Άφοβον ο θεός
Σύμφωνα με τον Επίκουρο και πολλούς άλλους Έλληνες της εποχής του οι Θεοί δεν ήταν όπως οι άνθρωποι, με επιθυμίες και πάθη αλλά τέλεια όντα χωρίς καμία επιθυμία που εξ ορισμού δεν ανακατεύονταν στα ανθρώπινα πράγματα. Αυτό γιατί η όποια ενέργεια των Θεών θα φανέρωνε κάποιο σκοπό και ως εκ τούτου κάποια επιθυμία. Αυτό με τη σειρά του θα φανέρωνε κάποια έλλειψη που αυτομάτως θα καθιστούσε το Θεό λιγότερο από τέλειο. Σύμφωνα με τον Επίκουρο επομένως οι Θεοί υπάρχουν μεν αλλά δεν ασχολούνται εξ ορισμού με τα ανθρώπινα πράγματα.
Ανύποπτον ο θάνατος
Σύμφωνα με τον Επίκουρο «Ο θάνατος δεν σημαίνει τίποτε για εμάς…όταν υπάρχουμε ο θάνατος δεν είναι παρών ενώ όταν ο θάνατος είναι παρών εμείς έχουμε πάψει να υπάρχουμε.» Οι Επικούρειοι δεν συμμερίζονταν την κοινή πεποίθηση της εποχής στην ύπαρξη ζωής μετά θάνατον και θεωρούσαν ότι με τον θάνατο όλα τελειώνουν καθώς δεν έβλεπαν κάποιο αποδεικτικό στοιχεία για την ύπαρξη της υποτιθέμενης μετά θάνατον ζωής. Σύμφωνα με τον Επίκουρο ο θάνατος είναι η μεγαλύτερη από όλες τις αγωνίες, τόσο σε διάρκεια όσο και σε ένταση. Αυτή οδήγησε και στη δημιουργία της θεωρίας περί μετά θάνατον ζωής η οποία όμως με τη σειρά της δημιουργεί αγωνία στους ανθρώπους καθώς συνεπάγεται είτε μια αιωνιότητα ευτυχίας για τους ηθικούς είτε μια αιωνιότητα δυστυχίας για τους ανήθικους. Οι Επικούρειοι διαλύουν αυτή την αγωνία μη πιστεύοντας στη θεωρία περί μετά θάνατον ζωής.
Ταγαθόν μεν εύκτητον
Εδώ ο φιλόσοφος εννοεί ότι τα απολύτως απαραίτητα (τροφή, στέγη, κτλ) είναι πολύ εύκολο να αποκτηθούν από οποιονδήποτε. Όταν κάποιος θέλει περισσότερα από όσα χρειάζεται (λαιμαργία, φιλαργυρία, απληστία, ζήλια, φιληδονία, κτλ) τότε δημιουργεί ανάγκες οι οποίες μένοντας ανεκπλήρωτες οδηγούν στη δυστυχία. Οι ανάγκες όμως αυτές είναι για τον Επίκουρο πλασματικές ενώ αυτά που πραγματικά χρειάζεται κάποιος είναι πολύ εύκολο να αποκτηθούν.
Το δε δεινόν ευκαρτέρητον
Σύμφωνα με τους Επικούρειους, ο πόνος είναι είτε σύντομος και δριμύς είτε χρόνιος και μικρός. Στην πρώτη περίπτωση, ο πόνος θα περάσει σχετικά γρήγορα, ενώ στην δεύτερη, ο πόνος συνηθίζεται σχετικά εύκολα. Ο πόνος που είναι και δριμύς και χρόνιος είναι πολύ σπάνιος, και αναγκαστικά θα πρέπει να τον προσπεράσουμε γιατί δεν έχουμε άλλη επιλογή. Έτσι δεν χρειάζεται κανείς να αγωνιά και να φοβάται τον πόνο και την δυστυχία.
ΥΓ Επικούρειου Πέπου: τις αρρώστιες πρέπει να φοβόμαστε και όχι τον Θάνατο, τους δεινόσαυρους τους φοβάσαι; Όχι γιατί δεν υπάρχουν, έτσι είναι και ο Θάνατος, όταν υπάρχουμε εμείς δεν υπάρχει αυτός.
Ο άνθρωπος που έχει διαφωτιστεί από την επικούρεια φιλοσοφία θα αποπειραθεί να κάνει τις επιλογές εκείνες που θα τον οδηγήσουν στην ηδονή ή όπως την ευχαρίστηση συναίσθημα οικείο και συμβατό με τη φύση του, ενώ από την άλλη θα αποφύγει όποια κατάσταση μπορεί να του προκαλέσει πόνο.
Με ποια κριτήρια, όμως, κάποιος μπορεί να κάνει τις κατάλληλες επιλογές; Ποιο είναι το καλό που εύκολα μπορεί να το κατακτήσει και πώς μπορεί να παρακάμψει ή ακόμα καλύτερα να αντιμετωπίσει το κακό; Ο Επίκουρος σε μία προσπάθεια να δώσει ξεκάθαρες απαντήσεις σε αυτά τα ερωτήματα, προβαίνει σε μία ταξινόμηση των επιθυμιών.
Γενικά, οι επιθυμίες διαχωρίζονται σε αυτές που είναι φυσικές και σε αυτές που είναι μη φυσικές και τις οποίες χαρακτηρίζει μάταιες.
Φυσικές είναι αυτές που εναρμονίζονται πλήρως με την φύση. Πρόκειται, δηλαδή, για τις ανάγκες εκείνες που είναι οι πιο στοιχειώδεις για την ανθρώπινη επιβίωση.Οι επιτακτικές ανάγκες του σώματος είναι η ικανοποίηση της δίψας, της πείνας και της ασφάλειας από εξωγενείς κινδύνους.
Με άλλα λόγια, κάνει λόγο για τις ανάγκες που ο μέσος άνθρωπος ως επί το πλείστον τις θεωρεί εξ ολοκλήρου δεδομένες, ίσως επειδή χρειάζονται πολύ μικρή προσπάθεια, ώστε κάποιος να τις εξασφαλίσει.
Από την άλλη, οι μη φυσικές επιθυμίες είναι και μάταιες γιατί δεν υπάρχει όριο την εκπλήρωσή τους, το βάθος τους είναι αχανές και τελικά καταλήγουν να είναι επιφανειακές.Για αυτό το λόγο ακριβώς οι μη φυσικές επιθυμίες είναι και η πηγή κάθε δυστυχίας, καθώς «σε ό,τι αφορά τη φύση ακόμη και το πιο παραμικρό απόκτημα είναι πλούτος, ενώ σε ό,τι αφορά τις χωρίς όρια επιθυμίες ακόμη και ο μεγαλύτερος πλούτος είναι φτώχεια» (Bailey, 1926).
Μιλώντας για τις κενές επιθυμίες αρχίζει και διαφαίνεται μία διάκριση μεταξύ επιθυμίας και ηδονής (ή με άλλα λόγια ευχαρίστησης).Η σύγχρονη επιστήμη έχει αποκαλύψει ότι τα συστήματα επιθυμίας και ευχαρίστησης έχουν διαφορετικό βιολογικό υπόβαθρο: το σύστημα ντοπαμίνης σχετίζεται με την επιθυμία και αντίστοιχα το σύστημα ενδορφίνης με την ευχαρίστηση.
Το συγκεκριμένο εύρημα μπορούμε να το διαπιστώσουμε στην καθημερινή πράξη, αν παρατηρήσουμε ότι ο μέσος άνθρωπος συνήθως είναι ανίκανος να προβλέψει το πόσο θα επιδράσει στην ευτυχία του η εκπλήρωση των επιθυμιών του, αλλά φαντάζεται ότι θα συμβούν εξαιρετικά μεγάλες αλλαγές προς το καλύτερο, όταν τελικά εκπληρώσει τον διακαή του πόθο. Όταν δηλαδή ικανοποιούμε μία επιθυμία αυτό σημαίνει ότι μας κάνει και ευτυχισμένους;
Αυτή η παρεξήγηση προκαλείται από την ενδόμυχη πεποίθηση ότι από την στιγμή που θα αποκτήσει αυτό που επιθυμεί, αυτό με τρόπο αυτόματο θα τον κάνει και ευτυχισμένο. Ο Επίκουρος κάνοντας αυτό τον διαχωρισμό αποτρέπει τον άνθρωπο από το ατέρμονο κυνήγι κενών επιθυμιών και τόνισε ότι «δεν πρέπει να καταστρέφουμε αυτά που έχουμε τώρα, επειδή επιθυμούμε αυτά που δεν έχουμε, αλλά να αναλογιζόμαστε ότι και αυτά που έχουμε τώρα κάποτε τα επιθυμούσαμε».
Από τις φυσικές πάλι επιθυμίες, άλλες είναι αναγκαίες ενώ κάποιες άλλες απλώς μη αναγκαίες. Ο άνθρωπος θα πρέπει να δείχνει σύνεση προς τη μεριά των αναγκαίων. Το ερώτημα που τίθεται για ακόμη μία φορά είναι: πώς μπορεί κάποιος να κατανοήσει τι είναι αναγκαίο και τι όχι; Ο Επίκουρος για απάντηση προτείνει: «για κάθε σου επιθυμία πρέπει να θέτεις το ερώτημα: τι θα μου συμβεί αν γίνει αυτό που επιθυμώ και τι αν δεν γίνει;» Από την στιγμή που κάποιος έχει ικανοποιήσει τις στοιχειώδεις ανάγκες του, πρέπει να αντιμετωπίσει ένα πλήθος μελλοντικών επιλογών. Αν τα μελετήσουμε όλα αυτά χωρίς ψευδαισθήσεις θα μπορούμε να αναγάγουμε κάθε επιλογή μας ή αποφυγή μας στην υγεία του σώματος και στην γαλήνη της ψυχής, μιάς και αυτά είναι ότι έχει να σου προσφέρει μία ευτυχισμένη ζωή.
Από την άλλη, η λιτότητα για τον Επίκουρο έχει και αυτή τα όριά της. Όποιος το παραβλέπει αυτό παθαίνει κάτι αντίστοιχο με εκείνον που δεν βάζει φραγμό στις επιθμίες του. Οι πολυτέλειες στην ζωή δεν είναι απαραίτητα κάτι το οποίο θα πρέπει απαραίτητα να το αποφεύγουμε, αλλά να το απολαμβάνουμε και να το καλοδεχόμαστε όταν αυτό μας προκύπτει. Η πολυτέλεια γίνεται πηγή απογοήτευσης και προκαλεί πόνο όταν την κάνουμε στην ζωή μας αναγκαία, ως αυτοσκοπός χωρίς τον οποίο δεν μπορούμε να ζήσουμε. Για τον Επίκουρο «σε όποιον δεν είναι αρκετό το λίγο τίποτα δεν είναι αρκετό». Μάρω Μπέλλου
Με ποια κριτήρια, όμως, κάποιος μπορεί να κάνει τις κατάλληλες επιλογές; Ποιο είναι το καλό που εύκολα μπορεί να το κατακτήσει και πώς μπορεί να παρακάμψει ή ακόμα καλύτερα να αντιμετωπίσει το κακό; Ο Επίκουρος σε μία προσπάθεια να δώσει ξεκάθαρες απαντήσεις σε αυτά τα ερωτήματα, προβαίνει σε μία ταξινόμηση των επιθυμιών.
Γενικά, οι επιθυμίες διαχωρίζονται σε αυτές που είναι φυσικές και σε αυτές που είναι μη φυσικές και τις οποίες χαρακτηρίζει μάταιες.
Φυσικές είναι αυτές που εναρμονίζονται πλήρως με την φύση. Πρόκειται, δηλαδή, για τις ανάγκες εκείνες που είναι οι πιο στοιχειώδεις για την ανθρώπινη επιβίωση.Οι επιτακτικές ανάγκες του σώματος είναι η ικανοποίηση της δίψας, της πείνας και της ασφάλειας από εξωγενείς κινδύνους.
Με άλλα λόγια, κάνει λόγο για τις ανάγκες που ο μέσος άνθρωπος ως επί το πλείστον τις θεωρεί εξ ολοκλήρου δεδομένες, ίσως επειδή χρειάζονται πολύ μικρή προσπάθεια, ώστε κάποιος να τις εξασφαλίσει.
Από την άλλη, οι μη φυσικές επιθυμίες είναι και μάταιες γιατί δεν υπάρχει όριο την εκπλήρωσή τους, το βάθος τους είναι αχανές και τελικά καταλήγουν να είναι επιφανειακές.Για αυτό το λόγο ακριβώς οι μη φυσικές επιθυμίες είναι και η πηγή κάθε δυστυχίας, καθώς «σε ό,τι αφορά τη φύση ακόμη και το πιο παραμικρό απόκτημα είναι πλούτος, ενώ σε ό,τι αφορά τις χωρίς όρια επιθυμίες ακόμη και ο μεγαλύτερος πλούτος είναι φτώχεια» (Bailey, 1926).
Μιλώντας για τις κενές επιθυμίες αρχίζει και διαφαίνεται μία διάκριση μεταξύ επιθυμίας και ηδονής (ή με άλλα λόγια ευχαρίστησης).Η σύγχρονη επιστήμη έχει αποκαλύψει ότι τα συστήματα επιθυμίας και ευχαρίστησης έχουν διαφορετικό βιολογικό υπόβαθρο: το σύστημα ντοπαμίνης σχετίζεται με την επιθυμία και αντίστοιχα το σύστημα ενδορφίνης με την ευχαρίστηση.
Το συγκεκριμένο εύρημα μπορούμε να το διαπιστώσουμε στην καθημερινή πράξη, αν παρατηρήσουμε ότι ο μέσος άνθρωπος συνήθως είναι ανίκανος να προβλέψει το πόσο θα επιδράσει στην ευτυχία του η εκπλήρωση των επιθυμιών του, αλλά φαντάζεται ότι θα συμβούν εξαιρετικά μεγάλες αλλαγές προς το καλύτερο, όταν τελικά εκπληρώσει τον διακαή του πόθο. Όταν δηλαδή ικανοποιούμε μία επιθυμία αυτό σημαίνει ότι μας κάνει και ευτυχισμένους;
Αυτή η παρεξήγηση προκαλείται από την ενδόμυχη πεποίθηση ότι από την στιγμή που θα αποκτήσει αυτό που επιθυμεί, αυτό με τρόπο αυτόματο θα τον κάνει και ευτυχισμένο. Ο Επίκουρος κάνοντας αυτό τον διαχωρισμό αποτρέπει τον άνθρωπο από το ατέρμονο κυνήγι κενών επιθυμιών και τόνισε ότι «δεν πρέπει να καταστρέφουμε αυτά που έχουμε τώρα, επειδή επιθυμούμε αυτά που δεν έχουμε, αλλά να αναλογιζόμαστε ότι και αυτά που έχουμε τώρα κάποτε τα επιθυμούσαμε».
Από τις φυσικές πάλι επιθυμίες, άλλες είναι αναγκαίες ενώ κάποιες άλλες απλώς μη αναγκαίες. Ο άνθρωπος θα πρέπει να δείχνει σύνεση προς τη μεριά των αναγκαίων. Το ερώτημα που τίθεται για ακόμη μία φορά είναι: πώς μπορεί κάποιος να κατανοήσει τι είναι αναγκαίο και τι όχι; Ο Επίκουρος για απάντηση προτείνει: «για κάθε σου επιθυμία πρέπει να θέτεις το ερώτημα: τι θα μου συμβεί αν γίνει αυτό που επιθυμώ και τι αν δεν γίνει;» Από την στιγμή που κάποιος έχει ικανοποιήσει τις στοιχειώδεις ανάγκες του, πρέπει να αντιμετωπίσει ένα πλήθος μελλοντικών επιλογών. Αν τα μελετήσουμε όλα αυτά χωρίς ψευδαισθήσεις θα μπορούμε να αναγάγουμε κάθε επιλογή μας ή αποφυγή μας στην υγεία του σώματος και στην γαλήνη της ψυχής, μιάς και αυτά είναι ότι έχει να σου προσφέρει μία ευτυχισμένη ζωή.
Από την άλλη, η λιτότητα για τον Επίκουρο έχει και αυτή τα όριά της. Όποιος το παραβλέπει αυτό παθαίνει κάτι αντίστοιχο με εκείνον που δεν βάζει φραγμό στις επιθμίες του. Οι πολυτέλειες στην ζωή δεν είναι απαραίτητα κάτι το οποίο θα πρέπει απαραίτητα να το αποφεύγουμε, αλλά να το απολαμβάνουμε και να το καλοδεχόμαστε όταν αυτό μας προκύπτει. Η πολυτέλεια γίνεται πηγή απογοήτευσης και προκαλεί πόνο όταν την κάνουμε στην ζωή μας αναγκαία, ως αυτοσκοπός χωρίς τον οποίο δεν μπορούμε να ζήσουμε. Για τον Επίκουρο «σε όποιον δεν είναι αρκετό το λίγο τίποτα δεν είναι αρκετό». Μάρω Μπέλλου
======================
Τι έγραψε ο Λιαντίνης για τον Επίκουρο.
Ο Επίκουρος δεν ακούστηκε στον καιρό του, αλλά ούτε και οι υστερινοί τον άκουσαν. Κατάκτησε χώρες μεγάλες όσο και οι χώρες του Αριστοτέλη και του Αλέξανδρου, και μας έφτασαν μόνο μισόλογα γι’ αυτόν. Κανείς δεν έγραψε την ιστορία του. Εξαίρεση έξοχη ξεχωρίζει ξεχασμένος ο εξαίσιος Λουκρήτιος.
Οι μισοί από τους ανθρώπους που άκουσαν το όνομα του Επίκουρου, αγαθοί σαν τους μηλοκόπους στη θάλασσα, τόνε πήρανε για ακαμάτη.
Οι άλλοι μισοί, πονηροί και μπαλντατζήδες, ανιχνέψανε σωστά τον επαναστατικό του γόμο. Είδαν και τρόμαξαν τη μελλοντική του συγκομιδή. Και λάβανε μέτρα. Ο αδιάβαγος, είπανε. Ο χοιροβοσκός, ο βοϊδολάτης.
Γρήγορα άρπαξαν τα αξίνια τους και τα άλλα σύνεργα του νεκροθάφτη. Και σκέπασαν το τίμιο σώμα της γνώσης του Επίκουρου στα μαγιάπριλα και στους αηδονισμούς της σιωπής. Η χειροπιαστή στιγμή για τον άνθρωπο χάθηκε μέσα στα μάτια του.
Έτσι στερήθηκε η ανθρωπότητα τη μεγάλη ευκαιρία να εισέλθει στην τροχιά της ειλικρίνειας, της ευθύνης, της εντιμότητας και της εμορφιάς.
Οι σελτζούκοι του ιερατείου, του σχολειού και της πέννας κατηγόρησαν τον Επίκουρο τα πολλά τάχατες.
Πως απλοποίησε τάχατες τον κόσμο, γιατί ονόμασε τη χαρά, την ελαφράδα του και την ευεξία. Πως παραγνόησε τάχατες τη χασοφεγγαριά της ζωής, γιατί αρνήθηκε το κακό, τις συφορές και τη λύπη. Πως εξευτίλισε τάχατες τα ευπρεπή του ανθρώπου, γιατί εκήρυξε:
-Φάγετε και πίετε, και ευφράνθητε• γιατί αύριον αποθνήσκετε.
Πως καταφρόνησε τάχατες τους σοφούς και τους δασκάλους, γιατί παίνεσε την αμεσότητα, τη φρεσκάδα, το βαθύπλουτο κάλεσμα της στιγμής και την αυτογέννητη γνώση. Πως εχλεύασε τα θεϊκά και τα όσια.
Πίσω από τα βλέφαρα του ύπνου του, όσο ο άνθρωπος ζει, αργοσαλεύουν όνειρα, πόθοι, εμορφιές, αλήθειες και πλάνες. Και σαν αποθάνει ο άνθρωπος, στις κόχες των κρανίων που χάσκουν ξελημεριάζουν οι αράχνες, οι σκορπιοί και οι σαύρες.
Εάν δεν είχε φράξει τη φωνή του Επίκουρου ο φόβος, η άγνοια και η μισανθρωπία του ανθρώπου για τον άνθρωπο, η ιστορία θα ‘χε τραβήξει άλλο δρόμο. Αλλά τη γραμμή και την πορεία του κόσμου τη χαράξανε οι ντροπές μας: μια καρδιά που τουρτουρίζει, ένα μυαλό του προβατιού και της ύαινας, και η προέχουσα κοιλιά που τη βουρλίζουν οι βορβορυγμοί της.
Το κατώγι, ο φωταγωγός και το παραπόρτι του σπιτιού μας έκρυψαν την πρόσοψη, το στούντιο και το δώμα. Ήμασταν κάποτε από καλή γενιά. Εμείς οι γύφτοι. ΠΗΓΗ: ΑΝΤΙΚΛΕΙΔΙ
Εάν ο Επίκουρος είχε περάσει –αλίμονο! μόνον οι Μήδοι περνούν-, θα ‘χε κρατήσει στον κόσμο ένα λιτό είδος αντιθρησκείας. Η ενιαία συνείδηση δηλαδή της φυσικής γνώσης, της απλότητας, του σθένους, της εγκαρτέρησης και της κατάφασης. Όλα εκείνα που ο Επίκουρος τα είπε λεβεντιά, και ο Νίτσε στις μέρες μας χαρούμενη επιστήμη και πολλή ανθρωπιά.
Με τον Επίκουρο δόθηκε η ευκαιρία στην ανθρωπότητα να προστατέψει τον άνθρωπο και το μέλλον του από έναν ατλαντικό άχρηστα πράγματα, αθλιότητες, ψεύδη, πλάνες, απάτες, συναξάρια, ιερές συνόδους, βίους αγίων, σκούφους του παπά και του πάπα, εγκλήματα και μάταιη σπατάλη του πνεύματος.
Και η ευκαιρία χάθηκε.
Οι μισοί από τους ανθρώπους που άκουσαν το όνομα του Επίκουρου, αγαθοί σαν τους μηλοκόπους στη θάλασσα, τόνε πήρανε για ακαμάτη.
Οι άλλοι μισοί, πονηροί και μπαλντατζήδες, ανιχνέψανε σωστά τον επαναστατικό του γόμο. Είδαν και τρόμαξαν τη μελλοντική του συγκομιδή. Και λάβανε μέτρα. Ο αδιάβαγος, είπανε. Ο χοιροβοσκός, ο βοϊδολάτης.
Γρήγορα άρπαξαν τα αξίνια τους και τα άλλα σύνεργα του νεκροθάφτη. Και σκέπασαν το τίμιο σώμα της γνώσης του Επίκουρου στα μαγιάπριλα και στους αηδονισμούς της σιωπής. Η χειροπιαστή στιγμή για τον άνθρωπο χάθηκε μέσα στα μάτια του.
Έτσι στερήθηκε η ανθρωπότητα τη μεγάλη ευκαιρία να εισέλθει στην τροχιά της ειλικρίνειας, της ευθύνης, της εντιμότητας και της εμορφιάς.
Οι σελτζούκοι του ιερατείου, του σχολειού και της πέννας κατηγόρησαν τον Επίκουρο τα πολλά τάχατες.
Πως απλοποίησε τάχατες τον κόσμο, γιατί ονόμασε τη χαρά, την ελαφράδα του και την ευεξία. Πως παραγνόησε τάχατες τη χασοφεγγαριά της ζωής, γιατί αρνήθηκε το κακό, τις συφορές και τη λύπη. Πως εξευτίλισε τάχατες τα ευπρεπή του ανθρώπου, γιατί εκήρυξε:
-Φάγετε και πίετε, και ευφράνθητε• γιατί αύριον αποθνήσκετε.
Πως καταφρόνησε τάχατες τους σοφούς και τους δασκάλους, γιατί παίνεσε την αμεσότητα, τη φρεσκάδα, το βαθύπλουτο κάλεσμα της στιγμής και την αυτογέννητη γνώση. Πως εχλεύασε τα θεϊκά και τα όσια.
Πίσω από τα βλέφαρα του ύπνου του, όσο ο άνθρωπος ζει, αργοσαλεύουν όνειρα, πόθοι, εμορφιές, αλήθειες και πλάνες. Και σαν αποθάνει ο άνθρωπος, στις κόχες των κρανίων που χάσκουν ξελημεριάζουν οι αράχνες, οι σκορπιοί και οι σαύρες.
Εάν δεν είχε φράξει τη φωνή του Επίκουρου ο φόβος, η άγνοια και η μισανθρωπία του ανθρώπου για τον άνθρωπο, η ιστορία θα ‘χε τραβήξει άλλο δρόμο. Αλλά τη γραμμή και την πορεία του κόσμου τη χαράξανε οι ντροπές μας: μια καρδιά που τουρτουρίζει, ένα μυαλό του προβατιού και της ύαινας, και η προέχουσα κοιλιά που τη βουρλίζουν οι βορβορυγμοί της.
Το κατώγι, ο φωταγωγός και το παραπόρτι του σπιτιού μας έκρυψαν την πρόσοψη, το στούντιο και το δώμα. Ήμασταν κάποτε από καλή γενιά. Εμείς οι γύφτοι. ΠΗΓΗ: ΑΝΤΙΚΛΕΙΔΙ
Εάν ο Επίκουρος είχε περάσει –αλίμονο! μόνον οι Μήδοι περνούν-, θα ‘χε κρατήσει στον κόσμο ένα λιτό είδος αντιθρησκείας. Η ενιαία συνείδηση δηλαδή της φυσικής γνώσης, της απλότητας, του σθένους, της εγκαρτέρησης και της κατάφασης. Όλα εκείνα που ο Επίκουρος τα είπε λεβεντιά, και ο Νίτσε στις μέρες μας χαρούμενη επιστήμη και πολλή ανθρωπιά.
Με τον Επίκουρο δόθηκε η ευκαιρία στην ανθρωπότητα να προστατέψει τον άνθρωπο και το μέλλον του από έναν ατλαντικό άχρηστα πράγματα, αθλιότητες, ψεύδη, πλάνες, απάτες, συναξάρια, ιερές συνόδους, βίους αγίων, σκούφους του παπά και του πάπα, εγκλήματα και μάταιη σπατάλη του πνεύματος.
Και η ευκαιρία χάθηκε.
=======================
Irvin Yalom – Ο Επίκουρος και η άχρονη σοφία του.
Ο Επίκουρος πίστευε ότι η αποστολή της φιλοσοφίας είναι ν’ ανακουφίσει την ανθρώπινη δυστυχία. Ποια αιτία όμως βρίσκεται στη ρίζα της ανθρώπινης δυστυχίας; Ο Επίκουρος δεν είχε καμιά αμφιβολία ως προς την απάντηση στο ερώτημα αυτό: ο πανταχού παρών φόβος μας για τον θάνατο.
Η τρομακτική σκέψη του αναπόφευκτου θανάτου, επέμενε ο Επίκουρος, μας εμποδίζει ν’απολαύσουμε τη ζωή μας και δεν αφήνει καμιά ηδονή αδιατάρακτη. Επειδή καμιά δραστηριότητα δεν μπορεί να ικανοποιήσει τη λαχτάρα μας για αιώνια ζωή, οποιαδήποτε δραστηριότητα είναι εγγενώς μη ικανοποιητική. Ο Επίκουρος έγραψε ότι πολλοί άνθρωποι αναπτύσσουν ένα μίσος για τη ζωή σε σημείο να φτάνουν, κατά έναν ειρωνικό τρόπο, ακόμα και στην αυτοκτονία. Άλλοι αφοσιώνονται στη φρενιτιώδη και άσκοπη δραστηριότητα, η οποία δεν έχει άλλο στόχο από την αποφυγή της οδύνης που είναι εγγενής στην ανθρώπινη μοίρα.
Ο Επίκουρος απάντησε στην ατελείωτη και ανικανοποίητη αναζήτηση καινούριων δραστηριοτήτων προτρέποντάς μας ν’ αποθηκεύουμε και ν’ ανακαλούμε βαθιά χαραγμένες μνήμες ευχάριστων εμπειριών. Αν μπορούμε να μάθουμε ν’ αντλούμε πάλι και πάλι από αυτές τις μνήμες, υποστήριζε, τότε δεν θα έχουμε ανάγκη την ατελείωτη ηδονιστική αναζήτηση.
Ο θρύλος λέει ότι ο Επίκουρος ακολούθησε την ίδια του τη συμβουλή, και στο κρεβάτι του θανάτου του (από επιπλοκές που ακολούθησαν την εμφάνιση πέτρας στα νεφρά) διατήρησε, παρά τους αφόρητους πόνους, την αταραξία του ανακαλώντας ευχάριστες συζητήσεις που είχε κάνει στο παρελθόν με τον κύκλο των φίλων και των μαθητών του.
Η μεγαλοφυΐα του πρόλαβε μάλιστα τη σύγχρονη άποψη για το ασυνείδητο: ο Επίκουρος τόνιζε ότι οι ανησυχίες μας για τον θάνατο στους περισσότερους ανθρώπους δεν είναι συνειδητές, αλλά μπορούμε να τις συναγάγουμε από μεταμφιεσμένες εκδηλώσεις, όπως, για παράδειγμα, την ακραία θρησκευτικότητα, την ολοκληρωτική ανάλωση στη συγκέντρωση πλούτου και την τυφλή αρπακτικότητα για εξουσία και τιμές, πράγματα που προσφέρουν μια επίπλαστη εκδοχή αθανασίας.
Πώς επιχείρησε ο Επίκουρος ν’ ανακουφίσει το άγχος θανάτου; Διατύπωσε μια σειρά από καλά κατασκευασμένα επιχειρήματα, τα οποία οι μαθητές του απομνημόνευαν σαν κατήχηση. Πολλά απ’τα επιχειρήματα αυτά αμφισβητήθηκαν στα 2.300 χρόνια που μεσολάβησαν, συνεχίζουν όμως να αποδεικνύονται καίρια στο πώς μπορεί κανείς να ξεπεράσει τον φόβο του θανάτου. Στο κεφάλαιο αυτό θα συζητήσω τρία απ’ τα πιο γνωστά του επιχειρήματα, τα οποία αποδείχτηκαν πολύτιμα στη δουλειά μου με πολλούς ασθενείς αλλά και με τον ίδιο μου τον εαυτό, για την ανακούφιση του προσωπικού μου άγχους θανάτου.1. Η θνητότητα της ψυχής
2. Το υπέρτατο τίποτα του θανάτου
3. Το επιχείρημα της συμμετρίας
Η θνητότητα της ψυχής
Ο Επίκουρος δίδασκε ότι η ψυχή είναι θνητή και πεθαίνει μαζί με το σώμα, ένα συμπέρασμα διαμετρικά αντίθετο με το συμπέρασμα στο οποίο είχε καταλήξει ο Σωκράτης. Λίγο πριν από τη θανάτωσή του, εκατό χρόνια νωρίτερα, ο Σωκράτης είχε βρει παρηγοριά στην πίστη του στην αθανασία της ψυχής και στην προσδοκία ότι μετά τον θάνατο η ψυχή του θ’ απολάμβανε αιώνια μια κοινότητα ανθρώπων με παρόμοιο τρόπο σκέψης, με τους οποίους θα μοιραζόταν την αναζήτηση της σοφίας. Ένα μεγάλο μέρος της θέσης του Σωκράτη που περιγράφεται ολοκληρωμένα στον πλατωνικό διάλογο Φαίδων υιοθετήθηκε και διατηρήθηκε από τους νεοπλατωνικούς και επρόκειτο στο μέλλον ν’ ασκήσει πολύ σημαντική επιρροή στη χριστιανική κατασκευή για τη μετά θάνατον ζωή.
Ο Επίκουρος καταδίκαζε δριμύτατα τους σύγχρονούς του θρησκευτικούς ηγέτες, οι οποίοι, προσπαθώντας ν’ αυξήσουν τη δύναμή τους, ενέτειναν το άγχος θανάτου των οπαδών τους προειδοποιώντας τους για τις τιμωρίες που θα επιβάλλονταν μετά θάνατον σε όσους δεν τηρούσαν συγκεκριμένους κανόνες και κανονισμούς. (Στους αιώνες που θ’ ακολουθούσαν, η θρησκευτική εικονογραφία του μεσαιωνικού χριστιανισμού που απεικόνιζε τις τιμωρίες της Κόλασης όπως στις σκηνές της Ημέρας της Κρίσεως που ζωγράφισε ο Ιερώνυμος Μπος πρόσθεσε στο άγχος θανάτου μια αιματοβαμμένη εικαστική διάσταση.)
Αν είμαστε θνητοί κι η ψυχή μας δεν ζει μετά τον θάνατό μας, επέμενε ο Επίκουρος, τότε δεν έχουμε τίποτα να φοβηθούμε στο επέκεινα της ζωής. Δεν θα έχουμε συνείδηση, δεν θα νιώθουμε θλίψη για τη ζωή που χάσαμε, ούτε θα υπάρχει τίποτα να φοβηθούμε απ’ τους θεούς. Ο Επίκουρος δεν αρνιόταν την ύπαρξη θεών (ένα τέτοιο επιχείρημα θα τον εξέθετε σε θανάσιμο κίνδυνο, αφού ο Σωκράτης είχε θανατωθεί με την κατηγορία του αιρετικού λιγότερο από έναν αιώνα νωρίτερα),υποστήριζε όμως ότι οι θεοί δεν ασχολούνταν με τη ζωή των ανθρώπων και μας χρησίμευαν μόνο ως πρότυπα γαλήνης και μακαριότητας, προς τα οποία θα έπρεπε να προσβλέπουμε.
Το υπέρτατο τίποτα τον θανάτου
Στο δεύτερο επιχείρημά του ο Επίκουρος υποστηρίζει ότι ο θάνατος δεν είναι τίποτα για μας, γιατί η ψυχή είναι θνητή και τη στιγμή του θανάτου διασκορπίζεται. Αυτό που διασκορπίστηκε δεν έχει ικανότητα αντίληψης, και οτιδήποτε δεν γίνεται αντιληπτό είναι για μας ένα τίποτα. Με άλλα λόγια: όπου είμαι εγώ, δεν είναι ο θάνατος. Όπου είναι ο θάνατος, δεν είμαι εγώ. Επομένως, έλεγε ο Επίκουρος, «γιατί να φοβόμαστε τον θάνατο, αφού δεν υπάρχει ποτέ περίπτωση να τον αντιληφθούμε;»
Η θέση του Επίκουρου έχει την ακριβώς αντίστροφη οπτική απ’ το ευφυολόγημα του Γούντυ Άλλεν:«Δεν φοβάμαι τον θάνατο, απλώς δεν θέλω να είμαι εκεί όταν θα έρθει». Ο Επίκουρος λέει ότι πράγματι δεν θα είμαστε εκεί, ότι δεν θα το ξέρουμε όταν θα συμβεί, γιατί ο θάνατος κι «εγώ» με τίποτα δεν γίνεται να συνυπάρχουμε. Επειδή είμαστε νεκροί, δεν γνωρίζουμε ότι είμαστε νεκροί. Σ’ αυτή την περίπτωση λοιπόν, τι να φοβηθούμε;
Το επιχείρημα της συμμετρίας
Το τρίτο επιχείρημα του Επίκουρου υποστηρίζει ότι η κατάσταση της μη ύπαρξης μετά τον θάνατο είναι η ίδια κατάσταση στην οποία βρισκόμασταν πριν απ’ τη γέννησή μας. Παρά τις πολλές φιλοσοφικές διαφωνίες γι’ αυτό το αρχαίο επιχείρημα, πιστεύω ότι εξακολουθεί να διατηρεί μεγάλη δύναμη να προσφέρει ανακούφιση στους ανθρώπους που πεθαίνουν.
Απ’ τους πολλούς ανθρώπους που επαναδιατύπωσαν αυτό το επιχείρημα στο πέρασμα των αιώνων, κανείς δεν το έχει πει τόσο όμορφα όσο ο Βλαντιμίρ Ναμπόκοφ, ο μεγάλος Ρώσος μυθιστοριογράφος, στην αυτοβιογραφία του, Μίλα, μνήμη , η οποία ξεκινάει με τις εξής φράσεις: «Το λίκνο αιωρείται πάνω από μια άβυσσο, κι η κοινή λογική μας λέει ότι η ύπαρξη μας δεν είναι παρά μια σύντομη αναλαμπή φωτός ανάμεσα σε δύο αιωνιότητες σκότους. Παρότι οι δυο τους είναι όμοια δίδυμα, ο άνθρωπος κατά κανόνα βλέπει την προγεννητική άβυσσο με μεγαλύτερη γαλήνη από την άβυσσο προς την οποία κατευθύνεται (με περίπου τεσσερισήμισι χιλιάδες παλμούς την ώρα)» Aπόσπασμα από το βιβλίο του IRVIN D. YALOM – ΣΤΟΝ ΚΗΠΟ TOY ΕΠΙΚΟΥΡΟΥ (Αφήνοντας πίσω τον τρόμο του θανάτου )
by Αντικλείδι , http://antikleidi.com/
Η τρομακτική σκέψη του αναπόφευκτου θανάτου, επέμενε ο Επίκουρος, μας εμποδίζει ν’απολαύσουμε τη ζωή μας και δεν αφήνει καμιά ηδονή αδιατάρακτη. Επειδή καμιά δραστηριότητα δεν μπορεί να ικανοποιήσει τη λαχτάρα μας για αιώνια ζωή, οποιαδήποτε δραστηριότητα είναι εγγενώς μη ικανοποιητική. Ο Επίκουρος έγραψε ότι πολλοί άνθρωποι αναπτύσσουν ένα μίσος για τη ζωή σε σημείο να φτάνουν, κατά έναν ειρωνικό τρόπο, ακόμα και στην αυτοκτονία. Άλλοι αφοσιώνονται στη φρενιτιώδη και άσκοπη δραστηριότητα, η οποία δεν έχει άλλο στόχο από την αποφυγή της οδύνης που είναι εγγενής στην ανθρώπινη μοίρα.
Ο Επίκουρος απάντησε στην ατελείωτη και ανικανοποίητη αναζήτηση καινούριων δραστηριοτήτων προτρέποντάς μας ν’ αποθηκεύουμε και ν’ ανακαλούμε βαθιά χαραγμένες μνήμες ευχάριστων εμπειριών. Αν μπορούμε να μάθουμε ν’ αντλούμε πάλι και πάλι από αυτές τις μνήμες, υποστήριζε, τότε δεν θα έχουμε ανάγκη την ατελείωτη ηδονιστική αναζήτηση.
Ο θρύλος λέει ότι ο Επίκουρος ακολούθησε την ίδια του τη συμβουλή, και στο κρεβάτι του θανάτου του (από επιπλοκές που ακολούθησαν την εμφάνιση πέτρας στα νεφρά) διατήρησε, παρά τους αφόρητους πόνους, την αταραξία του ανακαλώντας ευχάριστες συζητήσεις που είχε κάνει στο παρελθόν με τον κύκλο των φίλων και των μαθητών του.
Η μεγαλοφυΐα του πρόλαβε μάλιστα τη σύγχρονη άποψη για το ασυνείδητο: ο Επίκουρος τόνιζε ότι οι ανησυχίες μας για τον θάνατο στους περισσότερους ανθρώπους δεν είναι συνειδητές, αλλά μπορούμε να τις συναγάγουμε από μεταμφιεσμένες εκδηλώσεις, όπως, για παράδειγμα, την ακραία θρησκευτικότητα, την ολοκληρωτική ανάλωση στη συγκέντρωση πλούτου και την τυφλή αρπακτικότητα για εξουσία και τιμές, πράγματα που προσφέρουν μια επίπλαστη εκδοχή αθανασίας.
Πώς επιχείρησε ο Επίκουρος ν’ ανακουφίσει το άγχος θανάτου; Διατύπωσε μια σειρά από καλά κατασκευασμένα επιχειρήματα, τα οποία οι μαθητές του απομνημόνευαν σαν κατήχηση. Πολλά απ’τα επιχειρήματα αυτά αμφισβητήθηκαν στα 2.300 χρόνια που μεσολάβησαν, συνεχίζουν όμως να αποδεικνύονται καίρια στο πώς μπορεί κανείς να ξεπεράσει τον φόβο του θανάτου. Στο κεφάλαιο αυτό θα συζητήσω τρία απ’ τα πιο γνωστά του επιχειρήματα, τα οποία αποδείχτηκαν πολύτιμα στη δουλειά μου με πολλούς ασθενείς αλλά και με τον ίδιο μου τον εαυτό, για την ανακούφιση του προσωπικού μου άγχους θανάτου.1. Η θνητότητα της ψυχής
2. Το υπέρτατο τίποτα του θανάτου
3. Το επιχείρημα της συμμετρίας
Η θνητότητα της ψυχής
Ο Επίκουρος δίδασκε ότι η ψυχή είναι θνητή και πεθαίνει μαζί με το σώμα, ένα συμπέρασμα διαμετρικά αντίθετο με το συμπέρασμα στο οποίο είχε καταλήξει ο Σωκράτης. Λίγο πριν από τη θανάτωσή του, εκατό χρόνια νωρίτερα, ο Σωκράτης είχε βρει παρηγοριά στην πίστη του στην αθανασία της ψυχής και στην προσδοκία ότι μετά τον θάνατο η ψυχή του θ’ απολάμβανε αιώνια μια κοινότητα ανθρώπων με παρόμοιο τρόπο σκέψης, με τους οποίους θα μοιραζόταν την αναζήτηση της σοφίας. Ένα μεγάλο μέρος της θέσης του Σωκράτη που περιγράφεται ολοκληρωμένα στον πλατωνικό διάλογο Φαίδων υιοθετήθηκε και διατηρήθηκε από τους νεοπλατωνικούς και επρόκειτο στο μέλλον ν’ ασκήσει πολύ σημαντική επιρροή στη χριστιανική κατασκευή για τη μετά θάνατον ζωή.
Ο Επίκουρος καταδίκαζε δριμύτατα τους σύγχρονούς του θρησκευτικούς ηγέτες, οι οποίοι, προσπαθώντας ν’ αυξήσουν τη δύναμή τους, ενέτειναν το άγχος θανάτου των οπαδών τους προειδοποιώντας τους για τις τιμωρίες που θα επιβάλλονταν μετά θάνατον σε όσους δεν τηρούσαν συγκεκριμένους κανόνες και κανονισμούς. (Στους αιώνες που θ’ ακολουθούσαν, η θρησκευτική εικονογραφία του μεσαιωνικού χριστιανισμού που απεικόνιζε τις τιμωρίες της Κόλασης όπως στις σκηνές της Ημέρας της Κρίσεως που ζωγράφισε ο Ιερώνυμος Μπος πρόσθεσε στο άγχος θανάτου μια αιματοβαμμένη εικαστική διάσταση.)
Αν είμαστε θνητοί κι η ψυχή μας δεν ζει μετά τον θάνατό μας, επέμενε ο Επίκουρος, τότε δεν έχουμε τίποτα να φοβηθούμε στο επέκεινα της ζωής. Δεν θα έχουμε συνείδηση, δεν θα νιώθουμε θλίψη για τη ζωή που χάσαμε, ούτε θα υπάρχει τίποτα να φοβηθούμε απ’ τους θεούς. Ο Επίκουρος δεν αρνιόταν την ύπαρξη θεών (ένα τέτοιο επιχείρημα θα τον εξέθετε σε θανάσιμο κίνδυνο, αφού ο Σωκράτης είχε θανατωθεί με την κατηγορία του αιρετικού λιγότερο από έναν αιώνα νωρίτερα),υποστήριζε όμως ότι οι θεοί δεν ασχολούνταν με τη ζωή των ανθρώπων και μας χρησίμευαν μόνο ως πρότυπα γαλήνης και μακαριότητας, προς τα οποία θα έπρεπε να προσβλέπουμε.
Το υπέρτατο τίποτα τον θανάτου
Στο δεύτερο επιχείρημά του ο Επίκουρος υποστηρίζει ότι ο θάνατος δεν είναι τίποτα για μας, γιατί η ψυχή είναι θνητή και τη στιγμή του θανάτου διασκορπίζεται. Αυτό που διασκορπίστηκε δεν έχει ικανότητα αντίληψης, και οτιδήποτε δεν γίνεται αντιληπτό είναι για μας ένα τίποτα. Με άλλα λόγια: όπου είμαι εγώ, δεν είναι ο θάνατος. Όπου είναι ο θάνατος, δεν είμαι εγώ. Επομένως, έλεγε ο Επίκουρος, «γιατί να φοβόμαστε τον θάνατο, αφού δεν υπάρχει ποτέ περίπτωση να τον αντιληφθούμε;»
Η θέση του Επίκουρου έχει την ακριβώς αντίστροφη οπτική απ’ το ευφυολόγημα του Γούντυ Άλλεν:«Δεν φοβάμαι τον θάνατο, απλώς δεν θέλω να είμαι εκεί όταν θα έρθει». Ο Επίκουρος λέει ότι πράγματι δεν θα είμαστε εκεί, ότι δεν θα το ξέρουμε όταν θα συμβεί, γιατί ο θάνατος κι «εγώ» με τίποτα δεν γίνεται να συνυπάρχουμε. Επειδή είμαστε νεκροί, δεν γνωρίζουμε ότι είμαστε νεκροί. Σ’ αυτή την περίπτωση λοιπόν, τι να φοβηθούμε;
Το επιχείρημα της συμμετρίας
Το τρίτο επιχείρημα του Επίκουρου υποστηρίζει ότι η κατάσταση της μη ύπαρξης μετά τον θάνατο είναι η ίδια κατάσταση στην οποία βρισκόμασταν πριν απ’ τη γέννησή μας. Παρά τις πολλές φιλοσοφικές διαφωνίες γι’ αυτό το αρχαίο επιχείρημα, πιστεύω ότι εξακολουθεί να διατηρεί μεγάλη δύναμη να προσφέρει ανακούφιση στους ανθρώπους που πεθαίνουν.
Απ’ τους πολλούς ανθρώπους που επαναδιατύπωσαν αυτό το επιχείρημα στο πέρασμα των αιώνων, κανείς δεν το έχει πει τόσο όμορφα όσο ο Βλαντιμίρ Ναμπόκοφ, ο μεγάλος Ρώσος μυθιστοριογράφος, στην αυτοβιογραφία του, Μίλα, μνήμη , η οποία ξεκινάει με τις εξής φράσεις: «Το λίκνο αιωρείται πάνω από μια άβυσσο, κι η κοινή λογική μας λέει ότι η ύπαρξη μας δεν είναι παρά μια σύντομη αναλαμπή φωτός ανάμεσα σε δύο αιωνιότητες σκότους. Παρότι οι δυο τους είναι όμοια δίδυμα, ο άνθρωπος κατά κανόνα βλέπει την προγεννητική άβυσσο με μεγαλύτερη γαλήνη από την άβυσσο προς την οποία κατευθύνεται (με περίπου τεσσερισήμισι χιλιάδες παλμούς την ώρα)» Aπόσπασμα από το βιβλίο του IRVIN D. YALOM – ΣΤΟΝ ΚΗΠΟ TOY ΕΠΙΚΟΥΡΟΥ (Αφήνοντας πίσω τον τρόμο του θανάτου )
by Αντικλείδι , http://antikleidi.com/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου