Life for Life
"Το θαύμα δεν είναι πουθενά
παρά κυκλοφορεί μέσα
στις φλέβες του ανθρώπου!!!"


"Στης σκέψης τα γυρίσματα μ’ έκανε να σταθώ
ιδέα περιπλάνησης σε όμορφο βουνό.
Έτσι μια μέρα το ’φερε κι εμέ να γυροφέρει
τ’ άτι το γοργοκίνητο στου Γοργογυριού τα μέρη !!!"


ΣΤΗΝ ΑΥΛΗ ΜΑΣ
Εμείς στο χωριό μας έχουμε ακόμα αυλές. Εκεί μαζευόμαστε, αμπελοφιλοσοφούμε,
καλαμπουρίζουμε, ψιλοτσακωνόμαστε μέχρι τις... πρώτες πρωινές ώρες! Κοπιάστε ν' αράξουμε!!!
-Aναζητείστε το"Ποίημα για το Γοργογύρι " στο τέλος της σελίδας.

9.3.16

Χουάν Ραμόν Χιμένεθ: Από τον ανιχνευτή Επικούρειο Πέπο.

Η μούσα του Χουάν Ραμόν Χιμένεθ

«Καλή και όμορφη σαν κρίνος, ωστόσο μυστικά θλιμμένη, πιθανόν γιατί νιώθει ότι δεν την αγαπά αυτός τον οποίο αγαπά». Ετσι περιέγραψαν τη Χεορχίνα Ούμπνερ οι δύο νεαροί Περουβιανοί που επισκέφθηκαν τον νέο, αλλά ήδη διάσημο ποιητή Χουάν Ραμόν Χιμένεθ στη Μαδρίτη, το καλοκαίρι του 1905. Δεν χρειάστηκε και πολύ για να καταλάβει ότι η νεαρή κοπέλα από το Περού, που ως θαυμάστρια του έργου του ένα χρόνο πριν του είχε γράψει ζητώντας αντίτυπα των βιβλίων του, ήταν ερωτευμένη μαζί του.
Είχαν ανταλλάξει μερικές επιστολές –όχι πολλές, αρκετές όμως για να γεννηθεί μια θερμή σχέση εξ αποστάσεως ανάμεσα στον Χουάν Ραμόν και τη Χεορχίνα και να εμπνεύσει ορισμένα από τα ωραιότερα ποιήματά του. Ο ποιητής είχε ανακαλύψει στο πρόσωπό της την ιδεατή για εκείνον γυναίκα: καλλιεργημένη, ευαίσθητη, μυστηριώδης.
Επειτα από μερικές νύχτες αγωνίας ανάμικτης με ευτυχία και τη δημιουργία νέων ποιημάτων, της γράφει: «Γιατί να περιμένουμε άλλο; Θα πάρω το πρώτο πλοίο, το πιο γρήγορο, για να με φέρει στο πλευρό σου. Μη μου ξαναγράψεις. Θα μου τα πεις όλα διά ζώσης, όταν θα καθόμαστε μπροστά στη θάλασσα ή στον αρωματισμένο κήπο σου, τον γεμάτο πουλιά και φεγγάρια…».
Λίγες ημέρες πριν επιβιβαστεί στο πλοίο, λαμβάνει ένα τηλεγράφημα από το Περού μέσω του προξενείου στη Μαδρίτη: «Ενημερώστε τον ποιητή Χουάν Ραμόν Χιμένεθ ότι η Χεορχίνα Ούμπνερ πέθανε». Ο Χουάν Ραμόν καταρρέει –είχε ήδη νοσηλευτεί στο παρελθόν με κατάθλιψη και αυτοκτονικές τάσεις και το χτύπημα είναι πολύ βαρύ. Επιστρέφει στη γενέτειρά του, Μογέρ της Ουέλβα στην Ανδαλουσία, όπου γεννήθηκε παραμονές Χριστουγέννων του 1881. Εκεί θα τον φροντίσει η οικογένειά του. Διοχετεύει όλη τη θλίψη, τον πόνο και την απογοήτευσή του σε ένα ποίημα με τίτλο «Γράμμα στη Χεορχίνα Ούμπνερ, στον ουρανό της Λίμα». Κατορθώνει να ανασυγκροτηθεί και έως το 1920 γράφει ίσως τις σημαντικότερες από τις ποιητικές συλλογές του: τις «Μπαλάντες της άνοιξης», «Ηχηρή μοναξιά», «Λαβύρινθος» και «Ο Πλατέρο κι εγώ».
Ο ποιητής, που τιμήθηκε με Νόμπελ Λογοτεχνίας το 1956, δύο χρόνια πριν από τον θάνατό του, άργησε πολύ να μάθει την αλήθεια: η Χεορχίνα Ούμπνερ δεν υπήρξε ποτέ. Η κοπέλα που του έγραψε γιατί δεν μπορούσε να βρει τα βιβλία του στην πατρίδα της, αυτήν στην οποία έστειλε αφιερώσεις γραμμένες με το αγαπημένο του μοβ μελάνι, που του έλεγε ότι περνάει τις ημέρες της διαβάζοντας και ρεμβάζοντας μπροστά στη θάλασσα, ήταν ένα πρόσωπο φανταστικό. Μια γυναίκα επινοημένη από δύο νεαρούς Περουβιανούς, οι οποίοι, λίγο εξαιτίας της τρέλας της νιότης, ίσως και με άγνοια κινδύνου, και περισσότερο από επιθυμία να αλληλογραφήσουν με τον αγαπημένο τους ποιητή, έπαιξαν μαζί του. Ο Κάρλος Ροδρίγες Ούμπνερ και ο Χοσέ Κάλβες Μπαρενετσέα, μετέπειτα πρόεδρος του Περού, φοιτητές, δημόσιοι υπάλληλοι και φερέλπιδες ποιητές. Υπήρξε βέβαια μια Χεορχίνα, με σάρκα και οστά, αλλά δεν ήταν παρά η ξαδέλφη του Ούμπνερ. Σύμφωνα με κάποιους μελετητές είχε απλώς επιφορτιστεί με την αντιγραφή των επιστολών σε γυναικείο καλλιγραφικό χαρακτήρα. Κατά άλλους, οι δύο «απατεώνες» χρησιμοποίησαν το όνομά της χωρίς η ίδια να το γνωρίζει καν.
Οποιητής άργησε πολύ να παραδεχτεί ότι εξαπατήθηκε, λέγεται ότι ενδεχομένως δεν το έμαθε ποτέ. Ωστόσο, λίγα χρόνια πριν πεθάνει, σε επανέκδοση των ποιημάτων του αναθεώρησε το «Γράμμα στη Χεορχίνα Ούμπνερ». Σε εκείνη την πρώτη εκδοχή του, όμως, τη γεμάτη από περιγραφές των οδυνηρών συναισθημάτων για τον χαμό της, της έγραφε:
«Εχεις χαθεί. Χωρίς ψυχή, στη Λίμα,/ κάνεις να ανθίζουν λευκά τριαντάφυλλα κάτω από τη γη./ Κι αφού πουθενά δεν συναντιούνται οι αγκαλιές μας,/ ποιο ανόητο παιδί, τέκνο του μίσους και του πόνου,/ έφτιαξε τον κόσμο ενώ έπαιζε φυσώντας σαπουνόφουσκες στον αέρα;»*
* Ελεύθερη απόδοση από τα ισπανικά, από το «Γράμμα στη Χεορχίνα Ούμπνερ, στον ουρανό της Λίμα» (Carta a Georgina Hübner en el cielo de Lima)
  «Ο Χουάν Ραμόν Χιμένεθ είναι σαν την Αυστραλία, χώρα απέραντη και ήπειρος μαζί, ο μεγαλύτερος ποιητικός τόπος της λογοτεχνίας της Ισπανίας του 20ου αι.» (Andrés Trapiello)
Ο Χουάν Ραμόν Χιμένεθ (Juan Ramón Jiménez), βραβευμένος το 1956 με το βραβείο Νομπέλ Λογοτεχνίας, αποτελεί μία από τις σημαντικότερες φιγούρες της ισπανόφωνης ποίησης του 20ου αι.. Υπήρξε κύριος ανανεωτής της και πνευματικός πατέρας των ποιητών της γενιάς του 27, όπως του Λόρκα κ.α. Στην Ελλάδα είναι, ίσως, περισσότερο γνωστός για τις ιστορίες του γαϊδαράκου Πλατέρο, του ήρωα των παιδικών διηγημάτων «Ο Πλατέρο κι εγώ» (Platero y yo). Ο Χιμένεθ, ωστόσο, έζησε για την ποίηση και με την ποίηση. Συχνά γλυκομιλούσε γι΄αυτήν λες κι αναφερόταν σε μια αγαπημένη: «Η σχέση που έχω με την Ποίηση είναι αυτή των παράφορα ερωτευμένων». Ακούραστος δημιουργός, δούλευε και ξαναδούλευε τους στίχους του με άσβεστο πάθος, μέχρι που σφάλισε τα μάτια σε ηλικία 77 ετών. Ο Χιμένεθ είναι ο ποιητής της καθαρής ποίησης και της απόλυτης επιθυμίας για ομορφιά, αισθητικής και πνευματικής.

Γεννήθηκε το 1881 σε μια κωμόπολη της Ανδαλουσίας, το Μογκέρ. Η πατρίδα του, το μεσογειακό της φως, η λευκότητα των σπιτιών διαμόρφωσαν το ψυχισμό του νεαρού Χιμένεθ. Η θάλασσα του Μογκέρ, την οποία ως παιδί ατένιζε αχόρταγα από την ταράτσα του σπιτιού του, εντυπώνεται στην ποιητική του μνήμη. Τα στοιχεία αυτά- η θάλασσα, ο ήλιος, ο ουρανός, η αθωότητα της λευκής του πατρίδας- θα αποτελέσουν μόνιμα πρώτες ύλες των στίχων του.
Από παιδί είχε φύση μελαγχολική και εσωστρεφή ιδιοσυγκρασία. Σύντομα βρήκε καταφύγιο στην ποίηση και η ευαισθησία του βρήκε φωνή στους στίχους του. Πολύ νέος, το 1900, εκδίδει δύο ποιητικές συλλογές: «Μενεξεδένιες Ψυχές» (Almas de violeta) και «Νυνφαίαι» (Ninfeas), οι οποίες εκτυπώθηκαν με βιολετί και πράσινο μελάνι αντίστοιχα, ακολουθώντας τις τάσεις του Μοντερνισμού, ενός από τα σημαντικότερα λογοτεχνικά ρεύματα της εποχής, στο οποίο ανήκουν και τα παραπάνω έργα. Αυτά έτυχαν θερμής αποδοχής από τους ποιητικούς κύκλους και διάσημοι ποιητές, όπως ο Ρουμπέν Νταρίο (Rubén Darío) και ο Αντόνιο Ματσάδο (Antonio Machado), αγκάλιασαν με ενθουσιασμό το νεαρό ποιητή. Στους πρώτους αυτούς μελαγχολικούς στίχους κυριαρχεί ο κόσμος των αισθήσεων- η μουσικότητα, τα χρώματα, τα αρώματα-, ο οποίος είναι άρρηκτα συνδεδεμένος με το κόσμο των συναισθημάτων.
Υπήρξαν ρόδα και βιολέτες στο μπλε του στερεώματος,
μαγεία μυθική χρωμάτων και αρωμάτων∙
ήταν ένα από ΄κείνα τα δειλινά
των γλυκών ανοίξεων, που η ψυχή μου
στις αναμνήσεις βλέπει να πλανώνται.
Ο Χουάν Ραμόν Χιμένεθ και ο έρωτας
Ένα από τα βασικά θέματα της ποίησής του είναι ο έρωτας. Αποτελεί γι’ αυτόν το πέμπτο στοιχείο της φύσης μαζί με το νερό, τον αέρα, τη φωτιά και τη γη. Στους στίχους του ο έρωτας είναι παθιασμένος κι επώδυνος, εμφανίζεται όμως πάντα εξευγενισμένος, μια πύρινη φλόγα που φέγγει με τις πιο λεπτές και ευγενικές αποχρώσεις του γαλάζιου- ο έρωτας στην ποίησή του συγκρίνεται με την μπλε περίοδο στους πίνακες του Πικάσσο.
Αδελφή: Ξεφυλλίζαμε τα φλογερά μας σώματα
σε μια αφθονία δίχως τέλος, δίχως συναίσθηση…
Ήταν φθινόπωρο κι ο ήλιος — θυμάσαι; — γλύκαινε
θλιμμένα την κάμαρα με μια υπόλευκη λάμψη …

Το 1913 γνωρίζει κι ερωτεύεται την Ζηνοβία Καμπρουμπί (Zenobia Cambrubí). Το 1916 παντρεύονται και θα μείνουν αχώριστοι σύντροφοι για σαράντα σχεδόν χρόνια μέχρι το θάνατό της. Η Ζηνοβία, η οποία υποστήριξε πολύ το σύζυγό της στο έργο του, υπήρξε μια πολύ καλλιεργημένη γυναίκα, μοντέρνα για την εποχή της, φεμινίστρια και μεταφράστρια του ινδού νομπελίστα Ταγκόρε. Προκειμένου να τελεστούν οι γάμοι, ο Χιμένεθ διασχίζει για πρώτη φορά τον Ατλαντικό με προορισμό τη Νέα Υόρκη, όπου διέμενε η Ζηνοβία. Τα δύο αυτά γεγονότα, ο γάμος του και ο διάπλους του ωκεανού, θα σταθούν καθοριστικά για το έργο του, διότι από τις εμπειρίες αυτές γεννιέται η συλλογή «Ημερολόγιο ενός προσφάτως παντρεμένου ποιητή» (Diario de un poeta recién casado).
To πρωτοποριακό αυτό βιβλίο θεωρείται από κάποιους το σημαντικότερο ισπανικό ποιητικό έργο του 20ου αι.. Είναι γραμμένο σε μορφή ημερολογίου και συνδυάζει ποίηση και πρόζα, διάλογους και μονόλογους. Παρουσιάζει μεγάλη ετερογένεια υλικού, ως και αμερικάνικες διαφημίσεις παρεμβάλλει- ένα έργο πραγματικά με τον αέρα του μοντέρνου. Η μεγάλη καινοτομία ωστόσο για την ισπανόφωνη ποίηση είναι η εκτεταμένη και συνειδητή χρήση του ελεύθερου στίχου. Επιλέγει σκόπιμα το νέο αυτό στίχο, διότι θέλει να αναγγείλλει την αναγέννηση που υφίσταται η ποίησή του κι ο ίδιος με τον έρωτα, το γάμο και τη γνωριμία του με τον ωκεανό, με μια καινούρια ζωή.
Μοιάζεις, θάλασσα, να μάχεσαι
— ω! αναταραχή δίχως τέλος, μέταλλο αδιάκοπο! —
ώστε από σένα να βρεθείς ή εγώ για να σέ βρω.
Τι απέραντη δείχνεσαι,
στη γυμνότητά σου μόνη
…….
Σαν σε τοκετό, γεννάς τον εαυτό σου,
— με πόση κούραση! —
τον εαυτό σου, θάλασσα μοναδική!
τον εαυτό σου, εσένα μόνο και εντός της δικής σου
μοναδικής πληρότητας όλων των πληροτήτων,
…ώστε από σένα να βρεθείς ή εγώ για να σέ βρω!
Με το βιβλίο αυτό η έκφρασή του αλλάζει ριζικά και το έργο του εισέρχεται σε μία νέα περίοδο που ο ποιητής μας ονομάζει διανοητική. Η ποίησή του γίνεται καθαρή, αγνή, poesía pura, απογυμνώνεται από περιττά στολίδια, από κοσμητικά επίθετα και τον περίτεχνο λόγο. Τώρα παρατηρείται το εξής παράδοξο: ο λόγος του, το λεξιλόγιο γίνεται απλό, καθημερινό, εντούτοις τα νοήματά του γίνονται δύσκολα, πυκνά. Ο Χιμένεθ γίνεται ο ποιητής της απέραντης μειονότητας.
Αυτήν την περίοδο εκδίδει πολλά κοσμήματα της ισπανικής ποίησης, όπως Αιωνιότητες (Eternidades), Ποίηση (Poesía), Ομορφιά (Belleza), Η πλήρης εποχή (La estación total). Ο Χιμένεθ γράφει ασταμάτητα, είναι εξορισμένος θα λέγαμε στην ποίησή του.
Ζώο Βάθους

Το 1936 ξεκινά μια διαφορετική εξορία γι΄αυτόν: με το ξέσπασμα του Εμφυλίου, φεύγει από την Ισπανία και λόγω της νίκης του Φράνκο, αυτοεξορίζεται μόνιμα· ζει στην Κούβα, στη Φλόριντα, στην Ουάσινγκτον και τέλος θα εγκατασταθεί στο Πουέρτο Ρίκο.
Τα χρόνια περνούν. Βρισκόμαστε στο 1949, όταν εκδίδεται μία συλλογή ορόσημο της ισπανόφωνης ποίησης: Ζώο Βάθους (Animal de fondo). Ο Χουάν Ραμόν είναι πλέον ηλικιωμένος, ο λόγος του έχει ωριμάσει, όμως η ποίησή του παραμένει νέα. Φέρει πάντα μαζί της την άνοιξη, τον αέρα της ανανέωσης. Η έμπνευση σε όλο της το μεγαλείο! Ο ποιητής αγγίζει πλέον την πολυπόθητη Ολότητα, La totalidad, φθάνει πλέον έπειτα από μακρόχρονο ταξίδι στην Πλήρη του Εποχή: ανοιξιάτικη αναγέννηση, καλοκαιρινός θερισμός του καρπού, χειμωνιάτικη απόλαυση των κόπων, των κύκλων ζωής.
Η συλλογή Ζώο Βάθους αποτελείται από 29 ποιήματα, άρρηκτα συνδεδεμένα μεταξύ τους, που αλληλοσυμπληρώνονται, και είναι εστιασμένα όλα σε ένα θέμα, την ανακάλυψη του εσωτερικού μας θεού, της ομορφιάς, του φωτεινού μας κέντρου.
Το 1956, τo βραβείο Νομπέλ Λογοτεχνίας έρχεται σε μια τραγική στιγμή της ζωής του: λίγες μέρες πριν πεθάνει η γυναίκα του. Συντετριμμένος δεν θα πάει να το παραλάβει. Δύο χρόνια αργότερα πεθαίνει και ο ίδιος στο Πουέρτο Ρίκο. Ο αιώνιος Ανδαλουσιανός, όπως υπέγραφε ο ίδιος ο Χουάν Ραμόν, ήταν από τις σπάνιες εκείνες περιπτώσεις συνέπειας, που έργο και ζωή ταυτίζονται· ο ποιητής ενστάλαξε την ύπαρξή του στους στίχους, δίνοντας στα πάντα ολόγυρα αισθητική, συναισθηματική και πνευματική αξία.
Άννα Βερροιοπούλου
Στα ελληνικά κυκλοφορεί η Μικρή Ποιητική Ανθολογία του Χιμένεθ από τις εκδόσεις Απόπειρα.

Δεν υπάρχουν σχόλια: