Life for Life
"Το θαύμα δεν είναι πουθενά
παρά κυκλοφορεί μέσα
στις φλέβες του ανθρώπου!!!"


"Στης σκέψης τα γυρίσματα μ’ έκανε να σταθώ
ιδέα περιπλάνησης σε όμορφο βουνό.
Έτσι μια μέρα το ’φερε κι εμέ να γυροφέρει
τ’ άτι το γοργοκίνητο στου Γοργογυριού τα μέρη !!!"


ΣΤΗΝ ΑΥΛΗ ΜΑΣ
Εμείς στο χωριό μας έχουμε ακόμα αυλές. Εκεί μαζευόμαστε, αμπελοφιλοσοφούμε,
καλαμπουρίζουμε, ψιλοτσακωνόμαστε μέχρι τις... πρώτες πρωινές ώρες! Κοπιάστε ν' αράξουμε!!!
-Aναζητείστε το"Ποίημα για το Γοργογύρι " στο τέλος της σελίδας.

21.7.15

ΕΠΙΛΟΓΟΣ ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΕ ΟΛΟΥΣ ΤΟΥΣ ΜΠΑΜΠΑΔΕΣ


Η αγάπη πάντα θα νικάει τον θάνατο, φίλες και φίλοι αγαπητοί επισκέπτες του filomatheia blogspot.com σας καλησπερίζω και σας εύχομαι καλή υπομονή!!!!!! Ναι! ναι! καλή υπομονή, γιατί με όλα αυτά που ακούμε από το πολιτικό προσωπικό της χώρας θα πρέπει να οπλιστούμε με πολύ μεγάλη υπομονή. Ας μη δώσω συνέχεια σε δυσάρεστα πράγματα που έτσι κι αλλιώς θα έχουμε μπροστά μας αρκετά μεγάλο χρονικό -δυστυχώς- διάστημα για να δούμε τους πολιτικούς μασκαράδες που έως την 4ρτη Ιουλίου παρότρυναν τον κόσμο να ψηφίσει ΟΧΙ για να το μετατρέψουν σε χρόνο ρεκόρ σε ένα τεράστιο ΝΑΙ ΣΕ ΟΛΑ!!!!!!!!!!!!! Βρε ξεφτίλες βγείτε τουλάχιστον και ζητήστε συγγνώμη από τους πολίτες, ενυ γουέ¨που λένε και στο Κορωπί εγώ σήμερα για άλλο λόγο ξεκίνησα να γράφω. Ας έρθω λοιπόν στο θέμα μου, θυμόσαστε το λόγο που μ' έκανε να ξεκινήσω να γράφω την περιπέτεια του δικού μου πατέρα; Αυτόν το λόγο τον είχα αναφέρει στην προ προηγούμενη ανάρτηση και ήταν το βιβλίο του ΑΝΤΩΝΗ ΔΟΥΜΑ-ΚΑΝΑΚΗ με τίτλο ''Μπαμπά,,,. Σήμερα ως επίλογο των δυο προηγούμενων αναρτήσεων σας παρουσιάζω κάποια αποσπάσματα απ' αυτό το εκπληκτικό βιβλίο. Καλή ανάγνωση, με σεβασμό και Επικούρεια διάθεση ο Επικούρειος Πέπος. Υ.Γ. Στις προηγούμενες αναρτήσεις ήμουν λίγο βρομόστομος και γι' αυτό σας ζητώ συγγνώμη, όταν όμως έχεις να κάνεις με τον χάροντα επιτρέπονται όλες οι λέξεις, και όλα τα μέσα, γιατί κι αυτός δεν έρχεται με σαβουάρ βίβρ!!!!!!!!! που λένε και στο Γοργογύρι όταν κάποιος σαβουρώνει. 

Γράφει η Αργυρώ Μουντάκη //
Μπαμπά.(μια κανονική ημέρα),  Αντώνης Δούμας-Κανάκης, Εκδόσεις Ιανός, 2015, σελ. 80
«Η ύπαρξή του για μένα είναι η βασικότερη πηγή δύναμης. Το βασικότερο σημείο αναφοράς, η μοναδική σταθερά, η πυξίδα. Πώς με αμολάς, ρε φίλε, στα καλά καθούμενα, νυχτιάτικα, στις φουρτουνιασμένες θάλασσες και μου παίρνεις την πυξίδα μου. Τι να κάνω, δηλαδή, εγώ τώρα; Πού να πάω; Πού να στρίψω;» (σελ. 57)

Αντιμέτωπος με τον θάνατο, με την πιο σκληρή έκφραση της ζωής, ο Αντώνης Δούμας-Κανάκης ζητάει να μας επικοινωνήσει, στους άγνωστους φίλους του, την θλίψη του για την απώλεια του αγαπημένου του πατέρα. Είκοσι ημέρες από την στιγμή της ασθένειας του πατέρα του έως την κατάληξη του, περιγράφονται με σαφήνεια στην ένταση των συναισθημάτων, με γλαφυρότητα στις καταστάσεις και με τη δυνατόν νηφαλιότητα δεδομένου ότι ο συγγραφέας δεν έχει προλάβει να πάρει αποστάσεις από το τραγικό γεγονός. Και αυτό θέλει και ο ίδιος απ' ότι φαίνεται: Να μιλήσει εν θερμώ. Να επικοινωνήσει τον πόνο και την απύθμενη θλίψη του, ίσως όχι για να ξορκίσει το κακό, αυτό δύσκολα ξορκίζεται, αν ξορκίζεται ποτέ, αλλά για να πει στους φίλους του, στους ανθρώπους που τον διαβάζουν, που ενδεχομένως τον ξέρουν και τον παρακολουθούν χρόνια από τα μέσα, να τους προτρέψει να απολαμβάνουν τις στιγμές με τους αγαπημένους τους, να ζουν τις στιγμές μαζί τους, να εκφράζουν την αγάπη τους.
[.] «Είχα πολλή δουλειά εκείνη την ημέρα. Τον κοιτούσα από το παράθυρο χωρίς να με αντιληφθεί και σκέφτηκα "βγες έξω, βρε, να τον χαιρετήσεις, να τον αγκαλιάσεις, κάποτε δεν θα είναι εδώ". Αυτό σκέφτηκα μερικές ημέρες πριν! Αμέσως έδιωξα αυτή τη σκέψη από το μυαλό μου. Δεν μου άρεσε να σκέφτομαι ότι κάποτε δεν θα είναι εδώ. Την έδιωξα, αλλά το σκεφτόμουν ακόμη. να βγω, να μη βγω. Συνέχισα να κατεβαίνω τις σκάλες και ξεκίνησα τις δουλειές μου. Δεν βγήκα ποτέ εκείνη την ημέρα. Δεν μιλήσαμε ποτέ εκείνη την ημέρα.» (σελ. 20)

Ο Αντώνης Δούμας-Κανάκης εκφράζει με κραυγή απόγνωσης την απώλεια του πατέρα του, δίχως να θέλει να τραβήξει τα αδιάκριτα βλέμματα όμως, σίγουρα όμως θέλοντας να παρακινήσει την ανθρωπιά των ανθρώπων στους δικούς τους ανθρώπους.
 
«Έχω περάσει πολλές στιγμές μόνος μου, πολλά χρόνια μόνος μου, πρώτη φορά αισθάνομαι πραγματικά μόνος μου. Μια απέραντη μοναξιά. Νιώθω έναν κόσμο δισεκατομμυρίων γαλαξιών, έναν πλανήτη δισεκατομμυρίων ανθρώπων, τελείως άδειο. Έρημο. Δέχομαι επίθεση ενοχών, πονάνε τα σωθικά μου. Κραυγάζω μόνος μου, με βρίζω, με βρίζω, με βρίζω συνέχεια. Έρχονται στο μυαλό μου όλες οι στιγμές που του φώναξα, όλες οι στιγμές που δεν του έδωσα τη σημασία που του άξιζε, όλοςο κόσμος που θα μπορούσα να ξοδέψω μαζί του και δεν το έκανα και σπαράζω, πονάω όπως ποτέ άλλοτε και με βρίζω.» (σελ.20)
 
Ο θαυμασμός του για τον πατέρα του είναι διάχυτος σε όλο το βιβλίο, σε κάθε αράδα, σε κάθε λέξη, σε κάθε τόνο και θαυμαστικό που βάζει στο κείμενό του:
«Γενικότερα, είχε μεγάλο ταλέντο στην ευτυχία. Τα λίγα, τα απλά, τα καθημερινά, τα σημαντικότερα, δηλαδή, που οι περισσότεροι τα θεωρούμε πολλές φορές ασήμαντα, αυτά τον κάνανε ευτυχισμένο.» (σελ. 29)
Ξέχειλη πίσω από τις γραμμές και ανάμεσα σε αυτές, στο μελάνι που χαϊδεύει απαλά το τρυφερό χαρτί, είναι η αγάπη του για τον πατέρα του.
[.] «Που με μεγάλωσε με τα βασικότερα συστατικά, αγάπη, ασφάλεια, εμπιστοσύνη, ελευθερία. Που μου ενέπνευσε τα ανεκτίμητα ιδανικά της καλοσύνης, της δικαιοσύνης, της αλήθειας, της εντιμότητας, της ευγνωμοσύνης, της αφοσίωσης, της εργατικότητας, της προσφοράς, της αξιοπρέπειας, της αγάπης.» (σελ.66)
Είναι πολύ συγκινητικό κείμενο, ανθρώπινο, απτό, ρεαλιστικό και συναισθηματικό συνάμα, δίχως να επιδιώκει να είναι λογοτεχνία, καταφέρνει όμως να είναι, λογοτεχνία, όπως κάθε φορά που στο χαρτί αποτυπώνεται η αλήθεια μιας ζωής, η αλήθεια ενός ανθρώπου. Περνώντας από όλα τα συναισθηματικά στάδια, την άρνηση, το θυμό, τη διαπραγμάτευση και την αποδοχή, όλα αυτά τα στάδια της ψυχολογικής θεωρίας περιγράφονται ένα προς ένα, δίχως όμως να ονομάζονται, από τον συγγραφέα που τα βιώνει έντονα και οδυνηρά.
 «Τον Θάνατο δεν τον φοβάμαι πλέον, γιατί αρχίζω και ψυλλιάζομαι πως ό,τι και να κάνει ο γαμημένος, πάντα χαμένος θα βγαίνει. Πάντα η αγάπη θα κερδίζει. Όσο αυτός επιμένει και όποτε εμφανίζεται, τόσο θα αναδεικνύει την αγάπη. Αυτήν δεν μπορεί να την σκοτώσει και αυτό είναι που τον σκοτώνει τελικά. [.] Πάντα η αγάπη τον νικάει. Πάντα τον ακυρώνει. Πάντα του θυμίζει ποιος είναι το αφεντικό. Ένας αποτυχημένος και μισός είναι.» (σελ. 69)
Το βιβλίο κλείνει σίγουρα με την θλίψη που συνοδεύει τον συγγραφέα του, αλλά και με την περηφάνια ότι είχε πατέρα έναν ξεχωριστό άνθρωπο, στον οποίο -γίνεται σαφές μέσα από το βιβλίο- οφείλεται σε πολύ μεγάλο βαθμό αυτό που είναι σήμερα ο Αντώνης Δούμας-Κανάκης, ένας επαγγελματικά επιτυχημένος άνθρωπος, με αυτοπεποίθηση και σταθερότητα στο βλέμμα και στις θέσεις του.

Συλλυπητήρια στον ίδιο και την οικογένειά του, συγχαρητήρια για την αλήθεια του γραπτού του και την σεμνότητα, αγνότητα του κειμένου του.
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΑΝΑΡΤΗΣΗΣ ΕΠΙΚΟΥΡΕΙΟΣ ΠΕΠΟΣ

19.6.15

Ο Λευκάδιος Χερν, ο Πεπέ και ο Fuji Tomo Kazu στο filomatheia.blogspot.gr [Ανανέωση 8/2/21]

Φίλες και Φίλοι σήμερα θα σας παρουσιάσω έναν διπλό συμπατριώτη, γιατί διπλό θα αναρωτηθεί κάποιος; γιατί ο Λευκάδιος ήταν Έλληνας Ιρλανδός και Ιάπωνας!!!!! και θα συνεχίσει ο καλόπιστος αναγνώστης και από που ως που εσύ Επικούρειε Πέπο είσαι Ιάπωνας; αυτή η απορία θα σας λυθεί αμέσως μόλις διαβάσετε το καταπληκτικό βιβλίο του ΧΑΡΟΥΚΙ ΜΟΥΡΑΚΑΜΙ με τίτλο ''Το Νορβηγικό Δάσος'' και θα συνεχίσει ο αναγνώστης, και που κολλάει το βιβλίο με την Γιαπωνέζικη καταγωγή σας Επικούρειε Πέπο; Αγαπητή Κέλλυ οφείλω να σας ενημερώσω πως στην προηγούμενη ζωή μου ήμουν Ιαπωνέζος και είχα το όνομα Πεπέ!!!!!! Ακριβώς αυτό αναφέρει τι βιβλίο και επειδή ο φίλος μου ο Παπαγιώργης είναι καχύποπτος και θ' αρχίσει να ρωτάει πως και τι! θα σας διηγηθώ την πιο κάτω ιστορία η οποία ήρθε στο φως χάρη στον ερχομό σ' αυτόν το κόσμο ενός κοριτσιού, σας μιλάω για την Κοντεσίνα Ηρώ. Ω!!!!!!! του θαύματος η Κοντεσίνα με το που μπόρεσε να πει τις πρώτες λεξούλες άρχισε να με αποκαλεί -και συνεχίζει- Πεπέ!!!!! και επειδή οι σοφοί προγονοί μας έλεγαν ''αρχή σοφίας η των ονομάτων επίσκεψις'' άρχισα κι εγώ να ψάχνω το γιατί, χρειάστηκε να περάσουν είκοσι χρόνια για να μάθω το γιατί. Στη σελίδα 114 λοιπόν του βιβλίου ''Το Νορβηγικό Δάσος'' εκεί βρήκα την απάντηση στο γιατί η Κοντεσίνα Ηρώ με αποκάλεσε από την πρώτη στιγμή Πεπέ, εκεί σ' αυτή τη σελίδα ξεκινάει η λύση του μυστηρίου χάρη λοιπό στην Κοντεσίνα Ηρώ και κατόπιν στον συγγραφέα Χαρούκι Μουρακάμι βρήκα τις ρίζες της προηγούμενης ζωής μου, τότε κατάλαβα κάτι που με απασχολούσε χρόνια, συνήθως όλος ο κόσμος όταν διαβάζει μια εφημερίδα, η ένα βιβλίο ξεκινούν από την πρώτη σελίδα, σωστά; Εγώ ξεκίναγα πάντα από την τελευταία σελίδα!!!!!!!!!!! αυτό το κάνουν μόνο οι Ιάπωνες έτσι σιγά σιγά άρχισαν να μου λύνονται πολλές απορίες σε σχέση με κάποιες συμπεριφορές και προτιμήσεις. Και βέβαια να μη ξεχνάμε και την κορυφαία στιγμή της επίσκεψης μου στην Ιαπωνία τότε που γνώρισα τη Νεραϊδοφεγγαρολουσμένη Μούσα Μiyoko san και τον καρπό αυτής της ανεπανάληπτης σχέσης την λατρευτή μας Θάλασσα. Να γιατί σας μίλησα στην αρχή για το διπλός συμπατριώτης με τον Λευκάδιο Χέρν. Εις ό,τι με αφορά εννοείται πως πιστεύω απόλυτα την πρώτη ιστορία που αφηγείται ο Λευκάδιος, άλλωστε μια τέτοια συγκλονιστική ιστορία έζησα κι εγώ ένα βράδυ που έμεινα κλεισμένος στο Μουσείο της Ακρόπολης και σίγουρα κάποια στιγμή θα σας την παρουσιάσω, απλά επειδή είναι αρκετά μεγάλη και για να τη γράψω θα περάσει χρόνος περιμένω την Περσεφόνη-Δήμητρα να έρθει από την Κέρκυρα ώστε να ξεκινήσουμε την πληκτρολόγηση της.Παρακαλώ απολαύστε τώρα τον Λευκάδιο Χέρν. Σας χαιρετώ ohayo anone! και εύχομαι καλή δύναμη και καλή διαπραγμάτευση στον Αλέξη γιατί απέναντί του θα έχει σκυλιά λυσσασμένα, με σεβασμό και εκτίμηση ο Επικούρειος Πέπος-Πεπέ-Fuji Tomo Kazu-Poof o Eλληνοϊαπωνέζος.


Είναι ένα από τα πιο αγαπημένα μου κείμενα από το έργο του Λευκάδιου Χερν. Η ιστορία φέρει τον τίτλο το κορίτσι του πορτραίτου και ανήκει στα κείμενα που έγραψε ο Χερν στην Ιαπωνία κατά την τελευταία περίοδο της ζωής του. Στα κείμενά του αυτά ο Λευκάδιος Χερν διασώζει τον απόηχο του Βουδισμού στην καθημερινή ζωή των απλών ανθρώπων της Ιαπωνίας.
Στο κορίτσι του πορτραίτου ένας σπουδαστής που κατοικεί στο Κυότο, στην ιστορική πρωτεύουσα της Ιαπωνίας και κέντρο του Βουδισμού, ερωτεύεται το ζωγραφισμένο πρόσωπο μίας νεαρής κοπέλας.

Suzuki Harunobu, Καλλονή που επισκέπτεται ένα ναό μία βροχερή νύχτα. Περίοδος Έντο, 18ος αιώνας. Εθνικό Μουσείο του Τόκυο.Ο Λευκάδιος Χερν επινοεί έναν γέρο Ιάπωνα αφηγητή, δια της "φωνής" του οποίου ακούμε την ιστορία για το κορίτσι του πορτραίτου. Από την εισαγωγή της ιστορίας μαθαίνουμε ότι στα κινέζικα και ιαπωνικά βιβλία υπάρχουν ιστορίες για θαυμάσιους πίνακες που μαγεύουν όσους τους κοιτάζουν....Πρόκειται για εξαίσιες ζωγραφιές λουλουδιών, πουλιών ή ανθρώπων από πινέλο φημισμένων καλλιτεχνών...Σύμφωνα με την παράδοση οι απεικονιζόμενες μορφές βγαίνουν κάποιες φορές από το χαρτί ή το μεταξωτό όπου είναι ζωγραφισμένες, ζωντανεύουν, αρχίζουν να κινούνται και προβαίνουν σε πράξεις...Μετά από αυτή την εισαγωγή, ο γέρο Ιάπωνας αφηγητής αρχίζει να διηγείται την ιστορία ενός τέτοιου φημισμένου πορτραίτου.

Ένας νεαρός σπουδαστής με το όνομα Τοκκέι, που ζούσε στο Κυότο, ένα βράδυ καθώς επέστρεφε στο σπίτι του, είδε στη βιτρίνα ενός παλαιοπωλείου ένα παλιό απλό χάρτινο χώρισμα όπου επάνω του ήταν ζωγραφισμένο το ολόσωμο πορτραίτο μίας νεαρής κοπέλας. Επειδή ο παλαιοπώλης δε ζητούσε κανένα σπουδαίο ποσό, ο Τοκκέι αγόρασε τον πίνακα και επέστρεψε στο σπίτι του.
Διαβάζουμε από την ιστορία του Χερν: "...Στη μοναξιά του στενού δωματίου του, ξανακοίταξε προσεκτικά το χώρισμα. Το πορτραίτο του φάνηκε ακόμη πιο γοητευτικό...Ο Τοκκέι πείστηκε πως το άγνωστο μοντέλο υπήρξε αληθινά τόσο όμορφο, όσο η εικόνα του στο χαρτί, μια κι εκείνη η εικόνα έμοιαζε ζωντανή έτοιμη ν' απαντήσει σ' όποιον της μιλούσε. Όσο κοιτούσε με πάθος την όμορφη εικόνα, ο Τοκκέι άρχισε σιγά σιγά να μαγεύεται, να κατακτιέται από τη γοητεία που ανέδυε εκείνο το κομμάτι ζωγραφισμένου χαρτιού.
-Υπήρξε άραγε πραγματικά τόσο θελκτικό πλάσμα; ψιθύριζε συνεχώς. Αχ! θα' δινα ευχαρίστως και τη ζωή μου, ακόμη και χίλια χρόνια ζωής αν τα διέθετα, να την κρατήσω έστω και μερικές στιγμές στην αγκαλιά μου. Έτσι έγινε κι ο Τοκκέι ερωτεύτηκε το πορτραίτο. Το ερωτεύτηκε τόσο πολύ που κατάλαβε πως δεν θα μπορούσε ποτέ ν' αγαπήσει γυναίκα άλλη από την άγνωστη που απεικονιζόταν στο χώρισμα...Κάθε μέρα το πάθος του τον κατακτούσε. Δεν έτρωγε καθόλου, δεν μπορούσε πια να κοιμηθεί. Το μυαλό του αρνούνταν να καταβάλλει την οποιαδήποτε προσοχή στις σπουδές, που παλιότερα του ήταν τόσο αγαπητές. Περνούσε ώρες ολόκληρες μπροστά στο πορτραίτο...".
...Ο Τοκκέι, λοιπόν, μας λέει ο αφηγητής, έπεσε άρρωστος από έρωτα. Ευτυχώς, όμως, είχε φίλο έναν γέρο σοφό, ο οποίος, όταν έμαθε για την ασθένεια του Τοκκέι, τον επισκέφθηκε στο σπίτι του. Ο "αξιοσέβαστος εκείνος γέρος" αντίκρισε το χώρισμα με το πορτραίτο και κατάλαβα αμέσως τι συνέβη, γιατί γνώριζε για αυτές τις μαγικές ζωγραφιές. Έτσι, συμβούλευσε τον Τοκκέι να ακολουθήσει μία παραδοσιακή τελετουργία για να ζωντανέψει την κοπέλα του πορτραίτου και να την βγάλει από το ζωγραφισμένο χαρτί. Του είπε να της δώσει ένα όνομα και κάθε μέρα να στέκεται μπροστά στον πίνακα, να σκέφτεται μόνο αυτήν τη γυναίκα-πράγμα που δεν ήταν καθόλου δύσκολο για τον Τοκκέι, γιατί έτσι και αλλιώς μόνο αυτήν σκεφτόταν συνεχώς μέρα και νύχτα-και να την αποκαλεί με το όνομά της μέχρι να του απαντήσει. Όταν η κοπέλα του απαντήσει, τότε να της προσφέρει μία κούπα κρασί που θα αγοράσει από διαφορετικούς εμπόρους και αυτή θα κατέβει από τον πίνακα και θα δεχτεί να πιει το κρασί...Πράγματι, ο Τοκκέι ακολούθησε τις συμβουλές του γέρου φίλου του, αλλά ο Ιάπωνας αφηγητής ξέχασε να μας πει το όνομα που έδωσε στην κοπέλα. Πάντως, κάποια στιγμή ένα βράδυ, επιτέλους, το κορίτσι του πορτραίτου απάντησε στο κάλεσμα του ονόματός της από τον ερωτευμένο Τοκκέι. Και όταν ο Τοκκέι της πρόσφερε την κούπα με το κρασί, εκείνη κατέβηκε με χάρη από το χαρτί, περπάτησε στις ψάθες που κάλυπταν το πάτωμα του δωματίου και γονάτισε μπροστά του για να πάρει την κούπα. Στη συνέχεια, του χαμογέλασε και τον ρώτησε:
Διαβάζουμε κατά λέξη από την ιστορία του Λευκάδιου Χερν.
"- Πώς μπορείτε να μ' αγαπάτε τόσο; Σ' αυτό το σημείο ο Ιάπωνας αφηγητής προσθέτει: Ήταν πολύ ομορφότερη απ' το πορτραίτο της. Ήταν όμορφη ως την άκρη των νυχιών της. Όμορφη επίσης στο χαρακτήρα και την καρδιά, πιο όμορφη από όλες τις γυναίκες του κόσμου. Δεν μας λέει όμως τι απάντησε ο Τοκκέι. Έτσι την απάντηση οφείλουμε να τη φανταστούμε εμείς οι ίδιοι.
-Δεν θα με βαρεθεί τε όμως κάποτε; ρώτησε η νεαρή κοπέλα.
-Ποτέ όσο ζω! διαμαρτυρήθηκε εκείνος.
-Ύστερα όμως; επέμεινε εκείνη. Η Ιαπωνίδα δεν αρκείται σε έρωτα που κρατάει μόνο μία ζωή.
-Ας υποσχεθούμε ο ένας στον άλλο έρωτα που θα κρατήσει εφτά ζωές, την παρακάλεσε ο Τοκκέι.
-Αν ποτέ γίνεται κακός μαζί μου, θα ξαναγυρίσω στον πίνακα. Και γελούσε με γοητευτικό νάζι.
Υποσχέθηκαν λοιπόν ο ένας στον άλλο εφτά ζωές και δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία πως ο Τοκκέι υπήρξε θαυμάσιος σύζυγος, γιατί η γυναίκα του δεν γύρισε ποτέ στον πίνακά της. Η θέση που είχε κάποτε σ' αυτόν έμεινε για πάντα κενή.
Και καταλήγει ο Ιάπωνας αφηγητής:
Πόσο σπάνια όμως συμβαίνουν παρόμοια πράγματα στο δικό μας κόσμο!".
Έτσι, τελειώνει αυτή η μαγευτική ιστορία του Λευκάδιου Χερν, μία ιστορία της Ιαπωνικής παράδοσης από τη γραφίδα ενός Δυτικού που γοητεύτηκε από την Ιαπωνία και την παράδοσή της.

Ο συγγραφέας Πάτρικ Λευκάδιος Χερν συμπεριλαμβάνεται στον αρκετά μακρύ κατάλογο των Δυτικών που, "διωγμένοι" από τον ορθολογισμό του ευρωπαϊκού πολιτισμού και έχοντας κουρασθεί από τη μάλλον ανιαρή σταδιοδρομία τους, αναζήτησαν τα χαμένα όνειρα και τη νοηματοδότηση της ζωής τους στη μακρινή μυστηριώδη και άγνωστη Ανατολή. Ο Λευκάδιος περιπλανήθηκε από τα νησιά του Ιονίου πελάγους όπου ξεκίνησε η ζωή του στην Ιρλανδία, τη Γαλλία, την Αγγλία, τις ΗΠΑ, τη Μαρτινίκα για να φθάσει έως την Ιαπωνία όπου έζησε τα δεκατέσσερα τελευταία χρόνια της ζωής του, έχοντας ασπαστεί το Βουδισμό και λαμβάνοντας την ιαπωνική υπηκοότητα και το ιαπωνικό όνομα Γιάκομο Κοϊζούμι. Η μετάλλαξη του Χερν σε Δυτικό Ιάπωνα ήταν η κατάληξη μίας επώδυνης διαδρομής που ξεκίνησε από την Ανατολική Μεσόγειο για να πάει στη Δύση έως την Αμερική και να επιστέψει στα ανατολικά, στο απώτατο σημείο της μακρινής Ανατολής, την Ιαπωνία.
Η Δύση γνώρισε την Ιαπωνία και τον πολιτισμό της μέσα από το βλέμμα ενός Δυτικού, ενός δικού της, αλλά και η Ιαπωνία γνώρισε τον εαυτό της μέσα από το βλέμμα ενός ξένου που την είχε αγαπήσει, ενός Δυτικού, του Λευκάδιου Χερν.Ο Λευκάδιος Χερν γεννήθηκε από Ιρλανδό πατέρα και Ελληνίδα μητέρα το 1850 στη Λευκάδα από όπου φαίνεται ότι έλαβε το όνομα Λευκάδιος. Ο πατέρας του, Κάρολος Χερν, βρέθηκε τυχαία στα αγγλοκρατούμενα Επτάνησα, γιατί υπηρετούσε ως αξιωματικός του βρετανικού στρατού. Ήταν στρατιωτικός χειρουργός του βρετανικού σώματος στρατού από το Δουβλίνο στα Επτάνησα. Εκεί, λοιπόν, γνώρισε τη Ρόζα Κασιμάτη, κόρη ευγενούς οικογένειας από τα Κύθηρα (ανήκουν στα Επτάνησα), την οποία ερωτεύτηκε και παντρεύτηκε, αλλά γρήγορα αναγκάστηκε να την αφήσει μόνη μ' ένα μικρό παιδί στο πατρικό της σπίτι στα Κύθηρα, γιατί πήρε μετάθεση σε μία μακρινότερη βρετανική αποικία, τις Ινδίες. Ο Λευκάδιος ήταν, επομένως, ο καρπός ερωτικού ενθουσιασμού, ενός αιφνίδιου έρωτα δύο μάλλον αταίριαστων πολιτισμικά ανθρώπων που οι συνθήκες χώρισαν νωρίς.
Δύο χρόνια μετά την αναχώρηση του Ιρλανδού αξιωματικού για την Ανατολή, ο Λευκάδιος και η μητέρα του έφυγαν από τα Ιόνια νησιά για τη Δύση, για να ταξιδέψουν στο νησί της καταγωγής του πατέρα του, την Ιρλανδία. Ένα ταξίδι πραγματικά δύσκολο και μακρινό για μια νεαρή κοπέλα και το παιδί της στα μέσα του 19ου αιώνα! Πέρασαν πρώτα από το Παρίσι όπου ζούσε ο αδελφός του πατέρα, ο οποίος ήταν ζωγράφος. Ο θείος του Λευκάδιου τους συνόδεψε από το Παρίσι έως το Δουβλίνο.
Το Δουβλίνο, όμως, δεν έγινε ποτέ το τέλος της διαδρομής τόσο της νεαρής Ρόζας όσο και του παιδιού της. Η Ρόζα, η μητέρα του Λευκάδιου, δεν μπόρεσε να προσαρμοσθεί στο σκοτεινό και υγρό Δουβλίνο, αισθανόταν ξένη και φαίνεται ότι δεν έγινε θερμά αποδεκτή από τους συγγενείς του άνδρα της. Το μόνο συγγενικό πρόσωπο που έδειξε συμπάθεια απέναντι στη νεαρή Ελληνίδα από το Ιόνιο ήταν η Σάρα Μπρέναν, μια θεία του Λευκάδιου, στο σπίτι της οποίας βρήκαν καταφύγιο η μητέρα με το παιδί της. Η κατάσταση στην Ιρλανδία για τη μητέρα του Λευκάδιου δε βελτιώθηκε ακόμα και όταν γύρισε ο άνδρα της από τις Ινδίες. Ο έρωτας του Ιρλανδού αξιωματικού σύντομα εξαφανίστηκε και η σχέσεις του ζευγαριού έγιναν ψυχρές. Η Ρόζα, έγκυος στον τρίτο γιο τους (ο πρώτος είχε πεθάνει στα Επτάνησα όταν ήταν βρέφος, ο δεύτερος ήταν ο Λευκάδιος) και με διαταραγμένο το νευρικό της σύστημα, αναγκάστηκε να επιστρέψει στα Επτάνησα, ενώ ο άλλοτε αγαπημένος της σύζυγος βρήκε νομικό τρόπο να ακυρώσει το γάμο τους. Ο μικρός Λευκάδιος έμεινε στην Ιρλανδία.
Ο Λευκάδιος Χερν πέρασε τα παιδικά και νεανικά του χρόνια μακριά από τη μητρική αγάπη και στοργή και χωρίς το ενδιαφέρον του πατέρα, βιώνοντας απέραντη μοναξιά και ζώντας απομονωμένος στο σπίτι της φανατικά καθολικής άτεκνης θείας του Σάρας Μπρέναν, η οποία είχε αναλάβει την κηδεμονία του. Σχεδίαζε να αναθρέψει τον ανεψιό της σύμφωνα με τις αρχές του Καθολικισμού και να του κληροδοτήσει την περιουσία της. Δεν του πρόσφερε, όμως, την αγάπη που εκείνος πάντα λαχταρούσε. Ο Λευκάδιος μεγάλωσε στο καταθλιπτικό μεγάλο σπίτι της θείας του. Ο ίδιος σημειώνει ότι κανένας σ' εκείνο το αυστηρό σπίτι και τη βαριά ατμόσφαιρα δεν τον φώναζε με το όνομά του, όλοι τον αποκαλούσαν "το Παιδί". Ήταν, λοιπόν, ένα παιδί χωρίς όνομα, φοβισμένο και μόνο. Τα βράδια τρόμαζε στο σκοτεινό και γεμάτο σκιες δωμάτιό του, φοβόταν και φώναζε...Στην αρχή μια υπηρέτρια έτρεχε να δει τι συμβαίνει, αργότερα δόθηκε εντολή κανείς να μην ενδιαφέρεται για το τρομαγμένο παιδί...Κανείς δεν έτρεχε να τον σφίγξει στην αγκαλιά του και να απομακρύνει το φόβο του. "Ο φόβος μου έσφιγγε την καρδιά", γράφει αργότερα σ΄ένα κείμενό του, όταν θυμάται τα παιδικά του χρόνια στην Ιρλανδία.
Όταν ο Λευκάδιος έφθασε στη σχολική ηλικία, η θεία του προσέλαβε δάσκαλο για να του κάνει ιδιαίτερα μαθήματα. Ήταν έξυπνος μαθητής και μάθαινε γρήγορα. Η βιβλιοθήκη του σπιτιού έγινε το καταφύγιό του, τα βιβλία ανακούφιζαν τη μοναξιά του... κόσμοι πολλοί και διαφορετικοί ανοίγονταν στα μάτια του παιδιού. Η καταθλιπτική ατμόσφαιρα του σπιτιού έγινε ελαφρότερη.
Η θεία Σάρα Μπρέναν, όμως, άρχισε να δείχνει την εύνοιά της σε κάποιον άλλο συγγενικό πρόσωπο, ένα μακρινό συγγενή του άνδρα της στον οποίο ανέθεσε τη διαχείριση της περιουσίας. Ο Λευκάδιος είχε αρχίσει να την απογοητεύει. Την ενοχλούσε ότι διάβαζε πολλά βιβλία και πίστευε ότι δε θα γινόταν καλός Καθολικός. Ο διαχειριστής της περιουσίας της τον έστειλε στην ιερατική Σχολή του Γαλλικού Κολλεγίου του Υβενό στη Ρουέν. Εκεί έμαθε καλά τη γαλλική γλώσσα. Στη συνέχεια τον έστειλαν να συνεχίσει τις σπουδές του σ' ένα αυστηρό καθολικό κολλέγιο στην πόλη Ουσό της Αγγλίας. Εκεί έδειξε πολύ καλές επιδόσεις στη γλώσσα και την έκθεση. Άρχισε να αποκτά αυτοεκτίμηση και αυτοπεποίθηση. Δυστυχώς, όμως, έπαθε κατά τη διάρκεια ενός παιχνιδιού ατύχημα, με αποτέλεσμα να χάσει οριστικά το ένα μάτι του. Εκτός από αυτή την ατυχία, η ζωή του άλλαξε οριστικά και από ένα άλλο σημαντικό συμβάν. Η θεία του έχασε σχεδόν όλη την περιουσία της, γιατί χρεωκόπησε ο ευνοούμενος διαχειριστής της. Ο Λευκάδιος βρέθηκε να ζει πάμφτωχος στο Λονδίνο. Τελικά, ο διαχειριστής της περιουσίας της θείας, μόλις ανάκαμψε οικονομικά, του έδωσε ένα εισιτήριο χωρίς επιστροφή για τη Νέα Υόρκη...
Ο νεαρός Λευκάδιος, μόνος και δυστυχισμένος, ταξίδεψε προς τη Δύση. Στην αρχή η ζωή του στις ΗΠΑ ήταν πολύ δύσκολη. Έζησε κάτω από άθλιες συνθήκες φτώχειας για κάποιο διάστημα στη Νέα Υόρκη, δουλεύοντας στο λιμάνι όπου τον βοηθούσαν διάφοροι Ιρλανδοί εργάτες. Στη συνέχεια έφυγε για το Σινσινάττι, όπου συνάντησε τον τυπογράφο Χ. Γουώτκιν που του πρόσφερε βοήθεια και υποστήριξη. Χάρη σ' αυτόν βρήκε εργασία σε μία εφημερίδα και κατόρθωσε να εργάζεται ως δημοσιογράφος, καλύπτοντας το αστυνομικό δελτίο. Άρχισε να αποκτά τη φήμη καλού δημοσιογράφου και να αναγνωρίζεται από την τοπική κοινωνία. Σε μια εποχή που επικρατούσαν η δουλεία και φυλετικές διακρίσεις, ο Λευκάδιος έκανε υπέρβαση και συζούσε με μια νεαρή μιγάδα, την οποία φαίνεται ότι είχε παντρευτεί. Εξαιτίας αυτής της ενέργειάς του έχασε τη δουλειά του.
Κάποια στιγμή εγκατέλειψε το Σινσινάττι και εγκαταστάθηκε στην κοσμοπολίτικη Νέα Ορλεάνη όπου εργάστηκε σε διάφορα έντυπα και απέκτησε μεγάλη φήμη για τα γραπτά του. Έγινε, επίσης, γνωστός και για τις εξαιρετικές μεταφράσεις της γαλλικής λογοτεχνίας. Παρά το ότι είχε καταξιωθεί ως δημοσιογράφος, ένιωθε πάντα ανικανοποίητος και απομονωμένος. Την ίδια εποχή σε επιστολές του και σε διάφορα κείμενά του άρχισε να εκφράζει τη διάθεσή του για φυγή και μακρινά ταξίδια για να γνωρίσει άλλους πολιτισμούς.
Στη συνέχεια έφυγε από τη Νέα Ορλεάνη για τη Νέα Υόρκη και από εκεί για τις Γαλλικές Αντίλλες, τη Μαρτινίκα, όπου έζησε για δύο χρόνια, γράφοντας κείμενα και δημοσιεύοντάς τα σε περιοδικά της Νέας Υόρκης. Στην απλή νησιωτική κοινωνία της Μαρτινίκα φαίνεται ότι αισθανόταν ελεύθερος και ευτυχισμένος. Το 1890 δέχτηκε με ενδιαφέρον την πρόταση ενός αμερικανικού περιοδικού να ταξιδέψει στην Ιαπωνία και να γράψει ανταποκρίσεις από αυτή τη μυστηριώδη χώρα της Ανατολής που τότε έδειχνε ότι προσπαθούσε να "ανοίξει" προς το Δυτικό Κόσμο. Το 1890 έφυγε από το λιμάνι του Βανκούβερ για τη Γιοκαχάμα. Ταξιδεύοντας προς τα δυτικά, θα έφθανε στην Ανατολή της Ανατολής, στα νησιά της Ιαπωνίας όπου θα εγκατασταθεί μόνιμα και θα ζήσει τα τελευταία δεκατέσσερα χρόνια της ζωής του.
Ο Λευκάδιος Χερν με την Ιαπωνέζα σύζυγό του Σετζούκο
 Ήταν κόρη παλιάς οικογένειας Σαμουράι, των Κοϊζούμι. Την περίοδο αυτή η παλιά κοινωνική τάξη των Σαμουράι είχε ξεπέσει. Το όνομα της οικογένειας της γυναίκας του, Κοϊζούμι, έλαβε ο Χερν όταν του δόθηκε η ιαπωνική υπηκοότητα. Ο Λευκάδιος βρήκε στην παραδοσιακή οικογένεια της γυναίκας του την ασφάλεια, τη στοργή και τη ζεστασιά που ο ίδιος είχε στερηθεί, αφού ποτέ δε γνώρισε αληθινές οικογενειακές σχέσεις. Ο ίδιος θαύμαζε την ιαπωνική παράδοση και απαγόρευσε στη γυναίκα του να μάθει αγγλικά. "Είναι πραγματικά κόρη της παλιάς Ιαπωνίας και πρέπει πάση θυσία να παραμείνει έτσι¨, έγραψε σε επιστολή του στον Τσάμπερλαιν, καθηγητή στο Πανεπιστήμιο του Τόκυο που τον υποστήριζε και τον βοηθούσε ως το τέλος της ζωής του. Είχε επίσης και την υποστήριξη ενός Ιάπωνα ανώτατου υπαλλήλου του Υπουργείου Παιδείας, τον οποίο γνώριζε από τις ΗΠΑ, όταν ο τελευταίος είχε επισκεφθεί τη Διεθνή Έκθεση της Νέας Ορλεάνης.
Το ταξίδι στην Ιαπωνία ήρθε στην κατάλληλη στιγμή για τη ζωή του μοναχικού Λευκάδιου. Ο κόσμος και ο πολιτισμός της άγνωστης χώρας ήταν αληθινή "αποκάλυψη" και του έδωσε το νόημα που αναζητούσε, τον προορισμό που έψαχνε. Μαγεύτηκε από τη χώρα και τους ανθρώπους της και από την πρώτη στιγμή προσέγγισε τον ιαπωνικό πολιτισμό με αγάπη, σεβασμό και κατανόηση. Η ιαπωνική παράδοση τον γοήτευσε πραγματικά και με τα κείμενά του-πολλά διηγήματα αλλά και δοκίμια- διέσωσε παλιές λαϊκές αφηγήσεις και ιστορίες της Ιαπωνίας μέσα από το βλέμμα ενός Δυτικού που όμως είχε αρνηθεί τον εκσυγχρονισμό και τον ορθολογισμό του Δυτικού πολιτισμού. Ο Χερν αποφάσισε να μείνει στην Ιαπωνία σε μία περίοδο (στην ιαπωνική ιστορία ονομάζεται περίοδος Μέιτζι) κατά την οποία η χώρα περνούσε σε φάση κοινωνικών, πολιτικών και οικονομικών μεταρρυθμίσεων που θα άλλαζαν εντυπωσιακά την παραδοσιακή φεουδαρχική κοινωνική συγκρότηση και θα οδηγούσαν στον εκσυχρονισμό και την εκβιομηχάνιση...Η παραδοσιακή κλειστή Ιαπωνία στα τέλη του 19ου αιώνα και τις αρχές του 20ού αιώνα μεταμορφωνόταν σε ισχυρή οικονομική δύναμη και επιχειρούσε να αποκτήσει σχέσεις με τη Δύση. Η εκμάθηση της αγγλικής γλώσσας άρχισε να γίνεται απαραίτητο προσόν.
Έτσι, ήταν εύκολο για τον Χερν να βρει δουλειά ως καθηγητής της αγγλικής γλώσσας. Για αυτό, βρήκε εύκολα θέση ως καθηγητής της αγγλικής γλώσσας στην πόλη Ματσούε στη βορειοδυτική Ιαπωνία. Μετά από την πόλη Ματσούε, εγκαταστάθηκε στην πόλη Κουμαμότο όπου εργάστηκε ως καθηγητής της αγγλικής γλώσσας σ' ένα μεγάλο κρατικό κολέγιο. Η πόλη, όμως, αυτή, που ήταν ένα μεγάλη σύγχρονο αστικό κέντρο, φαίνεται ότι δεν άρεσε στον Λευκάδιο που είχε μαγευτεί από την παραδοσιακή παλιά Ιαπωνία.
Το 1894 εγκαταστάθηκε με την οικογένειά του στην παραλιακή πόλη Κόμπε, στο νησί Χονσού. Εκεί τελείωσε και το δεύτερο βιβλίο του "Πέρα από την Ανατολή". Ένα χρόνο αργότερα θα τελειώσει και το τρίτο βιβλίο του με τον τίτλο "Καρδιά", το υλικό του οποίου, όπως και των επόμενων, προέρχεται από ιστορίες της μεσαιωνικής Ιαπωνίας που του άρεσε να συγκεντρώνει και να καταγράφει. Το τελευταίο βιβλίο του είναι το "Καϊντάν", το οποίο θεωρείται ως το καλύτερο.
Από το 1897 εγκαταστάθηκε στο Τόκυο όπου του είχε δοθεί η έδρα του καθηγητή της αγγλικής γλώσσας και φιλολογίας στο Αυτοκρατορικό Πανεπιστήμιο. Μετά το θάνατό του δημοσιεύτηκαν οι διαλέξεις του στο Πανεπιστήμιο, οι οποίες θεωρούνται από τις πιο συναρπαστικές παρουσιάσεις της αγγλικής λογοτεχνίας στο εξωτερικό. Την περίοδο του Τόκυο έγραψε και τα υπόλοιπα βιβλία του για την Ιαπωνία, που γνώρισαν μεγάλη επιτυχία στη Δύση, γιατί υπήρχε ενδιαφέρον για τη μακρινή άγνωστη χώρα της Ανατολής που τότε άρχιζε να γίνεται μεγάλη δύναμη.
Ο Χερν είχε μεγάλη επιρροή και επίδραση στους μαθητές και τους φοιτητές του, πολλοί από τους οποίους αργότερα απέκτησαν σημαντικές θέσεις στην Ιαπωνία. Μιλούσε με αγάπη για τη χώρα τους και την παράδοσή της και τους έκανε να αισθάνονται υπερήφανοι για τον ιαπωνικό πολιτισμό. Έτσι, οι μαθητές του πάντα τον υποστήριζαν και χάρη σ' αυτούς θα αναγνωρισθεί η αξία και θα διαδοθεί η φήμη του έργου του μετά από τον ξαφνικό του θάνατο το 1904 (πέθανε από πνευμονικό οίδημα).
Μία από τις ανθολογίες διηγημάτων του Λευκάδιου Χερν που έχουν μεταφρασθεί στα ελληνικά από τον Σωτήρη Χαλικιά. Στο βιβλίο ο Χαλικιάς έχει γράψει και μία εξαιρετική εισαγωγή για τη ζωή και το έργο του.
Μία ακόμη ανθολογία διηγημάτων του Λευκάδιου Χερν με πρόλογο και μετάφραση του Σ. Χαλικιά.
Η προτομή του Λευκάδιου Χερν στον "Κήπο των ποιητών" στη Λευκάδα. Βρίσκεται δίπλα στις προτομές του Βαλαωρίτη και του Σικελιανού. Ο Ελληνοϊαπωνικός Σύνδεσμος είχε ήδη τοποθετήσει στη Λευκάδα μία αναμνηστική πλάκα από το 1933. Τότε έγινε και μία τελετή προς τιμήν του Λευκάδιου συγγραφέα.
Επιμέλεια ανάρτησης : Επικούρειος Πέπος
Υψηλή εποπτεία και εικαστική παρέμβαση : Dr. Γενικός

14.6.15

ΑΡΗΣ ΦΑΚΙΝΟΣ ΕΝΑΣ ΥΠΕΡΟΧΟΣ ΕΛΛΗΝΑΣ ΕΝΑΣ ΚΑΤΑΠΛΗΚΤΙΚΟΣ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ

Αλληγορικά γεφυρώματα.

Φίλες και Φίλοι καλημέρα, το μενού σήμερα είναι αφιερωμένο σ' έναν υπέροχο Έλληνα που δεν ζει πια κοντά μας, το όνομα αυτού Αρης Φακίνος!!!!  παρακαλώ όσοι από σας δεν έχετε διαβάσει την τριλογία ''Το Κάστρο της Μνήμης'' Κλεμμένη Ζωή'' και το ''Όνειρο του Πρωτομάστορα Νικήτα'' φροντίστε να τα διαβάσετε σύντομα. Είναι αριστουργήματα. Σας εύχομαι καλή ανάγνωση, με σεβασμό και Επικούρεια διάθεση ο Επικούρειος Πέπος.




Πολύ νωρίς είχαν αρχίσει να συμβουλεύουν τον Αρη Φακίνο οι γάλλοι φίλοι του να δίνει στα μυθιστορήματά του λιγότερη έμφαση στο εθνικό στοιχείο. Ηδη από τη δεκαετία του '80 ήταν ένας αγαπητός στους Ευρωπαίους έλληνας συγγραφέας και σίγουρα θα πουλούσε περισσότερο αν έκανε μάλλον ασαφή τα ιστορικά και γεωγραφικά δεδομένα στα βιβλία του, κατά προτίμηση συγχέοντας περιοχές και λαούς της Βαλκανικής. Εκείνος, όμως, όπως προκύπτει και από τις συνεντεύξεις του, παρέμενε καχύποπτος απέναντι στον κάθε αφελή ή και ύπουλο διεθνισμό. Ο θάνατος του Αρη Φακίνου, στις 3 Μαΐου 1998, ήταν σημαντική απώλεια για την Ελλάδα και αυτό το γεγονός έρχεται να υπογραμμίσει το 11ο και τελευταίο μυθιστόρημά του που κυκλοφόρησε το φθινόπωρο του 1998. Πολλά θαυμαστικά έχουν γραφεί για τον Αρη Φακίνο: ένας από τους σημαντικότερους σύγχρονους ευρωπαίους πεζογράφους, ένας έλληνας συγγραφέας μεταφρασμένος σε πολλές γλώσσες, ένας λογοτέχνης της Διασποράς, πρεσβευτής των ελληνικών γραμμάτων στο Παρίσι, όπου και διέμενε από το 1967, όταν ζήτησε πολιτικό άσυλο για να γλιτώσει από τη δικτατορία. Εκείνο όπως που κατ' εξοχήν μετράει είναι ο προνομιούχος παρατηρητής όσων συνέβαιναν στην Ευρώπη που υπήρξε ο Αρης Φακίνος διατηρώντας ταυτόχρονα καθαρή την ελληνική οπτική.
Ο Αρης Φακίνος αντιστεκόταν από δύο οχυρές θέσεις: την αρθρογραφία του στον ελληνικό Τύπο και τα μυθιστορήματά του. Τα τελευταία χρόνια οι επιφυλλίδες του είχαν γίνει μαχητικές και καυτηρίαζαν τους ισχυρούς του χρήματος που βολεύονται με την αφομοίωση των μικρότερων λαών. Οπως μάλιστα έβλεπε εξ αποστάσεως τη χώρα του, ήταν σε θέση να διακρίνει στη συμπεριφορά των συνελλήνων μια παθητικότητα που οδηγεί και στην αποδοχή. Εκείνη την περίοδο ο Αρης Φακίνος συνέλαβε την ιδέα μιας μυθιστορηματικής τριλογίας αφιερωμένης στην απειλούμενη ιστορική μνήμη του ελληνικού λαού.

Το 1992 «Το κάστρο της μνήμης», που κυκλοφόρησε πρώτα στα γαλλικά και τον επόμενο χρόνο στα ελληνικά. Το 1995 η «Κλεμμένη ζωή». Και τον Απρίλιο του 1998 πρόλαβε να παραδώσει στον έλληνα εκδότη του ολοκληρωμένο το χειρόγραφο του τρίτου μυθιστορήματος, «Το όνειρο του πρωτομάστορα Νικήτα». Το πρώτο και το τρίτο μυθιστόρημα της τριλογίας συγγενεύουν, όπως στηρίζονται στην αντιπαραβολή δύο εποχών: είναι τα τέλη του 18ου αιώνα, όταν με την αποσύνθεση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας οι Μεγάλες Δυνάμεις της Ευρώπης αναμειγνύονται στα Βαλκάνια, και τα τέλη του 20ού, οπότε, κατά τον συγγραφέα, η Ιστορία επαναλαμβάνεται. Δύο μυθιστορήματα που αρδεύονται από τη μυθολογία της βαλκανικής ενδοχώρας και ως προς αυτό το σημείο συνομιλούν με τα μυθιστορήματα του Ισμαήλ Κανταρέ «Το κάστρο» και «Το γεφύρι με τις τρεις καμάρες», αν και οι αφηγηματικοί τρόποι, κυρίως η φιλοσοφία των δύο συγγραφέων, διίστανται.
Διαφορετικό το δεύτερο μυθιστόρημα της τριλογίας, αναφέρεται στα ιστορικά γεγονότα που σημάδεψαν την Ελλάδα από τον πόλεμο και εδώθε. Εφαλτήριο γι' αυτήν την αναδρομή στέκεται η 29η Αυγούστου 1989, όταν στο όνομα της εθνικής συμφιλίωσης θυσιάστηκε ο όγκος των φακέλων των κρατικών υπηρεσιών Ασφαλείας. Μάλλον πρόκειται για το μοναδικό μυθιστόρημα που αποτυπώνει τη συγκεκριμένη πολιτική πράξη απόσβεσης της συλλογικής μνήμης. Κατά τον Αρη Φακίνο, είναι και αυτός ένας τρόπος εξωραϊσμού· όσο λιγότερα στοιχεία διαθέτουμε για τον Εμφύλιο τόσο ευκολότερα η ελληνική ιστορία θα γραφεί κάποτε επί το ευρωπαϊκότερον.
Το πρώτο μυθιστόρημα της τριλογίας, «Το κάστρο της μνήμης», αφηγείται την πολιορκία από τον οθωμανικό στρατό, την άνοιξη του 1792, ενός απόρθητου οχυρού στην Ηπειρο. Το ιστορικό του αφανισμού του Κάστρου ανασυστήνει ο αφηγητής δύο αιώνες αργότερα μέσα από παλαιά χειρόγραφα και την προφορική παράδοση. Αυτή η αντιπαράθεση επιτρέπει στον συγγραφέα να εκθέσει την ερμηνεία του για τα επάλληλα ιστορικά συμβάντα που τάραξαν τον βορειοελλαδικό χώρο και να αγγίξει σημερινές ανησυχίες.
Παρόμοια είναι η στρατηγική της αφήγησης και στο πρόσφατο μυθιστόρημα που πλέκεται γύρω από το χτίσιμο ενός γιγαντιαίου μονότοξου γεφυριού, τις παραμονές της Γαλλικής Επανάστασης, στη βαθύτερη και πλέον επικίνδυνη χαράδρα της Δυτικής Μακεδονίας, κοντά στο σημείο όπου σήμερα η εθνική οδός συναντά τα σύνορα με την πρώην Γιουγκοσλαβία.
Ο Αρης Φακίνος συνθέτει μυθιστορήματα με επική πνοή. Αν και τα τοπωνύμια φαίνονται επινοημένα, η ατμόσφαιρα εκείνων των χρόνων και οι ηρωικές συμπεριφορές των ανθρώπων βγαίνουν μέσα από τις λαϊκές διηγήσεις και τα δημοτικά τραγούδια.
Η αφήγηση παίρνει πνοή από τη μακρά παράδοση των πετροχτιστάδων της Ηπείρου. Κλειστή η συντεχνία των χτιστάδων, με αυστηρή ιεραρχία, που ξεκινούσε από το τσιράκι και έφθανε στον πρωτομάστορα και στον ιντζενιέρη. Τα τακίμια των μαστόρων ή και μπουλούκια περιπλανιόνταν σε ολόκληρη τη Βαλκανική και ακόμη μακρύτερα, ως την εγγύς Ανατολή και την Περσία, χτίζοντας ό,τι τους τύχαινε, εκκλησίες και τζαμιά, οχυρά και αρχοντικά. Πλέον περίβλεπτα όμως παραμένουν τα πετρόκτιστα γεφύρια που ακόμη και σήμερα εντυπωσιάζουν, έργο ειδικών μαστόρων, των λεγόμενων Κιοπρουλήδων.
Το 1779 και για 10 χρόνια χτίζεται το γεφύρι, σύμφωνα με το μυθιστόρημα. Ονειρο του πρωτομάστορα Νικήτα Τσιάκα, να έρθουν, μια ώρα αρχύτερα, «τα Φώτα της Ευρώπης» στην υπόδουλη χώρα. Οι ελπίδες του όμως θα διαψευσθούν. Η γέφυρα θα ανοίξει τον δρόμο σε εμπόρους, οθωμανούς στρατιώτες και ευρωπαίους πράκτορες. Ο τόπος αιμορραγεί καθώς οι ντόπιοι ευκολότερα ξενιτεύονται και οι φιλέλληνες που φέρνουν τη φλόγα της Επανάστασης πιο δύσκολα βρίσκουν κρησφύγετο. Αλλα 10 χρόνια θα υπομείνει ο αρχιτέκτονας της γέφυρας τον εκφυλισμό που προκάλεσε το έργο του ώσπου να πάρει τη μεγάλη απόφαση. Με φουρνέλο θα τινάξει στον αέρα το γεφύρι και μόνο τα κομμένα άκρα του θα απομείνουν στις δύο πλευρές της χαράδρας.
Ωστόσο τον μύθο του γεφυριού θα τον διασώσουν τα δημοτικά τραγούδια της περιοχής. Ανάμεσα στους ήρωες που πλάθει ο Αρης Φακίνος, δίπλα στον πρωτομάστορα Νικήτα και στον μαστρο-Θεόφιλο, υπάρχει και ένας φημισμένος τραγουδάρης και οιωνοσκόπος που κατάγεται από τη Λέσβο, εμφανής υπαινιγμός στους αρχαίους υμνωδούς. Οπως και στο «Κάστρο της μνήμης», η κασέλα με τα σχέδια του ιντζενιέρη και τις επιστολές από τους γάλλους φιλέλληνες θα διασωθεί σε ένα γειτονικό μοναστήρι ενώ το ποίημα που έπλεξε ο τραγουδάρης θα παραδοθεί από γενιά σε γενιά. Ωσπου ένας γέροντας λαγουτιέρης να ταξιδέψει από το χωριό του, κοντά στη Φλώρινα, στην Αθήνα, για να τραγουδήσει τον μακρόσυρτο σκοπό σε ένα ριάλιτι σόου. Ενας τηλεθεατής, ο αφηγητής, θα αναζητήσει τον λαγουτιέρη στη Δυτική Μακεδονία και θα μαγνητοφωνήσει την ιστορία του.
Το μυθιστόρημα είναι μια φιλόδοξη αλληγορία για τα ποικίλα γεφυρώματα της χώρας μας με την Ευρώπη και τα δεινά που αυτά επιφέρουν. Σε όλα τα βιβλία του Αρη Φακίνου, και στα παλαιότερα και στην τριλογία, πληθαίνουν οι ιστορικές εκτιμήσεις και οι φιλοσοφημένες απόψεις ενός ελεύθερα σκεπτόμενου ανθρώπου. Ιδιαίτερα το τελευταίο μυθιστόρημά του φαίνεται περισσότερο δεμένο με την επικαιρότητα, καθώς ο αφηγητής, με πικρή ειρωνεία, παραθέτει συμβάντα εκείνων των μακρινών χρόνων με στόχο την προβολή τους στο σήμερα. Αυτή η αδιάκοπη αντιστοίχιση αναδεικνύει τον εκπεσμό των αξιών. Επίσης περιπαίζει τον τρόπο που σκέφτονται οι άνθρωποι της πόλης.
Αν και πρόκειται για ένα μυθιστόρημα με θέση, ο Αρης Φακίνος ξεφεύγει από την παγίδα της διδαχής και της καταγγελίας. Οι ανησυχίες του συγγραφέα για την απώλεια της πολιτιστικής ταυτότητας του Ελληνα και για το δυσοίωνο μέλλον της ορθόδοξης παράδοσης χωνεύονται στην αφήγηση χωρίς να τη βαραίνουν. Στο άρτιο αποτέλεσμα συμβάλλει η καθαρότητα της χυμώδους δημοτικής στην οποία έχουν γραφεί τα μυθιστορήματα του Αρη Φακίνου, ανόθευτη παρά την τριακονταετή παραμονή του στη Γαλλία.
Ως και την τελευταία παράγραφο του τελευταίου μυθιστορήματός του ο Αρης Φακίνος παραμένει ένας ρομαντικός αριστερός που πιστεύει σε μια ιδεατή πατρίδα και σε παμβαλκανικά οράματα. Γεννημένος το 1935 στο Μαρούσι, εκδίδει το πρώτο του βιβλίο «Εκέκραξα» το 1964 στην Αθήνα. Τα επόμενα οκτώ μυθιστορήματά του, ως και «Το κάστρο της μνήμης», πρωτοδημοσιεύονται στα γαλλικά. Προς το παρόν ο Αρης Φακίνος δεν συμπεριλαμβάνεται στις γραμματολογίες νεοελληνικής λογοτεχνίας. Για να επιβεβαιωθεί για ακόμη μία φορά ο κανόνας ουδείς προφήτης στον τόπο του.
Η κυρία Μάρη Θεοδοσοπούλου είναι κριτικός λογοτεχνίας.
Πηγή: Το Βήμα.

4.6.15

Ο ΟΡΦΕΑΣ ΚΑΙ Ο ΑΣΠΡΟΔΟΝΤΗΣ στο filomatheia.blogspot.gr

Φίλες και Φίλοι αγαπητοί συναθλητές καλημέρα, πως είσαστε; πως είναι η υγεία σας; πως πάει η μελέτη; σήμερα θα είμαι πολύ σύντομος γιατί η ώρα είναι περασμένη, σήμερα επίσης ξαναδιάβασα τον Ασπροδόντη παράλληλα με το ''Τοτέμ του Λύκου'' και αμέσως μετά ένιωσα την ανάγκη να κάνω για αρκετή ώρα παρέα στον Ορφέα. Σας χαιρετώ και σας εύχομαι καλή αυτογνωσία και καλή επιλογή στα βιβλία που θ'αγοράσετε για την περίοδο του καλοκαιριού. Με σεβασμό και Επικούρεια διάθεση ο Επικούρειος Πέπος. Υ.Γ. Δάσκαλε Λιαντίνη δυστυχώς είχες δίκιο όταν έλεγες πως είμαστε Ελληνοέλληνες.
Jalal ad-Dīn Muhammad Rumi (1207-1273)
Ο Προφήτης είπε, "Υπάρχουν κάποιοι που με βλέπουν
υπό το ίδιο φως με το οποίο τους βλέπω εγώ.
Οι φύσεις μας είναι μία.
Χωρίς αναφορά σε σκέλη
γενεαλογίας, χωρίς αναφορά σε κείμενα ή παραδόσεις,
πίνουμε το νερό της ζωής μαζί."
Να μια ιστορία
σχετικά με αυτό το κρυμμένο μυστικό:
 Οι Κινέζοι και οι Έλληνες
διαφωνούσαν στο ποιοι είναι οι καλύτεροι καλλιτέχνες.
Ο βασιλιάς είπε,
 "Θα διευθετήσουμε αυτό το θέμα με μια δημόσια συζήτηση."
Οι Κινέζοι αρχίσανε να μιλάνε,
αλλά οι Έλληνες δε λέγανε τίποτα.
Έφυγαν.
Οι Κινέζοι πρότειναν τότε
να δοθεί στον καθένα ένα δωμάτιο για να δουλέψουν
με την τέχνη τους ο καθένας, δύο δωμάτια που θα βλέπει 

το ένα το άλλο και χωρισμένα με μια κουρτίνα.
Οι Κινέζοι ζήτησαν από το βασιλιά
εκατοντάδες χρώματα, όλες τις αποχρώσεις,
και κάθε πρωί πήγαιναν εκεί όπου
φυλάττονταν όλες οι βαφές και τις παίρνανε όλες.
Οι Έλληνες δεν παίρνανε κανένα χρώμα.
"Δεν είναι μέρος της δουλειάς μας."
Πήγαν στο δωμάτιο τους
και άρχισαν να καθαρίζουν και να γυαλίζουν τους τοίχους. 

Όλη την ημέρα κάθε μέρα έκαναν τους τοίχους τόσο 
αγνούς και καθαρούς σαν τον ανοικτό ουρανό.
Υπάρχει ένας δρόμος που οδηγεί από όλα τα χρώματα
στην αχρωματοσύνη. Γνώριζε ότι η μεγαλοπρεπής ποικιλία
των σύννεφων και του καιρού προέρχεται
από την απόλυτη απλότητα του ήλιου και της σελήνης.
Οι Κινέζοι τελειώσανε, και ήταν τόσο χαρούμενοι.
Ηχούν τα τύμπανα με την χαρά της ολοκλήρωσης.
Ο βασιλιάς εισήλθε στο δωμάτιο,
έκπληκτος από τα υπέροχα χρώματα και λεπτομέρειες.

Οι Έλληνες τότε τραβήξανε την κουρτίνα που χώριζε 
τα δωμάτια.
Οι κινέζικες μορφές και εικόνες έλαμψαν αντανακλώντας
στους καθαρούς ελληνικούς τοίχους. Ζούσανε εκεί,
ακόμα πιο όμορφα, και πάντα
μεταβαλλόμενες στο φως. 
Κάνουν την αγάπη τους όλο και πιο καθαρή
Ούτε ελλείψεις, ούτε θυμός. Με τέτοια αγνότητα
δέχονται και αντανακλούν τις εικόνες κάθε λεπτό,
από εδώ, από τα αστέρια, από το κενό.
Τις λαμβάνουν μέσα τους
σαν να τις έβλεπαν
με την φωτισμένη καθαρότητα
με την οποία αυτές τους βλέπουν.
J. Krishnamurti (1895-1986)

Στις όχθες κάποιου ποταμού που αργοκυλούσε,
Υπήρχε ένα χωριό γεμάτο ανθρώπους , μα από ζωή 
αδειανό.
Ω, τι θλιβερό.
Είχε πολλούς ναούς ψηλούς, με εικόνες σκαλιστές,
Θεοί πλασμένοι απ' τον ανθρώπινο νου,
Τροφαντοί ιερείς με απαλές φωνές, στους ψαλμούς 
δυνατές,
Σοβαροί ομιλητές φιλοσοφίας , κάτω από δέντρων 
σκιές δροσερές
Κραυγές από βάρη, ο φόβος της θλίψης
Περίπλοκοι κανόνες θρησκευτικοί
Ηθική για τους άλλους φτιαγμένη,
Ο ισχυρός συντηρείται από τον φτωχό. 
Ο κουρελής και ο ντυμένος περπατούσαν στο ίδιο 
στενό δρομάκι,
Όλοι σε σύγκρουση μεταξύ τους,
Οι Θεοί τους, οι νόμοι και η αγάπη τους. 
Το χωριό ονομαζόταν ο κόσμος. 
Μια όμορφη μέρα, σε ένα σταυροδρόμι, 
κάποιος φώναξε δυνατά:
"Ακούστε με, άνθρωποι,
Υπάρχει διαφθορά και διαμάχη·
Το τραγούδι της ζωής σας είναι αισχρό.
Ο Μέγας Υμνωδός της Ζωής
Φτάνει σε αυτό το πανάρχαιο χωριό·
Αφουγκραστείτε την αρμονία του ύμνου του."
Το γιασεμί ανοίγει την καρδιά του στο σκοτάδι 
της νύχτας.
"Είμαι ο Μέγας Υμνωδός της Ζωής,
Υπέφερα για πολύ καιρό, και ξέρω. 
Κρατήστε αγνό τον ύμνο στην καρδιά σας, 
Απλός είναι ο δρόμος. 
Απαλλαγείτε από την πολυπλοκότητα των Θεών, 
των θρησκειών και των δογμάτων τους. 
Μην δεσμεύεται την ζωή σας με τελετουργίες, 
με την επιθυμία της άνεσης. 
Να είστε εσείς το φως στον εαυτό σας. 
Έτσι δεν θα ρίξετε ούτε μια σκιά στο πρόσωπο 
των άλλων. 
Η ζωή δεν μπορεί να κρατηθεί με δεσμά φόβου. 
Να είστε ελεύθεροι και τότε θα υπάρξει το 
θαύμα της τάξης.

Να αγαπάτε τη ζωή και τότε δεν υπάρχει μοναξιά.
Αχ, ακούστε τη φωνή της αγάπης μου. 
Υπέφερα για πολύ καιρό, και ξέρω. 
Είμαι ελεύθερος, αιώνια ευτυχισμένος·
Είμαι ο Μέγας Υμνωδός της Ζωής."
Αργά έρχεται η βροχή στην καμμένη γη.
Λίγοι άκουσαν και πολύ χαρήκαν.
Αφήνοντας στην άκρη όλα τα πράγματα
Ελευθέρωσαν την ζωή απ' όλα τα δεσμά. 
"Ναι", φώναξαν οι άνθρωποι,
"Αλλά πως θα συμφιλιώσουμε την ομορφιά των 
Θεών μας με τον ύμνο σου;
Με ποιο τρόπο να ταιριάξουμε τα λόγια σου στο 
ναό της δημιουργίας μας;
Είσαι ο φορέας της σύγχυσης, 
Δε θέλουμε κανένα σαν και του λόγου σου,
Λες πράγματα που δεν γνωρίζουμε, 
Αυτά που λες είναι λόγια του Διαβόλου, 
Μακριά, μακριά."
Ο Μέγας Υμνωδός της Ζωής πήρε το δρόμο του 
λυπημένος,
οι άνθρωποι συνέχισαν να ζουν με το πρόβλημα 
του φόβου και της θλίψης. 
επιμέλεια ανάρτησης επικούρειος πέπος.

3.6.15

ΝΙΚΟΣ ΓΚΑΤΣΟΣ= ΣΕΒΑΣΜΟΣ, ΣΕΒΑΣΜΟΣ, ΣΕΒΑΣΜΟΣ στον ΜΕΓΙΣΤΟ ΔΗΜΙΟΥΡΓΟ

Απέναντι στα ψεύτικα τα λόγια, τα μεγάλα!!! φίλες και φίλοι αγαπητοί συνακροατές γιατί μας αρέσουν το όμορφα τα λόγια τα μεγάλα; χθες 02/06/15 είχα την τύχη να βρεθώ σε μια πολύ καλή συζήτηση ανάμεσα σε έξυπνους νέους και αναρωτήθηκα γιατί αυτά τα παιδιά είναι στο περιθώριο; γιατί σαν αυτά τα παιδιά δεν είναι το μεγαλύτερο ποσοστό των νέων; ένα τέτοιο παιδί είναι η Φωτεινή-Ίριδα και είμαι περήφανος που συμετέχει στην μεϊλοπαρέα. Από τα πολλά ωραία που άκουσα συγκράτησα κάποια τα οποία και σας μεταφέρω. ''Νεαρός 27 ετών, προτιμώ στη ζωή μου να χάνω ύπνο παρά εμπειρίες'' όταν άκουσα αυτή τη φράση αυτόματα το μυαλό μου πήγε σε δυο γνωστά μου προσώπατα ένα αγόρι και ένα κορίτσι που είναι κάργα ερωτευμένα με το μαξιλάριEmojiEmojiEmojiEmojiEmojiEmojiEmoji ''Κοπέλα όμορφη, ελκυστική, χαρισματική περίπου στα 25 ''αν μπορούμε να τα φανταστούμε μπορούμε και να τα πραγματοποιήσουμε''. Κοπέλα Θεά! Θεά! Θεά! μιλώντας για το αγόρι της, μπαίνει ακάλεστος από τα παράθυρα των ματιών μου και παίρνει όποια πληροφορία χρειάζεται!!!!!!!!!!!! εκείνη την ώρα δεν άντεξα και αναφώνησα: Δόξα το Θεό δεν δεν είμαστε πανταχόθεν άποροι καθεστώτες!!!!!!!!!!!!! και το κερασάκι στην τούρτα ήταν όταν επιτέλους αργά το απόγευμα συνάντησα την όμορφη και πανέξυπνη Λυδία για την οποία είχα ακούσει τα καλύτερα λόγια, μαζί της ήταν και ο ντροπαλός Δαμιανός. Όπως καταλάβατε η χθεσινή μέρα ήταν πολύ ξεχωριστή και ώς εκ τούτου το μενού του filomatheia.blogspot.gr για σήμερα έχει ΝΙΚΟ ΓΚΑΤΣΟ σας εύχομαι να ζείτε συνετά και Επικούρεια, με σεβασμό ο Επικούρειος Πέπος

ΤΟΥ ΣΤΑΥΡΟΥ ΚΑΡΤΣΩΝΑΚΗ*

Μια πλευρά του Νίκου Γκάτσου, που συνήθως δεν ταυτίζεται με το έργο του, είναι αυτή ενός δημιουργού με έντονη πολιτική θέαση και θέση, με σαφή κοινωνική συνείδηση, και κυρίως μ' έναν αιχμηρό και καταγγελτικό, σύγχρονο της εποχής του λόγο, που αποσκοπεί κυρίως στη διατήρηση της ιστορικής μνήμης, και εντέλει στην ποιητική/στιχουργική καταγραφή της.
Εχουμε να κάνουμε μ' έναν πολύπλευρο δημιουργό, που δεν πίστεψε ποτέ πως η αποστολή του ποιητή μπορεί να ταυτιστεί με κάποια -οποιαδήποτε- ιδεολογία που αυτός θα υπηρετήσει, και η οποία στοχεύει άμεσα και κραυγαλέα στην αφύπνιση των συνειδήσεων του αναγνώστη/κοινού.
Σ' αυτό το σημείο ταυτίζεται ιδεολογικά με τον Οδυσσέα Ελύτη, και ασφαλώς δεν ήταν ο μόνος που κράτησε μια τέτοια στάση.
Η παρουσία του εξάλλου, όπως παρατηρούμε και από τα λιγοστά βιογραφικά στοιχεία που έχουμε στη διάθεσή μας, υπήρξε (ίσως όμως μόνο φαινομενικά) αφοπλιστικά αθόρυβη και σιωπηλή, ειδικά όλες τις ταραγμένες περιόδους της μετακατοχικής περιόδου που ξεκινά το κυρίως στιχουργικό του έργο. Το ενδιαφέρον όμως στην περίπτωση του Γκάτσου αποτελεί το γεγονός, πως, όσο «αφανής» και διακριτικός ήταν σε δημόσιες δηλώσεις, τοποθετήσεις, εμφανίσεις, συνεντεύξεις κ.λπ., τόσο ουσιώδης, καταγγελτικός και περιεκτικός αποδείχτηκε πολλές φορές στους στίχους του της περιόδου 1970-1990, είτε με υπαινικτικό, είτε με διαυγέστατο τρόπο και γραφή. Από την «Αμοργό» που περιείχε σαφείς υπαινιγμούς κατά του ναζιστικού ολοκληρωτισμού έως τα «πολιτικά» «Κατά Μάρκον» που αποτελούν τη στιχουργική/ιδεολογική και πνευματική του παρακαταθήκη, δεν έλειψαν ποτέ στο διάστημα του μισού αιώνα (1940-1990) της συνεχούς παρουσίας του ως ποιητή/ στιχουργού/ μεταφραστή μέσα στο έργο του, νύξεις και σχόλια που καθρεφτίζουν όλη αυτή την ταραγμένη, γεμάτη διαψευσμένα οράματα περίοδο στον ελληνικό και ευρωπαϊκό χώρο, που ακολούθησε το τέλος του Β' Παγκοσμίου Πολέμου. Το θέμα είναι βέβαια ανεξάντλητο. Εδώ το ψηλαφίζουμε εντελώς σημειωτικά:
* ΣΤΑΣΗ ΠΡΩΤΗ. Αν επικεντρωθούμε μόνο στα τραγούδια (διότι και στα λιγοστά ποιήματα η διάσταση αυτή είναι καταλυτικά παρούσα), αυτή η θεαματική θεματολογική «στροφή» (ή καλύτερα, διεύρυνση από το λυρικό εγώ, στο πολιτικό εμείς) διακρίνεται δειλά και σχηματοποιείται πολύ νωρίς, ήδη από το 1962, στους στίχους από το «Ματωμένο φεγγάρι» σε μουσική Μίκη Θεοδωράκη. Εχουν προηγηθεί τα πρώτα τραγούδια του ποιητή, σε ελυτικό αιγαιοπελαγίτικο ύφος, με κυρίαρχα πολλά από τα γνωστά μοτίβα του ονείρου, των ουράνιων περιβολιών, της αγάπης. Εδώ, μπορούμε να θεωρήσουμε ως σύνθημα και διακήρυξη, μια οριακή δηλαδή μετάβαση από το προσωπικό στο συλλογικό (κι ας μην ήταν απαραίτητα αυτή η πρόθεση) τους στίχους:
«Ενας κρατούσε το μαχαίρι/ άλλος κρατούσε το σπαθί /κι εγώ σου κράταγα το χέρι/ στο χέρι μου να ζεσταθεί/.
Αγάπη μου αγάπη μου/ θα σου μιλήσω τώρα/ για της χαράς την ώρα/ και για τη λευτεριά».
Θα χρειαστεί ακόμη μια δεκαετία για να αποκτήσουν οι ποιητικοί στίχοι του Γκάτσου συνειδητά ένα πιο συμπαγές και σταθερό «πολιτικό» ύφος. Διάσπαρτοι σπόροι όμως ανιχνεύονται συχνά στους στίχους που γράφει την περίοδο 1965-1972. Σε μια ρευστή πολιτικά περίοδο στον ελληνικό χώρο, το 1965, το τραγούδι «Πάει ο καιρός» ξεκινούσε με τους προφητικούς στίχους:
«Πάει ο καιρός/ πάει ο καιρός/ που ήταν ο κόσμος δροσερός/
και κάθ' αυγή/ ξεκινούσε μια πηγή/ για να ποτίσει όλη τη γη./
Ηρθανε νύχτες και βροχές/ και χειμωνιάσαν οι ψυχές κλπ».
Στίχοι που μπορούν να λειτουργήσουν διττώς, όπως τα περισσότερα τραγούδια του Γκάτσου. Μπορούν πάντα να ενταχθούν στην κατηγορία των λαϊκών ερωτικών τραγουδιών, που έγραφε εκείνη την περίοδο, ταυτόχρονα όμως περικλείουν και μια κοινωνική διεύρυνση. Αυτός ήταν ίσως και ο λόγος που το συγκεκριμένο τραγούδι λογοκρίθηκε (ήταν από τα ελάχιστα του ποιητή). Με την ίδια μουσική, άλλη ενορχήστρωση και ερμηνεία, το «Πάει ο καιρός» πήρε τον «αθώο» τίτλο «Πρωτομηνιά» το 1971, με στίχους αλλαγμένους, λιγότερο «ενοχλητικούς», προφανώς για να μην υπάρχει πρόβλημα με τη λογοκρισία. Το ίδιο ακριβώς συνέβη και στους στίχους «Κράτησα δίκοπο μαχαίρι στον πικρό καιρό» από το τραγούδι «Στο Λαύριο γίνεται χορός» που και αυτοί το 1967 (ενώ το τραγούδι κυκλοφόρησε το 1965) τελικά άλλαξαν.
* ΣΤΑΣΗ ΔΕΥΤΕΡΗ: Αρχές δεκαετίας του 1970, στην καρδιά της δικτατορίας, και στο τραγούδι «Ηρθατε σαν κύματα» ακουγόταν μια πρώτη ξεκάθαρη σύνοψη και αποτίμηση της πορείας της γενιάς του ποιητή από τον ίδιο, στίχοι βέβαια που θα μπορούσαν να αναφέρονται ή να ταυτίζονται και με την πορεία της επονομαζόμενης γενιάς της ήττας:
«Σημαδεμένη/ και προδομένη/ έμεινε πάντα η δική μας η γενιά. /
Μας βρήκαν μπόρες/ δύσκολες ώρες/κι ούτε λυχνάρι ούτε φως στη σκοτεινιά./.../
Ξεκληρισμένα/ και πικραμένα/ μείνανε πάντα/ της γενιάς μου τα παιδιά. /
Κάντε κουράγιο/ κι απ' το ναυάγιο/ κάπου θα βρούμε της χαράς την αμμουδιά».
Στο «Ολα τα τραγούδια», την επίτομη έκδοση του μελοποιημένου Γκάτσου, σημειώνεται ότι «Το ρεφρέν, προτού λογοκριθεί προφανώς, ήταν: Μαύρη μέρα χάραξε/ μες στον ουρανό/ η καρδιά μου σπάραξε/ και γι' αυτό θρηνώ».
Ο Γκάτσος «τραγουδούσε» τότε στους στίχους του τα λόγια του Γ. Θεοτοκά στο σημείωμά του στον επίλογο του Λεωνή: «Πρώτα- πρώτα , αισθάνθηκα πως είμαστε μια γενεά σημαδεμένη από κάποια μοίρα, πως δεν χρησιμεύει σε τίποτα να παραπονιέται κανείς ή να διαμαρτύρεται ή να προσπαθεί να ξεχάσει, αλλά πως είναι προτιμότερο να το πάρει απόφαση ότι έτσι είναι τα πράματα, ότι είμαστε παιδιά μιας μεγάλης ιστορικής κρίσης που ορίζει όλη τη ζωή μας, ότι τα ονειροπολήματά μας, οι πράξεις μας και τα έργα μας δεν θα είτανε φυσικό να ξεφύγουν ποτέ εντελώς από τον ίσκιο που μας σκεπάζει».
Σκέψεις που ασφαλώς αντιπροσωπεύουν πλήρως την ιδεολογική, κοινωνικοπολιτική θέση και του ίδιου του Γκάτσου, όπως τουλάχιστον αυτή εμφανίζεται στους στίχους του. Τα τραγούδια του είναι σε μεγάλο μέρος γεμάτα «προδοσία», «όνειρο», «μοίρα», και «παιδιά», λέξεις οριακές στο κείμενο του Θεοτοκά, λέξεις οριακές και στους στίχους του ποιητή με δεκάδες αναφορές.
* ΣΤΑΣΗ ΤΡΙΤΗ: Το «Νυν και αεί», που κυκλοφορεί το 1974, αποτελεί με την ισορροπημένη σύζευξη μιας επικής μουσικής του Σταύρου Ξαρχάκου και των στίχων του ποιητή μια ευτυχή συνάντηση των δύο σπουδαίων δημιουργών. Αρχικά -έχει τη σημασία του- τα τραγούδια είχαν γραφτεί για την «πολιτική» επιθεώρηση «Για μια χούντα δολάρια» του Φρέντυ Γερμανού και του Κυρ. Τα κείμενα του «Νυν και αεί» θα μπορούσαμε να τα χαρακτηρίζαμε και να τα ορίζαμε ως «θρηνητικά της ελευθερίας». Διατηρούν όλα έναν απόηχο μανιάτικου μοιρολογιού. Θα μπορούσαμε δε, με μια συγκεκριμένη λογική και οπτική, να τα θεωρήσουμε επίσης ως αντιπροσωπευτικά δείγματα στη νεοελληνική ποίηση του 20ού αιώνα, μερικών από τα τελευταία ποιητικά κείμενα που συνταιριάζουν τόσο εύστοχα τη λιτότητα και περιεκτικότητα του δημοτικού τραγουδιού σε επίπεδο λεκτικό, μορφολογικό και ποιητικό. Ποιος άλλος θα χρησιμοποιούσε άλλωστε και μάλιστα σ' ένα τραγούδι -εν έτει 1974- με απόλυτη φυσικότητα, λειτουργικότητα και πειστικότητα λέξεις και φράσεις όπως οι: βόλι, Διγενής, φασκιές, αγρίμι, δυόσμο κι αγιοκέρι, σκουτιά, σαράντα ρέματα, σήμαντρα, ριζικό, προσκυνητάρι;
Με την είσοδο της ορχήστρας και προτού ακουστούν οι πρώτες λέξεις, η δραματική και αγωνιώδης σαν αγκομαχητό ένταση της μουσικής οδηγεί στο πρώτο στίγμα που σε μεταφέρει χρονικά στα σκοτεινά χρόνια της Κατοχής:
«Πρωτομαγιά /με το σουγιά/ χαράξαν το φεγγίτη/
και μια βραδιά /σαν τα θεριά/ σε πήραν απ' το σπίτι».
Ο Γκάτσος διαλέγει όπως και στο συγγενές θεματολογικά «Πού το πάνε το παιδί», την ίδια χαρακτηριστική εικόνα του βίαιου «εκτοπισμού» από την εστία του σπιτιού, χρησιμοποιώντας όμως αυτή τη φορά μια γραφή απελέκητη, η οποία είναι πρόσφορη στο θέμα του, με λέξεις διόλου λυρικής και «μουσικής» υφής, ή και υπερρεαλιστικής, όπως στα παλιότερα τραγούδια του, αλλά ωμές, σκληρές και τραχιές, απανωτά, χωρίς αναπνοή την μια μετά την άλλη, για να εντείνει και να υποστηρίξει έτσι αποτελεσματικότερα και πειστικότερα το ανάλογο κλίμα που διαπραγματεύεται. Ο σουγιάς, τα θεριά, ο μπόγιας, ο φονιάς, ο χάρος, η μαύρη γη, το σώριασμα στη γη, ο ληστής, η καταλυτική παρομοίωση στην τελευταία στροφή του δωσίλογου προδότη που θα πληρώσει («του 'χανε δέσει στο λαιμό του μια τριχιά/ και του πατάγαν το κεφάλι σαν οχιά»), όλα διαμορφώνουν -και μόνο σε καθαρά λεκτικό επίπεδο- με την ασθματική παράθεσή τους μια εικόνα που μένει χαραγμένη στη μνήμη και αδυνατείς να προσπεράσεις. Θα μπορούσαμε να θεωρήσουμε αυτό το έργο του Γκάτσου, σε επίπεδο στιχουργικής ωριμότητας και κυρίως ιδεολογικής και κοινωνικοπολιτικής συνειδητοποίησης, αντίστοιχο με το «Αξιον Εστί» του Ελύτη, που αποτέλεσε και για κείνον ένα οριακό σημείο καμπής στο έργο του.
* ΣΤΑΣΗ ΤΕΤΑΡΤΗ: Το τραγούδι «Τσάμικος» από την ιστορική «Αθανασία» (1976), έργο σταθμό για τους Χατζιδάκι - Γκάτσο με πολλούς στίχους ποιητικής κοινωνικοπολιτικής υφής. Αποτελεί με τον συμπυκνωμένο και ουσιώδη λόγο του ένα συνοπτικό μάθημα Ιστορίας, για όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης (υπάρχει πλέον στα βιβλία του Δημοτικού). Ο «Τσάμικος», στους λιγοστούς του στίχους, περιλαμβάνει όλη την ελληνική πορεία προς την απελευθέρωση του '21, αναφορές-αιχμές στις υπερδυνάμεις του ψυχρού πολέμου με το τσακάλι και την αρκούδα και κυρίως έναν οριακό στίχο -«το πανηγύρι κρατάει χρόνια»- που μετεωρίζει και μεταθέτει όλο το ποίημα από το χθες στο σήμερα.
Τραγούδια που περιγράφουν με συγκλονιστικά λιτό και ποιητικό τρόπο την ιστορική διαδρομή της Ελλάδας θα γράψει πολλά ο Γκάτσος τα επόμενα χρόνια.
* ΣΤΑΣΗ ΠΕΜΠΤΗ: Ελλαδογραφία: Ενα κείμενο ποταμός, το επιλογικό του έργου, συμπυκνώνει θαυμαστά σε ειρωνική καθαρεύουσα όλο το πολύχρωμο ψηφιδωτό που είναι «Τα Παράλογα». Θα συναντήσουμε κι εδώ μεταξύ άλλων: Ειρωνεία, χιούμορ, κοινωνικό και πολιτικό σχόλιο, ιστορική αναδρομή του γενέθλιου τόπου μέσα από ιστορικά φορτισμένες στιγμές, κριτική στα κακώς κείμενα. Ενα από τα πρώτα, ουσιαστικότερα, και κυρίως ποιητικότερα οικολογικά σχόλια σε τραγούδι γίνεται στο εισαγωγικό «Ο Εφιάλτης της Περσεφόνης» από τον ίδιο κύκλο, ενώ παρελαύνουν επίσης μορφές ήθους αντιηρωικές και καταλυτικές (Μάγδα), σχόλια για την Παλαιστίνη, ο Μακρυγιάννης και ο Ομέρ Βρυώνης, η Σίβυλλα και οι εκτελεσμένοι Διστομίτες με τους Καλαβρυτινούς μέσα από εξαίσιες ποιητικές εικόνες:
«Επίσκοποι και προεστοί/κατακτητές και στρατηλάτες/
επαναστάτες και αστοί/της ιστορίας οι πελάτες».
Την τελευταία δημιουργική δεκαπενταετία του Γκάτσου θα ακολουθήσουν και στους επόμενους κύκλους τραγουδιών πολλά ανάλογα κείμενα-σχόλια ενός ευρύτερου κοινωνικού σχολιασμού, στίχοι και στροφές -μεταξύ άλλων- για την αλόγιστη καταστροφή του περιβάλλοντος, τον νεοπλουτισμό, την αστυφιλία, το χάσμα των γενεών, την τσιμεντοποίηση που εισβάλλει στη μεγαλούπολη, την επέλαση του τεχνικού πολιτισμού και των μηχανών με όλα τα δεινά που επιφέρει η υπερβολικά αλόγιστη χρήση τους.
* ΣΤΑΣΗ ΕΚΤΗ: «Μάνα μου Ελλάς». Πρόκειται για ένα από τα πιο γνωστά και αγαπημένα τραγούδια του ποιητή, που, όπως ο Κεμάλ, συγκεντρώνει στις λίγες συμπαγείς στροφές του πολλά από τα προτερήματά του. Από το κλασικό «Ρεμπέτικο», κορυφογραμμή της συνεργασίας με τον Στ. Ξαρχάκο. Κι εδώ θα συναντήσουμε την ανηλεή κριτική που ξεκίνησε με τα «Παράλογα», σε άλλο ύφος όμως και στόχευση, με κυρίαρχο το παράπονο, την πίκρα, τη διάψευση, η οποία θα κορυφωθεί μια δεκαετία σχεδόν μετά στα «Κατά Μάρκον». Η προσφυγιά, η εξορία, ο πόλεμος, όλες οι αιματοβαμμένες στιγμές της νεώτερης ελληνικής ιστορίας, από την καταστροφή της Σμύρνης ώς τη μεταπολίτευση σε τραγούδια-ποιήματα όπως τα «Στης πίκρας τα ξερόνησα», «Στη Σαλαμίνα» εκτός από το ομώνυμο, περνούν από μπροστά σου μέσα από δραματικές εικόνες του ποιητή που τραγουδιούνται -σαν να γράφτηκαν χθες- τριάντα χρόνια μετά. Δεκάδες «πολιτικοκοινωνικοί» στίχοι του ποιητή, όπως π.χ. ο χαρακτηριστικός «τα ψεύτικα τα λόγια τα μεγάλα» από το «Μάνα μου Ελλάς» έχουν περάσει στο συλλογικό υποσυνείδητο κι αυτή είναι η μεγαλύτερη καταξίωση. 7
* Ο Σταύρος Καρτσωνάκης είναι διδάκτορας του Πανεπιστημίου Αθηνών, δάσκαλος και μελετητής του έργου του Νίκου Γκάτσου.


EΠΙΜΕΛΕΙΑ ΑΝΑΡΤΗΣΗΣ ΕΠΙΚΟΥΡΕΙΟΣ ΠΕΠΟΣ