.
Ὤ! μὲ τ᾿ ὄνειρο πῶς μοιάζεις, διπλοχτυπημένε, ὡς σβύνεις
Ἔτσι ἀνάτρεμος, ἀλιά!
Προδομένος κι ἀπ᾿ τὴ νύχτα κι ἀπ᾿ τῆς μέρας, πάλι ἐκείνης,
Τὴ σκληρὴ φεγγοβολιά..
=====================
Δάκρυα καὶ θυμοί
Ζοφερὸ ἕνα γνέφος στέκει
Μὲς στὰ μάτια σου τὰ δυό,
Κλεῖ βροχή, γι᾿ ἀστροπελέκι;
Σκιάζομαι ποὺ τὰ θωρῶ.
Κι ἂν τὸ δεύτερο, ἂς μὲ κάψει
Τοῦ θυμοῦ σου ὁ κεραυνός,
Μ᾿ ἂν τὸ πρῶτο, ποιὰ θὰ κλάψει
Σὰν ἐσένανε, καὶ ποιὸς
Ὁ σκληρόκαρδος ἐκεῖνος
Ποὺ ὅ,τι κι ἂν τὸν τυραννᾷ,
Σὰν ξεσπᾷ παρόμοιος θρῆνος,
Ὅλα αὐτὰ δὲν τὰ ξεχνᾷ;...
======================
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)