Γιατί δεν είμαι χριστιανός (Μπέρτραντ Ράσελ)
ΕισαγωγήΤο θέμα για το οποίο θα σας μιλήσω, είναι το «Γιατί δεν είμαι χριστιανός». Ίσως θα ήταν καλό, πρώτα απ’ όλα να προσπαθήσω να ξεκαθαρίσω τι εννοεί κανείς με τη λέξη «χριστιανός». Χρησιμοποιείται στις μέρες μας με ένα ευρύ νόημα από πολλούς ανθρώπους. Μερικοί άνθρωποι δεν εννοούν τίποτα περισσότερο με αυτή από ένα πρόσωπο που προσπαθεί να ζήσει μια καλή ζωή. Υπό αυτή την άποψη θα πρέπει να υπάρχουν χριστιανοί σε όλες τις σέκτες και τα δόγματα· όμως δεν πιστεύω ότι αυτό είναι το πραγματικό νόημα της λέξης, διότι θα προϋπέθετε όλους τους ανθρώπους που δεν είναι χριστιανοί -όλους τους βουδιστές, κομφουκιανούς, μωαμεθανούς κ.λπ.- να μη ζουν μια καλή ζωή.
Δεν εννοώ ως χριστιανό κάθε άνθρωπο που προσπαθεί να ζήσει μια αξιοσέβαστη ζωή σύμφωνα με τα φώτα του. Νομίζω ότι πρέπει να έχεις μια ορισμένη ποσότητα καθορισμένης πίστεως πριν να έχεις το δικαίωμα να αποκαλείς τον εαυτό σου χριστιανό. Η λέξη δεν έχει ένα τόσο καθαρόαιμο νόημα όπως είχε τον καιρό του Αγίου Αυγουστίνου και του Αγίου Θωμά του Ακινάτη. Σε εκείνες τις μέρες, αν ένας άνθρωπος έλεγε πως ήταν χριστιανός, όλοι καταλάβαιναν τι εννοούσε. Αποδεχόσουν μια σειρά από δόγματα που ήταν διατυπωμένα με μεγάλη ακρίβεια, και κάθε μία συλλαβή αυτών των δογμάτων την πίστευες με όλη τη δύναμη των πεποιθήσεών σου.
Τί είναι ένας χριστιανός;
Στις μέρες δεν είναι ακριβώς αυτό. Πρέπει να γίνουμε λίγο περισσότερο γενικόλογοι για το νόημα του Χριστιανισμού. Σκέφτομαι, πάντως, ότι υπάρχουν δύο διαφορετικά στοιχεία που είναι αρκετά θεμελιώδη για κάθε ένα που αποκαλεί τον εαυτό του χριστιανό. Το πρώτο είναι δογματικής φύσης -και για να το κατονομάσουμε θα πούμε ότι πρέπει να πιστεύεις στον Θεό και την αθανασία. Αν δεν πιστεύεις σε αυτά τα δύο πράγματα, δεν νομίζω ότι μπορείς ουσιαστικά να καλείς τον εαυτό σου χριστιανό. Μετά, και κατόπιν τούτου, όπως απαιτεί και η ονομασία, πρέπει να έχεις μια κάποιου είδους πίστη στον Χριστό. Οι μωαμεθανοί, για παράδειγμα, το ίδιο πιστεύουν στον Θεό και την αθανασία, αλλά δεν καλούν τους εαυτούς τους χριστιανούς. Νομίζω πως πρέπει να έχεις τουλάχιστον την πίστη ότι ο Χριστός ήταν, αν όχι Θεός, τουλάχιστον ο καλύτερος κι ο σοφότερος άνθρωπος. Αν δεν πιστεύεις αυτά τα ελάχιστα για τον Χριστό, δεν νομίζω ότι έχεις κάποιο δικαίωμα να αποκαλείς τον εαυτό σου χριστιανό. Φυσικά, υπάρχει και ένα άλλο νόημα που βρίσκει κανείς στον Αλμανάκ του Γουάιτέικερ και σε γεωγραφικά βιβλία, όπου ο πληθυσμός του κόσμου διαιρείται σε χριστιανούς, μωαμεθανούς, βουδιστές, λάτρεις φετίχ, κ.ο.κ. μα με αυτή τη λογική είμαστε όλοι χριστιανοί. Τα γεωγραφικά βιβλία μάς καταμετρούν όλους, αλλά αυτή είναι μια γεωγραφική αντίληψη, την οποία θαρρώ ότι μπορούμε να παραβλέψουμε. Εκ τούτων, εξηγώντας σας το γιατί δεν είμαι χριστιανός, θα πρέπει να δηλώσω δύο διαφορετικά πράγματα: Πρώτον, γιατί δεν πιστεύω στον Θεό και την αθανασία· και δεύτερον, γιατί δεν πιστεύω ότι ο Χριστός ήταν ο καλύτερος και ο σοφότερος άνθρωπος, αν και του αποδίδω ένα μεγάλο βαθμό ηθικής καλοσύνης.
Όμως για τις επιτυχείς προσπάθειες των απίστων του παρελθόντος, δεν μπορώ να λάβω ένα τόσο ελαστικό ορισμό του Χριστιανισμού ως αυτόν. Όπως είπα πιο πριν, στις παλιές ημέρες είχε ένα πιο καθαρόαιμο νόημα. Για παράδειγμα, συμπεριέλαβε την πίστη στην Κόλαση. Η πίστη στην αιώνια Κόλαση του πυρός ήταν μια βασική χριστιανική πίστη μέχρι πρόσφατα. Σε αυτήν τη χώρα, όπως γνωρίζετε, σταμάτησε να είναι μια βασική πίστη εξαιτίας της αποφάσεως του συμβουλίου του Privy, και από αυτή την απόφαση διαφώνησαν οι αρχιεπίσκοποι του Καρτέρμπουρι και της Υόρκης· όμως σ’ αυτή τη χώρα η θρησκεία μας καθορίζεται από κοινοβουλευτική πράξη, ως εκ τούτου, το συμβούλιο του Privy μπόρεσε και ξεπέρασε τις προσευχές τους κι η Κόλαση δεν ήταν πλέον απαραίτητη για έναν χριστιανό. Κατά συνέπεια, δεν θα επιμείνω στο ότι ένας χριστιανός πρέπει να πιστεύει στην Κόλαση.
Η ύπαρξη του Θεού
Το ερώτημα της ύπαρξης του Θεού, είναι ένα μεγάλο και σοβαρό ερώτημα, κι αν δοκιμάσω να το αντιμετωπίσω με κάποιο κατάλληλο τρόπο θα πρέπει να σας κρατήσω εδώ μέχρι την έλευση της βασιλείας (σ.σ.: του Θεού), γι’ αυτό θα πρέπει να με συγχωρέσετε αν το αντιμετωπίσω με έναν μάλλον περιληπτικό τρόπο. Γνωρίζετε, ασφαλώς, ότι η Καθολική Εκκλησία το έθεσε επί τάπητος ως ένα δόγμα όπου η ύπαρξη του Θεού μπορεί να αποδειχθεί από την αναίτια αιτία. Αυτό είναι ένα κάπως σοβαρό δόγμα, αλλά είναι ένα από τα δόγματά τους. Έπρεπε να το εισάγουν, γιατί κάποια στιγμή οι ελευθερόφρονες απέκτησαν τη συνήθεια να λένε ότι υπάρχουν αυτά και εκείνα τα ζητήματα που η κοινή λογική μπορεί να σηκώσει ενάντια στην ύπαρξη του Θεού, αλλά βέβαια γνώριζαν ως ζήτημα της πίστης ότι ο Θεός υπάρχει. Τα επιχειρήματα και οι αιτίες τέθηκαν σε μεγάλη κλίμακα, κι η Καθολική Εκκλησία ένιωσε ότι έπρεπε αυτό να σταματήσει. Εκ τούτου το έθεσαν κάτω, πως η ύπαρξη του Θεού μπορεί να αποδειχθεί από την αναίτια αιτία, και συνέθεσαν ότι θα μπορούσαν να θεωρηθούν επιχειρήματα περί της αποδείξεώς της. Υπάρχουν, φυσικά, μια σειρά από αυτά, αλλά θα λάβω υπ’ όψιν μου λίγα.