Το εν λόγω βιβλίο
αποτελεί την ένωση τριών άρθρων του βραβευμένο με Νόμπελ Γάλλου φιλοσόφου, Ανρί Μπεργκσόν, που
δημοσιεύτηκαν το 1899. Βασικός πυρήνας είναι το γέλιο, το οποίο απασχόλησε
πολλά σπουδαία μυαλά στην ιστορία, και οι τρεις άξονες είναι οι εξής: Πρώτον, η
“ανατομία” του γέλιου – ποιος ο μηχανισμός του και ποια τα βασικά γρανάζια του.
Δεύτερον, η κοινωνιολογική διάστασή του – εξηγεί πως είναι λειτουργία της
κοινωνίας και ποιος ο σκοπός του. Και, τρίτον, αναδεικνύει τη διαφορετικότητα
της κωμωδίας σε σχέση με άλλες τέχνες, κυρίως τη τραγωδία.
Όλοι γελάμε. Το
γέλιο είναι αναπόσπαστο κομμάτι της καθημερινότητάς μας, κι όμως, όταν μας
ζητηθεί να το αναλύσουμε και να το αποικοδομήσουμε, συνειδητοποιούμε πόσα λίγα
ξέρουμε γι’ αυτό. Ξέρουμε τι είναι αστείο, αλλά ξέρουμε γιατί είναι
αστείο;
Πρώτη διαπίστωση
του Μπεργκσόν είναι πως το “αστείο” είναι έννοια αναγνωρίσιμη και
δημιουργημένη από την ανθρώπινη πραγματικότητα. Τίποτα από μόνο του,
αντικειμενικά, δεν είναι αστείο – ούτε ένα λιβάδι, ούτε ένας βράχος. Επίσης, ο
άνθρωπος είναι το μόνο ζώο που γελάει (πολλοί μάλιστα φιλόσοφοι όρισαν τον
άνθρωπο έτσι).
Μία πρωταρχική
προϋπόθεση για τον ορισμό κάποιας κατάστασης ως “αστείας”, είναι η φαινομενική
ή υποτιθέμενη σύνδεσή της με την ανθρώπινη φύση. Αστείο μπορεί να είναι μόνο
κάτι που φέρει ανθρώπινα χαρακτηριστικά. Γελάμε με ένα ζώο όταν χασμουριέται,
επειδή μας θυμίζει άνθρωπο – γελάμε με ένα ζώο όταν τρομάζει, για τον ίδιο
λόγο. Ξεκαρδιζόμαστε με αντικείμενα που φέρουν ενδείξεις πως θα μπορούσαν να
αποτελούν ανθρώπινα όντα – ένα δέντρο που μοιάζει να έχει μύτη, για παράδειγμα.
Η αιτία θα αποφασαφινιστεί όταν θα αναλύσουμε τη κοινωνιολογική του διάσταση,
αλλά μέχρι τώρα αυτό σαν δεδομένο αρκεί και είναι αυταπόδεικτο.
Δεύτερον, έχει κατά
καιρούς αναφερθεί πως το γέλιο είναι συνδεδεμένο με την έννοια του άσχημου.
Αυτή τη παρατήρηση θεωρεί λανθασμένη ο συγγραφέας, και τονίζει πως το “αστείο”
είναι πολύ πιο κοντά συγγενικά με την έννοια της ακαμψίας. Δεν είναι
αντίθετο του όμορφου δηλαδή, αλλά αντίθετο με αυτό που έχει “χάρη“.
Τι όμως έχει “χάρη”;
Τι εννοούμε όταν λέμε πως κάποιος άνθρωπος είναι “αιθέριος”, πως έχει έναν “αέρα” που
τον διαπερνά (με τον οποίο φυσικά δεν προκαλεί το γέλιο);
Ο Ανρί τονίζει πως ο άνθρωπος έχει τη πνευματική και τη σωματική
διάσταση – ή μάλλον, τη τάση προς τη φύση και τον μηχανισμό. Αιθέριο είναι ένα
πλάσμα του οποίου η ύλη κατά κάποιον τρόπο υποτάσσεται στο πνεύμα του –
πιστεύουμε πως σχεδόν θα μπορούσε να πετάξει, πως είναι φτιαγμένο με ύλη από
άλλο κόσμο (συνήθως ανώτερο). Προσοχή, δεν χρειάζεται καν να είναι όμορφο –
απλά να φαντάζει φυσικά κινούμενο, να φαίνεται πως “ρέει“. Επίσης, υπάρχει
και μία άλλη πραγματικότητα, αυτή του μηχανικού – αυτή που έρχεται κόντρα στο
νόμο της φύσης (αλλαγή, μετάλλαξη) και υποτάσσεται στον “αντινόμο” της –
την επανάληψη. Μηχανικό είναι αυτό του οποίου η κίνηση είναι σε όλες τις
διαστάσεις της επαναλαμβανόμενη, που δεν υπάρχει εναλλαγή και καμπυλότητα.
Είναι αυτό που επαναστατεί στη θεμελιώδη αρχή του “Τα πάντα ρει” (αρχή που
υποστήριζε πολύ έντονα κι ο Μπέργκσον, που είπε πως “Το να υπάρχεις
σημαίνει να αλλάζεις”).
“Γιατί γελάω;
Επειδή έχω τώρα ενώπιόν μου έναν μηχανισμό που λειτουργεί αυτόματα. Δεν
πρόκειται για ζωή, αλλά για αυτοματισμό εγκατεστημένο μέσα στη ζωή και απομιμούμενο
τη ζωή. Πρόκειται για κάτι κωμικό.”
Έξαφνα θα
συνειδητοποιήσουμε πως οι μεγαλύτερες κωμωδίες στηρίζονται στις πιο απλές
επαναλήψεις. Φανταστείτε έναν άνθρωπο που του έφεραν τον καφέ και βάζει με τον
ίδιο ρυθμό, την ίδια κίνηση, και την ίδια έκφραση, τριάντα κουταλιές
ζάχαρης μέσα στο ρόφημά του. Είναι ξεκαρδιστικό, επειδή είναι μηχανικό,
είναι αφύσικο, όχι απλώς παράλογο. Φανταστείτε κάποιον που χτυπάει να
έρθει το ασανσέρ 100 φορές με τον ίδιο τρόπο, δίχως να έρχεται. Εξαιρετικό
παράδειγμα είναι ο τρόπος με τον οποίο ο Σέλντον χτυπάει πάντα τη
πόρτα της Πέννι στη διάσημη σειρά The Big Bang Theory.
Ακόμα, βασική
προϋπόθεση για να είναι κάτι αστείο είναι εξαρχής να το “ξεζουμίσουμε” από
οποιαδήποτε συγκινησιακή επιρροή του. Εάν είσαι σε θέση να αισθανθείς
συγκίνηση (οποιαδήποτε είδους) για κάτι ή κάποιον, είναι σίγουρο πως δεν θα
μπορείς να γελάσεις μαζί του. Όπως όταν ένα ζευγάρι τσακώνεται άσχημα, πόσο
δύσκολα θα καταφέρει εκείνη τη στιγμή να γελάσει με τη κατάσταση – ή, αν
αισθανθείς αγάπη ή πραγματικό οίκτο για κάποιον χαρακτήρα μίας θεατρικής
παράστασης, δεν μπορείς να γελάσεις με τις πράξεις του.
Αυτή είναι λοιπόν
μία στοιχειώδη ανατομία του μηχανισμού του γέλιου. Υπάρχουν πολλές μέθοδοι να
επιτευχθεί, αλλά δεν χρειάζεται να μπούμε σε τέτοια ανάλυση – αν κάποιος
ενδιαφέρεται περαιτέρω, καλό θα ήταν να αγοράσει το βιβλίο.
2) Κοινωνική διάσταση του γέλιου
Τι σκοπό εξυπηρετεί
το γέλιο; Μάθαμε τι προκαλεί το γέλιο, αλλά ποια η χρησιμότητα
του να γελάμε με κάτι; Ο Μπερκσόν προσέγγισε κοινωνιολογικά
το ζήτημα και υποστήριξε πως το γέλιο είναι λειτουργία της κοινωνίας.
“Το γέλιο είναι μία
ορισμένη κοινωνική χειρονομία που υπογραμμίζει και καταστέλλει μια ορισμένη
ειδική αφηρημάδα των ανθρώπων και των συμβάντων.”
Γελάμε με κάποιον
όταν έχει αποκλίνει από τα κοινώς αποδεκτά κοινωνικά “πρέπει”. Κάθε κοινωνία,
για να υπάρχει εξαρχής και να ορίζεται ως κοινωνία, έχει ορισμένους κανόνες και
συγκεκριμένους “φραγμούς” που θέτει στα μέλη της για να επιτυγχάνεται μία
γενική και ομαλή ισορροπία. Η κοινωνία λειτουργεί και σαν ζωντανός οργανισμός
όμως, και γι’ αυτό έχει και μερικά συστήματα αυτοάμυνας, μερικά “εργαλεία” που
συντελούν στο να συμμορφώνονται τα μέλη της τα οποία αποκλίνουν από
το “αποδεκτό”.
Σκεφτείτε έναν
άντρα να τρέχει γυμνός στον δρόμο – αμέσως σας έρχεται το γέλιο ως αυθόρμητη
αντίδραση, επειδή ακριβώς παρατηρείτε ένα μέλος της κοινωνίας σας να αποκλίνει
από το “αποδεκτό”. Κι όχι μόνο το παρατηρείτε, αλλά με τη πράξη σας, το γέλιο,
λειτουργείτε σαν κατασταλτικό όργανο, του κάνετε άμεση επίθεση και σωφρονιστική
παρατήρηση. Το γέλιο φέρει στον αποδέκτη του συναισθήματα απόρριψης και ενοχής,
τον “βοηθάει” να συνειδητοποιήσει πως έχει ξεφύγει από τα κοινωνικά “πρέπει” τα
οποία θα όφειλε ως μέλος να σέβεται. Όταν γελάμε με κάποιον, ουσιαστικά
επιχειρούμε να του επιδείξουμε τους φραγμούς του κοινωνιολογικού μας πλαισίου,
λειτουργούμε ως φρουροί της “αγέλης”. Είναι τυχαίο άραγε το ό,τι οι γονείς
γελάνε τόσο πολύ με τα παιδιά τους στα πρώτα τους στάδια κοινωνικοποίησης; Ή το
ό,τι τα παιδιά γελάνε με εντελώς διαφορετικά πράγματα από ό,τι οι μεγάλοι (επειδή
βρίσκονται σε διαφορετικό πλαίσιο);
Γι’ αυτό, τέλος, το
γέλιο παρατηρείται μόνο σε καταστάσεις ή πράγματα μέσα στα οποία μπορούμε να
αντιληφθούμε την ανθρώπινη φύση – επειδή μόνο ανθρώπους θα μας
ενδιέφερε να συνετίσουμε. Αν ένα ζώο δεν μας θύμιζε άνθρωπο (τον οποίο θα
θέλαμε να σωφρονίσουμε κοινωνιολογικά), δεν θα γελούσαμε μαζί του.
3) Διαφορά Κωμωδίας και Τραγωδίας
Ο Μπεργκσόν ορίζει
τη θεμελιώδη διαφορά των δύο αυτών ειδών ως εξής: Ο Κωμικός συγγραφέας
παρατηρεί τον κόσμο γύρω του, επειδή λειτουργεί ως όργανο της κοινωνίας,
τη στιγμή που ο Τραγικός συγγραφέας παρατηρεί στονπροσωπικό εσωτερικό του
κόσμου, επειδή προάγει την ατομικότητα έναντι της κοινωνικής
υποταγής. Η κωμωδία συντίθεται πάντα με γενικούς “τύπους” που
παρατηρούνται σε μία κοινωνία που είναι βλαβεροί γι’ αυτή (ο τσιγκούνης γέρος,
ο επικίνδυνα ελαφρόμυαλος νέος, κτλ.), ενώ στο δράμα οι χαρακτήρες αποτελούν
προσωπικότητες με βάθος και ουσία. Θα πάρω για παράδειγμα τοΈγκλημα και
Τιμωρία του Ντοστογιέφσκι. Ο πρωταγωνιστής, Ρομάνοβιτς,
βασανίζεται έντονα από τη πίεση που αισθάνεται από τη κοινωνία. Όπως
τονίζει χαρακτηρίστηκα ο ίδιος, θέλει να είναι από “ανώτερη” πάστα
ανθρώπου, που δεν οφείλει να είναι υποταγμένος στους νόμους της κοινωνίας, να
είναι Ναπολέοντας που και να σκοτώσει δεν πειράζει, επειδή η αξία της φύσης του
είναι πάνω από την ισορροπία της κοινωνίας. Ο τραγικός ήρωας αναδεικνύει την
εσωτερικότητα, το μεγαλείο της ατομικότητας – ο τραγικός συγγραφέας ξεσπάει από
μέσα του ενάντια στις αλυσίδες που του φόρεσε το περιβάλλον του, θέλει να
βοηθήσει τον αναγνώστη να κάνει ενδοσκόπηση στη ψυχή του. Γι’ αυτό και οι
κινήσεις του τραγικού ήρωα, η γλώσσα του σώματός του, κτλ. (που στη Κωμωδία
είναι θεμελιώδη εργαλεία) στη τραγωδία έχουν δευτερεύοντα ρόλο, επειδή ο πιο
σημαντικός είναι ο εσωτερικός αγώνας που τελείται μέσα του.
“Κάτω από την
ήρεμη, αστική ζωή που έχουν συνθέσει για λογαριασμό μας η κοινωνία και το
λογικό, (το τραγικό θέατρο) ανακινεί μέσα μας κάτι που ευτυχώς δεν εκρίγνυται,
αλλά του οποίου μας κάνει να νιώσουμε την εσωτερική ένταση. Είναι η εκδίκηση
της φύσης επί της κοινωνίας.”
Η κωμωδία όμως
λειτουργεί με πρότυπα, δίχως βάθος, που τείνουν προς τηνεπανάληψη. Που λειτουργούν
μηχανικά κατά της κοινωνίας. Το “ελαφρό θέατρο” βοηθάει τον θεατή να
συνειδητοποιήσει μαζί με τα υπόλοιπα μέλη ποια είναι τα κοινωνικά πρέπει. Είναι
τυχαίο που όσα περισσότερα άτομα γελάνε, τόσο πιο αυθόρμητα μας βγαίνει το
γέλιο; Αυτό ίσως συμβαίνει επειδή, όντας εκείνη τη στιγμή όργανα καταστολής της
κοινωνίας, όσο μεγαλύτερος ο αριθμός μας, τόσο πιο αποτελεσματικοί είμαστε. Γι’
αυτό μετά από μία αστεία ταινία, θυμόμαστε πάλι γεγονότα και χαρακτήρες ομαδικά
και γελάμε – ενώ, μετά από μία ταινία δράματος, ο καθένας κλείνεται στον εαυτό
του και κάνει τη προσωπική του κριτική.
Αυτή είναι λοιπόν
η διαφορά κωμωδίας και τραγωδίας – η πρώτη μας ωφελεί να
ενταχθούμε και να διατηρηθούμε στα πρότυπα της κοινωνίας μας, για να ζούμε
αρμονικά με τα υπόλοιπα μέλη, ενώ η δεύτερη εξασφαλίζει τη διατήρηση και τη
συνεχή αναζωπύρωση της αυθεντικής μας ατομικότητας, του εσωτερικού
μας κόσμου. Και τα δύο μαζί, εξασφαλίζουν την ισορροπία ανάμεσα στο “εγώ” και
το “εμείς”, ώστε να μην γίνουμε ανδρείκελα της κοινωνίας, ούτε και
επικίνδυνοι γι’ αυτή.
Όπως τόνισε
ο Μπερκσόν, είναι λάθος να δούμε πεσιμιστικά το γέλιο, λόγω της
φύσης του. Άλλωστε, είναι καλύτερο να συνετίζεις τον άλλο με ένα
χαμόγελο και μια ευχάριστη κραυγή, παρά με μπουνιές και κλοτσίδια.
Δείχνει, ίσα-ίσα, την ανωτερότητα του ανθρώπου απέναντι στα ζώα (και στις
υποανάπτυκτες πολιτισμικά κοινωνίες):
Εκεί που ο λύκος
δαγκώνει, ο άνθρωπος γελάει.
Πηγή:http://philipposphilios.com
Aνιχνευτής ο Επικούρειος Πέπος.