Life for Life
"Το θαύμα δεν είναι πουθενά
παρά κυκλοφορεί μέσα
στις φλέβες του ανθρώπου!!!"


"Στης σκέψης τα γυρίσματα μ’ έκανε να σταθώ
ιδέα περιπλάνησης σε όμορφο βουνό.
Έτσι μια μέρα το ’φερε κι εμέ να γυροφέρει
τ’ άτι το γοργοκίνητο στου Γοργογυριού τα μέρη !!!"


ΣΤΗΝ ΑΥΛΗ ΜΑΣ
Εμείς στο χωριό μας έχουμε ακόμα αυλές. Εκεί μαζευόμαστε, αμπελοφιλοσοφούμε,
καλαμπουρίζουμε, ψιλοτσακωνόμαστε μέχρι τις... πρώτες πρωινές ώρες! Κοπιάστε ν' αράξουμε!!!
-Aναζητείστε το"Ποίημα για το Γοργογύρι " στο τέλος της σελίδας.

28.3.21

Εντελέχεια: Μια λέξη που «γέννησε» ο Αριστοτέλης Κ.Ν.Μ.Καζαμιάκης*

 Η θητεία μου στην αρχαία Ελληνική γλώσσα υπήρξε η σπουδαιότερη πνευματική μου άσκηση. Στη γλώσσα αυτή υπάρχει η πληρέστερη αντιστοιχία ανάμεσα στην λέξη και το εννοιολογικό της περιεχόμενο. Werner Heisenberg, 1901-1976, Γερμανός φυσικός (απόσπασμα από την ομιλία του κατά τη βράβευσή του από το ΕΜΠ το 1966).

Τη λέξη  εντελέχεια την έπλασε ο Αριστοτέλης, όπως και πολλές άλλες λέξεις, για να κατανοήσει, να αναλύσει, να ερμηνεύσει, και να διδάξει παλιότερες λέξεις, εκφράσεις, απόψεις ή νέες επιστημονικές και φιλοσοφικές  έννοιες δικές του. Η εντελέχεια είναι ένας, καθαρά, αριστοτελικός όρος που δηλώνει τη μετάβαση της ύλης από την αδρανή στην ενεργό κατάσταση, με την λήψη μορφής (είδος, αρχ.) αλλά και την αιτία αυτής της μετάβασης.

Τη λέξη  εντελέχεια την χρησιμοποιεί  πολλές φορές στα έργα του ο Αριστοτέλης, ως «εργαλείο», για να εκφραστεί πληρέστερα, καθαρότερα, σαφέστερα, επιστημονικότερα και με φιλοσοφικό τρόπο.

Η λέξη εντελέχεια, αποτελεί απόδειξη ότι η ελληνική γλώσσα έχει πλήρη και ουσιαστική αντιστοιχία ανάμεσα στην ίδια την λέξη και στην έννοια της (στο εννοιολογικό της περιεχόμενο). Αυτός ο όρος δημιουργήθηκε από τον Αριστοτέλη από τις δύο λέξεις εντελές + έχειν άρα εντελεχής είναι ο έχων το «τέλος», τον σκοπό εντός του, συνεπώς ο πλήρης, ο ολοκληρωμένος.

Παραδείγματα για την κατανόηση της εντελέχειας

-Η ψυχή για τον Αριστοτέλη είναι η εντελέχεια του σώματος.

 Αναγκαίον άρα την ψυχήν ουσίαν είναι ως είδος σώματος φυσικού δυνάμει ζωήν έχοντος, η δ` ουσία εντελέχεια, τοιούτου άρα σώματος εντελέχεια.

Η πορεία από το σώμα στην ψυχή είναι εντελέχεια.

Αριστοτέλους, Περί ψυχής, Β, 412α, 20-22.

- Ο τελικός σκοπός  του σπόρου που έγινε φυτό, είναι  και εκφράζεται με την λέξη εντελέχεια διότι η τέλεια- τελική μορφή του φυτού προέκυψε από το σπόρο. Έτσι περάσαμε από την φαινομενικά αδρανή κατάσταση της ύλης( από τον σπόρο) σε μια ζωντανή- ενεργό φάση που είναι το φυτό που προήλθε από το σπόρο. Η πορεία από τον σπόρο στο φυτό είναι εντελέχεια.

- Ο όγκος μαρμάρου που από το λατομείο μεταφέρεται στο εργαστήριο του γλύπτη και ο γλύπτης μετατρέπει τον μαρμάρινο όγκο σ` ένα περίτεχνο ιωνικό κιονόκρανο ή σ` ένα γλυπτό, με ζωτικόν φαίνεσθαι και κάλλος, εκφράζεται πάλι με την λέξη εντελέχεια. Η πορεία από τον μαρμάρινο ογκόλιθο στο άγαλμα είναι εντελέχεια.

- Ο κορμός ενός δέντρου που ο τεχνίτης, το μετατρέπει σε ξυλόγλυπτο ή έπιπλο είναι πάλι εντελέχεια. Το ωραίο έπιπλο ή ξυλόγλυπτο είναι η εντελέχεια του ξύλινου κορμού.

Η μετεξέλιξη από την αρχική κατάσταση στην εν ενεργεία κατάσταση εκφράζεται από την λέξη εντελέχεια.

-Οι δύο λέξεις της φράσεως εντελές έχειν, της αρχαίας ελληνικής γλώσσας, βοήθησαν τον Αριστοτέλη να συλλάβει και να συνθέσει εκ συναρπαγής τη λέξη εντελέχεια. Αυτή η πράξη του Αριστοτέλη είναι μία εντελεχής πράξη. Η λέξη εντελέχεια πλάστηκε από τον εντελεχή Αριστοτέλη με εντελέχεια.

Στη λέξη εντελέχεια υπάρχει μια μαθηματική, μια γεωμετρική ακρίβεια. Πρόκειται για μια υπέρκομψη μαθηματική εξίσωση, ή για ένα γεωμετρικό τόπο.

-Η εξίσωση εντελές έχειν= εντελέχεια είναι μια εντελεχής εξίσωση.

-Η γεωμετρική πρόταση: Δύο παράλληλες ευθείες δεν τέμνονται ποτέ όσο και να προεκταθούν είναι μια εντελέχεια, μία εντελεχής γεωμετρική πρόταση.

-Η εξίσωση του Αϊνστάιν E=mc2  είναι μια εξίσωση εντελεχής( χαρακτηρίζεται από τελειότητα και αυτάρκεια)

-Η γεωμετρική πρόταση: Ο Γεωμετρικός Τόπος των άπειρων σημείων που απέχουν ίδια απόσταση R, από ένα σημείο Κ, είναι ο κύκλος με κέντρο το Κ και ακτίνα R. Η γεωμετρική αυτή πρόταση που είναι πρόταση ενός γεωμετρικού τόπου χαρακτηρίζεται από τελειότητα και αυτάρκεια, είναι μια εντελεχής πρόταση. Ο Γεωμετρικός Τόπος- κύκλος είναι η εντελέχεια των άπειρων σημείων που ανήκουν σ` αυτόν και απέχουν όλα, ίδια απόσταση R από το σημείο Κ που είναι το κέντρο του κύκλου.

Το τέλος, μέσα στη λέξη εντελέχεια, σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, προσδίδει σε κάθε ον τη μορφή(αρχ.είδος), την πληρότητά του. Έτσι το τέλος είναι το τέλειον. Άρα, όταν μια μορφή έμψυχης ή άψυχης ύλης φθάσει στο τέλος της( την τελειότητα της), την πληρότητά της, τότε πραγματώνει τη φύση της, δεν έχει καμιά έλλειψη, γίνεται βέλτιστη, αποκτά αυτάρκεια.

…η δ' αὐτάρκεια καὶ τέλος καὶ βέλτιστον. Εκ τούτων ούν φανερόν ,ότι των φύσει η πόλις εστί, και ότι ο άνθρωπος φύσει πολιτικόν ζώον, (Αριστοτέλης,Πολιτικά" 1253a).

Άλλο εντελέχεια, άλλο ενδελέχεια

Πρόκειται για δύο διαφορετικές λέξεις που, πολλές φορές, μπερδεύουν τους ανθρώπους, από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα, αφού είναι σχεδόν ομόηχες. Διαφέρουν όμως και στην ετυμολογία και στη σημασία. Ενδελεχής είναι ο μακρύς, σχοινοτενής, εκτενής, διηνεκής, ακατάπαυστος, συνεχής, επιμελημένος, λεπτομερής, προσεκτικός.

* Αρχιτέκτων. Ιστορικός Αρχιτεκτονικής. Ιστορικός Τέχνης.

** Στον φίλο, αληθινό καλλιτέχνη και σκεπτόμενο άνθρωπο, Γιάννη Βέτσο που  μελετώντας τον αριστοτελικό Λόγο ατενίσαμε, πολλά χρόνια μετά και από πολύ μακριά, την εντελέχεια.

ΠΗΓΗ: https://www.efsyn.gr/stiles/apopseis/250

ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΓΕΜΙΣΤΟΣ ΠΛΗΘΩΝ Κωνσταντινούπολη, περ. 1355 – Σπάρτη, 1452)

ΒΙΟΓΡΑΦΙΑ

Γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη από επιφανή οικογένεια, απέκτησε πολύ καλή γενική παιδεία και το 1380 εγκαταστάθηκε στην τότε πρωτεύουσα του οθωμανικού κράτους Αδριανούπολη, όπου μαθήτευσε δίπλα σε έναν ελληνιστή Εβραίο, πολυθεϊστή ή οπαδό του Ζωροαστρισμού, τον Ελισσαίο, με αποτέλεσμα να κατανοήσει έγκαιρα τόσο την πνευματική αθλιότητα της βυζαντινής θεοκρατίας όσο και την κραυγαλέα φιλοσοφική και θεολογική ανεπάρκεια του Χριστιανισμού.

Δίπλα στον Ελισσαίο (που πιστεύεται ότι τελικά κατηγορήθηκε ως «ειδωλολάτρης» από τους οθωμανούς και κατέληξε στην πυρά) μελέτησε ιδιαίτερα τον Πλάτωνα, ενθουσιάστηκε από το έργο του και πρόσθεσε στο βυζαντινό επώνυμό του «Γεμιστός» το ελληνικό «Πλήθων» (το οποίο ο φανατικός εχθρός του μετέπειτα υπότουρκος πατριάρχης Γεννάδιος Σχολάριος ισχυρίστηκε ότι… «του εδόθη υπό των δαιμόνων»!). Όταν όμως επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη, οι νέες ιδέες του άρχισαν να ενοχλούν τους θεοκράτες του Οικουμενικού Πατριαρχείου (που αργότερα εξόντωσαν στην Πελοπόννησο τον μαθητή του Ιουβενάλιο), με αποτέλεσμα το 1393 (ή το 1400 κατά τον Καζάζη ή το 1414 κατά τον Μανδηλά) να εγκατασταθεί οικογενειακώς στο υπό τον Θεόδωρο (τον Α ή τον Β, ανάλογα με την χρονολογία που θα υιοθετήσει κανείς,

1383 – 1407 ο πρώτος και 1407 – 1443 ο δεύτερος) Παλαιολόγο Δεσποτάτο του Μυστρά στην Λακωνία, με την ανοχή του φίλου του αυτοκράτορα Μανουήλ Β του Παλαιολόγου. 

Η «δραπέτευση» του «αποστάτη» Πλήθωνος στην Ελλάδα εξόργισε τον προσωπικό εχθρό του μετέπειτα υπότουρκο (1454 - 1464) πατριάρχη Γεννάδιο Σχολάριο, ο οποίος ήθελε να τον δει να εξορίζεται «σε χώρα βαρβάρων» ή να εξουδετερώνεται «με κάποιον άλλον τρόπο» (…), ωστόσο ο ίδιος εγκαταστάθηκε με ιδιαίτερη χαρά στην Πελοπόννησο, την οποία, όπως και την υπόλοιπη Ελλάδα θεωρούσε κοιτίδα του ανθρώπινου πολιτισμού:

«Εσμέν γαρ ουν ων ηγείσθε τε και βασιλεύετε Έλληνες το γένος, ως η τε φωνή και η πάτριος παιδεία μαρτυρεί. Έλλησι δε ουκ έστιν ευρείν ήτις άλλη οικειοτέρα χώρα, ουδέν μάλλον προσήκουσα η Πελοπόννησος τε και όση δη ταύτη της Ευρώπης προσεχής των τε αυ νήσων επικείμεναι. Ταύτην γαρ δη φαίνονται την χώραν Έλληνες αεί οικούντες οι αυτοί εξ ότουπερ άνθρωποι διαμνημονεύουσιν, ουδενών άλλων προενωκηκότων…» γράφει απευθυνόμενος προς τον Παλαιολόγο, δηλαδή «…εμείς πάνω στους οποίους είστε ηγεμόνας και βασιλεύς, είμαστε Έλληνες κατά την καταγωγή, όπως μαρτυρεί η γλώσσα και η πατροπαράδοτος παιδεία. Είναι αδύνατον δε να βρει κανείς μίαν άλλη χώρα που να είναι περισσότερο οικεία  και συγγενική στους Έλληνες από την Πελοπόννησο, καθώς και από το τμήμα της Ευρώπης που γειτονεύει με την Πελοπόννησο και από τα νησιά που γειτονεύουν προς αυτή. Γιατί είναι φανερό ότι οι Έλληνες κατοικούσαν πάντοτε σε αυτήν τη χώρα, από τον καιρό που αρχίζει η μνήμη των ανθρώπων, χωρίς προηγουμένως κανένας άλλος να έχει κατοικήσει πάνω σε αυτήν…»   

Στον Μυστρά ο Πλήθων έλαβε το αξίωμα του ανώτατου δικαστικού, το οποίο χρησιμοποίησε με υποδειγματική αμεροληψία (όπως μαρτυρείται από τον επικήδειο που εκφώνησε ο μαθητής του Ιερώνυμος Χαριτώνυμος, απόσπασμα του οποίου παραθέτει ο Μανδηλάς: «…και μην δικαιοσύνη τοιαύτη τις ή τώ ανδρί, ως λήρον είναι Μίνω εκείνον και Ραδάμανθυν τούτω παραβαλλομένους»), καθώς επίσης είχε και την κηδεμονία δύο γειτονικών πόλεων, του Φαναρίου και των Βρυσών, η οποία κηδεμονία του εξασφάλιζε οικονομική άνεση. Πολύ σύντομα συγκρότησε τον φιλοσοφικο-λατρευτικό «Κύκλο» του Μυστρά, συνέθεσε πολλούς ύμνους προς τους Έλληνες Θεούς, συνέγραψε τα βιβλία «Περί ων Αριστοτέλης προς Πλάτωνα διαφέρεται» και «Περί Νόμων» και προέβαλε δυναμικά ένα αίτημα για άμεση επανελλήνιση.   

Στο 16ο κεφάλαιο του βιβλίου του, ο Μανδηλάς γράφει: «από την καρδιά της Πελοποννήσου άρχισε λοιπόν ο σοφός Πλήθων να βάζει τα θεμέλια μίας νέας μεταρρύθμισης, όχι για την ανάκαμψη της πάλαι ποτέ ‘‘κραταιάς’’ αυτοκρατορίας των Βυζαντινών, αλλά μόνο για την δημιουργία των προϋποθέσεων ενός εντελώς καινούργιου ξεκινήματος του Ελληνισμού μέσα στον ίδιο τον γεωγραφικό χώρο της Κλασικής Ελλάδος. Ο φιλοσοφικός του λόγος φιλοδοξούσε ν’ αντικαταστήσει τον κυρίαρχο Χριστιανισμό και να οδηγήσει στην ανάσταση του παλιού, αρχαίου, εθνικού μεγαλείου των Ελλήνων. Απογοητευμένος από την ησυχαστική τάση του ανατολικού Χριστιανισμού που εκείνη την εποχή ήταν πλέον κυρίαρχη σε όλα τα επίπεδα, ο Πλήθων αναζήτησε, συνέλαβε και πρότεινε μία περισσότερο πολιτική θρησκεία, ικανή να ανασυντάξει τον κατεστραμμένο ιστό στην προετοιμασία για ένα εντελώς νέο ευνομούμενο Κράτος των Ελλήνων, σύμφωνα με τις απαιτήσεις του νέου κόσμου που τότε διαμορφωνόταν. Η ανάδειξη της σημασίας του Φυσικού Κόσμου, η θέληση για ζωή μέσα σε αυτόν και όχι στους νεφελώδεις υπερβατικούς ουρανούς, τού ήταν γνωστό ότι θα γεννούσε στις ψυχές των ανθρώπων την ανάγκη για μία διαφορετική, πολύ πιο ανθρώπινη και ελπιδοφόρα οργάνωση της επίγειας ζωής τους. Προς αυτήν λοιπόν την κατεύθυνση, η πραγμάτωση της περίφημης Πολιτείας του Πλάτωνος στα μέσα της δεύτερης χιλιετίας και στην ασφαλή σχετικά χώρα των αρχαίων Λακεδαιμονίων έγινε το μεγάλο όραμα του Γεωργίου Γεμιστού».


Το «Περί Νόμων» βιβλίο του, ένα πλήρες σχέδιο για επανελληνοποίηση της Πελοποννήσου, δυστυχώς κάηκε δημόσια μετά τον θάνατό του από τον μετέπειτα πατριάρχη Γεννάδιο Σχολάριο, καθώς θεωρήθηκε «ειδωλολατρικό» και «σατανικό» βιβλίο, το οποίο έβριθε από τα… «σαπρά των Ελλήνων ληρήματα». Ο ίδιος ανθέλληνας θεοκράτης («Έλλην ων τήι φωνήι, ουκ αν ποτέ φαίην Έλλην είναι, δια το μη φρονείν ως εφρόνουν ποτέ οι Έλληνες' αλλ' από της ιδίας μάλιστα θέλω ονομάζεσθαι δόξης. Και ει τις έροιτό με τις ειμί, αποκρινούμαι χριστιανός είναι») ήταν άλλωστε που διέταξε και τον βασανισμό και την θανάτωση του μαθητή του Πλήθωνος Ιουβενάλιου, όταν περιερχόταν όλη την Πελοπόννησο, βγάζοντας λόγους κατά της βυζαντινής εξουσίας και της Εκκλησίας.   

Όταν κατά την περίοδο 1438 - 1439 συνόδευσε τον αυτοκράτορα Ιωάννη τον Η και τον πατριάρχη Ιωσήφ στην εκκλησιαστική Σύνοδο της Φεράρας – Φλωρεντίας, ο Πλήθων έδωσε διαλέξεις και άφησε άριστες εντυπώσεις στους κύκλους των Ιταλών ουμανιστών, κερδίζοντας ιδιαιτέρως τον θαυμασμό του μετέπειτα ιδρυτή της «Πλατωνικής Ακαδημίας της Φλωρεντίας» Κόζιμο Μέδικο (Cosimo di Giovanni de' Medici, 1389 - 1464). Ο μεγάλος ουμανιστής και πρώτος διευθυντής της «Ακαδημίας» Μαρσίλιο Φιτσίνο (Marsilio Ficino, 1433 - 1499) απεκάλεσε αργότερα τον μεγάλο διδάσκαλο Πλήθωνα «δεύτερο Πλάτωνα». 
Ο Πλήθων πέθανε υπέργηρος από φυσικά αίτια το 1450 στην «Λακεδαίμονα» (όπως αποκαλούσαν την Σπάρτη οι Βυζαντινοί). Μετά από λίγο έπεσε η «Νέα Ρώμη» του Βοσπόρου και έφθασαν στην περιοχή οι Οθωμανοί Τούρκοι, υποχρεώνοντας εκ των πραγμάτων τους Ελληνιστές του «Κύκλου» του Πλήθωνος να φύγουν στην Δύση, κυρίως στην Ιταλία, συμβάλλοντας σημαντικά στην λεγόμενη «Αναγέννηση». Γνωστοί μαθητές του ήσαν οι Ιωάννης Αργυρόπουλος, Μιχαήλ Αποστόλης, Δημήτριος Χαλκοκονδύλης, Γεώργιος Ερμητιανός, καθώς και ο ουμανιστής Βησσαρίων, ο οποίος όμως αργότερα προσχώρησε στον Ρωμαιοκαθολικισμό και έγινε καρδινάλιος.
Δεκαέξι χρόνια μετά τον θάνατό του, το έτος 1466, και ενώ ήδη το όνομά του αποτελούσε έναν θρύλο για όλους τους καλλιεργημένους Ιταλούς, μία ένοπλη ομάδα θαυμαστών του με αρχηγό τον, κατά τον πάπα «αντίθεο λύκο του Ρίμινι», Σιγισμόνδο Μαλατέστα (Sigismondo Pandolfo Malatesta, 1417 - 1468) εισέβαλαν στην Λακεδαίμονα, πήραν τα οστά του και τα μετέφεραν στο Ρίμινι, στον γνωστό «Ναό των Μαλατέστα» («Tempio Malatestiano»), όπου βρίσκονται μέχρι σήμερα, «για να αναπαύεται ο μεγάλος διδάσκαλος μεταξύ ελευθέρων ανθρώπων». Επάνω στην σαρκοφάγο του έγραψαν:

«GEMISTII ΒΙΖΑΝΤΙΙ PHILOSOPHOR. SVA. TEMP.
PRINCIPIS RELIQVVM SIGISMVNDVS PANDVLFVS MAL. PAN. F.
BELLI PELOP. ADVERSVS TVRCO. REGEM IMP. OB. INGENTEM
ERVDITORVM QVO FLAGRAT AMOREM HVC AFFERENDVM
INTROQVE MITTENDVM CVRAVIT. MCCCCLXV»

«Τα λείψανα του Γεμιστού από το Βυζάντιο, ηγεμόνα των σύγχρονων φιλοσόφων,
ο Σιγισμόνδος Παντόλφο Μαλατέστα, υιος τον Παντόλφο,
κατά τον πόλεμο στην Πελοπόννησο εναντίον τον βασιλιά και αυτοκράτορα των Τούρκων,
από την αμέτρητη αγάπη για τους λογίους που τον διακαίει, φρόντισε
εδώ να μεταφερθούν και να ενταφιασθούν, εν έτει 1465».

Βλάσης Γ. Ρασσιάς, 2006

7ος ΥΜΝΟΣ ΠΛΗΘΩΝΟΣ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΘΕΟ ΑΠΟΛΛΩΝΑ



Άναξ Άπολλον, Φύσεως της ταυτού εκάστης
προστάτα ηδ' ηγήτορ, ως άλλα τε αλλήλοισιν
εις Έν άγεις, και δη το παν αυτό, το πουλυμερές
και πουλύκρεκόν τε εόν, μιήι αρμονίηι υποτάσσεις.
Συ τοι εκ γ' ομονοίης και ψυχήισι φρόνησιν,
ηδέ δίκην παρέχεις, τα τε δη κάλλιστα εάων,
και ρ' υγείαν σώμασι, κάλλος τ' αρ και τοίσιν.
Συ δη και ίμερον θείων καλλών δίδου αιέν, άναξ,
ημετέρηισι ψυχαίς, ωή Παιάν.
   
Απόλλων άνακτα, προστάτη των πάντων μέσα στην Φύση
και οδηγητή, που τα πολλά και τα διαφορετικά
στο Ένα κατευθύνεις, και μάλιστα το σύμπαν, που 'ναι πολύμορφο
και πολυφωνικό, μπορείς και το υποτάσσεις υπό μία συμφωνία.
Εσύ παρέχεις, από τον ομόνοια, φρόνηση στις ψυχές
και δικαιοσύνη, τα πιο όμορφα από τα δικά σου δώρα,
καθώς και υγεία στα σώματα και κάλλος.
Δίνε πάντα στις ψυχές μας, άνακτα, επιθυμία
για τα θεία κάλλη και χαίρε Παιάν.

22ος ΥΜΝΟΣ ΠΛΗΘΩΝΟΣ
ΠΡΟΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥΣ


Μη υμίν εσθλών την χαράν, ώ Μάκαρες Θεοί, ειδώς παυσαίμην,
τα τε μοι δια υμέων σύμπαντ’ εστίν ηδ’ αιέν γέγονεν,
τών δώτης δη ύπατος Ζευς.
Μη κοινού αγαθού γένεος ολιγωρήσαιμι του μου,
ότου τις μοι δύναμις.
Πρόφρων δε το κοινόν δρων ευ, τουθ’ άμα
και εμόν ειδοίην μεγ’ όνειαρ.
Μη κακού, ω κεν εκάστοτε συμβάλλοι,
γιγνοίμην αίτιος ανθρώπων,
αγαθοίο δε, η κε δυναίμην, ως μάκαρ ύμμιν
εϊσκόμενος κ’αγώ γιγνοίμην.
Ας μην παύσω ώ Μάκαρες Θεοί, να σας χρωστώ ευγνωμοσύνη,
για όλα τ' αγαθά που από εσάς λαμβάνω και έχω λάβει
με δωρητή τον Ύπατο Δία.
Ας μην παραμελήσω, αναλόγως της δύναμης μου
το καλό του γένους μου.
Το να υπηρετώ πρόθυμα το κοινό καλό, αυτό ας θεωρώ
και δικό μου μεγάλο όφελος.
Ας μην γίνομαι αίτιο κανενός κακού,
από αυτά που τυχαίνουν στους ανθρώπους,
αλλ’ αγαθού, όσον δύναμαι, ώστε να γίνομαι κι εγώ ευτυχής,    ομοιάζοντας σ' εσάς.
26ος ΥΜΝΟΣ ΠΛΗΘΩΝΟΣ
Όλβιος, ος κεν μη μερόπων δόξαις κενεήισιν
αφραδέως προσέχων, αλλ’ αυτώι ευ φρονέοντι,
ιθείηι γνώμηι αρετήν θείην μελετώιη.
Όλβιος, ος κεν μη κτεάνων απερείσιον αιέν
πληθύν μαψ εική τε διώκηι, αλλά χρέεσσιν
σώματος εμμελέεσσι, το αυτόν μέτρον ορίζηι.
Όλβιος, ος κεν τέρψιος αίσιμον ούρον άγηισιν,
ή κεν μη ψυχήι προσεφέλκηται κακίης τι,
ή και σώματι, αλλ’ αρετήι θείηι συναείδηι.
Όλβιος εκείνος που τις ανόητες γνώμες των ανθρώπων
δεν ακούει αλόγιστα, αλλ’ ορθώς φρονεί,
και με ορθή γνώμη μελετά την θεϊκή Αρετή.
Όλβιος εκείνος που δεν επιδιώκει, συνεχώς και απερίσκεπτα,
άπειρο πλήθος πραγμάτων ν’ αποκτήσει, αλλά στις ανάγκες
του σώματος, ορίζει το δικό του μέτρο.
Όλβιος εκείνος που τα απ’ τους Θεούς καθορισμένα όρια στην απόλαυση θέτει,
ώστε να μην παρασυρθεί από κάποια κακία η ψυχή του,
ή το σώμα του, αλλά κοινωνός να ‘ναι της θεϊκής Αρετής.

Ο ΠΑΛΑΜΑΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΠΛΗΘΩΝΑ

«Οι πολύθεοι»

Μακαρισμένος εσύ που μελέτησες  
να τον ορθώσης απάνω στους ώμους σου  
το συντριμμένο ναό των Ελλήνων!  
Του Νόμου τ’ άγαλμα σταίνεις κορώνα του,  
στις μαρμαρένιες κολώνες του σκάλισες  
τους λογισμούς των Πλωτίνων.     
Είδες τον κόσμο κι ατέλειωτο κι άναρχο  
ψυχών και θεών, μαζί κύριων και υπάκουων,  
σφιχτοδετά κρατημένη αρμονία  
και των καπνών και των ίσκιων τα είδωλα  
παραμερίζοντας όλα, ίσα τράβηξες  
προς την Αιτία  
και σε κρυψώνα ιερό, και σωπαίνοντας  
έσπειρες, έξω απ’ το μάτι του βέβηλου,  
κ’ έπλασες λιόκαλη εσύ σπαρτιάτισσα  
τη θυγατέρα σου την Πολιτεία.     
Στους χριστιανούς τους μισόζωους ανάμεσα  
ξαναζωντάνεψες Ολυμπους άγνωρους,  
έθνη καινούριων αθανάτων κι άστρων  
μέσα σε σένα Λυκούργοι και Πλάτωνες  
απαντηθήκαν, το λόγο ξανάνιωσες  
των Ζωροάστρων.    
Κι αφού το τέκνο μεγάλωσες, ένιωσες  
τότε μονάχα την κούραση, κ’ έγυρες  
ζωή κατόχρονη ισόθεης σκέψης,  
κι αλαφροπήρε σε ο θάνατος κ’ έφυγες  
το μυστικό, τρισμκάριε, τον ίακχο  
με τους Ολύμπιους θεούς να χορέψης.  
Σοφός, κριτής και προφήτης μας μοίρασες  
από το γάλα που εσένα σε πότισε  
της Ουρανίας Αφροδίτης η ρώγα.     
Του κόσμου αφήνεις το τέκνο, το θάμα σου  
μα ο μισερός κι ο στραβός κι ο ζηλόφτονος  
λυσσομανάει και το ρίχνει στη φλόγα.  
Όμως ο αέρας τριγύρω στη φλόγα σου  
πνοή σοφίας κι αλήθειες πνοή γίνεται,  
κι από τη θράκα της φλόγας πετάχτη  
στον ήλιο ολόισα ένας νους μεγαλόφτερος  
τ’ αποκαίδια σου κρύβουμε γκόλφια μας,  
και θησαυρός της φωτιάς σου είν’ η στάχτη!  


27.3.21

Ο Μακρόν μάς διδάσκει τη φιλοσοφία μας. Ευτυχώς που υπάρχουν και οι φιλέλληνες. Ευτυχώς που υπάρχει και ο Ηλίας Γιαννακόπουλος για να μας ανοίγει τα μάτια. Ευχαριστούμε Δάσκαλε.

      «Υπάρχει ένα απόφθεγμα της αρχαιότητας που καθόρισε την πορεία σας;»(Ν. Αλιάγας)

-     «Όχι, δεν έχω μόνο ένα απόφθεγμα. Όταν θέλω να ηρεμήσω, καταφεύγω στην Παρμενίδεια ισορροπία. Επίσης υπάρχει κάτι στον Αριστοτέλη που αγαπώ πολύ, το οποίο κατά βάση σημαίνει ότι πρέπει να γίνουμε αυτό που έπρεπε να είμαστε και αυτό δεν είναι μια μορφή τετελεσμένου. Σημαίνει ότι υπάρχει κάτι ήδη στην ουσία της κατάστασης ενός ατόμου που υπάρχει ήδη εκεί και ότι τα γεγονότα αποκαλύπτονται σταδιακά αλλά εκτυλίσσονται στο βάθος». (Εμανουέλ Μακρόν)

 

Υπάρχουν στιγμές που δεν ξέρεις αν πρέπει να αισθάνεσαι περήφανος που είσαι απόγονος των αρχαίων Ελλήνων ή να νιώθεις άγχος και αμηχανία από το βάρος της πνευματικής τους κληρονομιάς. Πώς να σηκώσεις το βάρος μιας τέτοιας παρακαταθήκης χωρίς να βουλιάξεις στον ωκεανό του παρελθόντος; Κάπως έτσι ένιωθε και ο Σεφέρης μέσα από την καταβύθισή του στο αρχαιοελληνικό παρελθόν.

«Βουλιάζει όποιος σηκώνει τις μεγάλες

πέτρες

Τούτες τις πέτρες τις εσήκωσα όσο βάσταξα

Τούτες τις πέτρες τις αγάπησα όσο βάσταξα»

Η συνέντευξη

Τις παραπάνω σκέψεις προκάλεσε η συνέντευξη του Γάλλου προέδρου σε Έλληνα δημοσιογράφο επ’ ευκαιρία των 200 χρόνων από την επανάσταση του 1821. Η βαθυγνωσία του σχετικά με την Ελληνική φιλοσοφία και η άνεση με την οποία διατύπωνε τις απόψεις του για θέματα δύσκολα και έννοιες νοηματικά σύνθετες μάς γέμισε με ενοχές για τη δική μας αρχαιογνωσία. Συχνά αναρωτήθηκα πόσοι από τους δικούς μας πολιτικούς θα μπορούσαν να αναπτύξουν βασικές έννοιες και θέσεις της φιλοσοφίας μας και πόσοι θα μπορούσαν και θα έπρεπε να διαπαιδαγωγούν σε κάθε ομιλία τους – και όχι μόνο στους πανηγυρικούς – τους πολίτες και ιδιαίτερα τη νέα γενιά με τα υψηλά νοήματα και τις ρηξικέλευθες συλλήψεις των αρχαίων φιλοσόφων;

Νοήματα και συλλήψεις για την ουσία του «Όντος», τη δημοκρατία, την πολιτική, την ηθική, το «είναι», το ωραίο, το εφικτό της ελευθερίας, την κοινωνία

Η Παρμενίδειος Ισορροπία

Η αναφορά του Μακρόν στην «Παρμενίδειο Ισορροπία» προκάλεσε κατάπληξη τόσο ως προς την επιλογή του φιλοσόφου όσο και ως προς την αιτία της επιλογής της συγκεκριμένης θεωρίας του Ελεάτη φιλοσόφου,(«όταν θέλω να ηρεμήσω»).

Ο Παρμενίδης θεωρούσε πως η ισορροπία του σύμπαντος εξασφαλίζεται μέσα από μία ανώνυμη θεά – η προσωποποίηση της ανώτατης δύναμης, της «ανάγκης» - που επιβάλλει την αρμονία και την σταθερότητα του κόσμου «Εν δε μέσω τούτων δαίμων, η τα πάντα κυβερνά». Η κοσμική τάξη, δηλαδή, επιτυγχάνεται μέσα από την ισότητα των αντίθετων στοιχείων (φως – σκότος). Ο Παρμενίδης αρνείται την κίνηση των στοιχείων και κατ’ ακολουθία την αλλαγή, δομικό στοιχείο της Ηρακλείτειας φιλοσοφίας.

Μπορεί ο Ηράκλειτος να θεμελίωσε την ισορροπία του κόσμου στην συνεχή αλλαγή και στη σύνθεση των αντιθέτων «παλίντονος αρμονία», μπορεί ο Πλάτων να κατηγόρησε τον Παρμενίδη και τους Ελεάτες ως «ακινητούντες τον κόσμον» («οι του όλου στασιώται»), ο Παρμενίδης, όμως, πεισματικά δήλωνε πως η κίνηση και η αλλαγή είναι φαινομενική, μία απάτη των αισθήσεών μας. Για τον Παρμενίδη ο κατ’ αίσθησιν κόσμος συνιστά μία παραποιημένη – κίβδηλη εικόνα του «Είναι».

Για τον Ελεάτη φιλόσοφο υπάρχει μόνο το «ον», ενώ το «μη ον» δεν υπάρχει («το μηδέν ουκ έστιν»). Το «ον», το «είναι» γι’ αυτόν είναι ακίνητο, αμετάβλητο, τέλειο, ομοιόμορφο, αδιαίρετο, άφθαρτο, αιώνιο, ένα συνεχές παρόν που ισορροπεί. Αν ο Ηράκλειτος έβλεπε την ισορροπία ως προϊόν της συνεχούς αλλαγής «ην αεί και έστιν και έσται» (οι τρεις διαστάσεις του χρόνου), ο Παρμενίδης επίμονα διακήρυττε την πλάνη της αλλαγής τονίζοντας πως «ουδέ ποτ’ ην ουδ’ έσται, επεί νυν εστίν». Το «ον» - «είναι» είναι μία συνεχής παρουσία.

Έτσι, λοιπόν, ο Παρμενίδης υπερβαίνοντας την πλάνη της Ηρακλείτειας κίνησης και αλλαγής «θεμελίωσε» την κοσμική τάξη – ισορροπία στην ενότητα των στοιχείων και στην σταθερότητά τους.

«Τουτόν τ’ εν ταυτώ τε μένον καθ’ εαυτό τε κείται/

χούτως έμπεδον αύθι μένει∙ κρατερή γαρ Ανάγκη

πείρατος εν δεσμοίσιν έχει, το μιν αμφίς  εέργει»1

Η Τελεολογία και η Εντελέχεια

Αλλά εκείνο που προκάλεσε το ενδιαφέρον του Γάλλου προέδρου από την αρχαία φιλοσοφική σκέψη ήταν η θεωρία του Αριστοτέλη περί Τελεολογίας και Εντελέχειας. Η τελολογική αντίληψη για τον κόσμο, σε συνδυασμό με την «εντελέχεια» αποτελούν τους βασικούς πυλώνες της Αριστοτέλειας φιλοσοφίας για την ερμηνεία της βαρύτερης ουσίας του όντος.

Ο Αριστοτέλης – σε αντίθεση με τον Πλάτωνα – προτάσσει αντί της Ιδέας, την «ουσία»,εγγενή και όχι ανεξάρτητη των πραγμάτων. Θεωρεί, δηλαδή, πως η ουσία συνίσταται από το «γίγνεσθαι» της ύλης, που τείνει προς την μορφή του πράγματος. Έχουμε μία μετάβαση από τον «ιδεοκεντρισμό» του Πλάτωνα στον «ρεαλισμό» του Αριστοτέλη. 

 

 

Ο Αριστοτέλης διαβλέπει μία νομοτέλεια στο σύμπαν, έναν ιδιότυπο ντετερμινισμό από τον οποίο διέπονται οι φυσικοί νόμοι και τα όντα. Είναι η γνωστή τελολογική αντίληψη σύμφωνα με την οποία όλα διακονούν ένα «τέλος» - σκοπό. Είναι η διαδικασία της εντελέχειας σύμφωνα με την οποία εκπληρώνεται ο σκοπός της ύλης.

Σύμφωνα, λοιπόν, με την Τελολογική θεωρία ο κόσμος, τα όντα και τα φαινόμενα υπακούουν αυστηρά σε μία προκαθορισμένη σκοπιμότητα. Σύμφωνα με αυτήν ο σκοπός ταυτίζεται εν μέρει με την αιτία. Όλες, δηλαδή, οι αλλαγές και οι εξελίξεις ενός όντος (έμβιου και άβιου) υπακούουν και ρυθμίζονται από ένα σκοπό ή αιτία. Κάθε ον, δηλαδή, εμπεριέχει το «εν δυνάμει» και το «εν ενεργεία», («Να γίνουμε αυτό που πρέπει να είμαστε», Μακρόν).

 
 
  
 
 
Τα πράγματα – σύμφωνα πάντα με την τελολογική αντίληψη του Αριστοτέλη – δεν είναι απλά μόνο το υλικό στοιχείο, η ύλη από την οποία αποτελούνται. Είναι περισσότερο η δομή και η μορφή που τα χαρακτηρίζει. Δηλαδή, ένα πράγμα είναι ό,τι είναι δυνάμει της μορφής του. Η μορφή, βέβαια, είναι η αιτία ώστε κάτι να είναι αυτό που είναι («Εν ενεργεία») - (π.χ. Ο μαθητής της Γ’ Λυκείου είναι ένας εν ενεργεία μαθητής και ένας εν δυνάμει φοιτητής…). Η μορφή είναι η εξήγηση των πραγμάτων, («κι αυτό δεν είναι μία μορφή τετελεσμένου», Μακρόν).

Στη διαδικασία από το «εν δυνάμει» στο «εν ενεργεία» ο Αριστοτέλης διέκρινε τέσσερα αίτια: Το υλικό, το ποιητικό, το τυπικό, το τελικό αίτιο. Ίσως σε κάποιο στάδιο κάποια αίτια να ταυτίζονται. Σημαντικό, όμως, είναι να αποδεχτούμε πως σε κάθε πράγμα το πιο ουσιώδες είναι αυτό που κάνει και για ποιον σκοπό υπάρχει ή κατευθύνεται (εντελέχεια). Μία πορεία από το «πρώτο κινούν» (ακίνητο) στο τέλος (τελική μορφή – απώτατος σκοπός).

Σύμφωνα με την αριστοτελική εντελέχεια ένα ον (έμβιο ή άβιο) μεταβαίνει από μία «εν δυνάμει» κατάσταση (άμορφη ύλη) σε μία τελική μορφή – κατάσταση που συνιστά και την όντως πραγματικότητα και ταυτίζεται με την αυτοολοκλήρωση και αυτοπραγμάτωση - (Ένα άμορφο μάρμαρο δυνητικά μπορεί να πάρει την τελική του μορφή και να γίνει άγαλμα), («και ότι τα γεγονότα αποκαλύπτονται σταδιακά αλλά εκτυλίσσονται στο βάθος», Μακρόν).

Επιμύθιο

Ο Γάλλος πρόεδρος διαποτισμένος από την φιλοσοφική σκέψη των αρχαίων και ιδιαίτερα του Αριστοτέλη διακήρυξε την ανάγκη να γίνουμε ως άτομα, κοινωνία, ανθρωπότητα, αυτό που «έπρεπε να είμαστε». Το μόνο που έλειπε από την απάντηση του Μακρόν ήταν οι δυσερμήνευτες και σημασιολογικά σύνθετες λέξεις Τελολογία και Εντελέχεια. Δυστυχώς για την φιλοσοφική σκέψη και την Ελλάδα ο γνωστός δημοσιογράφος δεν βοήθησε στην διατύπωση και ανάδειξη αυτών των σημαντικών θεωριών. Θα ήταν μία μοναδική ευκαιρία για τον Ελληνικό λαό να γνωρίσει τις δύο αυτές έννοιες, έστω και με τους υπότιτλους στην τηλεόραση. Κι αυτό γιατί:

«Αναγκαίον άρα την ουσίαν είναι ως είδος σώματος φυσικού δυνάμει ζωήν έχοντος, η δ’ ουσία εντελέχεια, τοιούτου άρα σώματος εντελέχεια»2

(Αριστοτέλης, «Περί ψυχής», Β, 412α, 20-22)

Όταν, όμως, ο Γάλλος πρόεδρος για να «ηρεμήσει» επιλέγει τον Παρμενίδη και για να γνωρίσει την βαθύτερη ουσία του ανθρώπου και του σύμπαντος επιλέγει τον Αριστοτέλη, εμείς ως Έλληνες – απόγονοι των παραπάνω φιλοσόφων τι πρέπει να επιλέγουμε;

Και τι θα ήταν ο κόσμος χωρίς τον Ηράκλειτο, τον Παρμενίδη, τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη;

 

Σημειώσεις:

1.  Το ίδιο μένοντας, στο ίδιο μέρος, στον εαυτό του κείται/ κι έτσι σταθερό θα παραμένει. Γιατί η παντοδύναμη Ανάγκη/ το κρατάει δέσμιο, στα όρια μέσα που το περικλείουν./ Δεν είναι άρα θεμιτό να θεωρείται ατελές, το ον/ τίποτα δεν του λείπει – αλλιώς όλα θα του έλειπαν.

2.  Αναγκαίως άρα η ψυχή είναι ουσία, ήτοι είναι είδος σώματος φυσικού, το οποίο ακριβώς έχει δυνάμει ζωήν. Αλλά η ουσία είναι εντελέχεια. Η ψυχή λοιπόν είναι εντελέχεια σώματος.

­­Χρήσιμα άρθρα:

1.  Οι μεγάλες συγκρούσεις: Ηράκλειτος vs  Παρμενίδης

2.  Οι μεγάλες συγκρούσεις: Πλάτων vs  Αριστοτέλης

*** Από το βιβλίο «ΙΔΕΟπολις», Ηλία Γιαννακόπουλου

 

ΕΠΙΚΟΥΡΟΣ Λάθε βιώσας: Ζήσε αθόρυβα. Ηλίας Γιαννακόπουλος φιλόλογος - συγγραφέας.

 «Είναι ορθό, λοιπόν, για έναν άνθρωπο να μελετά εκείνα που αποφέρουν ευτυχία, αφού, όταν υπάρχει ευτυχία έχουμε τα πάντα, κι όταν αυτή λείπει κάνουμε τα πάντα για να την αποκτήσουμε»

(Επίκουρος)

Στις μέρες μας και στον αστερισμό του Facebook, του Instagram και του Twitter η ευτυχία και η αυτοεπιβεβαίωση είναι συνάρτηση των Like και των Followers.

  Η υπερέκθεση της προσωπικής μας ζωής και η δημοσιοποίηση πτυχών της καθημερινότητάς μας υπόρρητα δηλώνει την αγωνία μας για ευτυχία μέσα από την αναγνωρισιμότητα. Όσοι περισσότεροι μας γνωρίζουν και όσα περισσότερα γνωρίζουν από τη ζωή μας τόσο περισσότεροι δρόμοι ανοίγουν για την ευτυχία μας.

Η ευτυχία ως ζητούμενο

  Μοιραία αυτή η τάση μάς οδηγεί σε γενικότερες απόψεις για τη φύση και το περιεχόμενο της ευτυχίας, αλλά και τον τρόπο κατάκτησή της όπως αυτή καταγράφηκε ιστορικά και μέσα από τις θέσεις αρχαίων φιλοσόφων.

  Η αβεβαιότητα της ανθρώπινης ύπαρξης και το πεπερασμένο αυτής στιγμάτισε την πορεία του ανθρώπου και χρωμάτισε με έντονο τρόπο τον πολιτισμό του. Το άτομο, μοναχικός διαβάτης δίπλα σε ένα πλήθος συνανθρώπων, στην αέναη προσπάθειά του να ξεπεράσει την ατέλειά του και το φόβο του θανάτου αναζητά στιγμές αποφόρτισης όλων των βασανιστικών αισθημάτων του.

  Νιώθει, δηλαδή, βαθιά την ανάγκη να δώσει πειστικές απαντήσεις στα υπαρξιακά και μεταφυσικά ερωτήματα και να βιώσει μέσα από αυτές το αίσθημα του κυρίαρχου. Η αναζήτηση, λοιπόν, της δύναμης και της σιγουριάς τον οδηγεί ενίοτε σε μια κατάσταση εσωτερικής ισορροπίας και ευεξίας. Αυτή η κατάσταση, ωστόσο, δεν έχει μόνιμο χαρακτήρα και φαντάζει ως κινούμενος στόχος. Εννοιολογικά ορίζεται ως ευτυχία και ο νοηματικός της προσδιορισμός από τη φύση του είναι δυσχερής.

Ο Αριστοτέλης για την ευτυχία

  

Εκείνο, όμως, που διαχρονικά προβλημάτισε τους φιλοσόφους ήταν ο τρόπος κατάκτησής της. Πρώτος ο Αριστοτέλης διακήρυξε πως απώτατος στόχος κάθε ανθρώπινης πράξης είναι η ευδαιμονία. Για το Σταγειρίτη φιλόσοφο η «ευδαιμονία» συνίσταται στην ομορφιά και την τελειότητα της ύπαρξης καθεαυτήν. Η καθεαυτή, δηλαδή, ευδαιμονία του ανθρώπου είναι η αρετή. Αυτή μπορεί να επιτευχθεί μόνο στο πλαίσιο μιας κοινωνίας, αφού ο άνθρωπος ωθείται από τη φυσική ορμή του να σχηματίσει κοινωνίες («άνθρωπος φύσει πολιτικόν ζώον»).

Ο ενάρετος, επομένως, άνθρωπος μπορεί να υπάρξει μόνο μέσα στην κοινωνία και ιδιαίτερα στην τέλεια κοινωνία, την πόλη – κράτος. Ο Αριστοτέλης, δηλαδή, έδωσε στην Ευτυχία κοινωνικό και πολιτικό περιεχόμενο. Η ευδαιμονία και η αυτοεκπλήρωση δεν μπορούν να βιωθούν έξω από την κοινωνία και μόνο με την προσωπική απομόνωση. Σε κάθε βίωμα ευδαιμονίας ο Αριστοτέλης ανιχνεύει κοινωνικό και πολιτικό χρώμα. Γι’ αυτό και βασικό στοιχείο της πολιτικής του φιλοσοφίας είναι η ιδέα ότι η αποστολή του κράτους είναι να καθιστά δυνατή την ανάπτυξη και την ευδαιμονία του πολίτη.

«Λάθε βιώσας» και Επίκουρος

  Στην αριστοτελική, όμως, θεώρηση της ευδαιμονίας – ευτυχίας αντιτάχτηκαν οι φιλόσοφοι των Ελληνιστικών χρόνων (Κυνικοί, Σκεπτικοί, Επικούρειος, Στωϊκοί). Οι παραπάνω φιλόσοφοι ανέδειξαν τον προσωπικό χαρακτήρα της ευτυχίας που μπορεί να επιτευχθεί μέσα από διαδικασίες αποφυγής των δοκιμασιών της ζωής. Κύριος εκφραστής αυτής της τάσης ο Επίκουρος (341-270 π.Χ.). Οι αιτίες αυτής της διαφοροποίησης βρίσκονται στην κατάρρευση της πόλης – κράτους και στην αδυναμία του πολίτη να αντλήσει την ευδαιμονία του από την ασφάλεια που παραδοσιακά του παρείχε η πολιτεία με τους θεσμούς και τους νόμους της.


  Αυτήν την απώλεια της πολιτικής αυτονομίας των πόλεων – κρατών την ακολούθησε ο προσωπικός δρόμος της επιβίωσης και της νοηματοδότησης της ύπαρξης. Μέσα σε αυτό το πολιτικό πλαίσιο φυσικό ήταν να αναδειχθεί ως πρότυπο ζωής και ατομική αξία ο άνθρωπος – ιδιώτης. Η ανεξαρτησία και η ευτυχία συναρτάται πλέον από την απομάκρυνση από την πολιτική δράση. Στην θέση της πολιτικής μπαίνει πλέον ο κοσμοπολιτισμός, αφού και οι γενικότερες συνθήκες ευνοούσαν κάτι τέτοιο.

«Πρέπει να απαλλάξουμε τον εαυτό μας από τα δεσμά της καθημερινότητας και της πολιτικής»

(Επίκουρος)

  Σε μια εποχή, λοιπόν, κατά την οποία η δημόσια ζωή ήταν απρόβλεπτη και ρευστή ο Επίκουρος πρότεινε την αναζήτηση της ευδαιμονίας στην προσωπική τους ζωή. Για τον Επίκουρο η ηδονή αποτελεί τον τελικό σκοπό της πράξης κάθε ανθρώπου. Τελικός σκοπός δεν είναι η θετική ηδονή, αλλά η αποφυγή του πόνου (άλγος). Κατεξοχήν, όμως, εκείνο που πρότεινε ο Επίκουρος ως αναγκαία προϋπόθεση για την πραγμάτωση της ευδαιμονίας ήταν η αποχή από την πολιτική. Η συμπύκνωση αυτής της θέσης βρήκε έκφραση στο γνωστό «Λάθε βιώσας» (ζήσε απαρατήρητος).

Η εμβληματική αυτή θέση – φράση εμπεριέχει την αποδέσμευση του ατόμου από προγενέστερα ιδανικά και αξίες, όπως η επιδίωξη της υστεροφημίας. Για τον Επίκουρο η ευτυχία καθίσταται εφικτή όχι μόνο μέσα από την απελευθέρωση του ανθρώπου από το φόβο του θανάτου αλλά κι από τον εκούσιο εγκλεισμό του στον προσωπικό χώρο. Με άλλα λόγια το «Λάθε βιώσας» προκρίνει μια απόδραση από την πολιτική και την πόλη.

«Αν και η προστασία από τους ανθρώπους επιτυγχάνεται, ως ένα βαθμό, χάρη σε μια σταθερή δύναμη και στον πλούτο, πραγματική ασφάλεια έχει κανείς όταν αυτή απορρέει από την ήσυχη ζωή και την απομάκρυνση από το πλήθος»

(Επίκουρος)

Η ευτυχία και η «κόλαση των άλλων»

Η θέση του Επίκουρου «Λάθε βιώσας» βρήκε δικαίωση σε μια άλλη εμβληματική φράση του Ζαν Πωλ Σαρτρ «Η κόλαση είναι οι άλλοι». Η κοινωνία και οι «άλλοι» στενεύουν την ελευθερία του ανθρώπου, περιορίζουν την αυτονομία του και υποσκάπτουν την αυτοβουλία και το αυτεξούσιό του. Η καθημερινότητα και ο κοινωνικός συγχρωτισμός δημιουργούν ανελεύθερες συμβάσεις που αποδομούν τα βάθρα της εσωτερικής πληρότητας, δηλαδή, της ευτυχίας «πρέπει να απαλλάξουμε τον εαυτό μας από τα δεσμά της καθημερινότητας και της πολιτικής», (Επίκουρος).

Ο «άνθρωπος» σύμφωνα με το Επικούρειο σύνθημα «Λάθε βιώσας» προηγείται οντολογικά και αξιολογικά του «πολίτη». Γιατί δεν μπορείς να είσαι ελεύθερος, άρα και ευτυχισμένος όταν η ζωή σου εξαρτάται από τη γνώμη των πολλών και από την εξουσία του ενός (πολιτικού ηγεμόνα). Βέβαια, ο Επίκουρος δεν πρόβαλε ως κοινωνική αρετή τον ατομικισμό, όπως λανθασμένα υποστηρίχθηκε, αλλά διεκδίκησε το δικαίωμα να υπάρχει ο άνθρωπος ανεξάρτητος από το άγχος να αρέσει στους πολλούς κι από το φόβο της εξουσίας των πολιτικών.

«Ποτέ δεν επιθύμησα να γίνω αρεστός στους πολλούς. Αφενός δεν κάθισα να μάθω τι αρέσει στους πολλούς κι αφετέρου, τα όσα ήξερα εγώ βρίσκονταν μακριά από τη δική τους αντίληψη»

( Επίκουρος)

  Η επικούρεια ευδαιμονία αρνείται την ευτυχία και την ασφάλεια της αγέλης που επιβάλλουν οι κοινωνικές συμβάσεις μέσα από τους ισοπεδωτικούς μηχανισμούς της ομοιομορφίας. Για τον Επίκουρο το πρόσωπο του ανθρώπου στην πόλη χάνεται και εκείνο που κυριαρχεί είναι η ανωνυμία και η επιθυμία για υποταγή. Τα ομοιόμορφα ανθρωπάκια του Γαϊτη και το σκηνικό που κατέγραψε ο Όργουελ («1984») δικαιώνουν πανηγυρικά το «λάθε βιώσας». Γιατί ο μαζάνθρωπος δεν είναι ούτε πολίτης, ούτε άνθρωπος.

  Βέβαια η Επικούρεια Ηθική του βίου, όπως εκφράστηκε από το «Λάθε βιώσας», συνιστούσε πράγμα αδιανόητο για τους Έλληνες της κλασικής εποχής, όπου η συμμετοχή στα κοινά αποτελούσε κοινωνική αξία και ατομική αρετή. Το «Λάθε βιώσας» έρχεται σε πλήρη αντίθεση με την άποψη του Περικλή για τον «απράγμονα». Ειδικότερα, ο Περικλής στον Επιτάφιό του θεωρούσε επιβεβλημένη τη συμμετοχή του ατόμου στα κοινά και αποδοκίμαζε εμφαντικά την πολιτική απάθεια:«Ένι τε τοις αυτοίς οικείων άμα και πολιτικών επιμέλεια….˙ μόνοι γαρ τον τε μηδέν των δε μετέχοντα ουκ απράγμονα, αλλ’ αχρείον νομίζομεν». Για τον κλασικό άνθρωπο η πολιτική συμμετοχή συνιστούσε χρέος και όχι μόνο δικαίωμα. Η ιδιώτευση και η αποχή από τα κοινά ήταν κατακριτέα ως στάση ζωής και επέφερε τιμωρία «άτιμον είναι».

Επιμύθιο

  Δυο κόσμοι, λοιπόν, διαφορετικοί, αφού εξέφρασαν νέες ανάγκες ζωής που επέβαλαν τα νέα πολιτικά δεδομένα της Ελληνιστικής περιόδου. Εξάλλου, τα ερωτήματα για την ευτυχία, την πολιτική, την κοινωνία και την Ηθική τίθενται καθημερινά και χρήζουν απαντήσεων που να αποτυπώνουν τη σύγχρονη πραγματικότητα. Μπορεί η ζωή μας να είναι μέσα στο πλήθος αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι θα αυτοκαταργηθούμε ως ατομικές οντότητες που αναζητούν μέσα από προσωπικές στρατηγικές και διαδρομές την ευδαιμονία.

«Το ευδαίμον και το μακάριον ου χρημάτων πλήθος ουδέ πραγμάτων όγκος, ουδ’ αρχαί τινές έχουσιν, ουδέ δυνάμεις, αλλά αλυπία και πραότης παθών και διάθεσις ψυχής το κατά φύσιν ορίζουσα»

(Επίκουρος)

­

***Το άρθρο αποτελεί διασκευή από κείμενο του βιβλίου του Ηλία Γιαννακόπουλου «ΙΔΕΟπολις».

Σημειώσεις:

1.  «Και μπορούν οι ίδιοι να ασχολούνται ταυτόχρονα τόσο με τις ιδιωτικές τους υποθέσεις όσο και με τις δημόσιες… Γιατί μόνον εμείς αυτόν που δεν συμμετέχει στα κοινά δεν τον θεωρούμε ήσυχο, αλλά άχρηστο», (ελεύθερη μετάφραση).

2.  Την ευδαιμονία και τη μακαριότητα δεν τις φέρνουν ούτε το πλήθος των χρωμάτων ούτε ο όγκος των πραγμάτων, ούτε οι εξουσίες, ούτε οι δυνάμεις, αλλά η απουσία λύπης και η πραότητα και η διάθεση της ψυχής, όπως ορίζει η φύση.