Life for Life
"Το θαύμα δεν είναι πουθενά
παρά κυκλοφορεί μέσα
στις φλέβες του ανθρώπου!!!"


"Στης σκέψης τα γυρίσματα μ’ έκανε να σταθώ
ιδέα περιπλάνησης σε όμορφο βουνό.
Έτσι μια μέρα το ’φερε κι εμέ να γυροφέρει
τ’ άτι το γοργοκίνητο στου Γοργογυριού τα μέρη !!!"


ΣΤΗΝ ΑΥΛΗ ΜΑΣ
Εμείς στο χωριό μας έχουμε ακόμα αυλές. Εκεί μαζευόμαστε, αμπελοφιλοσοφούμε,
καλαμπουρίζουμε, ψιλοτσακωνόμαστε μέχρι τις... πρώτες πρωινές ώρες! Κοπιάστε ν' αράξουμε!!!
-Aναζητείστε το"Ποίημα για το Γοργογύρι " στο τέλος της σελίδας.

13.3.20

ΜΑΖΑΝΘΡΩΠΟΣ: Ο ΑΓΕΛΑΙΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ του Ηλία Γιαννακόπουλου.



‘’Η κοινωνία θα σου δώσει το κάθε τι, αν της δώσεις την ελευθερία σου. Θα σου δώσει σεβασμό, θα σου δώσει μεγάλες  θέσεις στην ιεραρχία, στην γραφειοκρατία, πρέπει όμως να παρατήσεις ένα πράγμα: την ελευθερία σου, την ατομικότητά σου. Πρέπει να γίνεις ένας αριθμός στο πλήθος’’ ( Μπουκάϊ ).
            Είναι ικανή η εξουσία που ασκεί στη συνείδησή μας η κοινωνία να μας καταστήσει αριθμούς; Μπορεί να αναστείλει την έμφυτη τάση του ανθρώπου να είναι και να φαίνεται διαφορετικός; Η τάση να εκδηλώνουμε την ατομικότητα-διαφορετικότητά μας υποχώρησε τόσο εύκολα κάτω από το βάρος των κοινωνικών κανόνων; Είναι που η κοινωνία απέκτησε τόση δύναμη ή ο άνθρωπος κατέστη τόσο αδύναμος;
            Ερωτήματα διαχρονικά που ψυχολόγοι, κοινωνιολόγοι και φιλόσοφοι προσπαθούν να απαντήσουν. Οι απαντήσεις τους δεν συγκλίνουν υποχρεωτικά, αφού ο άνθρωπος εξετάζεται από διαφορετική σκοπιά και με διαφορετικά εργαλεία ανίχνευσης της βαθύτερης ουσίας του ανθρώπινου ‘’είναι’’. Όποιες, όμως, κι αν είναι οι απαντήσεις σε ένα στοιχείο συγκλίνουν. Πως οι σύγχρονες, μαζικές κοινωνίες διαμορφώνουν ένα νέο τύπο ανθρώπου, το μαζάνθρωπο.
Ο κονφορμίστας
            Πρώτος ο Φρόϋντ κατέγραψε τα γνωρίσματα του μαζάνθρωπου στο έργο του «Η ψυχολογία των μαζών και η ανάλυση του Εγώ» : «Τα βασικά χαρακτηριστικά του μέλους της μάζας είναι τα ακόλουθα : Εξαφάνιση της συνειδητής και κυριαρχία της  ασυνείδητης προσωπικότητας, προσανατολισμός σκέψεων και συναισθημάτων προς την ίδια κατεύθυνση μέσω της υποβολής και της μετάδοσης και τάση για άμεση υλοποίηση των ιδεών που του έχουν υποβληθεί. Το άτομο δεν είναι πια ο εαυτός του, αλλά ένα άβουλο αυτόματο». (πηγή Λε Μπον , ‘’ Η ψυχολογία των όχλων’’).
            Οι έννοιες κομφορμισμός και ‘’κονφορμίστας’’ εννοιολογικά γειτνιάζουν με την ομοιομορφία και τη μαζοποίηση. Όλες υποδηλώνουν την απώλεια κάθε στοιχείου ιδιαιτερότητας και αυτοβουλίας που νομοτελειακά οδηγεί στην πλήρη υποταγή στους κανόνες και αξίες της κοινωνίας και του πλήθους. Ο μαζάνθρωπος – κομφορμίστας δεν δρα αυτόβουλα αλλά ποδηγετείται από τις εντολές και τα πιστεύω της μάζας. Αποκτά μία αγελαία συνείδηση που ακυρώνει κάθε στοιχείο ιδιοπροσωπίας και κριτικής σκέψης. Ο κομφορμιστής γνωρίζει πολύ καλά να συμμορφώνεται και να αποδέχεται ό,τι του επιβάλλει η αγέλη. Ο κομφορμιστής γνωρίζει και επιθυμεί μόνο να ακολουθεί.  Αδυνατεί να αισθανθεί ως φορέας αλλαγής και υποκείμενο ανανέωσης κι αυτό γιατί οι μηχανισμοί σκέψης και του ορθολογισμού είναι απενεργοποιημένοι.
            Ο Έριχ Φρομ στο εμβληματικό του έργο ‘’Η υγιής κοινωνία’’ περιγράφει με ενάργεια το μηχανισμό του κομφορμισμού : ‘’Ο μηχανισμός με τον οποίο ασκείται η ανώνυμη εξουσία είναι ο κομφορμισμός. Οφείλω να κάνω ό,τι κάνει ο καθένας , πρέπει δηλαδή να συμμορφώνομαι, να μην είμαι διαφορετικός, να μην ‘’ξεχωρίζω’’. Πρέπει να είμαι πρόθυμος και να επιθυμώ να αλλάξω ανάλογα με τις αλλαγές που επιβάλλονται. Δεν πρέπει να ρωτάω κατά πόσο έχω δίκιο ή άδικο, αλλά κατά πόσο είμαι προσαρμοσμένος, κατά πόσο δεν είμαι ‘’ιδιόρρυθμος’’ , δεν είμαι διαφορετικός…. Κανένας δεν έχει εξουσία απάνω μου, εκτός από το κοπάδι του οποίου αποτελώ μέρος, αλλά και στο οποίο είμαι υποταγμένος’’.
Μορφές μαζοποίησης
            Τα φαινόμενα κομφορμισμού και μαζοποίησης πληθαίνουν και αισθητοποιούνται σε πολλούς τομείς της προσωπικής και κοινωνικής ζωής. Κι αυτή η ομοιομορφία δεν είναι αποτέλεσμα προσωπικής επιλογής – χωρίς αυτό να αποκλείεται – αλλά προϊόν εξωτερικών πιέσεων που οδηγούν στην απώλεια της ταυτότητας – ατομικότητας.
            Αρχικά η μαζοποίηση είναι εμφανής στο χώρο της σκέψης. Πολλοί άνθρωποι χαρακτηρίζονται από την εξαφάνιση της συνειδητής προσωπικότητας, της κρίσης και της βούλησης.  Το μαζικό άτομο αδυνατεί να σκεφθεί λογικά, δεν ανέχεται τον αντίλογο και δεν καλλιεργεί στο εσωτερικό του τις διαλεκτικές συζητήσεις. Είναι ετεροκίνητο, ασταθές, εύπιστο, μισαλλόδοξο και συντηρητικό. Τα συναισθήματα του μαζοποιημένου ατόμου είναι ακραία, η συμπάθεια εύκολα εξελίσσεται σε λατρεία και η αντιπάθεια σε μίσος. Και να μην ξεχνάμε πως οι ταγοί της κοινής γνώμης προσφέρουν έτοιμη τροφή, την ετοιμοπαράδοτη σκέψη.
            Σε ιδεολογικό και πολιτικό επίπεδο ο μαζοποιημένος μετασχηματίζεται από πολίτης σε άβουλο ψηφοφόρο. Αρέσκεται στις θωπείες των πολιτικών και απεχθάνεται τα επιχειρήματα. Αναζητεί το μεσσία. Οι μαζοποιημένοι ‘’πολίτες’’ είναι έτοιμοι να ξεσηκωθούν ενάντια σε μία αδύναμη εξουσία αλλά εύκολα υποτάσσονται με δουλοπρέπεια μπροστά σε μία εξουσία ισχυρή : Οι  μάζες θέλουν ‘’άρτον και θεάματα’’ και σκέφτονται μόνο με εικόνες. Εύκολα εντυπωσιάζονται και γρήγορα απογοητεύονται. Οι μαζοποιημένοι λειτουργούν ως αγέλη κι έχουν ανάγκη από ένα αρχηγό. ‘’Η δύναμη της αγέλης είναι ο λύκος’’. Ο αρχηγός – ηγέτης που επευφημεί η μάζα είναι ένα υποκατάστατο του θεού και γι’ αυτό η πίστη στον πολιτικό ηγέτη ή σε μια πολιτική ιδέα είναι ένα αίσθημα θρησκευτικό.
            Εξίσου, όμως, έντονα είναι τα φαινόμενα της μαζοποίησης και στο χώρο της γλώσσας ως βασικού εργαλείου επικοινωνίας. Ειδικότερα ολοένα και περισσότερο οι άνθρωποι χρησιμοποιούν τις ίδιες λέξεις στην καθημερινή τους επικοινωνία. Κυριαρχεί ένα φτωχό, τυποποιημένο, απλοϊκό και συνθηματικό απόθεμα λέξεων. Ο αφυδατωμένος από υψηλά νοήματα γλωσσικός πλούτος αποδυναμώνει και απονευρώνει την εκφραστική δεινότητα. Φτωχό λεξιλόγιο σημαίνει και φτωχή σκέψη. Άτομα, όμως, με φτωχό λόγο, απονευρωμένη σκέψη και αλλοτριωμένη συνείδηση βιάζονται να ενταχθούν σε ομάδες-αγέλη, όπου κυριαρχεί το φθηνό ένστικτο, το ανεξέλεγκτο συναίσθημα, οι κραυγές και η αγωνία να ομοιάσουν τους άλλους για να γίνουν αποδεκτοί.
Η μαζοποίηση δίπλα μας
            Σε ένα άλλο επίπεδο που η μαζοποίηση είναι έντονη είναι και ο χώρος της Εργασίας. Ειδικότερα στην εποχή του τεχνολογικού γιγαντισμού και της ηλεκτρονικής επικοινωνίας οι εργαζόμενοι καθίστανται γρανάζια μιας μηχανής που άλλοι ρυθμίζουν τον τρόπο λειτουργίας της. Οι εργαζόμενοι διεκπεραιώνουν τις εντολές άλλων κι έτσι εκλείπει κάθε στοιχείο πρωτοβουλίας και φαντασίας. Κυριαρχεί η τυποποίηση και η επανάληψη των ίδιων κινήσεων. Οι εργαζόμενοι αποξενώνονται από το αντικείμενο εργασίας και στο τέλος από τον ίδιο τον εαυτό τους (Μαρξιστική ερμηνεία). Η αλλοτρίωση διαποτίζει κάθε στάδιο της παραγωγικής δραστηριότητας , η δημιουργικότητα αποφλοιώνεται κι όλα θυμίζουν το κλίμα της ταινίας ‘’Μοντέρνοι Καιροί’’ του Τσάρλι Τσάπλιν.
            Φαινόμενα, όμως, μαζοποίησης ανιχνεύονται και στο χώρο της Μόδας. Σε έναν κόσμο ασύνορο οι διεθνείς οίκοι μόδας επιβάλλουν μία αισθητική ομοιομορφία στο σύνολο των καταναλωτών. Οι καταναλωτές χωρίς ίχνος  αντίστασης ακολουθούν πιστά τις επιταγές της παγκοσμιοποιημένης  αισθητικής στο όνομα της αποδοχής μέσα από τη συμμόρφωση.Ο μιμητισμός οδηγεί σε μία ισοπέδωση κάθε στοιχείου ιδιαιτερότητας και ατομικότητας.

            Τέλος φαινόμενα μαζοποίησης εμφανίζονται και στην Ψυχαγωγία. Μουσική και θεάματα διοχετεύονται από διεθνή κέντρα που επιβάλλουν έναν πανομοιότυπο τρόπο ψυχαγωγίας. Έτσι επέρχεται ένας αφανής κομφορμισμός ακόμη και σε πράξεις – εκδηλώσεις όπου κατά τεκμήριο θα έπρεπε να ανθοφορεί η ιδιαιτερότητα και η προσωπική επιλογή – ελευθερία. Ο μαζικός τρόπος ψυχαγωγίας αποφλοιώνει τις προσωπικές ιδιαιτερότητες και διαβρώνει κάθε τι τοπικό ή εθνικό.
Ο «απροσάρμοστος»
            Αυτή, λοιπόν, η γενικευμένη μαζοποίηση μόνο θλίψη προκαλεί. Όσο κι αν η κοινωνία μας  διδάσκει να ακολουθούμε την ‘’πεπατημένη, που περπατιέται μόνο από τη μάζα, τους μέτριους…’’ εμείς πρέπει να διεκδικήσουμε την ταυτότητά μας και να υπερασπιστούμε τη διαφορετικότητά μας. Διαφορετικά κινδυνεύουμε να δικαιώσουμε τη θέση του Έρμαν Έσσε.
            ‘’Αυτός που είναι ‘’απροσάρμοστος’’ στον κόσμο βρίσκεται πάντα στο σημείο που είναι δυνατόν να ανακαλύψει τον εαυτό του. Αυτός που έχει προσαρμοστεί δεν βρίσκει ποτέ τον εαυτό του, απλώς καταλήγει στο να γίνει υπουργός’’.

3.3.20

29 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ 2020 Ένα μικρό αφιέρωμα στην αγαπημένη μας Νεφέλη και στον εκλεκτό της καρδιάς της τον υπέροχο Κωνσταντίνο.

Νεφέλη και Κωνσταντίνε σας ευχόμαστε από καρδιάς, να ζήσετε όμορφα, αρμονικά και να αποκτήσετε πολλούς και άξιους απογόνους. 
ΑΓΡΙΟΧΗΝΕΣ
Τώρα πια,
στην πατρίδα, στο παλιό μου πατρικό
σπιτικό,
που ο καιρός και η εγκατάλειψη αλίμονο
τόχουνε σχεδόν ρημάξει,
τώρα, λέγω, πια
η ζωή μου βάρκα με χωρίς κουπιά
σαν σε απάνεμο λιμάνι
θε ν' αράξει.

Θα κυλούν γαλήνια οι ώρες στην ατμόσφαιρα,
θα κυλούν γαλήνια οι ώρες στην ψυχή μου.
🌹💐
Και στις αγριόχηνες που το έαρ θα περνάνε
για να πάνε
προς τις χώρες του βορρά σαν κάθε έτος,
όταν φιλικά θα με ρωτάνε
"έρχεσαι μαζί μας; έρχεσαι μαζί μας;"
θα τις απαντώ χαμογελώντας
"όχι φέτος, όχι φέτος..."


Κι έτσι οι μήνες θα περάσουν, ω χαρά μου
κι όλα οστά σάρκες θε να πάρουν
ως δεν έλπιζα ποτέ μου
της γαλήνης τα όνειρά μου.
🌹💐
Όμως, Θε μου,
πώς φοβάμαι πως την άνοιξη την άλλη
σαν ξαναπερνάνε οι αγριόχηνες και πάλι
για να πάνε
προς τις χώρες του βορρά σαν κάθε έτος,
σαν θα τις φωνάξω μ' αγωνία
"πάρτε με μαζί σας, πάρτε με μαζί σας",
πώς φοβάμαι μήπως τώρα πια αντιθέτως
μ' απαντάνε με ειρωνεία:
"όχι φέτος, όχι φέτος..."
ΟΡΕΣΤΗΣ ΛΑΣΚΟΣ.


Το Παρίσι
Ξέρω έναν κύριο παράξενο πολύ
που λόγια πάντ’ αλλόκοτα μιλεί
για το Παρίσι
στην συντροφιά μας όταν έρθει να καθίσει.

Λένε γι’ αυτόν
πως από τα μαθητικά του χρόνια είχεν ορίσει,
μοναδικό
μες στη ζωή του ιδανικό
να πάει στο Παρίσι.
Χρόνια και χρόνια τον μεθούσε
τ’ ονειρεμένο αυτό ταξίδι
που ποθούσε.

Παντού για κείνο συζητούσε·
μες στα όνειρά του αυτό θωρούσε·
τόσο, που ο πόθος του με τον καιρό
του ’γινε μες στην ύπαρξή του ένα στολίδι
λαμπρό.


Να πάει στο Παρίσι…
ΥΓ. Νεφέλη οφείλω να ομολογήσω πως μας μάγεψες, ήσουν ένα ξωτικό, στον χορό, ειδικότερα στο ζε'ι'μπέκικο υποκλίθηκα!! Αυτός ήταν και ο λόγος που δεν χόρεψα ζε'ι'μπέκικο που είναι ο χορός μου γιατί μετά από την δική σου χορογραφία εγώ θα ήμουν παράταιρος, ειλικρινά σε θαύμασα όπως και όλοι οι παριστάμενοι. 'Εχετε πάντως στο σόι σας πολλούς άξιους χορευταράδες, οπώς π.χ. ο πατέρας σου.
Φίλες και φίλοι ένιωσα πολύ ευτυχισμένος γιατί τα πρόσωπα των ευλογημένων φίλων μου του Ηλία και της Αφροδίτης έλαμπαν από χαρά, τους αγαπώ τόσο πολύ που η χαρά τους ήταν και δική μου χαρά. Σας χαιρετώ με σεβασμό και επικούρεια διάθεση ο Επικούρειος Πέπος/

ΖΑΡΑΤΟΎΣΤΡΑ : ΠΡΟΣΤΑΓΉ ΔΎΝΑΜΗΣ (ΞΑΝΑΔΙΑΒΆΖΟΝΤΑΣ ΤΟ ΝΊΤΣΕ) του Ηλία Γιαννακόπουλου.



“Μόνος φεύγω τώρα, μαθητές μου! Κι εσείς φύγετε τώρα και να είστε μόνοι. Έτσι θέλω να γίνει. Φύγετε μακριά από μένα και φυλαχτείτε από τον Ζαρατούστρα! Κι ακόμα καλύτερα: ντραπείτε γι αυτόν! Ίσως σας εξαπάτησε. Ο άνθρωπος της γνώσης πρέπει όχι μόνο να αγαπά τους εχθρούς του, πρέπει και να μισεί τους φίλους του. Ντροπιάζει κανείς τον δάσκαλό του όταν μένει για πάντα μόνο μαθητής . . .” (Νίτσε “Τάδε έφη Ζαρατούστρα”).


Ο Ζαρατούστρα σε μια αποστροφή προς τους μαθητές του χαράζει τα όρια και τους όρους της σχέσης του δασκάλου με τους μαθητές του. Θεωρεί πως η μοναξιά συνιστά το αναγκαίο στοιχείο για την αυτογνωσία και την ανύψωση – τελείωση του ανθρώπου.
“Ολόκληρος ο Ζαρατούστρα είναι ένας διθύραμβος στη Μοναξιά ή, αν έχω γίνει κατανοητός, στην καθαροσύνη . . .”.
Ίσως αυτή η επιθυμία του Ζαρατούστρα για μοναξιά να θυμίζει ανάλογη επιθυμία του Χριστού πριν τη Σταύρωσή του (“Κατά Ιωάννην Ευαγγέλιον, 13:36 και 16:32”,
“Ιδού έρχεται ώρα . . . ίνα σκορπισθήτε έκαστος εις τα ίδια και εμέ μόνον αφήτε”).
Όσο κι αν ο Νίτσε διακήρυξε το Θάνατο του Θεού, δεν παύει ωστόσο να επηρεάζεται από κάποιες πτυχές της διδασκαλίας του Ναζωραίου. Φαίνεται πως οι μεγάλοι δάσκαλοι και οι “λυτρωτές” του κόσμου καταφεύγουν στη μοναξιά, γιατί μόνον έτσι μπορούν να νιώσουν τη μοναδικότητά τους μακριά από την πεζότητα και τη ρηχότητα του πλήθους και των μαθητών τους που στο δάσκαλό τους αναζητούν το πρότυπο για να θεμελιώσουν την πίστη τους.
Γι αυτό ο Ζαρατούστρα εντοπίζοντας τη βασική αιτία που ωθεί τους ανθρώπους και ιδιαίτερα τους νέους στην αναζήτηση – μίμηση προτύπου, τους απομακρύνει. Γνωρίζει πολύ καλά πως η ανάγκη δόμησης προσωπικής ταυτότητας σε συνδυασμό με την αίσθηση μιας εσωτερικής κενότητας – αδυναμίας, συνιστά την κατεξοχήν αιτία προσκόλλησης σε ένα πρόσωπο – πρότυπο. Συμπληρωματικά προς αυτό ο χαμηλός δείκτης αυτοεκτίμησης και η ανάγκη κοινωνικής αποδοχής συνυφαίνουν το πλαίσιο μέσα στο οποίο επωάζεται η άκριτη μίμηση των προτύπων.
“Ψάχνεις οπαδούς; – ψάξε μηδενικά!”.

Πιστός σε αυτή του τη θέση ο Ζαρατούστρα (Νίτσε) διώχνει από κοντά του τους μαθητές του. Δεν θέλει, δηλαδή, να γίνει αντικείμενο άγονης μίμησης και μιας αδιέξοδης λατρείας. Κι αυτό γιατί πιστεύει πως η άγονη ταύτιση και η προσήλωση στο πρόσωπο – πρότυπο αλλοτριώνει το υποκείμενο, εξοστρακίζει την αυθεντικότητά του, αλλοιώνει τα συναισθήματά του και απενεργοποιεί κάθε μηχανισμό δόμησης μια αυτεξούσιας και ελεύθερης προσωπικότητας. Η μίμηση – προσωπολατρία δημιουργεί πνευματικά ανδράποδα και εξαρτημένες συμπεριφορές. Παθητικοποιεί, ποδηγετεί και διαβρώνει κάθε στοιχείο διαφορετικότητας.



Συνάμα η άγονη μίμηση κτίζει “πιστούς” και όχι σκεπτόμενους δημιουργούς. Θρυμματίζει την ατομικότητα και ευνοεί τον άγονο ομοιομορφισμό που χαρακτηρίζει άτομα δειλά που αναζητούν την ασφάλειά τους στην αγέλη και στην υπακοή στο πρόσωπο – δύναμη. “Η δύναμη της αγέλης είναι ο λύκος”.
“Είστε οι πιστοί μου, αλλά πόση σημασία έχουν γενικά οι πιστοί! Δεν είχατε αναζητήσει ακόμα τον εαυτό σας . . . ”.
Ιδού, λοιπόν, η αιτία της εθελοδουλείας και της απότοκης ηθικής εξαχρείωσης – χειραγώγησης του ανθρώπου. Η απουσία θέλησης, η έλλειψη δύναμης, ο φόβος της ευθύνης και η άρνηση του εαυτού μας.
Η υπέρβαση όλων αυτών των αρνητικών συναισθημάτων μπορεί να επιτευχθεί μόνο με τη θέλησή μας να είμαστε ο εαυτός μας:
“Το να μη θέλεις να είσαι κάτι άλλο από αυτό που είσαι, ούτε στο μέλλον ούτε στο παρελθόν ούτε στον αιώνα τον άπαντα . . . Όχι απλώς να υπομένεις το αναγκαίο . . . αλλά να το αγαπάς” (Νίτσε).
Η ανακάλυψη του εαυτού μας και η εμπιστοσύνη στη δύναμή μας αποτελεί την αναγκαία συνθήκη όχι μόνο για την αυτοπραγμάτωσή μας αλλά και για γόνιμη και δημιουργική σχέση με τους συνανθρώπους, τους ηγέτες και τους δασκάλους μας. Γιατί μόνον έτσι θα βοηθήσουμε τον εαυτό μας και θα μπορούμε να διακρίνουμε την αιτία από το αποτέλεσμα.
“Τώρα σας καλώ να με εγκαταλείψετε και να βρείτε τον εαυτό σας και μόνον όταν όλοι σας θα με έχετε απαρνηθεί, θα επιστρέψω σ΄ εσάς . . .” (Ζαρατούστρα)
Αλήθεια, πόση δύναμη χρειάζεται ο μαθητής να απαρνηθεί το δάσκαλό του και ο πιστός το σωτήρα του; Πόσο αναγκαίο κρίνεται και για το άτομο – μαθητή και για το δάσκαλο – πρότυπο; Βέβαια την “απάρνηση” του Ζαρατούστρα δεν πρέπει να τη συγχέουμε με αυτήν του Πέτρου, το μαθητή του Ιησού για τον οποίο είπε:
“Αμήν, αμήν λέγω σοι, ου μη αλέκτωρ φωνήσει έως ου απαρνήση με τρις”.
Η απαίτηση του Ζαρατούστρα για αποκαθήλωσή του εδράζεται στη θέση του πως η αποκόλληση του μαθητή από το δάσκαλο – πρότυπό του συνιστά μία αναγκαία διαδικασία για την ωρίμανση και τη βίωση της δύναμής του:
“κάθε δάσκαλος δεν έχει πάνω από έναν μαθητή, κι αυτός ο μαθητής γίνεται άπιστος στο δάσκαλό του, αφού είναι προορισμένος να γίνει κι ο ίδιος δάσκαλος”.
Η πρώτη “απάρνηση” (Πέτρος) συμβολίζει την ανθρώπινη δειλία – αδυναμία, ενώ η δεύτερη (μαθητή Ζαρατούστρα) μία φυσική αναγκαιότητα. Κάθε άρνηση, λοιπόν, του δασκάλου – αυθεντία προετοιμάζει το δρόμο για την αυτογνωσία και την εσωτερική ελευθερία. Γιατί όσο ο μαθητής – άνθρωπος είναι προσκολλημένος στο δάσκαλο – ηγέτη πρότυπό του τόσο απομακρύνεται από τη δυνατότητα να γνωρίσει τα όριά του και να σμιλεύσει τη δύναμή του για δημιουργία.



Το “Γνώθι σαυτόν” και το “εδιζησάμην εμεωυτόν” (Ηράκλειτος) συναντά την προσταγή του Ζαρατούστρα “να βρείτε τον εαυτό σας”. κι αυτό θα επιτευχθεί όχι για λόγους εγωκεντρισμού ή μιας αδιέξοδης οίησης, αλλά για να καταστεί δυνατή η γνώση των ικανοτήτων μας και η χάραξη μιας άλλης προοπτικής για τον κόσμο. Διαφορετικά θα δικαιωθεί η θέση της βίβλου πως
“αν δεν γνωρίζεις τον εαυτό σου, θα ακολουθήσεις το δρόμο του κοπαδιού”.
Στην τυφλή υπακοή και στην άγονη συμμόρφωση στις παραδοσιακές αξίες (ηθικές . . .) ο Νίτσε αντιτείνει τον Υπεράνθρωπο, το σύμβολο της δύναμης που καταφάσκει τη ζωή και οδεύει σε απάτητους δρόμους για την πραγμάτωση των δυνατοτήτων που πολλές φορές δεν τις γνωρίζουμε. Ο Υπεράνθρωπος συνθέτει το “Είναι” με το “Γίγνεσθαι”, το Διονυσιακό πνεύμα με το Απολλώνειο. Η σύνθεση του πραγματικού με το μεταφυσικό. Η δικαίωση του Ηράκλειτου για την αφανή “παλύντροπο αρμονία” του κόσμου.
Αν οι εξουσίες της κάθε εποχής (πολιτικοί, αυθεντίες . . .) ερμηνεύουν ως αλήθεια ό,τι τους κάνει δυνατούς, τότε και εμείς πρέπει να αντιτάξουμε τη δική μας δύναμη που θα ανατρέψει την υποκρισία και τα ψεύδη των αιώνων.
“Διότι, όταν η αλήθεια έρθει σε σύγκρουση με τα ψεύδη των χιλιετιών, θα προκληθούν δονήσεις, έξαρση σεισμών, μετατόπιση των βουνών και των κοιλάδων, που όμοιές της δεν έχουμε φανταστεί ποτέ” (Νίτσε) 
 Πηγή: https://iliasgiannakopoulos.blogspot.com/

14.2.20

ΟΙ ΘΕΡΜΟΠΥΛΕΣ ΚΑΙ Η ΣΑΛΑΜΙΝΑ ΜΑΣ ΔΙΔΑΣΚΟΥΝ… του Ηλία Γιαννακόπουλου





1.       «Πάλιν δε του Ξέρξου γράψαντος «Πέμψον τα όπλα», αντέγραψε «μολών λαβέ». (Πλούταρχος).

2.                  «Ω παίδες Ελλήνων, ίτε, ελευθερούτε πατρίδ’, ελευθερούτε δε παίδας, γυναίκας, θεών τε πατρώων έδη, θήκας τε προγόνων νυν υπέρ πάντων αγών». (Αισχύλος).
Υπάρχουν ιστορικά γεγονότα που είχαν την τύχη να καταγραφούν στη μνήμη μας με μία αποφθεγματική φράση. Αυτό βοήθησε πολύ να διατηρηθεί στο εθνικό μας υποσυνείδητο το μεγαλείο της θυσίας των Ελλήνων και ο ηρωισμός τους όταν απειλήθηκε η ελευθερία τους. Ωστόσο οι αποφθεγματικές αυτές φράσεις σκίασαν τα ίδια τα γεγονότα, αφού οι «αναγνώστες» της ιστορίας αρκούνται στην επιφάνεια των γεγονότων και αρέσκονται στις ηχηρές φράσεις.

Τα 2.500 χρόνια από τη μάχη των Θερμοπυλών και τη ναυμαχία της Σαλαμίνας (480 π.Χ.) εκτός από τον πανηγυρικό χαρακτήρα των επετειακών εκδηλώσεων που μάς προτρέπουν να στοχαστούμε το μέγεθος της προσφοράς τους όχι μόνο για τον Ελληνισμό αλλά και για τον κόσμο ολόκληρο. Οι Θερμοπύλες, η ναυμαχία της Σαλαμίνας και φυσικά η μάχη του Μαραθώνα (490 π.Χ.) κρίνονται από τους ιστορικούς όχι για αυτό που πέτυχαν αλλά από το ποια θα ήταν η μορφή του ελεύθερου κόσμου, αν είχαν κερδίσει οι Πέρσες.

Νίκες - προσφορά στην ανθρωπότητα

«Η μάχη του Μαραθώνα (και φυσικά οι Θερμοπύλες και η ναυμαχία της Σαλαμίνας) αποτελεί μία συνολική ανατροπή της παγκόσμιας ιστορίας, αποτελεί μία νίκη έξω από το μέτρο του εφικτού και σε ένα από τα ζωντανότερα ανά τους αιώνες παραδείγματα επικράτησης του ιδανικού της ελευθερίας ενάντια στην ισχύ των όπλων και της λογικής» (Δημοσίευμα)

Η αξία, δηλαδή, των παραπάνω μαχών απορρέει από το γεγονός της διαφύλαξης του δικαιώματος των Ελλήνων να ορίζουν αυτοί μέσα σε κλίμα προσωπικής και Εθνικής Ελευθερίας την πορεία τους. Οι Έλληνες υπεράσπισαν το δικαίωμα στην αυτονομίααυτάρκεια και ελευθερία που ιστορικά αποτέλεσαν τις κυρίαρχες επιδιώξεις της αρχαίας πόλης – κράτους. Τα αγαθά αυτά λειτούργησαν ως θερμοκήπιο μέσα στο οποίο γεννήθηκαν η φιλοσοφία, η δημοκρατία και άνθισαν οι Τέχνες και τα γράμματα.

Τυχόν νίκη των Περσών θα ακύρωνε όλα τα παραπάνω και θα βύθιζε την Ελλάδα αλλά και την υπόλοιπη Ευρώπη στο σκότος του ασιατικού δεσποτισμούΗ ελευθεροφροσύνη των Ελλήνων κατέδειξε την ανωτερότητα του πνεύματος απέναντι στην ύλη αλλά και την υπεροχή και το μεγαλείο της γενναιότητας και του ατομικού ηρωισμού απέναντι στη δύναμη των όπλων.


«Τίποτα από αυτά που είμαστε, είναι δυνατά χωρίς τους Έλληνες, που ήταν, και σε ένα βαθμό όπως είναι τώρα και οι άλλοι δεν το καταλάβαιναν αυτό. Δεν ξέρω γιατί. Μια μέρα, κάποιος που δεν θαυμάζω πολύ, ο Ζισκάρ Ντ’ Εστέν είπε ότι η θέση του Πλάτωνα δεν είναι στη δεύτερη εθνική. Πιστεύω για μια φορά είχε δίκαιο» (Γιούνκερ, πρώην πρόεδρος της Κομισιόν)

Η ανθρωπότητα διδάχτηκε και γαλουχήθηκε μέσα στην πνευματική και πολιτική κληρονομιά των αρχαίων Ελλήνων που μέσα από το δικαίωμα του «ελευθέρως ζην» παρήγαγαν πολιτισμό με διαχρονικές αντοχές και πανανθρώπινο περιεχόμενο: Πολιτισμό που πρόβαλλε ως αξία όχι το μεμονωμένο και εγωπαθές άτομο αλλά τον κοινωνικό άνθρωπο που γνώριζε να διαφυλάττει τη μοναδικότητά του διακονώντας το γενικό συμφέρον. Για τους αρχαίους Έλληνες δεν ήταν κατανοητό και επιτρεπτό ο άνθρωπος να βρίσκεται έξω και πάνω από την πόλη.

Ο ηρωισμός στη μάχη και η πολιτική παιδεία

Ωστόσο θα αδικούσε την ιστορική μνήμη των γεγονότων αυτών αν έλειπε η αναφορά σε εκείνο το στοιχείο που όπλιζε με θάρρος τους αρχαίους Έλληνες όταν κάποιος απειλούσε την ελευθερία του και την πόλη του. Κι αυτό το στοιχείο δεν είναι άλλο παρά ο στενός δεσμός του Πολίτη προς την πόλη του. Αυτός ο δεσμός προσέδιδε περιεχόμενο και νόημα στην πολιτική ως μια διαδικασία που το «ίδιον» (προσωπικό) βρισκόταν σε μία διαλεκτική σχέση (αλληλοτροφοδότηση) με το «κοινό» (γενικό).

«Ου γαρ ωλιγώρουν των κοινών, ουδ’ απέλαυον μεν ως ιδίων, ημέλουν δ’ ως αλλοτρίων, αλλ’ εκήδοντο μεν ως οικείων» (γιατί δεν έδειχναν αδιαφορία για τα κοινά, δεν τα εκμεταλλεύονταν σαν να ήταν προσωπικό τους βιός αδιαφορώντας σύγκαιρα για αυτά, σαν να ήταν ξένα. Αντίθετα τα νοιάζονταν πολύ, σαν να ήταν δικό τους χτήμα) (Ισοκράτης, «Πανηγυρικός»).

Ο ατομικός ηρωισμός και η θυσία για την πατρίδα πήγαζαν από αυτήν την πολιτική παιδεία που διαπαιδαγωγούσε τον πολίτη καθημερινά στην κατεύθυνση πως η ευτυχία δεν βρίσκεται στα πλούτη αλλά σε εκείνα που θα του χάριζαν υστεροφημία και «τοις παισί μεγίστην δόξαν καταλείψειν». Για τους αρχαίους Έλληνες το αίσθημα της ντροπής είχε συνδεθεί με το κακό προς την πόλη τους «μάλλον δ’ ησχύνοντ’ επί τοις κοινοίς αμαρτήμασιν».

Τα παραπάνω δεν καταδεικνύουν μόνον την ηθική γυμνότητα κάποιων σημερινών πολιτικών ταγών αλλά ερμηνεύουν με ενάργεια και την εμμονή του Λεωνίδα να σκοτωθεί στο πεδίον της μάχης παρά να ντροπιαστεί για φυγομαχία «αυτώ δε και Σπαρτιητέων τοίσι παρέουσι ουκ έχειν ευπρεπέως εκλιπείν την τάξιν ες την ήλθον φυλάξοντες αρχήν» ή «αυτώ δε απιέναι ου καλώς έχειν» (αλλά γι αυτόν και τους Σπαρτιάτες που ήσαν εκεί θα ήταν ατιμωτικό να εγκαταλείψουν τη θέση, που είχαν έρθει να φρουρήσουν» / έκρινε πως ήταν ατιμωτικό να φύγει ο ίδιος) (Ηρόδοτος).

Η πολιτική ως διακονία του κοινού καλού

Ο ηρωισμός, λοιπόν, στο Πεδίο της μάχης ήταν η αντανάκλαση της καθημερινότητας του πολίτη αλλά και του περιεχομένου της πολιτικής. Σίγουρα και τότε υπήρχαν οι λαϊκιστές και πολλές φορές οι έντονες πολιτικές συγκρούσεις. Θα ήταν λάθος στο όνομα των επετειακών εκδηλώσεων να αποσιωπηθούν κάποια γεγονότα. Ωστόσο η κανονικότητα της πολιτικής κουλτούρας ήταν η υπηρέτηση του γενικού συμφέροντος. Σχετικά ο Ισοκράτης επισημαίνει στον «Πανηγυρικό» του ( §§ 79-80).

«Ούτω δε πολιτικής είχον, ώστε και τας στάσεις εποιούντο προς αλλήλους, ουχ οπότεροι τους ετέρους απολέσαντες των λοιπών άρξουσιν, αλλ’ οπότεροι φθήσονται την πόλιν αγαθόν τι ποιήσαντες και τας εταιρείας συνήγον ουχ υπέρ των ιδία συμφερόντων αλλ΄επί τη του πλήθους ωφελείαν». (και είχαν τέτοια πολιτική συνείδηση, ώστε ο ανταγωνισμός ανάμεσα στα κόμματα στόχευε όχι βέβαια στην εξόντωση του άλλου……. αλλά ποιος θα πρωτοπροσφέρει τις υπηρεσίες του στην πόλη. Και τα πολιτικά τους κόμματα δεν απέβλεπαν σε κομματικά οφέλη αλλά εξυπηρετούσαν μόνο τα συμφέροντα του συνόλου.

Όσο κι αν η παραπάνω περιγραφή εξιδανικεύει κάπως την πολιτική ζωή της αρχαίας πόλης - κράτους (και ιδιαίτερα της Αθήνας), δεν παύει να αποτελεί μέτρο σύγκρισης με την πολιτική του σήμερα. Για αυτό τις μεγάλες νίκες στο Πεδίο των μαχών δεν πρέπει να τις ερμηνεύουμε μόνο με κριτήρια ανθρωπογεωγραφίας των πρωταγωνιστών (Μιλτιάδης, Λεωνίδας, Θεμιστοκλής) αλλά εντάσσοντας αυτές στη μεγάλη εικόνα της οργανωμένης πόλης-κράτους.

Οι πολιτικές αντιπαραθέσεις, οι κομματικές αντιπαλότητες και οι ιδεολογικές διενέξεις θα πρέπει να εντάσσονται σε ένα πλαίσιο προσφοράς στο κοινό καλό και όχι στη λογική του προσπορισμού κομματικού ή υλικού κέρδους. Άλλο πολιτικός αντίλογος και άλλο εξόντωση του αντιπάλου στο όνομα του λαού (Λαϊκισμός). Πλήρης αντίθεση με αυτό που οι αρχαίοι ονόμαζαν πολιτική «ου γαρ εμπορίαν αλλά λειτουργίαν ενόμιζον είναι την των κοινών επιμέλειαν» (Ισοκράτης).

Ο πατριωτισμός του Αριστείδη

Εκείνο, όμως, το γεγονός που φωτίζει και ερμηνεύει τη δόξα και το αδούλωτο φρόνημα των Ελλήνων στον αγώνα κατά των «βαρβάρων» είναι η συνάντηση του Αριστείδη και του Θεμιστοκλή λίγο πριν τη ναυμαχία της Σαλαμίνας και σε όσα είπε ο Αριστείδης στον πολιτικό του αντίπαλο.


«Ημέας στασιάζειν χρεόν εστι εν τω άλλω καιρώ και δη και εν τώδε περί του οκότερος ημέων πλέω την πατρίδα εργάσεται» (εμείς έχουμε χρέος να συγκρουόμαστε και σε κάθε άλλη κρίσιμη ώρα και περισσότερο τώρα για το ποιος από τους δυό μας θα προσφέρει τις πολυτιμότερες υπηρεσίες στην πατρίδα). (Ηρόδοτος).

Χρήσιμα άρθρα


1.       «Πολιτικοί και εθνικό συμφέρον» Ηλίας Γιαννακόπουλος (Διαδικτυακό άρθρο)
2.       «Οι εθνικές ιαχές: Λέξεις σαλπίσματα» Ηλίας Γιαννακόπουλος (Διαδικτυακό άρθρο)


3.       «Πόλη είναι οι πολίτες της» Ηλίας Γιαννακόπουλος. (Διαδικτυακό άρθρο)

11.2.20

«ΤΙ ‘Ν’ ΑΥΤΌ ΠΟΥ ΤΟ ΛΈΜΕ ΑΓΑΠΗ» Ηλίας Γιαννακόπουλος.

«Αγάπη δεν είναι να κοιτάζει ο ένας τον άλλο˙ αγάπη είναι να κοιτάζουν και οι δύο προς την ίδια κατεύθυνση» (Μπουσκάλια).

             Κάθε προσπάθεια ορισμού ή έστω μιας εννοιολογικής προσέγγισης της έννοιας αγάπη προσκρούει πάντα στις πολλαπλές αποχρώσεις της που αφορούν το βαθύτερο περιεχόμενό της, τη διάρκειά της, την έντασή της και το αντικείμενο. Η δυσκολία του ορισμού δεν απορρέει μόνο από το γεγονός ότι συνιστά μια αφηρημένη έννοια αλλά κι από τη διαπίστωση ότι είναι ένα συναίσθημα που από τη φύση του είναι υποκειμενικό, και γι’ αυτό επιδέχεται πολλές κι αντιτιθέμενες ερμηνείες.

Η έννοια

            Διαφορετικά την προσεγγίζουν οι βιολόγοι, οι ψυχολόγοι, οι φιλόσοφοι, οι καλλιτέχνες….. υπάρχουν κι εκείνοι που αδυνατούν να διακρίνουν τις διαφορές και τα όρια ανάμεσα στην αγάπη και στον έρωτα. Ο έρωτας χαρακτηρίζεται από τα θυελλώδη συναισθήματα, ενώ η αγάπη από τον ειρηνικό της χαρακτήρα. Στον έρωτα κυριαρχεί ένας παραλογισμός κι ένα ανεξέλεγκτο συναίσθημα που πυροδοτεί τον ψυχικό κόσμο. Στόχος του η ένωση δύο ατόμων με προορισμό την ερωτική ικανοποίηση. Αντίθετα, στην αγάπη κυριαρχεί η σωφροσύνη που αποτελεί και το βάθρο μιας υγιούς ανθρώπινης σχέσης με εσωτερικό περιεχόμενο και διάρκεια.

             Έτσι, έχουμε την μητρική αγάπη, την ερωτική, την υπερβατική αγάπη προς το θείο, τη φιλική, αδελφική, πατριωτική, την αγνή, την άδολη, τη φλογερή ή την αρρωστημένη. Κάποιοι πολιτισμοί έχουν δέκα ή και περισσότερες λέξεις για να αποδώσουν τις διάφορες μορφές της αγάπης. Γιατί, όμως, να ορίσουμε την έννοια της αγάπης όταν μπορούμε να τη νιώσουμε«Μήπως όλες οι μορφές αγάπης είναι βασικά ένα πράγμα, οπότε η αγάπη, στις πάμπολλες και πολυποίκιλες εκδηλώσεις της, είναι τελικά η μοναδική πραγματικότητα;» (Πάπας Βενέδικτος ΙΣΤ’).

            Σχετικά με το αντικείμενο της αγάπης μας από τον Φρόιντ αρχικά κι από άλλους αργότερα επισημάνθηκαν τα εξής: α. Συνήθως αγαπάμε εκείνο το πρόσωπο, την ιδιότητα ή συμπεριφορά που ομοιάζει με τη δική μας. Στο πρόσωπο του άλλου βλέπουμε το δικό μας Εγώ. Άρα, στην περίπτωση αυτή στην ουσία δεν «αγαπάμε» τον άλλο αλλά ασυνείδητα το δικό μας Εγώ. Εδώ υπολανθάνει μια μορφή «αθώου» ναρκισσισμούβ. Ο άνθρωπος αρέσκεται να πλάθει την ιδανική μορφή – εικόνα του Εγώ του. Αυτή η εξιδανικευμένη μορφή εμπεριέχει όλα τα θετικά και επιθυμητά στοιχεία του Εγώ. Όταν αυτό το εξιδανικευμένο πρότυπο το βλέπουμε σε ένα άλλο πρόσωπο – Εγώ τότε αμέσως το πρόσωπο αυτό καθίσταται αντικείμενο αγάπης.

Οι προϋποθέσεις τις αγάπης

            «Αγαπά κανείς το αντικείμενό του γιατί βρίσκει σ’ αυτό την τελειότητα που επεδίωκε για το δικό του Εγώ, και προσπαθεί να την εξασφαλίσει με αυτόν τον πλάγιο τρόπο για να ικανοποιήσει το ναρκισσισμό του» (Φρόιντ «Ψυχολογία των μαζών κι ανάλυση του Εγώ»).

            Κατά καιρούς πολλοί μελετητές του κορυφαίου αυτού συναισθήματος, της αγάπης, αναλώθηκαν στην καταγραφή των αναγκαίων προϋποθέσεων για τη βίωσή της. Προϋποθέσεις που υπερβαίνουν τις απλές συνταγές και εισχωρούν στη βαθύτερη δομή του ανθρώπινου ψυχισμού. Κάθε πρόταση – προϋπόθεση, όμως, της αγάπης πρέπει να λαμβάνει υπόψη και την ελευθερία ως του κατεξοχήν στοιχείου που διέπει το βαθύτερο πυρήνα της. «Η αγάπη δεν κατέχει κι ούτε μπορεί να κατέχεται˙ γιατί η αγάπη αρκείται στην αγάπη» (Χαλίλ Γκιμπράν, «Ο προφήτης»).

            Ο Έριχ Φρομ στο εμβληματικό του έργο «Η Τέχνη της Αγάπης θεωρεί πως «να αγαπάς προϋποθέτει το άτομο να έχει ξεπεράσει τη ναρκισσιστική παντοδυναμία». Αυτή η πρόταση υποδηλώνει και αισθητοποιεί πως η προσφορά αγάπης προϋποθέτει τον απεγκλωβισμό του υποκειμένου από τα δεσμά του ναρκισσισμού. Κι αυτό γιατί η αυτάρκεια και η δύναμη που γεννά ο ναρκισσισμός αναστέλλει κάθε εκδήλωση αγάπης προς τους άλλους. Ο ναρκισσιστής θαμπώνεται από το φωτεινό είδωλο του Εγώ του και αρκείται στην επιβεβαίωσή του μέσα από τον αυτοθαυμασμό του.

            Επιπρόσθετα, η «ναρκισσιστική παντοδυναμία» κάνει το άτομο εγωιστικό και το υποχρεώνει να αναζητά την ευτυχία του όχι στην προσφορά προς τους άλλους αλλά στην αποδοχή του θαυμασμού από τους άλλους. Η προσφορά αγάπης, όμως, προϋποθέτει μετριοφροσύνη, αλτρουισμό και εσωτερική σεμνότητα. Αυτός που αγαπά νιώθει λίγο αδύναμος κι ανασφαλής γι’ αυτό και προσφέρει αγάπη με την ελπίδα της ανταπόκρισης. Η ταπεινοφροσύνη καθιστά το υποκείμενο της αγάπης συγκαταβατικό και ανεκτικό.

            Επομένως, η αγάπη προϋποθέτει την απεξάρτηση του ατόμου από την οίηση της παντοδυναμίας του Εγώ και την αναζήτηση της χαράς και της εσωτερικής πληρότητας στην ταπεινότητα και στην ομολογία της αδυναμίας.

            Σε ένα άλλο επίπεδο ο Έριχ Φρομ θέτει ως προϋπόθεση της αγάπης το σεβασμό, που «δεν είναι φόβος ή δέος, αλλά σημαίνει την ικανότητα να βλέπεις ένα άτομο όπως είναι και να έχεις επίγνωση της μοναδικής του ατομικότητας». Αυτό σημαίνει πως το υποκείμενο της αγάπης έχει την ικανότητα να βλέπει το πρόσωπο – αντικείμενο της αγάπης στις πραγματικές του διαστάσεις και όχι όπως αυτό (υποκείμενο) θα ήθελε να είναι. Ο σεβασμός, δηλαδή, απομακρύνει κάθε υποκειμενική θεώρηση του άλλου και θρυμματίζει κάθε εγωιστική συμπεριφορά.

            Ο σεβασμός, επίσης, βοηθά να αναγνωρίζουμε τις ιδιαιτερότητες του διπλανού μας και να τον αντιμετωπίζουμε ως μια μοναδική κι ανεπανάληπτη οντότητα. Η αποδοχή του άλλου ως μιας αυτόβουλης ατομικότητας συντελεί στην καλλιέργεια κι ανάδειξη θετικών στοιχείων και κυρίως του ανθρωπισμού και της αρετής της ανεκτικότητας. Έτσι, περιορίζεται η έμφυτη τάση του ανθρώπου να βλέπει αλλά και να θέλει όλοι οι άλλοι να τον υπηρετούν ή στην καλύτερη περίπτωση να «συμμορφώνονται» προς τις δικές του ιδιαιτερότητες.

Αγάπη χωρίς ανταλλάγματα

            Συναφές προς τα παραπάνω είναι και η αποδοχή της ατομικότητας του άλλου ως αφετηρία για την οικοδόμηση σχέσεων πάνω στην αρχή της αμοιβαιότητας και της δημιουργικής συμβίωσης. Προκειμένου δε για την αγάπη ο σεβασμός διασώζει το υποκείμενο από την τάση για απόλυτη κτήση – εξουσία πάνω σε εκείνο το πρόσωπο που διεκδικεί μερίδιο από τα αισθήματά μας. Όσο κι αν η αγάπη είναι εν μέρει δεσποτική και κτητική, ο σεβασμός ισορροπεί τις αντιφατικές διαθέσεις των υποκειμένων της αγάπης (επιθυμία να κυριαρχούν και να εξουσιάζονται) και διασώζει τελικά την αξιοπρέπεια αλλά και την ελευθερία τους.

            Από μια άλλη σκοπιά ο Μπουσκάλια τονίζει πως η πραγματική αγάπη είναι αυτή που δεν αναμένει ανταλλάγματα «Είναι αγάπη μόνον όταν προσφέρεται χωρίς προσμονή ανταλλαγμάτων… Δεν μπορείς να επιμένεις να σ’ αγαπήσει κάποιος, να σου ανταποδώσει την αγάπη». Αυτό σημαίνει απαλλαγή από την προσδοκία της ανταπόδοσης, γιατί κανείς δεν μπορεί να εμπιστεύεται τα συναισθήματα των άλλων. Η μόνη εγγύηση για την αληθινή αγάπη είναι η εμπιστοσύνη στον εαυτό μας (αυτογνωσία).

            Η απελευθέρωση, λοιπόν, από την επιθυμία – απαίτηση έναντι των άλλων συνιστά μια ακόμη προϋπόθεση της αληθινής αγάπης, γιατί οι άλλοι μπορούν να δώσουν μόνο όσα αυτοί νιώθουν και όχι όσα εμείς έχουμε ανάγκη. Γι’ αυτό, λοιπόν, χωρίς ιδιοτέλεια και υστεροβουλία «την αγάπη τη μοιραζόμαστε με τους άλλους. Ποιο σκοπό θα είχε η γνώση αν δεν την προσφέραμε στους σπουδαστές; Ποιο νόημα θα είχε η ομορφιά που δεν θα γινόταν εμπειρία και βίωμα όλων;» (Μπουσκάλια).

Ο Φρόιντ για την χριστιανική αγάπη

            Θα ήταν, ωστόσο, παράλειψη αν σε όλα τα παραπάνω δεν παρουσιάζαμε την αιρετική άποψη του Φρόιντ σχετικά με τη Χριστιανική επιταγή «να αγαπάς τον πλησίον σου σαν τον εαυτό σου». Θεωρεί μια τέτοια αγάπη αθέμιτη κι ανώφελη και ίσως – ίσως «αδικία» προς αυτούς που πραγματικά αξίζουν την αγάπη του υποκειμένου «Γιατί να το κάνουμε αυτό; Σε τι θα μας βοηθήσει; Πώς μας είναι δυνατό; Η αγάπη μου είναι κάτι πολύτιμο για μένα που δεν μπορώ να το σκορπάω χωρίς να δίνω λόγο…. Για να αγαπώ κάποιον άλλο, πρέπει κατά κάποιον τρόπο να το αξίζει…. Κάνω μάλιστα αδικία, γιατί η αγάπη μου θα κριθεί από όλους τους δικούς μου σαν προτίμηση˙ είναι αδικία απέναντί τους που τοποθετώ τον ξένο στην ίδια θέση με αυτούς…. Προς τι μια τόσο επίσημα εμφανιζόμενη εντολή, αφού η εκτέλεσή της δεν μπορεί να συστηθεί σα λογική;» (Φρόιντ, «Ο πολιτισμός πηγή δυστυχίας»).

            Την πλήρη αντίθεση του προς τη Χριστιανική αγάπη ο Φρόιντ την θεμελιώνει στον παραλογισμό που αυτή κρύβει «Υπάρχει μια δεύτερη εντολή που μου φαίνεται πιο ακατάληπτη και ξεσηκώνει μέσα μου ισχυρότερη αντίσταση. Αυτή λέει: Αγάπα τους εχθρούς σου… Τώρα καταλαβαίνω πως αυτό είναι μια περίπτωση παρόμοια με το Gredo quia absurdum». Υπέρμαχος της θέσης του Χομπς «Homo homini lupus» ο Φρόιντ είναι αντίθετος στο κάλεσμα για αγάπη – ιδιαίτερα προς τον εχθρό μας - , αφού κάτι τέτοιο είναι μη εφικτό αλλά και αθέμιτο.

            Ωστόσο, ο φιλόσοφος – ποιητής Σίλλερ επισημαίνει με έμφαση πως «η πείνα και η αγάπη στηρίζουν το μηχανισμό του κόσμου». Η πείνα αφορά την ικανοποίηση αναγκών για την υλική επιβίωση και συντήρηση του ατόμου. Η αγάπη στρέφεται στο αντικείμενο και διευκολύνει τη συνύπαρξη των ανθρώπων με στόχο τη διατήρηση του είδους.
Ο Ύμνος της Αγάπης


            Την απάντηση στις ενστάσεις του Φρόιντ δίνει ο Απ. Παύλος με τον Ύμνο της Αγάπης που συνιστά την ουσία της Χριστιανικής Θρησκείας και της διδασκαλίας του Ναζωραίου. «Εαν ταις γλώσσαις των ανθρώπων λαλώ και των αγγέλων, αγάπην δε μη έχω γέγονα χαλκός ηχών ή κύμβαλον αλαλάζον…..αγάπην δε μη έχω, ουδέν ωφελούμαι….. Η αγάπη μακροθυμεί, χρηστεύεται, ….. ου ζητεί τα εαυτής, ου λογίζεται το κακόν… πάντα στέγει… πάντα υπομένει… νυνί δε μένει πίστις, ελπίς, αγάπη, τα τρία ταύτα˙ μείζων δε τούτων η αγάπη» (Απ. Παύλου, Επιστολή Α’ Προς Κορινθίους, ιγ).

             Αγάπη, επομένως, χωρίς «όρους και όρια» προς όλους και προς τον εαυτό μας, γιατί μόνον έτσι θα εξανθρωπίσουμε τον κόσμο και θα λυτρώσουμε τον ψυχισμό μας κόσμο από το φθόνο και το φόβο των άλλων.

            «Εκείνη η αγάπη είναι μεγάλη, όταν φέρνει μέσα μας, τέτοιες αλλαγές όσες δεν έφεραν όλες οι επαναστάσεις του κόσμου».
Κοινή χρήση