«Κύκλωψ, ειρωτάς μ’ όνομα κλυτόν;……/ Ούτις εμοί γ’ όνομα˙ Ούτιν δε με κικλήσκουσι/ μήτηρ ηδέ πατήρ ηδ’ άλλοι πάντες εταίροι» (Ομήρου Οδύσσεια, ι 364-367. Το ξακουστό γυρεύεις, Κύκλωπα, να μάθεις όνομά μου….Κανένας το όνομά μου, κι όλοι τους/ κανένα με φωνάζουν, /κι η μάνα μου μαθές κι ο κύρης μου κι/ οι επίλοιποι σύντροφοι….)
Ο Οδυσσέας εξιστορώντας στον Αλκίνοο τις περιπέτειές του περιγράφει με λεπτομέρεια τον τρόπο με τον οποίο ξεγέλασε τον Κύκλωπα Πολύφημο και τον παγίδευσε με το όνομα που του έδωσε «Ούτις» = Κανένας. Έτσι, όχι μόνον έσωσε τη δική του ζωή και των συντρόφων του, αλλά έθεσε για πρώτη φορά στην παγκόσμια βιβλιογραφία – λογοτεχνία τις βάσεις για την ονοματολογία.
Μένοντας αυστηρά στο συγκεκριμένο επεισόδιο της Οδύσσειας παρατηρούμε πως ανάμεσα στο «ψευδώνυμο» Ούτις του Οδυσσέα και στο όνομα Πολύφημος < πολύ + φημί του Κύκλωπα υπάρχει μια φανερή αντίθεση. Το «ούτις» βρίσκεται κοντά στο ουτιδανός, στο άγνωστος, στο ανύπαρκτος. Αντίθετα, το όνομα Πολύφημος μας παραπέμπει στο ξακουστός, στο γνωστός, στο διάσημος, στο μεγαλόφωνος (φημί).
Στη σπηλιά του Κύκλωπα δεν συγκρούστηκαν μόνον τα πρωτόγονα ένστικτα του θηριώδους Κύκλωπα με την εξυπνάδα του Οδυσσέα, η βιαιότητα με την ανθρωπιά, η νηπιότητα (νή + έπος = ανοησία) με την επινοητικότητα αλλά και η υλική δύναμη (σωματική) με τη σοφία, τη γνώση, την πονηριά και την ηθική. Η δύναμη του νου (Οδυσσέας) αναμετράται στη σκοτεινή σπηλιά με τη μυϊκή δύναμη (Κύκλωπας) κι από την πάλη αυτή νικητής αναδεικνύεται ο νους, δηλαδή ο πολιτισμός, ο άνθρωπος.
Ο Κύκλωπας λόγω της αυτοπεποίθησής του – που απορρέει από τη σωματική του δύναμη – ξεπερνά το μέτρο, διαπράττει ύβρη και ο νους του θολώνει. Αυτή η αλαζονεία εκτός από το θόλωμα του νου (Άτη) ενεργοποιεί την δικαιοσύνη του Δία, τη Νέμεση. Σε λίγο θα έρθει και η τιμωρία – Τίση (τύφλωση του Πολύφημου). Η βαρβαρότητα ηττάται από τον πολιτισμό.
Ωστόσο, το «Ούτις» ως επινόημα του «πολύτροπου» Οδυσσέα έμελλε να αποτελέσει αντικείμενο έρευνας και ανάλυσης όχι τόσο των γλωσσολόγων αλλά των ψυχολόγων και των κοινωνιολόγων. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι το όνομα συνιστά το απόλυτο προσδιοριστικό στοιχείο του ανθρώπου από την πρωτόγονη εποχή έως σήμερα. Γιατί ο άνθρωπος ξεχωρίζει από τους συνανθρώπους του όχι μόνο λόγω των σωματικών ιδιαιτεροτήτων αλλά και λόγω του ονόματος. Γι’ αυτό σε καμία ιστορική περίοδο του ανθρώπου δεν απαντάται άνθρωπος χωρίς όνομα. Χρήσιμη είναι η συμβολή του Ομήρου και σε αυτό το στοιχείο με την εμβληματική φράση «Ου μεν γαρ τις πάμπαν ανώνυμος εστ’ ανθρώπων, / ου κακός ουδέ εσθλός, επήν τα πρώτα γένηται, / αλλ’ επί πάσιν τίθενται» (Γιατί κανένας άνθρωπος δεν υπάρχει χωρίς όνομα, ούτε καλός ούτε κακός, από την ώρα που γεννιέται…. Ομήρου Οδύσσεια, θ 552-554).
Αυτή η θέση του Αλκίνοου προς τον Οδυσσέα απέκτησε παναθρώπινη αξία και σηματοδότησε τον κεντρικό ρόλο του ονόματος τόσο στον αυτοπροσδιορισμό του ανθρώπου όσο και στη δημιουργία και εξέλιξη του πολιτισμού.
Το όνομα, δηλαδή, συνιστά το κατεξοχήν προσδιοριστικό στοιχείο της ιδιαιτερότητας, της μοναδικότητας του ατόμου και καθορίζει καταλυτικά την προσωπικότητά του και γενικότερα την ταυτότητά του. Αποτελεί στοιχείο διαφοροποίησης από τους άλλους αλλά και σημείο αναγνώρισης. Είναι αυτό που μας ανασύρει από την ανωνυμία, το πλήθος, την αγέλη, τη μάζα. Μας διασώζει από την αποπροσωποποίηση και την ανυπαρξία. Γινόμαστε ύπαρξη μέσα από το όνομα, αφού οι άλλοι μόνο μέσα από το όνομα μας γνωρίζουν. Ο ανώνυμος είναι σαν να μην υπάρχει. Όλα τα μεγάλα επιτεύγματα της ανθρωπότητας έχουν ως σημείο αναγνώρισης το όνομα του δημιουργού (Ομήρου Ιλιάς, Η θεωρία των ιδεών του Πλάτωνα, η θεωρία της σχετικότητας του Αϊνστάιν, το test Παπανικολάου, Αμπέρ (ηλεκτρισμός), Φορντ (Αυτοκίνητο), η Γκουέρνικα του Πικάσο).
Εξάλλου είναι γνωστός ο εκβιασμός του Περικλή προς τους Αθηναίους – που δεν ήθελαν να ξοδευτούν χρήματα από το συμμαχικό ταμείο – πως θα χτίσει τον Παρθενώνα με δικά του χρήματα και θα δώσει το όνομά του σε όλα αυτά που θαυμάζει η ανθρωπότητα σήμερα. Μόνον έτσι μεταπείστηκαν οι Αθηναίοι.
Από την άλλη πλευρά η απουσία του ονόματος συνοδεύεται από τον αφανισμό του προσωπικού στοιχείου. Η διάχυση της ύπαρξής μας μέσα στο ανώνυμο πλήθος (μάζα) συνεπάγεται και τη μείωση της ευθύνης αλλά και της ελευθερίας μας. Γιατί ευθύνη και ελευθερία βαδίζουν παράλληλα και αποδίδονται μόνο σε ανθρώπους με «όνομα» και όχι στο πλήθος και στις αγέλες ανθρώπων. Απόρροια όλων αυτών είναι και η αδυναμία συγκρότησης της ηθικής ταυτότητας του ατόμου.
Μια άλλη διάσταση της αξίας του «ονόματος» είναι και ο κίνδυνος που απορρέει από την τεχνοκρατική κοινωνία, την απόλυτη εξειδίκευση και από την ανάγκη της «μέγιστης παραγωγής». Σε αυτό το κλίμα ο εργαζόμενος τείνει να απωλέσει το «όνομά» του και να καταστεί ένας ανώνυμος «αριθμός». Αυτή η αριθμοποίηση – ανωνυμία συνιστά και τη δουλεία του σύγχρονου ανθρώπου. Γνωστή εξάλλου είναι και η αποστροφή του στιχουργού Γ. Σκούρτη «Είμαι το νούμερο 8/ με ξέρουν όλοι με αυτό/ κι εγώ κρατάω μυστικό/ ποιο είναι τ’ όνομά μου» (Η Φάμπρικα).
Συμπληρωματικά θα μπορούσε κάποιος να επισημάνει την κυριαρχία του «κανένας» στις δημοσκοπήσεις για τη δημοφιλία των πολιτικών αλλά και στον εντοπισμό των υπευθύνων για την οικονομική κατάρρευση της χώρας, την ηθική αποβιταμίνωση, τον πνευματικό υποσιτισμό και την κοινωνική κατολίσθηση. Υπάρχει μια διάχυση ευθύνης και μια απουσία ανάληψης της ευθύνης. Τα παραπάνω αρνητικά φαινόμενα δεν έχουν το «όνομα» που τα προκάλεσε. Γιατί το όνομα ταυτίζεται με την ευθύνη. Έτσι όλοι αναγνωρίζουν την σκληρή πραγματικότητα αλλά αδυνατούν να τη χρεώσουν σε ένα πρόσωπο με «όνομα».
Το γεγονός αυτό επιτείνει το πρόβλημα και ιδιαίτερα όταν μας ζητούν να βρούμε τη λύση που μοιραία προϋποθέτει και το «όνομα» του υπεύθυνου της κρίσης με όλες τις αποχρώσεις. Τότε εύκολα αναφωνούμεν «Ω φίλοι, Ούτις με κτείνει δόλω ουδέ βίηφιν» (Ω φίλοι, με δόλο, όχι με δύναμη. Κανένας ο φονιάς μου, Οδύσσεια, ι 408). Ποιος, όμως, τότε θα μας πιστέψει και θα μας βοηθήσει; Σίγουρα θα έχουμε την τύχη του Πολύφημου ως άτομα και χώρα. Και μπορεί οι φίλοι του Κύκλωπα να συμβούλεψαν «αλλά συ γ’ εύχεο πατρί ποσειδάωνι άνακτι», αλλά τον πόνο τον έζησε μόνος του.
Κάποιοι άλλοι, όμως, θα χαίρονται για την αδυναμία μας να βρούμε το όνομα του φταίχτη και την τάση μας να κρυβόμαστε πίσω από το Κανένας – Ούτις «εμόν δ’ εγέλασσε φίλον κηρ,/ ως όνομ’ εξαπάτησεν εμόν και μήτις αμύμων» (κι εγώ στα μέσα μου χαιρόμουν, που το όνομα τους γέλασε, κι η περισσή μου γνώση, Οδύσσεια ι, 413-414).
Αρχή και Τέλος, επομένως, της ανθρώπινης ζωής είναι το όνομα˙ με ό,τι αυτό σηματοδοτεί (το δηλούν). Το «Ούτις» χαρακτηρίζει τον υπάνθρωπο. Το όνομα φωτίζει τον άνθρωπο. Γι’ αυτό και ο Οδυσσέας στο τέλος αποκαλύπτει το όνομά του στον Πολύφημο, όταν πια έχει αποφύγει τον κίνδυνο. Και μαζί με το όνομα δημιούργησε ένα πλήθος θετικών ιδιοτήτων που συνοδεύουν εκείνους τους ανθρώπους που μπόρεσαν να επιβιώσουν και να μεγαλουργήσουν.
«Κύκλωψ, αι κεν τις σε καταθνητών ανθρώπων/ οφθαλμού είρηται αεικελίην αλαωτύν,/ φάσθαι Οδυσσήα πτολιπόρθιον εξαλαώσαι,/ υιόν Λαέρτεω,/ Ιθάκη ένι οικί’ έχοντα» (Κύκλωπα, αν άνθρωπος θνητός σε ρωτήξει πως έτυχε το μάτι σου κακοτυφλιά να πάθει, το ‘χει τυφλώσει να τους πεις ο κουρσευτής Οδυσσέας, του Λαέρτη ο γιός, που η κατοικία του στην Ιθάκη βρίσκεται, Οδύσσεια ι, 502-505).
Ο μεγάλος δάσκαλος Δ. Λιαντίνης με έναν ξεχωριστό τρόπο δίνει το πλαίσιο μέσα στο οποίο κινείται ο άνθρωπος και το όνομα, άλλοτε υποταγμένος κι άλλοτε ελεύθερος από τις συμπαντικές δυνάμεις:
«Την περιπέτεια την άρχισε ο Κανένας και την ετελείωσε ο Οδυσσέας. Η ιστορία αυτή στο νησί του Κύκλωπα είναι η ζωή του καθένα μας. Με τον ένα ή άλλο τρόπο, ο κάθε άνθρωπος του μέλλεται να ζήσει τη δική του Κυκλώπεια…. Ξεκινάμε τη ζωή μας ανυπόστατοι, αδοκίμαστοι, ανύπαρκτοι, ανώνυμοι. Ξεκινάμε τη ζωή μας μέσα στην οντολογική λήθη, και μέσα στην αδιαφανή ομίχλη της μέριμνας… Ο καθένας μας ξεκινά με το όνομα Κανένας. Αν ξεφύγουμε ετούτη την πανίσχυρη βαρυτική δύναμη που μας τη φόρτωσαν οι θεοί… αν αλλάξουμε το μουσικό μας τρόπο, πηδώντας από τον απλοικά υποστασιακό στον αυθεντικά υπαρκτικό άνθρωπο… από το Ούτις στο Οδυσσέας˙ αν γίνει να κινήσουμε λειτουργικά τη διαλεκτική μας σχέση με το πρόβλημα της ουσίας και του βάθους της ζωής μας…. Τότες έχουμε νικήσει το φοβερό Κύκλωπα και τη φυλακή της σπηλιάς του. Ελαξουργήσαμε την άμορφη και άσχημη πέτρα του Κανένας, και μέσα από το σκοτάδι της ανεβάσαμε στο φως τον άνθρωπο με όνομα» (Δ. Λιαντίνη «Κυκλώπεια»)
Ο Πολύφημος τιμωρήθηκε, επειδή πρόσβαλε το θεσμό της φιλοξενίας (Ύβρις → Τίσις). Εμείς;
«σχέτλι’ επεί ξείνους ουχ άζεο σω ενί οίκω εσθέμεναι˙ τω σε Ζευς τίσατο και θεοί άλλοι».