Life for Life
"Το θαύμα δεν είναι πουθενά
παρά κυκλοφορεί μέσα
στις φλέβες του ανθρώπου!!!"


"Στης σκέψης τα γυρίσματα μ’ έκανε να σταθώ
ιδέα περιπλάνησης σε όμορφο βουνό.
Έτσι μια μέρα το ’φερε κι εμέ να γυροφέρει
τ’ άτι το γοργοκίνητο στου Γοργογυριού τα μέρη !!!"


ΣΤΗΝ ΑΥΛΗ ΜΑΣ
Εμείς στο χωριό μας έχουμε ακόμα αυλές. Εκεί μαζευόμαστε, αμπελοφιλοσοφούμε,
καλαμπουρίζουμε, ψιλοτσακωνόμαστε μέχρι τις... πρώτες πρωινές ώρες! Κοπιάστε ν' αράξουμε!!!
-Aναζητείστε το"Ποίημα για το Γοργογύρι " στο τέλος της σελίδας.

15.1.21

ΕΙΚΟΣΤΟ ΤΡΙΤΟ ΜΕΡΟΣ ΔΙΟΝΥΣΙΑ ΚΑΙ ΕΠΙΚΟΥΡΟΣ Η Μυρτώ φτάνει στο ΓΟΧΑΝΕΣΜΠΟΥΡΓΚ αναζητώντας την DENISE.


ΕΙΚΟΣΤΟ ΤΡΙΤΟ ΜΕΡΟΣ

Τη σημερινή αφήγηση θα την ξεκινήσω με ένα σχόλιο για τον πατέρα Ευθύμιο εκ Λήμνου, τον ευλογημένο φίλο του Επίκουρου, τον μεγαλύτερο ψαρά της Λήμνου. Ο πατέρας Ευθύμιος επικοινώνησε χθες με το φιλαράκι του και τον ρώτησε αν τα γεγονότα που αναφέρει είναι όλα πραγματικά γιατί, η γυναίκα του η Βαγγελιώ έχει συγκινηθεί πάρα πολύ από την αφήγηση της ιστορίας των διδύμων και είχε κάποιες απορίες. Ο Επίκουρος εξεπλάγην για μία ακόμη φορά γιατί όπως είχε αναφέρει στο πρώτο μέρος αυτής της συγκλονιστικής ιστορίας, ήταν πασιφανές πως είναι αληθινή. Πως θα ήταν δυνατόν άλλωστε να μην είναι αληθή τα γεγονότα; Είναι δυνατόν όλα αυτά να είναι γεννήματα της φαντασίας του Επίκουρου; Αν ήταν έτσι τότε θα μιλάγαμε για έναν μέγιστο λογοτέχνη, μακάρι ο Επίκουρος να είχε αυτά τα φτερά στη φαντασία του. Αγαπητέ φίλε πατέρα Ευθύμιε ως αφηγητής σας βεβαιώ πως πρόκειται για μία αληθινή ιστορία, πιο αληθινή δεν γίνεται. Εδώ κλείνω αυτή την παρένθεση και ελπίζω πως ο καλός φίλος του Επίκουρου να ικανοποιήθηκε με την απάντηση που έλαβε. Επίσης και η καταπληκτική Βαγγελιώ να συνεχίσει να διαβάζει τις συνέχειες αυτής τις ιστορίας γιατί αυτά που ακολουθούν είναι απίστευτα κι όμως αληθινά. Ο Επίκουρος κατανοεί τις όποιες απορίες υπάρχουν γιατί όλα αυτά που έζησε φαντάζουν σαν σενάριο επιστημονικής φαντασίας, αλλά αυτά που περιγράφει και που έχω εγώ τη χαρά και την τιμή να σας αφηγούμαι είναι είναι όλα αλήθεια.

Ας αφήσουμε τον πατέρα Ευθύμιο να πάει τη βόλτα του με την Μαρύλια και τον μικρό Ευθύμη και ας επιστρέψουμε στην Μυρτώ που βρίσκεται στον αέρα ταξιδεύοντας προς τη Νότια Αφρική. Ήτα η πρώτη φορά που επισκεπτόταν αυτή τη χώρα και άρχισε να διαβάζει την ιστορία της, πάντα το έκανε αυτό, όταν επρόκειτο να επισκεφθεί κάποια χώρα διάβαζε για την ιστορία της, ήθελε να γνωρίζει κάποια πράγματα που θα την βοηθούσαν να κατανοήσει τους κατοίκους αυτής της χώρας και τις συμπεριφορές τους. Ακολουθεί ένα μικρό απόσπασμα από την ιστορία της Ν.Α.

Η Νότια Αφρική, επίσημα Δημοκρατία της Νότιας Αφρικής είναι χώρα που τοποθετείται γεωγραφικά στο νότιο άκρο της αφρικανικής ηπείρου. Έχει πληθυσμό 59.622.350 κατοίκους σύμφωνα με επίσημη εκτίμηση για το 2020. Συνορεύει με τις χώρες: Ναμίμπια, Μποτσουάνα, Ζιμπάμπουε, Μοζαμβίκη και Εσουατίνι καθώς και με το Λεσότο που είναι περίκλειστο έδαφος, περιβαλλόμενο πανταχόθεν από περιοχές της Νότιας Αφρικής. Οι φυλετικές διαμάχες της λευκής μειονότητας με τη μαύρη πλειοψηφία έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην ιστορία και την πολιτική της Νότιας Αφρικής, ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά στο απαρτχάιντ, που θεσμοθετήθηκε το 1948 από το Νοτιοαφρικανικό Εθνικό Κόμμα, αν και οι φυλετικές διακρίσεις προϋπήρχαν. Οι νόμοι που καθόρισαν το απαρτχάιντ ως εσωτερική πολιτική του κράτους άρχισαν να φθίνουν το 1990, μετά από μακρό και βίαιο αγώνα της μαύρης πλειοψηφίας και ορισμένων, λευκών (π.χ. Αντρέ Μπρινκ και Λευκή Ξερή Εποχή) έγχρωμων και Ινδών Νοτιοαφρικανών Το 1487, ο Πορτογάλος εξερευνητής Βαρθολομαίος Ντιάζ ηγήθηκε της πρώτης Ευρωπαϊκής αποστολής που έφτασε στη νότια Αφρική. Τις 4 Δεκεμβρίου, έφτασε στον κόλπο Βάλφις, στη σημερινή Ναμίμπια, όπου είχε φτάσει το 1485 ο προκάτοχός του, ο Πορτογάλος Ντιόγο Σιάο. Ο Ντιάζ συνέχισε νοτιότερα, αλλά μια καταιγίδα τον ανάγκασε να απομακρυνθεί από την ακτή, με αποτέλεσμα να περάσει το νοτιότερο σημείο της Αφρικής χωρίς να το δει, με αποτέλεσμα να φτάσει στις ανατολικές ακτές της Νότιας Αφρικής. Στην επιστροφή του είδε το ακρωτήριο, το οποίο ονόμασε αρχικά ακρωτήριο των Καταιγίδων, αλλά ο βασιλιάς Ιωάννης Β΄ το ονόμασε Ακρωτήριο της Καλής Ελπίδας, λόγω του πλούτου που κέρδισε η Πορτογαλία από τις ανατολικές Ινδίες.

Στις αρχές του 17ου αιώνα, η ναυτική δύναμη της Πορτογαλίας άρχισε να φθίνει, και οι Άγγλοι και οι Ολλανδοί προσπάθησαν να πάρουν τη θέση της Πορτογαλίας στο εμπόριο μπαχαρικών.[17] Αρχικά, η Βρετανική Εταιρεία Ανατολικών Ινδιών χρησιμοποίησε το Ακρωτήριο ως λιμάνι, αλλά προτίμησε αργότερα τη νήσο Αναλήψεως και τη νήσο της Αγίας Ελένης.[18] Το 1652, ο Γιαν φαν Ρίμπεεκ δημιούργησε σταθμό ανεφοδιασμού στο ακρωτήριο της Καλής Ελπίδας για λογαριασμό της Ολλανδικής Εταιρείας Ανατολικών Ινδιών, ο οποίος εξελίχθηκε στο Κέιπ Τάουν. To 1795, οι Βρετανοί κατέλαβαν την αποικία του Ακρωτηρίου, αλλά την επέστρεψαν στους Ολλανδούς το 1803 για να την ανακαταλάβουν το 1806. Μερικά χρόνια αργότερα, οι Ολλανδοί (Μπόερς) αποχώρησαν και ίδρυσαν το Ελεύθερο Κράτος της Οράγγης και το Τράνσβααλ. Παράλληλα, οι Ζουλού, υπό τη ηγεσία του Σάκα κατέκτησαν το 1816-1826 το μεγαλύτερο τμήμα της Νότιας Αφρικής.
Η ανακάλυψη διαμαντιών το 1867 και χρυσού το 1884 στην ενδοχώρα οδήγησε σε οικονομική ανάπτυξη και μετανάστευση. Αυτό εντατικοποίησε τις προσπάθειες ελέγχου των πλουτοπαραγωγικών περιοχών.[21] Το 1879, οι Βρετανοί νικήσαν τους Ζουλού, παρά την ήττα τους στη μάχη του Ισαντλβάνα. Το 1880-81, οι Μπόερς νίκησαν τους Βρετανούς, οι οποίοι αναγκάστηκαν να αναγνωρίσουν την ανεξαρτησία του Τράνσβααλ. Το 1886 ανακαλύφθηκε χρυσός στο Τράνσβααλ. Το 1899 άρχισε ο Δεύτερος Πόλεμος των Μπόερς, ο οποίος έληξε το 1902 με ήττα των Μπόερς.

To 1910 δημιουργήθηκε η Ένωση της Νότιας Αφρικής, αποτελούμενη από τις αποικίες του Ακρωτηρίου, του Νατάλ, το Τράνσβααλ και το Ελεύθερο Κράτος της Οράγγης.[22] Το 1931, με το θέσπισμα του Γουέστμιστερ, η Ένωση της Νότιας Αφρικής έγινε ανεξάρτητη από το Ηνωμένο Βασίλειο. Το 1948, το Εθνικό Κόμμα υιοθέτησε την τακτική του απαρτχάιντ, το οποίο καταργήθηκε το 1991, επί προεδρίας Φρεντερίκ Ντε Κλερκ. Τις 31 Μαΐου 1961, μετά από δημοψήφισμα,[23] η χώρα έγινε δημοκρατία και αποχώρησε από την Κοινοπολιτεία των Εθνών, στην οποία επέστρεψε το 1994. Το 1991, η Ναμίμπια έγινε ανεξάρτητη. Το 1994, ο Νέλσον Μαντέλα έγινε ο πρώτος μαύρος πρόεδρος της Νότιας Αφρικής. Διαβάζοντας την ιστορία, την οποία βρήκε άκρως ενδιαφέρουσα κατάλαβε πως ήταν μία νέα χώρα η οποία μετά την εισβολή των λευκών προσπαθούσε να σταθεί στα πόδια της. Έριξε μία ματιά έξω, για την ώρα το μόνο που έβλεπε ήταν σύννεφα, ένιωθε πολύ όμορφα που πετούσαν πάνω από τα σύννεφα, αυτή τη φορά κυριολεκτικά και όχι ουτοπικά. Κάποια στιγμή έπιασε κουβέντα με την κοπέλα που καθόταν δίπλα της, την οποία συνόδευε ένας κύριος περίπου 40 ετών που όπως έμαθε στην πορεία ήταν ο σύζυγός της. την κοπέλα την Έλεγαν Μό'ι'ρα και τον σύζυγο Πήτερ. Ήταν Νοτιοαφρικάνοι και διέμειναν στη Γαλλία, στην Αμερική είχαν έρθει για κάποιο φιλανθρωπικό συνέδριο. Ευχαρίστησε την Μό'ι'ρα για μία ακόμα φορά για την καλοσύνη που είχε να της παραχωρήσει τη θέση στο παράθυρο και αποφάσισε να κοιμηθεί, το ταξίδι ήταν ακόμα πολλές ώρες.

Αργά το απόγευμα μετά από μία κουραστική πτήση έφθασαν στο αεροδρόμιο του Γιοχάνεσμπούργκ ΤΖΩΝ ΣΜΙΤΣ, είχε ακούσει πολλές φορές από τους γονείς της να μιλούν για την οικογένεια των φίλων τους με τα πιο θερμά λόγια, ήταν βέβαια και κουμπάροι αφού οι γονείς της είχαν βαπτίσεi την μικρή DENISE θυμόταν πως στη βάπτιση ήταν τότε μόλις 5 ετών. Μετά τη βάπτιση και την αναχώρηση του ζευγαριού για το Παρίσι είχαν συναντηθεί ελάχιστες φορές και δεν τους θυμόταν καλά. Με τους υπολογισμούς που έκανε η βαπτιστήρα των γονιών της θα έπρεπε να ήταν 22 χρονών, άρα 5 χρόνια μικρότερη από την ίδια. Πως να ήταν άραγε; Είχε μεγάλη αγωνία να την αντικρίσει, είχε κοινά στοιχεία με τον Πέπο; Άραγε τι ρόλο να είχε παίξει η αλλαγή του περιβάλλοντος; Όλα αυτά ανυπομονούσε να τα μάθει.  Εντωμεταξύ το ζευγάρι που είχε γνωρίσει στο αεροπλάνο της είχαν δώσει το τηλέφωνό τους ώστε αν το πρόγραμμά της το επέτρεπε να βρισκόντουσαν κάποια μέρα για να την ξεναγήσουν. Επειδή η Μυρτώ δεν είχε πολλές αποσκευές ξεμπέρδεψε γρήγορα, αποχαιρέτησε την Μό'ι'ρα και τον Πήτερ και κατευθύνθηκε προς την αίθουσα των αφίξεων.
 

Μιας και η ίδια δεν ήταν σε θέση να αναγνωρίσει τους φίλους που την περίμεναν και ούτε η ίδιοι είχαν αυτή τη δυνατότητα, σκέφτηκε να γράψει σε μία σελίδα Α4 το όνομά της κι έτσι μ' αυτόν τον τρόπο οι η Nana και ο Ian την εντόπισαν αμέσως και άρχιζαν να φωνάζουν Μυρτώ! Μυρτώ! Έτρεξαν κοντά της και την έκλεισαν στην αγκαλιά τους, μαζί τους ήταν και δύο όμορφες κοπέλες που θα πρέπει να ήταν περίπου 15 με 18 την αγκάλιασαν κι αυτές, τον λόγο πήρε η Nana γιατί κατάλαβε την απορία της, ήταν σαφές πως δεν γνώριζε τίποτα για την Έλεν και την Κάρολ, λέγοντας της πως ήταν δίδυμες και είχαν γεννηθεί 4 χρόνια μετά τη γέννηση της DENISE. Τα κορίτσια ήταν πολύ χαρούμενα και το έδειχναν, το χαιρόντουσαν που θα την είχαν κοντά τους. Επίσης ο Ian και η Nana ήταν βαθιά συγκινημένοι γιατί κρατούσαν στην αγκαλιά τους την κόρη του πιο πολύτιμου φίλου τους. Καθ' οδόν προς το σπίτι την έδωσαν πιο πολλές εξηγήσεις σχετικά με τις δίδυμες κόρες, ήταν 18 χρονών, και σπούδαζαν η μία νοσηλευτική και η άλλη ιστορικός. 

Ήταν μεγάλη η έκπληξη για την Μυρτώ γιατί δεν θυμόταν οι γονείς της να της είχαν μιλήσει ποτέ γι' αυτά τα κορίτσια, είχε την εντύπωση πως είχαν μόνο την DENISE. Της εξήγησαν επίσης πως η DENISE δεν έμενε πια μαζί τους γιατί αρχές του χρόνου είχε παντρευτεί με τον γιατρό DERICCK WILTON μετά από έναν κεραυνοβόλο έρωτα. Η Μυρτώ ούτε αυτό το γνώριζε και εξεπλάγην για μία ακόμα φορά. Το ταξίδι άρχισε ν' αποκτά πρόσθετο ενδιαφέρον. Από τότε που πήγε στην Αμερική το μόνο που την απασχολούσε ήταν οι σπουδές της και η επιστήμη της. Είχε δοθεί ολοκληρωτικά σ' αυτές τις δύο αγάπες και είχε παραμελήσει πολλές κοινωνικές επαφές. Λίγο πριν φθάσουν στο σπίτι ρώτησε τη Nana αν θα μπορούσε κάποια μέρα να συναντηθεί με την DENISE και με χαρά την άκουσε να λέει πως τα σπίτια τους ήταν πολύ κοντά βλεπόντουσαν σχεδόν καθημερινά. Κάπου εδώ, εγώ ο τυχερός αφηγητής αυτής της αληθινής ιστορίας θα σταματήσω την αφήγηση του εικοστού τρίτου μέρους. Σας χαιρετώ, εις αύριον τα νεότερα. Πεπέ.

14.1.21

ΕΙΚΟΣΤΟ ΔΕΥΤΕΡΟ ΜΕΡΟΣ ΔΙΟΝΥΣΙΑ ΚΑΙ ΕΠΙΚΟΥΡΟΣ. Η Μυρτώ φθάνει στη Νότια Αφρική

 
ΕΙΚΟΣΤΟ ΔΕΥΤΕΡΟ ΜΕΡΟΣ. 

Μετά το εμβόλιμο ταξίδι των δύο φίλων στο Να'ι'ρόμπι και στο Γιοχάνεσπουργκ ας επιστέψουμε στην Αμερική, η Μυρτώ άνοιξε το δώρο του Πέπου και βρήκε μέσα ένα βιβλίο, ήταν μία ποιητική συλλογή του Οδυσσέα Ελύτη με τίτλο  ''ΜΟΝΟΓΡΑΜΜΑ'' έναν μικρό πίνακα ζωγραφικής που είχε φιλοτεχνήσει η κορυφαία ζωγράφος ΜΥΡΣΊΝΗ ΑΛΕΞΟΠΟΥΛΟΥ που εκτός από κορυφαία ζωγράφος ήταν και κορυφαία σύζυγος, η κ. Μυρσίνη ήταν σύζυγος του πιο τυχερού ανθρώπου του πλανήτη του ΝΙΚΟΥ ΑΛΕΞΟΠΟΥΛΟΥ λέω του πιο τυχερού γιατί γυναίκες σαν την κ. Μυρσίνη υπάρχουν 1 στο εκατομμύριο, δίπλα από το PEPOS RESTAURANT είχαν κατάστημα με είδη λα'ι'κής τέχνης, αυτής της υπέροχης γυναίκας για την οποία ο Επίκουρος στάζει μέλι το στόμα του όταν μιλάει γι' αυτήν, ελπίζω ο σύζυγός της να την έχει στο εικονοστάσι του τώρα που είναι εν ζωή, γιατί αυτή η γυναίκα είναι άγιος άνθρωπος κατά τα λεγόμενα πάντα του Πέπου. Το τρίτο δώρο ήταν ένας στυλός ασημένιος όπου πάνω ήταν χαραγμένο το όνομά της. Η Μυρτώ τοποθέτησε τον μικρό πίνακα πάνω από το γραφείο της σε θέση που πάντα όταν καθόταν στο γραφείο της να είναι στο οπτικό της πεδίο για να την ταξιδεύει. Αμέσως μετά άρχισε να διαβάζει το ''ΜΟΝΟΓΡΑΜΜΑ''.

Το Μονόγραμμα του Οδυσσέα Ελύτη (απόσπασμα)

Σ’ αγαπάω μ’ ακούς;
Κλαίω, πως αλλιώς, αφού αγαπιούνται οι άνθρωποι
κλαίω για τα χρόνια που έρχονται χωρίς εμάς
και τραγουδάω για τα αλλά που πέρασαν, εάν είναι αλήθεια.
Για τα «πίστεψέ με» και τα «μη.»
Μια στον αέρα μια στη μουσική,
εάν αυτά είναι αλήθεια τραγουδάω
κλαίω για το σώμα πού άγγιξα και είδα τον κόσμο.


Έτσι μιλώ για σένα και για μένα..
Επειδή σ’ αγαπάω και στην αγάπη
ξέρω να μπαίνω σαν πανσέληνος
από παντού, για σένα
μέσα στα σεντόνια, να μαδάω λουλούδια κι έχω τη δύναμη.
Αποκοιμισμένο, να φυσάω να σε πηγαίνω παντού,
σ’ έχουν ακούσει τα κύματα πως χαϊδεύεις,
πως φιλάς, πως λες ψιθυριστά το «τι» και το «ε.»
Πάντα εμείς το φως κι η σκιά.
Πάντα εσύ τ’ αστεράκι και πάντα εγώ το σκοτάδι,
πάντα εσύ το πέτρινο άγαλμα και πάντα εγώ η σκιά πού μεγαλώνει.
Το κλειστό παντζούρι εσύ, ο αέρας πού το ανοίγει εγώ.
Επειδή σ’ αγαπάω και σ’ αγαπάω.


Πάντα εσύ το νόμισμα και εγώ η λατρεία που το εξαργυρώνει
τόσο η νύχτα, τόσο η βοή στον άνεμο.

Τόσο η ελάχιστη σου αναπνοή που πια
δεν έχω τίποτε άλλο μες στους τέσσερις τοίχους,
το ταβάνι, το πάτωμα να φωνάζω από σένα
και να με χτυπά η φωνή μου
να μυρίζω από σένα και ν’ αγριεύουν οι άνθρωποι.
Επειδή το αδοκίμαστο και το απ’ αλλού φερμένο
δεν τ’ αντέχουν οι άνθρωποι κι είναι νωρίς, μ’ακούς;

Είναι νωρίς ακόμη μέσα στον κόσμο αυτόν αγάπη μου
να μιλώ για σένα και για μένα.


Είναι νωρίς ακόμη μες στον κόσμο αυτόν, μ’ ακούς;
Είμ’ εγώ, μ’ ακούς; Σ’ αγαπάω, μ’ ακούς;
Πού μ’ αφήνεις, που πας, μ’ ακούς;
Θα ’ρθει μέρα, μ’ ακούς; για μας, μ’ ακούς;
Πουθενά δεν πάω, μ’ ακούς;
Ή κανείς ή κι οι δύο μαζί, μ’ ακούς;
το λουλούδι αυτό της καταιγίδας και μ’ ακούς;
Της αγάπης μια για πάντα το κόψαμε
και δεν γίνεται ν’ ανθίσει αλλιώς, μ’ ακούς;
Σ’ άλλη γη, σ’ άλλο αστέρι, μ’ ακούς;
δεν υπάρχει το χώμα δεν υπάρχει ο αέρας που αγγίξαμε,
ο ίδιος, μ’ ακούς;
και κανείς δεν κατάφερε από τόσον χειμώνα
κι από τόσους βοριάδες, μ’ ακούς;
Νά τινάξει λουλούδι, μόνο εμείς, μ’ ακούς;
Μες στη μέση της θάλασσας
από το μόνο θέλημα της αγάπης, μ ’ακούς.
Ανεβάσαμε ολόκληρο νησί, μ’ ακούς.


Άκου, ποιος μιλάει στα νερά και ποιος κλαίει, ακούς;
Είμαι εγώ που φωνάζω κι είμαι εγώ που κλαίω, μ’ ακούς;
Σ’ αγαπάω, σ’ αγαπάω, μ’ ακούς;
Για σένα έχω μιλήσει σε καιρούς παλιούς
και γιατί, λέει, να μέλει κοντά σου να ’ρθω.

Που δεν θέλω αγάπη αλλά θέλω τον αέρα που αναπνέεις
και για σένα κανείς δεν είχε ακούσει.
Μόνη να περιμένω που θα πρωτοφανείς
σαν από μια εικόνα καταστραμμένη.
Που κανείς να μην έχει δει για σένα για σένα μόνο εγώ,
μπορεί, και η μουσική που διώχνω μέσα μου
αλλά αυτή γυρίζει δυνατότερη για σένα,
όλα για σένα, για σένα σαν καρφίτσα η μυρωδιά η πικρή.
Που βρίσκει μες στο σώμα και που τρυπάει τη θύμηση
έτσι σ’ έχω κοιτάξει που μου αρκεί.
Να’ χει ο χρόνος όλος αθωωθεί μες σε αυτά που το πέρασμα σου αφήνει.
Νίκη, νίκη όπου έχω νικηθεί πριν από εσένα και μαζί σου.
Πήγαινε, και ας έχω εγώ χαθεί ένα κρεβάτι μεγάλο και πόρτα μικρή
Έχω ρίξει μέσα μια φωνή κι έναν καθρέφτη να κοιτάζομαι κάθε πρωί που ξυπνώ.
Να σε βλέπω μισό να περνάς από μπροστά μου
και μισή να κλαίω για αυτό που χάνω, σ’ αγαπάω… Μ’ ακούς;

Σ’ αγαπώ, σ’ αγαπώ, μ’ ακούς.

Με τον στυλό που έλαβε ως δώρο έγραψε ένα μικρό σημείωμα και το έβαλε μέσα στο βιβλίο, το ΜΟΝΟΓΡΑΜΜΑ έγινε η απαραίτητη συντροφιά της, Στην πρώτη σελίδα του βιβλίου υπήρχε το πιο κάτω κείμενο.

Ένας λόγος,                                                                                                                                 Ένα βλέμμα,                                                                                                                                Ένας στίχος,                                                                                                                                Μία χειρονομία,                                                                                                                            Ένα χαμόγελο,                                                                                                                             Κι ίσως η μοίρα παρεκκλίνει κι αλλάζει πορεία η ζωή μας........


Ο Δεκέμβριος έφτασε γρήγορα και η Μυρτώ τακτοποιούσε τις τελευταίες εκκρεμότητες για το δεκαήμερο ταξίδι στη Νότια Αφρική. Είχε εντωμεταξύ ενημερώσει τη Nana και τον Ian πως σκόπευε να τους επισκεφθεί για να κάνει Χριστούγεννα μαζί τους οι οποίοι ενθουσιάστηκαν με την είδηση αυτή. Στις 20 Δεκεμβρίου του 1977 η Μυρτώ με την πτήση 447 της american airlines αναχώρησε για το Γιοχάνεσμπουργκ, το ταξίδι ήταν περίπου 15 ώρες. Επιβιβάστηκε και κάθισε αναπαυτικά στην πολυθρόνα της, δίπλα της κάθισε μία νεαρή κοπέλα περίπου 30 ετών πολύ ευγενική και με καλή διάθεση, ρώτησε μάλιστα αν θα προτιμούσε αυτή να καθίσει προς το παράθυρο μιας και η ίδια είχε κάνει πάρα πολλές φορές αυτό το ταξίδι και δεν θα την πείραζε να της παραχωρήσει τη θέση της. Η Μυρτώ ευχαρίστησε την κοπέλα και αποδέχτηκε την πρόταση γεμάτη χαρά. Πάντα της άρεσε να ταξιδεύει κοντά στο παράθυρο. Επίσης σκέφτηκε πως το ταξίδι άρχιζε με τους καλύτερους οιωνούς. Το αεροπλάνο ήταν σχεδόν γεμάτο. Αυτό που την απασχολούσε ήταν αν θα αποφάσιζε να μιλήσει στους γονείς της DENISE για το γράμμα του πατέρα της, και αν θα έκανε κάποια κουβέντα με την DENISE. Είχε στην διάθεσή της περίπου 15 ώρες για να το σκεφτεί. Θα ξεκινούσε από τους γονείς, αν οι γονείς είχαν αποκαλύψει στην κόρη τους πως ήταν υιοθετημένη τότε θα αποκάλυπτε το περιεχόμενο του γράμματος του πατέρα της. Σε διαφορετική περίπτωση έπρεπε να τηρήσει τα συμφωνηθέντα με τον θείο της τον Δευκαλίωνα τον αδερφό του πατέρα της. 

Φυσικά και η Μυρτώ αγνοούσε την καλοκαιρινή συνάντηση των: DERICCK, DENISE και του PEPOU που είχε γίνει όπως γνωρίζουμε τον Ιούλιο της ίδιας χρονιάς, και μάλιστα την ίδια μέρα του θανάτου του πατέρα της, όλα αυτά τα αγνοούσε, που να φανταστεί πως από κάποιο παιχνίδι της τύχης; ή από κάποιες αόρατες δυνάμεις που κινούσαν τα νήματα αυτής της ιστορίας, πως τα δίδυμα που δεν γνώριζε το ένα την ύπαρξη του άλλου, θα συναντιόντουσαν εκείνη την καλοκαιρινή μέρα στον ίδιο χώρο που η ίδια είχε γνωρίσει τον Πέπο; Που να το φανταστεί πως τα δίδυμα συναντήθηκαν 22 χρόνια μετά τη γέννησή τους και χωρίς να ξέρουν τι τα ενώνει ένιωσαν εκείνη την αμοιβαία έλξη αφού ήταν δίδυμα; Που να φανταστεί πως εκείνο το μεσημέρι της εβδόμης Ιουλίου θα ξετυλιγόταν το κουβάρι της πιο συγκλονιστικής ιστορίας του κόσμου; Που να φανταστεί η Μυρτώ πως άθελά της έγινε κι αυτή μέρος αυτής της ιστορίας και μάλιστα ο πιο σημαντικός κρίκος; Έπιασε τον στυλό στα χέρια της και άρχισε να ενημερώνει το ημερολόγιό της, αγαπητοί φίλοι χάρη σ' αυτό το ημερολόγιο μπόρεσε ο Επικούρειος Πέπος να γράψει όλα αυτά που γράφει σ' αυτή την αληθινή ιστορία, χάρη σ' αυτό το ημερολόγιο είχε στα χέρια του όλες τις πτυχές αυτής της ιστορίας. 

Κάποια στιγμή αργότερα ο Επικούρειος Πέπος ενεπλάκη θετικά και σε κάποιο άλλο ημερολόγιο που είχε χάσει η καλή του φίλη ΑΜΑΡΡΥΛΙΣ και τυχαία έπεσε στα δικά του χέρια, όταν η ΑΜΑΡΡΥΛΙΣ κατάλαβε πως αυτό που κατείχε ο Πέπος ήταν το δικό της ημερολόγια παρ' ολίγο να την έχαναν γιατί λιποθύμησε. Όταν συνήλθε υποσχέθηκε στον Επίκουρο πως με την πρώτη ευκαιρία που θα επισκεπτόταν την ΚΟΖΑΝΗ θα του έφτιαχνε μία κατσαρόλα με γιαπράκια - σαρμαδάκια γιατί γνώριζε την γαστρονομική αδυναμία του Επίκουρου. Κάπου εδώ θα σταματήσω την αφήγηση του εικοστού δεύτερου μέρους. Σας χαιρετώ, ο αφηγητής Πεπέ.

13.1.21

ΕΙΚΟΣΤΟ ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ Διονυσία και Επίκουρος . Ο Επίκουρος και ο Στρίκος [depanaz] επισκέπτονται την Κένυα και τη Νότα Αφρική.

Μέρος εικοστό πρώτο.

Σ' αυτό το σημείο θα μου επιτρέψετε να ανοίξω μία παρένθεση για να αναφέρω τα πεπραγμένα ενός ταξιδιού που έκανε ο Επίκουρος με τον Φίλο του τον Προμηθέα κατά κόσμον Στρίκος Νικόλαος. Ως υπάλληλοι της Ο.Α. που ήταν και ειδικότερα ως επικεφαλής του Γ.Α. αποφάσισαν να κάνουν ένα ταξίδι στη Νότια Αφρική μα ενδιάμεση παραμονή στο Ναϊρόμπι της Κένυας. Ενημέρωσαν τους φίλους στο Γιοχάνεσμπουργκ και τον συνάδελφο τους στο Ναϊρόμπι και αναχώρησαν με πολύ καλές προϋποθέσεις. Στο Ναϊρόμπι θα έμεναν τρεις μέρες, ο φίλος και συνάδελφος Γιώργος Παπανικολάου τους υποδέχθηκε στο αεροδρόμιο και τους πήγε στο ξενοδοχείο που είχε κανονίσει να μείνουν. Αφού τακτοποιήθηκαν αποφάσισαν όλοι μαζί να πάνε για ένα ποτό και μετά για φαγητό. Μεταξύ ποτού και φαγητού ο φίλος τους τους ενημέρωσε για το τριήμερο πρόγραμμα που είχε επιμεληθεί, τους είχε κανονίσει μία τριήμερη επιλογή γεμάτη εκπλήξεις, ήταν σίγουροι πως θα ζούσαν μαγικές στιγμές γιατί γνώριζαν πως ο φίλος τους ήταν πολλά χρόνια στον σταθμό της Ο.Α. στο Ναϊρόμπι και γνώριζε πολύ καλά τα σημαντικά σημεία που έπρεπε να επισκεφτούν οι φίλοι του. Επέστρεψαν νωρίς στο ξενοδοχείο γιατί την επόμενη μέρα έπρεπε να είναι έτοιμοι στις 05:00 Την πρώτη μέρα τους πήγαν για σαφάρι, είναι απερίγραπτο το συναίσθημα της συνύπαρξης με τα ζώα που αντίκριζαν για πρώτη φορά οι δύο φίλοι, ο θαυμασμός τους ήταν πολύ μεγάλος, τα ζώα που υπάρχουν στην Κένυα που θεωρείται ένας μικρόκοσμος ολόκληρης της ανατολικής Αφρικής ήταν γι' αυτούς μοναδική εμπειρία. 

Τη δεύτερη μέρα το πρόγραμμα ξεκινούσε με πεζοπορία αρκετών ωρών στο όρος Κένυα, ήταν μια δύσκολη μεν διαδρομή αλλά το τοπίο ήταν μαγικό. Όταν δε, βρέθηκαν σε υψόμετρο 1500 μέτρα και αντίκρισαν την ανατολή μαγεύτηκαν, έχασαν τη λαλιά τους, αυτό που ζούσαν ήταν κάτι ασύλληπτο, κάτι μοναδικό μέχρι τότε. Ανάλογες στιγμές, όχι όμως τόσο εντυπωσιακές, είχαν ξαναζήσει πέρυσι που είχαν επισκεφτεί την Ιαπωνία και αντίκρισαν δύο ανατολές στον αέρα λόγω της διαφοράς της ώρας. Αυτό που ζούσαν τώρα ξεπερνούσε τα πάντα. Το απόγευμα παρακολούθησαν και το ηλιοβασίλεμα, άλλη φοβερή και τρομερή εμπειρία, η ανατολή και το ηλιοβασίλεμα έχουν άλλη μαγεία στην Αφρική. Νωρίς το βράδυ επέστρεψαν σε κάποιον καταυλισμό με ξύλινα σπιτάκια, μπανγκαλόου όπου θα διανυκτέρευαν. Μετά τη σάουνα που τους αναζωογόνησε και τους ξεκούρασε από την πεζοπορία ανέλαβαν δράση οι πολύ όμορφες και δροσερές κοπέλες που έκανα μασάζ το οποίο είχαν αναγάγει σε υπέρτατη τέχνη.

Λένε πως στην ανατολή, Ιαπωνία, Κίνα, Κορέα, Βιετνάμ κ.λπ. το μασάζ είναι η επιστήμη των επιστημών, οι δύο φίλοι στο περσινό ταξίδι τους στην Ιαπωνία είχαν τη τύχη να δεχθούν τις υπηρεσίες από ειδικευμένες κοπέλες και μπορούσαν να κάνουν τις ανάλογες συγκρίσεις.
Αυτό που ζούσαν στο Ναϊρόμπι ξεπερνούσε την τέχνη των κοριτσιών της Ιαπωνία, αν δεν τις ξεπερνούσε ήταν τουλάχιστον στο ίδιο επίπεδο. Το τι συνέβη μετά από την αποθεώσει του μασάζ έχω εντολή από τον Επικούρειο Πέπο να μην τ' αναφέρω για ευνόητους λόγους. Απλά εσείς με την φαντασία σας κάντε τους δικούς σας συνειρμούς. Την επόμενη μέρα ο Επίκουρος και ο Στρίκος στην κυριολεξία πετούσαν, το μασάζ τους είχε γεμίσει με σούπερ ενέργεια. Το πρόγραμμα της τρίτης μέρας ξεκίνησε με πτήση αερόστατου πάνω από την περιοχή των Μασάι, μετά πήγαν στο Εθνικό πάρκο στο Ναϊρόμπι, στο Εθνικό κέντρο Σαμπούρο που είναι στα βόρεια της Κένυας και φυσικά στο Εθνικό πάρκο "Μασάι Μάρα" το οποίο συγκαταλέγεται ανάμεσα στα κορυφαία αξιοθέατα της χώρας.

Έζησαν τρεις μέρες τόσο γεμάτες που νόμιζαν πως είχαν μείνει εκεί 30 μέρες. Επέστρεψαν στο ξενοδοχείο αργά το απόγευμα όπου τους περίμενε ο Παπαγιώργης γεμάτος αγωνία για το αν τους άρεσε η εκδρομή, όταν τους αντίκρισε κατάλαβε πως δεν χρειαζόταν να τους ρωτήσει τίποτα γιατί από τα πρόσωπά τους τους που έλαμπαν κατάλαβε πως οι φίλοι του είχαν επιστρέψει με τις καλύτερες εντυπώσεις. Τον ευχαρίστησαν και μία ώρα μετά βρέθηκαν στην ψαροταβέρνα του Έλληνα Βασίλη Γαρδίκα που βρέθηκε να είναι κοντοχωριανός του Στρίκου. Τι αστακούς, τι γαρίδες, τι γυαλιστερές, τι χταπόδι και τι ροφό έφαγαν εκείνο το βράδυ δεν περιγράφεται. Και όλα αυτά πάμφθηνα γιατί οι τιμές στο Ναϊρόμπι ήταν πολύ χαμηλές. Με σημερινά χρήματα θα χρειαζόταν τουλάχιστον 300€ άλλα τα μεροκάματα στην Κένυα και άλλα συν Ελλάδα. Ο Βασίλης ο Γαρδίκας που μας αποχαιρέτησε το 2018 ήταν και κορυφαίος ζαχαροπλάστης και στο τέλος μας πρόσφερε την black Forest που μόνο αυτός γνώριζε το μυστικό της επιτυχίας. Φίλε Βασίλη σ' ευχαριστούμε. Την επόμενη μέρα οι δύο φίλοι αναχώρησαν για το Γιοχάνεσμπουργκ.

Οι δύο φίλοι ήταν κατενθουσιασμένοι, ευχαρίστησαν ξανά και ξανά τον φίλο τους τον Παπαγιώργη για την φιλοξενία και επιβιβάστηκαν στο αεροσκάφος της Ο.Α.                                  
 Ο Στρίκος επειδή ήταν η πρώτη φορά που επισκεπτόταν την Αφρική και αυτό βέβαια το χρωστούσε στον φίλο του τον Πέπο, όπως επίσης και το ταξίδι στην Ιαπωνία, το οποίο πάλι χάρη στον Πέπο το έκανε, σκέφτηκε να το γιορτάσουν και ενώ ήταν εν πτήση παράγγειλε στις αεροσυνοδούς μια σαμπάνια και στο πρώτο τσούγκρισμα γύρισε και του είπε: Φίλε Πέπο δεν θα ξεχάσω ποτέ αυτά που έκανες για μένα. Ο Πέπος επειδή είχαν δει πολλά τα μάτια του και είχαν ακούσει πολλά τ' αυτιά του, του αποκρίθηκε: Ο ΧΡΟΝΟΣ ΘΑ ΔΕΙΞΕΙ!!!                                                          Σε δύο ώρες περίπου έφθασαν στον νέο προορισμό τους που ήταν το Γιοχάνεσμπουργκ, εκεί για μία ακόμα φορά τους περίμεναν οι φίλοι του Επίκουρου, η Ντενίς και ο Ντέρικ. Από αυτή την παραμονή τους εκεί θα μπορούσα να γράφω πολλές σελίδες, θα περιοριστώ μόνο σ' αυτά που βίωσαν κατά την διήμερη παραμονή τους στην περιοχή του καταυλισμού των ανθρώπων της φυλής των Ζουλού. 

Από αυτή την κορυφαία συνάντηση χάθηκαν όλες οι φωτογραφίες γιατί η περιέργεια της κόρης του αρχηγού που σε ανύποπτο χρόνο περιεργαζόταν την φωτογραφική μηχανή την άνοιξε και καταστράφηκε το φιλμ. Δεν υπήρχαν βλέπετε τότε οι ψηφιακές μηχανές και ως εκ τούτου χάθηκαν πολύτιμες φωτογραφίες. Οι φιλοξενία εκ μέρους του αρχηγού και των υπολοίπων ήταν άψογη. Αυτό που εξέπληξε ευχάριστα τον Πέπο και τον Στρίκο ήταν το γεγονός πως ο αρχηγός και ο μάγος της φυλής μιλούσαν καλούτσικα τα Ελληνικά. Την απορία τους την έλυσε η κόρη του Έλληνα δικηγόρου, φοιτήτρια της νομικής και η ίδια, ο πατέρας της ήταν ο δικηγόρος της φυλής των Ζουλού και σε όποιες υποθέσεις προέκυπταν προβλήματα με την κυβέρνηση την οποία αποτελούσαν μόνο λευκοί ο Έλληνας δικηγόρος ήταν αυτός που αναλάμβανε την νομική υποστήριξη.  Η Νίκη για καλή τους τύχη βρισκόταν εκείνη την ημέρα εκεί για κάποια υπόθεση και θα αναχωρούσε μαζί τους την επόμενη μέρα το απόγευμα. Το βράδυ μετά το φαγητό κάπνισαν την πίπα της ειρήνης και χόρεψαν όλοι μαζί γύρω από μία φωτιά. Ήταν όλοι τους εκστασιασμένοι, όλα αυτά που ζούσαν ήταν μοναδικές εμπειρίες για τους δύο φίλους. Πριν πάνε για ύπνο ο αρχηγός ζήτησε από τους δύο καλεσμένους να του διηγηθούν από έναν μύθο που να είχε σχέση με την Ελλάδα. Ο Επίκουρος επέλεξε τον μύθο για το σπήλαιο του Πλάτωνα.

Σε ένα σπήλαιο, κάτω από τη γη, βρίσκονται μερικοί άνθρωποι αλυσοδεμένοι με τέτοιο τρόπο, ώστε να μπορούν να δουν μόνο τον απέναντί τους τοίχο,

Χωρίς να μπορούν να κοιτάξουν πίσω, δεξιά και αριστερά.

Πίσω τους ωστόσο βρίσκεται μια αναμμένη φωτιά.

Έτσι οτιδήποτε διαδραματίζεται πίσω από την πλάτη τους, αυτό αναπαριστάνεται ως σκιά στον απέναντι τους τοίχο.

Καθώς οι άνθρωποι αυτοί σε ολόκληρη τη ζωή τους τα μόνα πράγματα που έχουν δει είναι οι σκιές των πραγμάτων, έχουν την εντύπωση ότι τα απεικάσματα που βλέπουν πάνω στον τοίχο είναι αληθινά.

Αν κάποιος από τους αλυσοδεμένους του σπηλαίου κατορθώσει να ελευθερωθεί,

Να δραπετεύσει δηλαδή από τη σπηλιά και να ανέβει πάνω στη γη και, κάτω από το φως του ήλιου πλέον, αντικρίσει τα πράγματα, θα καταλάβει γρήγορα την πλάνη στην οποία ζούσε όσο ήταν μέσα στη σπηλιά.

Θα αντιληφθεί ότι οι σύντροφοι του, που εξακολουθούν να βρίσκονται αλυσοδεμένοι στο σπήλαιο, ζουν βυθισμένοι μέσα στις ψευδαισθήσεις.

Αν κάποιοι πάντως καταφέρουν να λυθούν από τις αλυσίδες και βγουν από το σπήλαιο,

Θα τυφλωθούν από τη λάμψη του Ήλιου και θα επιστρέψουν πίσω. Αν, ωστόσο, συνηθίσουν το φως, θα δουν καθαρά τον Ήλιο,

Που συμβολίζει το Αγαθό, και θα καταλάβουν ότι όσα έβλεπαν μες στο σπήλαιο ήταν απλά αντίγραφα των αληθινών.

Ίσως σκεφτούν να επιστρέψουν πίσω, λυπούμενοι τους φυλακισμένους συντρόφους τους.

Πίσω, όμως, στο σπήλαιο, δε θα μπορούν να συνηθίσουν στο σκοτάδι,

και προσπαθώντας να διδάξουν στους υπόλοιπους την αλήθεια, ίσως δεχτούν το μίσος και την αντίδρασή τους.

Ωστόσο, όσοι ελευθερώθηκαν, έχουν χρέος να επιστρέψουν πίσω και να διδάξουν και τους υπόλοιπους. Κάπου εκεί σταμάτησε ο Επίκουρος και τον λόγο πήρε ο Στρίκος. Ο οποίος αφηγήθηκε τον δικό του μύθο, το μύθο της περιοχής που μεγάλωσε και που βίωσε όταν ήταν μικρός.

Εδώ ξεκινάει η αφήγηση του Στρίκου. Αρχηγέ ο πατέρας μου ο Πανάγος ήταν φυσιολάτρης όπως εσείς, ήταν επίσης καλός παρατηρητής, του άρεσε να παρατηρεί τα πάντα στη φύση, είχε γεννηθεί και μεγαλώσει σ' εκείνα τα μέρη όπου τα νερά, τα δάση και τα πουλιά αφθονούσαν, το περιβάλλον ήταν γι' αυτόν πολύ σημαντική υπόθεση. Από μικρός σε καθημερινή βάση τριγύριζε στα γύρω βουνά, κάποια στιγμή εκεί γύρω στα 12 αρχηγέ ο πατέρας μου παρατήρησε το εξής, είχε προσέξει πως σε δύο σημεία της περιοχής, το ένα ήταν σε μία ραχούλα κοντά στο χωριό που την ονόμαζαν Μπώλινα, και σε μια άλλη περιοχή στην αρχαία Ολυμπία σε συγκεκριμένα σημεία πάντα, ένιωθε να τον πλημμυρίζει μια θετική ενέργεια. Στην αρχή το θεώρησε τυχαίο, όταν ξαναπήγε ένιωσε πάλι το ίδιο συναίσθημα πληρότητας. Αυτά τα δύο σημεία τα ονόμασε σημεία "Ε" για να βεβαιωθεί πήρε μια μέρα μαζί του και τον μικρότερο κατά ένα χρόνο αδερφό του, χωρίς να του πει κάτι και του ζήτησε να παραμείνει στο ίδιο σημείο που καθόταν αυτός και να του πει τα συναισθήματα του. Ο αδερφός του αφού παρέμεινε για αρκετή ώρα στο ίδιο σημείο γύρισε προς τον αδερφό του και του είπε: τι είναι εφτούνου φτού; Γιατί με κουβαλήσεις εδώ χωρίς λόγο; Ο πατέρας μου αρχηγέ κατάλαβε πως αυτό που ένιωθε αυτός δεν το ένιωθαν όλοι, ίσως αυτό να ήταν μόνο δικό του προνόμιο, ίσως η αγάπη για το φυσικό περιβάλλον του επέτρεπε να βιώνει τέτοια μοναδικά συναισθήματα. Στην πορεία πήγε και δύο φίλους του αλλά ούτε αυτοί ένιωσαν κάτι. Μετά από αυτό ήταν σίγουρος πως ήταν ίσως ο μοναδικός προνομιούχος που εισέπραττε αυτή την ενέργεια.

Τα χρόνια περνούσαν και το μικρό εκείνο παιδί νυμφεύτηκε την πιο όμορφη του χωριού και απέκτησαν 8 παιδιά, 7 αγόρια και ένα κορίτσι, τα δύο αγόρια ήταν δίδυμα. Όταν τα παιδιά μεγάλωναν κάθε χρόνο έπαιρνε το πιο μεγάλο και μετά το επόμενο, και τα πήγαινε στα σημεία "Ε" για να δει τις αντιδράσεις τους. Τα πρώτα 6 μαζί και το κορίτσι και που τα πήγε δεν του περιέγραφαν κάτι, άρα δεν έπρεπε σε κανένα από αυτά να αποκαλύψει το μυστικό. Σειρά τώρα είχαν τα δίδυμα, πήρε πρώτα αυτόν που είχε γεννηθεί πρώτος με διάφορα ενός λεπτού που τον είχε το όνομα Γιάννης. Τον πήγε και στα δύο σημεία αλλά ανταπόκριση καμία, αυτός είχε το μυαλό του Στ' αμπέλια και στα καρπούζια. Την επόμενη μέρα αρχηγέ ήταν σειρά μου, αν δεν ένιωθα κι εγώ τίποτα ο πατέρας μου είχε αποφασίσει να πάρει μαζί του το μυστικό στον τάφο του. Είχε όμως και μια κρυφή ελπίδα για μένα γιατί όπως και στον πατέρα μου που του άρεσε να πλαλάει στα βουνά και στα λαγκάδια έτσι άρεσε και σε μένα, εγώ μάλιστα μ' άρεσε και το άρμεγμα των ζώων και τον περισσότερο καιρό τον περνούσα κοντά στα ζώα και στα χωράφια. Όταν την επόμενη μέρα ο πατέρας μου με πήγε στο πρώτο σημείο "Ε" και μου ζήτησε να του περιγράψω τα συναισθήματα μου, πέταξε από τη χαρά του όταν άκουσε να του περιγράφω την ευεξία που ένιωσα σχεδόν αμέσως όταν βρέθηκα στο σημείο "Ε" επιτέλους ο πατέρας μου ήταν ευτυχισμένος, ένα από τα παιδιά του ένιωθε τα ίδια συναισθήματα που ένιωθε κι αυτός, άρα έχει κι αυτός το χρίσμα άκουσα τον πατέρα μου να μονολογεί. 

Μ' αγκάλιασε και μου εξήγησε πως δεν έπρεπε να μιλήσω σε κανέναν γι' αυτό που έζησα σήμερα, μου εξήγησε επίσης πως απ' όλα τ' αδέρφια μου ήμουν ο μόνος που αισθάνθηκα την θετική ενέργεια που εισχώρησε στο σώμα μου. Αρχηγέ από εκείνη την ημέρα άρχισα να πηγαίνω κι εγώ οπότε μπορούσα στα σημεία "Ε" γιατί ένιωθα να γεμίζουν ενέργεια οι μπαταρίες μου και η ψυχή μου να φτερουγίζει. Πολλές φορές αρχηγέ ξάπλωνα στο σημείο "Ε" κάποιες όμως ήταν ξεχωριστές γιατί μου συνέβησαν παράξενα πράγματα. Ο αρχηγός των Ζουλού και όλοι όσοι ήταν στη σκηνή κρεμόντουσαν από τα χείλη του Στρίκου ο οποίος συνέχισε. Κάποιες φορές αρχηγέ την ώρα που ήμουν ξαπλωμένος ένιωθα να έρχονται και να με παίρνουν στην αγκαλιά τους νεράιδες και ξωτικά και να με μεταφέρουν στις σπηλιές τους. Όσες φορές με πήγαν εκεί περνούσα πολύ όμορφα γιατί με είχαν μυήσει στα μυστικά του έρωτα και μάλιστα με κάποιες από αυτές, θυμάμαι σαν τώρα τρεις Μούσες που έκανα μαζί τους και σεξ, ήταν η Μούσα Πατρίτσια, η Μούσα Μαρία και η Νύμφη του ποταμού η γλυκύτατη Πωλίνα, αυτές αρχηγέ μ' έκαναν δάσκαλο στο σεξ γιατί αυτές ήταν καθηγήτριες.     Αυτά αρχηγέ τα έχω μολογήσει μόνο στον φίλο μου τον Πέπο και σε σας σήμερα. Όταν με το καλό νυμφευθώ αρχηγέ και κάνω γιο θα τον πάω κι αυτόν στο σημείο "Ε" ώστε να διαπιστώσω αν θα έχει κι αυτός το χρίσμα. Όταν αυτό το θέμα το είχα συζητήσει με τον Πέπο αρχηγέ, μου είπε πως και στα δικά του μέρη υπήρχαν δύο σημεία εκπομπής θετικής ενέργειας. Ο ίδιος μιας και βρίσκεται εδώ μπορείτε να τον ρωτήσετε να σας πει τη δική του ιστορία. Ο αρχηγός των Ζουλού και η παρέα του ήταν συνεπαρμένοι από αυτά που άκουσαν από τους καλεσμένους τους. Είχαν κι αυτοί πολλούς και διάφορους μύθους αλλά τόσο συναρπαστικούς και διδακτικούς δεν είχαν. Γύρισε προς τον Πέπο και του ζήτησε να διηγηθεί κι αυτός τις δικές του εμπειρίες.

Και τώρα ξεκινάει η αφήγηση του Επίκουρου. Αρχηγέ πράγματι ανάλογη εμπειρία έχω βιώσει κι εγώ, στο Κερκέτιον όρος υπάρχουν δύο σημεία "Ε" το ένα βρίσκεται στην περιοχή  "ΤΡΥΠΕΣ" όπου υπάρχουν κάποιες σπηλιές και το δεύτερο σημείο είναι πολύ πιο ψηλά στην περιοχή "Τρύπιο Λιθάρι'', όταν ήμουν μικρός ζούσα πολλές ώρες σ' αυτό το βουνό, οι γονείς μου είχαν εμπιστευτεί σε μένα 3 όμορφες αγελάδες και όλη μου την ημέρα όταν δεν είχα σχολείο βρισκόμουν στο δάσος κοντά τους. Είχα μια πολύ καλή σχέση με το φυσικό περιβάλλον και η φύση αυτό το αισθανόταν και μου επέστρεφε την αγάπη εις διπλούν, γνώριζα τις φωλιές των φιδιών, τις φωλιές των πουλιών και πολλών άλλων κατοίκων του δάσους και του ποταμού. Κάποια στιγμή, τυχαίο άραγε; ενώ στεκόμουν σε κάποιο σημείο στην περιοχή "ΤΡΥΠΕΣ'' αγναντεύοντας τον κάμπο ένιωσα να παίρνω ενέργεια από τη γη, νόμιζα πως μπορούσα να πετάξω, εκείνη την στιγμή δεν μπόρεσα να καταλάβω το τι ακριβώς συμβαίνει, μου είχε κάνει όμως δυνατή εντύπωση αυτό που μου συνέβη και αποφάσισα σ' εκείνο το σημείο να τοποθετήσω τρεις πέτρες ώστε να θυμάμαι που ήταν το σημείο που ένιωσα να γίνομαι Ίκαρος και Ηρακλής ταυτόχρονα. Την επόμενη μέρα βρέθηκα ξανά στο σημείο και ξαναβίωσα τα ίδια συναισθήματα, ήταν απίστευτο αυτό που ζούσα. 

Για να δω αν αυτό που ζούσα δεν ήταν της φαντασίας μου αποφάσισα να πάρω μαζί μου δύο φιλαράκια μου, τον Καρλαύτη και τον Θεόφραστο, δεν θα τους έλεγα τίποτα γιατί φοβόμουν πως θα με κορόιδευαν, ήδη τότε κυκλοφορούσαν κάποιες φήμες πως κάποια βραδιά εμφανιζόντουσαν στο βουναλάκι που ήταν πιο χαμηλά μερικές φορές τα βράδια Καλότχιες και πως άλλους τους έπαιρναν τη φωνή, άλλους τους πήγαιναν σε άλλα χωριά, άλλους τους έπαιρναν μαζί τους και τους έσμιγαν με άλλες γυναίκες και πολλά άλλα τέτοια, και όσοι τα έλεγαν αυτά τους αποκαλούσαν αλαφροΐσκιωτους, γι' αυτό δεν τους είπα την αλήθεια για να μην με περάσουν και μένα ως αλαφροΐσκιωτο. Όταν φθάσαμε εκεί και τους ζήτησα να μου περιγράψουν τα συναισθήματα τους ο μεν Καρλαύτης μου είπε πως του μύριζε ρίγανη, και ο Θεόφραστος πως θυμήθηκε τα λουκάνικα που είχαμε ψήσει εκεί πριν 10 μέρες. Δεν τόλμησα αρχηγέ να τους πω το πώς και το γιατί μιας και δεν ένιωθαν αυτά που ένιωθα εγώ, ίσως η γη δεν ήθελε ν' αποκαλύψει σ' αυτούς τα μυστικά της. Ξάπλωνα κι εγώ εκεί πολλές φορές και ήρθαν και με πήραν κι εμένα νεράιδες και νύμφες γυμνές και μου έκαναν στην πράξη την σεξουαλική αγωγή, εγώ παρ' ό,τι ήμουν δώδεκα χρονών όσο και ο Στρίκος, διψούσα για περισσότερα μαθήματα και πήγαινα τακτικά και ξάπλωνα σ' εκείνο το σημείο. Μετά όμως αρχηγέ έφυγα για την Αθήνα. Εκεί στην Αθήνα δεν μου μίλησε κάποιος γι' αυτά τα μυστικά σημεία, βρήκα όμως κάποια άλλα σημεία, ήταν κάποια σπίτια που είχαν στην εξώπορτα κάποιο φωτάκι και μέσα υπήρχαν κοπέλες που κι αυτές έκαναν τα κόλπα που έκαναν οι νεράιδες στο βουνό. Επίσης τέτοιες κοπέλες υπήρχαν και σε κάποια μαγαζιά που τα έλεγαν BAR υπήρχαν κι εκεί καλές καθηγήτριες. Χρόνια αργότερα αρχηγέ όταν επισκέφτηκα το χωριό πήρα μαζί μου τον γιο του Θεόφραστου τον Πανούλη και τον ανιψιό μου τον Νίκο και τους πήγα στο σημείο "Ε" ώστε να διαπιστώσω αν ένιωθαν τα ίδια συναισθήματα με μένα να τους αποκαλύψω το μυστικό. Δυστυχώς με απογοήτευσαν και η δύο, ο μεν Πανούλης το μόνο που έβλεπε ήταν κάποιους να παίζουν μπάλα στο γήπεδο και ανυπομονούσε να βρεθεί κοντά τους, και ο ανιψιός μου το μόνο που τον απασχολούσε ήταν η κορυφή από το Κερκέτιον όρος και το πότε θα τα κατάφερνε να πάει εκεί. 

Κατάλαβα αρχηγέ πως κανείς από τους δύο δεν είχε το χρίσμα, τα παλληκάρια ήταν αλλού. Ευτυχώς που στην τρίτη απόπειρα βρήκα τον κατάλληλο άνθρωπο να εμπιστευτώ το μυστικό των σημείων "Ε" τον πήρε μαζί μου κάποια μέρα και τον πήγα στο σημείο στην περιοχή "ΤΡΥΠΕΣ"  ο Αστροτόμ με το που βρέθηκε στο σημείο αισθάνθηκε αμέσως την αλλαγή, η θετική ενέργεια τον πλημμύρισε, αυτός λοιπόν ήταν που είχε το χρίσμα, όταν μου εξήγησε το πώς είχε νιώσει κατάλαβα αρχηγέ πως μπορούσα να του εμπιστευτώ το μεγάλο μυστικό, αυτό με γέμισε χαρά και ευτυχία. Ο ανιψιός μου είχε και ένα άλλο χάρισμα, του άρεσε να παρακολουθεί τον βραδινό ουρανό και να συνομιλεί με τ' αστέρια, από τη γη έπαιρνε την θετική ενέργεια και από τον ουρανό τη μαγεία της αρμονίας. Κάπου εδώ αρχηγέ σταματάει και η δική μου εξιστόρηση και σε παρακαλώ να μας επιτρέψεις να πάμε για ξεκούραση. Ο αρχηγός και όλοι οι υπόλοιποι τους αγκάλιασαν και τους ευχαρίστησαν, μεταξύ αυτών ήταν και η Νίκη, η κόρη του δικηγόρου, ήταν κι αυτή ενθουσιασμένη από αυτά που άκουσε, και ειδικότερα από τον ενθουσιασμό που είχε νιώσει ο αρχηγός και η παρέα του.  

Η Νίκη γεμάτη χαρά τους ανακοίνωσε πως τους περιμένει το καλύτερο δώρο, ο αρχηγός είχε δώσει εντολή να παραβρεθούν στη σκηνή όπου θα κοιμόντουσαν οι καλεσμένοι. με τις τόσο συναρπαστικές ιστορίες τους, να παραβρεθούν και 10 κοπέλες 5+5 για να παίξουν τον ρόλο που είχαν παίξει οι Μούσες και οι Νύμφες, αυτό ήταν ένα σπάνιο και εξαιρετικό δώρο από τον αρχηγό της φυλής και όπως τους είπε η Νίκη δεν είχαν δικαίωμα ν' αρνηθούν γιατί θα ήταν μεγάλη προσβολή για τον αρχηγό και για τις κοπέλες. Όταν ο Πέπος εξήγησε στη Νίκη τον προβληματισμό του εξηγώντας της πως είναι νυμφευμένος η γλυκύτατη Νίκη χαμογέλασε και απευθυνόμενοι και προς τους δύο είπε. Κατανοώ το πρόβλημα σου αλλά δεν μπορώ να κάνω κάτι, γι' αυτούς, και να τους το μεταφέρω δεν σημαίνει απολύτως τίποτα, δεν θα καταλάβουν το γιατί, απλά την άρνησή σου θα την εκλάβουν ως μέγιστη προσβολή. Σε ερώτηση του Επίκουρου και ποιες θα ήταν οι συνέπειες αυτής της προσβολής η Νίκη δίστασε λίγο και μετά χαμηλώνοντας τα μάτια της είπε: το πιθανότερο είναι να σας κόψουν το πουλί!!! Οπότε θα πρέπει να διαλέξεις, αν η γυναίκα σου σε προτιμάει χωρίς πουλί μπορείς και να αρνηθείς. Ο Στρίκος με το που άκουσε αυτά που είπε η Νίκη έχασε το χρώμα του και γυρίζοντας στον Πέπο του είπε, ρε συ Πέπο είσαι με τα καλά σου; Συνέλθει σε παρακαλώ, σε καταλαβαίνω αλλά δεν φαντάζομαι να έχεις την ψευδαίσθηση πως άμα γυρίσεις πίσω θα σε δεχθεί η Λαμπρινή χωρίς πουλί. 

Ο Πέπος το σκέφτηκε κι έτσι, το σκέφτηκε κι αλλιώς και αποφάσισε πως δεν είχε άλλη επιλογή ήταν μονόδρομος, η Αφρική είχε τους δικούς της κανόνες όπως και οι φιλόξενοι Ζουλού αυτοί οι άξιοι πολεμιστές και αγέρωχοι άνθρωποι είχαν τους δικούς τους κανόνες φιλοξενίας. Ήταν θέλημα θεού. Ευχαρίστησαν τη Νίκη για την βοήθεια της και αποτραβήχτηκαν στη σκηνή τους, με βαριά καρδιά ο Πέπος, και μες στη τρελή χαρά ο Στρίκος. Φίλες και φίλοι αυτό το συμβάν δεν θα σας το είχε αναφέρει ο Επίκουρος αλλά φέτος, δηλαδή το 2021 έκλεισαν 30 χρόνια από το αδίκημα του παραστρατήματος και ως εκ τούτου υπάρχει με βάση το νόμο 114/75 παραγραφή, αυτός είναι και ο λόγος της πιο πάνω αναφοράς. Την επόμενη μέρα μέσα σε κλίμα ευφορίας και χαράς ο Επίκουρος και ο Στρίκος αποχαιρέτησαν τους φίλους τους και τους ευχαρίστησαν θερμά για την υπέροχη και μοναδική φιλοξενία. Ο Στρίκος εντωμεταξύ επειδή όλο αυτό το σκηνικό τον είχε ενθουσιάσει ήθελε να παραμείνει κι άλλο γιατί είχε ερωτευθεί κεραυνοβόλα την κόρη του αρχηγού, με τα πολλά τον έπεισε η Νίκη πως δεν έπρεπε να εκφράσει τον ερωτά του στην κόρη του αρχηγού γιατί ήδη η κοπέλα ήταν σε σχέση με τον γιο του μάγου της φυλής και αυτό θα είχε συνέπειες, θα έπρεπε ν' αποδείξει ο Στρίκος πως ήταν πιο ικανός από τον αντίζηλό του μέσα από μία διαδικασία 10 δοκιμασιών. Όταν η Νίκη του εξήγησε τις διαδικασίες κατάλαβε πως δεν είχε ελπίδες και τους ακολούθησε με ραγισμένη καρδιά. Με το αυτοκίνητο της Νίκης αναχώρησαν για το Τζέρμινστον, η υπέροχη Νίκη δεν έκανε καμία κουβέντα για το τι ακολούθησε το βράδυ από σεβασμό προς τον Πέπο. Η καλή του φίλη τους πήγε στο σπίτι των φίλων και την παρακάλεσαν όταν επισκεφθεί την πατρίδα να τους ενημερώσει ώστε να βρεθούν. Ήταν ίσως η πιο όμορφη Ελληνίδα στην Αφρική.

Κάποια στιγμή αυτή η υπέροχη κοπέλα επέστρεψε στην Ελλάδα, η καταγωγή της ήταν από τη Σιάτιστα και δυστυχώς πριν λίγα χρόνια την χτύπησε κι αυτή ο καρκίνος και μας αποχαιρέτησε, κρίμα ήταν μία Θεά, είμαι σίγουρος πως η Νίκη ήταν η Θεά Αφροδίτη επί της γης. Οι δύο φίλοι την επόμενη μέρα αναχώρησαν για την Αθήνα, άλλο ένα ταξίδι ακόμα έφθασε στο τέλος του, ήταν κι' αυτό μαγικό. Πριν δέκα χρόνια περίπου ο Στρίκος θέλοντας κι αυτός να δοκιμάσει αν ο γιος του είχε κι αυτός το χρίσμα τον πήρε και τον πήγε στο σημείο "Ε" κοντά στην ραχούλα του χωριού και για καλή του τύχη ο 12χρονος τότε Παναγιώτης ευτυχώς ανταποκρίθηκε και ένιωσε κι αυτός τα ίδια συναισθήματα με τον παππού του και τον πατέρα του, άρα είχε κι αυτός το χρίσμα, για' αυτό πήρε τη σκυτάλη από τον πατέρα του, αυτός είναι πια που θα πει το μεγάλο μυστικό στον δικό του γιο. Ο πατέρας του του αποκάλυψε το μυστικό και από τότε ο Παναγιώτης συνεχίζει να πηγαίνει στο σημείο "Ε" αυτός είναι και ο λόγος που αυτή την περίοδο παραμένει στο χωριό του πατέρα του το ξακουστό Πυρί. Κάπου εδώ έλαβε τέλος αυτή η εμβόλιμη ιστορία που έχει σχέση βέβαια με την υπόλοιπη συγκλονιστική ιστορία της Διονυσίας και του Επίκουρου. Σας χαιρετώ, ο αφηγητής Πεπέ.

12.1.21

ΕΙΚΟΣΤΟ ΜΕΡΟΣ της πιο αληθινής ιστορίας του κόσμου. Διονυσία και Επίκουρος.

Εικοστό Μέρος.  

Σύνδεση με το προηγούμενο.    Με λίγα λόγια θεωρώ πως στην Αθήνα απέκτησα έναν καινούριο φίλο. Όταν ο θείος αναχώρησε η Μυρτώ έβαλε την κασέτα στο κασετόφωνο και ο χώρος πλημμύρισε από υπέροχες μελωδίες, το μυαλό της έτρεχε στην Αθήνα στο Pepos Restaurant, δεν βιαζόταν καθόλου ν' ανοίξει το δώρο του Πέπου, ήθελε να παρατείνει την αγωνία της. Η ιστορία συνέχιζε να είναι συναρπαστική και παράλληλα συγκλονιστική. 

Ας επιστρέψουμε όμως στην Αθήνα και συγκεκριμένα στο Pepos Restaurant. Ο έκπληξη του Πέπου ήταν πολύ μεγάλη, δεν ήλπιζε πως θα ξανά έβλεπε, ή θα άκουγε κάτι για εκείνη τη θλιμμένη κοπέλα, κι όμως σήμερα ήταν εκεί η μητέρα της με τον θείο της και το κυριότερο είχαν γι' αυτόν ένα δώρο από την Μυρτώ, έμαθε επιτέλους το όνομα της. 

Το μόνο μελανό σημείο αυτής της συνάντησης ήταν που έλαβε γνώση για τον θάνατο του πατέρα της. Όταν αργά το βράδυ έμεινε μόνος του, ζήτησε από τον αδερφό του και τους φίλους να φύγουν γιατί αυτός θα έμενε λίγο πιο πίσω Τάχαμου για να ετοιμάσει τα κρέατα για την επόμενη. Ο μόνος που δεν ήθελε να φύγει ήταν ο μικρός Κωστάκης, αυτό το λαγωνικό κάτι είχε μυριστεί και δεν ήθελε να φύγει, τον έπεισε τελικά με το ζόρι πως έπρεπε να φύγει γιατί το αργότερο σε μισή ώρα θα έφθανε κι αυτός στο σπίτι. Κλείδωσε την είσοδο και πήγε στο ντουλάπι που είχε αφήσει την τσάντα, την πήρε και κατευθύνθηκε προς τον κήπο, κάθησε στο ίδιο τραπέζι που είχε καθήσει και η Μυρτώ και με ιεροτελεστία άνοιξε το δώρο. Το περιεχόμενο αποτελείτο από, έναν φάκελο, που προφανώς είχε μέσα κάποιο γράμμα, ένα μικρό κουτάκι, και μια μπλούζα με τη στάμπα του αγάλματος της Ελευθερίας. Για κάποια λεπτά έμεινε αναποφάσιστος, ποιο έπρεπε ν' ανοίξει πρώτα; Τελικά ξεκίνησε από την μπλούζα, ήταν στα μέτρα του. Μετά άνοιξε το μικρό κουτί, είχε μέσα ένα μικρό χρυσαφικό, στη χρυσή αλυσίδα κρεμόταν ένα περιστέρι με ανοιχτά φτερά, όλα αυτά σε ένα εκατοστό, τελευταίο άνοιξε τον φάκελο. Μέσα είχε ένα φύλο χαρτιού Α4 διπλωμένο και υπήρχαν μερικά φύλλα από τριαντάφυλλα, τα έπιασε στα χέρια του όσο πιο απαλά μπορούσε και το μυαλό του πέταξε γρήγορα στην περιοχή της μνήμης για να συναντήσει το πρόσωπο της Μυρτούς. Το βλέμμα του εστίασε στο μικρό κείμενο που ήταν γραμμένο με πολύ καλλιτεχνικά γράμματα.

Αγαπητέ μου φίλε, δάσκαλε!! Σ' ευχαριστώ από καρδιάς για το υπέροχο δώρο σου, οι καταπληκτικές μουσικές με κρατούν συντροφιά τις ώρες που έχω ανάγκη να ηρεμήσω, να σκεφτώ και να ταξιδέψω νοερά σε αγαπημένα πρόσωπα. Ελπίζω να έχουν κάποιο ενδιαφέρον για σένα τα δώρα μου. Σε χαιρετώ, πολύ φιλικά Μυρτώ.

ΥΓ. Σου υπόσχομαι πως όταν θα επιστρέψω στην Ελλάδα θα έρθω να σε δω. Εσωκλείω και την διεύθυνση μου σε τυχόν περίπτωση που θέλεις να μου γράψεις.

Εκείνο το βράδυ ο Πέπος ξημέρωσε στο μαγαζί. Όταν κατά τις 04:30 αποφάσισε να επιστρέψει στο σπίτι σκέφτηκε πως όλοι οι υπόλοιποι θα ήταν σε βαθύ ύπνο. Έκανε όμως ένα μικρό λάθος, όταν μπήκε μέσα όσο πιο αθόρυβα μπορούσε διαπίστωσε πως ο μικρός Κωστάκης καθόταν σε μια πολυθρόνα στο μικρό χωλ. Ήθελε σώνει και καλά να μάθει γιατί ο Πέπος άργησε τόσο πολύ, άρχισε τις ερωτήσεις με Ρυθμό πολυβόλου. 

Ο Πέπος προκειμένου να τον ξεφορτωθεί του είπε πως πέρασε από το μαγαζί ο φίλος του ο Στράτος μαζί με δύο μικρές Ολλανδέζες και πήγαν για τόνατάλλο στην παραλία. Κωστάκης θυμωμένος, και μένα γιατί δεν με πήρες; Όλο λες πως θα δοκιμάσω κι εγώ αλλά συνέχεια με κοροϊδεύεις, πότε θα βατέψω εγώ; Κάθε φορά το αναβάλλεις, μέχρι και ο μάστορας μου λέει να ορμήσω. Του υποσχέθηκε πως η επόμενη φορά θα ήταν σύντομα, πες μου όμως τι προτιμάς, Αγγλίδα ή Γαλλίδα; Δεν με νοιάζει, αρκεί να είναι όμορφη και να έχει μικρά βυζιά!! Είχε και βίτσια ο Κωστάκης. Έτσι ήταν τότε τ' αγόρια, ήταν κυνηγοί, δεν ήταν πισωγλέντηδες όπως είναι  σήμερα πολλά αγοράκια. Κατόπιν τούτου ηρέμησε και άφησε τον Πέπο στην ησυχία του. Όταν ο Πέπος αποφάσισε να ξαπλώσει, ήρθε ξανά στο δωμάτιο ο Κωστάκης και του είπε, τι σόι δάσκαλος είσαι άμα δεν με πας να κάνω κι εγώ τόνατάλλο; Ήταν κόκορας ο μικρός, έπρεπε σύντομα να το τακτοποιήσει το θέμα γιατί ο μικρός θα ορμούσε σε καμία τουρίστρια και θα γινόταν όλοι τους ρεζίλι. Την επόμενη μέρα στο μαγαζί ο Πέπος ήταν στα κέφια του, κυριολεκτικά πετούσε, ο μικρός το πρόσεξε ρωτούσε να μάθει πληροφορίες, πόσο χρονών ήταν, από πού ήταν, αν ήταν σούπερ τζέτ πως έγινε τόνατάλλο, κ.λπ. ούτε ανακριτής να ήταν, ήταν η μοναδική μέρα που δεν τον μάλωσε τον μικρό. Ήταν σε μεγάλα κέφια, κερνούσε όλους τους πελάτες.

Κάπου εδώ θα σταματήσω την αφήγηση γιατί σήμερα είχαμε μία όμορφη εξέλιξη, επικοινώνησε μαζί μου ο Κωστάκης, ο οποίος τώρα ονομάζετε Πλάτωνας για να μεταφέρω τις θερμές ευχαριστίες στον δάσκαλό του τον Επικούρειο Πέπο, γιατί χάρη σ' αυτόν όταν ήταν μικρός μπόρεσε να γνωρίσει μία Σοηδέζα και να πάρει το βάπτισμα του πυρός στο κορυφαίο άθλημα τόνατάλλο και μάλιστα με πολύ καλές επιδόσεις. Σας χαιρετώ, ο αφηγητής Πεπέ.

11.1.21

ΔΕΚΑΤΟ ΕΝΑΤΟ ΜΕΡΟΣ ΤΗΣ ΠΙΟ αληθινής ιστορίας του κόσμου. Διονυσία και Επίκουρος.

 

Δέκατο ένατο Μέρος. 

Σύνδεση με το προηγούμενο.  Ο τύπος ήταν απίστευτος!! εντωμεταξύ υπήρχε κάποιος μικρός που βοηθούσε στο σερβίρισμα, Κωστάκη τον φώναζαν, και όλη την ώρα δάσκαλε και δάσκαλε αποκαλούσε τον Πέπο. Του είπαμε την αλήθεια, δηλαδή αυτό που είχε καταλάβει, πως ήμασταν αδέρφια. Με το που το άκουσε αυτό προς μεγάλη μας έκπληξη συννέφιασε το πρόσωπο του. 

Απευθυνόμενος στην μητέρα σου είπε, να υποθέσω πως τα μαύρα είναι για τον σύζυγό σας; Το ναι της μητέρας σου κατάλαβα πως τον πίκρανε πολύ, η δεύτερη ερώτηση που έκανε, κάπως συνεσταλμένα οφείλω να ομολογήσω, ήταν, άρα ήταν ο πατέρας της κοπέλας που είχατε την προηγούμενη φορά μαζί σας; Η απάντηση ήταν πάλι ναι, μετά από αυτό η ατμόσφαιρα βάρυνε λίγο. Φώναξε κοντά του εκείνον τον μικρό που τον αποκαλούσε Κωστάκη, και του είπε να ετοιμάσουν για μας φρούτα. Ζήτησε συγγνώμη για τις αδιάκριτες ερωτήσεις που έκανε και μας συλλυπήθηκε. Αν δεν άνοιγα πάλι τη συζήτηση για το δώρο που είχαμε γι' αυτόν δε νομίζω πως θα το θυμόταν, τον είχε κλονίσει ο θάνατος του πατέρα σου. Η Μυρτώ δεν μπόρεσε να μην σκεφτεί εκείνη τη στιγμή το ποσό παράξενα παιχνίδια παίζει η ζωή στους ανθρώπους, που να ξέρει ο Πέπος πως θανών ήταν ο άνθρωπος που του είχε στερήσει την αδερφή που τόσο πολύ ήθελε, και πως αυτόν τον άνθρωπο τον είχε συναντήσει όταν είχε πάει την κοπέλα του στο νοσοκομείο και πως ο γυναικολόγος που την είχε εξετάσει ήταν το ίδιο πρόσωπο; Ο θείος της διέκοψε τις σκέψεις της επιζητώντας την προσοχή της για να συνεχίσει την αφήγηση. Όταν λοιπόν του θύμισαν πως είχαν γι' αυτόν κάποιο δώρο επανήλθε στο πρόσωπο του το χαμόγελο. 

Σηκώθηκε για να χαιρετήσει κάποιες παρέες που έφευγαν και με την πρώτη ευκαιρία επέστρεψε πάλι κοντά μας. Με το που επέστρεψε πήρε ένα σοβαρό ύφος και μας είπε πως ήθελα να μας ζητήσει μια χάρη, γεμάτοι απορία περιμέναμε ν' ακούσουμε ποια ήταν η χάρη που θα μας ζητούσε. Μας παρακάλεσε να του επιτρέψουμε να μας κάνει το τραπέζι!! Επέμενε τόσο πολύ που μας έφερε σε δύσκολη θέση. Η Μυρτώ ήταν γεμάτη αγωνία, ανυπομονούσε να μάθει τη συνέχεια. Δεν επιμείναμε εκείνη τη στιγμή γιατί θεωρήσαμε πως είχε έρθει η ώρα να του παραδώσουμε το δώρο σου. Όταν του παρέδωσα το δώρο, και του είπα πως είναι από σένα Μυρτώ, έλαμψε το πρόσωπο του, πήρε, με ευλάβεια θα έλεγα, την τσάντα και την κρατούσε στην αγκαλιά του. Απευθυνόμενος στην μητέρα σου ρώτησε αν θα ήταν αγένεια να μην ανοίξει εκείνη τη στιγμή το δώρο γιατί ήθελε να το κάνει το βράδυ που θα ήταν μόνος. Εντωμεταξύ σ' ένα μικρό τραπέζι απέναντι από μας, καθόταν ένας γέροντας που αποκαλούσε τον Πέπο Σπύρο παιδί μου, και ο Πέπος τον αποκαλούσε Πατροκοσμά. Το περιβάλλον ήταν πολύ ζεστό, οικογενειακό θα έλεγα νόμιζες πως οι πελάτες ήταν καλεσμένοι στο σπίτι του Πέπου γιατί όλοι οι τουρίστες έπιαναν μαζί του φιλική κουβέντα και καταλάβαινες πως δεν ήταν απλά μια εμπορική σχέση. 

Ειδικά με μια παρέα 5 ατόμων που θα πρέπει να ήταν Σκανδιναβοί, 3 παιδιά και δύο γονείς ήταν τέτοια η σχέση που νομίσαμε πως θα πρέπει να ήταν συγγενείς. Κι όμως ήταν απλοί πελάτες οι οποίοι είχαν έρθει για πρώτη φορά στην Ελλάδα και στην ταβέρνα ήταν η τρίτη φορά όπως μας είπε ο Πέπος. Κάναμε ξανά μια προσπάθεια να τον πείσουμε να πληρώσουμε χωρίς φυσικά αποτέλεσμα. Στην κουβέντα παρενέβη και ο Πατροκοσμάς λέγοντας μας πως είναι μάταιο να επιμένουμε γιατί ο Σπύρος ήταν ξεροκέφαλος, τον γνώριζε καλά και μας ζήτησε να αποδεχθούμε την πρόταση του.

Με το που ήρθε ο Πέπος ρώτησε να μάθει ποιο είναι το όνομα της κοπέλας που του έστειλε το δώρο, και για ποιο σκοπό βρισκόταν εκτός Ελλάδας!! Εγώ και η μητέρα σου κοιταχτήκαμε γεμάτοι απορία και γι' αυτό τον ρώτησα από πού αντλεί το συμπέρασμα πως η κοπέλα βρίσκεται εκτός Ελλάδας; Αυθόρμητα μας είπε πως αν η κοπέλα ήταν στην Ελλάδα θα ήταν σίγουρα μαζί τους, δεύτερον το δώρο θα το έδινε η μητέρα της και όχι ο θείος και πως η τσάντα που είχε μέσα το δώρο έκανε μπαμ πως ήταν από Αμερική!! Για μία ακόμα φορά αγαπημένη μου ανιψιά είπα, ο τύπος είναι απίστευτος!! Σηκώθηκα και του έσφιξα το χέρι λέγοντας, συγχαρητήρια είσαι πολύ παρατηρητικός, έπρεπε να ήσουν ερευνητής. Εδώ θα επιτρέψετε σ' εμένα τον αφηγητή να πως πως το ποίημα που έγραψε χρόνια αργότερα ο Επικούρειος Πέπος με τίτλο "ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΑ" οφείλεται σ' αυτή τη συνάντηση. Κλείνω την παρένθεση και αφήνω τον θείο να συνεχίσει. Μας ευχαρίστησε επανειλημμένα για το δώρο, και ζήτησε να μάθει αν θα μπορούσε να με ξαναδεί πριν αναχωρήσω για την Αμερική γιατί κάτι ήθελε να στείλει σε σένα Μυρτώ, αν του το επιτρέπαμε φυσικά, φυσικά και του το επιτρέψαμε και ιδού το δώρο που κρατάς στα χέρια σου είναι από τον Πέπο. Αυτά είναι τα νέα αγαπημένο μου παιδί από τον Πέπο. 

Ως Επίλογο θα συμπλήρωνα πως τη χάρηκα αρκετά αυτή τη συνάντηση με το Πέπο, διέκρινα σ' αυτόν πως είναι πολύ παρατηρητικός, έχει δίψα για μάθηση, έχει μια καλοσύνη και αγαθή ψυχή που τα διακρίνεις αμέσως στο πρόσωπο του και στο βλέμμα του. Του υποσχέθηκα πως όταν επισκέπτομαι την Αθήνα θα τον αναζητώ πάντα, να μην ξεχάσω να σου πω πως έκανε και σε μένα ένα δώρο, ήταν ο όρκος του Ιπποκράτη και όταν μου το έδωσε μου είπε: ''γιατρέ ελπίζω κάθε φορά που σας επισκέπτεται κάποιος ασθενής να μην ξεχνάτε τον όρκο του Ιπποκράτη''. Με λίγα λόγια θεωρώ πως στην Αθήνα απέκτησα έναν καινούριο φίλο. Όταν ο θείος αναχώρησε η Μυρτώ έβαλε την κασέτα στο κασετόφωνο και ο χώρος πλημμύρισε από υπέροχες μελωδίες, το μυαλό της έτρεχε στην Αθήνα στο Pepos Restaurant, δεν βιαζόταν καθόλου ν' ανοίξει το δώρο του Πέπου, ήθελε να παρατείνει την αγωνία της. Η ιστορία συνέχιζε να είναι συναρπαστική και παράλληλα συγκλονιστική. 

Ας αφήσουμε όμως την Μυρτώ λίγο πριν ανοίξει το δώρο του Πέπου και ας επιστρέψουμε στο PEPOS RESTAURANT Διονυσίου Αρεοπαγίτου 18.

10.1.21

ΔΕΚΑΤΟ ΟΓΔΟΟ ΜΕΡΟΣ της πιο συναρπαστικής ιστορίας του πλανήτη. Διονυσία και Επίκουρος.

Δέκατο Όγδοο Μέρος. Σύνδεση με το προηγούμενο, Την επόμενη της άφιξης στο Γιοχάνεσμπουργκ, της γιαγιάς και της εγγονής, ο Ντέρικ τηλεφώνησε στον Επίκουρο για να τον ευχαριστήσει για την ανεπανάληπτη φιλοξενία που είχαν προσφέρει στην μητέρα του και στην κόρη του.

Ας επιστρέψουμε όμως στην Αμερική κοντά στην Μυρτώ η οποία ξεκίνησε την εργασία της με πολύ καλή διάθεση στο ερευνητικό κέντρο εξωσωματικής, και σύντομα δρομολόγησε να συναντηθεί με τον θείο της τον Ιπποκράτη προκειμένου να συζητήσει μαζί του την πρόθεση της να επιστρέψει στην Ελλάδα. Δυστυχώς ο θείος της δεν μπόρεσε να παραβρεθεί στην κηδεία του πατέρα της γιατί εκείνη την ημέρα ήταν ο κύριος ομιλητής σε ένα συνέδριο καρδιολογίας που γινόταν στο Τόκιο της Ιαπωνίας. Αφού άκουσε με προσοχή τα επιχειρήματα της  ανιψιάς του την συμβούλευσε κι αυτός όπως η μητέρα της, να μην πάρει βιαστικές αποφάσεις για τις οποίες αργότερα θα μετάνιωνε, τις είπε επίσης πως η μητέρα της έχαιρε άκρας υγείας και συν το χρόνο θα ήταν σε θέση να διαχειριστεί σωστά την απώλεια του πατέρα της.

Όλα αυτά που άκουγε από τον θείο της ήταν λογικά, έπρεπε να πάρει λίγο χρόνο πριν πάρει την τελική της απόφαση. Ανακοίνωσε στον θείο της πως τα ερχόμενα Χριστούγεννα σκόπευε να επισκεφθεί τη Νότια Αφρική, αυτό δεν φάνηκε περίεργο στον θείο της γιατί εκτός από την σχέση που είχε η οικογένεια της με την οικογένεια της Nanas και του Ian λόγω της DENISE, γνώριζε το ποσό αγαπούσε η ανιψιά του τα ταξίδια, το πόσο ήθελε να ανακαλύπτει και να εξερευνά καινούργιους προορισμούς. Την αγαπούσε πολύ την ανιψιά του, του θύμιζε την μητέρα του, είχε πάρει πολλά χαρίσματα από την γιαγιά της. Ένιωθε πάντα μεγάλη ευθύνη γι' αυτήν γιατί αυτός ήταν η αιτία που ήρθε στην Αμερική, ειδικά τώρα που δεν είχε τον πατέρα της ένιωθε πως θα έπρεπε να επωμιστεί -- διακριτικά βέβαια -- κι αυτόν τον ρόλο.

Ως νέα επιστήμων ήταν πολύ αφοσιωμένη και είχε μπροστά της ένα λαμπρό μέλλον, ήταν ήδη μία κορυφαία ερευνήτρια, οι συνάδελφοι της μιλούσαν γι' αυτήν με τα καλύτερα λόγια. Ήταν πολύ δραστήρια, πολύ όμορφη, πολύ χαρισματική, και κυρίως με ένα αγγελικό πρόσωπο που είχε πάντα ένα χαμόγελο, ήταν η δική του Καρυάτιδα.

Η Μυρτώ έτρεφε κι αυτή συναισθήματα αγάπης και σεβασμού για τον θείο της, δεν ξεχνούσε άλλωστε το ποσό της είχε συμπαρασταθεί στα πρώτα χρόνια της άφιξης της στην Αμερική. Μετά από αυτή τη συνάντηση ρίχτηκε με τα μούτρα στην εργασία της και στην οργάνωση του ταξιδιού. Εντωμεταξύ σχεδόν σε καθημερινή βάση επικοινωνούσε με την μητέρα της, αυτή την επαφή την είχε ανάγκη η μητέρα της και η ίδια. Η μητέρα της την ενημέρωσε πως οι ετοιμασίες για το μνήμα του πατέρα της είχαν σχεδόν ολοκληρωθεί και πως όλα ήταν έτοιμα για το μνημόσυνο. Της είπε επίσης πως είχε μιλήσει με τον μαρμαρά για το Στάθι και Οίκτιρον. Η ίδια δεν θα μπορούσε δυστυχώς να παραβρεθεί, δεν μπορούσε να ζητήσει πάλι άδεια, ωστόσο τα καλά νέα ήταν πως θα πήγαινε στην Ελλάδα για το μνημόσυνο ο θείος της. Με τον θείο της βρήκε την ευκαιρία να στείλει ένα μικρό δωράκι και ένα γράμμα στον δάσκαλο!! Δεν ξεχνούσε πως ο ίδιος της είχε κάνει δώρο εκείνη την κασέτα με τις υπέροχες μουσικές που άκουγε σχεδόν σε καθημερινή βάση. Συναντήθηκε ξανά με τον θείο της την προηγούμενη της αναχώρησης του για την Ελλάδα γιατί ήθελε να του δώσει το δώρο για την μητέρα της και για τον δάσκαλο. Όταν ο θείος πήρε τις τσάντες στα χέρια του κοντοστάθηκε λίγο και πολύ διακριτικά ρώτησε την Μυρτώ: συμβαίνει κάτι μ' αυτόν τον Pepo; Σαστισμένη η Μυρτώ του είπε: σαν τι να συμβαίνει θείε; Προς στιγμήν τα έχασε γιατί πέρασε από το μυαλό της πως ο θείος της ήταν γνώστης της ιστορίας των διδύμων. Ο θείος πρόσεξε την ταραχή της, και δήθεν αθώα την ρώτησε, σ' αρέσει τόσο πολύ; Τώρα κατάλαβε τι εννοούσε ο θείος της και η καρδιά της ήρθε στη θέση της. Χαμογέλασε και του εξήγησε πώς γνωρίστηκαν και το δώρο που της είχε κάνει, αυτός ήταν και ο λόγος που του έστελνε κι αυτή το δικό της δώρο, αυτό ήταν όλο. Εννοείται πως απέκρυψε από τον θείο της την αλήθεια, αφού δεν γνώριζε κάτι δεν θεώρησε σωστό να του κάνει κάποια αναφορά. 

Όταν χώρισε με τον θείο της αυθόρμητα ρώτησε τον εαυτό της. Αυτό ήταν όλο; Αναρωτήθηκε μήπως ο θείος της είδε κάτι που δεν μπορούσε να δει η ίδια; Ήθελε μήπως να κρύψει κάτι; Αυτό το ενδεχόμενο δεν την είχε απασχολήσει καθόλου, ή τουλάχιστον έτσι ήθελε να πιστεύει. Από την πρώτη στιγμή που συνάντησε τον δάσκαλο τον συμπάθησε, αυτό ήταν αλήθεια, όλη αυτή την συμπάθεια την απέδωσε στο συναίσθημα της συμπόνιας που ένιωθε γι' αυτόν τον νεαρό λόγω της γνωστής ιστορίας. Όση ώρα έμειναν κοντά τους όταν είχαν επισκεφτεί το PEPOS RESTAURANT της είχε κάνει μεγάλη εντύπωση, αυτό ήταν αλήθεια, ήταν καλός συζητητής, και παρά το νεαρό της ηλικίας του φαινόταν ενημερωμένος για αρκετά θέματα. Αντικειμενικά ήταν ένας πολύ ενδιαφέρον άνθρωπος, είχε επίσης καλό γούστο στις γυναίκες γιατί θυμήθηκε την μαυρομαλλούσα που συνάντησαν εκεί η οποία δεν ήταν απλώς όμορφη, ήταν θεά. Τα συναισθήματα της ήταν λίγο μπερδεμένα, έβαλε την κασέτα να παίζει και στάθηκε γυμνή μπροστά στον καθρέφτη, κάρφωσε το βλέμμα της στο είδωλο της και το ρώτησε, τι συμβαίνει;

Απάντηση δεν έλαβε, απλά η κοπέλα που ήταν μέσα στον καθρέφτη χαμήλωσε τα μάτια και ντύθηκε. Η γυμνή αλήθεια δεν εμφανίστηκε.

Οι μήνες περνούσαν και η ζωή της κυλούσε ομαλά, όπως πριν, το μόνο αξιοσημείωτο που είχε μεσολαβήσει ήταν η επιστροφή του θείου Ιπποκράτη από την Ελλάδα και τα νέα του από την συνάντηση που είχε με τον Πέπο. Ο θείος ήταν κι αυτό ενθουσιασμένος από αυτή τη γνωριμία, ο Πέπος ήταν ωραίος τύπος και έξω καρδιά. Είχαν επισκεφτεί το Pepos Restaurant με την αδερφή του, δηλαδή την μητέρα της Μυρτούς για να παραδώσουν στο Πέπο το δώρο και με την ευκαιρία να δειπνήσουν μια και η Νεφέλη του είχε πει τα καλύτερα λόγια για τα σπιτικά φαγητά που είχαν δοκιμάσει την πρώτη φορά. Τώρα αρχίζει η εξιστόρηση της συνάντησης προς την Μυρτώ.

Ιπποκράτης:

Λοιπόν Μυρτώ κάθισε να σου πω τα νέα, με το που αντίκρισε την μητέρα σου, την θυμόταν πολύ καλά, χάρηκε πάρα πολύ, το έβλεπες αυτό στο πρόσωπο του, αυτός ο νέος έχει ένα πρόσωπο που δεν μπορεί να κρύψει τίποτα, η πρώτη ερώτηση που έκανε ήταν για σένα Μυρτώ μου, ρώτησε πως δεν ήταν μαζί μας και η κόρη μας!!  Προφανώς νόμισε πως η μητέρα σου ήταν η γυναίκα μου. Του είπαμε πως θα του εξηγήσουμε και μας οδήγησε στον κήπο, απ' ό,τι μου είπε η μητέρα σου καθίσαμε τυχαία στο ίδιο τραπέζι που είχατε καθίσει μαζί. Αφού πήραμε τα σχετικά εδέσματα, τυροπιτάκια της γιαγιάς, Προδόρπιο των Θεών, σαλάτα χωριάτικη και σουτζουκάκια σμυρνέικα μας έφερε και ροζέ οίνο. Κατά την διάρκεια που εξυπηρετούσε τους υπόλοιπους πελάτες παρατήρησα πως έριχνε κλέφτες ματιές σε μένα και την μητέρα σου. Όταν βρήκε χρόνο τον καλέσαμε να καθίσει κοντά μας γιατί κάτι είχαμε για ' αυτόν. Για μένα; Ρώτησε γεμάτος απορία, και συνέχισε λέγοντας, συγγνώμη που θα το πω αλλά πιο πολύ γι' αδέρφια μοιάζετε παρά για ζευγάρι!! Ο τύπος ήταν απίστευτος!! εντωμεταξύ υπήρχε κάποιος μικρός που βοηθούσε στο σερβίρισμα και όλη την ώρα δάσκαλε και δάσκαλε τον αποκαλούσε. Του είπαμε την αλήθεια, δηλαδή αυτό που είχε καταλάβει, πως ήμασταν αδέρφια. Με το που το άκουσε αυτό προς μεγάλη μας έκπληξη συννέφιασε το πρόσωπο του. 

Κάπου εδώ θα σταματήσω την αφήγηση του δέκατου Όγδοου μέρους, σας χαιρετώ, ο αφηγητής Πεπέ.