Πάμε λοιπόν.
Εδώ και πολλές βδομάδες θέλω να σας διηγηθώ μια απίστευτη ιστορία που έζησα στο Λαογραφικό Μουσείο της Πιάλειας, αλλά δίσταζα. Σκεφτόμουν αν θα με πιστεύατε, γιατί είναι μία ιστορία από αυτές που σε κάνουν να πεις:
«Γίνονται αυτά τα πράγματα; Μήπως ο Επίκουρος νομίζει πως τα έζησε και όλα αυτά απλά τα φαντάστηκε;»
Ίσως κι εγώ, αν ήμουν στη θέση σας, να έκανα τις ίδιες σκέψεις.
Όμως σας ορκίζομαι στους δώδεκα πλανήτες πως ό,τι θα διαβάσετε είναι αλήθεια και μόνο αλήθεια. Πήρα την απόφαση να σας την κοινοποιήσω μετά από παρέμβαση της Κλειώς, της Μούσας — προστάτιδας της Ιστορίας.
Σας ευχαριστώ για τον κόπο που θα κάνετε.
Ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή.
Πριν ένα χρόνο περίπου, μαζί με τη Λόλα, είχαμε επισκεφτεί το Λαογραφικό Μουσείο της Πιάλειας, μετά από πρόσκληση του δημιουργού του Μουσείου, του Διδασκάλου κ. Δημήτρη Παπαγιαννόπουλου. Ειλικρινά θαύμασα τα εκθέματα και παράλληλα την απαράμιλλη έκθεσή τους· ένιωθες πως βρισκόσουν σε ένα οργανωμένο, προσεγμένο Μουσείο.
Πάντα, όταν επισκέπτομαι κάποιο Μουσείο, προσπαθώ να ξεχάσω τον παρόντα χρόνο και, με κάποιον μαγικό τρόπο — από τους πολλούς που μου είχε μάθει η γιαγιά της γιαγιάς μου — να μεταφερθώ στην εποχή των αντικειμένων. Στον χρόνο του ζωγράφου, του τεχνίτη, του ανθρώπου της εποχής όπου αναφέρονται τα εκθέματα.
Αυτό βέβαια δεν είναι εύκολο, ειδικά όταν δεν είμαι μόνος. Για να το πετύχεις πρέπει να «βγεις» από το σώμα σου και να βρεθείς στο παρελθόν. Όταν είμαι μόνος μου, μπορώ να πω πως σε γενικές γραμμές το καταφέρνω.
Εκείνη την ημέρα, όμως, όπως προείπα, ήταν μαζί μου η Λόλα, ο Διδάσκαλος και κάποιοι άλλοι επισκέπτες.
Κάποια στιγμή, που είχα μείνει για λίγο μόνος μου στην αριστερή αίθουσα, άκουσα μια γυναικεία φωνή να μου λέει:
«Επίκουρε, έλα το βράδυ που κλείνει το Μουσείο να σε ξεναγήσω!»
Τρόμαξα.
Φοβήθηκα μήπως έχω παραισθήσεις. Κοίταξα γύρω μου μήπως ήταν η Λόλα ή κάποια άλλη κοπέλα και διαπίστωσα πως ήμουν ολομόναχος. Μόνο μια κούκλα παραδοσιακά ντυμένη υπήρχε — όμορφη, αλλά ψεύτικη.
Έκλεισα για λίγο τα μάτια, προσπαθώντας να μεταφερθώ στο παρελθόν με τον τρόπο που μου είχε μάθει η προγιαγιά, αλλά πριν προλάβω να ολοκληρώσω τα λόγια, άκουσα πάλι τη φωνή:
«Επίκουρε, να έρθεις βράδυ. Κατά προτίμηση Κυριακή βράδυ. Θα έχω φροντίσει να είναι ανοιχτή η πόρτα. Απλά θα πρέπει εκείνο το βράδυ να μείνεις εδώ μαζί μας για να σε ξεναγήσω!»
Τόλμησα να ρωτήσω:
«Και γιατί εμένα και όχι κάποιον άλλο;»
Και άκουσα την απάντηση:
«Γνωρίζεις πολύ καλά, Επίκουρε, πως μόνο εσύ έχεις τον τρόπο να ταξιδεύεις στο παρελθόν. Όταν θα είσαι έτοιμος, θα σε περιμένω.»
Δεν πρόλαβα να ρωτήσω κάτι ακόμη, γιατί άκουσα τη Λόλα:
«Επίκουρε, με ποιον μιλάς; Άρχισες πάλι τα παλαβά σου;»
Κάθε φορά που βρισκόμαστε σε Μουσείο κάτι σε πιάνει· ή μιλάς μόνος σου ή δεν μας ακούς.
Την κοίταξα για λίγο κι έπειτα γύρισα το βλέμμα μου προς την κούκλα και είπα ψιθυριστά:
«Εντάξει.»
Εκείνη — η κούκλα — κατάλαβε τι εννοούσα. Η Λόλα νόμισε ότι το «εντάξει» ήταν για εκείνη. Ευτυχώς, γιατί θα άρχιζε πάλι τη μουρμούρα.
Πήγαμε στη διπλανή αίθουσα, όπου ο σοφός και δημιουργικός Διδάσκαλος μάς παρουσίασε όλα τα εκθέματα και μας εξήγησε τον τρόπο που τα βρήκε. Κάποια στιγμή, καθώς ήμασταν έτοιμοι να φύγουμε, έβαλε το κλειδί στην πόρτα για να κλειδώσει.
Τότε, τον ρώτησα όσο πιο αθώα μπορούσα:
«Διδάσκαλε, αν υποθέσουμε πως κάποιος κλειστεί κατά λάθος μέσα, θα μπορέσει να βγει;»
Και μου απάντησε:
«Όχι φίλε Πέπο. Αλλά έχουμε φροντίσει να υπάρχει ένα κλειδί στον τοίχο, εσωτερικά. Είμαστε προμηθείς, αν και ποτέ δεν χρειάστηκε.»
Εγώ από μέσα μου σκέφτηκα:
«Ποτέ μη λες ποτέ, Διδάσκαλε…»
Πριν τον χαιρετήσω, τον ρώτησα:
«Την κούκλα — την παραδοσιακά ντυμένη — της έχετε δώσει κάποιο όνομα;»
Και απάντησε:
«Βεβαίως Πέπο. Τη λένε Πιάλεια — το όνομα της όμορφης κόρης του Πίαλου.»
Τότε κατάλαβα ότι η φωνή που άκουσα ήταν η φωνή της Πιάλειας.
Β’ ΜΕΡΟΣ
Από εκείνη τη στιγμή και μετά άρχισα να ψάχνω κάποια δικαιολογία που θα έπρεπε να ξεφουρνίσω στη Λόλα για τη βραδινή μου απουσία της ερχόμενης Κυριακής. Δύσκολη η εξίσωση. Αρχικά σκέφτηκα να της πω πως ένα βράδυ θα μείνω μόνος μου στο βουνό για να θυμηθώ τα χρόνια του στρατού. Μετά μου πέρασε από το μυαλό να συνεννοηθώ με τον Γκοτζίλα, ώστε να με πάρει τηλέφωνο την Κυριακή στις 23:30 και να πει πως τάχα δεν ένιωθε καλά και πως έπρεπε να τον πάω στο νοσοκομείο στα Τρίκαλα. Μία τρίτη σκέψη ήταν εκείνη που τελικά επικράτησε ως η πιο λογικοφανής: θα έλεγα στη Λόλα πως επειδή θέλω να γράψω ένα δοκίμιο περί φύσεως, πρέπει ένα βράδυ να παραμείνω στο δάσος μόνος μου έως το πρωί.
Η Λόλα σκέφτηκε πως ίσως αυτό το δοκίμιο να ήταν μια δυνατή έμπνευση και πως ήταν ευκαιρία να γράψω επιτέλους κάτι σημαντικό, κάτι που θα τραβούσε την προσοχή του συγγραφέα Ηλία Γιαννακόπουλου. Είχε ακούσει από την Αφροδίτη, τη σύζυγο του Ηλία, πως όταν ο συγγραφέας θέλει να γράψει αριστούργημα, αναζητά απομόνωση. Έχοντας αυτή την εικόνα στο μυαλό της, η Λόλα δεν έφερε καμία αντίρρηση. Μόνο μου είπε:
— Πάρε μαζί σου και το υπηρεσιακό πιστόλι, ώστε αν σου επιτεθεί η αρκούδα ή τ’ αγριογούρουνα, να μπορέσεις να αμυνθείς. Πρόσεχε: χρήση μόνο αν κινδυνεύεις. Και για καλό και για κακό πάρε και μερικές στράκα στρούκες, να τις ρίξεις προληπτικά αν σε πλησιάσουν τ’ αγριογούρουνα.
Αμέσως σκέφτηκα πόσο εύκολο ήταν τελικά να πείσω τη Λόλα, κι αυτό με γέμισε χαρά. Τώρα έπρεπε να καταστρώσω το σχέδιο για τη νυχτερινή επίσκεψη στο Μουσείο της Πιάλειας.
Σάββατο βράδυ, μαζί με φίλους είχαμε πάει στο Chef [ΑΛΩΝΙΑ] για γουρνοπούλα ψητή. Κατά τις 23:45 που φύγαμε, εγώ προσποιήθηκα πως είχα κάποια βλάβη στο αυτοκίνητο και θα περίμενα εκεί να έρθει ο Γκοτζίλας, για να δούμε τι θα κάνουμε. Αυτό σήμαινε πως οι φίλοι μας έπρεπε να πάρουν μαζί τους, στο δικό τους αυτοκίνητο, και τη Λόλα. Όλα έγιναν όπως τα περίμενα: οι φίλοι μας, μαζί με τη Λόλα και τη Φαίη, έφυγαν κι εγώ έμεινα εκεί τάχα να περιμένω τον Γκοτζίλα. Μόλις χάθηκαν στο βάθος του δρόμου, ξεκίνησα κι εγώ για το Μουσείο.
Ευτυχώς το Μουσείο ήταν σε απόμερο σημείο και δεν υπήρχε κίνδυνος να γίνω αντιληπτός. Για καλό και για κακό, άφησα πιο κάτω το αυτοκίνητό μου και έφτασα στο Μουσείο στις 00:05, βράδυ Σαββάτου προς Κυριακή. Γεμάτος αγωνία στάθηκα μπροστά στην πόρτα. Χίλιες σκέψεις πέρασαν από το μυαλό μου πριν χτυπήσω. Άρχισα να αμφιβάλλω αν τελικά είχα ακούσει πραγματικά τη φωνή της Πιάλειας ή αν όλη αυτή η ιστορία ήταν παιχνίδι της αχαλίνωτης φαντασίας μου.
Ευτυχώς δεν κράτησε πολύ. Μόλις ένιωσα να με ζώνουν οι αμφιβολίες, φώναξα τρεις φορές:
— ΟΚΡΑ! ΟΚΡΑ! ΟΚΡΑ!
Και αμέσως ανέκτησα την αυτοπεποίθησή μου. Θυμήθηκα πως είμαι ο CEO της ΟΚΡΑ, και ως εκ τούτου… έπρεπε να προχωρήσω.
Χτύπησα δύο φορές και, την ώρα που ετοιμαζόμουν να χτυπήσω τρίτη, άκουσα το κλειδί να γυρίζει. Σε χρόνο τσίου-τσίου είπα τα λόγια που μου είχε μάθει η γιαγιά της γιαγιάς μου. Όταν άνοιξε η πόρτα, αντίκρισα την όμορφη Πιάλεια να με καλωσορίζει με ένα πλατύ χαμόγελο που μου θύμισε το χαμόγελο της Αφροδίτης.
— Τελικά τα κατάφερες, μου είπε. Είναι όπως λένε και οι Μούσες: αν κάτι το θέλεις πάρα πολύ, θα βρεθεί τρόπος να το πραγματοποιήσεις. Καλώς όρισες, Επίκουρε.
Την ευχαρίστησα για την υποδοχή και της είπα πως ήμουν γεμάτος περιέργεια για να ξεκινήσουμε την ξενάγηση.
— Πάμε λοιπόν, Επίκουρε, είπε. Ας ξεκινήσουμε από την κυρία που κρατάει το βελονάκι και κοντεύει να τελειώσει το όμορφο κέντημα.
Μόλις αντίκρισα τη γυναίκα που κεντούσε, έμεινα ενεός. Ήταν η μητέρα μου.
— Μάνα… Μανούλα… εσύ εδώ; Πώς βρέθηκες από το Μαγευτικό στο Μουσείο της Πιάλειας;
— Καλώς όρισες, γιόκα μου. Άκουσα από τις Μούσες πως θα ερχόσουν απόψε για να σε ξεναγήσει η Πιάλεια, και ζήτησα να είμαι κι εγώ εδώ, στο τμήμα των κεντημάτων. Στο Μουσείο ο φίλος σου ο Διδάσκαλος έχει σε περίοπτη θέση εμάς τις κεντίστρες. Προχώρα όμως, γιόκα μου. Η Πιάλεια έχει για σένα πολλές ακόμα εκπλήξεις.
Αποχαιρέτησα τη Μανούλα και ακολούθησα την Πιάλεια, που με πήγε σε μια κυρία με βελόνες για πλέξιμο. Ήταν η θεία μου η Μαρία, η κοκέτα της οικογένειας.
— Ανιψιέ, θυμάσαι που σε ρωτούσα “μ’ αγαπάς; Άμα πεθάνω, θα με θυμάσαι;”
— Όλα τα θυμάμαι, θεία μου, όλα. Και πάντα σε μνημονεύουμε με τη Λόλα. Μα πες μου, πώς βρέθηκες εδώ;
— Με κάλεσε η μητέρα σου. Αυτή μεσολάβησε στις Μούσες, λόγω της μεγάλης αγάπης που είχες για μένα. Οι βελόνες που κρατώ είναι οι ίδιες μ’ αυτές που σου είχα πλέξει το εγκώμιο του ποιητή! Πήγαινε τώρα, έχεις πολλά ακόμη να δεις.
Αποχαιρέτησα και τη θεία Μαρία και σκέφτηκα πόσο σοφός ήταν ο Διδάσκαλος που έβαλε στο Μουσείο τα βελονάκια, τις βελόνες και τα εργαλεία των γυναικών που, κοπέλες, σύζυγοι, μάνες και γιαγιάδες, ζωγράφιζαν δημιουργώντας κεντήματα και πλεκτά. Ανάμεσά τους η μητέρα μου και η θεία μου.
Η Πιάλεια κατάλαβε πόσο συγκινημένος ήμουν και με πήρε από το χέρι για να πάμε στον αργαλειό, στη ρόκα, στην ανέμη, στο τσικρίκι, στη σαΐτα, στο αδράχτι, στο σφοντίλι, στην κοσιά, στο δρεπάνι, στα χάλκινα τετζερέδια, στην παλάντζα, στο καντάρι, στο αλέτρι, στο πλαστίρι, στην πυροστιά, στη γάστρα και σε πολλά ακόμη αντικείμενα.
Συνομίλησα με τη γιαγιά Τσιβώ που έγνεθε το πρόβειο μαλλί στη ρόκα, με τη θεία Ελένη, μητέρα του Βύρωνα, που ύφαινε στον αργαλειό τις μοναδικές φλοκάτες που προίκισε τις κόρες της, και με τη θεία Μιχάληνα (Βασιλική) στο τσικρίκι για το στρίψιμο του νήματος.
Όπως μου εξήγησε η Μιχάληνα, στην ανέμη έβαζαν το νήμα από το τυλιγάδι. Το τσικρίκι ήταν μια ρόδα που γύριζε με το χέρι γύρω από έναν άξονα, και μετέδιδε την κίνηση στο μασούρι ώστε να τυλίγεται η κλωστή. Τα μασούρια μετά πήγαιναν στον αργαλειό.
Κάποια στιγμή πήγαμε στα ανδρικά εργαλεία: την κοσιά, το δρεπάνι, το φραγκόφιαρο, το μιστρύ. Κι εκεί, τσουπ, βλέπω τον πατέρα μου με την κοσιά, τον θείο Γιάννη με το φραγκόφιαρο, τον θείο Ηλία με το μιστρύ και το θκουλί, και τον κουμπάρο Μπούλη με μια μπάλα τριφύλλι.
Αφού μου έδωσαν τις απαραίτητες πληροφορίες για τα εργαλεία, άρχισαν τις ερωτήσεις: τι κάνουν τα παιδιά τους, οι γυναίκες τους, τα εγγόνια τους, οι φίλοι τους, οι συγγενείς και οι συγχωριανοί τους. Κάποιος –δεν θυμάμαι ποιος– με ρώτησε ποιον έχουμε πρωθυπουργό.
Όταν τους είπα «Μητσοτάκη», απόρησαν οι τέσσερις:
— Μα αυτός δεν είχε πεθάνει; Αναστήθηκε; Και γιατί αναστήθηκε μόνο αυτός και όχι κι εμείς;
Τους εξήγησα πως ήταν ο γιος του. Και πως σε 20–30 χρόνια πάλι κάποιος Μητσοτάκης, Καραμανλής ή Παπανδρέου θα είναι πρωθυπουργός. Κούνησαν το κεφάλι:
— Δεν υπάρχει σωτηρία…
Αποχαιρέτησα όλους και μίλησα ιδιαίτερα με τον πατέρα μου. Ήξερα τι θα με ρωτήσει και έκανα τάχα πως κοιτούσα κάτι εργαλεία. Ο πατέρας, όπως πάντα, δεν ήθελε να με φέρει σε δύσκολη θέση. Του είπα μόνο δύο λέξεις:
— Καμία αλλαγή… [Ευτυχώς έναν χρόνο αργότερα του είπα καλά νέα από την μεγάλη του εγγονή και χάρηκε πάρα πολύ].
Ήθελε να μάθει αν τα εγγόνια του έκαναν παιδιά.
Η Πιάλεια με οδήγησε προς την έξοδο. Ήταν ώρα να αναχωρήσω. Άλλη μια επίσκεψη σε Μουσείο, αυτή τη φορά στο ιστορικό και πνευματικό Μουσείο της Πιάλειας, έλαβε τέλος.
Την ευχαρίστησα θερμά για την ξενάγηση και που είχε φροντίσει να δω τόσα αγαπημένα πρόσωπα. Εκείνη, γεμάτη χαρά, μου είπε:
— Μην ξεχνάς, Επίκουρε, πως εσύ έχεις γράψει για μένα την πιο όμορφη και αληθινή ιστορία. Είναι μεγάλη τιμή για μένα και σου είμαι ευγνώμων.
Φτάνοντας στην πόρτα, νοερά ευχαρίστησα τη γιαγιά της γιαγιάς μου και, λέγοντας τα λόγια της επιστροφής, βρέθηκα στον προαύλιο χώρο του Μουσείου. Περπάτησα γρήγορα ως το αυτοκίνητο· φοβόμουν μήπως περάσει ο Διδάσκαλος, δει το αυτοκίνητο και αρχίσει να με αναζητά.
Ευτυχώς όλα πήγαν καλά. Σε είκοσι λεπτά ήμουν σπίτι. Η Λόλα με περίμενε με ανοιχτές αγκάλες και με ζεστό τραχανά δικής μας παραγωγής. Με ρώτησε αν άξιζε ο κόπος και αν ήμουν πλέον έτοιμος να γράψω το δοκίμιο περί φύσεως. Μου πρότεινε μάλιστα, αν χρειαστώ, να ζητήσω λίγη βοήθεια από τον φίλο μας τον Ηλία.
Αναρωτιέμαι τι θα γίνει σήμερα—λίγους μήνες μετά—όταν η Λόλα μάθει την αλήθεια για εκείνη τη νύχτα που πέρασα με την Πιάλεια στο λαογραφικό Μουσείο της Πιάλειας. Ελπίζω να δείξει επιείκεια και κατανόηση.
Επίλογος
Φίλες και φίλοι, εσείς μην περιμένετε κάποιον μαγικό τρόπο για να βρεθείτε στο λαογραφικό Μουσείο της Πιάλειας. Ούτε λόγια μυστικά, ούτε πόρτες που ανοίγουν με ψιθύρους. Αρκεί ένα απλό βήμα της καρδιάς: να θελήσετε να πάτε.
Γιατί η γνώση δεν αποκαλύπτεται μόνο σε όσους αναζητούν το θαυμαστό, αλλά και σε όσους τιμούν το απλό, το καθημερινό, το αληθινό. Εκεί κρύβεται η σοφία των παλιών – στις ρόκες, στα τσικρίκια, στις κοσιές και στα τετζερέδια, στα χέρια που δούλεψαν και στα στόματα που αφηγήθηκαν τον κόσμο όπως τον έζησαν.
Κι αν κάτι διδάσκει ο Επίκουρος, είναι πως η ευδαιμονία γεννιέται όταν η μνήμη, η χαρά και η φιλία συναντιούνται χωρίς φόβο και χωρίς υπερβολή. Ένα Μουσείο, ένα χαμόγελο, μια ιστορία αρκούν για να θυμηθεί ο άνθρωπος ότι είναι θνητός, αλλά μπορεί να ζει σαν να είναι αιώνιος—μέσα από την αγάπη, την καλοσύνη και τη μνήμη όσων προηγήθηκαν.
Σας χαιρετώ με σεβασμό και επικούρεια διάθεση,
Επίκουρος ο Γοργογυραίος
Έρρωσθε και Ευδαιμονείτε.
Η Πιάλεια με οδήγησε προς την έξοδο. Ήταν ώρα να αναχωρήσω. Άλλη μια επίσκεψη σε Μουσείο, αυτή τη φορά στο ιστορικό και πνευματικό Μουσείο της Πιάλειας, έλαβε τέλος.
Την ευχαρίστησα θερμά για την ξενάγηση και που είχε φροντίσει να δω τόσα αγαπημένα πρόσωπα. Εκείνη, γεμάτη χαρά, μου είπε:
— Μην ξεχνάς, Επίκουρε, πως εσύ έχεις γράψει για μένα την πιο όμορφη και αληθινή ιστορία. Είναι μεγάλη τιμή για μένα και σου είμαι ευγνώμων.
Φτάνοντας στην πόρτα, νοερά ευχαρίστησα τη γιαγιά της γιαγιάς μου και, λέγοντας τα λόγια της επιστροφής, βρέθηκα στον προαύλιο χώρο του Μουσείου. Περπάτησα γρήγορα ως το αυτοκίνητο· φοβόμουν μήπως περάσει ο Διδάσκαλος, δει το αυτοκίνητο και αρχίσει να με αναζητά.
Ευτυχώς όλα πήγαν καλά. Σε είκοσι λεπτά ήμουν σπίτι. Η Λόλα με περίμενε με ανοιχτές αγκάλες και με ζεστό τραχανά δικής μας παραγωγής. Με ρώτησε αν άξιζε ο κόπος και αν ήμουν πλέον έτοιμος να γράψω το δοκίμιο περί φύσεως. Μου πρότεινε μάλιστα, αν χρειαστώ, να ζητήσω λίγη βοήθεια από τον φίλο μας τον Ηλία.
Αναρωτιέμαι τι θα γίνει σήμερα—λίγους μήνες μετά—όταν η Λόλα μάθει την αλήθεια για εκείνη τη νύχτα που πέρασα με την Πιάλεια στο λαογραφικό Μουσείο της Πιάλειας. Ελπίζω να δείξει επιείκεια και κατανόηση.
Επίλογος
Φίλες και φίλοι, εσείς μην περιμένετε κάποιον μαγικό τρόπο για να βρεθείτε στο λαογραφικό Μουσείο της Πιάλειας. Ούτε λόγια μυστικά, ούτε πόρτες που ανοίγουν με ψιθύρους. Αρκεί ένα απλό βήμα της καρδιάς: να θελήσετε να πάτε.
Γιατί η γνώση δεν αποκαλύπτεται μόνο σε όσους αναζητούν το θαυμαστό, αλλά και σε όσους τιμούν το απλό, το καθημερινό, το αληθινό. Εκεί κρύβεται η σοφία των παλιών – στις ρόκες, στα τσικρίκια, στις κοσιές και στα τετζερέδια, στα χέρια που δούλεψαν και στα στόματα που αφηγήθηκαν τον κόσμο όπως τον έζησαν.
Κι αν κάτι διδάσκει ο Επίκουρος, είναι πως η ευδαιμονία γεννιέται όταν η μνήμη, η χαρά και η φιλία συναντιούνται χωρίς φόβο και χωρίς υπερβολή. Ένα Μουσείο, ένα χαμόγελο, μια ιστορία αρκούν για να θυμηθεί ο άνθρωπος ότι είναι θνητός, αλλά μπορεί να ζει σαν να είναι αιώνιος—μέσα από την αγάπη, την καλοσύνη και τη μνήμη όσων προηγήθηκαν.
Σας χαιρετώ με σεβασμό και επικούρεια διάθεση,
Επίκουρος ο Γοργογυραίος
Έρρωσθε και Ευδαιμονείτε.
Υ.Γ. Τελευταίας στιγμής, τα μέλη της ΟΚΡΑ έφθασαν στην Γερμανία με ασφάλεια.

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου