Φίλες και φίλοι αγαπητοί Μουσιολόγοι και επισκέπτες των Μουσείων του τόπου μας, και γενικότερα, καλημέρα. Εδώ και πολλές βδομάδες θέλω να σας διηγηθώ μια απίστευτη ιστορία που έζησα στο λαογραφικό Μουσείο της Πιάλειας αλλά σκεφτόμουν αν θα με πιστεύατε γιατί είναι μία ιστορία που σε κάνει να πεις: γίνονται αυτά τα πράγματα; Μήπως ο Επίκουρος νομίζει πως έζησε αυτή την ιστορία ενώ όλα αυτά απλά τα φαντάστηκε; Ίσως κι εγώ αν ήμουν στη θέση σας να έκανα τις ίδιες σκέψεις. Όμως σας ορκίζομαι στους 12 πλανήτες πως ό,τι θα διαβάσετε είναι αλήθεια και μόνο αλήθεια. Πήρα την απόφαση να σας την κοινοποιήσω μετά από παρέμβαση της Κλειώς, (Μούσα προστάτιδα της ιστορίας). Σας ευχαριστώ για τον κόπο που θα κάνετε.
Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή, πριν ένα χρόνο περίπου μαζί με την Λόλα είχαμε επισκεφτεί το λαογραφικό Μουσείο της Πιάλειας, μετά από πρόσκληση του δημιουργού του Μουσείου του Διδασκάλου κ. Δημήτρη Παπαγιαννόπουλου, ειλικρινά θαύμασα τα εκθέματα αλλά παράλληλα και την απαράμιλλη έκθεση των εκθεμάτων, είχες την εντύπωση πως βρίσκεσαι σε ένα καλά οργανωμένο Μουσείο. Πάντα όταν επισκέπτομαι κάποιο Μουσείο προσπαθώ να ξεχάσω τον παρόντα χρόνο και με κάποιον μαγικό τρόπο, από τους πολλούς που μου είχε μάθει η γιαγιά της γιαγιάς μου, να μεταφερθώ στην εποχή των αντικειμένων, του ζωγράφου, της εποχής εκείνης όπου αναφέρονται τα εκθέματα. Αυτό βέβαια δεν είναι καθόλου εύκολο ειδικά όταν δεν είμαι μόνος μου, με λίγα λόγια θα πρέπει να βγεις από το σώμα σου και να βρεθείς στο παρελθόν, όταν είμαι μόνος μου, σε γενικές γραμμές μπορώ να πω πως δεν μου είναι δύσκολο. Εκείνη την ημέρα όμως όπως προείπα ήταν μαζί μου και η Λόλα, ο Διδάσκαλος και κάποιοι άλλοι επισκέπτες, κάποια στιγμή που είχα μείνει για λίγο μόνος μου στην αριστερή αίθουσα άκουσα μία γυναικεία φωνή να μου λέει: Επίκουρε έλα το βράδυ που κλείνει το Μουσείο να σε ξεναγήσω!! Τρόμαξα, φοβήθηκα μήπως έχω παραισθήσεις, κοίταξα γύρω μου να δω μήπως ήταν η Λόλα ή κάποια άλλη κοπέλα στην αίθουσα και διαπίστωσα πως ήμουν μόνος, υπήρχε βέβαια και μια κούκλα παραδοσιακά ντυμένη από αυτές που έχουν στα λαογραφικά Μουσεία ομολογουμένως πάρα πολύ όμορφη αλλά ψεύτικη. Έκλεισα για λίγο τα μάτια μου για να κάνω μία ύστατη προσπάθεια μήπως και μπορέσω να μεταφερθώ στο παρελθόν αλλά πριν ολοκληρώσω τα λόγια που έπρεπε να πω άκουσα πάλι την γυναικεία φωνή να μου λέει: Επίκουρε να έρθεις βράδυ, κατά προτίμηση Κυριακή βράδυ, θα έχω φροντίσει να είναι ανοιχτή η πόρτα, απλά θα πρέπει εκείνο το βράδυ να μείνεις εδώ μαζί μας για να σε ξεναγήσω!! Τόλμησα να ρωτήσω, και γιατί εμένα και όχι κάποιο άλλο άτομο; Γνωρίζεις πολύ καλά Επίκουρε πως μόνο εσύ έχεις τον τρόπο να ταξιδεύεις στο παρελθόν, όταν θα είσαι έτοιμος θα σε περιμένω.
Δεν πρόλαβα να ρωτήσω κάτι ακόμα που ήθελα γιατί άκουσα τη φωνή της Λόλας να μου λέει: Επίκουρε μόνος σου μιλάς; Άρχισες πάλι τα παλαβά σου; Κάθε φορά που θα βρεθούμε σε κάποιο Μουσείο δεν ξέρω τι σε πιάνει, μερικές φορές ή θα μιλάς μόνος σου ή δεν θα ακούς τι σου λέμε, έλα πάμε στην διπλανή αίθουσα που μας περιμένει ο Διδάσκαλος. Κοίταξα για λίγο την Λόλα και μετά έστρεψα το βλέμμα μου προς την ψεύτικη κούκλα και της είπα: εντάξει, εκείνη μόνο κατάλαβε τι εννοούσα ενώ η Λόλα ευτυχώς κατάλαβε πως το εντάξει ήταν γι' αυτήν για να πάμε δίπλα. Ευτυχώς που κατάλαβε αυτό που ήθελε γιατί θα άρχιζε πάλι την μουρμούρα, πως τάχα μου είμαι αλαφροίσκιωτος κ.λπ. κ.λπ. Πράγματι πήγαμε στην διπλανή αίθουσα όπου ο σοφός και δημιουργικός Διδάσκαλος μας παρουσίασε όλα τα εκθέματα και μας εξήγησε τον τρόπο που τα βρήκε, κάποια στιγμή αφού τελείωσε η ξενάγηση και ήμασταν έτοιμοι να φύγουμε, ο Διδάσκαλος έβαλε το κλειδί στην πόρτα για να κλειδώσει, τότε, του είπα το εξής: δηλαδή Διδάσκαλε αν υποθέσουμε πως κάποιο άτομο κλειστεί μέσα δεν θα μπορέσει να βγει πάρα μόνο την επόμενη μέρα που θα έρθει κάποιος ν' ανοίξει; Όχι φίλε Πέπο, έχουμε φροντίσει για κάθε ενδεχόμενο να υπάρχει ένα κλειδί στον τοίχο δίπλα από την πόρτα εσωτερικά, αν και ποτέ δεν χρειάστηκε εμείς είμαστε προμηθείς. Εγώ από μέσα μου είπα: ποτέ μη λες ποτέ Διδάσκαλε. Εδώ σταματάει η πρώτη εμπειρία από την επίσκεψη της ημέρας γιατί σύντομα θα βίωνα και την εμπειρία της νύχτας την επόμενη Κυριακή. Πριν χαιρετίσουμε τον Διδάσκαλο τον ρώτησα όσο πιο αθώα μπορούσα: Διδάσκαλε την κούκλα - κοπέλα που έχετε ντύσει με παραδοσιακά ρούχα της περιοχής στην αριστερή αίθουσα της έχετε δώσει κάποιο όνομα; Βεβαίως Πέπο και της έχω δώσει όνομα, το όνομα της όμορφης Πιάλειας την κόρη δηλαδή του Πίαλου. Χωρίς να αναφέρω κάτι στον Διδάσκαλο σκέφτηκα πως η φωνή που άκουσα όταν ήμουν μόνος μου στην αίθουσα ήταν η φωνή της Πιάλειας.
Από εκείνη τη στιγμή και μετά άρχισα να ψάχνω κάποια δικαιολογία που θα έπρεπε να ξεφουρνίσω στην Λόλα για την βραδινή μου απουσία της ερχόμενης Κυριακής. Δύσκολη η εξίσωση, αρχικά σκέφτηκα να της πω πως ένα βράδυ θα μείνω μόνος μου στο βουνό για να θυμηθώ τα χρόνια του στρατού, μετά σκέφτηκα να συνεννοηθώ με τον Γκοτζίλα ώστε να με πάρει τηλέφωνο την Κυριακή στις 23:30 και να πει πως τάχα μου δεν ένιωθε καλά και να τον πήγαινα στο νοσοκομείο στα Τρίκαλα, μία τρίτη σκέψη που μου ήρθε ήταν αυτή τελικά που επικράτησε ως η πιο λογικοφανής, θα έλεγα στην Λόλα πως επειδή θέλω να γράψω ένα δοκίμιο περί φύσεως θα πρέπει ένα βράδυ να παραμείνω στο δάσος μόνος μου μέχρι το πρωί. Η Λόλα σκέφτηκε πως ίσως αυτό το δοκίμιο να ήταν μια δυνατή έμπνευση και πως ήταν ίσως η ευκαιρία να γράψω κι εγώ κάτι σημαντικό που να τραβήξει επιτέλους την προσοχή του συγγραφέα Ηλία Γιαννακόπουλου, επειδή είχε ακούσει από την Αφροδίτη, σύζυγο του συγγραφέα, πως όταν ο Ηλίας θέλει να γράψει ένα αριστούργημα θέλει να βρίσκεται μόνος του σαν σε απομόνωση, έχοντας την περίπτωση του Ηλία στο μυαλό της η Λόλα δεν έφερε καμία αντίρρηση, απλά μου είπε: πάρε μαζί σου και το υπηρεσιακό πιστόλι ώστε αν σου επιτεθεί η αρκούδα ή τ' αγριογούρουνα να μπορέσεις να αμυνθείς, πρόσεχε, μόνο αν κινδυνεύεις θα κάνεις χρήση του όπλου, για καλό και για κακό πάρε μαζί σου και μερικές στράκα στρούκες να τις ρίξεις προληπτικά αν σε πλησιάσουν τ' αγριογούρουνα. Εγώ αμέσως σκέφτηκα το ποσό εύκολο ήταν τελικά να πείσω την Λόλα και αυτό με γέμισε χαρά, έπρεπε τώρα να καταστρώσω το σχέδιο για την νυχτερινή επίσκεψη στο Μουσείο της Πιάλειας.
Σάββατο βράδυ μαζί με φίλους είχαμε πάει στο Chef [ΑΛΩΝΙΑ] για γουρνοπούλα ψητή, κατά τις 23:45 που φύγαμε εγώ προσποιήθηκα πως έχω κάποια βλάβη στο αυτοκίνητο και θα περίμενα εκεί να έρθει ο Γκοτζιό να δούμε τι θα κάνουμε, αυτό σήμαινε πως οι φίλοι μας έπρεπε να πάρουν μαζί τους στο δικό τους αυτοκίνητο και την Λόλα. Όλα έγιναν όπως τα περίμενα, οι φίλοι μας μαζί με την Λόλα και την Φαίη έφυγαν κι εγώ έμεινα εκεί τάχα μου να περιμένω τον Γκοτζιό, αφού χάθηκαν στο βάθος του δρόμου ξεκίνησα κι εγώ για το Μουσείο το οποίο ευτυχώς ήταν σε απόμερο σημείο και δεν υπήρχε κίνδυνος να γίνω αντιληπτός. Για καλό και για κακό άφησα πιο κάτω το αυτοκίνητο μου και έφθασα στο Μουσείο 00:05 βράδυ Σαββάτου προς Κυριακή, γεμάτος αγωνία έφθασα στην πόρτα του Μουσείου και κοντοστάθηκα, χίλιες σκέψεις πέρασαν από το μυαλό μου πριν χτυπήσω την πόρτα, άρχισα να αμφιβάλω αν τελικά είχα ακούσει πραγματικά την φωνή της Πιάλειας ή αν όλη αυτή η ιστορία δεν ήταν παρά μόνο της αχαλίνωτης φαντασίας μου, ευτυχώς αυτό δεν κράτησε πολλή ώρα, μόλις ένιωσα να με ζώνουν οι αμφιβολίες φώναξα τρεις φορές: ΟΚΡΑ, ΟΚΡΑ, ΟΚΡΑ, και αμέσως ανέκτησα και πάλι την αυτοπεποίθηση μου, ένιωσα ξανά πως είμαι ο CEO της ΟΚΡΑ και ως εκ τούτου έπρεπε να προχωρήσω. Αυτό και έκανα, χτύπησα 2 φορές και την ώρα που ετοιμαζόμουν να χτυπήσω και τρίτη φορά άκουσα να γυρίζει το κλειδί της πόρτας, σε χρόνο τσίου τσίου είπα τα λόγια που μου είχε μάθει η γιαγιά της γιαγιάς μου και όταν άνοιξε η πόρτα αντίκρισα την όμορφη Πιάλεια να με καλωσορίζει με ένα πλατύ χαμόγελο που μου θύμισε το χαμόγελο της Αφροδίτης. Τελικά τα κατάφερες μου είπε η Πιάλεια, είναι αυτό που λένε και οι Μούσες πως αν κάτι το θέλεις πάρα πολύ θα βρεθεί τρόπος για να το πραγματοποιήσεις, καλώς όρισες λοιπόν Επίκουρε.
Ευχαρίστησα την Πιάλεια για την υποδοχή και γενικότερα για την ευγένεια της και της είπα πως είμαι γεμάτος περιέργεια για να ξεκινήσουμε την ξενάγηση. Από το γλυκό της στόμα άκουσα να λέει: πάμε λοιπόν Επίκουρε, ας ξεκινήσουμε από την κυρία που κρατάει το βελονάκι και κοντεύει να τελειώσει το όμορφο κέντημα, εγώ μόλις αντίκρισα την γυναίκα που κεντούσε έμεινα ενεός!! Ήταν η μητέρα μου, το μόνο που κατάφερα να μουρμουρίσω ήταν το εξής: Μάνα, Μανούλα εσύ εδώ; Πως βρέθηκες από το Μαγευτικό στο Μουσείο της Πιάλειας; Καλώς όρισες γιόκα μου, άκουσα από τις Μούσες πως θα ερχόσουν απόψε για να σε ξεναγήσει η Πιάλεια και ζήτησα να είμαι κι εγώ εδώ στο τμήμα των κεντημάτων μιας και στο Μουσείο ο φίλος σου ο Διδάσκαλος έχει σε περίοπτη θέση εμάς τις κεντίστρες. Συνέχισε όμως γιόκα μου την ξενάγηση γιατί η Πιάλεια έχει για σένα πολλές ακόμα εκπλήξεις, αποχαιρέτησα την Μανούλα μου και ακολούθησα την Πιάλεια η οποία με πήγε σε μία κυρία που κρατούσε κάτι βελόνες για πλέξιμο, αναγνώρισα αμέσως την θεία μου την Μαρία, την αγαπημένη θεία την κοκέτα της οικογένειας, δεν πρόλαβα να μιλήσω και με καλωσορίζει η θεία μου λέγοντας, ανιψιέ θυμάσαι που σε ρωτούσα, μ' αγαπάς; Άμα πεθάνω θα με θυμάσαι; Όλα τα θυμάμαι θεία μου, όλα, και πάντα σε μνημονεύουμε με την Λόλα, για πες μου όμως εσύ πως βρέθηκες εδώ; Είναι απλό ανιψιέ μου, με κάλεσε η μητέρα σου, αυτή μεσολάβησε στις Μούσες για να παραβρεθώ κι εγώ εδώ λόγω της μεγάλης αγάπης που είχες για μένα, οι βελόνες που κρατώ είναι ίδιες μ' αυτές που σου είχα πλέξει το εγκώμιο του ποιητή!! Πήγαινε όμως γιατί η ώρα περνάει και έχεις πολλά ακόμα να δεις, αποχαιρέτησα και την θεία Μαρία και σκέφτηκα το ποσό σοφός είναι ο Διδάσκαλος που έβαλε στο Μουσείο τις βελόνες και τα βελονάκια όπου πολλές κοπέλες και αργότερα ως σύζυγοι, μανάδες και γιαγιάδες ζωγράφιζαν δημιουργώντας κεντήματα και πλεκτά, ανάμεσα τους ήταν η μητέρα μου και η θεία μου. Η Πιάλεια κατάλαβε το ποσό συγκινημένος ήμουν και μ' έπιασε από το χέρι για να πάμε στον Αργαλειό, στην Ρόκα, στην Ανέμη, στο Τσικρίκι, στην σαΐτα, στο Αδράχτι, στο Σφοντίλι, στην Κοσιά, στο Δρεπάνι, στα Χάλκινα Τετζερέδια, στην Παλάντζα, στο Καντάρι, στο Αλέτρι, στο Πλαστίρι, στην Πυροστιά, στην Γάστρα, και σε πολλά ακόμα αντικείμενα, συνομίλησα με την γιαγιά την Τσιβώ που έγνεθε το πρόβειο μαλλί στην Ρόκα, με την θεία Ελένη την μητέρα του Βύρωνα, που ύφαινε στον αργαλειό τα μοναδικά φλοκάτα που προίκισε τις κόρες της, την θεία την Μιχάληνα (Βασιλική) στο Τσικρίκι για το στρίψιμο του νήματος. Όπως μου εξήγησε η θεία η Μιχάληνα στην ανέμη βάζανε το νήμα από το τυλιγάδι.
Το τσικρίκι ήταν μια ρόδα που γύριζε με το χέρι γύρω από ένα άξονα. Έτσι που γύριζε μετέδιδε την κίνηση με ένα σκοινί στο μασούρι κι έτσι τυλιγόταν η κλωστή. Τα μασούρια τώρα ήταν έτοιμα να πάνε για να χρησιμοποιηθούν στον αργαλειό. Όλα αυτά τα εργαλεία υπήρχαν εκεί στο Μουσείο και η πανέμορφη Πιάλεια έδινε τον λόγο εκ περιτροπής σε κάποιες γυναίκες που ήταν γνωστές σε μένα να συνομιλώ μαζί τους. Κάποια στιγμή πήγαμε στην πλευρά των ανδρικών εργαλείων, στην Κοσιά, στο Δρεπάνι, στο Φραγκόφιαρο, στο Μιστρύ και τσουπ βλέπω μπροστά μου τον πατέρα μου με τη Κοσιά, τον θείο τον Γιάννη με το Φραγκόφιαρο, τον θείο τον Ηλία με το Μιστρύ και το θκουλι, και τον τον κουμπάρο τον Μπούλη με μια μπάλα τριφύλλι, αφού μου έδωσαν τις απαραίτητες πληροφορίες σχετικά με τα εργαλεία άρχισαν τις ερωτήσεις, τι κάνουν τα παιδιά τους, οι γυναίκες τους, τα εγγόνια τους, οι φίλοι τους, οι συγγενείς τους και οι συγχωριανοί τους. Κάποιος από τους τέσσερεις, δεν θυμάμαι ποιος, με ρώτησε να μάθει ποιον έχουμε πρωθυπουργό, όταν τους είπα τον Μητσοτάκη απόρησαν και οι τέσσερεις λέγοντας, μα αυτός είχαμε την εντύπωση πως είχε πεθάνει, αναστήθηκε; Και γιατί αναστήθηκε μόνο αυτός και όχι κι εμείς; Τους εξήγησα πως δεν πρόκειται για τον πατέρα Μητσοτάκη αλλά για τον γιο, και πως σε 20 και 30 χρόνια πάλι κάποιος από τους Μητσοτάκη, Καραμανλή ή Παπανδρέου θα είναι ξανά πρωθυπουργός. Κούνησαν όλοι το κεφάλι τους σα να έλεγαν δεν υπάρχει σωτηρία. Τους αποχαιρέτησα όλους και είχα μία ιδιαίτερη συνομιλία με τον πατέρα μου, είχα καταλάβει τι θα μου έλεγε και έκανα τάχα μου τάχα μου πως κοίταζα κάποια εργαλεία, ο πατέρας μου κατάλαβε πως με έφερνε σε δύσκολη θέση, έτσι ήταν πάντα ο πατέρας μου, ποτέ δεν ήθελε να μας φέρνει σε δύσκολη θέση, του είπα όμως δύο λέξεις: καμία αλλαγή.... Ο πατέρας μου ήθελε προφανώς να μάθει αν τα εγγόνια του έχουν αποκτήσει δικά τους παιδιά γι' αυτό του είπα καμία αλλαγή. Αποχαιρέτησα τον πατέρα μου μαζί με την Πιάλεια και κατευθυνθήκαμε προς την έξοδο, ήταν ώρα να αναχωρήσω, άλλη μια επίσκεψη σε Μουσείο, αυτή τη φορά στο Μουσείο της ιστορικής και πνευματικής Πιάλειας έλαβε τέλος. Ευχαρίστησα θερμά την Πιάλεια για την ξενάγηση και για την καλοσύνη που είχε να παραμείνει μαζί μου όλη την ώρα της ξενάγησης και που είχε φροντίσει να δω πολλά αγαπημένα πρόσωπα, η Πιάλεια γεμάτη χαρά μου είπε, μην ξεχνάς Επίκουρε πως εσύ έχεις γράψει για μένα την πιο όμορφη και αληθινή ιστορία, αυτό είναι για μένα μεγάλη τιμή και σου είμαι ευγνώμων.
Φθάνοντας στην πόρτα νοερά ευχαρίστησα την γιαγιά της γιαγιάς μου και λέγοντας τα λόγια της επιστροφής βρέθηκα στον προαύλιο χώρο του Μουσείου, κατευθύνθηκα γρήγορα προς το αυτοκίνητο γιατί είχα έναν φόβο μήπως περάσει ο Διδάσκαλος και δει το αυτοκίνητο και αρχίσει να με αναζητεί. Ευτυχώς όλα πήγαν καλά, σε 20 λεπτά ήμουν στο σπίτι, η Λόλα με περίμενε με ανοιχτές αγκάλες και με ζεστό τραχανά δικής μας παραγωγής. Με ρώτησε αν δεν πήγε χαμένος ο κόπος και αν ήμουν τώρα έτοιμος να γράψω το δοκίμιο περί φύσεως, μου πρότεινε μάλιστα να ζητήσω αν χρειαστεί και λίγη βοήθεια από τον φίλο μας τον Ηλία. Αναρωτιέμαι το τι θα γίνει σήμερα που η Λόλα, -λίγους μήνες μετά δηλαδή- θα μάθει την αλήθεια της απουσίας μου εκείνο το βράδυ, το βράδυ που πέρασα με την Πιάλεια στο λαογραφικό Μουσείο της Πιάλειας. Ελπίζω να δείξει επιείκεια και κατανόηση.
Επίλογος.
Φίλες και Φίλοι εσείς μην περιμένετε κάποιον μαγικό τρόπο για να βρεθείτε στο λαογραφικό Μουσείο της Πιάλειας, αποφασίστε να το επισκεφτείτε όταν είναι ανοικτό, είναι ίσως το πιο οργανωμένο λαογραφικό Μουσείο στην Περιοχή των Τρικάλων, αξίζει τον κόπο να το επισκεφτείτε.
Σας χαιρετώ με σεβασμό και επικούρεια διάθεση Επίκουρος ο Γοργογυραίος.
Έρρωσθε και Ευδαιμονείτε.
Life for Life
"Το θαύμα δεν είναι πουθενά
παρά κυκλοφορεί μέσα
στις φλέβες του ανθρώπου!!!"
"Στης σκέψης τα γυρίσματα μ’ έκανε να σταθώ
ιδέα περιπλάνησης σε όμορφο βουνό.
Έτσι μια μέρα το ’φερε κι εμέ να γυροφέρει
τ’ άτι το γοργοκίνητο στου Γοργογυριού τα μέρη !!!"
ΣΤΗΝ ΑΥΛΗ ΜΑΣ
Εμείς στο χωριό μας έχουμε ακόμα αυλές. Εκεί μαζευόμαστε, αμπελοφιλοσοφούμε,καλαμπουρίζουμε, ψιλοτσακωνόμαστε μέχρι τις... πρώτες πρωινές ώρες! Κοπιάστε ν' αράξουμε!!!
-Aναζητείστε το"Ποίημα για το Γοργογύρι " στο τέλος της σελίδας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου