Life for Life
"Το θαύμα δεν είναι πουθενά
παρά κυκλοφορεί μέσα
στις φλέβες του ανθρώπου!!!"


"Στης σκέψης τα γυρίσματα μ’ έκανε να σταθώ
ιδέα περιπλάνησης σε όμορφο βουνό.
Έτσι μια μέρα το ’φερε κι εμέ να γυροφέρει
τ’ άτι το γοργοκίνητο στου Γοργογυριού τα μέρη !!!"


ΣΤΗΝ ΑΥΛΗ ΜΑΣ
Εμείς στο χωριό μας έχουμε ακόμα αυλές. Εκεί μαζευόμαστε, αμπελοφιλοσοφούμε,
καλαμπουρίζουμε, ψιλοτσακωνόμαστε μέχρι τις... πρώτες πρωινές ώρες! Κοπιάστε ν' αράξουμε!!!
-Aναζητείστε το"Ποίημα για το Γοργογύρι " στο τέλος της σελίδας.

23.12.17

Ο Ιταλός που έδωσε τη ζωή του για την Ελλάδα και έγινε δρόμος στο κέντρο της Αθήνας. Η επιλογή έγινε από τον Επικούρειο Πέπο.

Ο φιλέλληνας κόμης Σαντόρε ντι Σανταρόζα που έπεσε ηρωικά μαχόμενος για την ελευθερία της «πατρίδας του Σωκράτη»

Κοτζάμ στρατηγός στην πατρίδα του, ήρθε στην επαναστατημένη Ελλάδα για να καταταγεί στον αντάρτικο στρατό του ραγιά ως απλός στρατιώτης!
Κουντουριώτης και Παπαφλέσσας που υποδέχονταν στο Ναύπλιο τους φιλέλληνες που έρχονταν να πολεμήσουν για την ελευθερία της ρωμιοσύνης δεν πίστευαν στα μάτια τους. Ο ιταλός αξιωματικός είχε μια συστατική επιστολή από τον Μαυροκορδάτο στα χέρια του, μπας και γίνει πιστευτός από τους πάντα φιλύποπτους επαναστατημένους.
Τον ρωτούν κάποια στιγμή, βλέποντας την καλογυαλισμένη στολή του, τι βαθμό ζητούσε να καταλάβει στον ελληνικό στρατό: «Τον βαθμό του στρατιώτη», απαντά χωρίς δισταγμό εκείνος. «Μα δεν είστε αξιωματικός;», τον ρωτούν ξύνοντας το κεφάλι τους.
Ήταν και παραήταν, μόνο που ήταν πρωτίστως ένας άνθρωπος που ήθελε να πολεμήσει για τη λευτεριά μιας ξένης χώρας: «Τη στιγμή αυτή η Ελλάδα έχει ανάγκη από στρατιώτες και παρακαλώ να με δεχτείτε ως απλό στρατιώτη».
Ο Παπαφλέσσας επιμένει: «Και τι βαθμό είχατε στην πατρίδα σας;». «Στρατηγός και υπουργός των στρατιωτικών»! Αυτός ήταν ο φλογερός ιταλός επαναστάτης κατά της μοναρχίας και του ξένου ζυγού και μέγας φιλέλληνας Σαντόρε ντι Σανταρόζα, ο οποίος ζήτησε να τον στείλουν αμέσως στη Σφακτηρία, πάνω στην ώρα για τη μεγάλη μάχη δηλαδή.
«Ο ελληνικός λαός, καλός και γενναίος που έζησε αιώνες δουλείας, είναι δικός μας αδελφός», έλεγε ο κόμης Σανταρόζα που πολέμησε πλάι-πλάι με τους έλληνες οπλαρχηγούς στη Σφακτηρία, πριν χάσει τη ζωή του από τα στρατεύματα του Ιμπραήμ.
Δεν ήταν φυσικά ο μόνος φιλέλληνας του Αγώνα του 1821, ήταν όμως ένας από κείνους που δεν έστειλαν απλώς λεφτά ή προπαγάνδισαν την επανάσταση των Ελλήνων, αλλά ήρθε εδώ να πολεμήσει αψηφώντας την ίδια του τη ζωή.
Στρατηγός στην Ιταλία και απλός στρατιώτης για τις ανάγκες της παλιγγενεσίας του ελληνικού έθνους, περιλαμβάνεται στη σωρεία των φιλελλήνων που απέδειξαν έμπρακτα την υποστήριξή τους στα ιδανικά της λευτεριάς και της αυτοδιάθεσης. Πλάι στους ρομαντικούς ιδεαλιστές (Λόρδος Βύρωνας), τους λάτρεις της αρχαίας Ελλάδας (Ούγκο Φόσκολο), τους λόγιους και διανοούμενους (Ουγκό), τους πλούσιους (Δούκισσα της Πλακεντίας) και τους τραπεζίτες (Εϋνάρδος), τους πολιτικούς (Σατωβριάνδος) και τους στρατιωτικούς (Τόμας Γκόρντον) που μετατράπηκαν σε παθιασμένους φιλέλληνες, ο ευγενής Σανταρόζα παραμένει μοναδικός ίσως στην ιστορία της Επανάστασης του 1821.
Αυτός ούτε τιμές ζήτησε ούτε λεφτά, ούτε προνόμια ούτε και αναγνώριση. Έλληνες και ιταλοί πατριώτες πολεμούσαν για τη λευτεριά τους από κάθε είδους ζυγό και ένιωθαν συμμαχητές μέσα στις φιλελεύθερες ιδέες που τράνταζαν συθέμελα τη Νότια Ευρώπη και ένωναν λαούς, τάξεις και φυλές.
Πριν πέσει ηρωικά μαχόμενος στην πανωλεθρία της Σφακτηρίας τον Μάιο του 1825, πρόλαβε να γίνει γνωστός ως Ντερόσι, να αναγνωριστεί η δράση του από όλους και να πολεμήσει δίπλα στον Αναγνωσταρά, τον Τσαμαδό, τον Μιαούλη και τον Μαυροκορδάτο απέναντι στη λαίλαπα των Τουρκοαιγυπτίων του Ιμπραήμ.
Όταν έπεσε, οι σύντροφοί του έχασαν έναν Έλληνα που πολέμησε σαν θεριό…

Πρώτα χρόνια

O Σαντόρε Ανίμπαλε ντε Ρόσι ντι Πομερόλο, κόμης της Σάντα Ρόζα, γεννιέται στις 18 Νοεμβρίου 1783 στο Σαβιλιάνο του Πεδεμοντίου στο τότε Βασίλειο της Σαρδηνίας (και παλιότερο Δουκάτο της Σαβοΐας). Ήταν γιος ενός υψηλόβαθμου αξιωματικού του ιταλικού στρατού που σκοτώθηκε τελικά στη Μάχη του Μοντοβί το 1796 πολεμώντας τα γαλλικά στρατεύματα του Βοναπάρτη.
Παρά τον τίτλο ευγενείας του οίκου των Πομερόλο, η οικογένεια μόνο πλούσια δεν ήταν. Ο πάντα πατριώτης Σαντόρε, τελειώνοντας το σχολείο, κατατάχθηκε αμέσως στον βασιλικό στρατό της Σαρδηνίας για να υπερασπιστεί την πατρίδα του απέναντι στις επεκτατικές διαθέσεις του γάλλου αυτοκράτορα. Πήρε μέλος σε πολλές μάχες κατά των Γάλλων και ως ήρωας πολέμου επέστρεψε στη Σαβοΐα στις αρχές του 19ου αιώνα για να σπουδάσει.
Το 1808 διορίστηκε δήμαρχος του Σαβιλιάνο, έχοντας μόλις παραιτηθεί από την ενεργό στρατιωτική δράση. Το 1812 μάλιστα, με το Βασίλειο της Σαρδηνίας να έχει ήδη προσαρτηθεί στη Γαλλία, μετατρέπεται σε βοηθό επάρχου της γαλλικής πια κομητείας Λα Σπέτσια.
Ζει όμως σε ιστορικούς και ταραγμένους καιρούς και δεν θα μείνει για πολύ μακριά από την πολεμική δράση. Αμέσως μετά την πτώση του Ναπολέοντα και την ιδιαίτερα σύντομη παλινόρθωση της βασιλείας στην πατρίδα του (οι 100 μέρες του 1815), ο Σανταρόζα επανέρχεται στον στρατό και παίρνει μέρος στην περιβόητη Εκστρατεία της Γκρενόμπλ. Πατριώτης και φιλελεύθερος καθώς είναι, υποκινεί ταυτοχρόνως επανάσταση στο Πεδεμόντιο κατά της νέας και ακόμα πιο τυραννικής αυστριακής κατοχής.
Ως αρχηγός του εθνικοαπελευθερωτικού κινήματος στο Πεδεμόντιο και μέλος της ιταλικής Καρμποναρίας, που ήθελε μια δημοκρατική, ενιαία αλλά ομόσπονδη Ιταλία, ο Σανταρόζα αναλαμβάνει τον ρόλο τόσο του στρατηγού των ανταρτών όσο και του υπουργού των Στρατιωτικών στην τοπική επαναστατική κυβέρνηση.
H συντηρητική πολιτική του βασιλιά Βίκτωρος Εμμανουήλ Α' προκαλούσε τα φιλελεύθερα αισθήματα πολλών υπηκόων του, ιδιαιτέρως αυτών που αγωνίζονταν για την ιταλική ενοποίηση. Ανάμεσά τους σημαίνοντα ρόλο διαδραμάτιζε ο κόμης Σανταρόζα, ο οποίος ίδρυσε εντωμεταξύ και τη μυστική επαναστατική εταιρεία «Ομόνοια» (Concordia), με δράση φαινομενικά επιμορφωτική.
Η αυστριακή καταπίεση πυροδότησε τελικά την αντίδραση των Καρμπονάρων και της ιταλικής διανόησης, η οποία εκδηλώθηκε με δυο επαναστάσεις, μία στο Βασίλειο της Νάπολης και των Δυο Σικελιών το 1820 και μία στο Βασίλειο της Σαρδηνίας και του Πεδεμοντίου το 1821, με αίτημα την εκχώρηση Συντάγματος. Παρά το γεγονός ότι οι επαναστάτες τα καταφέρνουν αρχικά, αναγκάζοντας τον βασιλιά να παραχωρήσει Σύνταγμα, ο ξεσηκωμός τους θα πνιγεί στο αίμα από τον αυστριακό στρατό στις 12 Μαρτίου 1821. Δύο μέρες δηλαδή πριν ξεκινήσει ένας άλλος ξεσηκωμός λίγο παραδίπλα…
Ο Σανταρόζα μόλις που γλιτώνει τον θάνατο (τον συνέλαβαν και θα τον έστηναν στο ικρίωμα αλλά κατάφερε να το σκάσει) και την τελευταία κυριολεκτικά στιγμή θα βρει τον δρόμο του για την εξορία. Καταφτάνει αρχικά στη Γαλλία, όπου περνά ένα διάστημα στο Παρίσι και εκδίδει ένα ανατρεπτικό κείμενο (1822) για την επανάσταση στο Πεδεμόντιο. Οι γαλλικές αρχές τον ξετρυπώνουν όμως, τον φυλακίζουν αρχικά και τελικά τον διώχνουν από τη χώρα. Αφού περάσει ένα διάστημα στην Ελβετία, θα βρει τον δρόμο του για το Λονδίνο.
Εκεί θα έρθει αμέσως σε επαφή με τη Φιλελληνική Επιτροπή του Λονδίνου (Φιλελληνικό Κομιτάτο του Λονδίνου), καθώς είχαν φτάσει στα αυτιά του οι φήμες για την επανάσταση των γειτόνων και ήθελε να μάθει από πρώτο χέρι τι γινόταν. Η φιλελληνική μάλιστα κίνηση είχε συσταθεί τον Μάρτιο του 1823 και ο αυτοεξόριστος επαναστάτης διατήρησε σχέσεις μαζί της από την πρώτη στιγμή της ίδρυσής της. Εκεί γνώρισε τον ρομαντικό ποιητή Λόρδο Βύρωνα, εκεί συνάντησε τον ιταλό λάτρη της κλασικής ελληνικής αρχαιότητας Ούγκο Φόσκολο και εκεί πήρε την απόφαση να έρθει στην Ελλάδα για να συνεχίσει τον αγώνα του κατά της ξένης καταπίεσης.
Στην Αγγλία επιβίωνε διδάσκοντας ιταλικά και γαλλικά, αν και ήταν σαφές πως δεν ήταν φτιαγμένος για μια τέτοια ήρεμη ζωή. Ο ιταλικός φιλελληνισμός πατούσε άλλωστε πάνω στη μακραίωνη παράδοση και την ιστορική εμπειρία του παρελθόντος μεταξύ των δύο λαών, ενσταλάζοντας στους γείτονες την άμεση ανάγκη συμπαράστασης στους επαναστατημένους Έλληνες.
Ο ίδιος έλεγε άλλωστε όταν έβρισκε δεκτικό ακροατήριο: «Αγαπώ την Ελλάδα με μια αγάπη που έχει κάτι το υπέροχο. Ο ελληνικός λαός, καλός και γενναίος που έζησε αιώνες δουλείας, είναι δικός μας αδελφός. Είναι κοινές οι τύχες της Ιταλίας και της Ελλάδος και επειδή δεν μπορώ να κάνω τίποτε πια για την πατρίδα μου, έχω υποχρέωση να αφιερώσω στην Ελλάδα τα λίγα χρόνια και τις δυνάμεις που μου μένουν». «Αισθάνομαι αγάπη για την Ελλάδα. Είναι η πατρίδα του Σωκράτη», εκμυστηρευόταν στον συμπολεμιστή του Τζιατσίντο ντι Κολένιο, ηγετική μορφή αργότερα της ιταλικής ενοποίησης, με τον οποίο πήραν από κοινού την απόφαση να έρθουν στην Ελλάδα.
Το ημερολόγιο έδειχνε 1η Νοεμβρίου 1824 όταν αναχώρησε από το Λονδίνο. Έναν μήνα αργότερα, στις 10 Δεκεμβρίου, καταφτάνει στο Ναύπλιο για να περάσει από την επιτροπή που έκρινε τα κίνητρα των φιλελλήνων αγωνιστών που αποβιβάζονταν στην επαναστατημένη Ελλάδα…

Ένας αριστοκράτης στρατηγός στην Επανάσταση του 1821

Ο πρόεδρος του Εκτελεστικού, Γεώργιος Κουντουριώτης, υποδέχονταν πλάι στον Παπαφλέσσα στο Ναύπλιο τις ορδές των φιλελλήνων αγωνιστών, θέλοντας να διαλευκάνουν τα κίνητρα του καθενός. Γιατί πλάι στους άδολους μαχητές υπήρχαν και τυχοδιώκτες που καιροφυλακτούσαν για αξιώματα, προνόμια και χρηματικές απολαβές ή καταζητούμενοι και καταδικασθέντες εγκληματίες που νόμισαν πως θα βρουν στην Ελλάδα έναν νέο παράδεισο.
Στα μέσα Δεκεμβρίου ζητά λοιπόν ακρόαση ένας ιταλός αξιωματικός, ο οποίος ήταν πράγματι εξόριστος και κυνηγημένος από το καθεστώς της πατρίδας του. Και επειδή φοβόταν ακριβώς πως δεν θα τον έκαναν δεκτό οι Έλληνες στον στρατό τους, είχε φροντίσει να πάρει μια συστατική επιστολή από τον Μαυροκορδάτο στο Λονδίνο.
Μόλις είδε την επιστολή, ο Κουντουριώτης είπε στον Παπαφλέσσα: «Το δίχως άλλο, θα είναι κανένας λιποτάκτης ιταλός στρατιώτης και έβαλε μέσο τον Μαυροκορδάτο για να γίνει στρατηγός. Ας τον ακούσουμε». Ο Σανταρόζα πέρασε την πόρτα του γραφείου με την καλή του τη στολή και τα παράσημά του: «Ζητώ την άδειά σας να πολεμήσω υπό τη σημαία της Ελλάδας».
Οι δυο Έλληνες είναι αρκούντως επιφυλακτικοί: «Σας πληροφορώ ότι φτάνετε σε άσχημη στιγμή. Η Ελλάδα δεν μπορεί να σας προσφέρει καμιά αμοιβή για τις υπηρεσίες σας». Ο Σανταρόζα απαντά αγέρωχα: «Γνωρίζω ότι η Ελλάδα έχει ανάγκη και του τελευταίου στρατιώτη και δεν θα δεχόμουν καμιά αμοιβή ακόμη κι αν το προτείνατε».
«Η Ελλάδα σας ευχαριστεί», του λένε, «αλλά μένει να τακτοποιηθεί ένα σοβαρό ζήτημα. Βλέπω ότι φέρετε στολή με βαθμό αξιωματικού. Ποιον βαθμό ζητάτε να καταλάβετε στον ελληνικό στρατό;». Ο Σανταρόζα απαντά πως θα θέλει να γίνει απλός στρατιώτης! «Μα δεν είστε αξιωματικός;», τον ρωτά με απορία ο Παπαφλέσσας.
«Μάλιστα», αποκρίνεται εκείνος, «στην πατρίδα μου είμαι αξιωματικός, τον βαθμό αυτό απέκτησα αφότου γνώρισα την κακουχία και τη δυστυχία του στρατιώτη, την πείνα, τον τραυματισμό και τη φυλακή, και καμιά κακουχία στρατιώτη δεν μου είναι άγνωστη. Τη στιγμή αυτή η Ελλάδα έχει ανάγκη από στρατιώτες και παρακαλώ να με δεχτείτε ως απλό στρατιώτη», επιμένει.
Ο Κουντουριώτης θέλει να μάθει περισσότερα: «Και ποιον βαθμό είχατε στην πατρίδα σας;». «Στρατηγός και υπουργός των Στρατιωτικών», απαντά εκείνος. Κατάπληκτος ο Παπαφλέσσας και με μια έκδηλη δυσπιστία, τον ρωτά: «Και πώς ονομάζεστε;». «Σαντόρε Σανταρόζα»! Τον Σανταρόζα τον ήξεραν φυσικά όλοι και σίγουρα οι επαναστατημένοι Ρωμιοί. Ο Κουντουριώτης κατακόκκινος από την ντροπή του σηκώθηκε και τον ασπάστηκε.
«Αφού με δεχτήκατε», υπέθεσε ο ιταλός στρατηγός, «σας παρακαλώ να με στείλετε στη Σφακτηρία, διότι ο Μαυροκορδάτος με πληροφόρησε ότι χρειάζονται άντρες εκεί».
Παρά το γεγονός ότι και έμπειρος ήταν και μπαρουτοκαπνισμένος, θα έπρεπε να περιμένει τρεις μήνες για να ενταχθεί εθελοντικά στον επαναστατικό στρατό των Ελλήνων ως «Ντερόσι». Η απάντηση που περίμενε ήρθε μόλις τον Μάρτιο του 1825. Εκείνος δεν κάθισε με τα χέρια σταυρωμένα, αλλά περιηγήθηκε στην Επίδαυρο, την Αίγινα και την Αθήνα και έβγαζε πύρινους πατριωτικούς λόγους για να ξεσηκώσει τους κατοίκους.
Επιτέλους, στις 24 Απριλίου του επιτρέπουν να ακολουθήσει τον Κουντουριώτη και τον Μαυροκορδάτο στην εκστρατεία τους στην Πύλο. Ήταν παρών στην υπεράσπιση της Πύλου (φρούριο του Νεοκάστρου τότε) από την αιφνιδιαστική απόβαση του Ιμπραήμ στις 7 Μαΐου και πολέμησε με γενναιότητα. Ως ανώτερος αξιωματικός που ήταν, πρότεινε μάλιστα την άμεση επισκευή του κάστρου για την άμυνα των Ελλήνων, οι προτάσεις του δεν εισακούστηκαν όμως. Δεν έπαυε να είναι απλός στρατιώτης!
Άφοβος όμως στρατιώτης και πάντα στην πρώτη γραμμή. Κι έτσι όταν το ίδιο βράδυ (ξημερώματα 8ης Μαΐου) ο Αναγνωσταράς, που πολεμούσε απέναντι στη Σφακτηρία, την οποία είχε αποκλείσει εντωμεταξύ ο Ιμπραήμ, ζήτησε ενισχύσεις από το Νεόκαστρο, ο Ντερόσι ήταν μεταξύ των πρώτων εκατό αντρών που στάλθηκαν στο νησί.
Ο εχθρός κατέλαβε τελικά τη Σφακτηρία σκοτώνοντας τους 350 από τους 800 υπερασπιστές της. Μεταξύ των νεκρών μαχητών ήταν ο Φιλικός και αρχηγός των Ελλήνων στη μάχη, Αναγνωσταράς, ο χιλίαρχος Σταύρος Σαχίνης, ο πλοίαρχος Αναστάσιος Τσαμαδός και ο ιταλός κόμης Σανταρόζα, ο οποίος πολέμησε στην ξηρά στο πλευρό των αμυνομένων Ελλήνων ως ένας από αυτούς.
Ο Ντερόσι δεν πέθανε επιτόπου. Παρά το γεγονός ότι είχε τραυματιστεί σοβαρά, αρνήθηκε να παραδοθεί στους Τουρκοαιγύπτιους του Ιμπραήμ Πασά και συνέχισε να πολεμά όπως μπορούσε. Ένας εχθρός τον σκότωσε τελικά και από το πλιάτσικο στα προσωπικά του υπάρχοντα πληροφορήθηκε κατά τύχη ένας παλιός συνοδοιπόρος του Σανταρόζα το τέλος του μεγάλου φιλέλληνα. Παλιός συνοδοιπόρος που πολεμούσε πια στο πλευρό του αιγυπτιακού στόλου.
Εκατό χρόνια αργότερα, τον Απρίλιο του 1925, στήθηκε στη Σφακτηρία το Μνημείο του Φιλέλληνα Σανταρόζα για να υπενθυμίζει στους περαστικούς ποιος ήταν ο άδολος φιλέλληνας που έδωσε τη ζωή του για τη λευτεριά των Ελλήνων, προσδοκώντας τη λευτεριά και της δικής του πατρίδας.
Ο Δήμος Αθηναίων έδωσε κατόπιν το όνομά του σε έναν δρόμο του κέντρου της πρωτεύουσας ως υπόμνηση στον ηρωισμό ενός ανθρώπου που αναγνωρίστηκε και στις δύο πλευρές της Αδριατικής… Πηγή:https://www.newsbeast.gr/

17.11.17

ΦΑΙΔΡΟΣ - ΠΛΑΤΩΝ ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ''ΓΚΕΜΜΑ'' ΤΟΥ ΔΗΜΗΤΡΗ ΛΙΑΝΤΙΝΗ η επιλογή έγινε από τον Επικούρειο Πέπο.

Φαίδρος - Πλάτων. Phaedrus (dialogue) by Plato
Στο Φαίδρο, που ας ειπωθεί ένθετα βρίσκεται το πιο βαθύ κύτταρο της φιλοσοφίας του Πλάτωνα, η θεωρία των ιδεών, βρήκα πολλά πράγματα.

Βρήκα, γιατί ο έρωτας αποβλακώνει, και γιατί ο έρωτας τρελαίνει τους ανθρώπους.

Βρήκα, γιατί οι Έλληνες θελήσανε μοιχαλίδα την πιο ωραία γυναίκα που έφτασε να πλάσει η φαντασία τους, την Ελένη της Σπάρτης.

Βρήκα, πόσο υπέροχο πράγμα είναι η ελληνική αρετή, και η ηθική ελευθερία των ελλήνων. Και πόσο μοχθηρή και αφύσικη είναι η ηθική των εβραίων. Εκείνο το διαβόητο ου μοιχεύσεις του μωσαϊκού νόμου. Που το μόνο φυσικό νόημα και η μόνη κοινωνική σταθερά που το χαρακτηρίζει, είναι να παραβαίνεται ακατανίκητα από τους περισσότερους ανθρώπους σε όλες τις εποχές.

Βρήκα, πόσο βαθιά σκύψανε οι Έλληνες  και είδανε και γνωρίσανε τη φύση του ανθρώπου. Δεν τη λέω ψυχή, γιατί η λέξη ψυχή είναι διαβλημένη και έχει καταντήσει ύποπτη.
Βρήκα, τι είναι η τέχνη του λόγου. Και πώς γράφουνται τα πολλά ασήμαντα βιβλίδια, και τα λίγα αθάνατα έργα.

Και κυρίως αυτό. Βρήκα τον αγώνα, τη βούληση για δύναμη, τη φυσικότητα, την υγεία, τον πόνο και την εμορφιά που κρύβει η αρετή των ελλήνων. Πράγμα που την έκαμε αβάσταχτη σε όλους τους κατοπινούς. Τους ευρωπαίους, τους νεοέλληνες, τους "χριστιανούς, τους βουσμανοαμερικάνους, και όσους άλλους.

Και γι' αυτό τη διαστρέψανε. Και από την αστραφτερή τίγρη της Σουμάτρας κοιλοπονήσανε και γέννησαν και συγκατοικούν με μια ψωραλέα γάτα.

Έξω όμως από αυτά, έχω και μια κατάθεση. Διατείνομαι ότι ο Φαίδρος του Πλάτωνα είναι το ωραιότερο ερωτικό ποίημα της παγκόσμιας λογοτεχνίας.

Στα χρόνια μας τους πλατωνικούς έφηβους τους ανάστησε ο Καβάφης. Τα νιάτα τους, την εμορφιά και τη χάρη, την αίσθηση της όρασης, την αφή, την ευφυία τους.

Ο Καβάφης, μέσα στον Κεραμεικό της λυπημένης φαντασίας του, ανάσκαψε ένα πλήθος από τάφους πλατωνικών εφήβων: Ευρίωνος Τάφος, Λάνη Τάφος, Ιαση Τάφος, Ιγνατίου Τάφος, Ίμενος, Λεύκιος, Τέμεθος, Μύρης, Ρέμων, Κήμος Μενεδώρου, Ιάνθης Αντωνίου, Εν τω Μηνί Αθύρ.  Έχεις προσέξει, πόσο προσέχει ο Καβάφης, ώστε κανένας από τους ηδυμελείς εφήβους του να μην περάσει τα είκοσι εννέα του χρόνια;

Ένα πρωί λοιπόν, που έξω πυρώνει θείος Ιούλιος μήνας, ο Σωκράτης κάθεται με τον αστραφτερό Φαίδρο στις όχθες του Ιλισού ποταμού. Εκεί όπου σήμερα είναι η οδός Καλλιρρόης, κοντά στο Καλλιμάρμαρο. Κάτω από τις σκιές των πλατανιών έχουν ξαπλώσει δίπλα-δίπλα, είναι ξυπόλυτοι, και βρέχουν τις φτέρνες τους στο νερό που κυλάει. Η σκηνή ξαναγυρίζει ατόφυα στον καιρό μας:

Κι έθεσα εν τω μέσω έναν ωραίον νέον γυμνόν, ερωτικόν μες στο νερό την κνήμη τη μια τον έχει ακόμη.

Ο Φαίδρος διαβάζει στο Σωκράτη ένα ερωτικό γράμμα που του 'στειλε ο ρήτορας Λυσίας, και του προτείνει να γίνει ερωμένος του. Του Λυσία εννοείται. (Είναι άραγε ονοματική σύμπτωση που ο Καβάφης, δίπλα στους πολλούς τάφους των εφήβων του, έγραψε και το ποίημα Λυσίου Γραμματικού Τάφος;)

- Σαν το χέλι στο φλόμο έχω φλομώσει, Σωκράτη, του λέει ο Φαίδρος. Κοίτα, και πές μου. Ποιος θα μπορούσε να γράψει καλύτερο γράμμα απ' αυτό; Είμαι έτοιμος να πέσω σαν το σύκο.

- Ωραίο είναι το γράμμα, του λέει ο Σωκράτης.

-Νομίζω ότι ούτε κι εσύ θα μπορούσες να το συντάξεις με τόση μαεστρία.

-Καημένε μου, τρομάρα σου! του κάνει ο Σωκράτης. Εγώ, βρε φτωχέ, μπορώ να σπείρω τη θάλασσα κριθάρι. Θα σου γράψω γράμμα, που θα χάσεις τα πασχαλιά σου. Θα κοιμάσαι ξύπνιος, και θα το βλέπεις όνειρο.

-Εμπρός, λοιπόν, τι κάθεσαι; τον προκαλεί ο Φαίδρος. Ιδού η Ρόδος, ιδού και το πήδημα.

-Προπαντός το πήδημα. Του λέει ο Σωκράτης, και κάθεται και γράφει το γράμμα.

Ψυχρά, έντεχνα, με λογική τετράγωνη, όλα υπολογισμένα. Του υποδείχνει, γιατί πρέπει να τον προτιμήσει σαν εραστή σε σύγκριση με το Λυσία.

Θά 'χεις να λάβεις ετούτα, κι ετούτα, κι ετούτα τα ωφέλη του λέει. Τι θα πάρεις, τι θα δώσεις, ποιό θά 'ναι το διάφορο.

Επρόκειτο για μια αγοραπωλησία σε ζωοπανήγυρη πρώτης τάξεως. Ο Σωκράτης, δηλαδή, γράφει το γράμμα πάνω στα πατήματα της επιστολής του Λυσία. Το πνεύμα των δύο επιστολών είναι να κάνεις έρωτα μόνο για την ηδονή. Μηχανικό αλισβερίσι και σύμβαση στυγνή. -Χωρίς το άρωμα της ψυχής.

Χωρίς το φτέρωμα και τη φτερνιά, την ιερή μανία, το άγριο μεθύσι, την παραφροσύνη. Χωρίς εκείνους τους σπασμούς των οραμάτων, που κατεβάζουν την ερωτική βίωση στη ρίζα του κοσμολογικού γίγνεσθαι.

Σαν ετελείωσε το γράμμα ο Σωκράτης, σαν τό 'δωκε στο Φαίδρο, σαν το διάβασε ο νέος, ο κόσμος τον συνεπήρε σαν ένας τροχός μες στο χάος. Έμεινε μαγεμένος και άλαλος. Έτοιμος να παραδώσει την πύλη, όπου είχαν κοιμηθεί όλες οι φρουρές.

Τότε, σε μια από κείνες τις άγριες μεταστροφές που αναποδογυρίζουν τη σωκρατική ειρωνεία σε τραγική, ο Σωκράτης πέφτει στα πόδια του Φαίδρου ικέτης.

- Την ασέβεια, του φωνάζει σεληνιασμένος. Την ασέβεια και την ύβρι να μου συχωρέσεις. Και συ και ο Έρωτας. Γιατί μ' αυτά που έγραψα τον ύβρισα τον έρωτα. Κι είναι φόβος να πάθω το πάθημα του Στησίχορου. Που τυφλώθηκε, όταν έγραψε ωδή και έβρισε την Ελένη για άπιστη.

Τώρα ο Σωκράτης αλλάζει τρόπο μουσικό. Αφήνει τις μειξολυδιστί και περνά στις δωριστί αρμονίες. Αναποδογυρίζει τη γης, και μέσα της καθρεφτίζει τον ουρανό. Κάνει την «παλινωδία» του, και μιλά για τον αληθινό έρωτα.

Μονομιάς, τα πουλιά και τα τζιτζίκια, τα νερά και τα δέντρα σωπαίνουν. Και ακούνε ακούσματα ανάκουστα.

Εμάς των ανθρώπων η ύπαρξη, λέει, μοιάζει με άρμα που το σέρνουν δυο άλογα. Και στη μέση ο ηνίοχος που τα οδηγεί.
Είναι ένας αρματηλάτης σαν εκείνον, που πενήντα χρόνια παλιότερα είχε χαλκουργήσει στους Δελφούς ο Πυθαγόρας από το Ρήγιο.

Το ένα άλογο είναι το κακό. Είναι το Επιθυμητικό, τα πάθη μας, η δύναμη που μας τραβά στην αδικία και στην άνομη ηδονή. Μια μέρα θα το ειπούνε id.

Το άλλο άλογο είναι το καλό. Είναι το Θυμοειδές, η βούληση μας, η δύναμη να αντισταθούμε στον πειρασμό, να νικήσουμε τα πάθη μας, να μην κάνουμε το ανήθικο. Μια μέρα οι άνθρωποι θα το ειπούνε ego.

Ο ηνίοχος είναι το Λογιστικό. Είναι η νόηση, η σύνεση και η φρονιμάδα μας, που με το φως του λόγου προσπαθεί να ημερώνει τα πάθη μας. Μας υποδείχνει πάντα την επιλογή του ενάρετου και του δίκαιου δρόμου. Μια μέρα θα το ειπούνε superego oι άνθρωποι.

Με τέτοια άρθρωση στοιχείων και δυνάμεων ζωγραφίζει ο Σωκράτης τον εραστή και τον ερωμένο, και τους ρίχνει στη μεγάλη πάλη.

Θα πηδοπηδηχτούν τα δύο ακόλαστα άλογα; Έπιπηδάν είναι το ρήμα του αγνού πρωτότυπου. Θα κυλιστούν ο εραστής και ο ερωμένος στη δροσερή κόλαση της σάρκας και της ηδονής. Η λύση που θα δώσει εδώ ο Σωκράτης θά 'ναι εκείνη του Συμποσίου, ή άλλη; Πιο κοντινή στον άνθρωπο και στη φύση του;

Για να τοποθετηθούμε σωστά απέναντι σε τούτη τη φονική καταιγίδα, όπου η ψυχή μας ιδρώνει και παθαίνεται, και φρικιά και τρέμει, πρέπει να μεταβάλουμε τις προοπτικές. Από τον αρχαίο καιρό να τις φέρουμε στο χωριό μας και στο σήμερα. Να τις ιδούμε να ζωντανεύουν.

Ας υποθέσουμε, λοιπόν, πως εκείνοι που στέκουνται αντίκρα έτοιμοι να κατασπαραχθούν μέσα στην εγκράτεια και στην αντίσταση, ή στο παράδομα και την ηδονή τους, και τα δύο σημαίνουν το ίδιο πράγμα, δεν είναι ο εραστής στα σαράντα του και ο ερωμένος στα δεκαοχτώ του χρόνια, αλλά ένας άντρας και μια γυναίκα της εποχής μας.
Είναι και οι δύο έγγαμοι, φρόνιμοι, θαλεροί, με οικογένειες χαρούμενες. Και έμορφοι σαν τη Φραντζέσκα και τον Πάολο Μαλατέστα. Αυτά λοιπόν τα συμβατικά δείγματα συναντιούνται ξαφνικά, γνωρίζουνται, μαγεύουνται ο ένας από τον άλλο.

Ερωτεύουνται με σεισμό και με πλημμύρα. Τι θα κάνουν; Θα παραδοθούν στην ένοχη επιθυμία; Θα απιστήσουν στους συντρόφους τους; Θα νικήσουν το πάθος που πλησιάζει με γλώσσες πυρκαγιάς; Θα μπορέσουν να σφαγιάσουν μέσα τους το πανέμορφο αγρίμι της ανομίας;

Σιγά σιγά, μη σπεύδετε! Η λύση είναι κοντά. Προσέχετε, πώς το λίγο λίγο γίνεται πολύ. Η πλατιά κίνηση των δύο ψυχών γράφει το χορό της πέστροφας στα νερά. Άλλοτε φέρνει στην αντίσταση με τη χαρά της νίκης, άλλοτε στο παράδομα με την αγωνία της μάχης. Προσέχετε τη σύνδεση του ευγενικού με το χυδαίο στην παντοδύναμη Αρχή της πραγματικότητας. Την ανάγκη για υπαρκτική εγρήγορση σε όλη μας τη ζωή. Κολυμπήστε μέσα στα καταιγιδοφόρα σύννεφα. Μιλά ο Σωκράτης:

«Και από τα δύο άλογα είπαμε πως το ένα είναι το  καλό, το άλλο όμως όχι. Μα ποια είναι η καλοσύνη του καλού και ποια η κακοσύνη του κακού, αυτό δεν το είπαμε, και θα το ειπούμε τώρα.

Το ένα λοιπόν από αυτά, πού 'ναι της μοίρας της καλής, έχει όρθιο το παράστημα, είναι καλοδεμένο στην άρθρωση, και έχει τον αυχένα ψηλά. Έχει γρυπά τα ρουθούνια, είναι ολόλευκο και με μάτια κατάμαυρα. Είναι φιλότιμο, με φρονιμάδα και με αιδώ, και αγαπά τη γνώμη την αληθινή. Δε δέχεται καθόλου το μαστίγιο, και υπακούει πρόθυμα στο λόγο του ηνίοχου.

Το άλλο όμως είναι ένας σωρός από κρέατα, στραβόκορμο και παχύσαρκο. Είναι σκληροτράχηλο και κοντόλαιμο, με ρουθούνια πλακουτσωτά, και μαυρειδερό. Και τα μάτια του σε ανοιχτό χρώμα ξεχυμένο στάζουνε αίμα. Είναι ακόλαστο και αλαζονικό, με αυτιά τριχωτά και βαρήκοα. Με δυσκολία δαμάζεται από τα σπηρούνια και το μαστίγιο.

Όταν λοιπόν ο ηνίοχος ιδεί το βλέμμα το ερωτικό, και καθώς το αντικρύζει πυρώνεται η ψυχή του και κατακλύζεται από τον οίστρο και την άγρια συνταραχή του πόθου, το καλό από τα δύο άλογα, όπως πάντα έτσι και τώρα, συγκρατιέται από τη φυσική του αιδώ, για να μην πηδήσει τον ερωμένο. Το άλλο όμως ούτε τα σπηρούνια νιώθει ούτε το μαστίγιο του ηνίοχου. Αλλά συνταράζεται όλο, και ορμά βίαια, και προκαλεί αταξία μεγάλη και στον ομόζυγα ίππο και στον ηνίοχο. Και τους αναγκάζει να ορμήσουν στον ερωμένο, καθώς τους υπενθυμίζει λάγνα την ηδονή του έρωτα. Αυτοί οι δύο όμως αντιστέκουνται στην αρχή, γιατί σπρώχνουνται να τολμήσουν πράγματα ανομολόγητα και φοβερά. Στο τέλος όμως, επειδή το κακό δεν έχει κράτος, υπακούουν  και ακολουθούν, στέργουν και ομολογούν ότι θα πράξουν εκείνο που ζητά τόσο επίμονα ο κακός ίππος.

Έτσι πλησιάζουν τον ερωμένο, και ατενίζουν την αστραφτερή του όψη. Καθώς λοιπόν την αντικρύζει ο ηνίοχος, ο νους του έρχεται στη φύση της εμορφιάς, που στοχαστικά την ξαναβλέπει να κάθεται απάνω σε βάθρο αγνό.

Και καθώς τη βλέπει, τονε κυριεύει τρόμος, και ο αναπηδά προς τα πίσω σαστισμένος. Έτσι πέφτοντας πίσω συνέλκει με τόση σφοδρότητα τα ηνία, ώστε τα δύο άλογα λυγίζουν τα καπούλια τους ως το χώμα. Το ένα το κάνει εκούσια, γιατί δεν αντιστέκεται. Το άλλο όμως το κάνει με μεγάλη δυσαρέσκεια.

Και σαν ξεμακρύνουνε λίγο, το ένα από κατάπληξη και αιδώ βρέχει με ιδρώτα όλη του την ψυχή. Το άλλο όμως, σαν του περάσει ο πόνος που ένιωσε από το πέσιμο και τα γκέμια, παίρνει ανάσα, και αρχίζει ύστερα με πολύ θυμό να βρίζει και τον ηνίοχο και τον ομόζυγα, γιατί λιποταχτήσανε άνανδρα και δειλά, και δεν εκράτησαν το λόγο τους.

Και τους σπρώχνει πάλι να πλησιάσουν τον ερωμένο, κι εκείνοι δε θέλουν, και παρακαλούν να το αναβάλουν για μια άλλη φορά. Και σαν έρθει η στιγμή που συμφώνησαν, ο ηνίοχος και ο καλός ομόζυγος κάνουν πως το ξεχνούν. Ο κακός όμως ίππος τους το θυμίζει και τους βιάζει. Χλιμιντράει και τους τραβάει βίαια, να ξαναπλησιάσουν τον ερωμένο για το ίδιο πράγμα. Και όταν τον πλησιάσουν, σκύβει κάτω το κεφάλι, ανασηκώνει λεπιδωτή την ουρά, δαγκώνει τους χαλινούς, και τραβάει ακράτητο.

Ο ηνίοχος όμως παθαίνει πάλι, και πιο έντονα τώρα, εκείνο που έπαθε και πρωτύτερα. Ορθώνεται προς τα πίσω, σα να βρήκε μπροστά του τεντωμένο σκοινί, και μέσα από τα δόντια του λάγνου αλόγου τραβάει με μεγαλύτερη ορμή το χαλινάρι προς τα πίσω. Ματώνουν τότε τα σαγόνια και η κακόλογη γλώσσα, και το αναγκάζει να ακουμπήσει βίαια τα καπούλια στο χώμα. Και το κάνει να πονάει.

Αφού λοιπόν πάθει το ίδιο πράγμα πολλές φορές ο πονηρός ίππος, στο τέλος υποτάζεται ταπεινωμένα, και πια ακολουθεί πειθήνια τον ηνίοχο. Και σα βλέπει πια τον ερωμένο, χάνεται από τον τρόμο του. Έτσι, η ψυχή τον εραστή, χωρίς την κακή ενόχληση, ακολουθεί με αιδώ και με φόβο τον ερωμένο.

Ο ερωμένος τότε δέχεται όλη τη λατρεία τον εραστή του, και τιμάται σα νά 'τανε θεός. Όχι προσποιητά, αλλά αληθινά και γνήσια. Και επειδή έχει από την ίδια τη φύση του συγγένεια με τον εραστή του, εάν οι σύντροφοι του πρωτύτερα ή κάποιοι άλλοι τον έκαναν να υποψιάζεται, λέγοντας τον πως δεν είναι καλό να πλησιάζει κάποιον που είναι ερωτευμένος μαζί του, και γι' αυτό απωθούσε τον εραστή, τώρα καθώς περνά ο καιρός, η ανάγκη και η ηλικία τον φέρνουν να πλησιάζει μπιστεμένα τον εραστή. Γιατί δεν είναι προορισμένο ο κακός να δένει φιλία με τον κακό, ούτε ο καλός να μη δένει φιλία με τον καλό.

Καθώς λοιπόν τον πλησιάζει τώρα και συχνοκουβεντιάζει μαζί του, η εικόνα που του δείχνει ο εραστής τον εκπλήσσει.

Έτσι, σιγά σιγά κατανοεί πως η φιλία που του δείχνουν όλοι οι άλλοι φίλοι και οι συγγενείς τον είναι ένα μικρό μέρος, μπροστά στη φιλία που νιώθει γι' αυτόν ο ένθεος εραστής του.

Όταν λοιπόν κάνουν πολύ καιρό συντροφιά, και ο πλησιάζουν και αγγίζουν ο ένας τον άλλο στη γυμναστική και στις άλλες επαφές, τότε η φορά εκείνου του ρεύματος, που o Δίας όταν αγαπούσε το Γανυμήδη την είπε ίμερο, φέρνεται με πολλή ορμή στον εραστή, και ένα μέρος της χύνεται στην ψυχή του. Ένα άλλο, όταν γιομίσει η ψυχή τον, χύνεται έξω.

Και όπως ο άνεμος ή ο ήχος αντιδονεί, όταν προσπέσει σε λείο και στέρεο σώμα, και επιστρέφει εκεί απ' όπου ξεκίνησε, έτσι γίνεται και με τη ροή της εμορφιάς. Γιατί ξαναγυρίζει πίσω στον έμορφο ερωμένο μέσα από τα μάτια του, που η φύση τα προόρισε να οδηγούν στην ψυχή. Κι άμα φτάσει και άμα την αναφτερώσει, ποτίζει τους πόρους των φτερών, τα κινάει να μεγαλώσουν, και γιομίζει και την ψυχή του ερωμένου με έρωτα.

Αγαπάει λοιπόν ο ερωμένος τώρα, αλλά δεν ξέρει ποιόνε. Κι ούτε καλολογιάζει τι έπαθε, ούτε ημπορεί να το παραστήσει. Αλλά σα να του μεταδόθηκε αρρώστεια στα μάτια από κάποιον άλλο, δεν ημπορεί να ειπεί πώς. Και δεν καταλαβαίνει ότι μέσα στον εραστή βλέπει τον εαυτό του σαν μέσα σε καθρέφτη.

Όταν λοιπόν ο εραστής είναι κοντά του, του περνά ο πόνος, όπως περνά και σ' εκείνον. Όταν όμως είναι μακρυά, ζητούν ο ένας τον άλλο, γιατί έχει τον αντέρωτα είδωλο του έρωτα. Και αυτό το λέει β και το νομίζει όχι έρωτα αλλά φιλία. Και επιθυμεί όμοια με τον εραστή, αλλά πιο αδύνατα, να τον βλέπει, να τον αγγίζει, να τον φιλάει και να ξαπλώνει δίπλα του.

Κι όπως είναι φυσικό αυτό το κάνει όλο και πιο συχνά. Όταν λοιπόν είναι ξαπλωμένοι δίπλα δίπλα, ο πονηρός ίππος του εραστή όλο και κάτι έχει να ειπεί στον ηνίοχο, και του ζητάει σε αντάλλαγμα της μεγάλης στέρησης νά 'χει και μια μικρή απολαβή.

Αλλά και τον ερωμένου ο λάγνος ίππος δεν έχει να ειπεί τίποτα. Αλλά γιομάτος πόθο και κέντρισμα αγκαλιάζει και φιλάει τον εραστή, σα να φιλάει κάποιον πολύ έμπιστο φίλο.

Και καθώς είναι ξάπλα μπορεί να γίνει να μην αρνηθεί να δοθεί στον εραστή, εάν τον το ζητήσει. Ωστόσο ο ομόζυγος ίππος και ο ηνίοχος εξακολουθούν να αντιστέκονται με αιδώ και με φρόνηση.

Εάν λοιπόν επικρατήσει η ανώτερη σφαίρα της ύπαρξης και τους οδηγήσει σε ζωή φιλοσοφημένη και πειθαρχική, περνούν τη ζωή τους εδώ ομονοητική και καλόζηλη. Γιατί και οι δύο είναι εγκρατείς και κόσμιοι. Και πετυχαίνουν να κυριαρχούν στο κακό κομμάτι της ψυχής τους, και να ελευθερώνουν το ενάρετο. Και σαν φθάσουν στο τέλος της ζωής, γίνουνται απάλαφροι και φτερωμένοι. Γιατί έχουν νικήσει στο ένα από τα τρία αγωνίσματα, τα αληθινά Ολυμπιακά. Και αγαθό μεγαλύτερο από τούτο δεν ημπορεί να δώσει στον άνθρωπο ούτε η ανθρώπινη φρονιμάδα ούτε η θεία εμπνοή.

Αν όμως ζουν πολυάσχολη ζωή και αφιλοσόφητη, και από κοντά φιλόδοξη, τότε θα τύχει κάποτε, σ' ένα μεθύσι ή σε μια ώρα απρόσεχτη και νυσταγμένη, και οι δύο ακόλαστοι ίπποι θα συλλάβουν αφρούρητη την ύπαρξη τους. Τότε θα συναγροικηθούν σε σμίξιμο. Και πια θα διαλέξουν και θα κάνουν εκείνη την πράξη, που το άκριτο πλήθος τη λογαριάζει ευδαίμονη.

Και σαν το κάνουν μια φορά, θα το ξανακάνουν. Πλην όμως πολύ σπανίως. Γιατί κάνουν πράξη που δεν την αποδέχονται με όλη τους την ύπαρξη.

Και τούτοι βέβαια είναι αγαπημένοι μεταξύ τους, αλλά λιγότερο από τους άλλους που δεν το κάνανε. Γιατί και τις ώρες που συνευρίσκουνται και τις άλλες περνούν τη ζωή τους με την αίσθηση ότι δίνουν και λαβαίνουν μεταξύ τους τις μεγαλύτερες εγγυήσεις. Και θεωρούν ανέντιμο να λύσουν το δεσμό τους και να καταντήσουν σε έχθρα. Και στο τέλος της ζωής τους πεθαίνουν χωρίς βέβαια φτερά, αλλά διατηρώντας την ορμή που είχανε να αποχτήσουν φτερά.

Ωστόσο δεν είναι μικρό το έπαθλο που λαβαίνουν για την τέτοια ερωτική τους δίαιτα. Γιατί ο νόμος ορίζει πως δεν είναι να πάνε στα σκοτάδια και στους δρόμους του Άδη εκείνοι που άρχισαν την ουράνια πορεία τους. Αλλά να είναι ευδαίμoνες, και να διάγουν ζωή φωτεινή. Έτσι θα περπατούν ο ένας δίπλα στον άλλο, έως ότου έρθει ο καιρός να γίνουν φτερωτοί. Εξαιτίας που αγαπήθηκαν πολύ.»

Μέσα σε τούτες τις τρεις παραγράφους του Φαιδρού ο Πλάτων ιστόρησε τον Άτλαντα της ύπαρξης του ανθρώπου. Εγκλείουν ατελείωτη ενέργεια φλόγας και βασάνου και λαχτάρας.

Το διαβασίδι σε τούτους τους τόπους είναι υπόθεση τραχιά.

Ευκολότερο θα 'ρχότανε στον πεζοπόρο να περπατήσει ξυπόλυτος τους ακανθώνες της Λυκίας, παρά να περάσει από δω.

Στην όλη διήγηση τα σημεία που αγγίζουν τα όρια είναι δύο.


Το ένα λέει: τήν υπό των πολλών μακαριστήν αΐρεσιν ειλέσθην τε και διεπραξάσθην. Δηλαδή, διαλέγουν και κάνουν την πράξη, που το άκριτο πλήθος τη λογαριάζει ευδαίμονη.
Αυτό σημαίνει ότι στο ερώτημα, εάν ο Σωκράτης υπήρξε αρσενοκοίτης, ο ίδιος ο Σωκράτης απαντά: δε θα το απέκλεια.

Βέβαια, θά 'τανε αλλόκοτο, και σε κάθε περίπτωση τρόπος γραφής μη ελληνικός, εάν ο Πλάτων πιανότανε να μας διηγηθεί ένα πήδημα του Σωκράτη. Ο Πλάτων είναι ποιητής. Δεν είναι Εμπειρίκος. Είναι ένας επώνυμος μεγάλος και πρώτος στην ιστόρηση της ύπαρξης. Δεν είναι η φιλήδονη μαϊμού στη μεταχείριση της σάρκας.

Το δεύτερο λέει: σπανία δέ. Δηλαδή, αφού το κάνανε μια φορά, θα το ξανακάνουν, αλλά πολύ σπανίως.
Αυτό σημαίνει πως, εάν οι παράνομοι εραστές δίνουνται ο ένας στον άλλο για μια νύχτα κάθε έξι ή δώδεκα μήνες, το τίμημα που πληρώνουν είναι πολύ ακριβό. Ο πόνος, δηλαδή, και η οδύνη από τη στέρηση και το βασανισμό που γιομίζει τα χάσματα της απουσίας από τη μία έως την άλλη φορά, είναι πολύ μεγαλύτερος από τη χαρά που χαίρουνται, όταν πολύ σπανίως χαρίζουνται ο ένας στον άλλο.

Εδώ έχουμε μια καίρια στιγμή της διήγησης. Γιατί προσδιορίζει την ανθρωπιά και την ελευθερία της ελληνικής αρετής. Τη σπανιότητα δηλαδή του νά 'σαι και να μένεις άνθρωπος, χωρίς να παραβιάζουνται ούτε τα όρια των νόμων της φύσης ούτε τα όρια των νόμων των ανθρώπων. Είναι ένα ακόμη νοητικό παράδειγμα, όπου εφαρμόζεται η θεωρία της απροσδιοριστίας του Χάιζενμπεργκ.
Σύμφωνα με το πνεύμα του Σωκράτη εδώ, το νά 'σαι και να μένεις άνθρωπος δηλώνει ότι δεν κρεουργείς το φυσικό της ανθρώπινης ύπαρξης με διαταγές-γιαταγάνια του τύπου «ου μοιχεύσεις» των εβραίων. Το «ου μοιχεύσεις» απεργάζεται καταπίεση, απωθήσεις, νευρώσεις, τροπές διαστροφές, το ξερίζωμα του φυσικού ελιξήριου, την καταχέρσωση του ψυχικού τοπίου, την ερωτική τερατογένεση και τερατουργία, και όχι μόνο.
Μία Βαστίλλη χτίζει για σένα και για τους άλλους, όπου φυλακίζεται το κελαηδητό του βίου μας μέσα στα βάσανα και τη βία του.
Η οδηγία αρετής του ελληνικού τρόπου, όπως την καταθέτει ο Πλάτων σ' αυτές τις τρεις παραγράφους του Φαίδρου, μας λέει:
Να χαίρεσαι τη ζωή σου τη σύντομη και την ανεπίστροφη. Αλλά μέσα στο ρυθμό και την τάξη. Φυσική και ελεύθερη, να κρατάς την εμορφιά των παθών, ένα κύπελλο στο χέρι σου από αγνό ασήμι. Αλλά με γνώση και με πειθαρχία. Εκείνο που θα σε κρίνει δεν είναι η ηθική σου πτώση, αλλά η βούληση για δύναμη που θα βρίσκει το δρόμο να σε ανεβάζει ξανά στην καθαρή σου αρχικότητα.

Από το Α έως το Ω: Ευγένιος Τριβιζάς. Της Ιωάννας Μπλάτσου. Η επιλογή έγινε από τον Επικούρειο Πέπο.

Ποιητής, παραμυθάς, θεατρικός συγγραφέας, παιδαγωγός, διδάκτωρ Εγκληματολογίας στο πανεπιστήμιο του Ρέντινγκ, η προσπάθεια αποτίμησης του έργου του Ευγένιου Τριβιζά ακυρώνεται από το ίδιο το μέγεθος και την αξία του. Ας αφεθούμε στην παραμυθένια, παραβολική αφήγησή του που δεν φοβάται ούτε τους δράκους («Δράκους χρειάζονται αυτοί που μας κυβερνούν για να αυξάνουν τη δύναμη και τον έλεγχό τους πάνω μας») ούτε τα σκοτάδια («Αρκεί μια πυγολαμπίδα για να τα καταργήσει»).

Αταξίες: «Αχ μικρή Λουίζα,
γιατί έβαλες το δάκτυλο στην πρίζα;
Εσύ κορίτσι με αξία
γιατί έκανες τέτοια αταξία
και παραλίγο να πάθεις
ηλεκτροπληξία;

Μάθημα ας γίνει αυτό
σε όλες τις Λουίζες
να μην αγγίζουν πρίζες!

Αν θέλουν να πραγματοποιήσουν
τις πιο τρελές φιλοδοξίες,
πρέπει να αποφεύγουν
τις ηλεκτροπληξίες!»

Βαλίτσα: «Λόγω του ότι ταξιδεύω πολύ συχνά, χρόνια τώρα προσπαθώ να ανακαλύψω το ελαφρίδι (το αντίθετο από το βαρίδι). Το ελαφρίδι θα τα κάνει όλα ανάλαφρα. Θα βάζω ένα-δύο ελαφρίδια στη βαλίτσα μου και θα τη σηκώνω με μεγάλη ευκολία».
Γεννήθηκα: «Δεν γεννήθηκα στο Περού, αλλά ούτε στην Παραγουάη. Ο παππούς μου δεν ήταν ένας κοκκινομάλλης παραγεμιστής μαξιλαριών από τον Άγιο Δομίνικο και η γιαγιά μου δεν ήταν ούτε κόρη ενός Ουσάρου αξιωματικού του ρωσικού ιππικού, ούτε η μικρότερη ανιψιά ενός Βεδουίνου χηνοβοσκού από το Χαρτούμ. Απ' ό,τι θυμάμαι, νομίζω ότι γεννήθηκα στη Χώρα των Χαμένων Χαρταετών απέναντι από ένα ψιλικατζίδικο που επιδιορθώνει κούκους ρολογιών».
Δράκος: «Όταν άκουγα τα πρώτα μου παραμύθια, συμπαθούσα τους δράκους. Λυπόμουν όταν αλαζονικοί πρίγκιπες τούς σκότωναν για να κατακτούν πριγκίπισσες. Πίστευα ότι ήταν θύματα μιας μεγάλης αδικίας και με ενοχλούσε το γεγονός όταν τα περιχαρή ζευγάρια έκτιζαν την ευτυχία τους πάνω στο πτώμα ενός άτυχου πλάσματος. Θαυμάζουμε, καμαρώνουμε και προστατεύουμε τα άγρια ζώα χωρίς να θεωρούμε το διαιτολόγιό τους αιτία για να τα εξοντώνουμε. Εφόσον θεωρούμε φυσικό για ένα λιοντάρι να κατασπαράζει ζαρκάδια, γιατί να μη δείχνουμε την ίδια κατανόηση και στην περίπτωση ενός δράκου που λιγουρεύεται πριγκίπισσες; Αργότερα κατάλαβα για ποιο λόγο όχι μόνο χρειαζόμαστε, αλλά πολλές φορές εκτρέφουμε συστηματικά στις κοινωνίες μας δράκους. Τους δράκους δεν τους χρειάζονται μόνο οι πρίγκιπες για να εντυπωσιάζουν με παράτολμα ανδραγαθήματα τρομοκρατημένες πριγκίπισσες. Δράκους χρειάζονται οι πολιτικοί για να αποσπούν την προσοχή μας από τα δικά τους καταστροφικά σφάλματα. Δράκους χρειάζονται τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης για να αυξάνουν την ακροαματικότητα και τις πωλήσεις τους. Δράκους χρειάζονται πάνω απ' όλα, αυτοί που μας κυβερνούν για να τους επισείουν ως φόβητρα και να αυξάνουν τη δύναμη και τον έλεγχό τους πάνω μας. Δράκους χρειαζόμαστε κι εμείς για να απολαμβάνουμε μια αίσθηση ηθικής ανωτερότητας και να διασκεδάζουμε τη σφαγή τους. Όσο πιο πολύ πολεμάμε τους δράκους, τόσο περισσότερο κινδυνεύουμε να γίνουμε εμείς οι ίδιοι δράκοι. Αν δεν έχουμε γίνει ήδη...».
Ελπίδα: «Όλα είναι δυνατά, πάντα υπάρχει ελπίδα. Τα φρούτα μπορούν να απαλλαγούν από τους μανάβηδες που τα δυναστεύουν, οι μαύρες γάτες από τους ρατσιστές που είναι αποφασισμένοι να τις εξολοθρεύσουν και τα σκιάχτρα να φτερουγίσουν σαν τα πουλιά στον ουρανό».
Ζαχαρωτά: «Τα συνιστά ανεπιφύλακτα η Δόνα Τερηδόνα. Αν σας αρέσουν κι εσάς, σας συνιστώ να μεταναστεύσετε σε μία από τις τρεις χώρες που έχω ανακαλύψει, το Λιχουδιστάν, το Κουφέιτ ή τη Χαλβάη ή να σαλπάρετε για τον Ωκεανό του Γαλάζιου Ζελέ. Για καλό και για κακό, πάρτε μαζί σας και ένα αντίτυπο του βιβλίου μου “Ο κύριος Ζαχαρίας και η κυρία Γλυκερία”».
Ήρωες: «Οι ήρωες των βιβλίων μου δε διακρίνονται ούτε για τη μυϊκή τους δύναμη ούτε για την τεχνολογική τους υπεροχή. Δεν είναι κραταιοί και παντοδύναμοι. Είναι, ως επί το πλείστον, ευάλωτοι, εύθραυστοι, αντιμέτωποι με έναν ακατάληπτο κόσμο. Αυτό που επιδιώκουν είναι να ξεπεράσουν τους περιορισμούς της ύπαρξής τους. Ο Τουρτούρι ο χιονάνθρωπος δεν θέλει να λιώσει (“Ο Χιονάνθρωπος και το Κορίτσι”), ο Αχυρούλης το σκιάχτρο ονειρεύεται να πετάξει (“Το Όνειρο του Σκιάχτρου”), το άλογο του σκακιού να καλπάσει σε ένα λιβάδι με τετράφυλλα τριφύλλια (“Οι Δραπέτες της Σκακιέρας”), ο Ιγνάτιος ο ποντικός να φάει μια γάτα (“Ο Ιγνάτιος και η Γάτα”) και ο Θάνος το κολοκυθάκι να δείρει έναν μανάβη (“Φρουτοπία”). Δεν έχει σημασία αν τα καταφέρνουν ή όχι. Σημασία έχει ότι προσπαθούν. Η αδυναμία τους είναι ταυτόχρονα και η δύναμή τους.
Όσο για τις ηρωίδες, κάθε άλλο παρά παθητικές είναι. Δεν περιμένουν από κάποιον πρίγκιπα ή κυνηγό τη λύτρωση, τη δικαίωση και τη λύση των προβλημάτων που αντιμετωπίζουν. Για παράδειγμα, η πριγκίπισσα Ρηνούλα παίρνει στα χέρια τη μοίρα της, αποτινάσσει τα πριγκιπικά της προνόμια και επιλέγει να αυτοδιαχειριστεί την ελευθερία της (“Πλατς Μουτς”), ενώ η Κοκκινομπλουτζινίτσα προσποιείται ότι εντυπωσιάζεται τόσο πολύ από την υποκριτική ικανότητα του λύκου να παριστάνει τη γιαγιά της και τον ενθαρρύνει να γίνει ηθοποιός στο Χόλιγουντ»**.

Θεός: «Κάτι σαν συγγραφέας- αγαπάει όλους τους ήρωές του, καλούς και κακούς, επειδή ο ίδιος τους δημιούργησε και είναι απαραίτητοι για την πλοκή του έργου του».
Ιστορία: «Όπως άλλωστε όλοι
θα ήθελα κι εγώ να έχω
μια δική μου πόλη.
Μια πόλη τόσο δα μικρή
που να χωράει
σε ένα χάρτινο κουτί.

Μια πόλη περιβόλι
χωρίς εξατμίσεις και τσιμέντα
με λουκουμένια σπίτια
και δρόμους από μέντα.

Κι όποτε με ξεκουφαίνουνε
οι κόρνες και τα κομπρεσέρ,
όποτε με καταδιώκουν
νταλίκες και τρακτέρ,
να μπαίνω στο κουτί,
να ζω στην πόλη μου εκεί».

Καθημερινότητα: «Βαρετή και άχαρη, όταν τη βιώνεις επιφανειακά. Κρύβει, όμως, άπειρες παρήγορες στιγμές, οάσεις, μυστικές πτυχές και συναρπαστικές σκηνές που, επειδή είμαστε συνήθως βιαστικοί ή αδιάφοροι, περνούν απαρατήρητες».
Λάθη: «Τα λάθη που κάνω όταν σημειώνω κάτι βιαστικά ή παρατηρώ όταν διορθώνω δοκίμια βιβλίων μου, μού δίνουν ιδέες για ιστορίες. Είχα δει σε ένα τυπογραφικό δοκίμιο τη λέξη “λυκοπατάτες” αντί “γλυκοπατάτες” και αυτό μου έδωσε την έμπνευση για πατάτες που, όταν τις τρως, γίνεσαι λύκος. Μια φορά, αντί να γράψω “Ακαρνανία”, είχα γράψει “Ακαναρινία”, με αποτέλεσμα να εμπνευστώ μια ιστορία που διαδραματίζεται στη Χώρα χωρίς Καναρίνια και μια άλλη φορά, αντί να γράψω “εστιατόριο”, είχα γράψει “εστιαγόριο” που μου έδωσε την ιδέα για ένα εστιατόριο δράκων όπου οι δράκοι παραγγέλνουν και τρώνε αγοράκια».
Μπαούλο: «Τα μπαούλα, ιδίως τα ξεχασμένα σε σκονισμένες σοφίτες, μπορεί να κρύβουν μπαμπούλες, μπορεί όμως να κρύβουν και θησαυρούς. Αν δεν τα ανοίξεις, ποτέ δε θα το μάθεις. Εγώ, ας πούμε, μια φορά άνοιξα ένα μπαούλο που φοβόμουνα ότι περιείχε μπαμπούλα και βγήκε από μέσα μια μπαλαρίνα».
Ντολμαδάκια: «Όταν κυκλοφόρησαν “Τα 88 Ντολμαδάκια”, μερικές νοικοκυρές αγόραζαν κατά λάθος το βιβλίο πιστεύοντας ότι περιλαμβάνει συνταγές για ντολμαδάκια. Άλλες νοικοκυρές, πάλι, μου έστελναν ντολμαδάκια σε τάπερ. Ένα από αυτά, μάλιστα, το είχαν στείλει στο τηλεοπτικό στούντιο κατά τη διάρκεια μιας συνέντευξής μου με τον Βασίλη Βασιλικό. Πρόκειται για μία από τις σπάνιες περιπτώσεις βιβλίου που εμπνέει τους αναγνώστες να συμβάλλουν απευθείας στη διατροφή του συγγραφέα».
Ξαφνιάζομαι: «Ξαφνιάζομαι κάθε φορά που ένας κοκκινογένης πειρατής πηδάει από το παράθυρο του γραφείου μου. Ξαφνιάζομαι όταν ένα ιπτάμενο κρουασάν από τον Κρόνο προσγειώνεται στον κήπο μου. Ξαφνιάζομαι ακόμα όταν μια γαλάζια φάλαινα με καταπίνει την ώρα που κολυμπάω στον Ωκεανό των Γιασεμιών».
Ουράνιο τόξο: «Ακόμα αναζητώ το όγδοο χρώμα του».
Παιχνίδια: «Δύο ήταν τα αγαπημένα μου παιχνίδια. Ένας ακροβάτης που, όταν πίεζες έναν μοχλό, έκανε τούμπες. Δυστυχώς, χάθηκε. Ίσως να τον κλέψανε, μπορεί να έφυγε μόνος του και να κάνει τώρα τούμπες σε κάποιο μυστικό τσίρκο στη Χώρα των Χαμένων Παιχνιδιών. Το δεύτερο ακόμα υπάρχει. Είναι ένα μουσικό ανθρωπάκι με κίτρινο σκούφο και μπέρτα και τα γόνατα διπλωμένα κάτω από τα χέρια του - που κρύβει στην καρδιά του μια μικρή μουσική. Όταν το κουνάς, ηχεί ένα καμπανάκι. Ξέρω ότι το κυνηγούν οι δράκοι της σιωπής. Γι' αυτό μόνο με κλειστά παράθυρα και κλειδωμένες πόρτες επιτρέπεται να το κουνάω».
Ρομπότ: «Τα προϊόντα που παράγει μαζικά το εκπαιδευτικό μας σύστημα».
Σκοτάδι: «Αρκεί μια πυγολαμπίδα για να το καταργήσει».
Ταυτότητα: «Αγαπημένη ξένη γλώσσα: Σοκολατινικά.
Αγαπημένο μεταφορικό μέσο: Ιπτάμενος ανεμόμυλος.
Αγαπημένο χρώμα: Το χρώμα των κυκλάμινων στο φεγγαρόφωτο.
Αγαπημένο ποτό: Βυσσινάδα με παγάκια από δροσοσταλίδες.
Αγαπημένο άθλημα: Ποδοσφαιροφώσφορο (παίζεται τα βράδια με ένα τόπι που φωσφορίζει)».

Υπνος: «Για έναν ευχάριστο ύπνο, φοράω συνήθως πιτζάμες στο χρώμα του φεγγαριού με μοβ ρίγες και τσέπες γεμάτες νυχτολούλουδα. Βοηθάει, επίσης, και ένα μυστικό ονειροδρόμιο στο κομοδίνο μου στο οποίο προσγειώνονται κάθε βράδυ ιπτάμενες μηλόπιτες και ηλιοπεταλούδες».
Φόβοι: «Δε με νοιάζει τίποτα εκτός από τους τουνελόδρακους, τα φερμουαρόφιδα, τους ηφαιστειόσαυρους και τις ανθρωποφάγες μπανιέρες».
Χαρτοπόλεμος: «Ένα κοριτσάκι, μετά από μια εκδήλωση στον ΙΑΝΟ, μού χάρισε μια φούχτα χαρτοπόλεμο με μια συλλαβή γραμμένη σε κάθε μικροσκοπικό κομματάκι. Μου ψιθύρισε στο αυτί ότι, αν τοποθετήσω τα κομματάκια προσεκτικά στη σωστή σειρά, σύμφωνα με τα χρώματα του ουράνιου τόξου, θα μπορέσω να διαβάσω τι μου έγραφε».
Ψηφίζω: «Αψηφώ».
Ωρα να…: «Έφτασε η ώρα να συζητήσουμε
όλοι μαζί, παρέα,
θέματα βαθυστόχαστα, σπουδαία!
- Γιατί λιγοστεύουνε τα καναρίνια;
- Γιατί όταν λυχνάρια τρίβεις
δε βγαίνουνε πια τζίνια;
- Γιατί πέφτουν ένα ένα
στις λάσπες τα ιπτάμενα χαλιά;
- Γιατί δεν καρπίζει πια
η χρυσή η μουσμουλιά;
Και το πιο σπουδαίο
απ' όλα ακόμα:
- Πώς να δώσουμε ξανά
στον χρόνο, χρώμα!».

* INFO: «Η τελευταία μαύρη γάτα»: ΘΕΑΤΡΟ ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΧΟΡΝ, «Η Δόνα Τερηδόνα και το μυστικό της γαμήλιας τούρτας»: ΠΑΡΑΜΥΘΟΧΩΡΑ, «Το όνειρο του σκιάχτρου»: ΘΕΑΤΡΟ ΟΛΥΜΠΙΟΝ, Θεσσαλονίκη.
• Μόλις κυκλοφόρησε, σε συνεργασία με τον Παναγιώτη Ράππα, το πρώτο e-book του Ευγένιου Τριβιζά με τίτλο «Το Ποπ Κορν που έγινε Ποπ Σταρ» από την εταιρεία Ever After Tales (διαθέσιμο στο Apple Store και Google play).
• Βιβλία του Ευγένιου Τριβιζά που θα κυκλοφορήσουν το επόμενο χρονικό διάστημα:
_ «Το αυγό που δε σπάει ποτέ», εκδόσεις Ψυχογιός
_ «Όπου φύγει, φύγει!», εκδόσεις Ίκαρος
_ «Το κουμπί που κρύωνε», εκδόσεις Καρυδάκη
_ «Το σάντουιτς του γίγαντα», εκδόσεις Διάπλαση
_ «Το πιο όμορφο κυκνάκι», εκδόσεις Διάπλαση
_ «Ο άνθρωπος που αγόρασε τον ουρανό», εκδόσεις Μίνωας


Διαβάστε τη συνέντευξη, ακούγοντας πέντε αγαπημένα τραγούδια του Ευγένιου Τριβιζά:

- «Dueto buffo di due gati», Gioacchino Rossini
- «Μίλα μου για μήλα», Σταύρου Παπασταύρου
- «The Roses Of Success», Sherman Brothers (“Chitty Chitty Bang Bang” soundtrack)
- «Το τραγούδι του ωραίου αρουραίου», Γιώργου Κουρουπού (από την όπερα «Οι δραπέτες της σκακιέρας», Ορχήστρα των Χρωμάτων)
- «Πάρε με να φύγουμε», Γιώργου Κουρουπού (από την όπερα «Οι δραπέτες της σκακιέρας», Ορχήστρα των Χρωμάτων)
** Η Κοκκινομπλουτζινίτσα ανέβηκε τη σκάλα και προχώρησε στην κάμαρα της γιαγιάς. Εκεί στο λυκόφως, είδε τη γιαγιά ξαπλωμένη στο κρεβάτι. Της φάνηκε κάπως αλλιώτικη.

- Δε μου λες, γιαγιά, γιατί έχεις τόσο μεγάλα μάτια; ρώτησε.

- Έβαλα λίγο παραπάνω μέικ απ απ'  ό,τι έπρεπε, παιδί μου!

- Και γιατί έχεις τόσο μεγάλα αυτιά;

- Ξεχειλώσανε επειδή μου αρέσει να φοράω βαριά σκουλαρίκια!

- Και γιατί έχεις τόσο μεγάλα δόντια;

- Για να σε τραγανίσω πιο καλά, παιδί μου. Δεν είμαι η γιαγιά σου! Στραβομάρα έχεις; Λύκος είμαι!

- Σοβαρολογείς;

- Ποτέ μου δε μίλησα πιο σοβαρά!

- Τς! Τς! Τς! Καταπληκτικό!

- Τι εννοείς «καταπληκτικό»;

- Εσύ, παιδί μου, έχεις σπάνιο υποκριτικό ταλέντο. Χαραμίζεσαι να τρως γιαγιάδες.

 
Ηθοποιός πρέπει να γίνεις! Παίζεις το ρόλο της γιαγιάς άψογα. Από ποια δραματική σχολή αποφοίτησες;

- Αυτοδίδακτος είμαι!  Αλλά βέβαια δεν μπορώ να πω, έχω εμφανιστεί και στη σκηνή. Όταν ήμουν λυκόπουλο, είχα παίξει τον Λυκούργο σε μια παράσταση στο λύκειο. Μια άλλη φορά έπαιξα τον Ελύκο τον Όγδοο, αλλά δυστυχώς μετά την πρεμιέρα έφαγα όλους τους κριτικούς.

Ποτέ δε μου το συγχωρέσανε οι συνάδελφοί τους. Μήπως θέλεις ένα αυτόγραφο;

- Ασφαλώς! Για φαντάσου! Ούτε που υποψιάστηκα ότι δεν είσαι η γιαγιά μου! Εσύ, παιδί μου, με έναν καλό σκηνοθέτη θα μπορούσες να σαρώσεις όλα τα Όσκαρ.
(απόσπασμα από την «Κοκκινομπλουτζινίτσα»)

Πηγή: ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ

11.11.17

ΟΙΝΟΠΟΙΕΙΟ ΠΑΝΑΓΙΩΤΑΣ ΧΑΣΙΩΤΗ ΣΤΟ ΚΟΡΩΠΙ ΚΥΠΡΟΥ 14

Μια χήρα πούλαγε κρασί
και μας δανείζει στάρι
Μες στο κρασί ρίχνει νερό
στο στάρι ρίχνει βρώμη
Γιατί χήρα γιατί νερώνεις το κρασί
στο στάρι ρίχνεις βρώμη;
Έχω κόρη για παντρειά
θέλει να κάνει προίκα.

https://www.youtube.com/watch?v=QDUpJYTU620
Φίλες και φίλοι καλησπέρα σήμερα θα σας παρουσιάσω κάτι πολύ σπάνιο, κάτι που δυστυχώς σιγά σιγά αρχίζει να σβήνει ακόμα και στις περιοχές που ήταν το σήμα κατατεθέν, μιλάω για τις περιοχές της Ανατολικής Αττικής τα γνωστά σε όλους Μεσόγεια. Με τον Φιλοκτήτη επισκέφθηκα την κόρη της χήρας που πούλαγε κρασί και την ρώτησα αν όντως αληθεύει πως η μητέρα της ήταν αυτή που αναφέρει το γνωστό τραγούδι. Η πάντα χαμογελαστή κ. Παναγιώτα αφού μας πρόσφερε να δοκιμάσουμε λευκό, ροζέ, και κόκκινο μας είπε πως η μητέρα της δεν ήταν δυνατόν να νερώσει το κρασί γιατί όταν λέμε κρασί εννοούμε νερωμένο οίνο, νερό έριχνε στον οίνο προκειμένου να τον κάνει κρασί!!!!!! Πάντα βέβαια την ποσότητα που έπρεπε και την περίοδο που έπρεπε. Αμέσως μετά μας ξενάγησε στο καταπληκτικό οινοποιείο, μείναμε κατενθουσιασμένοι από την καθαριότητα του χώρου, την περιποίηση των βαρελιών, την καλοσύνη και την ευγένεια της κ. Παναγιώτας και κυρίως για την ονοματοδοσία των βαρελιών. Τα βαρέλια ήταν σαν μπαλαρίνες των μπολσό'ι', ήταν έτοιμα να λάβουν μέρος στον χορό προς τιμήν του Διόνυσου. Τον χορό έσερναν οι 9 Μούσες με τον Βάκχο να κρατάει τη Λύρα και τον Αυλό, ακολουθούσαν Θεοί, και Ήρωες. Άραγε η κόρη της κ, Παναγιώτας η οποία έχει σπουδάσει οινολόγος θα συνεχίσει να κάνει αυτό που κάνουν οι γονείς της; Θα συνεχίσει να το κάνει με τον ίδιο ζήλο; Από καρδιάς της το ευχόμαστε γιατί όταν αυτοί οι χώροι σβήνουν χάνονται και οι μνήμες του τόπου. Φίλες και φίλοι προτιμάτε αυτά τα οικογενειακά οινοποιεία όπου τα βρίσκετε ώστε να συνεχίσουν να υπάρχουν. Το συγκεκριμένο οινοποιείο βρίσκεται στην οδό ΚΥΠΡΟΥ 14 στο ΚΟΡΩΠΙ. Θαυμάστε τώρα τις φωτογραφίες με τα βαρέλια-μπαλαρίνες. Σας χαιρετώ. Με σεβασμό και Επικούρεια-Διονυσιακή διάθεση ο Επικούρειος Πέπος.









Η κ. Παναγιώτα επί το έργον.















Η επιμέλεια της ανάρτησης έγινε από τον Πεπέ, τις φωτογραφίες πήρε ο Fuji Tomo Kazu. Στην υγειά σας βρε παιδιά.

8.11.17

ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΣΤΑΜΟΣ Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ, Ο ΔΑΣΚΑΛΟΣ, Ο ΦΙΛΟΣΟΦΟΣ, Ο ΠΟΙΗΤΗΣ

Γιατρέ Τάσο Λειβαδίτη σ' ευχαριστώ που μου μίλησες γι' αυτόν τον υπέροχο άνθρωπο.

Άρθρο ΒΙΒΛΙΟΚΡΙΣΙΕΣ (Από την εφημερίδα «ΑΠΟΦΑΣΗ» 11/6/2005)
:Κριτική για το βιβλίο του Παναγιώτη Στάμου «Ενδοχώρα της ανάγκης», εκδ. Γαβριηλίδης 2004, σσ. 84Του Σαράντου Ι. Καργάκου
Δεν υπάρχει μεγαλύτερη χαρά για έναν μελετητή της λογοτεχνίας από το να ανακαλύπτει μια σχεδόν άγνωστη φωνή, μια σχεδόν άγνωστη γραφίδα. Πόσοι γνωρίζουν τον ποιητή Παναγιώτη Στάμο; Δυστυχώς, στην Ελλάδα του πολιτισμού και με πρωθυπουργό στο υπουργείο Πολιτισμού στο χώρο των γραμμάτων προωθούνται φρόκαλα. Κι όμως, τολμώ να πω ότι ο κ. Παν. Στάμος είναι από τις πιο σφριγηλές μορφές της λογοτεχνίας μας. Δεν είναι ότι ξέρει να πει (ο άνθρωπος ξέρει γράμματα, πολλά γράμματα) αυτό που θέλει να πει. Το σημαντικό είναι πως έχει κάτι να πει. Και σ’ αυτό το «κάτι» ενοικούν πολλά.
Προ πολλών ετών, το 1983, είχα διαβάσει ένα μικρό βιβλίο του με τίτλο «Λόγος ανθηρός χειρονομηθείς». Ήταν η εποχή που το ΠΑΣΟΚ ολοκλήρωνε την καταστροφή του γλωσσικού μας οικοδομήματος που άρχισε η Ν.Δ. Εκτίμησα τη λεξιτεχνία, τη φραστική δεξιοτεχνία του συγγραφέα, τη λεπτή και καυστική του ειρωνεία.

Έκτοτε δεν είδα άλλα δείγματα γραφής. Και ξαφνικά, στην πανέμορφη Λιβαδειά, στο βιβλιοπωλείο του Νίκου Λαμπρόπουλου, που είναι άντρο φιλοξενίας, έπεσαν στα χέρια μου τρεις ποιητικές συλλογές. Με την ανάγνωση των πρώτων στίχων ένιωσα ότι έπεσα σε ποιητικό μεταλλείο χρυσού. Μια δεύτερη ανάγνωση έφερε στη μνήμη μου τον τεχνίτη που το 1983 χρησιμοποιούσε τη γλώσσα όπως ο επιδέξιος ξιφομάχος το ξίφος. «Αδήλων όψις» (από τις εκδόσεις «Λωτός» η μία συλλογή που κυκλοφορήθηκε το 1993). Δυο φράσεις για πρώτη γεύση: «Ιδού η απάντηση: γιατί δεν προοδεύουν τα όνειρα;» Και να το θέσω κι εγώ σαν ερώτημα: «Η πρόοδος είναι προϊόν δειλίας» και «Ο άνθρωπος προχωρεί επειδή δεν χωράει πουθενά». Ο λόγος της συλλογής αυτής είναι βέβαια πεζός, αλλά υποδορίως ποιητικός. Είναι στοχασμοί ενός ποιητή που καταγράφονται υπό μορφή πεζού κειμένου.
Η δεύτερη συλλογή, του 1998, βγαλμένη πάλι από τον «Λωτό» είναι περισσότερο ποιητική, αλλά κεραυνοβολική: «Το ελληνικόν μέτρον είναι το πένθος του λόγου» (σ. 65), «Η λευκή Χιροσίμα δεν μπορεί ούτε καν να δακρύσει» (σ. 40), «Κληρονόμος της στιγμής η αιωνιότητα», «Όταν βελάζει το αρνί / ο Θεός έχει γενέθλια / αμφιτρύων ο Λύκος»!
Η τρίτη συλλογή, τυπωμένη κι αυτή στο πολυτονικό όπως κι οι άλλες, η «Ενδοχώρα της ανάγκης», είναι ευρείας εμβελείας ποιητική σύνθεση, χωρίς να λείπουν οι μεμονωμένοι καταπελτικοί, καταπληκτικοί στίχοι. Ένα δείγμα: «Αγαπάτε καταλλήλους»! Στη συλλογή αυτή ο Παναγιώτης Στάμος, χάρη στην καλλιτεχνική ευαισθησία που διακρίνει τις εκδόσεις Γαβριηλίδη, εκμεταλλεύεται όλη την τεχνική της τυπογραφίας, τα κενά, τα χάσματα, τα αραιώματα, για να δώσει αναγνωστικά και οπτικά το ποιητικό του απόθεμα, που αναβλύζει από μέσα του πλούσιο σε αισθήματα, νοήματα, φραστικά σχήματα: «σαν παλίμψηστη πληγή / στην αραχνιασμένη μυλόπετρα της προσδοκίας» (σ. 26). Η βαθιά αρχαιομάθεια βοηθά τον Στάμο όχι να πάει στο χθες, αλλά να στέκεται στο σήμερα και να συλλαμβάνει προβλήματα που θα ζήσουμε αύριο: «Βραδιάζει ο πόνος» (σ. 68). Και το βιβλίο κλείνει με μια σαγήνη που δεν οφείλεται στο λεκτικό παιχνίδι. Πρόκειται για την ενδοχώρα της ανάγκης: «Για τα λίγα ψίχουλα της άσπρης μέρας» (σ. 81).

Ο Παναγιώτης Δ. Στάμος γεννήθηκε στον Ελικώνα Βοιωτίας το 1939, πρωτότοκος γιος του Δήμου και της Τριαναταφυλλιάς. Εκεί, στο Ζερίκι, έμαθε τα πρώτα του γράμματα, ενώ κατά τη διάρκεια του εμφυλίου, το 1946, εγκαταστάθηκε οικογενειακώς στη Λιβαδειά, όπου και τέλειωσε το τότε εξατάξιο Γυμνάσιο Αρρένων.

Μετά από 5 χρόνια αποφοίτησης από το Γυμνάσιο, το 1961, έδωσε εξετάσεις και πέρασε με άνεση στη Νομική Σχολή Αθηνών, από την οποία μετά από δύο χρόνια μετεπήδησε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Αποφοίτησε το 1970. Για λόγους βιοπορισμού, στη διάρκεια της φοίτησης, πολλές φορές αναγκάστηκε να εργαστεί στη Γερμανία. Εργάστηκε για ενάμισυ χρόνο στο Βούπερταλ της Γερμανίας, και αφού επέστρεψε εξέτισε το στρατιωτικό του.

Το 1971 προσλήφθηκε στη Γερμανική Σχολή Αθηνών, όπου για 30 χρόνια διετέλεσε Καθηγητής, Γυμνασιάρχης και Λυκειάρχης.

Το 1983 πρωτοδημοσίευσε το πεζό "Λόγος ανθηρός χειρονομηθείς". Μετά από 8χρονη απουσία του από τον εκδοτικό χώρο, επανεμφανίζεται το 1991 με τη ποιητική του συλλογή "Κυοφορία Σιωπής", και έκτοτε μέχρι και το 2009 συνεχίζει να κάνει αισθητή τη συγγραφική του παρουσία.