Το «ένστικτο θανάτου» στον Χριστιανισμό και στους αρχαίους Έλληνες
α.«Η ζωή πώς θνήσκεις; πώς και τάφω οικείς; του θανάτου το βασίλειον λύεις δε και το Άδου τους νεκρούς εξανιστάς».(«Η ζωή εν τάφω»)
β. «Χριστός ανέστη εκ νεκρών, θανάτω θάνατον πατήσας, και τοις εν τοις μνήμασι ζωήν χαρισάμενος»
Το δίπολο Ζωή – Θάνατος κυριαρχεί στην υμνογραφία της Μ. Εβδομάδας και του Πάσχα. Η ζωή, ο θάνατος και η ανάσταση του Χριστού αποτελούν το πυρηνικό στοιχείο του Χριστιανισμού, αφού πάνω σε αυτό υφαίνεται η ανθρώπινη και θεϊκή φύση του. Για τους πιστούς ο θάνατος και η ανάσταση του Ιησού δεν συνιστούν μόνον το δομικό στοιχείο του χριστιανικού δόγματος, αλλά και μία υπέρβαση της ανθρώπινης λογικής και της φυσικής νομοτέλειας. Γι’ αυτό ο υμνογράφος στον ύμνο της Μ. Παρασκευής (α) εκφράζει την απορία του για τον «θάνατο» του Χριστού. Πεθαίνει ένας θεός;Η σταυρική θυσία ήταν το μέγιστον τεκμήριον του «πάσχοντος θεού» και της αγάπης του προς τον άνθρωπο.
Αλλά εκείνο που καταμαρτυρά και αναδεικνύει την θεϊκή φύση του Χριστού είναι η «ανάστασή» του και η νίκη του επί του θανάτου «θανάτω θάνατον πατήσας». Ο Χριστιανισμός χωρίς την «ανάσταση» – για πολλούς θρησκειολόγους – θα ήταν μία θρησκεία χωρίς πιστούς, αφού ο άνθρωπος αναζητά σε αυτήν το υπερβατικό, την δύναμη και την ανατροπή των φυσικών νόμων. Αρέσκεται, δηλαδή, αυτό που τον φοβίζει (θάνατος) να το «νικά» ο θεός του και να φαντασιώνεται έναν κόσμο όπου η απόλυτη εξουσία θα είναι ο «αθάνατος θεός» και όλα θα πειθαρχούν στην ακατανίκητη δύναμή του «του θανάτου το βασίλειον λύεις» (α).
Ο θάνατος και η θρησκεία
Για πολλούς μελετητές της θρησκείας ο θάνατος και ο «φόβος του θανάτου» των ανθρώπων αποτελεί κατεξοχήν προνομιακό πεδίο στο οποίο οι ταγοί της εκκλησίας θεμελιώνουν την εξουσία τους. Όλες οι θρησκείες υπόσχονται ή προσφέρουν παραδείσους ως «αποζημίωση» σε όλους εκείνους που ονειρεύονται μία αθάνατη ζωή αλλά και σε εκείνους που δεν μπορούν ή αρνούνται να αντιμετωπίσουν την αλήθεια της θνητότητάς τους και του θανάτου. Οι θρησκείες ενισχύουν τις φρούδες ελπίδες των θνητών για μια ζωή αιώνια και όπως τονίζει ένα βικτωριανό φυλλάδιο προσφέρουν έναν «Ταξιδιωτικό Οδηγό από τον θάνατο στην Ζωή».
Τόσο ο Μαρξ όσο και ο Φρόυντ θεωρούν πως η δύναμη της θρησκείας εδράζεται στην δημιουργία και προβολή απατηλών αλλά πειστικών εικόνων για την μεταθανάτια ζωή. Ο παράδεισος και η κόλαση είναι το αντίτιμο για την επίγειο ζωή του ανθρώπου, είτε ως επιβράβευση είτε ως τιμωρία. Έτσι η «θρησκεία μπορεί να εξουσιάζει, να ελέγχει και να επηρεάζει τους καταπιεσμένους και τους αβοήθητους ανθρώπους» (John Bowker, «Ο θάνατος και οι θρησκείες»). Ενδεικτική είναι η αναφορά στην Κόλαση της Μεγάλης Σοβιετικής Εγκυκλοπαίδειας (πηγή «Ο θάνατος και οι θρησκείες»).
« Κόλαση: σύμφωνα με την πλειονότητα των θρησκευτικών διδασκαλιών, ο τόπος διαμονής των ψυχών των αμαρτωλών που υποτίθεται ότι είναι καταδικασμένοι να υποφέρουν αιώνια. Οι θεολόγοι και οι κληρικοί χρησιμοποιούν την έννοια της κόλασης, την οποία αντιπαραβάλλουν με τον παράδεισο, για να εξασκούν επιρροή στη συνείδηση και στα αισθήματα των πιστών».
Ο ηγέτης της Σοβιετικής Ένωσης Νικίτα Χρουτσώφ (1953-1964) διακωμωδώντας τις υποσχέσεις της θρησκείας και την πίστη των ανθρώπων στον Παράδεισο και την Κόλαση τόνισε ειρωνικά με ένα σχόλιό του επ’ ευκαιρία της πρώτης πτήσης του Γκαγκάριν στο διάστημα, το 1961:
«Όσο για τον παράδεισο στα ουράνια, ακούσαμε γι’ αυτόν από τους παπάδες. Αλλά θέλαμε να δούμε και μόνοι μας με τι μοιάζει, κι έτσι στείλαμε εκεί τον ανιχνευτή μας, τον Γιούρι Γκαγκάριν. Περιστράφηκε γύρω από την υφήλιο και δεν βρήκε τίποτα στο έξω διάστημα, μόνο απόλυτο σκοτάδι, είπε, ούτε κανένα κήπο, τίποτα που να μοιάζει με τον παράδεισο».
Ωστόσο οι άνθρωποι εξακολουθούν να ζουν με την ελπίδα του παράδεισου και το φόβο της κόλασης. Ο θάνατος ως ιδέα κυριαρχεί σε κάθε σκέψη και ενέργειά του. Ο θάνατος συνιστά την απόλυτη τιμωρία που επέβαλε ο θεός στο ανθρώπινο γένος εξαιτίας των πολλών αμαρτημάτων του, όπως αναφέρεται και στην «Γένεση», 6, 7-8»:
«και είπεν ο θεός. Απαλείψω τον άνθρωπον, ον εποίησα, από προσώπου της γης από ανθρώπου έως κτήνους, ότι εθυμώθην ότι εποίησα αυτούς».
Ο θάνατος στους αρχαίους Έλληνες
Ο φόβος του θανάτου είναι διαχρονικός και οικουμενικός. Υπάρχουν, βέβαια, κάποιες διαφοροποιήσεις από εποχή σε εποχή, από λαό σε λαό κι από θρησκεία σε θρησκεία. Αυτές οι διαφοροποιήσεις σχετίζονται με το πολιτιστικό επίπεδο, με το ρόλος της επιστήμης, τις εμπειρίες και τα βιώματα κάθε λαού αλλά και με την γενικότερη κοσμοθεωρία για τη Ζωή και το Θάνατο.
Στον Όμηρο ο φόβος του θανάτου δεν οδηγούσε τον άνθρωπο σε μία άγονη μοιρολατρία και παραίτηση από τον αγώνα για ζωή. Την αγωνία για το θάνατο και την επιθυμία για αθανασία την εκδήλωναν με την θέλησή τους, για υστεροφημία. Σχετικά γράφει ο Damour Franck: «Οι αρχαίοι Έλληνες προσπαθούν και αυτοί να κατακτήσουν την αθανασία, μέσω των σκέψεων και των έργων τους που θα διαρκούσαν περισσότερο από την φυσική τους ύπαρξη η οποία είχε ημερομηνία λήξης. Την μέθοδο αυτή την ονόμασαν: Υστεροφημία» («Μακάριοι οι θνητοί γιατί ακόμα είναι ζωντανοί»).
Ωστόσο η θέση των αρχαίων Ελλήνων για τον θάνατο και τον Κάτω κόσμο αποτυπώνεται με τον πιο εναργή τρόπο στο διάλογο του Αχιλλέα με τον Οδυσσέα. Συγκεκριμένα ο Αχιλλέας μετέφερε στον Οδυσσέα την εμπειρία του από τον κάτω κόσμο:
«Περίλαμπρε Οδυσσέα,/ το θάνατο μη μού ζητάς με λόγια να γλυκάνεις./ Κάλλιο στης γης να βρισκόμουν κι ας δούλευα σε/ ανθρώπου μικρού, με δίχως βίος πολύ, παρά στον Άδη να είμαι,/ και βασιλέας να λέγομαι των πεθαμένων όλων».
Η ειδοποιός, δηλαδή, διαφορά μεταξύ στης στάσης των αρχαίων Ελλήνων και των χριστιανών έγκειται στο γεγονός ότι οι πρώτοι αναζητούσαν την εκπλήρωση των επιθυμιών τους στην επίγεια ζωή και δεν «επένδυαν» σε κάποια αποζημίωση ή δικαίωση στον άλλο κόσμο.
Σχετικά με τον θάνατο το Κοράνι καταγράφει ως διαπίστωση πως αυτός καθορίζεται από το θεό, αφού τίποτα δεν μπορεί να συμβεί χωρίς την θέλησή του. ειδικότερα τονίζεται:
«Ουδείς θνήσκει άνευ της βουλήσεως του θεού, θνήσκει δε όταν και όπως είναι τούτο γεγραμμένον εν τη Βίβλω τη οριζούση την διάρκειαν εκάστου εν τω κόσμω τούτω όντος», (γ, 139).
Το ένστικτο θανάτου
Μπορεί ο καθημερινός άνθρωπος να κατατρύχεται από το φόβο του θανάτου και εξαιτίας αυτού να πλάθει πιθανούς χώρους για την μεταθανάτια ζωή (Παράδεισος – Κόλαση), ο πρώτος, όμως, που μίλησε με επιστημονικό τρόπο για τον θάνατο ήταν ο Φρόυντ, με την γνωστή του θέση για το «Ένστικτο θανάτου».
Σύμφωνα με τη θέση αυτή – που για τον Φρόυντ είναι αξίωμα – η τάση καταστροφής του ανθρώπου είναι μία εκδήλωση των ενστίκτων του θανάτου. Για τον Φρόυντ η libido έχει ως έργο να εκτρέψει αυτό το ένστικτο προς τα έξω, προς τους άλλους…Ένα κομμάτι αυτού του ενστίκτου γίνεται Σαδισμός. Πολλές φορές το ένστικτο αυτό τιθασεύεται από το Εγώ, το Υπερεγώ ή την κοινωνία, ή να παραμένει ανενεργές, να επιτρέπεται ή να απωθείται, αλλά ο άνθρωπος δεν μπορεί να απαλλαγεί ολοκληρωτικά από αυτό. Γι’ αυτό επισημαίνει πως «ολόκληρη η ζωή του ενστίκτου εξυπηρετεί τον ένα και μοναδικό σκοπό: του να επιφέρει το θάνατο».
Πολλοί άλλοι ψυχολόγοι θεωρούν πως ο θάνατος – από μία άλλη σκοπιά – αποτελεί τη ζωοποιό δύναμη της φύσης. Εξάλλου πολλοί προσμετρούν και αξιολογούν την ζωή σύμφωνα με το θάνατο. Σε τελική ανάλυση ο θάνατος λειτουργεί ως εξισορροπητικός παράγοντας της φύσης και συμβάλλει καθοριστικά στην αναγέννηση της ζωής.
«Αν πρέπει να θεωρήσουμε ως αλήθεια που δεν επιδέχεται καμία εξαίρεση το ότι καθετί πεθαίνει για εσωτερικούς λόγους – ξαναγίνεται ανόργανο άλλη μία φορά – τότε είμαστε αναγκασμένοι να πούμε πως ο σκοπός της ζωής είναι ο θάνατος»,(Φρόυντ, «Πέραν από την αρχή της ηδονής»)
Με βάση τις παραπάνω απόψεις του Φρόυντ μπορούμε να ερμηνεύσουμε καλύτερα την απαίτηση του Ιησού προς τους μαθητές του για τον τρόπο με τον οποίο πρέπει να τον ορίζουν και να απαντούν στην ερώτηση. «Τίνα με οι όχλοι λέγουσιν είναι», (κατά Λουκά, 9, 18-20). Σχετικά ο Ιησούς τους παρήγγειλε τα παρακάτω, ορίζοντας με σαφήνεια το δομικό στοιχείο της φύσης του, τη Ζωή και το Θάνατο.
«Ο δε επιτημήσας αυτοίς παρήγγειλεν μηδενί λέγειν τούτο, ειπών ότι δει τον υιόν του ανθρώπου πολλά παθείν και αποδοκιμασθήναι από των πρεσβυτέρων και αρχιερέων και γραμματέων και αποκτανθήναι και τη τρίτη ημέρα εγερθήναι», (κατά Λουκά, 9, 21).
https://iliasgiannakopoulos.blogspot.com/
* Χρήσιμα βιβλία:
1. 1. «Πέρα από την αρχή της ηδονής», Φρόυντ, Εκδ. Δαμιανός.
2. 2. «Ο θάνατος και οι θρησκείες», John Bowker, Εκδ. Παπαδήμα.
3. 3. «Το ένστικτο του θανάτου», Βίλχελμ Ράϊχ, Εκδ. Καστανιώτη.