Φίλες και Φίλοι αγαπητοί συνταξιδιώτες στα μονοπάτια της ποίησης και των Ποιητών σας καλημεροκαλησπερίζω γιατί όπως έχουμε πει σε κάποια σημεία του πλανήτη ξημερώνει και σε κάποια άλλα νυχτώνει. Το γιατί συμβαίνει αυτό είναι απλό, είναι θέμα οπτικής και όχι μόνο. Σκέφτομαι μερικές φορές το πόσο τυχεροί ήμασταν οι άνθρωποι της γενιάς μου που υπήρχαν ταυτόχρονα όλα αυτά τα σημαντικά πρόσωπα στην ποίηση, στην λογοτεχνία, στην ζωγραφική και γενικότερα στις τέχνες και την πολιτική. Κοιτάζοντας σήμερα γύρω μας δεν υπάρχουν πνευματικοί γίγαντες παρά μόνο κάποιοι που παριστάνουν τους γίγαντες, δυστυχώς. Το μενού σήμερα έχει ΣΕΦΕΡΗ, ΔΗΜΟΥΛΑ, ΣΑΡΑΝΤΑΡΗ, ΠΑΥΛΟΠΟΥΛΟ, ΜΑΡΚΟΠΟΥΛΟ, ΠΟΛΕΜΗ, ΑΓΡΑ ΚΑΙ ΛΑΠΑΘΙΩΤΗ. Κάποιες, ελάχιστες φωτεινές αστραπές που υπάρχουν δεν αρκούν, και φυσικά δεν προβάλλονται και δεν αναζητούνται. Σας χαιρετώ με σεβασμό και επικούρεια διάθεση Επίκουρος ο Γοργογυραίος. Έρρωσθε και Ευδαιμονείτε.
Y.Γ. Αυτά και αυτοί που προβάλλονται σήμερα είναι κάποιοι που πάνε σε μία γιορτή που κυρίως εκεί βρίσκονται παιδιά, και αρχίζουν να παρουσιάζουν τα σκατά που έχουν στην ψυχή τους σε δημόσια θέα, φταίνε μόνο αυτοί; προφανώς φταίνε και οι υπεύθυνοι της δημοτικής αρχής που δεν διαφύλαξαν τον θεσμό του Μύλου των Ξωτικών, μιας γιορτής που αποφέρει τεράστια κέρδη για τις επιχειρήσεις του νομού Τρικάλων και το κυριότερο που αυτή η γιορτή ΑΦΟΡΑ ΠΑΙΔΙΑ. Μήπως κάποιοι λεβέντες της δημοτικής αρχής θα έπρεπε ήδη να έχουν παραιτηθεί; Μήπως τέτοιοι που είμαστε τέτοιοι μας αξίζουν; Ευτυχώς που υπάρχουν και οι ποιητές.
Γιώργος Σεφέρης
Ο Γιώργος Σεφέρης (πραγματικό όνομα Γιώργος Σεφεριάδης, 1900-1971) γεννήθηκε στις 29 Φεβρουαρίου ή στις 13 Μαρτίου του 1900 στην Σμύρνη της Μικράς Ασίας και ήταν γιος του Στυλιανού και της Δέσπως Σεφεριάδη (το γένος Τενεκίδη). Ο Στυλιανός Σεφεριάδης υπήρξε διακεκριμένος ακαδημαϊκός και καθηγητής του Διεθνούς Δικαίου στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, συγγραφέας (με πλουσιότατο επιστημονικό έργο) και διπλωμάτης. Την αγάπη του για τη λογοτεχνία θα την μεταδώσει και στα τρία του παιδιά, Γιώργο, Άγγελο και Ιωάννα (μετέπειτα σύζυγο του Κωνσταντίνου Τσάτσου), τα οποία και θα ασχοληθούν με αυτήν. Το 1914, με την αρχή του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου η οικογένεια Σεφεριάδη μετακομίζει στην Αθήνα όπου ο Σεφέρης τελειώνει το Γυμνάσιο το 1917. Κατόπιν θα μεταβεί στο Παρίσι όπου και θα σπουδάσει Νομικά ως το 1924. Ήδη όμως από το 1918 θα εκδηλωθεί η αγάπη του για την ποίηση και θα αρχίσει να γράφει στίχους. Στα χρόνια των σπουδών του, όντας στο εξωτερικό, έχει την ευκαιρία να έρθει σε άμεση επαφή με τα λογοτεχνικά ρεύματα της εποχής. Στο Παρίσι θα τον βρει και η Μικρασιατική Καταστροφή, η οποία θα τον επηρεάσει βαθύτατα και θα παραμείνει χαραγμένη στη μνήμη του. Το 1926 ο Γιώργος Σεφέρης θα αρχίσει την διπλωματική του σταδιοδρομία, διοριζόμενος στο Υπουργείο Εξωτερικών ως ακόλουθος. Μέχρι το 1962 που συνταξιοδοτείται θα υπηρετήσει ως υποπρόξενος και πρόξενος στο Λονδίνο (1931-1934), στην Κορυτσά της Αλβανίας (1936-1938), ως σύμβουλος τύπου στο Υπουργείο Εξωτερικών. Μετά την κήρυξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου θα ακολουθήσει την ελληνική Κυβέρνηση στην Κρήτη, την Αίγυπτο, την Νότια Αφρική και την νότια Ιταλία, και μετά την απελευθέρωση στην Αθήνα όπου και μένει μέχρι το 1948. Κατόπιν διορίζεται σύμβουλος στις ελληνικές πρεσβείες στην Άγκυρα και το Λονδίνο, αργότερα πρέσβης στο Λίβανο, τη Συρία, την Ιορδανία και το Ιράκ, και τελικά στο Λονδίνο (1957-1962). Το 1963 τιμήθηκε με το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας. Αφότου αποσύρεται από τη διπλωματική του σταδιοδρομία, αφοσιώνεται ολοκληρωτικά στο λογοτεχνικό του έργο, μέχρι το θάνατό του, το 1971. Η κηδεία του, εν μέσω της δικτατορίας και κατόπιν της Δήλωσής του το 1969, προσέλαβε τον χαρακτήρα εκδήλωσης εναντίον του καθεστώτος των συνταγματαρχών.
«Ο γυρισμός του ξενιτεμένου»
χρόνια ξενιτεμένος ήρθες
με εικόνες που έχεις αναθρέψει
κάτω από ξένους ουρανούς
μακριά απ' τον τόπο το δικό σου.
― Γυρεύω τον παλιό μου κήπο·
τα δέντρα μού έρχουνται ώς τη μέση
κι οι λόφοι μοιάζουν με πεζούλια
κι όμως σαν ήμουνα παιδί
έπαιζα πάνω στο χορτάρι
κάτω από τους μεγάλους ίσκιους
κι έτρεχα πάνω σε πλαγιές
ώρα πολλή λαχανιασμένος.
― Παλιέ μου φίλε ξεκουράσου
σιγά-σιγά θα συνηθίσεις·
θ' ανηφορίσουμε μαζί
στα γνώριμά σου μονοπάτια
θα ξαποστάσουμε μαζί
κάτω απ' το θόλο των πλατάνων
σιγά-σιγά θα 'ρθούν κοντά σου
το περιβόλι κι οι πλαγιές σου.
― Γυρεύω το παλιό μου σπίτι
με τ' αψηλά τα παραθύρια
σκοτεινιασμένα απ' τον κισσό
γυρεύω την αρχαία κολόνα
που κοίταζε ο θαλασσινός.
Πώς θες να μπώ σ' αυτή τη στάνη;
οι στέγες μού έρχουνται ώς τους ώμους
κι όσο μακριά και να κοιτάξω
βλέπω γονατιστούς ανθρώπους
λες κάνουνε την προσευχή τους.
― Παλιέ μου φίλε δε μ' ακούς;
σιγά-σιγά θα συνηθίσεις
το σπίτι σου είναι αυτό που βλέπεις
κι αυτή την πόρτα θα χτυπήσουν
σε λίγο οι φίλοι κι οι δικοί σου
γλυκά να σε καλωσορίσουν.
― Γιατί είναι απόμακρη η φωνή σου;
σήκωσε λίγο το κεφάλι
να καταλάβω τί μου λες
όσο μιλάς τ' ανάστημά σου
ολοένα πάει και λιγοστεύει
λες και βυθίζεσαι στο χώμα.
― Παλιέ μου φίλε συλλογίσου
σιγά-σιγά θα συνηθίσεις
η νοσταλγία σού έχει πλάσει
μια χώρα ανύπαρχτη με νόμους
έξω απ' τη γης κι απ' τους ανθρώπους.
― Πια δεν ακούω τσιμουδιά
βούλιαξε κι ο στερνός μου φίλος
παράξενο πώς χαμηλώνουν
όλα τριγύρω κάθε τόσο
εδώ διαβαίνουν και θερίζουν
χιλιάδες άρματα δρεπανηφόρα.
κι άσπρο σαν περιστέρι
διψάσαμε το μεσημέρι·
μα το νερό γλυφό.
Πάνω στην άμμο την ξανθή
γράψαμε τ’ όνομά της·
ωραία που φύσηξεν ο μπάτης
και σβήστηκε η γραφή.
Με τί καρδιά, με τί πνοή,
τί πόθους και τί πάθος
πήραμε τη ζωή μας· λάθος!
κι αλλάξαμε ζωή.
«Όλο μαζί τίποτα δε χάνεται»
Θυμάσαι τη μικρή κανάτα του κρασιού
ζωγραφισμένη με ανθάκια μπλε στεφάνι
στο οινοχόο χείλος της;
- από την Αλσατία μου την πήρες ανόρεχτος
τι τη θες εμείς δεν πίνουμε ποτέ
που ξέρεις, επέμεινα, κάποτε ίσως χρειαστεί
θολά να γνωριστούμε.
Έσπασε το χεράκι της άνευ λόγου εκτός
από ένα ράγισμα βαθύ που είχε η αφή μου.
Τώρα από το χέρι το δικό σου την κρατώ
με το δικό σου χέρι στέρεα την κρατά
και οίνον τη γεμίζει θολωμένη
η αλκοολική εφεύρεσή μου.
========================
ΤΑ ΔΕΜΕΝΑ
Η θάλασσα του Σκαραμαγκά είναι δεμένη,
πηχτή. Από τα πετρελαιοφόρα
βγαίνει μαύρος καπνός ακινησίας.
Ας πούμε πως υπάρχεις.
Η διαδρομή ξεχειλώνει κρεμασμένη στο βλέμμα.
Λερώνει τους απάνω δρόμους ένα βρώμικο σύννεφο,
η καθαρή ψυχή κάτω αναβάλλεται πάλι.
Ας πούμε πως υπάρχεις.
Το άλογο θα μείνει δεμένο στο δέντρο.
Στο μυαλό μου πολλοί τέτοιοι κόμποι,
πολλά τέτοια δεσίματα.
Ας πούμε πως υπάρχεις.
Στου αυτοκινήτου τον καθρέφτη
κοιτάζεται ένα ξεροπήγαδο.
Στη γη εδώ – εκεί κάτι φρεσκοσκαμμένο.
Η ίδια φροντίδα
για τους νεκρούς και για τους σπόρους.
Η γη αναρριγεί.
Ας πούμε πως υπάρχεις.
=========================
ΦΥΛΛΟ ΦΘΙΝΟΠΩΡΟΥ
Ένα κίτρινο φύλλο σου,
φθινόπωρο,
σ’ έναν άνεμο ράθυμο κάθησε
και μ’ ακολούθησε επίμονα.
Το πήρα
και το κρατώ
σαν κάτι συμβολικό από μέρους σου,
σαν φιλικό αντίγραφο,
ίσως σαν ένα «ευχαριστώ»
που διόλου μέρος δεν έλαβα
στο καλοκαίρι τούτο...
Το πήρα
κι εξιχνιάζω
τις φετεινές προθέσεις σου
απέναντί μου.
=======================
Κική Δημουλά «Το Πλησιέστερο»
Κάτι πρωτόβγαλτα ως φαίνεται
στον κόσμο και στους νόμους του πουλάκια
κι εντούτοις ήδη κουρασμένα
γιατί δεν είναι τα φτερά
άπτωτη εύνοια και προνόμιο,
ρωτούν εμένα, ποιον, εμένα,
που είν’ το πλησιέστερο κλαδί
για ν’ ακουμπήσουν.
Δεν είμαστε καλά. Αν ήξερα εγώ
που είν’ το Πλησιέστερο
ότι έχει και βαθμό συγκριτικό
το ανύπαρκτο Πλησίον,
θα ‘τρεχα να το πιάσω πρώτη εγώ,
όλο κι απαραχώρητο,
κι ας ψόφαγαν πουλάκια
δίκια και προτεραιότητες
- κλαδιά σπασμένα το αλληλέγγυο.
Ας πάνε τα πουλάκια
τη μεγάλη Πείρα να ρωτήσουν
ν’ ακούσουν ό,τι είπε και σ’ εμένα
όταν ξεθεωμένη από κούραση άφτερη
τη ρώτησα που είναι ν’ ακουμπήσω
το πλησιέστερο κλαδί.
Δεν είμαστε καλά είχε καγχάσει
η μεγάλη Πείρα: αν ήξερα εγώ
που είν’ το Πλησιέστερο
θα ‘τρεχα να το πιάσω πρώτη,
όλο κι απαραχώρητο,
κι ας ψόφαγες εσύ
γιατί το πλησιέστερο κλαδί
είναι ο θάνατός σου η ζωή μου.
========================
Κική Δημουλά «Τα πάθη της βροχής»
Εν μέσω λογισμών και παραλογισμών
άρχισε κι η βροχή να λιώνει τα μεσάνυχτα
μ’ αυτόν τον νικημένο πάντα ήχο
σί, σί, σί.
Ήχος συρτός, συλλογιστός, συνέρημος,
ήχος κανονικός κανονικής βροχής
Όμως ο παραλογισμός
άλλη γραφή κι άλλην ανάγνωση
μού ‘μαθε για τους ήχους.
Κι όλη τη νύχτα ακούω και διαβάζω τη βροχή,
σίγμα πλάι σέ γιώτα, γιώτα κοντά στο σίγμα,
κρυστάλλινα ψηφία πού τσουγκρίζουν
και μουρμουρμίζουν ένα εσύ, εσύ, εσύ.
Κάθε σταγόνα κι ένα εσύ,
όλη τη νύχτα
ο ίδιος παρεξηγημένος ήχος,
αξημέρωτος ήχος,
αξημέρωτη ανάγκη εσύ,
βραδύγλωσση βροχή,
σαν πρόθεση ναυαγισμένη
κάτι μακρύ να διηγηθεί
και λέει μόνο εσύ, εσύ,
νοσταλγία δισύλλαβη,
ένταση μονολεκτική,
το ένα εσύ σα μνήμη,
το άλλο σαν μομφή
και σαν μοιρολατρία,
τόση βροχή για μια απουσία,
τόση αγρύπνια για μια λέξη,
πολύ με ζάλισε απόψε η βροχή
μ’ αυτή της τη μεροληψία
όλο εσύ, εσύ, εσύ,
σαν όλα τ’ άλλα νά ‘ναι αμελητέα
και μόνο εσύ, εσύ, εσύ.
========================
Κική Δημουλά «Σημείο Αναγνωρίσεως»
Σημείο Αναγνωρίσεως
άγαλμα γυναίκας με δεμένα χέρια
Όλοι σε λένε κατευθείαν άγαλμα,
εγώ σε πρσφωνώ γυναίκα κατευθείαν.
Στολίζεις κάποιο πάρκο.
Από μακριά εξαπατάς.
Θαρρεί κανείς πώς έχεις ελαφρά ανακαθήσει
να θυμηθείς ένα ωραίο όνειρο πού είδες,
πώς παίρνεις φόρα να το ζήσεις.
Από κοντά ξεκαθαρίζει το όνειρο:
δεμένα είναι πισθάγκωνα τα χέρια σου
μ’ ένα σκοινί μαρμάρινο
κι η στάση σου είναι η θέλησή σου
κάτι να σε βοηθήσει να ξεφύγεις
την αγωνία του αιχμάλωτου.
Έτσι σε παραγγείλανε στο γλύπτη:
αιχμάλωτη.
Δεν μπορείς
ούτε μια βροχή να ζυγίσεις στο χέρι σου,
ούτε μια ελαφριά μαργαρίτα.
Δεμένα είναι τα χέρια σου.
Και δεν είν’ το μάρμαρο μόνο ο Άργος.
Αν κάτι πήγαινε ν’ αλλάξει
στην πορεία των μαρμάρων,
αν άρχιζαν τ’ αγάλματα αγώνες
για ελευθερίες και ισότητες,
όπως οι δούλοι,
οι νεκροί
και το αίσθημά μας,
εσύ θα πορευόσουνα
μες στην κοσμογονία των μαρμάρων
με δεμένα πάλι τα χέρια, αιχμάλωτη.
Όλοι σε λένε κατευθείαν άγαλμα,
εγώ σε λέω γυναίκα αμέσως.
Όχι γιατί γυναίκα σε παρέδωσε
στο μάρμαρο ο γλύπτης
κι υπόσχονται οι γοφοί σου
ευγονία αγαλμάτων,
καλή σοδειά ακινησίας.
Για τα δεμένα χέρια σου, πού έχεις
όσους πολλούς αιώνες σε γνωρίζω,
σε λέω γυναίκα.
Σε λέω γυναίκα
γιατ’ είσ’ αιχμάλωτη.
=====================
Κική Δημουλά «Πέρασα»
(απόσπασμα του ποιήματος)
Ταξίδεψα μάλιστα.
Πήγα κι από δω, πήγα κι από κει...
Παντού έτοιμος να γεράσει ο κόσμος.
Έχασα κι από δω, έχασα κι από κει.
Κι από την προσοχή μου μέσα έχασα
κι από την απροσεξία μου.
Πήγα και στη θάλασσα.
Μου οφειλόταν ένα πλάτος. Πες πως το πήρα.
Φοβήθηκα τη μοναξιά
και φαντάστηκα ανθρώπους.
Τους είδα να πέφτουν
απ’ το χέρι μιας ήσυχης σκόνης,
που διέτρεχε μιαν ηλιαχτίδα
κι άλλους από τον ήχο μιας καμπάνας ελάχιστης.
Και ηχήθηκα σε κωδωνοκρουσίες
ορθόδοξης ερημίας.
Όχι, δεν είμαι λυπημένη.
Έπιασα και φωτιά και σιγοκάηκα.
Και δεν μου ‘λειψε ούτε των φεγγαριών η πείρα.
Η χάση τους πάνω από θάλασσες κι από μάτια,
σκοτεινή με ακόνισε.
Όχι, δεν είμαι λυπημένη.
Όσο μπόρεσα έφερ’ αντίσταση σ’ αυτό το ποτάμι
όταν είχε νερό πολύ, να μη με πάρει,
κι όσο ήταν δυνατόν φαντάστηκα νερό
στα ξεροπόταμα
και παρασύρθηκα.
Όχι, δεν είμαι λυπημένη.
Σε σωστή ώρα νυχτώνει.
=====================
Κική Δημουλά «Ὁ Πληθυντικός Ἀριθμός»
Ὁ ἔρωτας,
ὄνομα οὐσιαστικόν,
πολύ οὐσιαστικόν,
ἑνικοῦ ἀριθμοῦ,
γένους οὔτε θηλυκοῦ οὔτε ἀρσενικοῦ,
γένους ἀνυπεράσπιστου.
Πληθυντικός ἀριθμός
οἱ ἀνυπεράσπιστοι ἔρωτες.
======================
Ὁ φόβος,
ὄνομα οὐσιαστικόν,
στήν ἀρχή ἑνικός ἀριθμός
καί μετά πληθυντικός:
οἱ φόβοι.
Οἱ φόβοι
γιά ὅλα ἀπό δῶ καί πέρα.
=======================
Ἡ μνήμη,
κύριο ὄνομα τῶν θλίψεων,
ἑνικοῦ ἀριθμοῦ,
μόνον ἑνικοῦ ἀριθμοῦ
καί ἄκλιτη.
Ἡ μνήμη, ἡ μνήμη, ἡ μνήμη.
========================
Ἡ νύχτα,
ὄνομα οὐσιαστικόν,
γένους θηλυκοῦ,
ἑνικός ἀριθμός.
Πληθυντικός ἀριθμός
οἱ νύχτες.
Οἱ νύχτες ἀπό δῶ καί πέρα.
===================================
ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΑΡΑΝΤΑΡΗΣ
ΠΟΙΟΣ ΕΙΝΑΙ ΤΡΕΛΟΣ ΑΠΟ ΕΡΩΤΑ
Ποιος είν’ τρελός από έρωταας κάνει λάκκους την αυγή
να πάμε εκεί
να πιούμε τη βροχή
Μια που εμείς σ’ όποια στέγη αράξουμε
σ’ όποιαν αυλή
ο άνεμος χαλνάει τον ουρανό τα δέντρα
κι η στείρα γη
μέσα σ’ εμάς βουλιάζει
Ποιος είν’ τρελός από έρωτα
ας κάνει λάκκους την αυγή
να πάμε εκεί
να πιούμε τη βροχή
======================
Γιώργος Σαραντάρης «Δεν είμαστε ποιητές σημαίνει...»
Δεν είμαστε ποιητές σημαίνει φεύγουμε,
σημαίνει εγκαταλείπουμε τον αγώνα,
παρατάμε τη χαρά στους ανίδεους,
τις γυναίκες στα φιλιά του ανέμου
και στη σκόνη του καιρού.
Σημαίνει πως φοβόμαστε
και η ζωή μάς έγινε ξένη,
ο θάνατος βραχνάς.
Ο Γιώργος Σαραντάρης θέλοντας να τονίσει τον εξαιρετικά σημαντικό ρόλο των ποιητών προσεγγίζει το θέμα του μέσω ενός αρνητικού ορισμού, παρουσιάζοντας έτσι, όχι ποια είναι τα χαρακτηριστικά του ποιητή, αλλά τι σημαίνει να μην είναι κάποιος ποιητής. Με την προσέγγιση αυτή η ιδιαίτερη προσφορά των ποιητών δίνεται με μεγαλύτερη έμφαση, καθώς ο αναγνώστης σε κάθε αρνητική διατύπωση αναζητά νοητά το αντίθετό της, για να σχηματίσει στη σκέψη του τον πλήρη ορισμό του ποιητή.
Όπως γίνεται αντιληπτό απ’ τις σκέψεις που καταγράφει ο Σαραντάρης οι ποιητές δε νοούνται πλέον ως πνευματικοί άνθρωποι που απέχουν από τα ζητήματα της καθημερινότητας, ασχολούμενοι αποκλειστικά με το ποιητικό τους έργο. Οι ποιητές κατέχουν πια πρωταρχικό ρόλο στους αγώνες της κοινωνίας, πρωτοστατούν στον αγώνα της ζωής και μέσα από το έργο τους καθοδηγούν και τους άλλους ανθρώπους, προσφέροντάς τους τη δυνατότητα να κατανοήσουν καλύτερα όσα συμβαίνουν γύρω τους.
Οι ποιητές, ως ευαίσθητοι δέκτες των μηνυμάτων της πραγματικότητας, αντιλαμβάνονται γοργά τις επερχόμενες εξελίξεις και φροντίζουν μέσω του έργου τους για την αφύπνιση των συνανθρώπων τους. Οι ποιητές δε στέκουν ως αμέτοχοι παρατηρητές, αλλά με αυξημένη αίσθηση καθήκοντος, καταγγέλλουν τα κακώς κείμενα και δίνουν μιαν αδιάκοπη μάχη ενάντια σ’ εκείνους που επιχειρούν την εκμετάλλευση και την υπονόμευση των πολιτών. Πηγή. latistor.gr
=======================
ΜΙΛΩ
Μιλῶ γιατὶ ὑπάρχει ἕνας οὐρανὸς ποὺ μὲ ἀκούει
Μιλῶ γιατὶ μιλοῦν τὰ μάτια σου
Καὶ δὲν ὑπάρχει θάλασσα δὲν ὑπάρχει χώρα
Ὅπου τὰ μάτια σου δὲ μιλοῦν
Τὰ μάτια σου μιλοῦν ἐγὼ χορεύω
Λίγη δροσιὰ μιλοῦν κι ἐγὼ χορεύω
Λίγη χλόη πατοῦν τὰ πόδια μου
Ὁ ἄνεμος φυσᾶ πού μᾶς ἀκούει.
κατέβαινε από το αέτωμα.
Κουρασμένη από τους τουρίστες
έκανε το ζεστό λουτρό της και μετά
ώρα πολλή μπροστά στον καθρέφτη
χτένιζε τα χρυσά μαλλιά της.
Η ομορφιά της ήταν για πάντα
σταματημένη μες στο χρόνο.
Τότε τον έβλεπε πάλι εκεί
σε κάποια σκοτεινή γωνιά να την παραμονεύει.
Ερχόταν πίσω της αθόρυβα
της άρπαζε τη μέση και το στήθος
και μαγκώνοντας τα λαγόνια της
με το ένα του πόδι
έμπηγε τη δυνατή του φτέρνα
στο πλάι του εξαίσιου μηρού της.
Καθόλου δεν την ξάφνιαζε
κάθε φορά που της ριχνόταν.
Άλλωστε το περίμενε, το είχε συνηθίσει πια.
Αντιστεκόταν τάχα σπρώχνοντας
με τον αγκώνα το φιλήδονο κεφάλι του
και καθώς χανόταν όλη
μες στην αρπάγη του κορμιού του
τον ένιωθε να μεταμορφώνεται
σιγά σιγά σε κένταυρο.
Τώρα η αλογίσια οπλή του
την πόναγε κάπου εκεί
γλυκά στο κόκαλο
και τον ονειρευότανε παραδομένη
ανάμεσα στο φόβο της και τη λαγνεία του
να τη λαξεύει ακόμη.
Στο ποίημα επιχειρούνται δύο υπερβάσεις: Με την πρώτη η Δηιδάμεια επαναφέρεται στη ζωή και αποχτάει ανθρώπινη υπόσταση, γίνεται πρόσωπο καθημερινό. Με τη δεύτερη αισθάνεται τον εαυτό της όχι μόνο ως αντικείμενο του πόθου του Κένταυρου (σύμφωνα με το σύμπλεγμα), αλλά του ίδιου του τεχνίτη (σύμφωνα με το ποίημα). Όπως θα διαπιστώσατε η ποιητική διεργασία ακολουθεί την εξής διαδρομή: πίσω από τα σημαινόμενα του συμπλέγματος (ερωτική επιθυμία του Κένταυρου για τη Διηδάμεια) βλέπει τον τεχνίτη, που βαθμιαία ταυτίζεται με τον Κένταυρο. Πρόκειται για μια ταύτιση που η αφετηρία της δεν είναι μόνο ψυχολογική αλλά και αισθητική: ο καλλιτέχνης, για να είναι αποτελεσματικός, πρέπει να ταυτίζεται, να μπαίνει όπως λέμε στο πετσί των προσώπων που ιστορεί ή πλάθει.
Το άγαλμα: Πρόκειται για λεπτομέρεια του δυτικού αετώματος του ναού του Διός στην Ολυμπία, που εκτίθεται στο εκεί αρχαιολογικό Μουσείο. Το αέτωμα αυτό παριστάνει τη μάχη μεταξύ Λαπιθών και Κενταύρων. Σύμφωνα με τη μυθολογία οι Λαπίθες ήταν λαός της Θεσσαλίας που κατοικούσε κοντά στο Πήλιο. Οι Κένταυροι ήταν τερατόμορφα όντα με σώμα ανθρώπου ως τη μέση και αλόγου κάτω από τη μέση. Όταν, λέει ο μύθος, παντρευόταν ο βασιλιάς των Λαπιθών Πειρίθους με τη νύμφη Δηιδάμεια, κάλεσε στο γάμο του το Θησέα, καθώς και τους γείτονές του Κενταύρους. Στο γαμήλιο συμπόσιο ο βασιλιάς των Κενταύρων Ευρυπίων μέθυσε και επιτέθηκε ερωτικά κατά της Δηιδάμειας. Ακολούθησε μάχη και οι Λαπίθες καταδίωξαν τους Κενταύρους. Η λεπτομέρεια στην οποία αναφέρεται το ποίημα παριστάνει τον Κένταυρο Ευρυπίωνα να αγκαλιάζει βίαια τη νύμφη Δηιδάμεια. Ολη η παράσταση της μάχης θεωρείται ότι εκφράζει την πάλη του πνεύματος με τα ζωώδη πάθη.
Ο τεχνίτης: Ο γλύπτης του αετώματος. Είναι άγνωστος, ανήκει πάντως στα μέσα του 5ου αι. π.Χ.
========================
Τα αντικλείδια
Η Ποίηση είναι μια πόρτα ανοιχτή.
Πολλοί κοιτάζουν μέσα χωρίς να βλέπουν
τίποτα και προσπερνούνε. Όμως μερικοί
κάτι βλέπουν, το μάτι τους αρπάζει κάτι
και μαγεμένοι πηγαίνουνε να μπουν.
Η πόρτα τότε κλείνει. Χτυπάνε μα κανείς
δεν τους ανοίγει. Ψάχνουνε για το κλειδί.
Κανείς δεν ξέρει ποιος το έχει. Ακόμη
και τη ζωή τους κάποτε χαλάνε μάταια
γυρεύοντας το μυστικό να την ανοίξουν.
Φτιάχνουν αντικλείδια. Προσπαθούν.
Η πόρτα δεν ανοίγει πια. Δεν άνοιξε ποτέ
για όσους μπόρεσαν να ιδούν στο βάθος.
Ίσως τα ποιήματα που γράφτηκαν
από τότε που υπάρχει ο κόσμος
είναι μια ατέλειωτη αρμαθιά αντικλείδια
για ν’ ανοίξουμε την πόρτα της Ποίησης.
Μα η Ποίηση είναι μια πόρτα ανοιχτή.
ð Πολλές είναι οι απόπειρες των ποιητών να ορίσουν την ποίηση:
Η ποίηση είναι ανάπτυξη ενός επιφωνήματος (Βαλερύ).
Η ποίησις είναι ανάπτυξις στίλβοντος ποδηλάτου (Εμπειρίκος).
Η ποίησις είναι το καταφύγιο που φθονούμε (Καρυωτάκης).
ð Να προσεχθεί πως ενώ το κλειδί είναι ένα, τα αντικλείδια είναι πολλά.
Σχόλιο
Το ποίημα είναι ένας μύθος για την ποίηση και αφηγείται μία επαναλαμβανόμενη ανά τους αιώνες απόπειρα να παραβιασθεί η ανοιχτή της πόρτα. Το πρόσωπο που αφηγείται έχει καθολική εποπτεία στον χώρο που είναι ο κόσμος και στον χρόνο που είναι από τότε που υπάρχει ο κόσμος. Αξίζει να προσεχθεί ότι το ποίημα τελειώνει όπως άρχισε (κύκλος) και γίνεται έτσι το ίδιο φορέας της εμπειρίας που περιγράφει.
ΠΗΓΗ: https://latistor.blogspot.co
Γιώργος Μαρκόπουλος
«Τα ποιήματα, ένα ποτάμι, ο ποιητής»
Τα ποιήματα είναι τόσο δύσκολα, το ξέρετε.
Και αν σηκώσεις τις λέξεις, είναι τόσο θλιμμένα
σαν δάχτυλα που πόνεσες μια νύχτα με αγωνίες.
Ένα ποτάμι είναι ένας ξένος που κρύβεται, το ξέρετε.
Την ημέρα πηγαίνει στη θάλασσα.
Το απόγευμα λουφάζει ακίνητο
σαν αγρίμι που πέρασαν δίπλα του κυνηγοί.
Ο ποιητής, ένας δήθεν αδιάφορος
που κρύβει τα χέρια του στις τσέπες.
(Οι πυροτεχνουργοί, 1979)
Ο Γιώργος Μαρκόπουλος συνθέτει ένα ποίημα ποιητικής στο οποίο πραγματεύεται τόσο τη δυσκολία της ποιητικής δημιουργίας, όσο και τη στάση του ποιητή απέναντι σε ό,τι αποτελεί το πρωτογενές υλικό της τέχνης του.
Η πρώτη στροφή ξεκινά με τη διαπίστωση του ποιητή πως όλοι γνωρίζουν πόσο δύσκολα είναι τα ποιήματα, πόσο εξαντλητικά απαιτητική είναι η σύνθεση και η δημιουργία ποίησης. Αν σηκώσεις, μας λέει ο ποιητής τις λέξεις των ποιημάτων, αν προσπαθήσει δηλαδή κάποιος να ελέγξει τα συστατικά στοιχεία του ποιήματος, θα εντοπίσει τη θλίψη που κρύβουν. Μοιάζουν με τα δάχτυλα ενός ανθρώπου, που σε μια νύχτα αγωνίας τα έχει καταπονήσει σφίγγοντάς τα.
Μια παρομοίωση οικεία για κάθε άνθρωπο που έχει πονέσει κι έχει ενστικτωδώς σφίξει τα σκεπάσματα του κρεβατιού, σε μια προσπάθεια να εκτονώσει την ένταση της ψυχής του.
---------------------------------------------------------
- Το βουνό ολόκληρο, αποβραδίς ήδη,
έτσι που τα δέντρα ησυχία δεν βρίσκαν,
ώσπου η νύχτα σιγά σιγά στην αγκαλιά της τα συνεπήρε.
Τίποτα πια δεν ακουγόταν μα ούτε και φαινόταν.
Την άλλη μέρα μονάχα προς το μεσημέρι
νέκρα απλωνόταν παντού
και αίμα από τραυματισμένο αγρίμι που πάει στη φωλιά του
πάνω στο χιόνι.
-Ναι, τους είδα και έπαιζαν στον άλλο κόσμο τάβλι,
όλους εκείνους της τάξεως των αγροφυλάκων
που μας έπαιρναν τις σφενδόνες τότε και τα σταφύλια·
και ήταν χαρούμενοι, ναι, τους είδα, σας λέω,
με τις στολές τους, και έπαιζαν τάβλι με ζάρια τα δόντια τους.
- Έβαλαν ένα κερί πάνω σε ένα τραπέζι
-μνημόσυνο ποιητού-
και μαζεύτηκαν πέντ' έξι εφτά -ποιητές κι αυτοί-
και διάβαζαν, διάβαζαν ποιήματα του χαμένου,
και ολόλυζαν και χειροκροτούσαν και δάκρυζαν
και φώναζαν και αλάλαζαν και έκλαιγαν και πάλι,
και χειροκροτούσαν και φώναζαν και αλάλαζαν
ξανά, ξανά, ξανά και ξανά.
Σκύλοι που έκλαιγαν σκύλο.
Κρυφός κυνηγός, Κέδρος, 2010
========================
Πού πήγαν όλοι, πού χάθηκαν;
Αυτός που κάποτε ήθελε να αλλάξει τον κόσμο,
το παιδί που μικρό ήσυχο δεν καθόταν,
ο άλλος μετά, του έρωτα ο έφηβος ο πληγωμένος,
ο ατίθασος του στρατού ο σκληρός ο ατρόμητος,
των δρόμων ο φλογερός οδοιπόρος ακόμη,
πού πήγαν, πού χάθηκαν;
Ένας άνεμος τους φύσηξε, τους τύλιξε.
Κι εκείνος που φοβήθηκε, μένοντας μόνος, την αϋπνία,
ορίστε, να τος, γυρνά τώρα στους δρόμους
κρατώντας στα χέρια μήλα και σόμπες.
Κρυφός κυνηγός, Κέδρος, 2010
στη στράτα και στα ξώστρατα, που παν κατά την Πάργα.
Δεν ήταν ούτε δέκα, ούδ΄ εκατόν. Καθείς στο χέρι εκράτει
κι΄ από ΄να σάκκον τρίχινο, κι΄ οι σάκκοι ήταν γεμάτοι.
Κι΄ εκείνοι σαν να πήγαιναν σε πανηγύρι γάμου,
λες κι΄ είχαν όλοι τους φτερά και δεν πατούσαν χάμου.
-Κι΄ αν είστε και φαντάσματα μπορώ να σας ρωτήσω.
Που πάτε τόσο βιαστικά?
-Πάμε στην Πάργα πίσω.
-Και μες΄ στους σάκκους τι έχετε κρυμμένα, βρυκολάκοι,
-Με πεθαμένων κόκκαλα γεμάτοι είν΄ όλοι οι σάκκοι.
Διαβάτη δεν τα γνώρισες τ΄Αλή-Πασά τα χρόνια.
Σταλμένος απ΄ τα Τάρταρα τα μαύρα καταχθόνια,
σα να βουλήθηκε απ΄ τη γη κάθε καλό να λείψει,
έσπερνε το ξολόθρεμα, το χαλασμό, τη θλίψη.
Τότε στα χέρια του έπεσε κι΄ η Πάργα, η παινεμένη.
Μα η Πάργα κιαν σκλαβώθηκε, ψυχή δεν απομένει.
Άνδρες, γυναίκες και παιδιά και νιοι και γέροι κι΄ όλοι
αφήνοντας παντέρημη τη σκλαβωμένη πόλη,
εξεκινήσαμε μαζί να βρούμε αλλού πατρίδα.
Πως το θυμούμαι! Συμφορές πολλές στον κόσμο είδα
και γνώρισα στη ζήση μου, καμμιά όμως σαν εκείνη,
Μια είν΄ η πατρίδα καθενός, δεύτερη δεν θα γίνει!...
Πριν ξεκινήσουμε μαζί τη νύχτα με φανάρια
στο κοιμητήρι επήγαμε κρατώντας τα΄ αξινάρια,
κι΄ απ΄ άκρη ως άκρη σκάβοντας το κάναμε χωράφι
κι΄ ανοίξαμε τα μνήματα κι΄ έγιναν λάκκοι οι τάφοι,
και πήραμε τα κόκαλα και τους σταυρούς ακόμα,
για να μη μείνει τίποτα στο σκλαβωμένο χώμα.
Και φύγαμε. Περνά καιρός και εμείς αγάλι-αγάλι
πεθαίναμε κι η μια γενιά κληρονομάει την άλλη.
Ως ότου χθες μεσάνυχτα, κράζοντας πέρα ως πέρα
μια σάλπιγγα ετρικύμησε τον ξάστερον αγέρα
σαν τα΄ Αρχαγγέλου η σάλπιγγα για την στερνή την κρίση.
Τα κόκαλα, που λευτεριά τους είχαμε χαρίσει
κι΄ ανήσυχα, ανυπόμονα την ώρα καρτερούσαν,
(γιατί στην έρμη ξενιτιά την Πάργα ελαχταρούσαν)
πήραν φωνή, κι΄ ανάκραζαν, φωνή βαθειά μεγάλη:
-«Η Πάργα ξεσκλαβώθηκε, πηγαίνετέ μας πίσω πάλι».
Πρώτη μέρα στὸ σχολειό
«Τόση βιάση καὶ σπουδή;
Γιὰ ποῦ πᾶς, καλὸ παιδί;
Κίνησες νωρὶς-νωρὶς
καὶ τρεχάτος προχωρεῖς;
Στάσου δὰ νὰ διασκεδάσεις
μὲ τὶς ὀμορφιὲς τῆς Πλάσης!
Κόψε ἀπ᾿ τὰ περβόλια πάλι
τοῦ χινόπωρου τὰ κάλλη!»
«Νὰ σταθῶ; Δὲν εὐκαιρῶ,
γιατὶ πάω στὸ φτερό.
Καὶ ποῦ πάω, νὰ στὸ πῶ;
Στὸ σχολειό μου π᾿ ἀγαπῶ!
Ἄνοιξε γιὰ πρώτη μέρα.
Βλέπεις τὰ παιδιὰ ἐκεῖ πέρα;
Ἔχουν μόνα τους ταιριάξει
χωριστὰ κάθε μιὰ τάξη».
«Εἶσαι, βλέπω, μαθητής.
Μὰ στὸν ὦμο τὶ κρατεῖς,
ποὺ μὲ τὴ ματιὰ τὴν πρώτη
σ᾿ ἔκαμα γιὰ στρατιώτη;»
«Εἶναι τ᾿ ἄρματά μου αὐτά,
τ᾿ ἀκριβά τ᾿ ἀγαπητά:
Τὸ κοντύλι μου κι ἡ πλάκα,
τὸ βιβλίο μου στὴ σάκα.
Κι ἔλα πιὰ νὰ σὲ χαρῶ,
μὲ ρωτᾶς κι ἀργοπορῶ...
Εἶναι ἡ ὥρα περασμένη,
ἄκου, ὁ κώδωνας σημαίνει.
========================
Φεγγαράκι
Φεγγαράκι ἀληθινὸ
βγαίνει πίσω ἀπ᾿ τὸ βουνό.
Μιὰ φωνὴ τραγουδιστὴ
στὰ σοκάκια κελαηδεῖ,
κάποιο ἀγόρι περπατεῖ,
καὶ γλυκὰ τὸ τραγουδεῖ.
«Φεγγαράκι μου λαμπρό,
φέγγε μου νὰ περπατῶ.
Φεγγαράκι μου καλό,
χαϊδεμένο κι ἁπαλὸ
φέγγε μέσα στὴν αὐλή,
φέγγε στ᾿ ἄσπρα μας σκαλιά,
τοῦ τζαμιοῦ μας τὸ γυαλί,
στοῦ παπποῦ τ᾿ ἄσπρα μαλλιά,
φεγγαράκι μου λαμπρό,
χαρωπό, λυπητερό».
Φεγγαράκι ἀληθινό,
συργιανᾶ στὸν οὐρανό.
Τὸ τραγούδι τὸ γλυκὸ
σβήνει μὲς τὴ γειτονιά.
Τὸ παιδί, περαστικό,
θἄχει στρίψει ἀπ᾿ τὴ γωνιά.
Φεγγαράκι μου λαμπρό,
σ᾿ ἀγαπῶ σὰ θησαυρό.
=======================
Τριαντάφυλλα μιανῆς μέρας
Τριαντάφυλλα μιανῆς ἡμέρας τ᾿ Ἅη Γιωργιοῦ,
στὰ κοριτσίστικα τὰ χέρια ἑνὸς παιδιοῦ,
τριαντάφυλλα δικά σου καὶ νὰ τὰ κρατεῖς,
σὰν ἀναπάντεχο καλὸ μεσοστρατίς!
Τὰ πολυδουλεμένα, τριπλοσκαλιστά,
πολύδιπλα, πολύφυλλα, ἀνοιχτά!
τ᾿ ἀγέρι τὰ συγκρούει, τ᾿ ἀγέρι τὸ ψιλό,
καὶ γιὰ ξεφύλλισμα τ᾿ ἀνοίγει ἀπατηλό...
Ἄνοιξη ἡ γειτονιὰ κι ἡ μέρα ζωγραφιά!
Πολὺ ἦταν ν᾿ ἀξιωθῶ παρόμοιαν ὀμορφιά,
-τριαντάφυλλο τὸ στόμα μου τριανταφυλλὶ
τ᾿ ἄνθια τ᾿ ἁμαρτωλὰ στὸ στόμα νὰ φιλεῖ.
(Γίνεται νὰ χωρεῖς τριαντάφυλλο, χωρὶς
τριαντάφυλλο καὶ σὺ στὸ στόμα νὰ φορεῖς;
Κι ἂν γεύτηκες ποτὲ πιοτὸ δροσιστικό,
γιὰ στόμα εἶχες κι ἐσὺ τριαντάφυλλο γλυκό).
Ποτὲς τὰ μάτια μου στὰ μάτια σου μπροστὰ
δὲ μὲ μαρτύρησαν ὅσο στὰ ρόδα αὐτά,
-γιατί ἤσουν ἕνα ἐσύ, μ᾿ αὐτά, κι ἐσὺ μαζί,
καὶ γιατί ἀπάνω τους μεγάλωνες κι ἐσύ.
Γιατὶ τὸ μάντεψα ποιὰν εἶχαν ἀφορμὴ
στὸ δρόμο οἱ πηγαιμοί, στὸ δρόμο κι οἱ ἐρχομοί,
τὰ εὔκαιρα γόνατα-γιὰ τρέξιμο γοργά-
τὰ εὔκαιρα ποὺ ἔπαιζαν τὰ γόνατα ζυγά,
στὸ δρόμο ἢ σ᾿ ἀψηλὸ μπαλκόνι ἀντικρυνό-
-ὢ ἀγάπη τῶν δεκάξι μου χρονῶ.
του έρωτα πάλι το στενό,
ώσπου να πέσει η σκοτεινιά
μια μέρα του θανάτου…
Στενό βαθύ και θλιβερό,
που θα θυμάμαι για καιρό,
– τι μου στοιχίζει στην καρδιά
το ξαναπέρασμά του;
Ας είναι, ωστόσο, – τι ωφελεί;
Γυρεύω πάντα το φιλί,
στερνό φιλί, πρώτο φιλί
και με λαχτάρα πόση!
Γυρεύω πάντα το φιλί
που μου το τάξανε πολλοί,
κι όμως δεν μπόρεσε κανείς
ποτέ να μου το δώσει…
Ίσως μια μέρα, όταν χαθώ,
γυρνώντας πάλι στο βυθό
και με τη νύχτα μυστικά,
γίνουμε πάλι ταίρι,
αυτό το ανεύρετο φιλί,
που το λαχτάρησα πολύ,
– σα μια παλιά της οφειλή
– να μου το ξαναφέρει…
ΨΥΧΗ ΤΗΣ ΝΥΧΤΑΣ
Παίζει το φως με το νερό, στην άκρη του γιαλού,
μα γω είμαι μόνος και μακριά – κι είναι η ψυχή μου αλλού·
κι ενώ στα γύρω φαίνεται χαμένη και δοσμένη,
με διπλωμένα τα φτερά, το δειλινό προσμένει.
γιατί, η ψυχή μου, όσο το φως απλώνεται, δε ζει,
είν’ αδερφή των σκοταδιών και χάνεται μαζί
κι ανίσως, τώρα, μες στο φως, έτσι μακριά μου μοιάζει
πάλι θα ζήσουμε μαζί τις ώρες που βραδιάζει…
ΚΙ ΕΤΣΙ, ΕΙΝΑΙ ΚΑΠΟΥ ΜΙΑ ΨΥΧΗ
Κι έτσι, είναι κάπου μια ψυχή κι ανίδεη και καλή,
που την ποθώ και με ποθεί, και πού με περιμένει,
—μα πέφτει η νύχτα τι νωρίς, κι οι δρόμοι είναι θολοί,
κι όλοι τραβάμε βιαστικοί, σαν αργοπορημένοι…
Το βράδι πέφτει, κι είν’ άργά, κι oι δρόμοι είναι θολοί,
κι ούτε πιο γνώριμα—με τι;—μπορούμε να ντυθούμε.
Κι ένα παρόμοιο δειλινό, θλιμμένοι πιο πολύ,
δίπλα θ’ αντιπεράσουμε και δε θ’ απαντηθούμε…
ΝΥΧΤΕΡΙΝΟ
Ένα φεγγάρι πράσινο μεγάλο
που λάμπει μες τη νύχτα,
τίποτ’ άλλο
Και μόνο ένα παράπονο μεγάλο,
στα βάθη του μυαλού μου,
τίποτ’ άλλο
Μια φωνή που γροικιέται μες στο σάλο
και που σε λίγο παύει,
τίποτ’ άλλο
Και μόνο ένα παράπονο μεγάλο,
στα βάθη του μυαλού μου,
τίποτ’ άλλο
Πέρα μακριά κάποιο στερνό σινιάλο
του βαποριού που φεύγει,
τίποτ’ άλλο
Και μόνο ένα παράπονο μεγάλο,
στα βάθη του μυαλού μου,
τίποτ’ άλλο.
ΣΑΝ ΤΑ ΦΤΕΡΑ ΤΟΥ ΚΥΚΝΟΥ
Σαν τα φτερά του κύκνου ο ποιητής
ολόλευκος φτερούγισε την πλάση.
Τα πάθη και τα μίση της ζωής
δε γνώρισε γιατί είχε μόνος πλάσει,
ονειρεμένο κόσμο της στοργής
που ο πόνος κι η αγάπη είχε φωλιάσει,
κι έψαλλε μες στον κόσμο της ζωής
ό,τι ο θλιμμένος νους του είχε αγκαλιάσει.
Πήρε απ’ το δάκρυ φλόγα και δροσιά
κι εστάλαξε στον πονεμένο στίχο
σαν έβγαινε με πόθο απ’ την καρδιά.
Πήρε του κρίνου την αγνή ευωδιά
κι εσκόρπισε την αρμονία στον ήχο
ενώ η ψυχή του σπάραξε κρυφά.
ΣΑΝ ΑΕΡΑΚΙ
Χρυσή μου αγάπη, αν ήξερες
τι μέλι είσαι για μένα...
Τα μπουμπουκάκια τα όμορφα,
τα μοσχομυρισμένα.
Και τα αγεράκια που φυσούν
Σα λιποθυμισμένα,
δεν έχουνε το βάλσαμο
που `χεις εσύ για μένα...
Της λίμνης τ’ αφρολούλουδο
και του γιαλού η γαλήνη.
Η σμύρνα, το ροδόσταμο
που αργοσταλάει και σβήνει.
Κι οι ροδωνιές, κι η ολόδροση
του κήπου ανθόπλημμύρα,
των δυο χειλιών σου των γλυκών
δεν στάζουνε τα μύρα...!!!
Πάω στην τρισέρημη αμμουδιά
και μόνη τι να κάμω;
Χαράζω κύκλους απαλούς
Στο μουσκεμένον άμμο...
Σαν αγεράκι χάνονται στο κύμα
Απάνω απάνω
Και απόμεινα στην ερημιά
Μονάχη... Τι να κάμω!!!
Τώρα το ετοιμοθάνατο
βαλσαμωμένο αγέρι,
γλυκά τραγούδια θλιβερά
ν’ αναστενάξει ξέρει...
Αλήθεια! Ξέρει πιο γλυκά
να τραγουδάει από μένα!
Εγώ δεν ξέρω πιο γλυκά
μα ξέρω πιο θλιμμένα...
ΠΡΟΣΜΕΝΩ ΠΑΛΙ
Θυμᾶμαι, νύχτα ἦταν βαθειά,
μὰ ἡ μέρα κόντευε νὰ φτάσει,
καθὼς κινήσαμε μαζί,
γιὰ νὰ χαθοῦμε μὲς στὴν πλάση...
Και σ᾿ ὅσα πέσαμε κακά,
παγίδες, λάθη, πλάνες, πάθη,
κανένας μας δὲ μπορεῖ πιὰ
μήτε νὰ δεῖ μήτε νὰ μάθει...
Πόσο παλέψαμε κι οἱ δυὸ
καὶ κυλιστήκαμε στὸ χῶμα,
ζητώντας καὶ τὰ πιὸ μικρά,
-δὲ θὰ τὸ πεῖ κανένα στόμα...
Κι ἐπειδὴς εἴχαμε δεχτεῖ,
καθένας τὴ δική του μοῖρα,
πῆρες τὸν ἕνα δρόμο ἐσύ,
κι ἐγὼ τὸν ἄλλο δρόμο πῆρα.
Κι ἀφοῦ χαθήκαμε καιρὸ
καὶ πλανηθήκαμε στὴν τύχη,
(κι ὡς τώρα, μόνος μας δεσμὸς
δὲν ἦταν παρὰ κάποιοι στίχοι),
τώρα, ποὺ τ᾿ ὄνειρο γιὰ μᾶς
τὰ φῶτα σβήνει τὰ στερνά του,
-προσμένω, πάλι, νὰ σὲ βρῶ,
μὲς στὴ γαλήνη τοῦ θανάτου...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου