2. Φύση (ως σκηνικό και ως εσωτερική κατάσταση)
3. Μνήμη / Νοσταλγία
4. Μητέρα – ρίζα – παιδικότητα
5. Κοινωνική αγανάκτηση (ηθική, όχι κομματική)
6. Μοναξιά & αναζήτηση νοήματος
7. Η ποίηση ίδια ως σωστικό καταφύγιο
Δεν είναι τυχαίο ότι οι θεματικές αυτές αποτελούν τον πυρήνα της ελληνικής ποιητικής παράδοσης, από την αρχαιότητα μέχρι τον 20ό αιώνα.
Συμπέρασμα
Ο Γιώργος Αλεξανδρής γράφει με:
συναισθηματική καθαρότητα, ωριμότητα, ποιητική συνέπεια,
βαθιά ανθρωπιά, εσωτερικό φως, αισθητική ακρίβεια.
Το έργο του έχει σοβαρή λογοτεχνική υπόσταση, δεν είναι ερασιτεχνικό· είναι αποτέλεσμα καλλιέργειας και στοχασμού.
Έχει αλήθεια, έχει μνήμη, έχει φως — και αυτά δεν παλιώνουν ποτέ.
Η Ερατώ
Από του φεγγαριού την κοντινή τη στράτα
ως και τις απάνω γειτονιές των άστρων,
χοροστάσι στήσανε οι μάγισσες της νύχτας,
νεράιδες αγγελόμορφες και νύμφες ασπροφορούσες.
Στο ξέφωτο, βγήκαν σεργιάνι οι κρυφοί καημοί,
στεναγμοί και ψίθυροι ακούστηκαν τραγούδι,
ένα φιλί και μια αγκαλιά της ψυχής η ανασαιμιά,
κύκλος ιερού χορού η ζωή και κράτημα χεριού.
Στο γλυκοχάραμα κι ως της αυγής τα μάγια,
χάριτες καλόμοιρες και μούσες παινεμένες,
γιορτάσι ονείρων λάμπρυναν και ομορφιές κεντούσαν,
προσήλιο βλέμμα η χαρά, φτερούγισμα το γέλιο.
Πεζοπορούσα στους καιρούς και μάντευα στους χρόνους
τον ερχομό τ’ ανέλπιστου, τ’ ανίσκιωτο της μοίρας,
να έρθει η μούσα καλοτύχισμα , συνταίριασμα να φτάσει
απ’ τα περβόλια τ’ ουρανού στης γης το πανηγύρι.
Κόκκινο φέγγισμα η ανατολή, αντίλαλος μελωδίας,
τον έρωτα υμνολογούσε η Ερατώ και σμίλευε τους πόθους,
το σκλαβωμένο νου λευτέρωνε και ευτύχιζε καρδιές,
να είναι οι μέρες ποίηση και μουσική οι νύχτες.
Γαλήνεψα κι ευτύχισα στη λάμψη των ματιών της
το συναπάντημα ως θεία λειτουργία να το νιώσω
και στα χείλη της με κρυφή σπονδή ν’ ανακαλύψω
τα ιερά και όσια , στη συμφωνία των ψυχών μας.
=========================
TOYTO TO KAΛΟΚΑΙΡΙ
Τούτο το καλοκαίρι,
ήταν ο πιο ανυποψίαστος και αθώος
ερωτικός μονόλογος.
Λιτός απόηχος,
του σκεπτικισμού και της προσδοκίας.
Περατάρης σε ανοιχτές στράτες
ο ήλιος στέγνωνε τη γη
και έχανε ο ουρανός το χρώμα,
την ώρα που στ’ αποκαμωμένο
κορμί της αιωνόβιας ελιάς,
αλαζονικά μυρμήγκια
σε φιδόσυρτο δίστρατο,
γήτευαν τον οργασμό της ζωής
και τ’ ασυμμάζευτο τζιτζίκι
με την απορημένη σαύρα,
τολμούσαν ν’ αποδράσουν|
στου μεσημεριού το κάμα.
Τρεμάμενη σκιά η αναμονή,
αφώλιαστη σε φύλλα χωρίς απάγγιο,
η αγωνία μακαρισμός
και μετέωρη ματιά
η κάθε αποστροφή του λόγου.
Σε καρτερούσα άσπιλο στόμα,
γεμάτο ιερές σιωπές κι απόκοσμους ψιθύρους,
ακόρεστη δίψα,
στο νάμα της ψυχής σου
και τους χυμούς του κορμιού σου.
Γλυκό τραγούδι να σε ακούω
σε κάθε στεναγμό κι ανάσα,
στα μάτια σου το κάλεσμα να βλέπω
για την πιο όμορφη και αρμονική
ερωτική πανδαισία.
Ερχόσουν μόλις από το χθες
και έγερνες στις κρυφές επιθυμίες,
με τις σκέψεις να συνομολογούν
χωρίς προφάσεις και αδιέξοδα,
με χέρια ανοιχτά και τολμηρά
και λαχανιασμένα στήθια,
ν’ αφεθείς και να υποκύψεις
στον ερχομό της αιώνιας στιγμής,
για να προλάβεις την ομορφιά της καταιγίδας
που παραμόνευε,
και την ικέτευες,
στο γέρμα του ιερού πόθου.
Τούτο το καλοκαίρι,
σε πρόσμενα νιόβγαλτο φεγγάρι,
στις αγκαλιές της γης και τ’ ουρανού
κι εσύ έλαμψες πανσέληνος
στο σταυροδρόμι της ζωής μου.
========================
Το τζάμι γυμνό
Στο παράθυρο, του ανέμου η οργή
απελπισμένη κραυγή,
ανήλεη η θυελλώδης βροχή
ανάκρουσης φωνή
και μία γλυκιάς νοσταλγίας μορφή,
ελεύθερη ψυχή,
υπέρλαμπρη στην ξαφνική αστραπή,
στη λάμψη της εσύ.
Πεισματάρα η φύση και σκληρή,
του ανέμου η οργή,
πόνος, δάκρυ και λαλιά θλιβερή
η θυελλώδης βροχή,
ανυπόταχτοι χρόνοι και καιροί
ενθυμήσεις εσύ,
στο γυμνό τζάμι σκιά σκοτεινή,
η προσδοκία θαλπωρή.
Κατατρεγμένη σκέψη χωρίς δισταγμό
με χέρι στιβαρό,
θρύψαλα το τζάμι με αναστεναγμό
και το αίμα πηχτό,
στ’ απόμακρα του χθες εσύ κι εγώ
πριν το χωρισμό,
αγάπης φιλί σε κομμένο ανθό,
αγκάλιασμα στερνό.
Η θλίψη στον ανίερο μαρασμό
αδυσώπητο κενό,
ασέληνη η νύχτα, κρίμα κρυφό
το όνειρο το σεπτό,
η θωριά σου καντήλι σβηστό
στης ζωής το ναό
και πού να σταθώ και πώς να σε δω
πίσω από τζάμι γυμνό.
===================
TΟ ΠΡΩΤΟ ΠΕΤΑΓΜΑ
Η μάνα μας, η Άγια, οικοκυρά κι αφέντρα,
πλατύφυλλο αγιόκλημα στου σπιτιού την αυλή
και άγνεστη ανατολή στο ανοιχτό το παραθύρι,
από τότε που κρατούσε τις μέρες στην ποδιά της
και μοίραζε πρωινά και δειλινά στη γειτονιά,
δεν ήξερε από προσχήματα και ψευδομαρτυρίες.
Έσκυβε πάνω από τους βιαστικούς καιρούς
με σκέψη δίστομη και λόγο ακονισμένο,
ώριμη ανάγκη της δύσκολης και αχάλκευτης ζωής
και ανέσυρε μέσα από θορύβους και σιωπές
την ερημιά και τα βαθύσκια κενά του κόσμου
χωρίς να φοβάται από ιερές γραφές και μνήμες.
Και στο κατόπι της, οι άγουρες περπατησιές μας
όρκοι ψυχής, ηρωισμοί και αστέγαστες θυσίες
στο επόμενο ξημέρωμα να έχει ο ήλιος χρώμα
από την ομορφιά και τη βία του αυθόρμητου,
από τη σοφία του θυμού, το πείσμα της ουτοπίας,
γιατί δεν νιώθαμε της εποχής τους μονολόγους.
Και σημαδεύαμε πιο κει ορόσημα κι αλήθειες,
ταπεινές ομολογίες ήθους και σεβασμού
με αμφισβητήσεις, ανατροπές και ρήξεις,
με μυήσεις σε αναδρομές και αποδράσεις,
στο χθες της άγιας μάνας μας να προλάβουμε
ο δικό μας πρώτο πέταγμα, στο αύριο της χαράς.
Ζεστή φωλιά η αγκαλιά, γλυκόχαρη η ματιά της,
απαίδευτες οι φωνές και προσταγές οι συμβουλές,
φόβου τρέμουλο η γη και λίκνισμα ο ουρανός
να πλάσουμε στο πέταγμα χρυσό το ριζικό μας,
με αμανάτι την ευχή και τη δύναμη της αγάπης,
με το πέταγμα περπατησιά στ’ απέραντο του κόσμου.
Πολυφτέρουγα πουλιά στου ουρανού τις στράτες,
αφτέρουγοι άγγελοι στης μάνας τη δεσποσύνη,
τα χρόνια να προσπεράσουμε μεγάλοι να γενούμε,
τον κόσμο να γνωρίσουμε στη φρόνηση και τη βιάση,
να ‘ναι το πέταγμά μας τρέξιμο στης γης τις απλωσιές,
οι προσδοκίες σμίλεμα και τα όνειρα κατακτήσεις.
=======================
ΕΚΕΙΝΟ ΤΟ ΒΡΑΔΥ
Εκείνο το βράδυ,
στην απόμερη γωνιά,
που μου κράτησες το χέρι
και βγήκαμε σεργιάνι
κρυφά στη γειτονιά,
χαμογελούσες κι έλαμπες
κορίτσι με ποδιά,
κι έγειρα στην αγκάλη σου
παιδί των δεκαεφτά.
Εκείνο το βράδυ,
στο σκοτεινό δρομάκι,
που φώτισες το όνειρο
και κράτησες το χρόνο
γύρισμα και σκιά,
γλυκοφιλούσες κι έσταζες
αποσπερνή δροσιά,
κι έσφιγγα στην παλάμη σου
της νιότης τα μυστικά.
Εκείνο το βράδυ,
στου φεγγαριού τ’ ασήμι,
που τάχυνα το βήμα μου
αστρί να σε προλάβω,
γοργοπατούσες κι έφευγες
με ξέπλεκα μαλλιά,
κι έτρεχα το κατόπι σου
παιδί απ’ τα παλιά.
============================
ΠΟΘΟΣ
Δυο δρόμοι δυο σoκάκια,
όλη η πάνω γειτονιά,
δυο κόκκινα φεγγάρια
όλα της νύχτας τα παιδιά.
Φέγγει φως στο παραθύρι,
λάμπει σ’ εκκλησιά κερί.
Ποιος να φτάσει το σταφύλι,
ποιος θε να φιλήσει χείλη;
Και μαλώνανε και βρίζαν
κι όλοι ναι στοιχηματίζαν,
παλληκάρια άνδρες πια,
μέχρι και αμούστακα παιδιά.
Για να φέρουν δυο ποτάμια,
για να σβήσουν τη φωτιά
που τους άναψε στα στήθια,
μικροκόρη Παναγιά.
===========================
ΟΡΓΙΖΟΜΑΙ
Έρχονται στιγμές,
που χωρίς προσχήματα και υπεκφυγές,
χωρίς αναστολές και δικαιολογίες αντιφατικές,
ξεπερνώ τις αυταπάτες μου, τις πλάνες μου
τις ωραιοποιημένες περιπλανήσεις μου
και φεύγω πέρ’ απ’ τα χαλκευμένα όρια
της μικρής και λαφυραγωγημένης ελευθερίας μου.
Και οργίζομαι.
Οργίζομαι με τους κάποιους, τους δήθεν,
τους άλλους με τις περισπούδαστες περγαμηνές,
τις κοινωνικές ευαισθησίες και τις ηθικές αξίες,
μ’ αυτούς που δικαιούνται να ερμηνεύουν,
να μεθοδεύουν και ν’ αποφασίζουν,
μ’ αυτούς που υποχρεούνται ν’ ανησυχούν,
να συντρέχουν και να καθοδηγούν.
Μ’ αυτούς που από θέση και σχήμα,
αργυραμοιβοί της υποκρισίας και τέκτονες της απάτης,
προδιαγράφουν συμπεριφορές και στόχους,
καλώντας με να δανειστώ αυτά που μου πήραν,
και να μοιραστώ αυτά που δεν έχουν.
Οργίζομαι στο αγλάισμα της χαμέρπειας,
στη θρασύτητα της μικροπρέπειας,
στη διαβολή και τη διαπόμπευση
της αρετής και του σεβασμού.
Οργίζομαι όταν καπηλεύονται την αξιοπρέπειά μου,
όταν φανερά με ταπεινώνουν ως υπάκουο
και ύπουλα με συνθλίβουν ως υπήκοο,
και προστατευτικά με χαρακτηρίζουν
προσαρμόσιμο εν αφθονία είδος.
Οργίζομαι στην περηφάνια και την πρόκληση
του ρηχού στοχασμού τους
και την αμετροέπεια των λόγων τους,
στην προβολή και την αθώωση
της απαξίωσης και της αποχαύνωσης,
της αδιαφορίας και της αποστασιοποίησης.
Οργίζομαι στη λαθροχειρία της ζωής μου.
Που με γαλούχησαν στη σύνεση της σιωπής,
που με καθήλωσαν αδρανή και αδηφάγο
σε μαυλιστικούς ήχους και συντεταγμένες εικόνες,
που με αναγόρευσαν ειδήμονα
και αυτόφωτο αστέρα με βαυκαλίζουν.
Οργίζομαι που με κηρύγματα κατηγορητήρια,
με φανατισμούς και θρησκοληψίες,
με υστερίες και δοκησίσοφες αναφορές
με καλούν ως ταγοί και προφήτες
στης σωτηρομανίας τους τις εμμονές.
Οργίζομαι για τη χειραγώγηση της ζωής μου.
Που με ανάγκασαν να μαθητεύσω
στα σκοταδιστικά θρανία τους,
να αυτομολήσω στις ιδεολογίες τους,
που με αποπροσανατόλισαν με τις ιδεοληψίες τους
που με κολάκεψαν και με απογύμνωσαν
από αντιστάσεις και ενοχές.
Μα πιο πολύ οργίζομαι που ανακάλυψα
στην άκρη του μυαλού μου,
πως η ευπείθεια μπορεί και να με βολεύει,
πως μπορεί και να μ’ αρέσουν
τα φανερά είδωλα και τα κρυφά όνειρα,
και επινοώντας ένα ισχυρό άλλοθι,
δε διακρίνω καμιά ανίερη συμμαχία,
κανενός είδους σκοπιμότητα και βία,
πως δεν εξυφαίνεται καμιά συνωμοσία
και βουλιάζω στην παραίτηση και την απραξία.
============================
Κύριε, κύριε…
Γεμάτοι οι δρόμοι και όλοι τους βιαστικοί
στριμωξίδι τ΄απάντημα, διαβάτες περαστικοί,
στο ανέκφραστο βλέμμα τα ανερώτητα γιατί,
αντίλαλος και σπονδή αντιμιλιάς η σιωπή.
Ανείπωτη η αγωνία και το άγχος βαραίνει
πολιορκημένα στήθη, με μία ανάσα βγαλμένη
από μαύρες σκέψεις και στο φόβο βουτηγμένη,
τη μοναξιά με περισπούδαστη θλίψη να βαθαίνει.
Με τρεμάμενα χέρια, σφιγμένα χείλη και κρύες καρδιές,
τα προσχήματα συντάσσουν στις γνώριμες μορφές,
με αγέλαστο χαιρετισμό και στενάχωρες αγκαλιές
στις τυχαίες συναντήσεις και τις άβολες στιγμές.
Μορφολόγημα και κείνος της ανάγκης στο μιλητό,
διέβλεπε γνωστούς και συντρόφους στον κάθε διπλανό,
διαφέντευε συνάξεις με φίλιωμα και θαυμασμό
και διαλαλούσε ομορφιές και χάρες χωρίς κομπασμό.
Άσκοπο γυροβόλημα σε κάθε στροφή και γωνιά
ξεστράτισμα το λιόγερμα κι απόκληρος στην αντηλιά.
Ξάφνιασμα το απροσδόκητο γέλιο από μικρά παιδιά
κι αγκάλιασμα του δρόμου με μία λαίμαργη ματιά.
Ευελπιστία ο πειρασμός, περατάρη να σταματήσει
και για της ψυχής τα άγνωστα μεγαλεία να ρωτήσει.
-Κύριε,κύριε, ποιο δρόμο κάποιος να ακολουθήσει,
την ομορφιά του γέλιου των παιδιών να κοινωνήσει;
=====================
Η ΣΙΩΠΗ ΤΟΥ ΚΑΘΕΝΟΣ
Σε τούτες τις ξέσκεπες και ανώνυμες ημέρες,
με τις αντιφάσεις, τους ισχυρισμούς και τις αναδρομές,
η σιωπή του καθενός έχει μορφή και χρώμα
στο στίγμα της ανασφάλειας και της φοβίας
κι ο λόγος του, δόγμα αφορισμού και καταγγελίας
στη συνήθεια της απαξίωσης και του συμβιβασμού.
Τώρα που και πάλι, ειδήμονες των καιρών και ταγοί,
σφυρηλατούν πεποιθήσεις και προσανατολισμούς
στις σκιές της υπόδειξης και του παραδειγματισμού,
με τις αλήθειες πρόσχημα και τη λήθη αναφορά,
του καθενός το μαύλισμα και η συμπεριφορά,
εγκώμιο είναι συνειδητό στην πρέπουσα αποδοχή.
Οι προτάσεις των Αρχών είναι κοινή συνεδρία
και η απόφαση εφαρμογής, αξία του καθενός
με σύγχρονη ανάγνωση και ύστερη προβολή,
να είναι καθολική η υπακοή και η ευταξία
στο σύνδρομο του ανάδοχου και ιθύνοντα νου
για να έχει συνέχεια το αναντίρρητο του σωστού.
Συμμόρφωση η συνύπαρξη και συνομολογία
η άκριτη ομοφωνία του καθενός στην ευγλωττία
που ρήτορες ευσχήμονες διακονούν την πίστη,
να είναι η σύμπραξη δικαίωμα και ευθύνη.
Δυσοίωνη η πρόγνωση της οργής και της μαρτυρίας
όταν η σιωπή δαυλίζει την άρνηση της ιστορίας.
Στην κλειστή οικογενειοκρατία,
αυτόκλητοι πρεσβευτές με κληρονομιά και χρίσμα,
ξεφυλλίζουν το μέλλον τους με απαντοχές και προφητείες,
βεβαιώνουν το αύριο με σχεδιασμούς και επινοήσεις,
προλαβαίνουν ασύμμετρες δοκιμές και σκόπιμες συντάξεις
και ανακαλύπτουν το παρελθόν τους ανέσπερο κι ανέξοδο
σε αθωωτικές αναπολήσεις και μνήμες αγιογραφίες,
να είναι ο χρόνος σύνοψη λογισμού και αιτίας
κι ο λόγος τους ιστόρημα πειθούς και ακολουθία.
Στην ανοιχτή ανθρωπογεωγραφία,
ομόφρονες συνομιλητές στην αποχή και την ευπιστία,
καθρεφτίζουν τις συνήθειες στου στοχασμού τη ρήτρα,
μακαρίζουν τις αποδοχές ως σοφίας ετυμηγορίες,
περιτειχίζουν τις συμπνεύσεις με δόγματα και αλληγορίες
κι αυτόχειρες στη μοναξιά και τη σιωπή της λεηλασίας,
στρατεύουν κρυφές συμμετοχές κι ομαδικές καταφυγές,
να είναι το αποξένωμα σύνδρομο γνώσης και γοητείας
κι ο λόγος τους ιστόρημα συνείδησης κι ευθύνης.
Στης διανόησης την ποικιλομορφία,
εχέφρονες μελετητές δοξασιών και πεπραγμένων,
ανιχνεύουν θεωρίες και ορισμούς στις επαναλήψεις,
στηλιτεύουν δοκησίσοφες υπεροψίες και μεθοδεύσεις,
αναγνωρίζουν αναγκαίες παραιτήσεις και ιδεών αποποιήσεις
κι ανένταχτοι στη βάσανο της κριτικής και της αλήθειας,
μονοδρομούν το γίγνεσθαι στης σύμπραξης την ουτοπία
να μην είναι ο χρόνος γύρισμα κι αναφορών λαγνεία
παρά συνύπαρξης ιστόρημα στη διαφορά και την ελευθερία.
=========================
ΕΙΔΩΛΑ ΚΑΙ ΣΥΜΒΟΛΑ
Έλεγε:
«Θα γκρεμίσω τα είδωλα, απέναντι να περάσω,
θ’ αποκαθηλώσω τα σύμβολα πίσω να τους αφήσω
και θ’ αμφισβητήσω λογικές το νου μου να λυτρώσω».
Μου φάνταζε τόσο μόνος και τον πίστεψα!
Έλεγε:
«Θ’ αφεθώ ελεύθερος και απρόβλεπτος για να δημιουργώ
θα χαράξω τη δική μου πορεία για τον κοινό σκοπό
σε ασύλληπτα όρια και ασύλητα περιθώρια».
Μου φάνηκε πως είχε αρχές και τον φοβήθηκα.
Έλεγε:
«Δεν είναι θέμα επιλογής ο στοχασμός και η γνώση
ούτε ζήτημα προσαρμογής η άρνηση κι η πίστη.
Ανάγκη ζωής η έκφραση χωρίς ιδανικά».
Μου φάνηκε τόσο ξένος και τον ακολούθησα!
Τον είδα,
αβόλευτη ανθρώπινη σπορά και ιστορίας γέννα,
σημάδι του χρόνου και αιχμή, ανατροπή και κόψη,
να διαφεντεύει τη ζωή κι αλώβητος να προσπερνά τα τείχη.
Τον δαχτυλόδειξα, τον φώναξα «ερημίτη».
Τον είδα,
να πελεκάει τους καιρούς και είδωλα να μαστορεύει,
να ξεφυλλίζει στοχασμούς και σύμβολα ν’ απεικονίζει.
Τον άντεχα να στέκεται ανάμεσα ανάγκης και σοφίας.
Με δαχτυλόδειξε, με κάλεσε με το «μπορείς ακόμη».
==========================
ΠΟΙΗΣΗ
Του έλεγε να καταφύγει στην ποίηση,
γιατί μπορούσε ως μύστης να την υπηρετήσει,
στην τέχνη της να αφιερωθεί,
να λυτρωθεί στη δημιουργία
και να μεταλάβει της ζωής την ομορφιά,
στίχο το στίχο, στροφή τη στροφή
κι απ’ τη θεία τούτη μετάληψη
πολλοί πιστοί προσκυνητές και λειτουργοί να πιούνε.
Αρνήθηκε τη σιωπή, δίστασε και στον ύμνο,
γιατί η ποίηση δεν είναι του λόγου σμίλεμα
ούτε έμπνευση του απείθαρχου μυαλού.
Απέχει από την τέχνη και τη σπουδή
και δεν συνθέτει πανδαισία
ούτε έκφραση είναι και επικοινωνία.
Είναι οργή και σπαραγμός,
άλγος και ορρωδία,
κατάβαση είναι στα σκοτεινά του λογισμού,
και μοίρασμα και σκόρπισμα της ψυχής.
Είναι κραυγή απ’ την άβυσσο,
ανάστασης πισωγύρισμα,
γεννησημιού το φύτρο,
φως αστραπής που φλογίζει των αδύτων
και φαίνονται στο μεγαλείο τους,
τ’ ανθρώπινα τα πάθη.
Του έλεγε να αρμενίζει της ζωής,
με θάλασσα το στοχασμό και άνεμο το λόγο.
Οι λέξεις κόκκινα πανιά,
οι στίχοι του κατάρτια,
για μακρινά και άγνωστα λιμάνια,
για κλειστές και απροσπέλαστες ακτές.
Ανεπιτήδευτα της νύχτας αδελφοποιτοί,
το βίωσαν το ταίριασμα κι οι δυο
με ταυτισμένη σκέψη.
Γιατί η ποίηση είναι διαφυγή
και γλίστρημα στο χρόνο,
κρυφή καταφυγή κι αρμένισμα ονείρων.
Ολοφυρμός και οδύνη στ’ αδιέξοδα
και παράδοση στη μοναξιά τ’ απείρου.
Γι’ αυτό και όταν διαβάζεται,
προσωπική γραφή ομολογείται.
Γιώργος Αλεξανδρής.