Μετά το εμβόλιμο ταξίδι των δύο φίλων στο Να'ι'ρόμπι και στο Γιοχάνεσπουργκ ας επιστέψουμε στην Αμερική, η Μυρτώ άνοιξε το δώρο του Πέπου και βρήκε μέσα ένα βιβλίο, ήταν μία ποιητική συλλογή του Οδυσσέα Ελύτη με τίτλο ''ΜΟΝΟΓΡΑΜΜΑ'' έναν μικρό πίνακα ζωγραφικής που είχε φιλοτεχνήσει η κορυφαία ζωγράφος ΜΥΡΣΊΝΗ ΑΛΕΞΟΠΟΥΛΟΥ που εκτός από κορυφαία ζωγράφος ήταν και κορυφαία σύζυγος, η κ. Μυρσίνη ήταν σύζυγος του πιο τυχερού ανθρώπου του πλανήτη του ΝΙΚΟΥ ΑΛΕΞΟΠΟΥΛΟΥ λέω του πιο τυχερού γιατί γυναίκες σαν την κ. Μυρσίνη υπάρχουν 1 στο εκατομμύριο, δίπλα από το PEPOS RESTAURANT είχαν κατάστημα με είδη λα'ι'κής τέχνης, αυτής της υπέροχης γυναίκας για την οποία ο Επίκουρος στάζει μέλι το στόμα του όταν μιλάει γι' αυτήν, ελπίζω ο σύζυγός της να την έχει στο εικονοστάσι του τώρα που είναι εν ζωή, γιατί αυτή η γυναίκα είναι άγιος άνθρωπος κατά τα λεγόμενα πάντα του Πέπου. Το τρίτο δώρο ήταν ένας στυλός ασημένιος όπου πάνω ήταν χαραγμένο το όνομά της. Η Μυρτώ τοποθέτησε τον μικρό πίνακα πάνω από το γραφείο της σε θέση που πάντα όταν καθόταν στο γραφείο της να είναι στο οπτικό της πεδίο για να την ταξιδεύει. Αμέσως μετά άρχισε να διαβάζει το ''ΜΟΝΟΓΡΑΜΜΑ''.
Το Μονόγραμμα του Οδυσσέα Ελύτη (απόσπασμα)Σ’ αγαπάω μ’ ακούς;
Κλαίω, πως αλλιώς, αφού αγαπιούνται οι άνθρωποι
κλαίω για τα χρόνια που έρχονται χωρίς εμάς
και τραγουδάω για τα αλλά που πέρασαν, εάν είναι αλήθεια.
Για τα «πίστεψέ με» και τα «μη.»
Μια στον αέρα μια στη μουσική,
εάν αυτά είναι αλήθεια τραγουδάω
κλαίω για το σώμα πού άγγιξα και είδα τον κόσμο.
Έτσι μιλώ για σένα και για μένα..
Επειδή σ’ αγαπάω και στην αγάπη
ξέρω να μπαίνω σαν πανσέληνος
από παντού, για σένα
μέσα στα σεντόνια, να μαδάω λουλούδια κι έχω τη δύναμη.
Αποκοιμισμένο, να φυσάω να σε πηγαίνω παντού,
σ’ έχουν ακούσει τα κύματα πως χαϊδεύεις,
πως φιλάς, πως λες ψιθυριστά το «τι» και το «ε.»
Πάντα εμείς το φως κι η σκιά.
Πάντα εσύ τ’ αστεράκι και πάντα εγώ το σκοτάδι,
πάντα εσύ το πέτρινο άγαλμα και πάντα εγώ η σκιά πού μεγαλώνει.
Το κλειστό παντζούρι εσύ, ο αέρας πού το ανοίγει εγώ.
Επειδή σ’ αγαπάω και σ’ αγαπάω.
Πάντα εσύ το νόμισμα και εγώ η λατρεία που το εξαργυρώνει
τόσο η νύχτα, τόσο η βοή στον άνεμο.
Τόσο η ελάχιστη σου αναπνοή που πια
δεν έχω τίποτε άλλο μες στους τέσσερις τοίχους,
το ταβάνι, το πάτωμα να φωνάζω από σένα
και να με χτυπά η φωνή μου
να μυρίζω από σένα και ν’ αγριεύουν οι άνθρωποι.
Επειδή το αδοκίμαστο και το απ’ αλλού φερμένο
δεν τ’ αντέχουν οι άνθρωποι κι είναι νωρίς, μ’ακούς;
Είναι νωρίς ακόμη μέσα στον κόσμο αυτόν αγάπη μου
να μιλώ για σένα και για μένα.
Είναι νωρίς ακόμη μες στον κόσμο αυτόν, μ’ ακούς;
Είμ’ εγώ, μ’ ακούς; Σ’ αγαπάω, μ’ ακούς;
Πού μ’ αφήνεις, που πας, μ’ ακούς;
Θα ’ρθει μέρα, μ’ ακούς; για μας, μ’ ακούς;
Πουθενά δεν πάω, μ’ ακούς;
Ή κανείς ή κι οι δύο μαζί, μ’ ακούς;
το λουλούδι αυτό της καταιγίδας και μ’ ακούς;
Της αγάπης μια για πάντα το κόψαμε
και δεν γίνεται ν’ ανθίσει αλλιώς, μ’ ακούς;
Σ’ άλλη γη, σ’ άλλο αστέρι, μ’ ακούς;
δεν υπάρχει το χώμα δεν υπάρχει ο αέρας που αγγίξαμε,
ο ίδιος, μ’ ακούς;
και κανείς δεν κατάφερε από τόσον χειμώνα
κι από τόσους βοριάδες, μ’ ακούς;
Νά τινάξει λουλούδι, μόνο εμείς, μ’ ακούς;
Μες στη μέση της θάλασσας
από το μόνο θέλημα της αγάπης, μ ’ακούς.
Ανεβάσαμε ολόκληρο νησί, μ’ ακούς.
Άκου, ποιος μιλάει στα νερά και ποιος κλαίει, ακούς;
Είμαι εγώ που φωνάζω κι είμαι εγώ που κλαίω, μ’ ακούς;
Σ’ αγαπάω, σ’ αγαπάω, μ’ ακούς;
Για σένα έχω μιλήσει σε καιρούς παλιούς
και γιατί, λέει, να μέλει κοντά σου να ’ρθω.
Που δεν θέλω αγάπη αλλά θέλω τον αέρα που αναπνέεις
και για σένα κανείς δεν είχε ακούσει.
Μόνη να περιμένω που θα πρωτοφανείς
σαν από μια εικόνα καταστραμμένη.
Που κανείς να μην έχει δει για σένα για σένα μόνο εγώ,
μπορεί, και η μουσική που διώχνω μέσα μου
αλλά αυτή γυρίζει δυνατότερη για σένα,
όλα για σένα, για σένα σαν καρφίτσα η μυρωδιά η πικρή.
Που βρίσκει μες στο σώμα και που τρυπάει τη θύμηση
έτσι σ’ έχω κοιτάξει που μου αρκεί.
Να’ χει ο χρόνος όλος αθωωθεί μες σε αυτά που το πέρασμα σου αφήνει.
Νίκη, νίκη όπου έχω νικηθεί πριν από εσένα και μαζί σου.
Πήγαινε, και ας έχω εγώ χαθεί ένα κρεβάτι μεγάλο και πόρτα μικρή
Έχω ρίξει μέσα μια φωνή κι έναν καθρέφτη να κοιτάζομαι κάθε πρωί που ξυπνώ.
Να σε βλέπω μισό να περνάς από μπροστά μου
και μισή να κλαίω για αυτό που χάνω, σ’ αγαπάω… Μ’ ακούς;
Σ’ αγαπώ, σ’ αγαπώ, μ’ ακούς.
Με τον στυλό που έλαβε ως δώρο έγραψε ένα μικρό σημείωμα και το έβαλε μέσα στο βιβλίο, το ΜΟΝΟΓΡΑΜΜΑ έγινε η απαραίτητη συντροφιά της, Στην πρώτη σελίδα του βιβλίου υπήρχε το πιο κάτω κείμενο.
Ένας λόγος, Ένα βλέμμα, Ένας στίχος, Μία χειρονομία, Ένα χαμόγελο, Κι ίσως η μοίρα παρεκκλίνει κι αλλάζει πορεία η ζωή μας........
Ο Δεκέμβριος έφτασε γρήγορα και η Μυρτώ τακτοποιούσε τις τελευταίες εκκρεμότητες για το δεκαήμερο ταξίδι στη Νότια Αφρική. Είχε εντωμεταξύ ενημερώσει τη Nana και τον Ian πως σκόπευε να τους επισκεφθεί για να κάνει Χριστούγεννα μαζί τους οι οποίοι ενθουσιάστηκαν με την είδηση αυτή. Στις 20 Δεκεμβρίου του 1977 η Μυρτώ με την πτήση 447 της american airlines αναχώρησε για το Γιοχάνεσμπουργκ, το ταξίδι ήταν περίπου 15 ώρες. Επιβιβάστηκε και κάθισε αναπαυτικά στην πολυθρόνα της, δίπλα της κάθισε μία νεαρή κοπέλα περίπου 30 ετών πολύ ευγενική και με καλή διάθεση, ρώτησε μάλιστα αν θα προτιμούσε αυτή να καθίσει προς το παράθυρο μιας και η ίδια είχε κάνει πάρα πολλές φορές αυτό το ταξίδι και δεν θα την πείραζε να της παραχωρήσει τη θέση της. Η Μυρτώ ευχαρίστησε την κοπέλα και αποδέχτηκε την πρόταση γεμάτη χαρά. Πάντα της άρεσε να ταξιδεύει κοντά στο παράθυρο. Επίσης σκέφτηκε πως το ταξίδι άρχιζε με τους καλύτερους οιωνούς. Το αεροπλάνο ήταν σχεδόν γεμάτο. Αυτό που την απασχολούσε ήταν αν θα αποφάσιζε να μιλήσει στους γονείς της DENISE για το γράμμα του πατέρα της, και αν θα έκανε κάποια κουβέντα με την DENISE. Είχε στην διάθεσή της περίπου 15 ώρες για να το σκεφτεί. Θα ξεκινούσε από τους γονείς, αν οι γονείς είχαν αποκαλύψει στην κόρη τους πως ήταν υιοθετημένη τότε θα αποκάλυπτε το περιεχόμενο του γράμματος του πατέρα της. Σε διαφορετική περίπτωση έπρεπε να τηρήσει τα συμφωνηθέντα με τον θείο της τον Δευκαλίωνα τον αδερφό του πατέρα της.
Φυσικά και η Μυρτώ αγνοούσε την καλοκαιρινή συνάντηση των: DERICCK, DENISE και του PEPOU που είχε γίνει όπως γνωρίζουμε τον Ιούλιο της ίδιας χρονιάς, και μάλιστα την ίδια μέρα του θανάτου του πατέρα της, όλα αυτά τα αγνοούσε, που να φανταστεί πως από κάποιο παιχνίδι της τύχης; ή από κάποιες αόρατες δυνάμεις που κινούσαν τα νήματα αυτής της ιστορίας, πως τα δίδυμα που δεν γνώριζε το ένα την ύπαρξη του άλλου, θα συναντιόντουσαν εκείνη την καλοκαιρινή μέρα στον ίδιο χώρο που η ίδια είχε γνωρίσει τον Πέπο; Που να το φανταστεί πως τα δίδυμα συναντήθηκαν 22 χρόνια μετά τη γέννησή τους και χωρίς να ξέρουν τι τα ενώνει ένιωσαν εκείνη την αμοιβαία έλξη αφού ήταν δίδυμα; Που να φανταστεί πως εκείνο το μεσημέρι της εβδόμης Ιουλίου θα ξετυλιγόταν το κουβάρι της πιο συγκλονιστικής ιστορίας του κόσμου; Που να φανταστεί η Μυρτώ πως άθελά της έγινε κι αυτή μέρος αυτής της ιστορίας και μάλιστα ο πιο σημαντικός κρίκος; Έπιασε τον στυλό στα χέρια της και άρχισε να ενημερώνει το ημερολόγιό της, αγαπητοί φίλοι χάρη σ' αυτό το ημερολόγιο μπόρεσε ο Επικούρειος Πέπος να γράψει όλα αυτά που γράφει σ' αυτή την αληθινή ιστορία, χάρη σ' αυτό το ημερολόγιο είχε στα χέρια του όλες τις πτυχές αυτής της ιστορίας.
Κάποια στιγμή αργότερα ο Επικούρειος Πέπος ενεπλάκη θετικά και σε κάποιο άλλο ημερολόγιο που είχε χάσει η καλή του φίλη ΑΜΑΡΡΥΛΙΣ και τυχαία έπεσε στα δικά του χέρια, όταν η ΑΜΑΡΡΥΛΙΣ κατάλαβε πως αυτό που κατείχε ο Πέπος ήταν το δικό της ημερολόγια παρ' ολίγο να την έχαναν γιατί λιποθύμησε. Όταν συνήλθε υποσχέθηκε στον Επίκουρο πως με την πρώτη ευκαιρία που θα επισκεπτόταν την ΚΟΖΑΝΗ θα του έφτιαχνε μία κατσαρόλα με γιαπράκια - σαρμαδάκια γιατί γνώριζε την γαστρονομική αδυναμία του Επίκουρου. Κάπου εδώ θα σταματήσω την αφήγηση του εικοστού δεύτερου μέρους. Σας χαιρετώ, ο αφηγητής Πεπέ.