Life for Life
"Το θαύμα δεν είναι πουθενά
παρά κυκλοφορεί μέσα
στις φλέβες του ανθρώπου!!!"


"Στης σκέψης τα γυρίσματα μ’ έκανε να σταθώ
ιδέα περιπλάνησης σε όμορφο βουνό.
Έτσι μια μέρα το ’φερε κι εμέ να γυροφέρει
τ’ άτι το γοργοκίνητο στου Γοργογυριού τα μέρη !!!"


ΣΤΗΝ ΑΥΛΗ ΜΑΣ
Εμείς στο χωριό μας έχουμε ακόμα αυλές. Εκεί μαζευόμαστε, αμπελοφιλοσοφούμε,
καλαμπουρίζουμε, ψιλοτσακωνόμαστε μέχρι τις... πρώτες πρωινές ώρες! Κοπιάστε ν' αράξουμε!!!
-Aναζητείστε το"Ποίημα για το Γοργογύρι " στο τέλος της σελίδας.

3.3.20

29 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ 2020 Ένα μικρό αφιέρωμα στην αγαπημένη μας Νεφέλη και στον εκλεκτό της καρδιάς της τον υπέροχο Κωνσταντίνο.

Νεφέλη και Κωνσταντίνε σας ευχόμαστε από καρδιάς, να ζήσετε όμορφα, αρμονικά και να αποκτήσετε πολλούς και άξιους απογόνους. 
ΑΓΡΙΟΧΗΝΕΣ
Τώρα πια,
στην πατρίδα, στο παλιό μου πατρικό
σπιτικό,
που ο καιρός και η εγκατάλειψη αλίμονο
τόχουνε σχεδόν ρημάξει,
τώρα, λέγω, πια
η ζωή μου βάρκα με χωρίς κουπιά
σαν σε απάνεμο λιμάνι
θε ν' αράξει.

Θα κυλούν γαλήνια οι ώρες στην ατμόσφαιρα,
θα κυλούν γαλήνια οι ώρες στην ψυχή μου.
🌹💐
Και στις αγριόχηνες που το έαρ θα περνάνε
για να πάνε
προς τις χώρες του βορρά σαν κάθε έτος,
όταν φιλικά θα με ρωτάνε
"έρχεσαι μαζί μας; έρχεσαι μαζί μας;"
θα τις απαντώ χαμογελώντας
"όχι φέτος, όχι φέτος..."


Κι έτσι οι μήνες θα περάσουν, ω χαρά μου
κι όλα οστά σάρκες θε να πάρουν
ως δεν έλπιζα ποτέ μου
της γαλήνης τα όνειρά μου.
🌹💐
Όμως, Θε μου,
πώς φοβάμαι πως την άνοιξη την άλλη
σαν ξαναπερνάνε οι αγριόχηνες και πάλι
για να πάνε
προς τις χώρες του βορρά σαν κάθε έτος,
σαν θα τις φωνάξω μ' αγωνία
"πάρτε με μαζί σας, πάρτε με μαζί σας",
πώς φοβάμαι μήπως τώρα πια αντιθέτως
μ' απαντάνε με ειρωνεία:
"όχι φέτος, όχι φέτος..."
ΟΡΕΣΤΗΣ ΛΑΣΚΟΣ.


Το Παρίσι
Ξέρω έναν κύριο παράξενο πολύ
που λόγια πάντ’ αλλόκοτα μιλεί
για το Παρίσι
στην συντροφιά μας όταν έρθει να καθίσει.

Λένε γι’ αυτόν
πως από τα μαθητικά του χρόνια είχεν ορίσει,
μοναδικό
μες στη ζωή του ιδανικό
να πάει στο Παρίσι.
Χρόνια και χρόνια τον μεθούσε
τ’ ονειρεμένο αυτό ταξίδι
που ποθούσε.

Παντού για κείνο συζητούσε·
μες στα όνειρά του αυτό θωρούσε·
τόσο, που ο πόθος του με τον καιρό
του ’γινε μες στην ύπαρξή του ένα στολίδι
λαμπρό.


Να πάει στο Παρίσι…
ΥΓ. Νεφέλη οφείλω να ομολογήσω πως μας μάγεψες, ήσουν ένα ξωτικό, στον χορό, ειδικότερα στο ζε'ι'μπέκικο υποκλίθηκα!! Αυτός ήταν και ο λόγος που δεν χόρεψα ζε'ι'μπέκικο που είναι ο χορός μου γιατί μετά από την δική σου χορογραφία εγώ θα ήμουν παράταιρος, ειλικρινά σε θαύμασα όπως και όλοι οι παριστάμενοι. 'Εχετε πάντως στο σόι σας πολλούς άξιους χορευταράδες, οπώς π.χ. ο πατέρας σου.
Φίλες και φίλοι ένιωσα πολύ ευτυχισμένος γιατί τα πρόσωπα των ευλογημένων φίλων μου του Ηλία και της Αφροδίτης έλαμπαν από χαρά, τους αγαπώ τόσο πολύ που η χαρά τους ήταν και δική μου χαρά. Σας χαιρετώ με σεβασμό και επικούρεια διάθεση ο Επικούρειος Πέπος/

ΖΑΡΑΤΟΎΣΤΡΑ : ΠΡΟΣΤΑΓΉ ΔΎΝΑΜΗΣ (ΞΑΝΑΔΙΑΒΆΖΟΝΤΑΣ ΤΟ ΝΊΤΣΕ) του Ηλία Γιαννακόπουλου.



“Μόνος φεύγω τώρα, μαθητές μου! Κι εσείς φύγετε τώρα και να είστε μόνοι. Έτσι θέλω να γίνει. Φύγετε μακριά από μένα και φυλαχτείτε από τον Ζαρατούστρα! Κι ακόμα καλύτερα: ντραπείτε γι αυτόν! Ίσως σας εξαπάτησε. Ο άνθρωπος της γνώσης πρέπει όχι μόνο να αγαπά τους εχθρούς του, πρέπει και να μισεί τους φίλους του. Ντροπιάζει κανείς τον δάσκαλό του όταν μένει για πάντα μόνο μαθητής . . .” (Νίτσε “Τάδε έφη Ζαρατούστρα”).


Ο Ζαρατούστρα σε μια αποστροφή προς τους μαθητές του χαράζει τα όρια και τους όρους της σχέσης του δασκάλου με τους μαθητές του. Θεωρεί πως η μοναξιά συνιστά το αναγκαίο στοιχείο για την αυτογνωσία και την ανύψωση – τελείωση του ανθρώπου.
“Ολόκληρος ο Ζαρατούστρα είναι ένας διθύραμβος στη Μοναξιά ή, αν έχω γίνει κατανοητός, στην καθαροσύνη . . .”.
Ίσως αυτή η επιθυμία του Ζαρατούστρα για μοναξιά να θυμίζει ανάλογη επιθυμία του Χριστού πριν τη Σταύρωσή του (“Κατά Ιωάννην Ευαγγέλιον, 13:36 και 16:32”,
“Ιδού έρχεται ώρα . . . ίνα σκορπισθήτε έκαστος εις τα ίδια και εμέ μόνον αφήτε”).
Όσο κι αν ο Νίτσε διακήρυξε το Θάνατο του Θεού, δεν παύει ωστόσο να επηρεάζεται από κάποιες πτυχές της διδασκαλίας του Ναζωραίου. Φαίνεται πως οι μεγάλοι δάσκαλοι και οι “λυτρωτές” του κόσμου καταφεύγουν στη μοναξιά, γιατί μόνον έτσι μπορούν να νιώσουν τη μοναδικότητά τους μακριά από την πεζότητα και τη ρηχότητα του πλήθους και των μαθητών τους που στο δάσκαλό τους αναζητούν το πρότυπο για να θεμελιώσουν την πίστη τους.
Γι αυτό ο Ζαρατούστρα εντοπίζοντας τη βασική αιτία που ωθεί τους ανθρώπους και ιδιαίτερα τους νέους στην αναζήτηση – μίμηση προτύπου, τους απομακρύνει. Γνωρίζει πολύ καλά πως η ανάγκη δόμησης προσωπικής ταυτότητας σε συνδυασμό με την αίσθηση μιας εσωτερικής κενότητας – αδυναμίας, συνιστά την κατεξοχήν αιτία προσκόλλησης σε ένα πρόσωπο – πρότυπο. Συμπληρωματικά προς αυτό ο χαμηλός δείκτης αυτοεκτίμησης και η ανάγκη κοινωνικής αποδοχής συνυφαίνουν το πλαίσιο μέσα στο οποίο επωάζεται η άκριτη μίμηση των προτύπων.
“Ψάχνεις οπαδούς; – ψάξε μηδενικά!”.

Πιστός σε αυτή του τη θέση ο Ζαρατούστρα (Νίτσε) διώχνει από κοντά του τους μαθητές του. Δεν θέλει, δηλαδή, να γίνει αντικείμενο άγονης μίμησης και μιας αδιέξοδης λατρείας. Κι αυτό γιατί πιστεύει πως η άγονη ταύτιση και η προσήλωση στο πρόσωπο – πρότυπο αλλοτριώνει το υποκείμενο, εξοστρακίζει την αυθεντικότητά του, αλλοιώνει τα συναισθήματά του και απενεργοποιεί κάθε μηχανισμό δόμησης μια αυτεξούσιας και ελεύθερης προσωπικότητας. Η μίμηση – προσωπολατρία δημιουργεί πνευματικά ανδράποδα και εξαρτημένες συμπεριφορές. Παθητικοποιεί, ποδηγετεί και διαβρώνει κάθε στοιχείο διαφορετικότητας.



Συνάμα η άγονη μίμηση κτίζει “πιστούς” και όχι σκεπτόμενους δημιουργούς. Θρυμματίζει την ατομικότητα και ευνοεί τον άγονο ομοιομορφισμό που χαρακτηρίζει άτομα δειλά που αναζητούν την ασφάλειά τους στην αγέλη και στην υπακοή στο πρόσωπο – δύναμη. “Η δύναμη της αγέλης είναι ο λύκος”.
“Είστε οι πιστοί μου, αλλά πόση σημασία έχουν γενικά οι πιστοί! Δεν είχατε αναζητήσει ακόμα τον εαυτό σας . . . ”.
Ιδού, λοιπόν, η αιτία της εθελοδουλείας και της απότοκης ηθικής εξαχρείωσης – χειραγώγησης του ανθρώπου. Η απουσία θέλησης, η έλλειψη δύναμης, ο φόβος της ευθύνης και η άρνηση του εαυτού μας.
Η υπέρβαση όλων αυτών των αρνητικών συναισθημάτων μπορεί να επιτευχθεί μόνο με τη θέλησή μας να είμαστε ο εαυτός μας:
“Το να μη θέλεις να είσαι κάτι άλλο από αυτό που είσαι, ούτε στο μέλλον ούτε στο παρελθόν ούτε στον αιώνα τον άπαντα . . . Όχι απλώς να υπομένεις το αναγκαίο . . . αλλά να το αγαπάς” (Νίτσε).
Η ανακάλυψη του εαυτού μας και η εμπιστοσύνη στη δύναμή μας αποτελεί την αναγκαία συνθήκη όχι μόνο για την αυτοπραγμάτωσή μας αλλά και για γόνιμη και δημιουργική σχέση με τους συνανθρώπους, τους ηγέτες και τους δασκάλους μας. Γιατί μόνον έτσι θα βοηθήσουμε τον εαυτό μας και θα μπορούμε να διακρίνουμε την αιτία από το αποτέλεσμα.
“Τώρα σας καλώ να με εγκαταλείψετε και να βρείτε τον εαυτό σας και μόνον όταν όλοι σας θα με έχετε απαρνηθεί, θα επιστρέψω σ΄ εσάς . . .” (Ζαρατούστρα)
Αλήθεια, πόση δύναμη χρειάζεται ο μαθητής να απαρνηθεί το δάσκαλό του και ο πιστός το σωτήρα του; Πόσο αναγκαίο κρίνεται και για το άτομο – μαθητή και για το δάσκαλο – πρότυπο; Βέβαια την “απάρνηση” του Ζαρατούστρα δεν πρέπει να τη συγχέουμε με αυτήν του Πέτρου, το μαθητή του Ιησού για τον οποίο είπε:
“Αμήν, αμήν λέγω σοι, ου μη αλέκτωρ φωνήσει έως ου απαρνήση με τρις”.
Η απαίτηση του Ζαρατούστρα για αποκαθήλωσή του εδράζεται στη θέση του πως η αποκόλληση του μαθητή από το δάσκαλο – πρότυπό του συνιστά μία αναγκαία διαδικασία για την ωρίμανση και τη βίωση της δύναμής του:
“κάθε δάσκαλος δεν έχει πάνω από έναν μαθητή, κι αυτός ο μαθητής γίνεται άπιστος στο δάσκαλό του, αφού είναι προορισμένος να γίνει κι ο ίδιος δάσκαλος”.
Η πρώτη “απάρνηση” (Πέτρος) συμβολίζει την ανθρώπινη δειλία – αδυναμία, ενώ η δεύτερη (μαθητή Ζαρατούστρα) μία φυσική αναγκαιότητα. Κάθε άρνηση, λοιπόν, του δασκάλου – αυθεντία προετοιμάζει το δρόμο για την αυτογνωσία και την εσωτερική ελευθερία. Γιατί όσο ο μαθητής – άνθρωπος είναι προσκολλημένος στο δάσκαλο – ηγέτη πρότυπό του τόσο απομακρύνεται από τη δυνατότητα να γνωρίσει τα όριά του και να σμιλεύσει τη δύναμή του για δημιουργία.



Το “Γνώθι σαυτόν” και το “εδιζησάμην εμεωυτόν” (Ηράκλειτος) συναντά την προσταγή του Ζαρατούστρα “να βρείτε τον εαυτό σας”. κι αυτό θα επιτευχθεί όχι για λόγους εγωκεντρισμού ή μιας αδιέξοδης οίησης, αλλά για να καταστεί δυνατή η γνώση των ικανοτήτων μας και η χάραξη μιας άλλης προοπτικής για τον κόσμο. Διαφορετικά θα δικαιωθεί η θέση της βίβλου πως
“αν δεν γνωρίζεις τον εαυτό σου, θα ακολουθήσεις το δρόμο του κοπαδιού”.
Στην τυφλή υπακοή και στην άγονη συμμόρφωση στις παραδοσιακές αξίες (ηθικές . . .) ο Νίτσε αντιτείνει τον Υπεράνθρωπο, το σύμβολο της δύναμης που καταφάσκει τη ζωή και οδεύει σε απάτητους δρόμους για την πραγμάτωση των δυνατοτήτων που πολλές φορές δεν τις γνωρίζουμε. Ο Υπεράνθρωπος συνθέτει το “Είναι” με το “Γίγνεσθαι”, το Διονυσιακό πνεύμα με το Απολλώνειο. Η σύνθεση του πραγματικού με το μεταφυσικό. Η δικαίωση του Ηράκλειτου για την αφανή “παλύντροπο αρμονία” του κόσμου.
Αν οι εξουσίες της κάθε εποχής (πολιτικοί, αυθεντίες . . .) ερμηνεύουν ως αλήθεια ό,τι τους κάνει δυνατούς, τότε και εμείς πρέπει να αντιτάξουμε τη δική μας δύναμη που θα ανατρέψει την υποκρισία και τα ψεύδη των αιώνων.
“Διότι, όταν η αλήθεια έρθει σε σύγκρουση με τα ψεύδη των χιλιετιών, θα προκληθούν δονήσεις, έξαρση σεισμών, μετατόπιση των βουνών και των κοιλάδων, που όμοιές της δεν έχουμε φανταστεί ποτέ” (Νίτσε) 
 Πηγή: https://iliasgiannakopoulos.blogspot.com/

14.2.20

ΟΙ ΘΕΡΜΟΠΥΛΕΣ ΚΑΙ Η ΣΑΛΑΜΙΝΑ ΜΑΣ ΔΙΔΑΣΚΟΥΝ… του Ηλία Γιαννακόπουλου





1.       «Πάλιν δε του Ξέρξου γράψαντος «Πέμψον τα όπλα», αντέγραψε «μολών λαβέ». (Πλούταρχος).

2.                  «Ω παίδες Ελλήνων, ίτε, ελευθερούτε πατρίδ’, ελευθερούτε δε παίδας, γυναίκας, θεών τε πατρώων έδη, θήκας τε προγόνων νυν υπέρ πάντων αγών». (Αισχύλος).
Υπάρχουν ιστορικά γεγονότα που είχαν την τύχη να καταγραφούν στη μνήμη μας με μία αποφθεγματική φράση. Αυτό βοήθησε πολύ να διατηρηθεί στο εθνικό μας υποσυνείδητο το μεγαλείο της θυσίας των Ελλήνων και ο ηρωισμός τους όταν απειλήθηκε η ελευθερία τους. Ωστόσο οι αποφθεγματικές αυτές φράσεις σκίασαν τα ίδια τα γεγονότα, αφού οι «αναγνώστες» της ιστορίας αρκούνται στην επιφάνεια των γεγονότων και αρέσκονται στις ηχηρές φράσεις.

Τα 2.500 χρόνια από τη μάχη των Θερμοπυλών και τη ναυμαχία της Σαλαμίνας (480 π.Χ.) εκτός από τον πανηγυρικό χαρακτήρα των επετειακών εκδηλώσεων που μάς προτρέπουν να στοχαστούμε το μέγεθος της προσφοράς τους όχι μόνο για τον Ελληνισμό αλλά και για τον κόσμο ολόκληρο. Οι Θερμοπύλες, η ναυμαχία της Σαλαμίνας και φυσικά η μάχη του Μαραθώνα (490 π.Χ.) κρίνονται από τους ιστορικούς όχι για αυτό που πέτυχαν αλλά από το ποια θα ήταν η μορφή του ελεύθερου κόσμου, αν είχαν κερδίσει οι Πέρσες.

Νίκες - προσφορά στην ανθρωπότητα

«Η μάχη του Μαραθώνα (και φυσικά οι Θερμοπύλες και η ναυμαχία της Σαλαμίνας) αποτελεί μία συνολική ανατροπή της παγκόσμιας ιστορίας, αποτελεί μία νίκη έξω από το μέτρο του εφικτού και σε ένα από τα ζωντανότερα ανά τους αιώνες παραδείγματα επικράτησης του ιδανικού της ελευθερίας ενάντια στην ισχύ των όπλων και της λογικής» (Δημοσίευμα)

Η αξία, δηλαδή, των παραπάνω μαχών απορρέει από το γεγονός της διαφύλαξης του δικαιώματος των Ελλήνων να ορίζουν αυτοί μέσα σε κλίμα προσωπικής και Εθνικής Ελευθερίας την πορεία τους. Οι Έλληνες υπεράσπισαν το δικαίωμα στην αυτονομίααυτάρκεια και ελευθερία που ιστορικά αποτέλεσαν τις κυρίαρχες επιδιώξεις της αρχαίας πόλης – κράτους. Τα αγαθά αυτά λειτούργησαν ως θερμοκήπιο μέσα στο οποίο γεννήθηκαν η φιλοσοφία, η δημοκρατία και άνθισαν οι Τέχνες και τα γράμματα.

Τυχόν νίκη των Περσών θα ακύρωνε όλα τα παραπάνω και θα βύθιζε την Ελλάδα αλλά και την υπόλοιπη Ευρώπη στο σκότος του ασιατικού δεσποτισμούΗ ελευθεροφροσύνη των Ελλήνων κατέδειξε την ανωτερότητα του πνεύματος απέναντι στην ύλη αλλά και την υπεροχή και το μεγαλείο της γενναιότητας και του ατομικού ηρωισμού απέναντι στη δύναμη των όπλων.


«Τίποτα από αυτά που είμαστε, είναι δυνατά χωρίς τους Έλληνες, που ήταν, και σε ένα βαθμό όπως είναι τώρα και οι άλλοι δεν το καταλάβαιναν αυτό. Δεν ξέρω γιατί. Μια μέρα, κάποιος που δεν θαυμάζω πολύ, ο Ζισκάρ Ντ’ Εστέν είπε ότι η θέση του Πλάτωνα δεν είναι στη δεύτερη εθνική. Πιστεύω για μια φορά είχε δίκαιο» (Γιούνκερ, πρώην πρόεδρος της Κομισιόν)

Η ανθρωπότητα διδάχτηκε και γαλουχήθηκε μέσα στην πνευματική και πολιτική κληρονομιά των αρχαίων Ελλήνων που μέσα από το δικαίωμα του «ελευθέρως ζην» παρήγαγαν πολιτισμό με διαχρονικές αντοχές και πανανθρώπινο περιεχόμενο: Πολιτισμό που πρόβαλλε ως αξία όχι το μεμονωμένο και εγωπαθές άτομο αλλά τον κοινωνικό άνθρωπο που γνώριζε να διαφυλάττει τη μοναδικότητά του διακονώντας το γενικό συμφέρον. Για τους αρχαίους Έλληνες δεν ήταν κατανοητό και επιτρεπτό ο άνθρωπος να βρίσκεται έξω και πάνω από την πόλη.

Ο ηρωισμός στη μάχη και η πολιτική παιδεία

Ωστόσο θα αδικούσε την ιστορική μνήμη των γεγονότων αυτών αν έλειπε η αναφορά σε εκείνο το στοιχείο που όπλιζε με θάρρος τους αρχαίους Έλληνες όταν κάποιος απειλούσε την ελευθερία του και την πόλη του. Κι αυτό το στοιχείο δεν είναι άλλο παρά ο στενός δεσμός του Πολίτη προς την πόλη του. Αυτός ο δεσμός προσέδιδε περιεχόμενο και νόημα στην πολιτική ως μια διαδικασία που το «ίδιον» (προσωπικό) βρισκόταν σε μία διαλεκτική σχέση (αλληλοτροφοδότηση) με το «κοινό» (γενικό).

«Ου γαρ ωλιγώρουν των κοινών, ουδ’ απέλαυον μεν ως ιδίων, ημέλουν δ’ ως αλλοτρίων, αλλ’ εκήδοντο μεν ως οικείων» (γιατί δεν έδειχναν αδιαφορία για τα κοινά, δεν τα εκμεταλλεύονταν σαν να ήταν προσωπικό τους βιός αδιαφορώντας σύγκαιρα για αυτά, σαν να ήταν ξένα. Αντίθετα τα νοιάζονταν πολύ, σαν να ήταν δικό τους χτήμα) (Ισοκράτης, «Πανηγυρικός»).

Ο ατομικός ηρωισμός και η θυσία για την πατρίδα πήγαζαν από αυτήν την πολιτική παιδεία που διαπαιδαγωγούσε τον πολίτη καθημερινά στην κατεύθυνση πως η ευτυχία δεν βρίσκεται στα πλούτη αλλά σε εκείνα που θα του χάριζαν υστεροφημία και «τοις παισί μεγίστην δόξαν καταλείψειν». Για τους αρχαίους Έλληνες το αίσθημα της ντροπής είχε συνδεθεί με το κακό προς την πόλη τους «μάλλον δ’ ησχύνοντ’ επί τοις κοινοίς αμαρτήμασιν».

Τα παραπάνω δεν καταδεικνύουν μόνον την ηθική γυμνότητα κάποιων σημερινών πολιτικών ταγών αλλά ερμηνεύουν με ενάργεια και την εμμονή του Λεωνίδα να σκοτωθεί στο πεδίον της μάχης παρά να ντροπιαστεί για φυγομαχία «αυτώ δε και Σπαρτιητέων τοίσι παρέουσι ουκ έχειν ευπρεπέως εκλιπείν την τάξιν ες την ήλθον φυλάξοντες αρχήν» ή «αυτώ δε απιέναι ου καλώς έχειν» (αλλά γι αυτόν και τους Σπαρτιάτες που ήσαν εκεί θα ήταν ατιμωτικό να εγκαταλείψουν τη θέση, που είχαν έρθει να φρουρήσουν» / έκρινε πως ήταν ατιμωτικό να φύγει ο ίδιος) (Ηρόδοτος).

Η πολιτική ως διακονία του κοινού καλού

Ο ηρωισμός, λοιπόν, στο Πεδίο της μάχης ήταν η αντανάκλαση της καθημερινότητας του πολίτη αλλά και του περιεχομένου της πολιτικής. Σίγουρα και τότε υπήρχαν οι λαϊκιστές και πολλές φορές οι έντονες πολιτικές συγκρούσεις. Θα ήταν λάθος στο όνομα των επετειακών εκδηλώσεων να αποσιωπηθούν κάποια γεγονότα. Ωστόσο η κανονικότητα της πολιτικής κουλτούρας ήταν η υπηρέτηση του γενικού συμφέροντος. Σχετικά ο Ισοκράτης επισημαίνει στον «Πανηγυρικό» του ( §§ 79-80).

«Ούτω δε πολιτικής είχον, ώστε και τας στάσεις εποιούντο προς αλλήλους, ουχ οπότεροι τους ετέρους απολέσαντες των λοιπών άρξουσιν, αλλ’ οπότεροι φθήσονται την πόλιν αγαθόν τι ποιήσαντες και τας εταιρείας συνήγον ουχ υπέρ των ιδία συμφερόντων αλλ΄επί τη του πλήθους ωφελείαν». (και είχαν τέτοια πολιτική συνείδηση, ώστε ο ανταγωνισμός ανάμεσα στα κόμματα στόχευε όχι βέβαια στην εξόντωση του άλλου……. αλλά ποιος θα πρωτοπροσφέρει τις υπηρεσίες του στην πόλη. Και τα πολιτικά τους κόμματα δεν απέβλεπαν σε κομματικά οφέλη αλλά εξυπηρετούσαν μόνο τα συμφέροντα του συνόλου.

Όσο κι αν η παραπάνω περιγραφή εξιδανικεύει κάπως την πολιτική ζωή της αρχαίας πόλης - κράτους (και ιδιαίτερα της Αθήνας), δεν παύει να αποτελεί μέτρο σύγκρισης με την πολιτική του σήμερα. Για αυτό τις μεγάλες νίκες στο Πεδίο των μαχών δεν πρέπει να τις ερμηνεύουμε μόνο με κριτήρια ανθρωπογεωγραφίας των πρωταγωνιστών (Μιλτιάδης, Λεωνίδας, Θεμιστοκλής) αλλά εντάσσοντας αυτές στη μεγάλη εικόνα της οργανωμένης πόλης-κράτους.

Οι πολιτικές αντιπαραθέσεις, οι κομματικές αντιπαλότητες και οι ιδεολογικές διενέξεις θα πρέπει να εντάσσονται σε ένα πλαίσιο προσφοράς στο κοινό καλό και όχι στη λογική του προσπορισμού κομματικού ή υλικού κέρδους. Άλλο πολιτικός αντίλογος και άλλο εξόντωση του αντιπάλου στο όνομα του λαού (Λαϊκισμός). Πλήρης αντίθεση με αυτό που οι αρχαίοι ονόμαζαν πολιτική «ου γαρ εμπορίαν αλλά λειτουργίαν ενόμιζον είναι την των κοινών επιμέλειαν» (Ισοκράτης).

Ο πατριωτισμός του Αριστείδη

Εκείνο, όμως, το γεγονός που φωτίζει και ερμηνεύει τη δόξα και το αδούλωτο φρόνημα των Ελλήνων στον αγώνα κατά των «βαρβάρων» είναι η συνάντηση του Αριστείδη και του Θεμιστοκλή λίγο πριν τη ναυμαχία της Σαλαμίνας και σε όσα είπε ο Αριστείδης στον πολιτικό του αντίπαλο.


«Ημέας στασιάζειν χρεόν εστι εν τω άλλω καιρώ και δη και εν τώδε περί του οκότερος ημέων πλέω την πατρίδα εργάσεται» (εμείς έχουμε χρέος να συγκρουόμαστε και σε κάθε άλλη κρίσιμη ώρα και περισσότερο τώρα για το ποιος από τους δυό μας θα προσφέρει τις πολυτιμότερες υπηρεσίες στην πατρίδα). (Ηρόδοτος).

Χρήσιμα άρθρα


1.       «Πολιτικοί και εθνικό συμφέρον» Ηλίας Γιαννακόπουλος (Διαδικτυακό άρθρο)
2.       «Οι εθνικές ιαχές: Λέξεις σαλπίσματα» Ηλίας Γιαννακόπουλος (Διαδικτυακό άρθρο)


3.       «Πόλη είναι οι πολίτες της» Ηλίας Γιαννακόπουλος. (Διαδικτυακό άρθρο)

11.2.20

«ΤΙ ‘Ν’ ΑΥΤΌ ΠΟΥ ΤΟ ΛΈΜΕ ΑΓΑΠΗ» Ηλίας Γιαννακόπουλος.

«Αγάπη δεν είναι να κοιτάζει ο ένας τον άλλο˙ αγάπη είναι να κοιτάζουν και οι δύο προς την ίδια κατεύθυνση» (Μπουσκάλια).

             Κάθε προσπάθεια ορισμού ή έστω μιας εννοιολογικής προσέγγισης της έννοιας αγάπη προσκρούει πάντα στις πολλαπλές αποχρώσεις της που αφορούν το βαθύτερο περιεχόμενό της, τη διάρκειά της, την έντασή της και το αντικείμενο. Η δυσκολία του ορισμού δεν απορρέει μόνο από το γεγονός ότι συνιστά μια αφηρημένη έννοια αλλά κι από τη διαπίστωση ότι είναι ένα συναίσθημα που από τη φύση του είναι υποκειμενικό, και γι’ αυτό επιδέχεται πολλές κι αντιτιθέμενες ερμηνείες.

Η έννοια

            Διαφορετικά την προσεγγίζουν οι βιολόγοι, οι ψυχολόγοι, οι φιλόσοφοι, οι καλλιτέχνες….. υπάρχουν κι εκείνοι που αδυνατούν να διακρίνουν τις διαφορές και τα όρια ανάμεσα στην αγάπη και στον έρωτα. Ο έρωτας χαρακτηρίζεται από τα θυελλώδη συναισθήματα, ενώ η αγάπη από τον ειρηνικό της χαρακτήρα. Στον έρωτα κυριαρχεί ένας παραλογισμός κι ένα ανεξέλεγκτο συναίσθημα που πυροδοτεί τον ψυχικό κόσμο. Στόχος του η ένωση δύο ατόμων με προορισμό την ερωτική ικανοποίηση. Αντίθετα, στην αγάπη κυριαρχεί η σωφροσύνη που αποτελεί και το βάθρο μιας υγιούς ανθρώπινης σχέσης με εσωτερικό περιεχόμενο και διάρκεια.

             Έτσι, έχουμε την μητρική αγάπη, την ερωτική, την υπερβατική αγάπη προς το θείο, τη φιλική, αδελφική, πατριωτική, την αγνή, την άδολη, τη φλογερή ή την αρρωστημένη. Κάποιοι πολιτισμοί έχουν δέκα ή και περισσότερες λέξεις για να αποδώσουν τις διάφορες μορφές της αγάπης. Γιατί, όμως, να ορίσουμε την έννοια της αγάπης όταν μπορούμε να τη νιώσουμε«Μήπως όλες οι μορφές αγάπης είναι βασικά ένα πράγμα, οπότε η αγάπη, στις πάμπολλες και πολυποίκιλες εκδηλώσεις της, είναι τελικά η μοναδική πραγματικότητα;» (Πάπας Βενέδικτος ΙΣΤ’).

            Σχετικά με το αντικείμενο της αγάπης μας από τον Φρόιντ αρχικά κι από άλλους αργότερα επισημάνθηκαν τα εξής: α. Συνήθως αγαπάμε εκείνο το πρόσωπο, την ιδιότητα ή συμπεριφορά που ομοιάζει με τη δική μας. Στο πρόσωπο του άλλου βλέπουμε το δικό μας Εγώ. Άρα, στην περίπτωση αυτή στην ουσία δεν «αγαπάμε» τον άλλο αλλά ασυνείδητα το δικό μας Εγώ. Εδώ υπολανθάνει μια μορφή «αθώου» ναρκισσισμούβ. Ο άνθρωπος αρέσκεται να πλάθει την ιδανική μορφή – εικόνα του Εγώ του. Αυτή η εξιδανικευμένη μορφή εμπεριέχει όλα τα θετικά και επιθυμητά στοιχεία του Εγώ. Όταν αυτό το εξιδανικευμένο πρότυπο το βλέπουμε σε ένα άλλο πρόσωπο – Εγώ τότε αμέσως το πρόσωπο αυτό καθίσταται αντικείμενο αγάπης.

Οι προϋποθέσεις τις αγάπης

            «Αγαπά κανείς το αντικείμενό του γιατί βρίσκει σ’ αυτό την τελειότητα που επεδίωκε για το δικό του Εγώ, και προσπαθεί να την εξασφαλίσει με αυτόν τον πλάγιο τρόπο για να ικανοποιήσει το ναρκισσισμό του» (Φρόιντ «Ψυχολογία των μαζών κι ανάλυση του Εγώ»).

            Κατά καιρούς πολλοί μελετητές του κορυφαίου αυτού συναισθήματος, της αγάπης, αναλώθηκαν στην καταγραφή των αναγκαίων προϋποθέσεων για τη βίωσή της. Προϋποθέσεις που υπερβαίνουν τις απλές συνταγές και εισχωρούν στη βαθύτερη δομή του ανθρώπινου ψυχισμού. Κάθε πρόταση – προϋπόθεση, όμως, της αγάπης πρέπει να λαμβάνει υπόψη και την ελευθερία ως του κατεξοχήν στοιχείου που διέπει το βαθύτερο πυρήνα της. «Η αγάπη δεν κατέχει κι ούτε μπορεί να κατέχεται˙ γιατί η αγάπη αρκείται στην αγάπη» (Χαλίλ Γκιμπράν, «Ο προφήτης»).

            Ο Έριχ Φρομ στο εμβληματικό του έργο «Η Τέχνη της Αγάπης θεωρεί πως «να αγαπάς προϋποθέτει το άτομο να έχει ξεπεράσει τη ναρκισσιστική παντοδυναμία». Αυτή η πρόταση υποδηλώνει και αισθητοποιεί πως η προσφορά αγάπης προϋποθέτει τον απεγκλωβισμό του υποκειμένου από τα δεσμά του ναρκισσισμού. Κι αυτό γιατί η αυτάρκεια και η δύναμη που γεννά ο ναρκισσισμός αναστέλλει κάθε εκδήλωση αγάπης προς τους άλλους. Ο ναρκισσιστής θαμπώνεται από το φωτεινό είδωλο του Εγώ του και αρκείται στην επιβεβαίωσή του μέσα από τον αυτοθαυμασμό του.

            Επιπρόσθετα, η «ναρκισσιστική παντοδυναμία» κάνει το άτομο εγωιστικό και το υποχρεώνει να αναζητά την ευτυχία του όχι στην προσφορά προς τους άλλους αλλά στην αποδοχή του θαυμασμού από τους άλλους. Η προσφορά αγάπης, όμως, προϋποθέτει μετριοφροσύνη, αλτρουισμό και εσωτερική σεμνότητα. Αυτός που αγαπά νιώθει λίγο αδύναμος κι ανασφαλής γι’ αυτό και προσφέρει αγάπη με την ελπίδα της ανταπόκρισης. Η ταπεινοφροσύνη καθιστά το υποκείμενο της αγάπης συγκαταβατικό και ανεκτικό.

            Επομένως, η αγάπη προϋποθέτει την απεξάρτηση του ατόμου από την οίηση της παντοδυναμίας του Εγώ και την αναζήτηση της χαράς και της εσωτερικής πληρότητας στην ταπεινότητα και στην ομολογία της αδυναμίας.

            Σε ένα άλλο επίπεδο ο Έριχ Φρομ θέτει ως προϋπόθεση της αγάπης το σεβασμό, που «δεν είναι φόβος ή δέος, αλλά σημαίνει την ικανότητα να βλέπεις ένα άτομο όπως είναι και να έχεις επίγνωση της μοναδικής του ατομικότητας». Αυτό σημαίνει πως το υποκείμενο της αγάπης έχει την ικανότητα να βλέπει το πρόσωπο – αντικείμενο της αγάπης στις πραγματικές του διαστάσεις και όχι όπως αυτό (υποκείμενο) θα ήθελε να είναι. Ο σεβασμός, δηλαδή, απομακρύνει κάθε υποκειμενική θεώρηση του άλλου και θρυμματίζει κάθε εγωιστική συμπεριφορά.

            Ο σεβασμός, επίσης, βοηθά να αναγνωρίζουμε τις ιδιαιτερότητες του διπλανού μας και να τον αντιμετωπίζουμε ως μια μοναδική κι ανεπανάληπτη οντότητα. Η αποδοχή του άλλου ως μιας αυτόβουλης ατομικότητας συντελεί στην καλλιέργεια κι ανάδειξη θετικών στοιχείων και κυρίως του ανθρωπισμού και της αρετής της ανεκτικότητας. Έτσι, περιορίζεται η έμφυτη τάση του ανθρώπου να βλέπει αλλά και να θέλει όλοι οι άλλοι να τον υπηρετούν ή στην καλύτερη περίπτωση να «συμμορφώνονται» προς τις δικές του ιδιαιτερότητες.

Αγάπη χωρίς ανταλλάγματα

            Συναφές προς τα παραπάνω είναι και η αποδοχή της ατομικότητας του άλλου ως αφετηρία για την οικοδόμηση σχέσεων πάνω στην αρχή της αμοιβαιότητας και της δημιουργικής συμβίωσης. Προκειμένου δε για την αγάπη ο σεβασμός διασώζει το υποκείμενο από την τάση για απόλυτη κτήση – εξουσία πάνω σε εκείνο το πρόσωπο που διεκδικεί μερίδιο από τα αισθήματά μας. Όσο κι αν η αγάπη είναι εν μέρει δεσποτική και κτητική, ο σεβασμός ισορροπεί τις αντιφατικές διαθέσεις των υποκειμένων της αγάπης (επιθυμία να κυριαρχούν και να εξουσιάζονται) και διασώζει τελικά την αξιοπρέπεια αλλά και την ελευθερία τους.

            Από μια άλλη σκοπιά ο Μπουσκάλια τονίζει πως η πραγματική αγάπη είναι αυτή που δεν αναμένει ανταλλάγματα «Είναι αγάπη μόνον όταν προσφέρεται χωρίς προσμονή ανταλλαγμάτων… Δεν μπορείς να επιμένεις να σ’ αγαπήσει κάποιος, να σου ανταποδώσει την αγάπη». Αυτό σημαίνει απαλλαγή από την προσδοκία της ανταπόδοσης, γιατί κανείς δεν μπορεί να εμπιστεύεται τα συναισθήματα των άλλων. Η μόνη εγγύηση για την αληθινή αγάπη είναι η εμπιστοσύνη στον εαυτό μας (αυτογνωσία).

            Η απελευθέρωση, λοιπόν, από την επιθυμία – απαίτηση έναντι των άλλων συνιστά μια ακόμη προϋπόθεση της αληθινής αγάπης, γιατί οι άλλοι μπορούν να δώσουν μόνο όσα αυτοί νιώθουν και όχι όσα εμείς έχουμε ανάγκη. Γι’ αυτό, λοιπόν, χωρίς ιδιοτέλεια και υστεροβουλία «την αγάπη τη μοιραζόμαστε με τους άλλους. Ποιο σκοπό θα είχε η γνώση αν δεν την προσφέραμε στους σπουδαστές; Ποιο νόημα θα είχε η ομορφιά που δεν θα γινόταν εμπειρία και βίωμα όλων;» (Μπουσκάλια).

Ο Φρόιντ για την χριστιανική αγάπη

            Θα ήταν, ωστόσο, παράλειψη αν σε όλα τα παραπάνω δεν παρουσιάζαμε την αιρετική άποψη του Φρόιντ σχετικά με τη Χριστιανική επιταγή «να αγαπάς τον πλησίον σου σαν τον εαυτό σου». Θεωρεί μια τέτοια αγάπη αθέμιτη κι ανώφελη και ίσως – ίσως «αδικία» προς αυτούς που πραγματικά αξίζουν την αγάπη του υποκειμένου «Γιατί να το κάνουμε αυτό; Σε τι θα μας βοηθήσει; Πώς μας είναι δυνατό; Η αγάπη μου είναι κάτι πολύτιμο για μένα που δεν μπορώ να το σκορπάω χωρίς να δίνω λόγο…. Για να αγαπώ κάποιον άλλο, πρέπει κατά κάποιον τρόπο να το αξίζει…. Κάνω μάλιστα αδικία, γιατί η αγάπη μου θα κριθεί από όλους τους δικούς μου σαν προτίμηση˙ είναι αδικία απέναντί τους που τοποθετώ τον ξένο στην ίδια θέση με αυτούς…. Προς τι μια τόσο επίσημα εμφανιζόμενη εντολή, αφού η εκτέλεσή της δεν μπορεί να συστηθεί σα λογική;» (Φρόιντ, «Ο πολιτισμός πηγή δυστυχίας»).

            Την πλήρη αντίθεση του προς τη Χριστιανική αγάπη ο Φρόιντ την θεμελιώνει στον παραλογισμό που αυτή κρύβει «Υπάρχει μια δεύτερη εντολή που μου φαίνεται πιο ακατάληπτη και ξεσηκώνει μέσα μου ισχυρότερη αντίσταση. Αυτή λέει: Αγάπα τους εχθρούς σου… Τώρα καταλαβαίνω πως αυτό είναι μια περίπτωση παρόμοια με το Gredo quia absurdum». Υπέρμαχος της θέσης του Χομπς «Homo homini lupus» ο Φρόιντ είναι αντίθετος στο κάλεσμα για αγάπη – ιδιαίτερα προς τον εχθρό μας - , αφού κάτι τέτοιο είναι μη εφικτό αλλά και αθέμιτο.

            Ωστόσο, ο φιλόσοφος – ποιητής Σίλλερ επισημαίνει με έμφαση πως «η πείνα και η αγάπη στηρίζουν το μηχανισμό του κόσμου». Η πείνα αφορά την ικανοποίηση αναγκών για την υλική επιβίωση και συντήρηση του ατόμου. Η αγάπη στρέφεται στο αντικείμενο και διευκολύνει τη συνύπαρξη των ανθρώπων με στόχο τη διατήρηση του είδους.
Ο Ύμνος της Αγάπης


            Την απάντηση στις ενστάσεις του Φρόιντ δίνει ο Απ. Παύλος με τον Ύμνο της Αγάπης που συνιστά την ουσία της Χριστιανικής Θρησκείας και της διδασκαλίας του Ναζωραίου. «Εαν ταις γλώσσαις των ανθρώπων λαλώ και των αγγέλων, αγάπην δε μη έχω γέγονα χαλκός ηχών ή κύμβαλον αλαλάζον…..αγάπην δε μη έχω, ουδέν ωφελούμαι….. Η αγάπη μακροθυμεί, χρηστεύεται, ….. ου ζητεί τα εαυτής, ου λογίζεται το κακόν… πάντα στέγει… πάντα υπομένει… νυνί δε μένει πίστις, ελπίς, αγάπη, τα τρία ταύτα˙ μείζων δε τούτων η αγάπη» (Απ. Παύλου, Επιστολή Α’ Προς Κορινθίους, ιγ).

             Αγάπη, επομένως, χωρίς «όρους και όρια» προς όλους και προς τον εαυτό μας, γιατί μόνον έτσι θα εξανθρωπίσουμε τον κόσμο και θα λυτρώσουμε τον ψυχισμό μας κόσμο από το φθόνο και το φόβο των άλλων.

            «Εκείνη η αγάπη είναι μεγάλη, όταν φέρνει μέσα μας, τέτοιες αλλαγές όσες δεν έφεραν όλες οι επαναστάσεις του κόσμου».
Κοινή χρήση  

6.2.20

''Λάθε Βιώσας'' ΗΛΙΑΣ ΓΙΑΝΝΑΚΟΠΟΥΛΟΣ ένας Τρικαλινός φιλόσοφος του σήμερα μας μιλάει για έναν φιλόσοφο του χθες, για τον Επίκουρο και την Επικούρεια φιλοσοφία. Απολαύστε τον.

«Είναι ορθό, λοιπόν, για έναν άνθρωπο να μελετά εκείνα που αποφέρουν ευτυχία, αφού, όταν υπάρχει ευτυχία έχουμε τα πάντα, κι όταν αυτή λείπει κάνουμε τα πάντα για να την αποκτήσουμε» (Επίκουρος)
Στις μέρες μας και στον αστερισμό του Facebook, του Istangram και του Twitter η ευτυχία και η αυτοεπιβεβαίωση είναι συνάρτηση των Like και των Followers.
Η υπερέκθεση της προσωπικής μας ζωής και η δημοσιοποίηση πτυχών της καθημερινότητάς μας υπόρρητα δηλώνει την αγωνία μας για ευτυχία μέσα από την αναγνωρισιμότητα. Όσοι περισσότεροι μας γνωρίζουν και όσα περισσότερα γνωρίζουν από τη ζωή μας τόσο περισσότεροι δρόμοι ανοίγουν για την ευτυχία μας.
Μοιραία αυτή η τάση μάς οδηγεί σε γενικότερες απόψεις για τη φύση και το περιεχόμενο της ευτυχίας, αλλά και τον τρόπο κατάκτησή της όπως αυτή καταγράφηκε ιστορικά και μέσα από τις θέσεις αρχαίων φιλοσόφων.
Η αβεβαιότητα της ανθρώπινης ύπαρξης και το πεπερασμένο αυτής στιγμάτισε την πορεία του ανθρώπου και χρωμάτισε με έντονο τρόπο τον πολιτισμό του. Το άτομο, μοναχικός διαβάτης δίπλα σε ένα πλήθος συνανθρώπων, στην αέναη προσπάθειά του να ξεπεράσει την ατέλειά του και το φόβο του θανάτου αναζητά στιγμές αποφόρτισης όλων των βασανιστικών αισθημάτων του.
Νιώθει, δηλαδή, βαθιά την ανάγκη να δώσει πειστικές απαντήσεις στα υπαρξιακά και μεταφυσικά ερωτήματα και να βιώσει μέσα από αυτές το αίσθημα του κυρίαρχου. Η αναζήτηση, λοιπόν, της δύναμης και της σιγουριάς τον οδηγεί ενίοτε σε μια κατάσταση εσωτερικής ισορροπίας και ευεξίας. Αυτή η κατάσταση, ωστόσο, δεν έχει μόνιμο χαρακτήρα και φαντάζει ως κινούμενος στόχος. Εννοιολογικά ορίζεται ως ευτυχία και ο νοηματικός της προσδιορισμός από τη φύση του είναι δυσχερής.
Εκείνο, όμως, που διαχρονικά προβλημάτισε τους φιλοσόφους ήταν ο τρόπος κατάκτησής της. Πρώτος ο Αριστοτέλης διακήρυξε πως απώτατος στόχος κάθε ανθρώπινης πράξης είναι η ευδαιμονία. Για το Σταγειρίτη φιλόσοφο η «ευδαιμονία» συνίσταται στην ομορφιά και την τελειότητα της ύπαρξης καθεαυτήν. Η καθεαυτή, δηλαδή, ευδαιμονία του ανθρώπου είναι η αρετή. Αυτή μπορεί να επιτευχθεί μόνο στο πλαίσιο μιας κοινωνίας, αφού ο άνθρωπος ωθείται από τη φυσική ορμή του να σχηματίσει κοινωνίες («άνθρωπος φύσει πολιτικόν ζώον»).
Ο ενάρετος, επομένως, άνθρωπος μπορεί να υπάρξει μόνο μέσα στην κοινωνία και ιδιαίτερα στην τέλεια κοινωνία, την πόλη – κράτος. Ο Αριστοτέλης, δηλαδή, έδωσε στην Ευτυχία κοινωνικό και πολιτικό περιεχόμενο. Η ευδαιμονία και η αυτοεκπλήρωση δεν μπορούν να βιωθούν έξω από την κοινωνία και μόνο με την προσωπική απομόνωση. Σε κάθε βίωμα ευδαιμονίας ο Αριστοτέλης ανιχνεύει κοινωνικό και πολιτικό χρώμα. Γι’ αυτό και βασικό στοιχείο της πολιτικής του φιλοσοφίας είναι η ιδέα ότι η αποστολή του κράτους είναι να καθιστά δυνατή την ανάπτυξη και την ευδαιμονία του πολίτη.
Στην αριστοτελική, όμως, θεώρηση της ευδαιμονίας – ευτυχίας αντιτάχτηκαν οι φιλόσοφοι των Ελληνιστικών χρόνων (Κυνικοί, Σκεπτικοί, Επικούρειος, Στωϊκοί). Οι παραπάνω φιλόσοφοι ανέδειξαν τον προσωπικό χαρακτήρα της ευτυχίας που μπορεί να επιτευχθεί μέσα από διαδικασίες αποφυγής των δοκιμασιών της ζωής. Κύριος εκφραστής αυτής της τάσης ο Επίκουρος (341-270 π.Χ.). Οι αιτίες αυτής της διαφοροποίησης βρίσκονται στην κατάρρευση της πόλης – κράτους και στην αδυναμία του πολίτη να αντλήσει την ευδαιμονία του από την ασφάλεια που παραδοσιακά του παρείχε η πολιτεία με τους θεσμούς και τους νόμους της.
Αυτήν την απώλεια της πολιτικής αυτονομίας των πόλεων – κρατών την ακολούθησε ο προσωπικός δρόμος της επιβίωσης και της νοηματοδότησης της ύπαρξης. Μέσα σε αυτό το πολιτικό πλαίσιο φυσικό ήταν να αναδειχθεί ως πρότυπο ζωής και ατομική αξία ο άνθρωπος – ιδιώτης. Η ανεξαρτησία και η ευτυχία συναρτάται πλέον από την απομάκρυνση από την πολιτική δράση. Στην θέση της πολιτικής μπαίνει πλέον ο κοσμοπολιτισμός, αφού και οι γενικότερες συνθήκες ευνοούσαν κάτι τέτοιο.
«Πρέπει να απαλλάξουμε τον εαυτό μας από τα δεσμά της καθημερινότητας και της πολιτικής» (Επικούρος).
Σε μια εποχή, λοιπόν, κατά την οποία η δημόσια ζωή ήταν απρόβλεπτη και ρευστή ο Επίκουρος πρότεινε την αναζήτηση της ευδαιμονίας στην προσωπική τους ζωή. Για τον Επίκουρο η ηδονή αποτελεί τον τελικό σκοπό της πράξης κάθε ανθρώπου. Τελικός σκοπός δεν είναι η θετική ηδονή, αλλά η αποφυγή του πόνου (άλγος). Κατεξοχήν, όμως, εκείνο που πρότεινε ο Επίκουρος ως αναγκαία προϋπόθεση για την πραγμάτωση της ευδαιμονίας ήταν η αποχή από την πολιτική. Η συμπύκνωση αυτής της θέσης βρήκε έκφραση στο γνωστό «Λάθε βιώσας» (ζήσε απαρατήρητος).
Η εμβληματική αυτή θέση – φράση εμπεριέχει την αποδέσμευση του ατόμου από προγενέστερα ιδανικά και αξίες, όπως η επιδίωξη της υστεροφημίας. Για τον Επίκουρο η ευτυχία καθίσταται εφικτή όχι μόνο μέσα από την απελευθέρωση του ανθρώπου από το φόβο του θανάτου αλλά κι από την εκούσια διαφυγή του στον προσωπικό χώρο. Με άλλα λόγια το «Λάθε βιώσας» προκρίνει μια απόδραση από την πολιτική και την πόλη.
«Αν και η προστασία από τους ανθρώπους επιτυγχάνεται, ως ένα βαθμό, χάρη σε μια σταθερή δύναμη και στον πλούτο, πραγματική ασφάλεια έχει κανείς όταν αυτή απορρέει από την ήσυχη ζωή και την απομάκρυνση από το πλήθος» (Επίκουρος).
Η θέση του Επίκουρου «Λάθε βιώσας» βρήκε δικαίωση σε μια άλλη εμβληματική φράση του Ζαν Πωλ Σαρτρ «Η κόλαση είναι οι άλλοι». Η κοινωνία και οι «άλλοι» στενεύουν την ελευθερία του ανθρώπου, περιορίζουν την αυτονομία του και υποσκάπτουν την αυτοβουλία και το αυτεξούσιό του. Η καθημερινότητα και ο κοινωνικός συγχρωτισμός δημιουργούν ανελεύθερες συμβάσεις που αποδομούν τα βάθρα της εσωτερικής πληρότητας, δηλαδή, της ευτυχίας «πρέπει να απαλλάξουμε τον εαυτό μας από τα δεσμά της καθημερινότητας και της πολιτικής» (Επίκουρος).
Ο «άνθρωπος» σύμφωνα με το Επικούρειο σύνθημα «Λάθε βιώσας» προηγείται οντολογικά και αξιολογικά του «πολίτη». Γιατί δεν μπορείς να είσαι ελεύθερος, άρα και ευτυχισμένος όταν η ζωή σου εξαρτάται από τη γνώμη των πολλών και από την εξουσία του ενός (πολιτικού ηγεμόνα). Βέβαια, ο Επίκουρος δεν πρόβαλε ως κοινωνική αρετή τον ατομικισμό, όπως λανθασμένα υποστηρίχθηκε, αλλά διεκδίκησε το δικαίωμα να υπάρχει ο άνθρωπος ανεξάρτητος από το άγχος να αρέσει στους πολλούς κι από το φόβο της εξουσίας των πολιτικών.
«Ποτέ δεν επιθύμησα να γίνω αρεστός στους πολλούς. Αφενός δεν κάθισα να μάθω τι αρέσει στους πολλούς κι αφετέρου, τα όσα ήξερα εγώ βρίσκονταν μακριά από τη δική τους αντίληψη».( Επίκουρος)
Η επικούρεια ευδαιμονία αρνείται την ευτυχία και την ασφάλεια της αγέλης που επιβάλλουν οι κοινωνικές συμβάσεις μέσα από τους ισοπεδωτικούς μηχανισμούς της ομοιομορφίας. Για τον Επίκουρο το πρόσωπο του ανθρώπου στην πόλη χάνεται και εκείνο που κυριαρχεί είναι η ανωνυμία και η επιθυμία για υποταγή. Τα ομοιόμορφα ανθρωπάκια του Γαϊτη και το σκηνικό που κατέγραψε ο Όργουελ («1984») δικαιώνουν πανηγυρικά το «λάθε βιώσας». Γιατί ο μαζάνθρωπος δεν είναι ούτε πολίτης, ούτε άνθρωπος.
Βέβαια η Επικούρεια Ηθική του βίου, όπως εκφράστηκε από το «Λάθε βιώσας», συνιστούσε πράγμα αδιανόητο για τους Έλληνες της κλασικής εποχής, όπου η συμμετοχή στα κοινά αποτελούσε κοινωνική αξία και ατομική αρετή. Το «Λάθε βιώσας» έρχεται σε πλήρη αντίθεση με την άποψη του Περικλή για τον «απράγμονα». Ειδικότερα, ο Περικλής στον Επιτάφιό του θεωρούσε επιβεβλημένη τη συμμετοχή του ατόμου στα κοινά και αποδοκίμαζε εμφαντικά την πολιτική απάθεια «Ένι τε τοις αυτοίς οικείων άμα και πολιτικών επιμέλεια….˙ μόνοι γαρ τον τε μηδέν των δε μετέχοντα ουκ απράγμονα, αλλ’ αχρείον νομίζομεν». Για τον κλασικό άνθρωπο η πολιτική συμμετοχή συνιστούσε χρέος και όχι μόνο δικαίωμα. Η ιδιώτευση και η αποχή από τα κοινά ήταν κατακριτέα ως στάση ζωής και επέφερε τιμωρία «άτιμον είναι».
Δυο κόσμοι, λοιπόν, διαφορετικοί, αφού εξέφρασαν νέες ανάγκες ζωής που επέβαλαν τα νέα πολιτικά δεδομένα της Ελληνιστικής περιόδου. Εξάλλου, τα ερωτήματα για την ευτυχία, την πολιτική, την κοινωνία και την Ηθική τίθενται καθημερινά και χρήζουν απαντήσεων που να αποτυπώνουν τη σύγχρονη πραγματικότητα. Μπορεί η ζωή μας να είναι μέσα στο πλήθος αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι θα αυτοκαταργηθούμε ως ατομικές οντότητες που αναζητούν μέσα από προσωπικές στρατηγικές και διαδρομές την ευδαιμονία.
«Το ευδαίμον και το μακάριον ου χρημάτων πλήθος ουδέ πραγμάτων όγκος, ουδ’ αρχαί τινες έχουσιν, ουδέ δυνάμεις, αλλά αλυπία και πραότης παθών και διάθεσις ψυχής το κατά φύσιν ορίζουσα». (Επίκουρος) 
* Το άρθρο αποτελεί διασκευή από κείμενο του βιβλίου μου “ΙΔΕΟπολις”
ΥΓ. Επικούρειου Πέπου, αριστερά στην φωτογραφία ο Επίκουρος με τον Επικούρειο Πέπο στο Βρετανικό Μουσείο. Ηλία Γιαννακόπουλε ως Επικούρειος οφείλω να σου πω ένα μεγάλο ευχαριστώ για το επίμαχο άρθρο που διάβασα πριν λίγο και που θα το κοινοποιήσω σε όλους τους φίλους του ιστολογίου και όχι μόνο. Ελπίζω σε κάποιο επόμενο συμπόσιο των Επικούρειων να είσαι κι εσύ ένας από τους κεντρικούς ομιλητές της της Επικούρειας φιλοσοφίας για τη ζωή, άλλωστε ένας φιλόσοφος προσεγγίζει καλύτερα έναν συνάδελφό του έστω και αν υπάρχει αυτή η απόσταση των 2.500 χρόνων. Φίλες και φίλοι σας χαιρετώ και σας περιμένω στο δέκατο συμπόσιο που θα γίνει στον Γέρακα στις 8 και 9 Φεβρουαρίου.