Μαριάννα
Κορομηλά: «Είμαστε το πιο ανιστόρητο
έθνος του κόσμου»
Η
γνωστή ιστορικός που συστήνεται ως
«Αρβανίτισσα εξ Αθήνας» σχολιάζει το
θερμό κλίμα των ημερών και όλα τα φλέγοντα
ζητήματα της επικαιρότητα.
Στο
ενεργητικό της μετρά πάνω από δύο
χιλιάδες εκπομπές ιστορικού ενδιαφέροντος,
δεκάδες ταξίδια στη Μέση Ανατολή, στην
Τουρκία, στη Μαύρη Θάλασσα και στα
Βαλκάνια, συνεργασίες με ελληνικές και
ξένες εκδόσεις, τηλεοπτικές παραγωγές,
ένα βραβείο της Ακαδημίας Αθηνών για
το βιβλίο της «Οι Έλληνες στη Μαύρη
Θάλασσα» καθώς και τη συμμετοχή της στη
δημιουργία και ανάπτυξη της Πολιτιστικής
Εταιρείας «Πανόραμα».
Εκεί
διοχετεύει από το 1985 τη δραστηριότητά
της, οργανώνοντας εκατοντάδες εκπαιδευτικά
σεμινάρια, κύκλους διαλέξεων, ταξίδια,
εκθέσεις, παιδικά προγράμματα και άλλες
εκδηλώσεις γύρω από θέματα Ιστορίας,
πολιτισμού και περιβάλλοντος.
Το
μπαλκόνι του σπιτιού της διαθέτει το
ισχυρό ατού της θέας προς τον Παρθενώνα,
ενώ είναι γεμάτο περιποιημένα καταπράσινα
φυτά. Εκείνο το χειμωνιάτικο πρωινό που
συναντηθήκαμε μου είπε ότι «ζούμε
ανάμεσα σε χιλιάδες παρεξηγήσεις».
Όση
ώρα κοιτάμε από το μπαλκόνι τα γειτονικά
διαμερίσματα, η ίδια μιλάει για τα κακώς
κείμενα της ελληνικής κοινωνίας και
επισημαίνει ότι «αν παρατηρήσεις τα
μπαλκόνια, θα αντικρίσεις μια μικρογραφία
της Ελλάδας. Εκατοντάδες παρανομίες,
πολεοδομικές παραβάσεις και όλη η
σαβούρα μας τοποθετημένη μόνο στα πίσω
μπαλκόνια. Στις αθέατες πλευρές.
Αντιθέτως, το νέο, πολυτελές αυτοκίνητο
πάντοτε το παρκάρουμε μπροστά».
Συνειδητά,
όπως λέει, απέχει και ασχολείται μόνο
με το «Πανόραμα». «Προτιμώ να μη βγαίνω,
με προσβάλλει πάρα πολύ η εικόνα της
σημερινής Αθήνας, τα σκουπίδια στον
δρόμο, η αγένεια, η φρικτή αναίδεια και
η χυδαιότητα. Ακόμα και η διαδρομή
ανάμεσα στην Καισαριανή και το γκρίζο
Παγκράτι αποτελεί για μένα έναν ψυχικό
κόπο» αναφέρει λίγο πριν ξεκινήσουμε
τη συζήτησή μας.
Είναι
μια χειμαρρώδης και ασυγκράτητη
προσωπικότητα με πολυσύνθετο τρόπο
σκέψης. Χωρίς να διστάζει, συστήνεται
ως μια «Αρβανίτισσα εξ Αθήνας». Με ένα
ιδιαίτερα έξυπνο χιούμορ συνδυάζει την
απλότητα με τη λιτή καθημερινότητα.
Υπενθυμίζει διαρκώς ότι έζησε σε μια
εποχή κατά την οποία κυριαρχούσε η
λαχτάρα, η επιθυμία και η όρεξη για
αλλαγή.
«Υπήρχε
φλόγα επαναστατικού θυμού, ήταν η εποχή
της δράσης. Σήμερα, δυστυχώς, ζω μέσα σε
μια απέραντη θλίψη. Το χάσμα ανάμεσα
στα "θέλω" και την πραγματικότητα
έχει διευρυνθεί σημαντικά» αφηγείται.
Κατά
τη διάρκεια της συνέντευξης καπνίζει
«Καρέλια», παντού γύρω μας υπάρχουν
βιβλία, αποκόμματα εφημερίδων και δώρα
από ταξίδια. Σχολιάζει την επικαιρότητα,
επιστρέφει στο παρελθόν, σχολιάζει την
παθογένεια, εξηγεί γιατί χρωστάμε πολλά
στους Αλβανούς, απαντά τι είναι αυτό
που της λείπει αλλά και ποιο είναι γι'
αυτήν το βασικότερο μάθημα ζωής.
—
Γιατί
ζείτε μέσα σε μια απέραντη θλίψη;
Αν
ανατρέξουμε στις σελίδες της Ιστορίας,
γνωρίζουμε ότι κάθε γενιά περνά μια
περίοδο ανοδικής πορείας με κίνητρο τα
ισχυρά όπλα της αισιοδοξίας, του αγώνα,
της θέλησης. Αλλά και μια περίοδος
πίκρας, απογοήτευσης, ταπείνωσης και
πτώσης.
Είναι
η στιγμή που ανακαλύπτεις, περίπου μετά
την ηλικία των σαράντα ή πενήντα ετών,
ότι όλα αυτά για τα οποία αγωνίστηκες
όχι μόνο δεν έγιναν αλλά χειροτέρεψαν
και ανατράπηκαν. Κάθε γενιά, λοιπόν,
θεωρώ ότι ζει μια κοινωνική και ηθική
καταστροφή.
Ως
ιστορικός, έχω το προνόμιο να ζω μέσα
από τις ζωές των άλλων, είτε σύγχρονων
είτε παλαιότερων περιόδων. Σκέφτομαι,
μελετώ και συγκρίνω. Με θλίβει απεριόριστα,
λοιπόν, το ότι η περίοδος αυτή τιτλοφορείται
ως εξής: «η ευτέλεια των πάντων».
—
Αναφέρεστε στις μεγάλες ιδέες που
παρέμειναν μόνο συνθήματα;
Όχι,
δεν το πιστεύω. Ήταν, πράγματι, μεγάλες
ιδέες. Η διεκδίκηση ανθρωπίνων δικαιωμάτων
είναι ιδέα, όχι σύνθημα. Προφανώς, τα
συνθήματα ήταν εκείνα που αντικατέστησαν
τις ιδέες. Λόγου χάρη, «ο αγώνας τώρα
δικαιώνεται», «έξω οι βάσεις του θανάτου»
είναι συνθήματα.
Είναι
ξεκάθαρο ότι η εποχή των δικαιωμάτων
ολοκληρώθηκε. Και η σημερινή γενιά
πρέπει να το καταλάβει. Εμείς προλάβαμε
να ζήσουμε σε μια περίοδο που παλεύαμε,
αγωνιζόμασταν και κάποιες φορές
πετυχαίναμε.
—
Σήμερα τι είναι αυτό που έχει χαθεί σε
σχέση με το παρελθόν;
Πάρα
πολλά. Προσωπικά, με θλίβει μόνιμα, αν
και είμαι φύσει αισιόδοξη, αυτή η
πρωτοφανής περιβαλλοντική καταστροφή
του πλανήτη. Τα τελευταία πενήντα χρόνια,
κατά τα οποία μεγαλούργησε η δική μου
γενιά, είναι ορατά σε όλους τα σημάδια
της αποτυχίας της. Οικολογική καταστροφή,
πλήρης εξευτελισμός της ελληνικής
πραγματικότητας, απόλυτη κατάντια,
αδιανόητη ανοικοδόμηση και οι φοβερές
πολυτελείς κατοικίες των εφοριακών,
των δικαστικών, γενικά των υπαλλήλων.
Το
Πήλιο, που το γνωρίζω αρκετά, έχει γεμίσει
με σπίτια που έχουν πισίνα, κάτι εντελώς
απαγορευτικό για την περιοχή. Αλλά αυτό
είναι αποτέλεσμα του «ιατρικού
κατεστημένου της πισίνας», το οποίο
ζήτημα είναι αν επισκέπτεται αυτά τα
εξοχικά πάνω από δέκα μέρες τον χρόνο
συνολικά.
Όλα
αυτά είναι αποτέλεσμα της γενιάς μου,
αυτής της ομάδας ανθρώπων που τα «φάγαμε
όλοι μαζί». Φέρουμε τεράστια ευθύνη.
Και, φυσικά, ούτε εγώ την αποποιούμαι.
Λένε πολλοί: «Μα, δεν έκλεψα». Ναι, φυσικά.
Αλλά έβλεπες, παρατηρούσες. Και δεν
μίλησες. Δεν έπραξες τίποτα. Αδιαφόρησες.
Κυρίως, δεν φρόντισες ποτέ να πείσεις
τον γείτονά σου να μην πετά, έστω, τα
σκουπίδια έξω από τον κάδο.
—
Πώς μια γενιά οδηγήθηκε από τα ιδεώδη
στον νεοπλουτισμό;
Αν
το δούμε δαρβινικά, ίσως οφείλεται στην
εξέλιξη των ειδών (γέλια). Πιθανολογώ
ότι αυτά τα ιδεώδη ίσως δεν ήταν αρκετά,
πειστικά, αληθινά, δεν είχαν βάθος, εύρος
και τρόπο να ειπωθούν. Ύστερα, μου είναι
πολύ δύσκολο να κρίνω τους ανθρώπους
που αναλαμβάνουν πλέον μια θέση εξουσίας.
Διότι ήταν κάτι που ποτέ δεν ονειρεύτηκα
στη ζωή μου.
Ειδικά
μετά το 1981 έλαμψαν πρόσωπα μέσω μιας
θέσης, μικρής ή μεγάλης. Τους έβλεπες
να καταλαμβάνουν τις καρέκλες και να
αλλάζουν μέρα με την ημέρα. Τα στάδια
της εξέλιξης; Αδιανόητα. Πρώτα, άλλαξαν
ρούχα μια περίοδο που οι επώνυμες μάρκες
ήταν τρόπος αναγνώρισης. Σήμερα δεν
ισχύει κάτι τέτοιο. Η εισβολή της απόλυτης
χυδαιότητας. Μετά, πρόσθεσαν τα κασκόλ
και τα παλτά. Στη συνέχεια, αγόρασαν ένα
καινούργιο πολυτελές αυτοκίνητο.
Τους
θυμάμαι, όταν ήμουν στην ΕΡΤ, να κουνούν
επιδεικτικά τα κλειδιά του αυτοκινήτου
μην τυχόν και διαφύγει από την προσοχή
σου. Έπειτα, χώρισαν τη γυναίκα τους
γιατί είχαν κοινές εμπειρίες. Ήξεραν ο
ένας για τον άλλον πράγματα και
καταστάσεις. Άρα, δεν βόλευε να παραμένουν
μαζί. Μετά ήρθαν τα σπίτια, τα ιδιωτικά
αεροπλάνα, τα ταξίδια μιας μέρας σε
ταβέρνες με φρέσκα ψάρια.
Οπότε,
ζήσαμε αυτήν τη μικρή, την τιποτένια,
την «εξουσία του θυρωρού» και τις εύκολες
υποκλίσεις σε τριτοκλασάτους ανθρώπους
της εξουσίας. Πάντως, το χαμηλό επίπεδο
των πολιτικών οφείλεται και στο γεγονός
ότι ένα μεγάλο ποσοστό του πληθυσμού
είτε δεν θέλησε ποτέ να ασχοληθεί ενεργά
με την πολιτική, είτε, κι αν το έκανε,
αποχώρησε σε σύντομο χρονικό διάστημα.
Απηύδησαν και προτίμησαν να επιστρέψουν
σπίτια τους.
—
Ως ιστορικός, πιστεύετε ότι οι Έλληνες
γνωρίζουν Ιστορία;
Είμαστε
το πιο ανιστόρητο έθνος του κόσμου.
Κοκορευόμαστε ότι γνωρίζουμε την αρχαία
ιστορία, θαυμάζουμε την κλασική εποχή
και είμαστε ένας λαός που αν τολμήσει
κάποιος να ψηλώσει λίγο παραπάνω, θέλουμε
κατευθείαν να του κόψουμε το κεφάλι.
Επιθυμούμε,
κατά το λαϊκό, να «ψοφήσει η κατσίκα του
γείτονα», όπως είχε επαναλάβει ο
Χριστόδουλος, αυτή η σιχαμένη, απαίσια
και άθλια φυσιογνωμία. Ένας αήθης
άνθρωπος. Αμετροεπής, με υπέρμετρες
φιλοδοξίες, που ονειρευόταν να γίνει
πατριάρχης της Ελλάδας, συνεπικουρούμενος
από τη Ρωσία. Ένα πρόσωπο που έκανε
τρομακτική ζημιά στα ήθη της Εκκλησίας
‒όχι ότι είχε ποτέ αξιόλογα ήθη‒ αλλά
και στις σχέσεις με το Φανάρι.
Η
Ελλάδα είναι η χώρα, όπου, ό,τι και να
γίνει, η Εκκλησία θα κάνει απόλυτο
κουμάντο. Αναλογιστείτε ότι στην ελληνική
κοινωνία ο πολιτικός γάμος δεν είναι
ακόμα υποχρεωτικός, όταν ο Ατατούρκ τον
είχε καθιερώσει στην Τουρκία από το
1925. Στην Ελλάδα, άλλος σε παντρεύει,
άλλος σε χωρίζει.
—
Η εποχή μας είναι περίοδος ακμής ή
παρακμής;
Η
ευτέλεια είναι ένα διεθνές φαινόμενο
που καλύπτει τομείς όπως τα ανθρώπινα
δικαιώματα, η δημοκρατία και οι αξίες.
Είναι μια εποχή παγκόσμιας παρακμής.
Σ' αυτό συμβάλλει και η ανεξέλεγκτη
χρήση της τεχνολογίας, την οποία δεν
έχουμε καταφέρει να αφομοιώσουμε, με
αποτέλεσμα να είμαστε θεατές της
επονομαζόμενης ψηφιακής δημοκρατίας.
Όπου
εκεί, ανωνύμως και χωρίς όρια, ο καθένας
διατυπώνει απόψεις και γράφει στα
κοινωνικά δίκτυα ό,τι του καπνίσει.
Επίσης, όλο αυτό το δημιούργημα έχει
συμβάλει κατά πολύ στην ημιμάθεια και
στην αυθάδεια. Ως ιστορικός, έχω αφιερώσει
τη ζωή μου στις σελίδες του παρελθόντος.
Κι
έρχεται ο άλλος, νομίζοντας πως με ένα
απλό κλικ ξέρει αυτό για το οποίο εγώ
χρειάστηκα δέκα χρόνια. Δεν είμαι
εναντίον της τεχνολογίας. Όμως η γνώση
αυτή περιέχει επικίνδυνα χαρακτηριστικά.
Ο τρόπος, δηλαδή, που την αποκτάς, η
σιγουριά που σου δίνει, σε καθιστούν
έναν άνθρωπο βιαστικό, χωρίς σεβασμό ή
στέρεες γνώσεις, με περίσσιο θράσος.
Κι
έτσι πορεύεσαι στην ευκολία της αποδοχής
των πάντων, χωρίς τη δυνατότητα ελέγχου
ή φιλτραρίσματος. Γίνεσαι θύτης και
θύμα της πληροφορίας. Διαχρονικά, ο
μηχανισμός προπαγάνδας κάθε αυλής είναι
κάτι που διατρέχει την Ιστορία από την
εποχή των Φαραώ.
Ακόμη
και τότε ψεύτικες ειδήσεις μεταδίδονταν
με τρομερή ταχύτητα και είχαν τρομακτική
δύναμη. Διότι στις κοινωνίες αρέσει
διαρκώς το σκάνδαλο, η παραφιλολογία
και οι θεωρίες συνωμοσίας. Απόρροια
όλων αυτών είναι η ιδέα της ανώνυμης
γνώσης και της πληροφορίας να έχει
αναγάγει χιλιάδες λάθη σε αδιαμφισβήτητη
ενημέρωση.
—
Έχετε δηλώσει ότι είστε Αρβανίτισσα εξ
Αθήνας. Τι σηματοδοτεί για εσάς αυτός
ο τίτλος;
Στους
Αλβανούς χρωστάμε πάρα πολλά. Μας έκαναν
ανθρώπους, φρόντισαν τους ηλικιωμένους,
έφτιαξαν τα σπίτια μας και κάνουν ακόμα
τις αγροτικές μας εργασίες. Το κυριότερο
είναι ότι χωρίς αυτές τις οικογένειες
πολυάριθμα σχολεία ακριτικών περιοχών
ή χωριών θα είχαν κλείσει.
Όταν
πρωτοήρθαν στην Ελλάδα μόνο σε κουφάλες
δέντρων δεν τους βάλαμε να μείνουν. Και
ό,τι έγιναν το πέτυχαν μόνοι τους,
κάνοντας παράλληλα τρεις δουλειές.
Προσβάλλομαι, λοιπόν, ως Αρβανίτισσα,
που τα Νέα Λιόσια τα αλλάξαμε σε Ίλιον,
το Μενίδι σε Αχαρναί, μια απίστευτη
γελοιότητα.
Το
θέμα της αρβανιτιάς είναι ένα πολύ
σημαντικό κομμάτι της Ιστορίας μας,
αλλά προτιμούμε να το θάβουμε. Αντιθέτως,
μου προκαλούνται πολλές απορίες όταν
βλέπω νέα ελληνόπουλα να κάθονται με
τις ώρες στις καφετέριες, ζώντας από το
χαρτζιλίκι του παππού και της γιαγιάς.
Ο λόγος;
Μα,
δεν θέλει να πάει να εργαστεί σε δουλειές
υποτιμητικές, επειδή έχει λάβει έναν
πανεπιστημιακό τίτλο. Πρόκειται για
αντιλήψεις που έχουν επιβληθεί από τις
οικογένειές τους. «Ο γιος μας να δουλέψει
ως σερβιτόρος, διανομέας ή αγρότης;
Απαράδεκτο». Αναρωτηθείτε σε ποια άλλη
κοινωνία πηγαίνουν οι γονείς στις
ορκωμοσίες των παιδιών τους όταν είναι
φαντάροι;
Εκεί
παρατηρείς ατελείωτα αυτοκίνητα,
πλανόδιους με σουβλάκια, ταγέρ, κουστούμια,
σηκωμένα κινητά και κλάμα. Ένα ατελείωτο
κλάμα. Δείγμα ενός απόλυτου ευνουχισμού.
Ένας ακατανόητος συναισθηματικός
εκβιασμός, που εκδηλώνεται σε όλο του
το μεγαλείο.
—
Πιστεύετε ότι ο θάνατος του Ζακ Κωστόπουλου
ήταν πολλαπλός;
Μια
κοινωνία αυθαιρεσίας έχει ανάγκη από
εχθρούς. Με την ίδια ευκολία που
δημιουργούμε ήρωες τους αποκαθηλώνουμε
κιόλας. Η ελληνική κοινωνία ρέπει προς
τον λαϊκισμό, τον εθνικισμό, τη
μισαλλοδοξία, τον μικροαστισμό, τον
επαρχιωτισμό και όλο αυτό το εμφυλιακό
κλίμα οδηγεί μοιραία στον ναζισμό.
Ο
θάνατος του Ζακ Κωστόπουλου με ανησύχησε
και με συντάραξε. Είδαμε την αντίδραση
μιας μερίδας της κοινωνίας, η οποία
έβγαλε αμέσως τα συμπεράσματά της. Δεν
σοκαρίστηκε καν από τις εικόνες. Τις
ξεπέρασε και έσπευσε να υποστηρίξει
τον νοικοκύρη-κοσμηματοπώλη και να
υιοθετήσει ό,τι χειρότερο θα μπορούσε.
Τρομακτικό.
Βέβαια,
η ίδια αυτή κοινωνία υποστήριξε έναν
άνθρωπο που σκοτώθηκε στην Αλβανία, τον
Κωνσταντίνο Κατσίφα, με τα ίδια ακριβώς
επιχειρήματα που δεν δεχόταν για τον
θάνατο του Ζακ. Δεν υπάρχει μέτρο
σύγκρισης ανάμεσα στα δύο γεγονότα.
Αλλά είναι ένα δείγμα του πόσο πολύ
έχουμε χάσει το μέτρο ως κοινωνία.
Επίσης,
είναι απαράδεκτες οι αμέτρητες φορές
που παίχτηκε στα δελτία και τις εκπομπές
το βίντεο από τη δολοφονία Κωστόπουλου.
Δεν μπορεί να μη γνωρίζουν ότι προβάλλοντας
αυτό το βίντεο καλλιεργούν τα πιο άγρια
ένστικτα που έχουμε όλοι μέσα μας.
Βιώσαμε ξανά αυτή την ανελέητη πορνεία
του θανάτου.
—
Πολλοί διακρίνουν ομοιότητες με την
περίοδο του Μεσοπολέμου. Συμφωνείτε;
Φυσικά
και υπάρχουν αναλογίες. Αξίζει να
μελετήσει κανείς τη γερμανική κοινωνία
εκείνης της εποχής, η οποία διέθετε
κορυφαίους επιστήμονες, μουσικούς,
συγγραφείς και ποιητές και σταδιακά
οδηγήθηκε στην πλήρη σιωπή, στη συναίνεση,
στη συνενοχή και, τελικά, από θύμα έγινε
θύτης. Το γνωστό σύνθημα «αύριο θα είσαι
εσύ», δυστυχώς, δεν έγινε έγκαιρα
αντιληπτό στη γερμανική κοινωνία.
Θυμηθείτε
τι συνέβη σ' εμάς το 2015 μ' εκείνη τη
θεσμική καρικατούρα του δημοψηφίσματος,
όπου ο λόγος της εξουσίας ήταν, και είναι
βέβαια, έντονα μανιχαϊστικός. Την
εκάστοτε εξουσία τη συμφέρει να διαθέτει
τυφλωμένους οπαδούς. Διότι, η καλλιέργεια
του φόβου είναι ένας επιτυχημένος
μηχανισμός του κράτους.
—
Σας ενοχλεί το γεγονός ότι οι περισσότεροι
αδιαφορούν; Πώς εξηγείτε αυτήν τη σιωπή;
Επειδή
έζησα την εποχή της δικτατορίας, ούτε
και τότε υπήρχε αντίδραση. Αυτή ξεκίνησε
όταν οι περισσότεροι το κατάλαβαν στο
πορτοφόλι τους. Είναι εντυπωσιακό το
ότι σήμερα, που θιγόμαστε άμεσα οικονομικά,
δεν παρατηρείται ουδεμία αντιδραση.
Υπέρογκη
φορολογία, παραοικονομία που ανθεί,
αυτή η ανεξέλεγκτη επιρροή του Airbnb. Αλλά
η κυβέρνηση βολεύεται από αυτή την
κατάσταση γι' αυτό επικρατεί μια ομερτά
και κανείς δεν μιλά γι' αυτά τα διαφυγόντα
κέρδη. Έτσι, παρά το ότι πολλοί είναι
πληγωμένοι και αηδιασμένοι, επιτείνεται
η διάθεση της ουδετερότητας.
—
Τι σας γοητεύει στην Ιστορία;
Οι
άνθρωποι. Η περιήγηση στον χώρο και στον
χρόνο. Οι άλλοι κόσμοι, οι αθέατες
αφηγήσεις και τα εργαλεία προσέγγισης
του χθες.
—
Ποια είναι η άποψή σας για τις διαδηλώσεις
για το Μακεδονικό;
Αναμφίβολα,
αποτελεί τεράστια ευθύνη της Εκκλησίας,
των πολιτικών και σε μεγάλο βαθμό των
δημοσιογράφων, οι οποίοι καλλιεργούν
ένα εθνικιστικό κλίμα.
Είναι
απορίας άξιο πώς άτομα που έχουν πληγεί
οικονομικά, που δεν διαδηλώνουν για την
κατάσταση στα νοσοκομεία, που δεν
ξεσηκώνονται για σημαντικά θέματα της
καθημερινότητας, επιλέγουν να
διαμαρτυρηθούν για την επικείμενη
Συμφωνία των Πρεσπών.
Το
χειρότερο όλων είναι ότι προτιμάς να
πας σε μια διαδήλωση που είναι οργανωμένη
από έναν σύλλογο ο οποίος ονομάζεται
«Θερμαϊκός». Δηλαδή, σε καλεί το σωματείο
σου, αλλά δεν πας, προκειμένου να πας
τριήμερο στο χωριό σου, δεν κατεβαίνεις
στον δρόμο για να αντιδράσεις σε τίποτε
άλλο, αλλά πας σε μια διαδήλωση ενός
τυχάρπαστου συλλόγου.
Χτυπάνε
τον Γιάννη Μπουτάρη δημοσίως και δεν
σπεύδει να βοηθήσει κάποιος, παρά μόνο
η πρόεδρος του δημοτικού συμβουλίου.
Αλλά αυτή είναι η δύναμη του όχλου.
—
Ήσασταν πάνω από τριάντα χρόνια στην
ελληνική ραδιοφωνία. Τι κρατάτε
περισσότερο;
Να
θυμίσω ότι δεν ήμουν ποτέ μόνιμη
υπάλληλος, ανήκα πάντοτε στο έκτακτο
προσωπικό, με συμβάσεις που ανανεώνονταν
ανά δύο ή τρεις μήνες. Όπως έλεγε και ο
Φώτος Λαμπρινός: «έκτακτη συνεργάτις
επί μονίμου βάσεως». Το ραδιόφωνο το
αγαπώ πολύ. Μου λείπει.
Επίσης,
από την ΕΡΤ με έδιωξαν, δεν έφυγα μόνη
μου. Αυτό που κρατώ περισσότερο είναι
το ασύγκριτο πλεονέκτημα του ραδιοφώνου,
τον λόγο. Ειδικά αυτή την εποχή, που
εκλείπει όλο και περισσότερο και ο λόγος
έχει μετατραπεί σε μήνυμα στο τηλέφωνο,
σε mail, σε συντόμευση και σε κώδικα
επικοινωνίας. Η φωνή στο ραδιόφωνο
βγαίνει από την ψυχή σου. Αποτελεί φορέα
ανθρωπιστικών ιδεωδών. Και, δυστυχώς,
έχει εκριζωθεί.
—
Ποια είναι η γνώμη σας για το κίνημα
«metoo»;
Νομίζω
ότι όλο αυτό είναι ένα δημιούργημα της
αυλής του Τραμπ. Αν θυμάσαι, αυτοί που
αντέδρασαν κατά τη διάρκεια της
προεκλογικής εκστρατείας αλλά και μετά
ήταν οι σταρ του Χόλιγουντ. Επομένως,
κατά την ταπεινή μου άποψη είναι ένας
τρόπος για να αποδομηθεί το Χόλιγουντ.
Σε
καμία περίπτωση δεν αναφέρομαι στον
εργασιακό εκβιασμό, το να εκμεταλλεύεσαι
δηλαδή τη θέση εργασίας σου προκειμένου
να παρενοχλήσεις σεξουαλικά μια γυναίκα.
Πάντως, η άποψή μου ταυτίζεται με εκείνην
της Κατρίν Ντενέβ, η οποία έγραψε ότι
«ο βιασμός είναι έγκλημα, αλλά το να
προσπαθήσεις να αποπλανήσεις κάποιον,
έστω και επίμονα ή αδέξια, δεν είναι»
καθώς και ότι «άνδρες τιμωρήθηκαν με
συνοπτικές διαδικασίες ή αποπέμφθηκαν
από τις δουλειές τους μόνο και μόνο
επειδή άγγιξαν ένα γόνατο ή προσπάθησαν
να κλέψουν ένα φιλί».
—
Πείτε
μας λίγα λόγια για την πολιτιστική
εταιρεία «Πανόραμα»;
Μια
ομάδα ανθρώπων διαφορετικών πεποιθήσεων.
Ελεύθεροι πολίτες που μοιραζόμαστε
κοινά ενδιαφέροντα. Ένας ανοιχτός χώρος
κοινωνικής συνάντησης.
«Πανόραμα»
ήταν η ονομασία πού δόθηκε στην
τρισδιάστατη επαναστατική κατασκευή,
η οποία επέτρεψε στους Λονδρέζους το
1792 να δουν τον κόσμο με άλλα μάτια και
εισήγαγε την ανθρωπότητα στην περιπέτεια
της τρίτης διάστασης του χώρου: του
φυσικού περιβάλλοντος, της έκτασης της
πόλης και του ιστορικού τοπίου.
Η
λέξη, που πέρασε ως νεολογισμός στο
διεθνές λεξιλόγιο πριν από διακόσια
χρόνια, είναι ελληνικής προέλευσης,
σύνθετη και πολυσήμαντη. Καλύπτει ένα
ευρύ φάσμα εννοιών, χρήσεων και
δραστηριοτήτων. Γι' αυτό, όταν τον
Αύγουστο του 1985 μια μικρή ομάδα φίλων
αποφάσισε να δημιουργήσει έναν χώρο
κοινής δραστηριότητας και επικοινωνίας,
υιοθέτησε αυτόν το γνωστό και
πολυχρησιμοποιημένο όρο.
Το
«Πανόραμα» περιγράφει τις προθέσεις
μας και αφήνει να διαφανούν οι ελπίδες
μας. Σε μια Αθήνα πού τότε έχανε την
κοινωνική διάσταση της πόλης και, κατ'
επέκταση, την αίσθηση του συνόλου,
θελήσαμε να διατηρήσουμε εκείνο το
ελάχιστο που εξακολουθούσε να υπάρχει
και από αυτό να ξεκινήσουμε για να
φτιάξουμε ένα ανοιχτό και λειτουργικό
«στέκι», ένα φιλικό κέντρο στο πολιορκημένο
κέντρο της πρωτεύουσας.
Και
είμαι χαρούμενη που μέσα από το Πανόραμα
έχουμε γνωρίσει υπέροχους κόσμους,
έχουμε περιηγηθεί στις προτουριστικές
και προκαταναλωτικές κοινωνίες, έχουμε
ταξιδέψει εκτός των τειχών, μακριά από
τον αθηναϊκό απομονωτισμό.
—
Τι σας λείπει σήμερα;
Δύο
σπουδαίοι φίλοι, των οποίων την απώλεια
ακόμα δεν μπορώ να διαχειριστώ. Σε
γενικότερο πλαίσιο, η Ελλάδα που γνώρισα,
η χώρα όπου μεγάλωσα. Δυσκολεύομαι πολύ
να πάω στη θάλασσα. Έχω ευτυχήσει να έχω
αγναντέψει κάτι θάλασσες απερίγραπτης
ομορφιάς, που οι νέοι σήμερα δεν μπορούν
καν να φανταστούν.
Τότε,
με το φυσικό περιβάλλον είχαμε μια
βιωματική σχέση. Αντιθέτως, τώρα
παρατηρούμε ότι η ελληνική ύπαιθρος
έχει εξελιχθεί σε ουρά της Αθήνας.
Και,
τέλος, μου λείπει πάρα πολύ η φυσική
ύπαρξη του Χατζιδάκι.
—
Τον γνωρίζατε προσωπικά;
Παρόλο
που δεν ήμασταν φίλοι, ήταν ένας άνθρωπος
του οποίου η απουσία άφησε ένα δυσαναπλήρωτο
κενό. Ευτυχώς, έχουμε ακόμα τη μουσική
του. Μελωδίες που περιέχουν τόση δύναμη,
ικανές να σου φέρουν δάκρυα στα μάτια.
Τραγούδια που γαληνεύουν την ψυχή σου,
σε ηρεμούν.
Ο
Χατζιδάκις ήταν ο μέγιστος όλων. Και
παραμένω βαθιά ευγνωμονούσα σε αυτόν.
Εξακολουθώ να ζω μαζί του. Είναι η πρωινή
και βραδινή παρέα μου. Με τη μουσική του
γίνεσαι μέρος μιας κοινότητας ανθρώπων
που γελούν, κλαίνε, ψυχαγωγούνται ή
παρηγορούνται.
Μια
προσωπικότητα που οι μουσικές της
χαρακτηρίζονται από ένα τεράστιο
κοινωνικό εύρος. Και είμαστε πάρα πολλοί
όλοι εκείνοι που μας έχει προσφέρει τη
δυνατότητα να είμαστε μέρος μιας
σπουδαίας πολιτιστικής οικογένειας.
—
Υπάρχει κάτι που φοβάστε;
Το
ισχυρό πλέγμα των άκρων, είτε αφορά
ιδεολογικούς λόγους είτε πραγματικούς,
στην καθημερινότητα. Δεν θα ήθελα με
τίποτα να βρίσκομαι στη θέση του Μπουτάρη
όταν του επιτέθηκαν. Το θεωρώ μια
απίστευτη ντροπή για την κοινωνία μας
συνολικά.
—
Τι θεωρείτε σημαντικό στη ζωή;
Να
μπορείς το πρωί, όταν πλένεις το πρόσωπό
σου, να κοιτάζεσαι στον καθρέφτη.
—
Ποιο είναι το βασικότερο μάθημα ζωής
που έχετε πάρει;
Τα
πιο σπουδαία μαθήματα τα έχω λάβει από
τους ανθρώπους που συνάντησα. Αλλά, αν
ξεχώριζα κάτι, είναι η άποψη του
Αρχιεπισκόπου Αλβανίας, Αναστάσιου.
Επισήμανε
ότι είναι πολύ σημαντικό να μπορείς να
καταλάβεις την καχυποψία που έχει ο
άλλος προς εσένα. Εμείς, τα πρόσωπα που
ανήκουμε στον οικουμενικό ελληνισμό,
διατηρούμε έναν σεβασμό, όχι ανοχή.
Επομένως, το πιο σπουδαίο μάθημα είναι
ν' αγαπάς την καχυποψία που ο άλλος
διατηρεί απέναντί σου. Αντιλαμβάνομαι,
δέχομαι και σέβομαι την καχυποψία σου.
Μεγαλειώδες!