Life for Life
"Το θαύμα δεν είναι πουθενά
παρά κυκλοφορεί μέσα
στις φλέβες του ανθρώπου!!!"


"Στης σκέψης τα γυρίσματα μ’ έκανε να σταθώ
ιδέα περιπλάνησης σε όμορφο βουνό.
Έτσι μια μέρα το ’φερε κι εμέ να γυροφέρει
τ’ άτι το γοργοκίνητο στου Γοργογυριού τα μέρη !!!"


ΣΤΗΝ ΑΥΛΗ ΜΑΣ
Εμείς στο χωριό μας έχουμε ακόμα αυλές. Εκεί μαζευόμαστε, αμπελοφιλοσοφούμε,
καλαμπουρίζουμε, ψιλοτσακωνόμαστε μέχρι τις... πρώτες πρωινές ώρες! Κοπιάστε ν' αράξουμε!!!
-Aναζητείστε το"Ποίημα για το Γοργογύρι " στο τέλος της σελίδας.

23.3.21

ΦΡΙΝΤΡΙΧ ΣΙΛΕΡ ''ΩΔΗ ΣΤΗ ΧΑΡΑ'' 21 ΜΑΡΤΙΟΥ ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΗΜΕΡΑ ΠΟΙΗΣΗΣ Η επιλογή έγινε από την Λαμπρινή - Λόλα - Δολέντσια.

 Ποίημα: "Ωδή στη Χαρά", του Φρίντριχ Σίλερ.

Κόρη εσύ των Ηλυσίων,

ω Χαρά, σπίθα πανέμορφη, Θεϊκή,

ένα πύρινο μεθύσι

στο δικό σου το ναό μας οδηγεί.

Η κακιά ό,τι σκόρπισε συνήθεια

να τα μάγια σου το δένουνε ξανά,

όλοι οι άνθρωποι, ω θεά, αδερφώνονται, όπου

η φτερούγα η απαλή σου τριγυρνά.

🎷🎷🎷

Όλα τα έθνη αγκαλιαστείτε! Σε όλον, τον κόσμο στέλνω εγώ τούτο το φιλί.

Έναν έχουμε πατέρα, αδέρφια, εκεί

απ' των άστρων πιο ψηλά το θόλο.

🎹🎹🎹

Όποιος ενός φίλου ο φίλος είναι,

όποιος πέτυχε τέτοια έξοχη ζαριά,

όποιος βρήκε μια καλή γυναίκα, ας σμίξει

τη φωνή του στα χαρούμενα βουητά.

Φτάνει μόνο μια ψυχή στον κόσμο τούτον

να μπορεί κανείς δικιά του να την πει.

Αλλ' αυτός που δεν το πέτυχε ποτέ του,

κλαίοντας έξω από τον κύκλο ας τραβηχτεί.

Τη συμπάθεια να τιμά και να λατρεύει

όποιος ζει σ' αυτή τη γη.

Προς τ' αστέρια αυτή οδηγεί

όπου του Άγνωστου είν' ο θρόνος κι αφεντεύει.

🎨🎨🎨

Όλα τα όντα από τα στήθια της μεγάλης

Φύσης τη χαρά ρουφούν,

και οι καλοί μα και κακοί τα ρόδινά της

ίχνη πάντα ακολουθούν.

τα φιλιά και τα σταφύλια αυτή μας δίνει,

ένα φίλο, κι ως το θάνατο πιστό.

Ηδονή και το σκουλήκι ακόμα νιώθει,

στέκει ορθό το Χερουβείμ μπρος στο Θεό.

Έθνη, εσείς χάμω θα πέσετε, εσείς μόνο;

Πες! Τον πλάστη τον μαντεύεις, κόσμε εσύ;

Θα τον βρεις πάνω απ' των άστρων τη σκηνή.

Πάνω απ' τ' άστρα το μεγάλο του έχει θρόνο.

🎻🎻🎻

Η φτερούγα η δυνατή στην αιώνια φύση

ονομάζεται χαρά.

Τους τροχούς μες στο τρανό ρολόϊ του κόσμου

η χαρά τους σπρώχνει πάντοτε μπροστά.

Απ' τα ουράνια, στης χαράς το κάλεσμα ήλιοι

ξεπετιούνται, κι απ' τα σπέρματα οι ανθοί.

🎷🎷🎷

Η χαρά μέσα στο χάος γυρίζει σφαίρες

που αστρονόμου δεν τις γνώρισε γυαλί.

Όπως οι ήλιοι αναγαλλιάζοντας πετάνε

στην ουράνια, την υπέρλαμπρη απλωσιά,

μπρος!, αδέλφια, με χαρούμενη καρδιά,

όμοιοι με ήρωες που γραμμή στη νίκη πάνε.

📚📚📚

Απ' τον πέτρινο καθρέφτη της αλήθειας

στον ερευνητή χαμογελά.

Στην τραχιά της αρετής κορφή ανεβάζει

τον που σηκώνει ένα φορτίο και δεν βογκά.

οι σημαίες της κυματίζουνε στης πίστης

το βουνό το φωτερό.

σπάει το φέρετρο και μέσα απ' τις ραγάδες

λάμπει εκείνη στων αγγέλων το χορό.

Λαοί, θάρρος! η αντοχή να μη σας λείψει,

και για ανώτερο έναν κόσμο υπομονή!

Πάνω εκεί, περ' απ' των άστρων τη σκηνή,

ένας θεός στέκει τρανός, και θ' ανταμείψει.


Με τους θεούς πώς να τα βάλεις; Είν' ωραίο

να τους μοιάσεις. τούτο αρκεί.

Ας σιμώσουν οι φτωχοί κι οι πονεμένοι

να χαρούν με τους χαρούμενους κι αυτοί.

Όχι εκδίκηση και μίση. ας ξεχαστούνε.

στον θανάσιμον οχτρό συγγνώμη πια.

ας μην πιέζουνε τα μάτια του τα δάκρυα,

κι άλλο τύψη ας μην του τρώει πια την καρδιά.

Μας χρωστούν; Όλ' ας σκιστούνε τα τεφτέρια!

Συμφιλίωση γενική!

Όπως κρίναμε, αδελφοί,

έτσι κρίνει κι ο Θεός ψηλά απ' τ' αστέρια.


Η χαρά σπιθοβολάει μες στα ποτήρια.

μέσα στο αίμα το χρυσό του σταφυλιού

ηρωισμού ρουφούν ορμή οι απελπισμένοι,

κι οι κανίβαλοι γαλήνεμα του νου.

Το ποτήρι όταν το γύρο του θα κάνει,

απ' τις θέσεις σας αδέρφια μου, όλοι ορθοί!

Ως ψηλά τον ουρανό οι αφροί ας ραντίσουν

προς το πνεύμα του Αγαθού τούτη η σπονδή!

Που γι αυτόν χορός αγγέλων ύμνους ψάλλει

και των άστρων τον δοξάζουν οι χοροί.

Προς το πνεύμα του Αγαθού τούτη η σπονδή

περ' απ' τ' άστρα, μες στου απείρου την αγκάλη.


Αντοχή στα πικρά βάσανα, βοήθεια

όπου ένας αθώος θρηνεί,

σταθερότητα στον όρκο, την αλήθεια

και σ' οχτρούς μα και σε φίλους αντικρύ.

μπος σε θρόνους ρηγικούς αντρείκια στάση,

κι αν, αδέλφια μου, στοιχίσει ή αίμα ή βιός,

το βραβείο να πάει σ' αυτόν που δούλεψε άξια,

και στις γέννες της ψευτιάς ξολοθρεμός!

Πιο σφιχτά στον άγιο κύκλο αυτόν πιαστείτε,

όρκο δώστε στο σπιθάτο αυτό κρασί

πως θα μείνετε στο τάξιμο πιστοί.

Στον ουράνιο δικαστή μας ορκιστείτε.

Μετ. Θρασύβουλου Σταύρου

Ο Φρίντριχ Σίλερ (Friedrich Schiller, Μάρμπαχ, 10 Νοεμβρίου 1759 – Βαϊμάρη, 9 Μαΐου 1805) ήταν Γερμανός θεατρικός συγγραφέας, ποιητής και ιστορικός. Τα έργα του μεταφράστηκαν και παίχτηκαν στην Ελλάδα από πολλά θέατρα. Εδώ και χρόνια κυκλοφορεί στο διαδίκτυο ένα υποτιθέμενο ποίημα του με τίτλο “Καταραμένε Έλληνα”. Είναι πράγματι δικό του;

Το συγκεκριμένο ποίημα που του αποδίδεται από κάποιους,, είναι το παρακάτω (στα ελληνικά και τα γερμανικά) :

Καταραμένε Έλληνα…
Όπου να γυρίσω τη σκέψη μου, όπου και να στρέψω τη ψυχή μου, μπροστά μου σε βρίσκω.
Τέχνη λαχταρώ, ποίηση, θέατρο, αρχιτεκτονική, εσύ μπροστά μου, πρώτος κι αξεπέραστος.
Επιστήμη αναζητώ, μαθηματικά, φιλοσοφία, ιατρική, κορυφαίος και ανυπέρβλητος.
Για δημοκρατία διψώ, ισονομία και ισοπαλία, εσύ μπροστά μου, ασυναγώνιστος κι ανεπισκίαστος.
Καταραμένε Έλληνα, καταραμένη γνώση…
Γιατί να σ’ αγγίξω;
Για να αισθανθώ πόσο μικρός είμαι, ασήμαντος, μηδαμινός;
Γιατί δεν μ’ αφήνεις στη δυστυχία μου και στην ανεμελιά μου;

Verdammter Grieche
Wohin ich mein Denken drehe, wohin ich meine Seele wende sehe ich dich, finde ich dich,
sehne ich mich nach Kunst, Poesie, Theater, Architektur, bist du davor,erster, unübertroffen.
Suche ich nach Wissenschaft, Mathematik, Philosophie, Medizin, bist du fuehrend und unüberwindbar.
Durste ich nach Demokratie Fairness und Gleichheit, bist du vor mir, unnachahmbar konkurrenzlos.
Verfluchter Grieche…Verfluchtes Wissen
Warum soll ich dich Berühren ?
Um zu spüren, wie klein ich bin, unwichtig, unbedeutend?
Warum lassen Sie mich nicht in mein Elend und in meine Sorglosigkeit?

Το δαχτυλίδι του Πολυκράτη.

 Στο ξώστεγο στεκόταν του σπιτιού του και τη Σάμο, που τύραννός της ήταν, την κοίταε με καμάρι και χαρά. «Όλα όσα βλέπεις, όλα εγώ τα ορίζω, παραδέξου πως είμαι ευτυχισμένος». Έτσι λέει στον Αιγύπτιο βασιλιά. «Σ’ ευνόησαν οι θεοί· ναι, αυτό είν’ αλήθεια· εκείνους που ίσοι πρώτα ήταν μ’ εσένα το σκήπτρο σου τους πιέζει δυνατό. Αλλά ένας ζει που εκδίκηση διψάει· όσο αγρυπνά του οχτρού σου αυτού το μάτι, καλότυχο πώς θέλεις να σε πω;» Ακόμα ο λόγος έστεκε του ρήγα και να, σταλμένος απ’ τη Μίλητο, ένας μαντατοφόρος φτάνει βιαστικά. «Αφέντη», λέει στον τύραννο, «έλα βάλε δάφνης χλωρό στεφάνι στο κεφάλι και της θυσίας η κνίσα ας πάει ψηλά. Ο οχτρός σου πάει, τον βρήκε το κοντάρι· ο Πολύδωρος, ο άξιος στρατηγός σου, με στέλνει εδώ, το νέο να φέρω αυτό...» Και βγάζει από μια μαύρη ευθύς λεκάνη ένα κεφάλι, ματωμένο ακόμα, πολύ γνωστό, που τρόμαξαν κι οι δυο. Με φρίκη κάνει πίσω ο ξένος ρήγας, με ανήσυχη ματιά, και λέει: «Ωστόσο στην τύχη μη βασίζεσαι πολύ. Με αβέβαιη τύχη ο στόλος σου αρμενίζει στ’ άπιστο κύμα· τι εύκολα, στοχάσου, τα πλοία τα σπάει μιας τρικυμίας οργή!» Το λόγο δεν προφταίνει ν’ αποσώσει· χαράς φωνές κι αλαλαγμοί τον κόβουν, που απ’ το λιμάνι φτάνουν ως εδώ. Βαριά με ξένα πλούτια φορτωμένος των πλοίων ο πολυκάταρτος ο λόγγος στης πατρίδας γυρίζει το γιαλό. Τ’ ακούει ο ξένος ρήγας και σαστίζει. «Σήμερα η τύχη σου είναι στα καλά της, μα η τύχη παίζει, έχε το νου σου εσύ. Οι Κρητικοί, πρωτοτεχνίτες στα όπλα, πολέμου σκιάχτρα αντίκρυ σου έχουν στήσει κι είναι κοντά σε τούτο το νησί». Το ’πε δεν το ’πε, κι απ’ τα πλοία τα πλήθη χυμούν, φωνή χιλιόστομη αλαλάζει: «Νίκη! Δε μας φοβίζουνε οι οχτροί· ο πόλεμος πια τέλειωσε και πάει, τα κρητικά που αρμένιζαν καράβια τα σκόρπισε η φουρτούνα εδώ κι εκεί!» Τ’ ακούει κι ανατριχιάζει ο ξένος φίλος: «Σε κρίνω — πώς αλλιώς; — ευτυχισμένον, μα τρέμω αν θα μπορέσεις να σωθείς. Οι θεοί φθονούν, κι αυτό ’ναι που φοβούμαι· ανόθευτη χαρά απ’ αυτούς στον κόσμο ποτέ θνητός δεν έλαβε κανείς. Κι εμένα σε καλό μου βγήκαν όλα, σ’ όλες τις πράξεις που έκαμα ως μονάρχης οι θεοί μ’ ευνόησαν, μα έναν ακριβό, που ο κληρονόμος μου ήταν, μου τον πήραν, τον είδα, ωιμέ, νεκρό· στην ευτυχία το φόρο μου τον πλέρωσα κι εγώ. Από κακό να φυλαχτείς αν θέλεις, να δέεσαι στους αόρατους, και πόνο να σου δίνουν μαζί με τη χαρά. Δεν ξέρω εγώ θνητό που να του δώσαν τα δώρα τους οι ουράνιοι απλόχερα όλα και να ’χει φτάσει σε καλά στερνά. Οι θεοί αν αυτή τη χάρη δε σου κάνουν, τη συμφορά προκάλεσέ την ο ίδιος· άκου με που σα φίλος σου μιλώ· κι απ’ τ’ αγαθά σου αυτό που το ’χεις πρώτο και την καρδιά σου πιότερο σου ευφραίνει πάρ’ το και ρίχ’ το ο ίδιος στο γιαλό». Τρομάζει αυτός. «Απ’ όλους του νησιού μου τους θησαυρούς το δαχτυλίδι τούτο είναι ό,τι εγώ λογιάζω πιο ακριβό. Στις Ερινύες το δίνω κι ας σχωρέσουν οι θεές την ευτυχία μου». Και πετάει στη θάλασσα τ’ ωραίο διαμαντικό. Πρωί πρωί την άλλη μέρα κιόλας ένας ψαράς στον τύραννο πηγαίνει τον Πολυκράτη με όψη γελαστή: «Δέξου από μένα. αφέντη, αυτό το δώρο· είν’ ένα ψάρι που έπιασα· άλλο τέτοιο ποτέ σε δίχτυ δεν έχει πιαστεί». Κι ο μάγερας, σαν άνοιξε το ψάρι, έρχεται βιαστικός και σαστισμένος και φωνάζει με βλέμμα εκστατικό: «Αφέντη, μέσ’ στο ψάρι, στην κοιλιά του, βρήκα το δαχτυλίδι σου, δεν έχει σύνορα το καλό σου ριζικό». Ο ξένος ρήγας τότε ανατριχιάζει. «Στο σπίτι σου άλλο δεν μπορώ να μείνω και φίλος μου πια να ’σαι δεν μπορείς. Οι αθάνατοι ποθούνε το χαμό σου. Φεύγω να μη χαθώ κι εγώ μαζί σου». Έτσι είπε και στο πλοίο του μπήκε ευθύς. μτφρ. Θρασύβουλος Σταύρου.

22.3.21

Οι μεγάλες συγκρούσεις: Πλάτων vs Αριστοτέλης. Ηλίας Γιαννακόπουλος συγγραφέας - φιλόλογος.

 1.    «Τας ιδέας νοείσθαι μεν, οράσθαι δ’ ου»1

(Πλάτων)

2.  «Άνευ αιτίου ουδέν έστιν»2

(Αριστοτέλης)

Στο σύγχρονο παγκοσμιοποιημένο κόσμο όπου οι νόμοι και το δίκαιο της «αγοράς» τείνουν να αυτονομηθούν οι οικονομολόγοι με την ανοχή, αν όχι την αρωγή, των κοινωνιολόγων φιλοδοξούν να αναδείξουν την «οικονομία» ως το πρώτο κινούν του ανθρώπινου πολιτισμού. Στην αντίπερα όχθη οι επιστήμονες και ιδιαίτερα οι φυσικοί και αστρονόμοι αποκωδικοποιούν τα μυστικά του σύμπαντος και φιλοδοξούν να δώσουν μια πειστική απάντηση για το σημείο μηδέν της αρχής του κόσμου.

Τα τελευταία ευρήματα – σωματίδιο του Θεού και τα βαρυτικά κύματα – φαίνεται να δικαιώνουν τις προσπάθειές τους. Αυτή η αφανής διαπάλη των οικονομολόγων και φυσικών επιστημόνων είναι μια από τις πολλές εκφράσεις των μεγάλων πνευματικών συγκρούσεων του παρελθόντος που καθόρισαν απόλυτα τη μορφή του σύγχρονου (υλικού – πνευματικού) κόσμου.  

Πρωτεργάτες αυτών των «μεγάλων συγκρούσεων» υπήρξαν οι αρχαίοι Έλληνες φιλόσοφοι. Κοινό, ωστόσο, σημείο όλων αυτών ήταν η προσπάθειά τους να αποδεσμευτούν από τα θεολογικά δεσμά του παρελθόντος και να δομήσουν ένα σύστημα ερμηνείας της πραγματικότητας πάνω στη βάση της ανθρώπινης λογικής. Η επιστήμη – στα πρώτα της βήματα – συγκρούστηκε με τα στερεότυπα των θεολογικών – κοσμογονικών μύθων.

Ο Ξενοφάνης, ο Ηράκλειτος, ο Αναξαγόρας και ο Πρωταγόρας με περισσότερη τόλμη από όλους αμφισβήτησαν την ύπαρξη των θεών και το ρόλο τους στη διαμόρφωση της πραγματικότητας. Η σύγκρουση αυτή προκάλεσε την εξορία κάποιων ή το κάψιμο των βιβλίων τους. Η δεύτερη σύγκρουση για τη φύση του «όντος» δίχασε τους Ίωνες φιλοσόφους (Ηράκλειτος..) και τους Ελεάτες (Παρμενίδης). Ο Εμπεδοκλής και ο Δημόκριτος προσπάθησαν να συνθέσουν τις διαφορές Ιώνων και Ελεατών προωθώντας έτσι το διάλογο αλλά και τα λογικά αδιέξοδα. Συνεχιστές της φιλοσοφικής πορείας ο Πλάτων και ο Αριστοτέλης που η σκέψη τους σημάδεψε ανεξίτηλα την επιστήμη και το υπόβαθρο του σύγχρονου κόσμου.

Ο Πλάτων και ο κόσμος των «Ιδεών»

«Το αεί ον, αθάνατον και ωσαύτως έχον»3

Ο Πλάτωνας θητεύοντας στην «αυλή» του Σωκράτη και καταγράφοντας τη διδασκαλία του προσπάθησε να δώσει απαντήσεις αλλά και να βγει από τα αδιέξοδά της Ιωνικής και Ελεατικής σχολής (Ηράκλειτος vs  Παρμενίδης). Ειδικότερα, ο Πλάτων βρίσκεται πιο κοντά στις θέσεις του Παρμενίδη και προσπάθησε με τα έργα του («Τίμαιος») να λύσει το πρόβλημα της σχέσης Ιδέας και Πραγματικότητας. Η θεωρία της «μέθεξης» δίνει προβάδισμα στην αιώνια, ακίνητη και αμετάβλητη ιδέα που κάνει τον αισθητό κόσμο ωχρή απομίμηση. Το «Όν» του Παρμενίδη αποτέλεσε το υπόβαθρο της θεωρίας των Ιδεών του Πλάτωνα. Όπως το Παρμενίδειο ον, έτσι και οι Ιδέες έχουν αυθεντική ύπαρξη, συλλαμβάνονται με τη νόηση, είναι αιώνιες, αγέννητες κι άφθαρτες, ακίνητες και αμετάβλητες. Η διαφορά των Πλατωνικών Ιδεών με το ον του Παρμενίδη είναι ότι αυτές είναι πολλές.

 

 

Για τον Πλάτωνα τα «όντως όντα», τα αληθινά όντα, δηλαδή οι ιδέες είναι μόνο τα αρχέτυπα των αισθητών όντων. Οι ιδέες είναι αιώνιες οντότητες – οι κατοπινοί τις ταύτισαν με τις έννοιες – με πραγματική υπόσταση, έξω από κάθε σωματικότητα και ανεξάρτητες από την ανθρώπινη σκέψη. Οι ιδέες είναι ακίνητες˙ εκείνο που αλλάζει είναι ο αισθητός κόσμος που συνιστά το «απείκασμα» των ιδεών.

Έτσι, ο Πλάτωνας βρήκε τη διέξοδο από τη διαπάλη του Ηράκλειτου (κίνηση – μεταβολή) και του Παρμενίδη (το αγέννητον και ακίνητο ον). Στο θέμα της κατανόησης του κόσμου και των ιδεών ο Πλάτωνας βρέθηκε πιο κοντά στον Παρμενίδη, αφού θεωρεί πως αυτές δεν κατανοούνται με τις αισθήσεις αλλά μόνο με τη βοήθεια της σκέψης. Το λευκό χρώμα ενός αντικειμένου το αντιλαμβανόμαστε έτσι, γιατί «μετέχει» στην ιδέα της «λευκότητας».

  Αυτός ο δυϊσμός του κόσμου του Πλάτωνα – οι αιώνιες Ιδέες και ο κίβδηλος αισθητός κόσμος – αποτέλεσε το βάθρο πάνω στο οποίο τέθηκαν οι βασικές παράμετροι της γνωσιολογίας. Ο αισθητός κόσμος (υλική πραγματικότητα) είναι ο κόσμος της αίσθησης και της ανθρώπινης «δόξας» - γνώμης. Αντίθετα, ο κόσμος των Ιδεών είναι ο κόσμος της νόησης και της αλήθειας (α + λήθη). Ο μύθος του σπηλαίου καταγράφει με γλαφυρότητα και πρωτότυπο τρόπο τόσο την πλάνη των ανθρώπινων αισθήσεων όσο και τον τρόπο με τον οποίο ο άνθρωπος μπορεί να γνωρίσει τον πραγματικό κόσμος, τις Ιδέες.  

Για πολλούς μελετητές του Πλάτωνα «οι πλατωνικές Ιδέες προέκυψαν από την ανάγκη να δοθεί μια ικανοποιητική απάντηση στον ηθικό σχετικισμό των σοφιστών….Ο Πλάτων προτίμησε να διχοτομήσει την πραγματικότητα σε δυο ανεξάρτητα βασίλεια, παρά να αφήσει να πλανάται η σύγχυση φιλοσοφίας και σοφιστών», (Β. Κάλφας – Γ. Ζωγραφίδης).

Ο Αριστοτέλης και η Εντελέχεια

«Διότι μερικά από τα μη όντα υπάρχουν δυνάμει∙ δεν υπάρχουν πραγματικά, επειδή δεν υπάρχουν εντελεχεία»

Ωστόσο, τα δυο αυτά ανεξάρτητα βασίλεια (αισθητός κόσμος – ιδέες) απέρριψε ο Αριστοτέλης που με τις θεωρίες του προχώρησε σε μια sui generis «πατροκτονία», αφού ο Πλάτωνας υπήρξε δάσκαλός του. Για τον Αριστοτέλη, η ουσία της πραγματικότητας, η αληθινή πραγματικότητα δεν βρίσκεται έξω και πάνω από τον αισθητό κόσμο αλλά είναι ενσωματωμένη σε αυτόν. Ο άκρατος Ιδεαλισμός του Πλάτωνα δεν έγινε δεκτός από τον Αριστοτέλη, που ως εκπρόσωπος της τυπικής λογικής φάνηκε περισσότερο πραγματιστής. Γι’ αυτό πρόβαλε με έμφαση τη θέση πως οι μόνες αυθύπαρκτες οντότητες, οι μόνες ουσίες, είναι τα ατομικά, αισθητά πρόσωπα και πράγματα. Γι’ αυτόν οι Πλατωνικές Ιδέες δεν αποτελούν ξεχωριστό βασίλειο του «Όντος, αλλά απλώς ιδιότητες των πραγμάτων».

 

 

  Ο Αριστοτέλης με μεθοδικότητα και με αρωγό την εμπειρία προσπάθησε να οριοθετήσει την «ουσία» του όντος. Σύμφωνα με τη θεωρία του η ουσία ενός αντικειμένου έγκειται στη μορφή του και όχι στην «ύλη» από την οποία αποτελείται. Η ουσία, δηλαδή, δεν είναι τα υλικά, συστατικά στοιχεία. Στον Αριστοτέλη η Πλατωνική Ιδέα μετασχηματίζεται σε «μορφή». Κάθε ατομική ουσία είναι σύνθεση «μορφής» και «ύλης». Το τραπέζι, π.χ. πρώτα είναι μορφή και μετά ή λιγότερο από το υλικό στοιχείο με το οποίο είναι κατασκευασμένο (ξύλινο, σιδερένιο, πλαστικό…). Αυτή η σύνθεση – συνδυασμός Ύλης και Μορφής υπακούουν σε ένα γενικό νόμο της φύσης, ένα σκοπό. Η τελολογική αντίληψη για τον κόσμο σε συνδυασμό με την «Εντελέχεια» αποτελούν τους βασικούς πυλώνες για την ερμηνεία της ουσίας του Αριστοτελικού όντος.

  Η επίδραση του Αριστοτέλη στους αιώνες που ακολούθησαν ήταν καταλυτική και για τη φιλοσοφία των Νέων Χρόνων. Για αιώνες ήταν η αναμφισβήτητη αυθεντία. Αυτό, ίσως, νάρκωσε τις νέες ιδέες κι εμπόδισε κάπως την πρόοδο της επιστήμης. Ωστόσο, η προσφορά του στη Λογική ήταν σημαντική, στοιχείο που ανάγκασε κάποιον νεότερο Ευρωπαίο διανοούμενο να πει πως «η Ελλάδα δεν χρωστά τίποτε σε κανέναν˙ κάθε φορά που στο λόγο μας χρησιμοποιούμε το «άρα» θα πρέπει να πληρώνουμε πνευματικά δικαιώματα στη χώρα που γέννησε τον Αριστοτέλη».

Επιμύθιο

Με τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη τελειώνει η δεύτερη μεγάλη σύγκρουση δυο γιγάντων της αρχαίας Ελληνικής φιλοσοφίας, όπως ανάγλυφα εικονοποιήθηκε στον πίνακα η «Σχολή των Αθηνών». Η διαφορετική φορά των χεριών του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη δεν αποκάλυπτε μόνο τη συγκεκριμένη διαφωνία για τον αληθινό κόσμο αλλά και τη γενικότερη πάλη δυο αντίστοιχων κόσμων.

 

 

«Φίλος μεν Πλάτων, Φιλτάτη δε αλήθεια»

(Αριστοτέλης)

  Ωστόσο, οι «μυθικές»μορφές του Ηράκλειτου και του Παρμενίδη αλλά και του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη  δώσαν το περίγραμμα μιας σύγκρουσης για το «ον»και την κίνηση. Η ασταμάτητη αλλαγή (Ηράκλειτος), το Παρμενίδειο «ον»οι πλατωνικές Ιδέες και οι θέσεις του Αριστοτέλη για την «ουσία» των όντων συνθέτουν μέσα από τη διαφορετικότητά τους τη γέννηση και την ωρίμανση της φιλοσοφικής σκέψης.

 

***ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

­1«Τις ιδέες μπορούμε να τις σκεφτούμε, αλλά όχι να τις δούμε».

­2«Δεν υπάρχει τίποτα, χωρίς αιτία».

­3«Ιδέες είναι αυτό που πάντοτε υπάρχει, που είναι αθάνατο, που βρίσκεται στην ίδια κατάσταση».

Οι μεγάλες συγκρούσεις: Ηράκλειτος vs Παρμενίδης. Ηλίας Γιαννακόπουλος φιλόλογος - συγγραφέας.

 «Ο ήλιος, καθάπερ ο Ηράκλειτος φησί, νέος εφ’ ημέρη εστίν»1

(Ηράκλειτος)

«Ως ουκ έστιν τε και ως χρεών έστι μη είναι»2

(Παρμενίδης)

Το περιεχόμενο και η μορφή του ανθρώπινου πολιτισμού καθορίστηκαν όχι τόσο από τις απαντήσεις που δόθηκαν στα μεγάλα ερωτήματα (αρχή του κόσμου, το εφικτόν της γνώσης, η ύπαρξη του Θείου) αλλά από τις μεγάλες «συγκρούσεις» φιλοσόφων και επιστημόνων. Συγκρούσεις που ανέδειξαν την αγωνία του ανθρώπινου όντος να προσδιοριστεί σε σχέση με το περιβάλλον του. Οι συγκρούσεις αυτές άλλοτε εκφράστηκαν σε βίαιες κοινωνικές – πολιτικές ανακατατάξεις κι άλλοτε παρέμειναν σε καθαρά θεωρητικό – πνευματικό επίπεδο. Όσο κι αν οι πρώτες κατέχουν προνομιούχα θέση στο ενδιαφέρον των μελετητών (ιστορικών, κοινωνιολόγων…) δεν πρέπει να υποτιμάται και ο ρόλος των δεύτερων, γιατί αυτές προετοίμασαν το έδαφος για την απελευθέρωση του ανθρώπου από τα δεσμά της πνευματικής δουλείας και του πρωτογονισμού.

 

Ειδικότερα οι «μεγάλες συγκρούσεις» αφορούν την προσπάθεια να οριστεί εκείνο το στοιχείο που συνιστά την αρχή του κόσμου αλλά και εκείνο το στοιχείο που καθορίζει τη βαθύτερη δομή και μορφή του κόσμου. Ο προσδιορισμός, δηλαδή, της φύσης των πραγμάτων (rerum natura) πυροδότησε όχι μόνο απλές διαμάχες αλλά και «γιγαντομαχίες» περί της ουσίας των όντων. Και όλα αυτά γιατί η «φύσις κρύπτεσθαι φιλεί»(Ηράκλειτος). Για να επιτευχθεί, λοιπόν, η αποκωδικοποίηση των αφανών διαδρομών της βαθύτερης ουσίας του όντος και του κόσμου απαιτήθηκε ο ορθολογισμός, η διαίσθηση και η παρατήρηση.

Χρειάστηκε μια πνευματική επανάσταση, ένα πέρασμα από το «Μύθο στο Λόγο» και μια απόρριψη των κοσμογονικών μύθων που συντηρούσαν το πνευματικό σκότος και εμπόδιζαν την κριτική σκέψη. Πρωταγωνιστές των μεγάλων αυτών συγκρούσεων υπήρξαν οι Αρχαίοι Έλληνες φιλόσοφοι. Ο Ηράκλειτος και ο Παρμενίδης αλλά και ο Πλάτων με τον Αριστοτέλη αποτελούν ιστορικά τα πιο εμβληματικά ζεύγη αυτών των μεγάλων πνευματικών συγκρούσεων που καθόρισαν καταλυτικά την επιστημονική πρόοδο και την πνευματική πορεία του ανθρώπου.

Ηράκλειτος vs Παρμενίδης

Ο Ηράκλειτος και ο Παρμενίδης έζησαν την ίδια εποχή αλλά είναι δύσκολο να υποθέσουμε ότι συναντήθηκαν (540 – 480 π.Χ./ 515 – 440 π.Χ.). Ωστόσο, οι μεταγενέστεροι μελετητές τους κατέταξαν στα άκρα ενός δίπολου πνευματικού αγώνα. Ο «αγώνας» είχε ως αντικείμενο τον ορισμό του «είναι»του «όντος» αλλά και το ακανθώδες θέμα της αλλαγής. Ο μεν Ηράκλειτος αντιπροσωπεύει την Ιωνική σχολή που τάσσεται υπέρ της πολλαπλότητας του κόσμου, ενώ ο Παρμενίδης εκφράζει με τη σκέψη του την Ελεατική σχολή που προβάλλει ως αξίωμα την ακινησία και το μονισμό του όντος. Οι πλουραλιστές (Ηράκλειτος, Εμπεδοκλής) πίστευαν ότι τα πάντα είναι γέννημα της κοσμικής «ροής» και της κίνησης, ενώ οι μονιστές (Παρμενίδης, Μέλισσος..) θεωρούσαν ότι ο κόσμος διέπεται από σταθερότητα και ενότητα.

Ηράκλειτος: Ο φιλόσοφος της αλλαγής

«Μεταβάλλον αναπαύεται»3

Για τον Ηράκλειτο η πραγματικότητα είναι ενιαία, ενώ για τον Παρμενίδη δεν είναι. Ο Ηράκλειτος επιχειρηματολογεί υπέρ της διαρκούς ροής των φαινομένων, ενώ ο Παρμενίδης την απορρίπτει. Ο Ηράκλειτος, επίσης, καταδεικνύει την κρυφή αρμονία του κόσμου, την ενότητα των αντιθέτων «παλίντονος αρμονία», ενώ ο Παρμενίδης αρνείται κάθε αντίθεση και καταφάσκει υπέρ της σταθερότητας του όντος. Ο Ηράκλειτος εμπιστευόταν περισσότερο τις αισθήσεις ως πηγή γνώσης ενώ ο Παρμενίδης πίστευε πως η αλήθεια αποκαλύπτεται μόνο με τη βοήθεια της σκέψης (έννοιες….).

 

  Ειδικότερα, η σκέψη του Ηράκλειτου κινήθηκε πάνω σε δυο βασικούς άξονες: Α. Στην αφανή «ενότητα» των όντων και Β. στο αέναο «γίγνεσθαι» των πάντων. Και τα δυο βρίσκονται σε μια διαλεκτική σχέση και ισορροπούν ακολουθώντας το «λόγο» και το «μέτρο». Για τον Ηράκλειτο η πραγματικότητα «ην αεί και εστίν και έσται» .Αντί ο Ηράκλειτος να πει πως ο κόσμος είναι αιώνιος χρησιμοποιεί και τους τρεις χρόνους του ρήματος κι έτσι μας φανερώνει τη σχέση του κόσμου με το χρόνο. Εδώ βρίσκεται μια από τις θεμελιώδεις αντιθέσεις του Παρμενίδη προς τον Ηράκλειτο, αφού ο πρώτος δεν αναγνωρίζει ούτε τον Παρατατικό ούτε το Μέλλοντα. Το ον είναι αιώνιο, επειδή υπάρχει «ουδέ ποτ’ ην ουδ’ έσται, επεί νυν εστιν», (Παρμενίδης).

  Ωστόσο, ο Εφέσιος φιλόσοφος καθιερώθηκε ως ο εκφραστής της αέναης κίνησης του κόσμου μέσα από την εμβληματική θέση «Τα πάντα ρεί, τα πάντα χωρεί και ουδέν μένει», ή με το παράδειγμα του ποταμού «δις ες τον αυτόν ποταμόν ουκ αν εμβαίης». Βέβαια το σημαντικότερο δεν ήταν η θέση περί της αιωνίου αλλαγής αλλά η επισήμανση της βασικής αιτίας που προκαλεί αυτήν. Το βασικό αίτιο για το σκοτεινό φιλόσοφο ήταν η πάλη των αντιθέτων. Ο «πόλεμος», ο «κεραυνός» και η «έρις»είναι λέξεις που χρησιμοποιεί ο Ηράκλειτος για να αποδώσει την ενότητα των αντιθέσεων που πυροδοτούν την κίνηση και την αλλαγή. Η αλλαγή, όμως, και η κίνηση υπακούουν στο «λόγο» και στο «μέτρο» που λειτουργούν ως ρυθμιστικοί κανόνες του σύμπαντος «Ήλιος γαρ ουχ υπερβήσεται μέτρα˙ ει δε μη, Ερινύες μιν Δίκης επίκουροι  εξευρήσουσιν»4

 

Παρμενίδης: Ο φιλόσοφος της ακινησίας

«Έστι γαρ είναι μηδέν δ’ ουκ έστιν»5

Σε όλα τα παραπάνω αντιτάσσεται η φιλοσοφία του Παρμενίδη. Στον αέναως κινούμενο κόσμο του Ηράκλειτου έρχεται ο στατικός αναλλοίωτοςάχρονος κόσμος του Ελεάτη φιλοσόφου. Ο Παρμενίδης, δηλαδή, δέχτηκε τη μοναδικότητα, την ενότητα και την αιωνιότητα του όντος – όπως υποστήριξε ο Ηράκλειτος, απέρριπτε, όμως, την κίνηση και τη μεταβλητότητά του. Απέκλειε την αρχή και το τέλος, τη γένεση και το θάνατο, την αύξηση και τη φθορά, την κίνηση και τη μεταβλητότητα, τη διαιρετότητα και την ασυνέχεια του όντος. Και όλα αυτά γιατί «ως αγένητον εόν και ανώλεθρον εστιν, ούλον μουνογενές τε και ατρεμές ηδέ τέλειον. Ουδέ ποτ’ ην ουδ’ έσται, επεί νυν εστιν ομού παν εν, συνεχές»6. Ο Παρμενίδης αρνείται την κίνηση και την αλλαγή μέσα από ένα διλημματικό ερώτημα «Πως μπορεί ένα πράγμα να αλλάζει χωρίς να χάνει την ταυτότητά του;».  


  Μια άλλη αντίθεση που διακρίνει τη φιλοσοφία του Ηράκλειτου προς εκείνη του Παρμενίδη είναι και η εμμονή του δεύτερου στην «αλήθεια» που απορρέει από τη νόηση και όχι από τις αισθήσεις και τη «δόξα». Για τον Παρμενίδη «το γαρ αυτό νοείν εστιν τε και είναι». Το «μη ον»δεν μπορείς ούτε να το γνωρίσεις, γιατί δεν είναι γνώσιμο , ούτε και να το ονομάσεις. Για τον Παρμενίδη το κενό είναι το «μηδέν», το τίποτε. Και αφού το «μηδέν ουκ έστιν», τότε και το κενό δεν μπορεί να υπάρχει.

Επιμύθιο

Με τον παραπάνω τρόπο – κάπως σχηματικά – έχει προχωρήσει η αρχαία σκέψη (η πρώτη μεγάλη σύγκρουση): Από τον Ιωνικό Υλισμό και τη διαλεκτική του Ηράκλειτου στη στατική θεώρηση του Παρμενίδη. Αργότερα ο Εμπεδοκλής συνδύασε και τις δυο φιλοσοφικές θεωρήσεις (ριζώματα/φιλότης και νείκος), όπως και ο Δημόκριτος με τη θεωρία του για τα «άτομα» (Το παρμενίδειο ον) και το «κενό» (αιτιολόγησε την κίνηση – Ηράκλειτος). Σε κάποιο σημείο αυτής της διαπάλης (Ιώνων και Ελεατών) θα εμφανιστεί ένα άλλο ζεύγος αντιπάλων, του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη. Ο κόσμος στον οποίο ζούμε δεν είναι ο ακίνητος κόσμος του Παρμενίδη αλλά ο κόσμος του Ηράκλειτου. Η σκέψη μας, όμως, και όλο το νοητικό μας οικοδόμημα, ως πνευματικών όντων, έχει Παρμενίδεια  βάθρα.

  Άρα η επιστήμη θα δικαιώσει το «χρη το λέγειν τε νοείν τ’ εόν έμμεναι»7 του Παρμενίδη ή  τη θέση του Ηράκλειτου «και γινόμενα πάντα κατ’ έριν και χρεών»8;

 

 ***ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

­1«Ο ήλιος, όπως λέει και ο Ηράκλειτος, κάθε μέρα είναι καινούργιος».

­2«Πως το είναι υπάρχει και δεν μπορεί να μην υπάρχει».

­3«Στην αλλαγή βρίσκουν τα πράγματα ανάπαυση».

­4«Ο ήλιος δεν θα υπερβεί το μέτρο∙ διαφορετικά οι Ερινύες οι βοηθοί της δικαιοσύνης θα τον βρουν».

­5«Γιατί το Είναι υπάρχει, το μηδέν όμως δεν υπάρχει».

­6«Το ον είναι αγέννητο και άφθαρτο, όλο και μοναδικό, ακλόνητο και πλήρες. Ούτε ποτέ ήταν ούτε θα είναι, γιατί είναι τώρα όλα μαζί, ένα, συνεχές».

­7«Είναι απαραίτητο να λέγεται και να νοείται πως το Ον υπάρχει».

­8«Ότι τα πάντα γίνονται σύμφωνα με τη διχόνοια – την σύγκρουση και την ανάγκη».

 

18.3.21

Ποίηση Δύναμη Αλλαγής. Ηλίας Γιαννακόπουλος φιλόλογος - συγγραφέας.

 «Θεωρώ πως η ποίηση δεν μπορεί να αλλάξει τον κόσμο. Αλλά μπορεί να αλλάξει τις συνειδήσεις των ανθρώπων, που φτιάχνουν τον κόσμο. Επομένως, έμμεσα είναι δυνατόν η ποίηση να επηρεάσει τον κόσμο για μια θετική αλλαγή»

(Οδ. Ελύτης)

«Κανένας στίχος σήμερα δεν κινητοποιεί τις μάζες! Κανένας στίχος σήμερα δεν ανατρέπει καθεστώτα»

(Μ. Αναγνωστάκης)

Η αλλαγή του κόσμου προς μια επιθυμητή κατάσταση αποτέλεσε ιστορικά στόχο τόσο των μεγάλων διανοητών όσο και των ανθρώπων της δράσης. Οι πρώτοι έμειναν μόνο στις διαπιστώσεις και στις ερμηνείες ενώ οι δεύτεροι προχώρησαν στην πράξη. Πολλοί υποστηρίζουν πως η αλλαγή είναι προϊόν των ευρύτερων οικονομικών και κοινωνικών αλλαγών τονίζοντας με έμφαση τον καταλυτικό ρόλο του «υλικού παράγοντα», (Μαρξισμός). Πολλοί όμως είναι κι εκείνοι που πρεσβεύουν πως η αλλαγή πρώτα συλλαμβάνεται ως στόχος – αίτημα στη σκέψη και μετά μετασχηματίζεται σε πράξη μέσα από ορισμένες ενέργειες.

Πρώτιστος, λοιπόν, παράγοντας για τους παραπάνω είναι η «πνευματική» λειτουργία του ανθρώπου και ιδιαίτερα η συνείδησή του. Στη διαμόρφωση της συνείδησης συμβάλλουν τόσο οι κοινωνικές συνθήκες όσο και το γενικότερο πνευματικό περιβάλλον. Βασική συνιστώσα αυτού θεωρείται η Τέχνη που αποκαλύπτει την «άλλη αλήθεια» της πραγματικότητας. Κατεξοχήν όμως στην αποκωδικοποίηση της άλλης «εκδοχής» του κόσμου συμβάλλει εκείνη η μορφή της Τέχνης που σχετίζεται εννοιολογικά και πραγματικά με τη δημιουργία και την αλλαγή.

Η ποίηση, λοιπόν, ως έκφραση της δημιουργικότητας του ανθρώπου γονιμοποιεί τη συνείδηση του ανθρώπου προς κατευθύνσεις που οδηγούν σε μια άλλη αντίληψη για τον κόσμο∙ και επειδή οι πράξεις των ανθρώπων είναι αποτέλεσμα του τρόπου που σκεπτόμαστε γίνεται περισσότερο εναργής ο ρόλος της ποίησης στον ποιοτικό μετασχηματισμό του κόσμου.

Ποίηση και συνείδηση

Η ποίηση ως έκφραση του ωραίου αντιμάχεται την ασχήμια της πεζότητας της καθημερινής ζωής και πραγματικότητας και αποτελεί ερέθισμα – πρόκληση για αγώνες και προσπάθειες με στόχο την ανατροπή του παλιού και την εγκαθίδρυση ενός νέου κόσμου. Η ποίηση και η τέχνη γενικότερα ως φορείς και γνήσιοι εκφραστές του ωραίου αποτελούν την αντανάκλαση του εσώτερου ψυχισμού του ανθρώπου. Η γνησιότητα και η αυθεντικότητα της ανθρώπινης εσωτερικής ζωής εξωτερικεύεται και αισθητοποιείται μέσα από την ποιητική δημιουργία.

Η ποίηση εκφράζει την αθωότητα του εσωτερικού κόσμου του κάθε ατόμου χωριστά και γι’ αυτό αποτελεί τον γνησιότερο εκφραστή και αντιπρόσωπο αυτής μέσα στην ασχήμια και βαρβαρότητα του σύγχρονου κόσμου. Το ωραίο και η αθωότητα, ως έννοιες και καταστάσεις είναι αλληλένδετα και συνθέτουν το όραμα μιας μελλοντικής ανθρώπινης κοινωνίας. Με την έννοια αυτή η ποίηση, ως ο κατ’ εξοχήν αντιπρόσωπος του ωραίου και της αθωότητας, αποτελεί και προβάλλει ως μια δύναμη αλλαγής, ανανέωσης, αμφισβήτησης, ως μια δύναμη επαναστατική.

Έτσι διαμορφώνει τις συνειδήσεις των ανθρώπων αποκαλύπτοντας την αρνητική εικόνα της σύγχρονης πραγματικότητας και προκαλεί αυτήν σε μια αναμέτρηση με το καινούργιο. Όσο κι αν η πεζότητα και η ασχήμια της καθημερινής ζωής έχουν διαβρώσει και αποδιοργανώσει όλο το ανοσοποιητικό σύστημα της σύγχρονης κοινωνίας, η ποίηση είναι ικανή να αφυπνίσει τη ζύμη των κοινωνικών αλλαγών, τη συνείδηση του κάθε ανθρώπου χωριστά.

«Το ζήτημα πια έχει τεθεί:/ Ή θα εξακολουθούμε να γονατίζουμε/

όπως αυτός ο δραπέτης/ ή θα σηκώσουμε άλλον πύργο ατίθασο/

απέναντί τους».

(Μ. Κατσαρός) 

Ποίηση και ατομικότητα

Αναμφισβήτητη είναι εξάλλου η συμβολή της τέχνης και της ποίησης ειδικότερα στον εμπλουτισμό του εσωτερικού κόσμου του ανθρώπου. Η ποίηση ως εκφραστής του ψυχικού κόσμου του ατόμου καλλιεργεί και ευαισθητοποιεί όλες εκείνες τις πτυχές της εσωτερικής διάστασης αυτού, πάνω στις οποίες δεν έχει «εξουσία» το κράτος της λογικής. Η ποίηση εκφράζοντας και αισθητοποιώντας το ψυχικό τοπίο του ανθρώπου βοηθά στην ανάπτυξη και εκδήλωση μ’ έναν ιδιαίτερο και μοναδικό τρόπο όλων των προσωπικών ευαισθησιών και των «κρυμμένων» δημιουργικών δυνατοτήτων του.

Οι δημιουργικές δυνάμεις της φαντασίας και της αυτενέργειας βρίσκουν διέξοδο μέσα από τον ποιητικό λόγο. Βοηθώντας η ποίηση στην καλλιέργεια και εκδήλωση των εσωτερικών πτυχών της ανθρώπινης φύσης συμβάλλει αποφασιστικά στην εξατομίκευση του ανθρώπου και στη διάσωση – διατήρηση της μοναδικότητάς του. Η αξία ενός ανθρώπου έγκειται στην «ετερότητά» του, στον διαφορετικό εκείνο τρόπο με τον οποίο νοηματοδοτεί τον κόσμο και αντιδρά στα ερεθίσματα του περιβάλλοντός του.

Σ’ αυτό το σημείο η ποίηση ως η έκφραση της ατομικότητας του ανθρώπου διαφυλάσσει και την αυτονομία αυτού, μέσα από τον ξεχωριστό πλούτο του εσωτερικού κόσμου του καθενός ξεχωριστά. Σε μια εποχή που τείνει να περιορίσει την έκφραση του ψυχικού κόσμου και να δημιουργήσει ένα άτομο με ατροφική εσωτερική ζωή, η ποίηση προβάλλει ως ένας μηχανισμός άμυνας.

«Η ποίηση δεν είναι ο καλύτερος τρόπος να μιλήσουμε, αλλά ο καλύτερος τρόπος να κρύψουμε το πρόσωπό μας»

(Μ. Αναγνωστάκης) 

Η ποίηση ως διαμαρτυρία

Τέλος, η τέχνη και ειδικότερα η ποίηση αποτελεί μια μορφή ατομικής και κοινωνικής διαμαρτυρίας και με την έννοια αυτή μπορεί να συμβάλει έστω και έμμεσα στην αλλαγή του κόσμου. Κατ’ αρχάς πρέπει να τονιστεί πως η τέχνη και η ποίηση εκφράζουν μια βαθιά σχέση ανάμεσα στον άνθρωπο και τον κόσμο. Αυτή η ενεργητική σχέση δεν έχει τίποτα το κοινό με μιας υποτιθέμενη «απώλεια του εγώ» στην επαφή του με το «είναι». Είναι η κατάκτηση της πραγματικότητας («είναι») και η συναίρεση μ’ αυτή με στόχο την προοπτική μιας άλλης κοινωνίας.

 

 

Η ποίηση συνθέτει τις εμπειρίες, τα βιώματα και τα οράματα όλων των ανθρώπων που επιζητούν την αλλαγή του κόσμου. Η βαθιά ανθρώπινη επικοινωνία μέσα από την ποίηση είναι μια διαδικασία και μια πράξη επαναστατική και ελπιδοφόρα. Η ποίηση έχει έναν ερευνητικό και δημιουργικό ρόλο πέρα από το ρόλο της στη διεύρυνση των πνευματικών ορίων του ανθρώπου. Έχει δε η ποίηση κι έναν αναμφισβήτητο παιδαγωγικό ρόλο προς την κατεύθυνση της ηθικής τελείωσης και κοινωνικής συνειδητοποίησης του ατόμου.

Η ποίηση δίνει στον άνθρωπο μια υψηλότερη συνείδηση του εαυτού του και της δύναμής του να μεταμορφώσει τη φύση, την κοινωνία και τον εαυτό του. Η ποίηση δεν εξιδανικεύει το παρόν, το παρελθόν ή το μέλλον αλλά κεντρίζει την απαίτηση του ανθρώπου για να ξεπεράσει τον εαυτό του και μέσα απ’ αυτό να υπερβεί την πραγματικότητα. Έτσι, λοιπόν, ο ρόλος της Τέχνης και της Ποίησης είναι απαραίτητος και σημαντικός για να γίνεται ο άνθρωπος ικανός να γνωρίζει τον εαυτό του (αυτοσυνειδησία), τον άνθρωπο (ανθρωπογνωσία) και ν’ αλλάζει τον κόσμο.

«Η ένδοξη Ρώμη σε περίμενε τόσους αιώνες/ σε προφητείες έλεγε τον ερχομό σου/ κ’ εσύ αφομοιώθηκες;».

(Μ. Κατσαρός)

Επιμύθιο

«Μπορεί στις μέρες μας κανένας στίχος να μην κινητοποιεί τις μάζες», αλλά η ποίηση είναι σίγουρο ότι εμπλουτίζει τον εσωτερικό κόσμο του ανθρώπου και με την έννοια αυτή δημιουργεί τις προϋποθέσεις για την αλλαγή. Εναπόκειται, λοιπόν, στον καθένα να αντισταθεί σε όλα εκείνα τα φαινόμενα που διαβρώνουν της συνείδησή του, ναρκώνουν την επιθυμία του για κάτι καλύτερο και τον οδηγούν σε μια κατάσταση απόλυτης αβουλίας και παθητικότητας. Η ποίηση μπορεί να αποτελέσει το όχημα για την εξέγερση τόσο σε ατομικό όσο και σε συλλογικό επίπεδο. Η καθολικότητα και διαχρονικότητα των ποιητικών μηνυμάτων και προτύπων μπορούν να αποτελέσουν την «εκρηκτική ύλη» για τον ποιοτικό μετασχηματισμό του κόσμου.

 


Αν μείνουμε σιωπηλοί στην καθημερινότητά μας και αφεθούμε στην ακινησία της πεζότητάς μας δίνουμε δύναμη σε όλους αυτούς που χαράσσουν τα όρια της ζωής μας και νοηματοδοτούν την ύπαρξή μας. Ο Μ. Κατσαρός το είπε καθαρά:

«Τους ύπατους εγώ ανάδειξα στις συνελεύσεις

κι αυτοί κληρονομήσανε τα δικαιώματα

φορέσαν πορφυρούν ατίθασον ένδυμα

σανδάλια μεταξωτά ή πανοπλία

εξακοντίζουν τα βέλη τους εναντίον μου –

η θέλησή μου που καταπατήθηκε

τόσους αιώνες».

­­­Η ΕΝΣΤΑΣΗ του Πλάτωνα:Ο θείος Πλάτων τηρούσε μία επικριτική στάση απέναντι στην Ποίηση και τους Ποιητές. Θεωρούσε, δηλαδή, πως η ποίηση δεν είναι τέχνη, γιατί δεν προϋποθέτει τη βαθιά γνώση του αντικειμένου της και οφείλεται στην έμπνευση της στιγμής και στη θεϊκή επιρροή. Σημαντικό στοιχείο της επικριτικής στάσης του φιλοσόφου είναι η άποψή του πως η ποίηση συνιστά μία μίμηση μιας στρεβλής και ψευδούς πραγματικότητας που ενοικεί μόνο στις άφθαρτες Ιδέες. Έτσι η ποίηση και κάθε τέχνη σύμφωνα με τον Πλάτωνα – ως μίμηση – είναι μία διπλή «απάτη» και δεν έχει παιδαγωγικό χαρακτήρα.