Σαμουράι
Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Η λέξη σαμουράι προέρχεται από το ιαπωνικό ρήμα σαμoρό ή σαμπουρό και χρησιμοποιήθηκε αρχικά για να περιγράψει τους προσωπικούς υπηρέτες των πλούσιων και πανίσχυρων γαιοκτημόνων του 8ου αιώνα στην Ιαπωνία. Ορισμένοι από αυτούς τους γαιοκτήμονες ήταν αριστοκράτες, ευγενείς που είχαν εγκαταλείψει τη βασιλική αυλή του Κιότο, την πρωτεύουσα, προκειμένου να αναζητήσουν την τύχη τους. Με αυτόν τον τρόπο δημιουργήθηκε σταδιακά ένα δίκτυο φυλών ή «οικογενειών» με τη διευρυμένη έννοια. Έτσι, όμως, η κεντρική διακυβέρνηση της χώρας έχασε τη δύναμή της, ενώ ο νόμος και η τάξη ετηρείτο πλέον από τις διαφορετικές οικογένειες. Οι οικογένειες εξοπλίστηκαν με την πάροδο του χρόνου, ώστε να μπορούν να προστατέψουν τη γη τους και τους ανθρώπους τους. Τούτο ήταν και το έναυσμα για την ανάπτυξη της τάξης των σαμουράι, πάνω σε έναν αρχαιότερο κώδικα που ήδη είχαν αναπτύξει οι πολεμιστές Γιαγιόι.
Η ιαπωνική πολεμική τάξη
Ο πόλεμος έπαιξε σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη της Ιαπωνίας. Εμπόλεμες φυλές έλεγχαν ένα μεγάλο τμήμα της χώρας. Αυτές οι φυλές είχαν συνήθως ως αρχηγό κάποιον απόγονο της αυτοκρατορικής οικογένειας, ενώ οι πόλεμοί τους σχετίζονταν κυρίως με τον έλεγχο των λιγοστών καλλιεργήσιμων εκτάσεων, καθώς μόνο το 20% της ιαπωνικής γης είναι κατάλληλη για καλλιέργεια. Οι σαμουράι απέκτησαν δύναμη μέσα από αυτές τις συνεχόμενες μάχες ανάμεσα στις τρεις κύριες φυλές: την πατριά Μιναμότο, την πατριά Φουτζιβάρα και την πατριά Τάιρα. Στην πορεία του χρόνου οι σαμουράι έγιναν αυτοδύναμη τάξη περίπου το 12ο αιώνα, αν και ο όρος σαμουράι αναφερόταν κυρίως στους ιππότες-ευγενείς, ενώ ο όρος μπούσι αναφερόταν στους πολεμιστές. Κάποιοι από αυτούς σχετίστηκαν με την άρχουσα τάξη, ενώ άλλοι ήταν απλοί μισθοφόροι. Απέδιδαν πλήρη υποταγή στο φεουδάρχη τους (νταΐμιο) κι έπαιρναν ως αντάλλαγμα γη και αξιώματα. Κάθε νταΐμιο χρησιμοποιούσε τον ή τους σαμουράι του για να προστατέψει τη γη του ή να επεκτείνει τη δύναμή του και τα δικαιώματά του σε περισσότερη γη.
Κερδίζοντας μια σειρά μαχών στην επαρχία, ο Γιοριτόμο Μιναμότο πήρε άδεια από τον αυτοκράτορα να εγκαθιδρύσει ένα σύστημα φύλαξης των επαρχιών και διατήρησης της τάξης, που ονομάστηκε σούγκο. Σύντομα η θέση του σούγκο έγινε κληρονομική και ενίσχυσε την ανάπτυξη μιας ελίτ τάξης επαγγελματιών πολεμιστών. Με το πέρασμα των χρόνων οι οικογένειες των πολεμιστών αναπτύχθηκαν σε φυλές, οι οποίες ξεπέρασαν σε δύναμη τους ευγενείς απόγονους της αυτοκρατορικής αυλής. Οι σούγκο ανέπτυξαν έναν κώδικα βασισμένο στις αρχές του Κομφουκιανισμού και του Ζεν Βουδισμού, που έγινε γνωστός ως Μπουσίντο, ή ο Δρόμος του Πολεμιστή. Τούτος ο κώδικας υπαγόρευε κυριολεκτικά όλες τις όψεις της ζωής τους και επηρέασε τη συνολική πολιτισμική εικόνα της Ιαπωνίας. Η ουσία του κώδικα μπουσίντο ήταν η πλήρης υπακοή στο φεουδάρχη άρχοντα, η απόλυτη θέλησή τους να δώσουν και τη ζωή τους ακόμη για την προστασία της ζωής και της τιμής του κυρίου τους. Επιπλέον, απαιτούσε σκληρή εκπαίδευση στις πολεμικές τέχνες κι έναν εξευγενισμένο κώδικα συμπεριφοράς που υπαγόρευε τη συμπεριφορά και τις πράξεις τους.
Σημαντικό κομμάτι αυτού του κώδικα ήταν η τελετουργική τέλεση αυτοκτονίας για τη διαφύλαξη της τιμής του σαμουράι. Σε αντίθετη περίπτωση ατιμαζόταν1 και το κοινωνικό περιβάλλον τον απόδιωχνε. Έτσι, όσοι δεν ακολουθούσαν τον κώδικα μπουσίντο, γίνονταν μέθυσοι, ζητιάνοι ή κλέφτες και επίφοβοι δολοφόνοι. Η κατακραυγή ήταν τέτοια, ώστε αρκετοί κατέφευγαν τελικά στην τελετουργική αυτοκτονία ή απειλούσαν πλούσιους άρχοντες πως θα αυτοκτονήσουν μέσα στο σπίτι τους2, για να τους δώσουν τροφή και χρήματα. O κώδικας των σαμουράι εφαρμοζόταν τόσο για τους άντρες όσο και για τις γυναίκες, γεγονός που είχε ως αποτέλεσμα την ύπαρξη και γυναικών σαμουράι. Ιδιαίτερη κατηγορία των σαμουράι ήταν οι χαταμότο, η ανώτατη τάξη πολεμιστών, προσωπική φρουρά του σόγκουν. Κατά τη διάρκεια του Σογκουνάτου Τοκουγκάβα (1600-1867), οι χαταμότο ήταν άμεσοι υποτελείς του σόγκουν και η ετήσια αμοιβή τους ήταν τουλάχιστον 10.000 μπούσελ ρύζι3.
Όσον αφορά στον εξοπλισμό των σαμουράι και εδώ παίζει σημαντικό ρόλο η παράδοση. Οι αρχαίοι πολεμιστές Γιαγιόι κατασκεύασαν όπλα, εξοπλισμό κι έναν κώδικα που διήρκεσε επί αιώνες, για να γίνει τελικά αναπόσπαστο κομμάτι της παράδοσης των σαμουράι. Ανάμεσα στα πρώιμα όπλα διακρίνονται τα τόξα, τα βέλη και τα ξίφη. Ο οπλισμός περιελάμβανε επίσης ένα κράνος που προστάτευε το κεφάλι και το λαιμό, ένα θώρακα για το στήθος, επωμίδες και επιβραχιόνια, καθώς και περίζωμα για την περιοχή της κοιλιάς. Αργότερα, στον οπλισμό προστέθηκαν προστατευτικά καλύμματα για τους μηρούς και τις κνήμες. Στην πραγματικότητα, ο οπλισμός άλλαζε, όσο άλλαζαν και οι διαδικασίες της μάχης.
Η μεγαλύτερη αλλαγή έγινε κατά τον 5ο αιώνα, όταν έγινε εισαγωγή του αλόγου στην Ιαπωνία. Μια άλλη μεγάλη αλλαγή έγινε κατά τον 15ο αιώνα, εξαιτίας της μεγάλης διάρκειας του πολέμου και της εισαγωγής των πυροβόλων όπλων στη μάχη. Έτσι, ο κώδικας τιμής των σαμουράι την εποχή του αλόγου, επηρεασμένος σαφώς από τον ανάλογο κώδικα τιμής των κινέζων πολεμιστών κατά τη διάρκεια της μάχης, ονομαζόταν Κιούμπα νο Μίτσι και Μπουσίντο4. Οι σαμουράι ανέπτυξαν μεγάλη επιδεξιότητα, τόσο στην έφιππη μάχη, όσο και στη δυνατότητά τους να πολεμούν πεζοί^ τόσο στην ένοπλη όσο και στην άοπλη μάχη. Ωστόσο, οι σαμουράι της πρώιμης εποχής έδιναν έμφαση στη χρήση του τόξου, και του ξίφους, γεγονός που οδήγησε στην ανάπτυξη μιας ολόκληρης φιλοσοφίας γύρω από την τέχνη της τοξοβολίας, του Κιούντο5, και του Δρόμου του Ξίφους6.
Τα αρχαιότερα ξίφη ήταν ευθύγραμμα και ο σχεδιασμός τους προήλθε από την Κίνα και την Κορέα. Η επιθυμία των σαμουράι για σκληρότερα και πιο κοφτερά ξίφη οδήγησε στην καμπύλη λεπίδα που γνωρίζουμε σήμερα. Η κατασκευή του ξίφους ξεκίνησε μετά την εισαγωγή τουσιδήρου και την εξειδίκευση των μεταλλουργών στην κατεργασία του ατσαλιού. Η βάση της κατεργασίας του ήταν ο σίδηρος και ο άνθρακας. Οι κατασκευαστές χρησιμοποιούσαν φωτιά, νερό, σφυρί και αμόνι για να δώσουν σχήμα στα ξίφη τους. Κατόπιν η λεπίδα ετοιμαζόταν για το γυάλισμα και το τελικό φινίρισμα. Το επόμενο στάδιο ήταν η δοκιμασία του ξίφους. Οι δοκιμαστές δοκίμαζαν τη νέα λεπίδα στα κορμιά ή τα πτώματα καταδίκων. Ξεκινούσαν κόβοντας τα μικρότερα οστά του σώματος, για να φτάσουν σε μεγαλύτερες οστικές μάζες. Συχνά τα αποτελέσματα της δοκιμής καταγράφονταν στο νακάγκο7, τη λαβή του ξίφους.
Παρά την καθαρά στρατιωτική δομή τους, οι Σαμουράι άσκησαν μεγάλη επίδραση στα πολιτικά δρώμενα της Ιαπωνίας από το τέλος του 11ου αιώνα, παίρνοντας τη θέση της αριστοκρατίας. Παρόλο που η τάξη τους καταργήθηκε το 1868, χρησιμοποιήθηκαν ευρέως ως το 1945 σε ποικίλα κρατικά αξιώματα. Ακόμη και σήμερα, σε ορισμένες αγροτικές περιοχές της Ιαπωνίας, οι απόγονοι των σαμουράι φεουδαρχών αρχόντων χαίρουν μεγάλου σεβασμού.
Η προέλευση Ήδη από το 300 Π.Κ.Ε., κατά την έναρξη της εποχής Κοφούν, στα νησιά που βρίσκονται ανατολικά της Ασίας ήταν γνωστή η καλλιέργεια του ρυζιού. Τούτη η καλλιέργεια υπήρξε το υπόβαθρο για μεγάλες πολιτισμικές και κοινωνικές αλλαγές στα νησιά, οι οποίες οδήγησαν στην ενοποίηση των διάσπαρτων φυλών και τη γέννηση του ιαπωνικού έθνους. Και τούτο γιατί μαζί με την καλλιέργεια πρόβαλε το γεγονός της ιδιοκτησίας της γης, μια διαδικασία που δυτικότερα ξεκίνησε ήδη από το 9.000 Π.Κ.Ε. Με αυτόν τον τρόπο τα χαλαρά σύνορα ανάμεσα στις μικρές νομαδικές φυλές απέκτησαν ξαφνικά ένα ζωτικό ενδιαφέρον. Οι άνθρωποι συγκεντρώθηκαν γύρω από μικρές κοινότητες, για να μοιραστούν αφενός το μόχθο της σποράς και του θερισμού, αφετέρου για να υπερασπιστούν τις αποθηκευμένες σοδειές από όσους τις επιβουλεύονταν. Μαζί λοιπόν με την κατοχή της γης ξέσπασε κι ο πόλεμος. Η ανάπτυξη της γεωργίας είχε ως αποτέλεσμα την απόσυρση ενός μεγάλου μέρους του πληθυσμού από τις κυνηγετικές ασχολίες και βέβαια την αποδυνάμωση των καλλιεργητικών ικανοτήτων. Ωστόσο, ορισμένοι είχαν τη φυσική δυνατότητα να πολεμούν καλύτερα από τους άλλους. Αυτοί ακριβώς έγιναν πολεμιστές και το αρχικό τους καθήκον ήταν να προστατεύουν την κοινότητα από τις επιθέσεις των άλλων φυλών ή ληστρικών ομάδων που εποφθαλμιούσαν την περιουσία της κοινότητας. Με το πέρασμα του χρόνου, όμως, εξαιτίας της δύναμής τους έγιναν αρχηγοί των φυλών και οι πόλεμοι που διεξήγαγαν, οδήγησαν στην ενοποίηση των μικρότερων κοινοτήτων, καθώς οι μεγάλες φυλές απορροφούσαν και αφομοίωναν τις μικρότερες.
Η ιαπωνική κοινωνία του 3ου αιώνα ήταν μια σύνθεση πολλών φυλών, που διέθεταν αρκετή δύναμη να ξεκινήσουν έναν πόλεμο, προκειμένου να εξυπηρετήσουν τα συμφέροντά τους. Τούτη η πορεία είναι που σε σύντομο χρονικό διάστημα οδήγησε στην κοινωνική ενοποίηση. Περίπου το 200 η κινεζική αυλή του Χαν είχε δεχθεί τους αντιπρόσωπους τουλάχιστον 30 φυλών από το βόρειο Κιούσου, μέσω των γραφείων τους στην κορεατική χερσόνησο. Οι πρόγονοι των Ιαπώνων είχαν πολύ περισσότερους λόγους να στρέφουν την προσοχή τους προς τα δυτικά παρά στις ερημιές του βορρά, καθώς εκεί έβρισκαν τα υλικά και την τεχνολογία που χρειάζονταν για την ανάπτυξη του δικού τους πολιτισμού –ιδιαίτερα τον κορεατικό σίδηρο και την τεχνογνωσία για την κατασκευή των όπλων.
Λίγο μετά την πτώση του Χαν, κατά το 220 οι ίδιες φυλές ξεκίνησαν τον πόλεμο κατά των Μογγόλων. Οι πολεμιστές εκείνης της εποχής πολεμούσαν πεζοί με τόξα, ξίφη και λόγχες. Υπήρχαν πανοπλίες, αλλά το πιθανότερο είναι πως οι περισσότεροι διέθεταν μόνον ασπίδες. Το ατσάλι και ο ορείχαλκος είχαν έλθει στα ιαπωνικά νησιά μαζί με το ρύζι και συνεπώς γνώριζαν πώς να χρησιμοποιούν αυτά τα μέταλλα. Ωστόσο, η προχωρημένη τεχνολογία και οι καλύτερες πρώτες ύλες έρχονταν από την ηπειρωτική Ασία. Περίπου το 300 άρχισε μια περίοδος θρησκευτικής, πολιτικής και στρατιωτικής συνένωσης των ανεξάρτητων φυλών, με κυρίαρχη ανάμεσά τους τη φυλή Γιαμάτο. Σε τούτη τη συνένωση έλαβαν μέρος φυλές από τη βόρεια και τη νότια Χόνσου. Οι Γιαμάτο είχαν τη δύναμη περισσότερο γιατί υποστηρίζονταν από πολλές φυλές, παρά γιατί έκαναν κατακτητικούς πολέμους. Ήταν φυσικό, λοιπόν, να επηρεάσουν πολιτισμικά τούτη την πρωτογενώς ενοποιημένη κοινωνία, αν και διοικητικά πολλές τοπικές φυλές παρέμειναν σχετικά ανεξάρτητες.
Οι αρχαιολογικές ανασκαφές δείχνουν ότι πολλοί τύμβοι κατασκευασμένοι εκείνη την εποχή διέθεταν πολλές ομοιότητες μεταξύ τους, αν και ήταν διεσπαρμένοι σε πολλά σημεία της επικράτειας. Αν μη τι άλλο δείχνουν πολιτισμική ενότητα, αλλά και τη δύναμη που ασκούσαν κάποιες φυλές πάνω στις άλλες. Οι επιδρομές των Γιαμάτο στην κορεατική χερσόνησο ήταν συχνές και οδήγησαν σταδιακά στη μόνιμη εγκατάστασή τους στη Μιμάνα, στην άκρη της χερσονήσου. Από την εκεί μόνιμη παρουσία τους εξασφαλιζόταν η ροή της τεχνολογίας και του πολιτισμού. Περίπου το 400 Π.Κ.Ε. οι Γιαμάτο συνειδητοποίησαν από τους εχθρούς τους πως έπρεπε να μάθουν να πολεμούν έφιπποι.
Ως τότε τα άλογα, αν και είχαν εισαχθεί στην ιαπωνική γη, δε χρησιμοποιούνταν για τον πόλεμο. Μέχρι την εμφάνιση του αναβολέα στην Κίνα κατά τον 1ο αιώνα, ήταν πολύ πιθανότερο να πέσει ο ιππέας από τη ράχη του αλόγου, παρά να καταφέρει να ρίξει το βέλος. Με τους αναβολείς να τον στηρίζουν αμφίπλευρα και μια σέλα να κρατάει τα γόνατά του, ο ιππέας μπορούσε να στέκεται, να χρησιμοποιεί τα πόδια του για να καθοδηγεί το άλογο, να ρίχνει βέλη και να κραδαίνει το ξίφος του. Με τη μεγάλη για τις περιστάσεις ταχύτητά του, το άλογο παρείχε πλεονεκτική θέση στον ιππέα έναντι του πεζού κι έτσι λιγοστοί ιππείς μπορούσαν να τα βάλουν με υπέρτερους αριθμητικά πεζικάριους8.
Οι Γιαμάτο συμμετείχαν ενεργά στις πολιτικές και πολιτισμικές εξελίξεις της κορεατικής χερσονήσου με συμμαχίες, πολέμους, ακόμα και γάμους ανάμεσα στις διαφορετικές αυλές. Οι Γιαμάτο και οι Παϊκτσέ, για παράδειγμα, συμμάχησαν ενάντια στη φυλή Σίλα και ως σύμμαχοι προχώρησαν σε ανταλλαγή γνώσεων και υλικών. Γραφείς έφθασαν στην αυλή των Γιαμάτο σχεδόν αμέσως μετά τις πρώτες επαφές και ακολούθησε ο Βουδισμός το 538. Σιδηρουργοί, οπλουργοί και άλογα ταξίδεψαν για την Ιαπωνία. Γύρω στο 600 το 1/3 της αυλής των Γιαμάτο αποτελείτο από ξένους μετανάστες, που έγιναν δεκτοί εξαιτίας των γνώσεων και των δεξιοτήτων τους σε συγκεκριμένους τομείς. Με τον καιρό οι Γιαμάτο ανέπτυξαν τόσο πολύ τις ικανότητές τους και τα προϊόντα τους, ώστε τα όπλα και τα άλογά τους άρχισαν πλέον να εξάγονται πίσω στους Παϊκτσέ, ώστε να βοηθούν στις μάχες. Οι εξωτερικοί πόλεμοι δεν είναι το μόνο που απασχολούσε τους Γιαμάτο, καθώς η εσωτερική ενότητα των φυλών δεν ήταν δεδομένη.
Πριν από τον 6ο αιώνα ο Μεγάλος Άρχοντας ήταν ο θρησκευτικός και πολιτικός ηγέτης του έθνους. Δεν του είχε αποδοθεί ακόμα το θεϊκό κύρος. Η θέση ήταν κληρονομική, αλλά δίχως κανόνες διαδοχής. Κάθε Μεγάλος Άρχοντας είχε αρκετές συζύγους κι έτσι δεν ήταν προφανές το ποιος θα ήταν ο διάδοχος. Από την άλλη οι εξωτερικές φυλές προσπαθούσαν να αποκτήσουν τη δική τους επιρροή στην αυλή, παντρεύοντας τις κόρες τους με πρίγκιπες, με την ελπίδα κάποιο από τα παιδιά τους να γίνει Μεγάλος Άρχοντας. Υποστήριζαν αυτά τα παιδιά δολοφονώντας τους αντιπάλους τους ή πολεμώντας ανταγωνιστικές φυλές. Έτσι, όταν δολοφονούταν κάποιος επιλεγμένος πρίγκιπας, χρειαζόταν μεγάλη έρευνα για να βρεθεί ο κληρονόμος του, που κρυβόταν προσεκτικά από τους ανταγωνιστές του.
Ο πόλεμος στην κορεατική χερσόνησο οδήγησε τελικά στην απώθηση των Γιαμάτο από τη Μινάμα το 562. Ωστόσο, κατά τη διάρκεια των ηπειρωτικών πολέμων, πριν και μετά την απώθησή τους οι Γιαμάτο, όντας επιδέξιοι έφιπποι τοξότες, ήταν χρήσιμοι πολεμιστές για τους συμμάχους τους. Οι πολεμιστές που έστελναν στην ηπειρωτική Ασία είχαν άλογα μικρόσωμα και γρήγορα9, τα οποία δεν έντυναν με πανοπλία, προκειμένου να έχουν το πλεονέκτημα της ταχύτητας. Συνήθως χρησιμοποιούσαν βέλη. Τραβούσαν το ξίφος τους όταν τελείωναν τα βέλη. Αυτός είναι ο λόγος που η πανοπλία αυτών των πρώιμων σαμουράι ήταν σχεδιασμένη έτσι, ώστε να προστατεύει από τα βέλη. Το 663, με την υποστήριξη της κινεζικής δυναστείας Τανγκ, οι Σίλα επικράτησαν των Γιαμάτο και των Παϊκτσέ. Οι Κινέζοι χρησιμοποιούσαν μια νέα τακτική στο πεδίο της μάχης με τη μαζική χρησιμοποίηση πεζών τοξοτών. Μετά τη νίκη τους οι Σίλα προχώρησαν στην ενοποίηση της χερσονήσου και οι Γιαμάτο, διαισθανόμενοι τον κίνδυνο της έξωθεν εισβολής, αναδιπλώθηκαν για να υπερασπιστούν το εσωτερικό της χώρας. Ωστόσο, κατά τη διάρκεια τούτης της εσωτερικής συγκρότησης ο Μεγάλος Άρχοντας πέθανε και επακολούθησε εμφύλιος πόλεμος.
Σε αυτές τις πρώτες άμεσες επαφές τους με τη δυναστεία Τανγκ, οι Γιαμάτο άρχισαν να αναφέρονται στη γη τους ως Νιπόν, «πηγή του ήλιου» ή «χώρα του ανατέλλοντος ηλίου», όπως μας είναι σήμερα γνωστή. Οι Κινέζοι πρόφεραν τους ίδιους χαρακτήρες ως Τζιπέν, το όνομα που έφερε ο Μάρκο Πόλο πίσω στην Ευρώπη τον 13ου αιώνα. Η πεδιάδα του Κάντο στην κεντρική Χόνσου ήταν ιδανική για την εκτροφή αλόγων, αλλά και για την εκπαίδευση πολεμιστών. Εξαιτίας των ικανοτήτων τους στο κυνήγι και τις μάχες με τους βόρειους βαρβάρους, τους «Εμίσι», οι πολεμιστές Κάντο ήταν οι καλύτεροι της Ιαπωνίας. Τελικά, εξαιτίας της μεγάλης τους δεξιοτεχνίας, έγιναν οι καλύτεροι φύλακες των συνόρων. Μάλιστα, ορισμένα από τα πρώτα διαθέσιμα γραπτά κείμενα της ιαπωνικής ιστορίας είναι ποιήματα γραμμένα από πολεμιστές για την υπηρεσία τους ως φύλακες των συνόρων10. Ο Τάιρα Ταντανόρι (1144-1184) Με το πέρασμα του χρόνου και καθώς η απειλή της εισβολής από την ηπειρωτική Ασία μειώθηκε, οι επιδρομές των Εμίσι έγιναν περισσότερο πιεστικές. Έτσι, τον 8ο αιώνα στρατολογημένοι πεζικάριοι και ιππείς από το Κάντο στάλθηκαν βόρεια για να υποτάξουν τις φυλές υπό τον έλεγχο της αυτοκρατορικής αυλής. Όμως, οι Εμίσι ήταν ιππείς γοργοί σαν τον άνεμο και χρησιμοποιούσαν την τακτική του ανταρτοπόλεμου. Οι στρατιές του αυτοκράτορα δεν ήταν αποτελεσματικές και συχνά έχαναν τις μάχες. Ο πόλεμος έγινε δαπανηρός για τον αυτοκράτορα, που έπρεπε διαρκώς να κατασκευάζει σιδηρές πανοπλίες σε αντικατάσταση των άχρηστων σκουριασμένων. Το αποτέλεσμα ήταν μια θεαματική στροφή προς το δέρμα για την κατασκευή της πανοπλίας. Στο τέλος, περίπου, του 8ου αιώνα ο πολεμιστής που μάχεται στα βόρεια σύνορα της Χόνσου, ταιριάζει ουσιαστικά στο ιστορικό μοντέλο του κλασικού Ιάπωνα πολεμιστή.
Αυτό είναι το ιστορικό υπόβαθρο πάνω στο οποίο στηρίχθηκε η προβολή του σαμουράι πολεμιστή ως στρατιωτικού υποδείγματος. Το κοινωνικό υπόβαθρο βρίσκεται στη σχέση του σαμουράι με τους νταΐμιο, τους φεουδάρχες άρχοντες της Ιαπωνίας.
Οι Νταΐμιο Κατά τη μακρά ιστορία του σογκουνάτου Τοκουγκάβα (1616-1867) η Ιαπωνία ήταν χωρισμένη σε φέουδα, τα οποία κυβερνούσαν οι νταΐμιο12, φεουδάρχες άρχοντες. Οι νταΐμιο ήταν χωρισμένοι σε δύο ομάδες, ανάλογα με τη σχέση τους με τον Ιεγιάσου Τοκουγκάβα , τον ιδρυτή του τελευταίου μεγάλου φεουδαρχικού οίκου στην Ιαπωνία. Στην πρώτη ομάδα ανήκαν εκείνοι που ήταν σύμμαχοι του Ιεγιάσου, πριν τη μάχη του Σεκιγκαχάρα το 1603. Στην άλλη ομάδα ανήκαν οι εχθροί του και οι ουδέτεροι. Στην πραγματικότητα υπήρχαν τρεις διαφορετικές τάξεις νταΐμιο, οι οποίες διαχωρίζονταν ανάλογα με τη φορολογία που επέβαλλαν στα φέουδά τους και από το αν ήταν κάτοχοι κάποιου κάστρου. Στην πρώτη τάξη ανήκαν οι κοκούσου, επαρχιακοί άρχοντες που τα φέουδά τους παρήγαγαν ρύζι τουλάχιστον 300.000 κόκου13. Στη δεύτερη τάξη ανήκαν οι τσόσου, οι ιδιοκτήτες κάστρων με ετήσιο εισόδημα 100.000-300.000 κόκου ρύζι. Στην τρίτη τάξη ανήκαν οι ριόσου, άρχοντες χωρίς κάστρο, με ετήσιο εισόδημα από 10.000-100.000 κόκου. Οι νταΐμιο ήταν άμεσα υπεύθυνοι έναντι του σόγκουν για την τήρηση της πολιτικής της κεντρικής κυβέρνησης. Από αυτή την άποψη, λοιπόν, οι σαμουράι ήταν εκτελεστικά όργανα, που φρόντιζαν για την επιβολή των νόμων, ιδιαίτερα σε περιπτώσεις αμφισβήτησης των αποφάσεων ή ανυπακοής. Πολύ περισσότερο όταν αυτά τα θέματα είχαν να κάνουν με την ασφάλεια του σογκουνάτου.
Μέσω των σαμουράι οι νταΐμιο είχαν δικαίωμα ζωής και θανάτου πάνω στους υπηκόους τους, αλλά ελέγχονταν σε θέματα εθνικού ενδιαφέροντος από τους νόμους των σόγκουν, οι οποίοι είχαν το δικαίωμα να τους αφαιρέσουν τη διακυβέρνηση του φέουδου. Το σογκουνάτο Τοκουγκάβα καθιέρωσε ένα νόμο μέ 13 άρθρα, που ονομαζόταν Μπούκε-Σοχάτο και ρύθμιζε θέματα επισκευής των κάστρων, των εθνικών δρόμων και των γάμων. Στα πρώτα δύο άρθρα προέτρεπε τους σαμουράι να αφιερώνονται στη λογοτεχνία και τα όπλα και να απέχουν απ’ την ακολασία. Τα άρθρα 3-5 κάλυπταν τον τρόπο διακυβέρνησης των φέουδων από τους νταΐμιο. Τα άρθρα 6-8 απαγόρευαν τις συνωμοσίες ή δραστηριότητες του νταΐμιο ενάντια στο σογκουνάτο. Τα άρθρα 9-11 περιέγραφαν το ντύσιμο των διαφορετικών τάξεων, τα οχήματα που έπρεπε να χρησιμοποιούνται και τους κατάλληλους τρόπους για κάθε τάξη. Τα τελευταία δύο άρθρα, 12-13, καλούσαν τους σαμουράι να ζουν με λιτό τρόπο και τους νταΐμιο να τους ανταμείβουν με βάση την αξία τους.
Οι Σόγκουν Η λέξη σόγκουν προέρχεται από τον τίτλο Σέι-ι-τάι-σόγκουν14 και χρησιμοποιήθηκε για να προσδιορίσει τους στρατηγούς που στέλνονταν για να υποτάξουν τις καυκάσιες φυλές Αϊνού, που κατοικούσαν στις ανατολικές και βόρειες περιοχές της Χανσού. Το 1192, όταν ο Γιοριτόμο, αρχηγός της φυλής Μινατόμο, καθιερώθηκε ως η μεγαλύτερη στρατιωτική δύναμη στη χώρα, του αποδόθηκε από τον αυτοκράτορα ο τίτλος Σέι-ι-τάι-σόγκουν, προφανώς γιατί ήταν ο ύψιστος στρατιωτικός τίτλος. Η πλησιέστερη ελληνική απόδοση στον όρο θα ήταν πιθανώς αρχιστράτηγος, αλλά για την ιαπωνική πραγματικότητα σήμαινε πως ο Γιοριτόμο ήταν ο στρατιωτικός δικτάτορας της Ιαπωνίας.
Έτσι ο Γιοριτόμο έγινε ο πρώτος σόγκουν της Ιαπωνίας. Μη θέλοντας να παραμείνει στο Κιότο, επειδή το θεωρούσε κοινωνία για ανθρωπάκια, ο Γιοριτόμο επέλεξε την Καμακούρα στη μακρινή ανατολική Χόνσου, για να εγκαταστήσει την κυβέρνησή του, την οποία ονόμαζε μπακούφου, δηλαδή στρατιωτική κυβέρνηση. Ο ίδιος αποσύρθηκε το 1199, για χάρη του γιου του Γορίιε, έτσι ώστε να είναι σίγουρος πως η θέση θα περνούσε στους απογόνους του. Τον Γιορίιε διαδέχθηκε ο νεότερος αδελφός του Σενετόμο, που δολοφονήθηκε το 1219. Ο Σενετόμο ήταν ο τελευταίος της οικογένειας Γιοριτόμο κι έτσι οι Χότζο, τα ισχυρότερα μέλη του μπακούφου στην Καμακούρα, προσκάλεσαν τον Γιοριτσούνε Φουτζιβάρα να αναλάβει τη θέση του σόγκουν. Ούτως ή άλλως η οικογένεια Φουτζιβάρα κυβερνούσε την Ιαπωνία τους προηγούμενους τρεις αιώνες. Ο Γιοριτσούνε αποδέχτηκε την πρόσκληση, αλλά η πραγματική δύναμη βρισκόταν στα χέρια του Γιοσιτόκι Χότζο. Οι απόγονοί του συνέχισαν να είναι ισχυροί ως το 1333, όταν έπεσε το σογκουνάτο Καμακούρα. Το 1333 ο Τακαούτζι Ασικάγκα επαναστάτησε και νίκησε το σογκουνάτο Καμακούρα, το οποίο είχε χάσει τη δύναμή του εξαιτίας των επιδρομών των Μογγόλων το 1274 και το 1281. Ανακηρύχθηκε σόγκουν το 1338 και οι απόγονοί του κυβέρνησαν για τα επόμενα 234 χρόνια, ως το 1573. Ωστόσο, ήδη από το 1500 οι Ασικάγκα σόγκουν, που είχαν εγκαταστήσει την κυβέρνησή τους στο Κιότο, είχαν χάσει τον έλεγχο της χώρας που σπαραζόταν από εμφύλιους πολέμους μεταξύ των διαφορετικών φυλών για τον έλεγχο της εξουσίας. Ο πρώτος ανάμεσα στους επαναστάτες ήταν ο Όντα Νομπουνάγκα (1534-1582), απόγονος της περίφημης φυλής Τάιρα. Μέσα από τις διαρκείς μάχες πρόβαλε ως ανώτατος ηγεμόνας, αλλά δολοφονήθηκε στην ηλικία των 49 ετών. Τον Νομπουνάγκα διαδέχθηκε ο Τογιοτόμι Χιντεγιόσι, ο ικανότερος στρατηγός του, που άπλωσε την επικυριαρχία του σε όλη την Ιαπωνία σε πολύ νεαρή ηλικία. Στις μάχες που ακολούθησαν το θάνατο του Χιντεγιόσι ένας από κύριους συμμάχους του, ο Τοκουγκάβα Ιεγιάσου, πρόβαλε ως νικητής και το 1603 εγκαθίδρυσε το σογκουνάτο Τοκουγκάβα στο Έντο (σημ. Τόκιο). Δεκατέσσερις από τους άμεσους απόγονους του Ιεγιάσου κυβέρνησαν ως σόγκουν ως το έτος 1867. Ο τελευταίος της διαδοχής, ο Γιοσινόμπου, παραιτήθηκε, χάριν της αποκατάστασης της δύναμης του αυτοκράτορα. Τελικά, η ανικανότητα των τελευταίων τεσσάρων Τοκουγκάβα σόγκουν να επιλύσουν τα εξωτερικά προβλήματα της χώρας, οδήγησε στην πτώση της τελευταίας μεγάλης φεουδαρχικής δυναστείας της Ιαπωνίας.