Φίλες και Φίλοι σας καλησπερίζω από τη συνοικία των Θεών, όπως σας έχω ήδη ενημερώσει την Κυριακή 23 Οκτωβρίου θα γίνει ο γύρος της Αθήνας όσοι πιστοί προσέλθετε. Το ποιητικό μενού σήμερα έχει Θανάση Κωσταβάρα η επιλογή-πρόταση έγινε Δανάη. Δανάη σ' ευχαριστώ, με εξέπληξες πολύ ευχάριστα, είχα μια υποψία πως μπορεί να συνέχιζες να είσαι μαζί μας μέσω του ιστολογίου αλλά δεν φανταζόμουν πως αυτό το έκανες σε καθημερινή βάση. Εννοείται πως θα αναρτήσω και τα υπόλοιπα ποιήματα που μ' έστειλες. Να είσαι πάντα καλά και ελκυστική-χαρισματική όπως σε γνώρισα στη Στοά του Βιβλίου. Ακόμα δεν έχω προγραμματίσει κάτι. Γι' αυτό που με ρώτησες ναι πάνε όλα κατ' ευχήν, αν ξεπεράστηκε; θέλω να πιστεύω πως ναι. Παρακαλώ αναζητήστε τις μουσικές προτάσεις που σας είχα στείλει στο προηγούμενο μέιλ. Σας χαιρετώ, με σεβασμό και Επικούρεια διάθεση ο Επικούρειος Πεπος.
(Το εκδοτικό γεγονός της Χρονιάς
'Οπως μας πληροφορεί ο γιός της Αγγελικής και του Θανάση Κωσταβάρα, Κωνσταντίνος, ετοιμάζονται
τα άπαντα του Θανάση Κωσταβάρα και θα κυκλοφορήσουν λίαν συντόμως από τις εκδόσεις Γαβριηλίδης)
(Το εκδοτικό γεγονός της Χρονιάς
'Οπως μας πληροφορεί ο γιός της Αγγελικής και του Θανάση Κωσταβάρα, Κωνσταντίνος, ετοιμάζονται
τα άπαντα του Θανάση Κωσταβάρα και θα κυκλοφορήσουν λίαν συντόμως από τις εκδόσεις Γαβριηλίδης)
ΑΥΤΟΒΙΟΓΡΑΦΙΑ
Σαν το αγρίμι έζησα.
Στυλώνοντας πάντα τ' αυτί μου.
Αλλάζοντας πρόσωπο κι όνομα
Ανάμεσα σε τουφέκια, σίδερα και σκοινιά.
Μες σε πηγάδια έριξαν τον ύπνο μου.
Σκυλιά και σύρματα ξέσκισαν το κορμί μου.
Δεν μου άφησαν τίποτα.
Τη σιωπή μου γλίτωσα μόνο.
Σαν το αγρίμι έζησα τη ζωή μου.
Από την «ΚΑΤΑΘΕΣΗ» - 1965
ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΝΟ ΑΠΟΓΕΥΜΑ ΣΤΟΝ ΚΗΠΟ
Σαν το άνθος της βουκαμβίλιας
αέρινο
είναι το χάδι σου.
Και σαν του ροδιού τους σπόρους
αμέτρητα
τα χαρίσματά σου.
Κι όπως του ρυακιού το ανάβρυσμα
έτσι κυλάει η φωνή σου.
Καθώς μου τραγουδάει τα κελαρυστά
ρήματα της Αγάπης.
Μου περιγράφει τα φανταστικά ταξίδια
που μας έχει προγραμματίσει ο Έρωτας.
Τελικά, ένας ανθισμένος κήπος είσαι.
Μια όαση μέσα στην έρημο.
Με τα νερά, τα πουλιά
τα φιλιά και τα χάδια σου.
Από τους «ΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΥΣ» - 2006
ΘΑ 'ΡΘΕΙ ΜΙΑ ΜΕΡΑ
Θα 'ρθει μια μέρα που δε θα ξέρω ποιος είμαι.
Δε θα μπορώ να χτίσω ένα λόγο
να ψελλίσω ένα πρόσωπο.
Θα 'ρθει μια μέρα που δε θα 'μαι μόνο πολύ λυπημένος.
Θα 'μαι χαμένος σ' έναν κόσμο ξένο για μένα
θα 'χω κιόλας απ' αυτόν ξεχαστεί.
Θα 'ρθει μια μέρα που δε θα 'χω τίποτε ωραίο να σου χαρίσω.
Θα κλείσω μόνο τα μάτια
Και θα προσπαθήσω να σε δω μ' έναν τρόπο αλλιώτικο.
Μα ούτε τα ριγηλά σκιρτήματα του κορμιού σου
θα μπορέσω να θυμηθώ
ούτε τα φλογερά μας οράματα
θα είμαι σε θέση να τραγουδήσω.
Κι έτσι όπως ήρθα, ξένος κι απελπισμένος
θα κινήσω να φύγω.
Θα γυρίσω πάλι σε κείνο το σκοτεινό τίποτα
χωρίς να κρατώ τίποτα πάνω μου.
έξω μόνο απ' τα βαθιά σημάδια που θα 'χουν αφήσει στο σώμα μου
τα εγκαυστικά φιλιά σου.
Κι απ' της φωνής σου τα χάδια που είναι χαραγμένα στους στίχους μου.
Μ' αυτά, μόνο απ' αυτά
εκεί που θα πάω, ίσως
μπορέσω να με γνωρίσουν.
Από τις «ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ ΤΩΝ ΚΗΠΩΝ» - 2003
ΤΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΤΗΣ ΑΥΡΙΑΝΗΣ ΕΞΟΡΙΑΣ
Έψαχνα μέσα στις λύπες μου, να βρω τ' αρχαία φτερά μου.
Μα στα όνειρά μου χιόνιζε πάντα.
Κι ήμουνα μόνος στον κόσμο.
Ήμουνα μόνος κι απελπισμένος
σ' έναν κόσμο που περνούσε πλάι μου αδιάφορος.
Όπως όταν περνάει μέσα στη νύχτα ένα πλοίο κατάφωτο.
Με τις ορχήστρες του στα σαλόνια να παίζουν.
Κι έτσι, αργά και σίγουρα κι επιβλητικά
περνάει πλάι σ' έναν ναυαγισμένο και χάνεται.
Από το «ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΤΗΣ ΑΥΡΙΑΝΗΣ ΕΞΟΡΙΑΣ» - 1995
Ο ΚΗΠΟΣ ΤΟΥ ΠΟΙΗΤΗ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΣΑΝ ΠΙΝΑΚΑΣ ΤΟΥ ΡΟΥΣΣΩ
Έναν δυνάστη κρύβω στο σπίτι μου.
Μέρα νύχτα γυροφέρνει γρυλίζοντας
κι ούτε λεπτό δεν μ' αφήνει να ησυχάσω
να περιποιηθώ τις πληγές μου επιτέλους να κοιμηθώ
να ξεχάσω για λίγο τον πόνο μου.
Με σκοτώνει αυτή η εξάρτηση.
Μάταια προσπαθώ να βρω λύση στο πρόβλημα.
Αν και το χειρότερο είναι πως έχω πια συνηθίσει
κι ούτε ξέρω τι θα 'κανα δίχως αυτό.
Κι όμως αυτό το καταραμένο θηρίο
αυτό το αχόρταγο πλάσμα που μ' έχει ρημάξει
έρχονται ώρες που δείχνει σαν να με σκέφτεται.
Σαν να με λυπάται, έρχεται και ξαπλώνει στα πόδια μου.
Κι αρχίζει κάτι σαν κλάμα
κάτι σαν κελάρυσμα ρυακιού αρχίζει να βγαίνει από το στόμα του.
Από τις «ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ ΤΩΝ ΚΗΠΩΝ» - 2003
Η ΜΟΙΡΑ ΜΙΑΣ ΓΕΝΙΑΣ
Η φωνή μας
σαν τα τσαλακωμένα χαρτιά που τα παίρνει ο άνεμος.
Σαν πουλιά σκοτωμένα, φιμωμένοι οι στίχοι μας.
Κι όμως, κάτι κατορθώσαμε κάποτε.
Κάτι πιστέψαμε πως χρωστάμε ακόμα.
Γι' αυτό, έστω και με κομμένη τη γλώσσα
δίχως μιλιά
δεν σταματάμε
να τραγουδάμε.
Έξω από το τραγούδι, ο άνθρωπος
δεν είναι παρά ένα φοβισμένο αγρίμι.
Μέσα στο τραγούδι η καρδιά του χτυπάει πιο ανθρώπινα.
Ανάβει μυστικά φεγγάρια στα σκοτεινά, στα έρημα βράδια
κρατάει συντροφιά στους ξένους, στους κυνηγημένους
δίνει στους απελπισμένους κουράγιο.
Ας το πούμε μια φορά ακόμα: δίχως Ποίηση
δεν ξέρω αν υπάρχει ελπίδα στον κόσμο.
Πάντως δίχως τραγούδι
δεν υπάρχει Ομορφιά
Από «ΤΗΣ ΜΟΝΑΞΙΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΛΥΠΗΣ» - 2007
ΚΥΡΙΑΚΑΤΙΚΟ ΓΕΥΜΑ ΜΕ ΚΑΛΕΣΜΕΝΟΥΣ ΣΤΟ ΥΠΑΙΘΡΟ
Στρωμένα τραπέζια στη σειρά, με τη λιακάδα στον κήπο.
Άσπρα τραπεζομάντιλα, φαγητά και κρασιά
και φρέσκα λουλούδια στα βάζα.
Και το γραμμόφωνο παίζοντας αποσπάσματα από όπερες.
Ξαφνικά περνάει γρήγορα ένα κοπάδι πουλιά.
Κι ένα μαύρο σάλεμα στον αέρα, σαν προμήνυμα μπόρας.
Κι απ' το βάθος
φαίνεται να προβαίνει αργά
ο απρόσκλητος επισκέπτης.
Παράξενος άντρας, φορώντας άσπρο κοστούμι ξεχειλωμένο
και το πρόσωπο αθέατο.
Κρυμμένο πίσω απ' τα φύλλα.
Μοιάζει πάντως κανένας να μην τον γνωρίζει.
Ίσως μόνο ο πατέρας, που τον κοιτάζει μ' ένα φόβο αόριστο.
Εκείνος τον πλησιάζει και του απλώνει το χέρι.
Σαν να του λέει κιόλα κάτι, σαν να τον καλεί για έναν περίπατο.
Κι όπως, τελείως απρόθυμος, ο πατέρας σηκώνεται
αρχίζουν να πέφτουν οι πρώτες σταγόνες.
Όχι δυνατή όμως βροχή, μια σιγανή ψιχάλα, περίπου αθόρυβη.
Παγερή σιωπή σφραγίζει τώρα τα χείλη.
Από το γραμμόφωνο δεν ακούγεται παρά το ξύσιμο της βελόνας.
Όλος ο κήπος μυρίζει βρεγμένο χώμα, όλοι έχουν πια σηκωθεί.
Μερικοί ανοίγουν ομπρέλες.
Μια λύπη απλώνεται λίγο λίγο πάνω σ' όλα τα πρόσωπα.
Από το «ΒΑΘΟΣ ΤΟΥ ΧΡΩΜΑΤΟΣ» - 1993
ΣΑΝ ΤΑ ΕΡΗΜΙΚΑ ΔΕΝΤΡΑ
Έπρεπε να περάσουν τόσα και τόσα χρόνια
τόσοι μαύροι χειμώνες, τόση αφόρητη μοναξιά
για να φτάσει κάποτε σε κείνη τη γενναία πραότητα
που έχουν τα δέντρα.
Όχι όλα τα δέντρα.
Εκείνα που μέσα στην ερημιά μεγαλώνουν αφρόντιστα μόνα τους.
Και γεμίζουν φύλλα και κλώνους και δίνουν καρπούς που, αλίμονο
δεν έρχεται να τους μαζέψει κανένας.
Ώσπου αρκούνται να περιμένουν κάποιον οδοιπόρο τουλάχιστον
να του προσφέρουν τον ίσκιο τους.
Έτσι και κείνος.
Τόσο πολύ τον είχε πλουτίσει η βασανισμένη ζωή του
που τον έκανε ποιητή.
Και περίμενε χρόνια κάποιον να του μιλήσει η ποίησή του.
Να του χαρίσει έστω τον ίσκιο της.
Κι έτσι να ξοφλήσει κάτι απ' το χρέος του.
Γιατί είχε τόσον πλούτο αθησαύριστον μέσα του
που μια ζωή ονειρευόταν
να του δοθεί κάποτε η χάρη με τη ζεστή του φωνή να ντύσει
όλη τη γυμνή ανθρωπότητα.
Από τη «ΜΑΚΡΙΝΗ ΑΓΝΩΣΤΗ ΧΩΡΑ» - 1999
ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΕΠΟΜΕΝΩΣ Η ΠΟΙΗΣΗ
Μη με ρωτάτε τι είναι η ποίηση.
Πέστε μου μόνο τι θα 'ταν η ζωή
δίχως αυτή.
Μιλάω για μένα βέβαια πάντα.
Αν και τι θα 'ταν ο κόσμος ολόκληρος.
Δίχως τ' όνειρο, δίχως την κρυφή ελπίδα για φυγή μέσα απ' τ' όνειρο.
Δίχως το άλλο πρόσωπο του χρόνου, την άλλη φωνή.
Δίχως την αυταπάτη ακόμα
πως πάντα ήμασταν φωτεινοί
πως δεν είμαστε για πάντα κλεισμένοι
μέσα σε μια τυφλή, σε μια απελπισμένη
σε μια δίχως νόημα τέλος
αναμονή.
(Άραγε θα μπορέσουμε να συναντήσουμε κάποτε
τη μακρινή χώρα απ' όπου πριν απ' τη γέννηση μας
εξοριστήκαμε;
Αυτή η ακοίμητη νοσταλγία
αυτή η οδυνηρή περιπλάνηση για την αναζήτηση της χαμένης πατρίδας
μπορεί να είναι η ποίηση.)
Από το «ΦΟΒΟ ΤΟΥ ΑΚΡΟΒΑΤΗ» - 1989
Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΠΛΑΙ ΣΤΟ ΠΟΤΑΜΙ
Υπάρχει ένας θρύλος για έναν αρχαίο θησαυρό
που τον φυλάει μέσα του κάποιο ψάρι.
Ο άνθρωπος έχει ένα όνειρο.
Νομίζοντας πως είναι ο μόνος που κατέχει το μυστικό
πηγαίνει κάτω στην όχθη και περιμένει.
Περιμένει ελπίζοντας να περάσει το ψάρι.
Τα χρόνια περνούν, το ποτάμι κυλάει
περνάει το νερό μπροστά του, πάντα σκοτεινό κι αθησαύριστο.
Ο άνθρωπος αρχίζει να γίνεται ανήσυχος.
Μια σκέψη ωστόσο τον ημερεύει.
Πιστεύει πως όπου να 'ναι θ' αλλάξει η τύχη του.
Το σώμα του βαραίνει, τα μαλλιά του ασπρίζουν
πυκνή ομίχλη κατεβαίνει στα μάτια του
κι ενώ μια νύχτα αλλιώτικη σκοτεινιάζει τον κόσμο
εκείνος, κουρασμένος, νυστάζει.
Παρ' όλα αυτά επιμένει.
Περιμένει πάντα να πιάσει το ψάρι.
Δεν ξέρει και ίσως προς το τέλος μόνο μαθαίνει
πως το ποτάμι ήταν το ψάρι που περίμενε.
Μα είναι αργά.
Το ποτάμι συνεχίζει να κυλάει όπως πάντα.
Καταλήγοντας στην ατρύγετη θάλασσα.
Από το «ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΤΗΣ ΑΥΡΙΑΝΗΣ ΕΞΟΡΙΑΣ» - 1995
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Μη με ρωτάτε γιατί έρχομαι κι επανέρχομαι.
Γιατί με βασανίζουν τα ίδια θέματα πάντα.
Στο βάθος δεν έκανα τίποτ' άλλο
παρά να μιλώ για το αίμα μου.
Για τις μέρες που υπήρξαν τόσο θολές.
Για τις νύχτες τις τόσο τρομερές και απάνθρωπες.
Γι' αυτό φαίνομαι τόσο μονότονος, τόσο περιορισμένος.
Πιασμένος στο ίδιο δόκανο πάντα.
Γιατί δεν μπόρεσα να ξεφύγω απ' αυτόν τον τρομερό εφιάλτη.
Απ' τον τετρακέφαλο σκύλο που δε μ' άφησε ούτε λεπτό.
Θέλω να πω, η ζωή μου στάθηκε μετρημένη.
Απ' τον ένα, όχι στον άλλο φόβο, στον ίδιο πάλι. Γι' αυτό.
Από τον «ΜΟΥΓΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙΣΤΗ» - 1982
Γιατί με βασανίζουν τα ίδια θέματα πάντα.
Στο βάθος δεν έκανα τίποτ' άλλο
παρά να μιλώ για το αίμα μου.
Για τις μέρες που υπήρξαν τόσο θολές.
Για τις νύχτες τις τόσο τρομερές και απάνθρωπες.
Γι' αυτό φαίνομαι τόσο μονότονος, τόσο περιορισμένος.
Πιασμένος στο ίδιο δόκανο πάντα.
Γιατί δεν μπόρεσα να ξεφύγω απ' αυτόν τον τρομερό εφιάλτη.
Απ' τον τετρακέφαλο σκύλο που δε μ' άφησε ούτε λεπτό.
Θέλω να πω, η ζωή μου στάθηκε μετρημένη.
Απ' τον ένα, όχι στον άλλο φόβο, στον ίδιο πάλι. Γι' αυτό.
Από τον «ΜΟΥΓΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙΣΤΗ» - 1982
ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ
Ο Θανάσης Κωσταβάρας γεννήθηκε στην Ανακασιά του Βόλου το 1927 όπου πέρασε τα παιδικά και μαθητικά του χρόνια. Αποφοίτησε από την Οδοντιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών το 1954 και εργάστηκε ως οδοντίατρος. Κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής εντάχθηκε στην Εθνική Αντίσταση. Για την αγωνιστική του δράση, την οποία συνέχισε και κατά τη διάρκεια του εμφυλίου, διώχτηκε και φυλακίστηκε. Στο χώρο της λογοτεχνίας παρουσιάστηκε το 1956 με την έκδοση της ποιητικής συλλογής «Αναζήτηση», το 1956. Ασχολήθηκε, επίσης, με την πεζογραφία και το θέατρο. Έργα του μεταφράστηκαν στα αγγλικά, γαλλικά, πολωνικά και γερμανικά. Πέθανε στην Αθήνα, το 2007.
WLP.