1) Μέθα
Ἂν κάποτε στὰ σκαλιὰ
ἑνὸς παλατιοῦ, στὸ πράσινο γρασίδι
μιᾶς τάφρου, στὴ
μουντὴ μοναξιὰ τοῦ δωματίου σου,
ξυπνήσεις
ξεμέθυστος πιά, ῥώτα τὸν ἄνεμο, ῥώτα τὸ κύμα,
τὸ πουλί, τὸ ῥολόι,
κάθε τι ποὺ φεύγει,
κάθε τι ποὺ
στενάζει, κάθε τι ποὺ κυλάει, ποὺ τραγουδάει,
ποὺ μιλάει· ῥώτα τί
ὥρα εἶναι;
Κι ὁ ἄνεμος, τὸ
κύμα, τὸ ἄστρο, τὸ πουλί, τὸ ῥολόι,
θὰ σοῦ ἀπαντήσουν:
Εἶναι ἡ ὥρα τῆς μέθης!
Γιὰ νὰ γίνεις ὁ
μαρτυρικὸς σκλάβος τοῦ χρόνου,
μέθα· μέθα ἀδιάκοπα!
Ἀλλὰ μὲ τί; Μὲ ῥακή,
μὲ κρασί, μὲ ποίηση, μὲ ἀρετή...
-Μὲ ὅ,τι θέλεις, ἀλλὰ
μέθα!...
2) Μεθύστε
Πρέπει νά ῾σαι
πάντα μεθυσμένος.
Ἐκεῖ εἶναι ὅλη ἡ ἱστορία:
εἶναι τὸ μοναδικὸ πρόβλημα.
Γιὰ νὰ μὴ νιώθετε τὸ
φριχτὸ φορτίο τοῦ Χρόνου
ποὺ σπάζει τοὺς ὤμους
σας καὶ σᾶς γέρνει στὴ γῆ,
πρέπει νὰ μεθᾶτε ἀδιάκοπα.
Ἀλλὰ μὲ τί;
Μὲ κρασί, μὲ ποίηση
ἢ μὲ ἀρετή, ὅπως σᾶς ἀρέσει.
Ἀλλὰ μεθύστε.
Καὶ ἂν μερικὲς
φορές, στὰ σκαλιὰ ἑνὸς παλατιοῦ,
στὸ πράσινο χορτάρι
ἑνὸς χαντακιοῦ,
μέσα στὴ σκυθρωπὴ
μοναξιὰ τῆς κάμαράς σας,
ξυπνᾶτε, μὲ τὸ
μεθύσι κιόλα ἐλαττωμένο ἢ χαμένο,
ρωτῆστε τὸν ἀέρα, τὸ
κύμα, τὸ ἄστρο, τὸ πουλί, τὸ ρολόι,
τὸ κάθε τι ποὺ φεύγει,
τὸ κάθε τι ποὺ βογκᾶ,
τὸ κάθε τι ποὺ κυλᾶ,
τὸ κάθε τι ποὺ τραγουδᾶ,
ρωτῆστε τί ὥρα εἶναι,
καὶ ὁ ἀέρας, τὸ
κύμα, τὸ ἄστρο, τὸ πουλί, τὸ ρολόι,
θὰ σᾶς ἀπαντήσουν:
-Εἶναι ἡ ὥρα νὰ
μεθύσετε!
Γιὰ νὰ μὴν εἴσαστε
οἱ βασανισμένοι σκλάβοι τοῦ Χρόνου,
μεθύστε, μεθύστε
χωρὶς διακοπή!
Μὲ κρασί, μὲ ποίηση
ἢ μὲ ἀρετή, ὅπως σᾶς ἀρέσει.
3) Ὕμνος
Στὴ πολυαγάπητη, στὴ
πιὸ ὄμορφή μου
ποῦ φῶς γεμίζει μου
τὴ καρδιά,
στὸ ἀθάνατο εἴδωλο,
στὸ σεραφείμ μου,
ἕνα μου «χαῖρε»
παντοτινά!
Δρυσοξεχύνεται μέσ᾿
στὴ ζωή μου
σὰν ἕνα ἀγέρι
θαλασσινὸ
καὶ τὴν ἀχόρταγη
φέρνει ψυχή μου,
σ᾿ ἀθανασίας πόθο
τρανό.
Σὰ μυροφόρι πάντα
σκορπίζει
στὴν ἀτμόσφαιρα
γλυκιὰ εὐωδιά,
σὰ θυμιατήρι κρυφὰ
καπνίζει
λησμονημένο μέσ᾿ στὴ
νυχτιά.
Ἔρωτα ἀμόλυντε πῶς
νὰ σοῦ γράψει
ὁ νοῦς τὶς χαρές
της ἀληθινά;
Σπόρος τοῦ μόσχου ῾ναι
ποὺ ῾χουνε θάψει
μέσα στοῦ τάφου μου
τὴ σκοτεινιά.
Στὴ πολυαγάπητη, στὴ
πιὸ ὄμορφή μου
πού ῾ναι ἡ χαρά μου
κι ὅλη μου ἡ ὑγειά,
στὸ ἀθάνατο εἴδωλο,
στὸ σεραφείμ μου,
ἕνα μου «χαῖρε»
παντοτινά!
4) Ὁ θάνατος τῶν ἐραστῶν
Κρεβάτια θὰ ῾χουμε ἄνθινα
γεμάτα αἰθέρια μύρα·
ντιβάνια ὁλοβελούδινα
σὰ μνήματα βαθιά·
στὶς ἐταζέρες
λούλουδα παράξενα τριγύρα,
ποὺ ἀνοίξανε μόνο
γιὰ μᾶς σὲ μέρη μαγικά.
Καὶ ποιὰ τὴν ἄλλη νὰ
ὑπερβεῖ στὴν ὕστατη φωτιά τους,
οἱ δυὸ καρδιές μας
-σὰ τρανὲς λαμπάδες δυό- μαζί
θὰ
διπλοκαθρεφτίσουνε τὸ διπλοφώτισμά τους
στὰ πνεύματά μας ποὺ
῾ναι δυὸ καθρέπτες ἀδερφοί.
Καὶ μία βραδιὰ ὁλογάλανη,
ρόδινη, μυστικὴ
θὲ ν᾿ ἀνταλάξουμε ἄξαφνα
τὴν ἴδια ἀναλαμπή,
σὰν ἕνα
μακροθρήνημα ποὺ φέρνει ὁ χωρισμός·
κι ἀργότερα ἕνας Ἄγγελος
θά ῾ρθει φῶς νὰ χύσει,
-τὶς πόρτες
μισανοίγοντας πιστὸς καὶ χαρωπός-,
στοὺς δυὸ καθρέπτες
τοὺς θαμπούς,
στὶς φλόγες ποὺ ῾χαν
σβήσει.
5) Τὸ παλιὸ
μπουκαλάκι
Σὰ σεντούκι ἀνοίξεις
παλιό, ἀπ᾿ τὴν Ἀνατολὴ φερμένο
ποὺ ἡ κλειδαριά του
μορφάζει, τρίζοντας φρικτὰ
κι ἀπ᾿ αὐτὸ ξεχυθοῦν,
μύρια ἀρώματα βαριὰ ποὺ ζαλίζουν
ἢ σὲ σπιτιοῦ ἐρημωμένου
ντουλάπα παμπάλαιη
Σκονισμένο καὶ μαῦρο
ξεβιδώσεις μπουκαλάκι
κι ἀπ᾿ αὐτὸ ἀναπηδήσει
μία ψυχὴ μὲ λαχτάρα νὰ ἐπιστρέψει
Χίλιες σκέψεις ποὺ
κοιμόνταν στὰ βαριὰ τὰ ἐρέβη, ἐπιστρέφουν
-χρυσαλίδες ποὺ ἀστράφτουν,
μὲ ὁρμὴ
τὰ γαλάζια καὶ ρὸζ
σὰ μὲ γλάσο φτιαγμένα
φτερὰ τοὺς τινάζουν
ζαλισμένος τὰ μάτια
σου κλείνεις
τὴ ψυχή σου ὁ ἴλιγγος
νικημένη ἀδράχνει
μὲ ὁρμὴ τὴ σκουντᾶ
σὲ βάραθρο μαῦρο
σκοτεινό, ἀπὸ ἀνθρώπινα
μιάσματα γεμάτο
Στὴν ἄκρη τοῦ
γκρεμοῦ τήνε σπρώχνει
κεῖ ὅπου ὁ Λάζαρος
ζέων, τὸ σάβανό του
μὲ δύναμη σκίζει καὶ
τὸ πτῶμα ξυπνᾶ
γοητευτικὸ μὰ καὶ
πένθιμο, μιᾶς ἀγάπης παλιᾶς ξεχασμένης
Κι ἐγὼ ἔτσι, ὅταν θὰ
῾χω ἀπ᾿ τὴ μνήμη τῶν γύρω χαθεῖ
καὶ θὰ μ᾿ ἔχουν
πετάξει ραγισμένο, εὐτελὲς μπουκαλάκι
στὴ γωνιὰ μιᾶς ἀπαίσιας
ντουλάπας λυπημένο καὶ βρώμικο
θολό, σκονισμένο
Τὸ φέρετρό σου θὰ ῾χω
γίνει ἀγαπημένη μου ἀνομία,
μάρτυς ολεθριας
δύναμης ποὺ πάνω μου, κάποτε ἀσκοῦσες
προσφιλὲς δηλητήριο
ἀπὸ ἀγγέλους φτιαγμένο
ἡδύποτο ποὺ μοῦ
κατέτρωγε τὴ καρδιὰ καὶ τὸ αἷμα.
ΣΑΡΛ ΜΠΩΝΤΛΑΙΡ,
ΠΟΙΗΜΑΤΑ
Πηγή:http://philipposphilios.com