Life for Life
"Το θαύμα δεν είναι πουθενά
παρά κυκλοφορεί μέσα
στις φλέβες του ανθρώπου!!!"


"Στης σκέψης τα γυρίσματα μ’ έκανε να σταθώ
ιδέα περιπλάνησης σε όμορφο βουνό.
Έτσι μια μέρα το ’φερε κι εμέ να γυροφέρει
τ’ άτι το γοργοκίνητο στου Γοργογυριού τα μέρη !!!"


ΣΤΗΝ ΑΥΛΗ ΜΑΣ
Εμείς στο χωριό μας έχουμε ακόμα αυλές. Εκεί μαζευόμαστε, αμπελοφιλοσοφούμε,
καλαμπουρίζουμε, ψιλοτσακωνόμαστε μέχρι τις... πρώτες πρωινές ώρες! Κοπιάστε ν' αράξουμε!!!
-Aναζητείστε το"Ποίημα για το Γοργογύρι " στο τέλος της σελίδας.

22.12.20

Είμαστε… τα βιβλία που διαβάσαμε; Ηλίας Γιαννακόπουλος. Φιλόλογος - Συγγραφέας.

 «Απ’ όσα έκαμα κι απ’ όσα είπα/ να μη ζητήσουνε να βρουν ποιος ήμουν./ … Οι πιο απαρατήρητές μου πράξεις/ και τα γραψίματά μου τα πιο σκεπασμένα/ από εκεί μονάχα θα με νιώσουν»

(Κ. Καβάφης, «Κρυμμένα»)

 

Ο Αλεξανδρινός ποιητής σε μια έκρηξη ειλικρίνειας και αυτογνωσίας προτρέπει τους πιθανούς αναγνώστες του να αναζητήσουν την ταυτότητά τους όχι τόσο στα εμφανή αλλά στα αφανή και στα «κρυμμένα». Κι αυτό γιατί ο άνθρωπος ως οντότητα δεν συνιστά μία αυτοφυή και απόλυτα γενετικά προγραμματισμένη ύπαρξη, αλλά προϊόν ποικίλων παραγόντων και στοιχείων. Παράγοντες και στοιχεία που καθορίζουν καταλυτικά την ταυτότητά μας και κατ’ ακολουθίαν τις επιλογές μας.

 


Στους παράγοντες αυτούς ανήκουν το ευρύτερο περιβάλλον (οικονομικό, κοινωνικό, πολιτικό, πολιτιστικό, γλωσσικό…), το επάγγελμα, το αξιακό σύστημα, οι ιδεολογικές καταβολές, τα προσωπικά βιώματα και εμπειρίες, η οικογένεια, η παρέα και φυσικά κάποια πρόσωπα που έτυχε να βρίσκονται κοντά μας. Ο κατάλογος είναι μακρύς και είναι δύσκολο να καταγραφούν όλοι οι παράγοντες. Κι αυτό γιατί κάθε άτομο συνιστά μία ξεχωριστή περίπτωση όπως και οι παράγοντες που το διαμορφώνουν.

 

Τα βιβλία και η ταυτότητά μας

Από τους παράγοντες που καθορίζουν σημαντικά – αλλά και αφανώς – είναι και το βιβλίο. Για πολλούς η φράση – ομολογία «Είμαι τα βιβλία που διάβασα» εμπεριέχει μια μεγάλη αλήθεια και συνιστά την κορυφαία πράξη αυτοσυνειδησίας. Μία αναδρομή στο παρελθόν της ζωής μας με τη συνακόλουθη καταγραφή των βιβλίων που μας συντρόφεψαν, όχι μόνο στα μαθητικά μας χρόνια, αλλά και στον ελεύθερο χρόνο μας, θα επικύρωνε την παραπάνω θέση. Όσο κι αν τα βιβλία των μαθητικών μας χρόνων ενείχαν το στοιχείο του υποχρεωτικού, άρα και του καταναγκασμού, δεν παύουν για τους περισσότερους να αποτελούν το αφετηριακό σημείο της πνευματικής μας πορείας. Αυτό γίνεται αντιληπτό από το γεγονός ότι φράσεις από τα βιβλία αυτά συνοδεύουν ως συμπλήρωμα το λόγο αλλά και την επιχειρηματολογία μας όπου χρειάζεται.

Στον κύκλο αυτών των βιβλίων και φράσεων – με τη μορφή αποφθεγμάτων – ανήκουν και τα Ομηρικά έπη (Οδύσσεια και Ιλιάδα). Φράσεις – αποφθέγματα που ενσωματώθηκαν ανεξίτηλα στη μνήμη μας και καθόρισαν το αξιακό μας σύστημα είναι: «Άνδρα μοι έννεπε μούσα»«Εις οιωνός άριστος αμύνεσθαι περί πάτρης»«Αιδώς αργείοι»«Έπεα πτερόεντα»«Δούρειος Ίππος»«Αιέν αριστεύειν…». Η αναφορά στις ομηρικές φράσεις είναι ενδεικτική, αλλά άκρως αποκαλυπτική για την επίδραση που άσκησαν τα ομηρικά έπη στην πνευματική μας πορεία.

 


Ωστόσο τα βιβλία που επιλέξαμε μάς επηρέασαν και μάς διαμόρφωσαν σε απόλυτο βαθμό, αφού συνειδητά σε αυτά ανακαλύψαμε ιδέες και απόψεις που βρίσκονταν στο ιδεολογικό και αξιακό μας πλαίσιο ή και το διαμόρφωσαν στις βασικές του συντεταγμένες σε ένα ύστερο επίπεδο. Το βιβλίο είναι ο άψυχος σύντροφός μας και ο ιδεολογικός μας καθοδηγητής. Βρισκόμαστε συνέχεια μαζί του σε μία σχέση δημιουργικής επικοινωνίας και μάς συντροφεύει σε κάθε χρόνο και χώρο της επιλογής μας. Κεντρίζουν τη μνήμη μας και μελαγχολούμε όταν σε ένα αγαπημένο μας βιβλίο βλέπουμε και διαβάζουμε στις σελίδες του τις σημειώσεις μας σε κάποια θέση του συγγραφέα. Ένας γόνιμος και δημιουργικός διάλογος συγγραφέα και αναγνώστη… Και τα βιβλία έχουν μία ιδιομορφία ως αντικείμενα ανταλλακτικής αξίας. Όσο κιτρινίζουν τα φύλλα, τόσο η αξία μεγαλώνει.

 

Τα αγαπημένα μου…

Μία απόπειρα να καταγράψω τα βιβλία που με διαμόρφωσαν και καθόρισαν το πνευματικό μου «είναι» ενέχει τον κίνδυνο να αφήσει εκτός «καταλόγου» πολλά βιβλία και σημαντικά. Ωστόσο η οικονομία του χώρου με υποχρεώνει να παρουσιάσω τα πέντε αγαπημένα μου βιβλία:

 

α. Η υγιής κοινωνία


Η «Υγιής Κοινωνία» εξετάζει τη δύσκολη θέση στην οποία έχει περιέλθει ο άνθρωπος σε μια κοινωνία, όπου το κύριο ενδιαφέρον συγκεντρώνεται στην οικονομική παραγωγή και όχι στην ανάπτυξη της ανθρώπινης προσωπικότητας και όπου ο άνθρωπος έχει χάσει την κυρίαρχη θέση του. Ο σύγχρονος άνθρωπος – τονίζει ο Φρόμ – έχει αποξενωθεί από τον κόσμο που δημιούργησε ο ίδιος, από τούς συνανθρώπους του, από τον ίδιο τον εαυτό του. Είναι μία  «προσωπικότητα που άγεται και φέρεται». Αν οι τάσεις αυτές αφεθούν να  αναπτυχθούν ανεξέλεγκτα, το αποτέλεσμα θα είναι – σύμφωνα με τον Φρόμ – μια κοινωνία όχι υγιής, που θα την αποτελούν απαλλοτριωμένοι άνθρωποι.

Τί μπορούμε να κάνουμε; Ανάμεσα στην καπιταλιστική κοινωνία των διευθυντών και την ολοκληρωτική δικτατορία, υπάρχει ένας τρίτος δρόμος, ο δρόμος της δημιουργίας μιας υγιούς κοινωνίας, όπου κανένας άνθρωπος δε θα χρησιμεύει σα μέσο για την επιτυχία των σκοπών ενός άλλου, όπου ο άνθρωπος θα είναι το κέντρο και όπου όλες οι οικονομικές και πολιτικές δραστηριότητες θα υποτάσσονται στο σκοπό της ανάπτυξής του.

Ενώ παρουσιάζει (για πρώτη φορά στα κείμενά του) μια ολοκληρωμένη και συστηματική έννοια της ανθρωπιστικής ψυχανάλυσης, ο Φρόμ προβάλλει ορισμένες δυνατότητες κοινωνικής αλλαγής που μπορούν να μας απομακρύνουν από το δρόμο του αυτοματισμού και να μας οδηγήσουν στην ψυχική υγεία, σαν παραγωγικά, υπεύθυνα άτομα μιας υγιούς κοινωνίας.

Ο Φρόμ, πρωτοποριακός ψυχολόγος, ενδιαφέρεται έντονα για το τόσο ουσιαστικό ερώτημα σχετικά με την σύγχρονη δυτική κοινωνία: είναι υγιής; Και παραθέτει τους σοβαρούς λόγους που τον έκαναν να θέσει αυτό το ερώτημα.  Αποδείχνει με πειστικότητα ότι είναι δυνατή, η σύγκριση ανάμεσα στις κοινωνίες, ότι οι κοινωνίες ασκούν είτε εξυψωτική είτε παραμορφωτική επίδραση πάνω στα άτομα που τις αποτελούν.

Ασκεί δριμύτατη κριτική σε εκείνους τους κοινωνιοψυχολόγους που εκφράζονται ως ειδικοί απολογητές του κατεστημένου και στη σύγχρονη Αμερική υπηρετούν ως «ιερείς της νέας θρησκείας της διασκέδασης, της κατανάλωσης και της ομοιομορφίας». Εκφράζει την άποψη ότι οι κοινωνιοψυχολόγοι πρέπει να ασκούν κριτική της κοινωνάς και όχι να είναι απλώς ειδικοί των τρόπων χειραγώγησης του ανθρώπου.

 

β. Ψυχολογία των μαζών και ανάλυση του Εγώ


Στον κύκλο των βιβλίων του Φρόϋντ που ασχολούνται με προβλήματα της κοινωνικής ψυχολογίας εξέχουσα θέση, δίπλα στο Τοτέμ και ταμπού και στο Ο πολιτισμός πηγή δυστυχίας, κατέχει αναμφισβήτητα το μικρό σε όγκο, αλλά πλούσιο σε περιεχόμενο βιβλίο Ψυχολογία των μαζών και ανάλυση του Εγώ.

Ξεκινώντας από προηγούμενες εργασίες άλλων μελετητών, κυρίως αυτή του Λε Μπον, που εξέταζαν τις μάζες από φαινομενολογική κατά κανόνα άποψη, ο Φρόϋντ, έχοντας στο χέρι του επιπλέον το νέο, μοναδικό και εξαιρετικά διεισδυτικό εργαλείο της ψυχανάλυσης, κάνει ένα βήμα παραπέρα, όπως δηλώνει μάλιστα και ο ίδιος: «στον δρόμο από την ανάλυση του ατόμου στην κατανόηση της κοινωνίας».

Με μια θαυμαστή σύνδεση κοινωνικής ανθρωπολογίας και ψυχανάλυσης ο Φρόϋντ εξετάζει το ξεχωριστό άτομο μέσα στη μάζα, αλλά και τη μάζα μέσα στο άτομο, την πρωταρχική οικογένεια και τους μεγάλους μαζικούς σχηματισμούς, την εκκλησία και τον στρατό, και καταλήγει σε σκέψεις και συμπεράσματα που εκπλήσσουν με την πρωτοτυπία της σύλληψής τους και την οριστικότητα της διατύπωσής τους. Είναι και αυτό ένα από τα βιβλία μεγάλης εμβέλειας, με τα οποία ο ψυχαναλυτής Φρόϋντ γίνεται δάσκαλος και διαφωτιστής, συνεχιστής της μεγάλης παράδοσης του Νίτσε, του Σοπενχάουερ, του Φόουερμπαχ, του Δαρβίνου, αλλά και του Σπινόζα, του Βολταίρου και του Ντιντερό.

 

γ. Άκου, ανθρωπάκο!


Το Άκου, Ανθρωπάκο! είναι ένα ανθρώπινο βιβλίο, ένα βιβλίο χωρίς επιστημονικές αξιώσεις. Ο Βίλχελμ Ράιχ το έγραψε το καλοκαίρι του 1946 για τα Αρχεία του Οργονικού Ινστιτούτου, χωρίς να έχει σκοπό να το δημοσιεύσει. Ήταν το αποτέλεσμα της εσωτερικής πάλης ενός φυσικού επιστήμονα και γιατρού, που για δεκαετίες ολόκληρες βίωσε, αρχικά με αφέλεια, μετά με έκπληξη και τελικά με τρόμο, τον τρόπο με τον οποίο ο απλός άνθρωπος του λαού μεταχειρίζεται τον εαυτό του: είδε πώς ο άνθρωπος υποφέρει και επαναστατεί, πώς δοξάζει τους εχθρούς του και δολοφονεί τους φίλους του, πώς, όποτε αποκτά εξουσία σαν «αντιπρόσωπος του λαού», κάνει κατάχρηση της δύναμής του και μεταχειρίζεται τους άλλους πιο απάνθρωπα απ’ ό,τι ο ίδιος υπέφερε κάποτε στα χέρια των σαδιστών της άρχουσας τάξης.

 


δ. Αφήνοντας τον Εικοστό Αιώνα

Ο Εντγκάρ Μορέν προσπαθεί στο βιβλίο αυτό ν’ αναλύσει τα μεγάλα φιλοσοφικά, επιστημονικά και ιδεολογικά προβλήματα του αιώνα που τελειώνει σε λίγο, τις μεγάλες συγκρούσεις κι αναστατώσεις, και προπάντων τα φαινόμενα του Ναζισμού και του Σταλινισμού. Προσπαθεί κυρίως ν’ αναλύσει το πώς τα γεγονότα διαθλάστηκαν μέσα στις συνειδήσεις των ανθρώπων ή πώς συνελήφθηκαν από τους γνωστικούς τους μηχανισμούς, κάτω από τους τεράστιους μηχανισμούς πληροφόρησης, προπαγάνδας, αποπληροφόρησης, που διαθέτουν οι σύγχρονοι πολιτικοί οργανισμοί.

Πώς πρέπει να βλέπουμε τον κόσμο; Τί και ποιον πρέπει να πιστέψουμε; Τί σχέση έχει η βεβαιότητα της πίστης με την αβεβαιότητα μέσα στην οποία προχωράει η γνώση; Πώς προσδιορίζεται η αλήθεια; Ιδού μερικά από τα ερωτήματα όπου προσπαθεί ν’ απαντήσει ο Ε. Μορέν. Όπως γράφει και ο ίδιος, «αυτό το βιβλίο μάς λέει ανάμεσα στ’ άλλα, ότι για να δούμε σωστά τον κόσμο πρέπει να κοιτάξουμε τους εαυτούς μας να κοιτάζουν τον κόσμο».


ε. ΙΔΕΟπολις

«Οι ιδέες δεν είναι μόνο εργαλεία γνώσης,

αλλά κτητικές οντότητες.

Οι ιδέες μάς χειραγωγούν περισσότερο

από ό,τι τις χειραγωγούμε εμείς»

(Εντγκάρ Μορέν)




Είμαστε όλοι – άνθρωποι, κοινωνίες, πολιτισμός – γεννήματα των Ιδεών, από τη στιγμή που εμείς, ως δημιουργοί τους, τις χρησιμοποιούμε για να αποκωδικοποιήσουμε την πραγ-ματικότητα. Κάθε πνευματικό μας βήμα ή άλμα εμπεριέχει μια ιδέα ως πλοηγό. Οι ιδέες μάς καθορίζουν, αλλά και μάς χαρακτηρίζουν.

Οι λέξεις μας, οι συγκρούσεις μας, η φιλοσοφία μας, ο πατριωτισμός μας, η ελευθερία μας, η πολιτική μας συμπεριφορά, οι μηχανισμοί χειραγώγησης, ο τρόπος που ερμηνεύουμε τον εσωτερικό μας κόσμο, το μέγεθος της αγωνιστικότητάς μας, το πώς βλέπουμε τον ρόλο και τη θέση μας στη ζωή και στην κοινωνία, το πώς αντιδρούμε στα σύγχρονα φαινόμενα, το πώς ορίζουμε το χρέος των πνευματικών ανθρώπων, την ευθύνη μας απέναντι στο φυσικό περιβάλλον και, τέλος, το πώς χειριζόμαστε τον χρόνο είναι πλημμυρισμένα από τις ιδέες και τα παράγωγά τους.

Είμαστε όλοι πολίτες στων «Ιδεών την πόλιν», στην ΙΔΕΟ – πολη. Οι ιδεολογίες, οι ιδεοληψίες, τα ιδεολογήματα, τα ιδανικά, τα ιδεώδη και ο ιδεαλισμός διαποτίζουν κάθε ενέργειά μας και συνθέτουν, με έναν μυστηριακό τρόπο, την τοιχογραφία τόσο των παραδοσιακών όσο και των σύγχρονων κοινωνιών.

Χωρίς φανατισμούς, δόγματα και προκαταλήψεις τα δοκίμια του βιβλίου μπορούν να βοηθήσουν να δούμε την αθέατη πλευρά της πραγματικότητας και της ζωής. Οδηγός μας η επινοητικότητα του Οδυσσέα, η «αυθάδεια» του Θερσίτη, η προσπάθεια του Σίσυφου και βέβαια το Απολλώνειο Φως. Γιατί σύμφωνα και με τον Αισχύλο «φάος σκότω άντίμοιρον».

 

 

«Ο κόσμος είναι φτιαγμένος για να καταλήξει σ’ ένα ωραίο βιβλίο» (Μαλαρμέ)

 

­ Το περιεχόμενο των βιβλίων έχει ληφθεί από το οπισθόφυλλο των αντίστοιχων βιβλίων.

4.12.20

Αντίο Φίλε της Ελλάδας!! Ζισκάρ ντ’ Εστέν: Ο Έλληνας... Του Ηλία Γιαννακόπουλου.

 Ο Ζισκάρ ντ’ Εστέν πρότεινε ως ορισμό της Δημοκρατίας για το σχέδιο του Ευρωσυντάγματος τον παρακάτω ορισμό του Περικλή από τον επιτάφιό του, κ. 37.

 


«Χρώμεθα γαρ πολιτεία ου ζηλούση τους των πέλας νόμους, παράδειγμα δε μάλλον αυτοί όντες τισίν ή μιμούμενοι ετέρους, και όνομα μεν δια το μη ες ολίγους αλλ’ ες πλείονας οικείν δημοκρατία κέκληται».

 

Το 2005 όμως πολλά ευρωπαϊκά κράτη με δημοψήφισμα απέρριψαν την ιδέα για το Ευρωσύνταγμα. Έτσι η Ευρώπη έχασε την ευκαιρία για την ενοποίησή της και η Ελλάδα μία μεγαλύτερη τύχη για προβολή. Να κοσμεί, δηλαδή, το ευρωσύνταγμα ο εμβληματικός ορισμός του Περικλή.

 


Ήταν η πολιτική μυωπία των ευρωπαϊκών κρατών ή ο φόβος μπροστά στα νέα δεδομένα που θα έφερνε για τους λαούς η ψήφιση του συντάγματος;

Η Ελλάδα δεν μπόρεσε να γευτεί τη δόξα ενός τέτοιου ορισμού, αφού οι Ευρωπαίοι από έναν ακατανόητο εθνικό στρουθοκαμηλισμό έκλεισαν τα μάτια στην πρόκληση της συνταγματικής ενοποίησης.


Ο εκλιπών ηγέτης φάνηκε πιο Έλληνας από κάποιους που από «πολιτική μωρία» έδιωξαν τον Επιτάφιο του Περικλή από το Ελληνικό σχολείο ως διδακτέα ύλη ή τον συρρίκνωσαν σε ένα τετράμηνο.

Καιρός να ξαναδούμε αυτά που χάσαμε και να ξαναθυμηθούμε αυτά που μάς δόξασαν.

Το «κτήμα ες αεί» του Θουκυδίδη ας είναι για εμάς η κληρονομιά μας. Κληρονομιά πνευματική, πολιτική και εθνική.

Είναι λυπηρό για την εθνική μας αξιοπρέπεια οι ξένοι διανοούμενοι ή ηγέτες να μάς διδάσκουν την ιστορία μας ή να υμνούν την αρχαία δημοκρατία και φιλοσοφία μας και εμείς να τα αγνοούμε ή να τα θεωρούμε ως κατάλοιπα ενός ενδόξου παρελθόντος… αλλά παρελθόντος όμως.

Οι πηδαλιούχοι της εθνικής μας παιδείας και οι τρόφιμοι της πολιτικής εξουσίας μπορούν και πρέπει να διαπαιδαγωγήσουν το λαό και ιδιαίτερα τους νέους με τις αρχές της ευθύνης, της ελευθερίας, του καθήκοντος και του συλλογικού πνεύματος.

 


Πρέπει να ξαναγίνουμε πολίτες με την αρχαιοελληνική σημασία του όρου. Ο Homo politicus να αντικαταστήσει το σύγχρονο πρότυπο του Homo idiot. Γιατί σύμφωνα με τον Περικλή:

«Τον μηδέν τούτων μετέχοντα ουκ απράγμονα αλλ’ αχρείον νομίζομεν».

(κ. 40, Επιτάφιος)

Κι αυτό γιατί το κοινωνικό συμφέρον υπερέχει οντολογικά και αξιολογικά του ατομικού συμφέροντος. Η πολιτική κοινωνία είναι ένας πολυκύτταρος οργανισμός και το κάθε άτομο συνιστά ένα ειδικευμένο κύτταρο που με τη δράση του ή την απραξία του μπορεί να ωφελήσει ή να βλάψει το όλον.

«Ει μέλλει πόλις είναι ουδένα δει ιδιωτεύεν»

(Πρωταγόρας)

 

In Memoriam

Στο Γάλλο ηγέτη που θαρρετά δήλωσε όταν η Ελλάδα

εκλιπαρούσε για είσοδο στην τότε Ε.Ο.Κ. πως δεν μπορούσε

«Να αφήσει τον Πλάτωνα να περιμένει».

3.12.20

Συνέντευξη της Μαρίας Ευθυμίου στην Ευρυδίκη Κοβάνη. Η επιλογή έγινε από τον ''μαθητή'' Επικούρειο Πέπο.

 

Κυρία Ευθυμίου, τι λαός είμαστε τελικά εμείς οι ΄Eλληνες; Πώς θα μας περιγράφατε;

Είμαστε πολλά, καλά και κακά. Είμαστε γενναιόδωροι, φιλομαθείς, φιλοπερίεργοι, εξωστρεφείς, γλεντζέδες, συμπονετικοί. Είμαστε, όμως και  παράφοροι, επιπόλαιοι, ευμετάβολοι, στρεψόδικοι, κουτοπόνηροι, κενολόγοι, εγωιστές, θρασύδειλοι, εριστικοί, ανάπηροι στο να οργανώνουμε τα πράγματα και να εργαζόμαστε συνεργατικά.

Αρνητικά πολλά από αυτά…

Δυστυχώς ναι. Βασιζόμαστε στον σπουδαίο πολιτισμό της αρχαίας Ελλάδας για να τα καλύψουμε και να μην τα αντιμετωπίσουμε. Το θέμα όμως δεν είναι μόνο το παρελθόν, αλλά και το παρόν και το μέλλον.

Το 2006 ξεκινήσατε δωρεάν διαλέξεις για ενήλικες με θέμα την παγκόσμια και ελληνική ιστορία. «Από απελπισία», όπως είχατε πει. Μετά από δώδεκα χρόνια, 2.500 ώρες διδασκαλίας και με σχεδόν 40.000 ανθρώπους να σας έχουν παρακολουθήσει, πώς νιώθετε; Υποχώρησε η απελπισία; 

Νιώθω το ίδιο: απελπισία και μεγάλη ανησυχία για τη χώρα μου.

Οι διαλέξεις σας έχουν προσελκύσει ένα πολυπληθές κοινό που κατακλύζει τους χώρους όπου μιλάτε και σας παρακολουθεί με μεγάλη προσήλωση. Τι άνθρωποι είναι όλοι αυτοί και τι νομίζετε ότι αναζητούν;   

Είναι άνθρωποι κάθε ηλικίας, οι περισσότεροι θα έλεγα άνω των σαράντα, που έχουν φιλομάθεια, περιέργεια και δίψα να μάθουν πράγματα που αισθάνονται ότι δεν γνωρίζουν όσο θα ήθελαν. Το να παρακολουθείς εξάλλου κάτι που σε ενδιαφέρει λειτουργεί και κοινωνικά μια και συναντάς ανθρώπους με κοινά ενδιαφέροντα, επικοινωνείς, συζητάς ενδεχομένως, μετά τη διάλεξη, όσα άκουσες.  Αισθάνομαι ευγνώμων και τυχερή που κι εγώ γνώρισα και γνωρίζω καθημερινά τόσο υπέροχους ανθρώπους μέσα από αυτή τη διαδικασία.

Τι κάνει την Ιστορία τόσο συναρπαστική;

Η Ιστορία είναι συναρπαστική γιατί μιλά για εμάς τους ίδιους –απλά, σε άλλες εποχές και περιστάσεις. Εξ αυτού, διαπλάθει και καθοδηγεί τις σκέψεις μας ωριμάζοντας και βαθαίνοντάς μας.

Σαν Πανεπιστημιακός πώς βρίσκετε την παιδεία μας;

Είμαστε, από χρόνια, σε κακό σημείο. Που, αντί να αναστρέφεται, βαθαίνει. Στα Πανεπιστήμιά μας κυκλοφορούν και διαμένουν καταληψίες, δήθεν αναρχικοί, που ετοιμάζουν, μέσα σ’ αυτά, τις προκηρύξεις και τα πυρομαχικά τους  -όπως στο ιστορικό κτήριο του Πολυτεχνείου της οδού Πατησίων που τελεί υπό κατάληψιν εδώ και δεκαετίες. Μάλιστα, στην Φιλοσοφική Σχολή της Αθήνας πρόσφατα εγκαταστάθηκε και ο ‘Ρουβίκωνας’. Ανήκουστα φαινόμενα διεθνώς. Από πού ν’ αρχίσει κανείς και πού να τελειώσει…

Ποιος φταίει για όλα αυτά κατά τη γνώμη σας;

Εμείς. Όλοι μας. Που δεν αντιδρούμε για όλα αυτά παρά το μόνο που μας ενδιαφέρει είναι το παιδί μας να πάρει ‘το χαρτί’ και να βολευτεί, από κάποιον δρόμο, στο Δημόσιο,  να ζει αργόσχολα, χωρίς οργάνωση, χωρίς στόχους, χωρίς όραμα. Διαμαρτυρόμενος, πάντα, βέβαια, για το ‘κακό κράτος’  από το οποίο, ταυτοχρόνως, ωστόσο, απαιτεί τα πάντα.   

Υπήρξαν καλύτερες εποχές για την Ελλάδα;

Αναλογικά, είχαμε την πιο επιτυχημένη ιστορία στα νεότερα Βαλκάνια: ανεξαρτητοποιηθήκαμε πρώτοι, υπερδιπλασιάσαμε τα αρχικά σύνορά μας, στους παγκοσμίους πολέμους βρεθήκαμε με την πλευρά των νικητών, γίναμε ταχύτατα μέλος του ΝΑΤΟ και, αργότερα, της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Είχαμε τα εφόδια και τις προϋποθέσεις με το μέρος μας. Ωστόσο, σε πολλά, χειριστήκαμε τις ευκαιρίες  χωρίς σοφία και μέτρο, χωρίς στόχο και σύνεση. Κάναμε ζημιά στον τόπο μας  -και στους εαυτούς μας. 

Και τώρα;

Τώρα είμαστε μία αποδυναμωμένη κοινωνία. Ηττημένη από τα λάθη μας και αποπροσανατολισμένη. Που έχει χάσει ρυθμούς και ήθη που κάποτε τη στήριζαν. Όπως χάσαμε τους αγρότες μας (που ηθικά διαλύθηκαν από τις επιδοτήσεις), τους τεχνίτες μας (που αντικαταστάθηκαν από μετανάστες), τους ναυτικούς μας (που στράφηκαν, στον τόπο τους, στον τουρισμό).

Φταίει η κρίση;

Η κρίση δεν είναι οικονομική, είναι κοινωνική. Εάν αύριο ο καλός Θεός μάς έριχνε τρισεκατομμύρια ευρώ, περισσότερα από όσα χρειαζόμαστε, σε ελάχιστο χρόνο θα ξαναβρισκόμασταν στην ίδια θέση. Δεν ξέρουμε πώς να διαχειριστούμε τα πράγματα, ούτε καν τους εαυτούς μας.

Τι γνώμη έχετε για την Ευρωπαϊκή Ένωση;

Η δημιουργία της ήταν και είναι μία σπουδαία προσπάθεια. Ένα ορόσημο του 20ού αιώνα.  Πρόκειται για μεγάλο, πολύπλοκο και δύσκολο εγχείρημα που, βέβαια, ακροβατεί  στα προβλήματα που, εκ των πραγμάτων ή και εκτάκτως, προκύπτουν.  Και παραμένει ανολοκλήρωτη. Προς το παρόν, έχουν προχωρήσει σε αυτήν κάποια πεδία που αφορούν την οικονομία. Μένουν πάμπολλα να γίνουν –εάν καταφέρουν ποτέ να γίνουν. Κυρίως όσον αφορά το αίσθημα μίας ενιαίας κοινότητας, στην προοπτική μιάς ουσιαστικής πολιτικής ενοποίησης. Που, εάν ποτέ γίνει, θα λειτουργήσει προφανώς με τη μορφή ομοσπονδίας.

Κυρία Ευθυμίου, γιατί γίνατε ιστορικός; Πώς στραφήκατε στην Ιστορία;

Είχα πάντα περιέργεια για τους ανθρώπους και τις κοινωνίες. Με ενδιέφερε η αποκωδικοποίηση του κόσμου, της κοινωνίας μου, του εαυτού μου. Επιπλέον εμπνεύστηκα από μία καθηγήτριά μου, στο σχολείο. Μια φωτισμένη γυναίκα.

Έχετε τιμηθεί με το Βραβείο Εξαίρετης Πανεπιστημιακής Διδασκαλίας. Τι κάνει έναν δάσκαλο καλό;

Φαντάζομαι το να αγαπάει και να πιστεύει αυτό που κάνει και να του είναι απόλυτα δοσμένος.

Χθες, καθώς παρακολουθούσα τη διάλεξή σας σχετικά με τον Μεσοπόλεμο, ένιωθα ότι κάποιος οικείος μου διηγείται μία πολύ ενδιαφέρουσα περιπέτεια. Διαθέτετε μεγάλη αφηγηματική ικανότητα και γλαφυρότητα. Είναι κάτι που επιδιώκετε, που το έχετε με κάποιο τρόπο εξασκήσει;

Είναι κάτι που συμβαίνει αυθόρμητα κι ασυναίσθητα. Ίσως γιατί κι εγώ η ίδια παθιάζομαι με το αντικείμενό μου και ενδιαφέρομαι βαθύτατα για όσα εκθέτω στους ακροατές μου. Λειτουργώ βιωματικά. Κάθε φορά που μελετώ κάποια περίοδο, προσπαθώ να μπω στο πετσί των ανθρώπων, των ηρώων, της ιστορίας αυτής καθεαυτής. Το κάνω σαν παιχνίδι, με διασκεδάζει ενώ ταυτόχρονα με διαπλάθει. Και με κάνει, αισθάνομαι, βαθύτερη και ουσιαστικότερη.

Επίσης παρατήρησα ότι δεν εγείρετε αντιρρήσεις από το κοινό, παρά τη θεματολογία σας. Πώς γίνεται αυτό;

 Ίσως να οφείλεται στον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζω την Ιστορία: στέκομαι στο μεγάλο περίγραμμα, συνδυάζω δεδομένα απ’ όλον τον κόσμο, αποκωδικοποιώ γεγονότα και καταστάσεις αποστασιοποιούμενη, κατά το δυνατόν, από τα πράγματα.

Δεν έχετε προσωπικές απόψεις;

Φυσικά και έχω. Όμως η δουλειά μου είναι να δείξω την αλληλεξάρτηση και πορεία των γεγονότων ώστε ο άλλος να διαμορφώσει τη δικιά του άποψη, και όχι να επηρεάσω προς την κατεύθυνση των δικών μου πολιτικών απόψεων.  Όσο αυτό είναι ανθρωπίνως δυνατόν, βεβαίως. Ιδιαίτερα σε μία κοινωνία τόσο επιρρεπή στο πάθος, την πόλωση και τον διχασμό όπως είναι η ελληνική.

Τι σας έχει διδάξει η Ιστορία;

Πολλά. Με την Ιστορία μαθαίνεις την κοινωνία, τους ανθρώπους, τον εαυτό σου. Κατανοείς και αυτοπροσδιορίζεσαι. 

Ποιο είναι το πιο βαρύ σημείο της Ιστορίας μας;

Ο Εμφύλιος Πόλεμος της δεκαετίας του 1940. Που υπήρξε δική μας απόφαση και έργο την ώρα που η υπόλοιπη Ευρώπη, μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ανέκαμπτε από τις στάχτες. Και αυτός ο εμφύλιος συνεχίζεται, κατά τη γνώμη μου, σιωπηλά και υπόγεια, επί εβδομήντα χρόνια,  μέχρι σήμερα, πριονίζοντας το κλαδί πάνω στο οποίο καθόμαστε. Για το πόσο ο Εμφύλιος δεν έχει τελειώσει ποτέ να θυμίσω ότι, στο τελευταίο δημοψήφισμα, από επίσημα χείλη, όσοι θα  ψήφιζαν «ναι» στο τελευταίο δημοψήφισμα χαρακτηρίσθηκαν…  ‘γερμανοτσολιάδες’!!!   Αυτό τα λέει όλα.

Πώς σας φάνηκε το κοινό της Ρόδου;

Ωραίοι άνθρωποι, ευγενείς και φιλομαθείς. Είχα χρόνια να έρθω στο νησί. Αύριο ελπίζω να περιηγηθώ σημεία του νησιού με το λεωφορείο.

Σας αρέσει να ταξιδεύετε;

Ναι. Πολύ.

Είστε και ορειβάτις.

Ναι, ορειβατώ σαράντα πέντε περίπου χρόνια, από τα 17 μου.

Πώς μπήκατε στη διαδικασία αυτή;

Για καλή μου τύχη, ερωτεύθηκα έναν ορειβάτη που με μύησε σ’ αυτό. Η σχέση αυτή έληξε, αλλά η αγάπη μου για την ορειβασία παραμένει πάντα ζωντανή.

Τι άλλο αγαπάτε; Τι σας κάνει ευτυχισμένη;

Η μουσική, τα τραγούδια μας, οι χοροί, τα πανηγύρια. Είναι ιερές τελετουργίες όλες αυτές οι παραδόσεις. Και οι Έλληνες είμαστε πολύ καλοί σ’ αυτό, πρέπει να το πούμε!...

Τι θα συμβουλεύατε ένα νέο άνθρωπο εάν σας το ζητούσε;

Θα τον συμβούλευα να εργάζεται αφοσιωμένα και συστηματικά, να έχει υπομονή, στόχευση και καρτερία, αυτοπειθαρχία, ηθική και αξίες.

Πώς θα περιγράφατε τον εαυτό σας;

Είμαι, θεωρώ, τυχερός κι ευτυχισμένος άνθρωπος. Κάνω μια δουλειά που μού αρέσει, αγαπώ και αγαπιέμαι, ζω σε μια χώρα πανέμορφη, ανήκω σε μια γενιά που δεν γνώρισε πόλεμο.

Έχετε καλή σχέση με τον εαυτό σας;

 Έχω καλή σχέση με τον εαυτό μου κι ας μαλώνω συχνά μαζί του. Από παιδί συνομιλώ πολύ με αυτόν, τον παρατηρώ, προσπαθώ να τον κατανοήσω. Με τα χρόνια, βρήκα κώδικες καλής και παραγωγικής συνύπαρξης μαζί του. Εξ αυτού, ζω όμορφα στο πετσί μου, με εσωτερική γαλήνη. Που κάθε φορά, βέβαια, δοκιμάζεται από τα πράγματα και τις νέες προκλήσεις και εξελίξεις. Πρόκειται για συνεχή και αέναη διαδικασία που αποτελεί τμήμα του συναρπαστικού της ζωής μας.

Μαρία Ευθυμίου: Η λέξη «φασίστας» δεν χρησιμοποιήθηκε επί της ουσίας αλλά ως όπλο διάλυσης της κοινωνίας Η εξέχουσα Ιστορικός και συγγραφέας θεωρεί ότι η μεγαλύτερη επανάσταση είναι αυτή που συμβαίνει μέσα μας. LIFO ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΝΤΑΖΟΠΟΥΛΟΣ

 

Γεννήθηκα στη Λάρισα το 1955. Μεγάλωσα σ' ένα περιβάλλον που μου πρόσφερε πολλά ερεθίσματα. Ο πατέρας μου ήταν φιλόλογος, αλλά εργαζόταν ως ταχυδρομικός υπάλληλος. Φιλομαθής, βιβλιοφάγος, έτρεφε μεγάλη αγάπη για τη λογοτεχνία και τα αρχαία ελληνικά κι ήταν ένας άνθρωπος που, λόγω της εργασίας του, όργωνε πολλές περιοχές της Ελλάδας. Τότε τα ταχυδρομεία ήταν ενωμένα με τα τηλέφωνα και τα τηλεγραφεία. Ήταν τα γνωστά τρία «Τ».

 

Η μητέρα μου ήταν δασκάλα και δίδασκε, μεταπολεμικά, σε τάξεις 120 μαθητών με θρανία στον δρόμο. Ολόγυρα έβλεπα καταστάσεις που, ως παιδί, έπρεπε να αποκωδικοποιήσω. Ζούσα σ' ένα σπίτι με καλό, αναλογικά, επίπεδο ζωής, αλλά θυμάμαι ότι έπαιζα με φίλους που δεν είχαν παπούτσια κι αυτό, τότε, δεν προξενούσε έκπληξη, γιατί η Ελλάδα ολόκληρη ήταν φτωχή και τσακισμένη – ιδίως η Θεσσαλία που υπήρξε κατά την Κατοχή «κόκκινη» περιοχή και έζησε, εξ αυτού, πολλά βαριά. Αργότερα, σε ηλικία επτά ετών ήρθαμε στην Αθήνα. Έχασα τον πατέρα μου όταν ήμουν 13 ετών. 'Ομως η μητέρα μου ήταν μια πληθωρική προσωπικότητα και φρόντισε να καλύψει το δυσαναπλήρωτο κενό. Αν και η πρόωρη απώλειά του δεν μου έγινε βαθιά πληγή, σίγουρα δεν πρόλαβα, στην εφηβεία μου, να μαλώσω μαζί του, δεν πρόλαβα να συνομιλήσω μαζί του, να τον χαρώ όσο θα ήθελα και δεν τον είχα δίπλα μου σε στιγμές που θα χαιρόταν και θα χαιρόμουν.

 

Σήμερα η Ελλάδα χρειάζεται έναν αναστοχασμό. Χρειαζόμαστε μια βαθύτερη εσωτερική επικοινωνία με τον εαυτό μας. Γιατί αν μας «ψεκάζουν», έχουμε θέμα. Αν όχι, τότε υπάρχει ελπίδα. Δεν μπορεί να φταίνε για όλα οι άλλοι. Βολευτήκαμε, δεν κρίνουμε ποτέ εμάς, μόνο τους άλλους.


Ενηλικιώθηκα σε μια εποχή που έθετε όρια. Είμαι ευτυχής που έζησα με αρχές και όρια, γιατί αυτό με βοήθησε να γίνω εσωτερικά πειθαρχημένη και οργανωμένη, άρα ελεύθερη. Γιατί ασυδοσία δεν σημαίνει ελευθερία. Απεναντίας, η ασυδοσία σε οδηγεί σε ταπεινές και αναξιοπρεπείς διαδρομές ζωής. Και είναι η δική μου η γενιά που ανέθρεψε τα παιδιά της στην ασυδοσία.

 

Η Ελλάδα όπου έζησα ήταν μεν φτωχή, αλλά είχε αξιοπρέπεια. Δεν θα ξεχάσω ότι όταν ήμουν παιδί, όσο φτωχά κι αν ήταν τα νοικοκυριά, οι αυλές τους και οι μάντρες τους έλαμπαν και τα πεζοδρόμια ήταν πάντα ασβεστωμένα. Σήμερα, παρατηρούμε μια άκριτη αποδοχή ερεθισμάτων από το εξωτερικό, π.χ. μουτζουρώνοντας τοίχους και μνημεία. Και δεν αναφέρομαι στις ωραίες τοιχογραφίες παρά στις μουτζούρες που καλύπτουν δημόσιες επιφάνειες, πέτρες και μάρμαρα. Μια βαρβαρότητα, μια ποταπή υποταγή στο ξένο.


• Στράφηκα στην Ιστορία από την ανάγκη μου για εσωτερική και εξωτερική παρατήρηση. Ως παιδί κρυφάκουγα όσα μου έκαναν εντύπωση. Ήταν ένα παιχνίδι η συνεχής παρατήρηση του εαυτού μου και, κατ' επέκταση, η παρατήρηση των άλλων σε σχέση με την κοινωνία. Είχα μια απορία για όλα.

 

Έτσι, αποφάσισα να γίνω αποκωδικοποιητής αυτής της κοινωνίας και να ασχοληθώ με την επιστήμη της Ιστορίας. Η παρατήρηση, η αυτοανάλυση και η ετεροανάλυση, ήταν αυτή που με βοήθησε, πιστεύω, να γίνω καλύτερη μητέρα, ιστορικός, φίλη και πολίτης.

 Το κυρίαρχο αγγλοσαξονικό πολιτιστικό μοντέλο είναι διαπεραστικό. Ζούμε σε μια παγκοσμιοποιημένη κοινωνία όπου λαμβάνουμε ερεθίσματα πανταχόθεν. Τούτο έχει και τα καλά του, ωστόσο δεν αντιστεκόμαστε στα άσχημα: χρησιμοποιούμε, για παράδειγμα, greeklish και πετάμε στα σκουπίδια την ελληνική γλώσσα που έχει ηλικία 4.000 ετών. Λειτουργούμε έχοντας δεχτεί την αντίφαση και την ασυνέπειά μας.

 

Παραδείγματος χάριν, ψηφίζουμε «όχι» στην Ευρώπη στο δημοψήφισμα, αλλά πολιτισμικά δεχόμαστε απόλυτα το κυρίαρχο μοντέλο των ισχυρών πολιτισμικά και οικονομικά κρατών της Ευρώπης. Και πηγαίνουμε να σπουδάσουμε και να εργαστούμε ακριβώς στις χώρες εναντίον των οποίων ψηφίσαμε το «όχι».


Δεν είμαστε συνεπείς. Ως λαός είμαστε δήθεν σε πολλά. Και είμαστε, μάλιστα, και ευτυχείς γι' αυτό. Και γελάει ο κόσμος με μας. Γελάει που υπάρχει στην Ελλάδα site, το apergia.gr, που σε ενημερώνει για τις απειράριθμες καθημερινές απεργίες. Που ακριβώς επειδή είναι πάμπολλες πια έχουν χάσει το νόημά τους, με αποτέλεσμα να μην ασχολείται κανείς με αυτές ούτε και με τα αιτήματα των δήθεν «απεργών» που, μονίμως «αγανακτισμένοι», βρίσκουν τρόπο να μη δουλέψουν, διαλύοντας τη ζωή των άλλων, και ολόκληρης της χώρας.

 

Και οι αέναες αυτές απεργίες οργανώνονται από συνδικαλιστές που δεν έχουν δουλέψει στη ζωή τους, παρά βρίσκουν νόημα στην παρασιτική τους ύπαρξη, οργανώνοντας στον κλάδο τους απεργίες κάθε δεύτερο μήνα. Κοινωνικές γελοιότητες, δηλαδή, που καλά κρατούν επί δεκαετίες, χωρίς να αντιστεκόμαστε.

 

Πατριωτισμός είναι να σέβεσαι και να διαφυλάσσεις την κοινωνία όπου ζεις. Όχι να την καις, να την ακυρώνεις και να την καταστρέφεις.


Είναι βαρύ ότι στην κοινωνία μας περιφρονείται η έννοια της δουλειάς και της εργατικότητας. Οι συζητήσεις που κάνουμε είναι για το πότε θα πάρουμε σύνταξη. Η εργασία, όμως, είναι δημιουργία. Κι όμως, προτιμούμε την σύνταξη στα 50 κι ας σαπίζουμε στη γωνιά ενός καφενείου. Χάθηκαν πολλά στη διαδρομή της δικής μου γενιάς. Μας δόθηκε εύκολο χρήμα, μάθαμε στον εξωτερικό δανεισμό, αφεθήκαμε χωρίς να φροντίσουμε για τη δημιουργία μιας υγιούς κοινωνίας.

 

Τετρακόσιες χιλιάδες νέοι άνθρωποι έχουν φύγει από τη χώρα και αυτό είναι μια τεράστια ήττα για τον τόπο μας. Κι έχουμε χάσει και πολύ από το κύρος μας ως χώρα. Ακούν στο εξωτερικό τη λέξη «Έλληνας» και την ταυτίζουν με λέξεις όπως «τεμπέλης» και «ψεύτης». Και είναι επίσης βαρύ ότι οι λέξεις «greek statistics» και «kolotoumba» έχουν γίνει διεθνείς φράσεις χλευασμού και σαρκασμού.

Η λέξη «φασίστας» δεν χρησιμοποιήθηκε επί της ουσίας αλλά ως όπλο διάλυσης της κοινωνίας. Από πότε είναι δημοκρατικό να διαλύεις τη δημόσια περιουσία και να καταστρέφεις το δημόσιο αγαθό; Όμως έτσι διαπλάστηκε μετεμφυλιακά η νεοελληνική κοινωνία και αυτά τα αποτελέσματα τα παρακολουθούμε μέχρι σήμερα. Αντιστράφηκαν οι όροι και στο όνομα ενός «αριστερού λόγου» αποκύημα του Εμφυλίου που μας ακολουθεί μέχρι σήμερα‒ συντελέστηκαν και συντελούνται απ' όλους αθλιότητες. Τις οποίες, αντί να βγει η αριστερά να τις κατακρίνει, αντιθέτως τις επικύρωνε και τις κάλυπτε ιδεολογικά – το ίδιο πράττει μέχρι σήμερα. Πατριωτισμός όμως είναι να σέβεσαι και να διαφυλάσσεις την κοινωνία όπου ζεις. Όχι να την καις, να την ακυρώνεις και να την καταστρέφεις.

Εξευτελίσαμε την εκπαιδευτική λειτουργία και δημιουργήσαμε με τα εύκολα Α στο δημοτικό, 20 στο γυμνάσιο και λύκειο και 5 στο πανεπιστήμιο, ένα υπέρογκο ποσοστό «αριστούχων» και «πτυχιούχων», υποβαθμίζοντας τα πτυχία μας από το δημοτικό μέχρι και το πανεπιστήμιο. Οι σημερινοί νέοι μας έχουν εν πολλοίς μεγαλώσει με παροχές, επώνυμα ρούχα, χαλαρή και μη απαιτητική «παιδεία», σ' ένα κλίμα ασυδοσίας που υπηρέτησε η δική μου γενιά, η γενιά των γονέων τους, και ολόκληρη η νεοελληνική μεταπολιτευτική κοινωνία.

 

Κι είναι αυτά ακριβώς τα παιδιά που σήμερα καλούνται να αντιμετωπίσουν την Ελλάδα της κρίσης, τη στιγμή που δεν έχουν μάθει να εργάζονται συστηματικά, να στοχεύουν, να κρίνονται, να αξιολογούνται, να αντέχουν και να αυτοπειθαρχούν. Εξού και οι δυσκολίες είναι ακόμα μεγαλύτερες.


Η εκλογή του ΣΥΡΙΖΑ, όπως και κάθε γεγονός, έχει τις θετικές και τις αρνητικές όψεις της, ιδιαίτερα για μια κοινωνία όπως η ελληνική που ζούσε και ζει επί δεκαετίες μέσα στο κλίμα του ατελεύτητου Εμφυλίου του 1949. Αν και η «αριστερά» έχει γίνει προ πολλού μια lifestyle αριστερά, είναι ευεργετικό ότι ένα κόμμα «αριστερό» κυβερνά, σπάζοντας τη μανιχαϊστική πλευρά της ελληνικής σύλληψης αριστερός ίσον έντιμος και συνεπής, δεξιός ίσον ανέντιμος και ασυνεπής.

 

Ωστόσο, οι καιροί που ζούμε ως χώρα είναι πολύ βαρείς, με μεγάλες προκλήσεις και κινδύνους μπροστά μας. Και απαιτούν λύσεις ουσιαστικές, ρεαλιστικές, και καίριες. Δεν είναι lifestyle τα προβλήματά μας. Και γι' αυτό δεν μπορούν να λυθούν με lifestyle λύσεις.


• Σήμερα η Ελλάδα χρειάζεται έναν αναστοχασμό. Χρειαζόμαστε μια βαθύτερη εσωτερική επικοινωνία με τον εαυτό μας. Γιατί αν μας «ψεκάζουν», έχουμε θέμα. Αν όχι, τότε υπάρχει ελπίδα. Δεν μπορεί να φταίνε για όλα οι άλλοι. Βολευτήκαμε, δεν κρίνουμε ποτέ εμάς, μόνο τους άλλους. Και μάλιστα, όταν δεν έχουμε μάθει να υπερασπιζόμαστε αυτά που πιστεύουμε. Δεν υπερασπιζόμαστε την κατάφαση και τη δημιουργία, μόνο την άρνηση, την αποδόμηση και τη δυσλειτουργία. Μάθαμε να γκρεμίζουμε και όχι να χτίζουμε. Όμως πόση λοβοτομή χωράει σ' έναν λαό; Ιδίως όταν οι καιροί δεν περιμένουν. Όταν είναι «ου μενετοί»

 Η χώρα μας πρέπει να θεμελιώσει έναν νέο αξιακό κώδικα. Να προτάξει τη δράση, τη γόνιμη διεκδίκηση, τη δημιουργικότητα, την εργασία και την αξιοπρέπεια. Απαιτείται μια στόχευση που να μας τροφοδοτεί και να μας κάνει να αισθανόμαστε χρήσιμοι στο κοινωνικό σύνολο.

 

Είμαι απαισιόδοξη για την πατρίδα μου, αλλά θέλω να πιστεύω ότι κάνω λάθος εκτίμηση και ότι σ' αυτή την καθημερινή μας καταβύθιση θα μπει ένα τέλος. Είναι η κατάλληλη εποχή για να πούμε αλήθειες, και στον δημόσιο και στον προσωπικό τομέα. Να εκπαιδευτούμε, να μεριμνήσουμε και να μάθουμε να προνοούμε.

Η ιστορία γοητεύει το ελληνικό κοινό. Το δείχνει αυτό το ευπώλητο των βιβλίων Ιστορίας σήμερα στη χώρα μας. Φαίνεται ότι στην Ελλάδα της κρίσης αναζητούμε απαντήσεις στο παρελθόν ώστε να εξηγήσουμε το παρόν. Είναι θετικό δείγμα αυτό, και αισιόδοξο. Ίσως, ως κοινωνία, είμαστε πράγματι μπροστά σε εσωτερική αλλαγή. Γιατί όλα στη ζωή μας είναι ιστορία. Μια διαρκής αλληλουχία. Μια άφατη μνήμη.

 

Η Ιστορία είναι ο κώδικάς μας, το στίγμα και ολόκληρη η ύπαρξή μας. Και μέσα από αυτήν ξανασυζητάμε το «τώρα» σε βάσεις βαθιές και ουσιαστικές. Γινόμαστε, δηλαδή, βαθύτεροι, ουσιαστικότεροι και δυνατότεροι. Γιατί η μεγαλύτερη επανάσταση είναι αυτή που συμβαίνει μέσα μας. Ως άνθρωποι αλλάζουμε και προχωράμε μόνο όταν αντιλαμβανόμαστε τι κάναμε λάθος.

 

Ο πλούτος κάθε ανθρώπου εδράζεται σε αυτό το νέο στοιχείο που εντυπώθηκε στον χαρακτήρα του μετά από μια ατυχία, ένα λάθος, μια ανατροπή ή μια καταστροφή. Ίσως, λοιπόν, ήρθε η ώρα της ανατροπής του κακού μας σκηνικού μέσα από τη γνώση της Ιστορίας μας και του εαυτού μας. Μακάρι!


Από τις εκδόσεις Πατάκη κυκλοφορεί το βιβλίο της Μαρίας Ευθυμίου «Μόνο λίγα χιλιόμετρα», σε συνεργασία με τον Μάκη Προβατά.
• Αγαπώ την Αθήνα. Θεωρώ ότι είναι πόλη που, παρ' όλες τις καταστροφές που έχει υποστεί, διατηρεί πολλές ομορφιές, με συνοικίες ενδιαφέρουσες και ένα ιστορικό κέντρο απαράμιλλο. Και πράσινο εκεί που δεν το περιμένεις, καθώς κάθε δρόμος της, μικρός ή μεγάλος, είναι δεντροφυτεμένος, δίνοντας ανάλαφρη χροιά στο περιβάλλον, έστω κι αν λείπουν τα μεγάλα πάρκα που βλέπει κανείς σε πόλεις του εξωτερικού.

 

Όμως, την πόλη αυτή δεν τη σεβόμαστε. Με θυμώνει η επικράτηση της ανομίας, της χυδαιότητας και της μουτζούρας. Μάθαμε να λειτουργούμε εχθρικά προς την πόλη μας και να πράττουμε οτιδήποτε θα μπορούσαμε ώστε να την καταστήσουμε δύσκολη για να ζήσεις. Έχει έρθει η ώρα να σοβαρευτούμε. Και οι εγκληματικές ομάδες, οι οποίες πρόσφατα ονομάστηκαν «συλλογικότητες», να αναγκαστούν να πάψουν να την καίνε ως καθημερινό σπορ, βεβηλώνοντας χώρους ιστορικούς, όπως το Πολυτεχνείο, όπου και διαμένουν εδώ και χρόνια, καταστρέφοντας το κέντρο, με άντρο τους μια συνοικία την οποία έχουν από δεκαετίες μετατρέψει σε γιατάκι τους, τα άλλοτε όμορφα Εξάρχεια.


• Αγαπώ πολύ τον χορό και το τραγούδι. Είναι μυσταγωγικές πηγές χαράς και ψυχικής εκτόνωσης. Από την ηλικία των δεκαεπτά ετών ασχολούμαι με την ορειβασία. Οι ορειβατικές πεζοπορίες μού έχουν προσφέρει υπέροχες εμπειρίες. Όταν κάνεις νυχτερινή ανάβαση στην κορυφή του Ταΰγετου με μόνο φανάρι την αυγουστιάτικη πανσέληνο, δεν νομίζω ότι υπάρχει κάτι άλλο που μπορεί να συγκριθεί μ' αυτό. Οι μνήμες που έχω αποκομίσει από τη δραστηριότητά μου αυτή είναι απαράμιλλες.

 Είμαι άθρησκη, αλλά δεν είμαι άθεη. Θεωρώ ότι οι θρησκείες είναι κατασκευές του ανθρώπου που προσπαθούν να καλύψουν ανασφάλειες και επιθυμίες του. Ως τμήμα της πολιτιστικής μας κληρονομιάς, ωστόσο, τις σέβομαι και τις τιμώ. Πιστεύω σε μια ανώτερη δύναμη. Δεν την γνωρίζω, δεν μπορώ να την ορίσω ή να την περιγράψω. Θεωρώ τον εαυτό μου ασήμαντη μπροστά στο απέραντο.

 

Επιλέγω να εμπιστεύομαι την ίδια τη ζωή και να είμαι ευγνώμων για όλα τα μικρά και μεγάλα της ζωής μου. Αυτό με κάνει, πιστεύω, πιο δυνατή και με προστατεύει από την αλαζονεία και την έπαρση που είναι σύντροφοι υπονομευτικοί στην ποιότητα της ζωής μας.
Στη ζωή μου έχω ρισκάρει αρκετές φορές, άλλοτε εκεί όπου έπρεπε, άλλοτε από ανοησία. Και, βέβαια, ως Ελληνίδα, είμαι συχνά παράφορη και υπερβολική, χάνω κι εγώ πολλές φορές το μέτρο.

 

Η ευτυχία βρίσκεται, πιστεύω, στην αρμονία ανάμεσα σε αυτό που πιστεύεις και αυτό που πράττεις. Αν αυτό που κάνεις κάθε φορά δεν το αισθάνεσαι ως σημαντικό, τότε απλώς το διεκπεραιώνεις. Κι όταν κάτι το διεκπεραιώνεις, χάνεις την υπόστασή σου, γίνεσαι ένα μέσο. Η κάθε μικρή μας στιγμή, αν είναι ερωτική, αν έχει δηλαδή εσωτερική δύναμη και νόημα, μετατρέπεται σε μεγάλη.


• Δεν με φοβίζει ο θάνατος. Ο αιφνίδιος θάνατος. Μάλιστα, τον περιμένω με ένα, θα έλεγα, διανοητικό ενδιαφέρον. Αυτό που φοβάμαι είναι ο βασανιστικός θάνατος, η αρρώστια, η ανημπόρια, ο πόνος, το να γίνω βάρος στους αγαπημένους μου. Πάντως, πιστεύω ότι μόνο αν έχεις συνεχή συναίσθηση του θανάτου λειτουργείς με δύναμη και πλούτο. Δεν ξεχνώ ποτέ την έννοια του θανάτου. Είναι αυτό που με έχει βοηθήσει πολύ στο να αναγνωρίζω τα λάθη μου, τα ελαττώματά μου και να διορθώνομαι.

 

Οι ήττες ήταν αυτές που με έκαναν καλύτερο άνθρωπο. Γιατί η ζωή είναι σύνολο από μικρές ιστορίες, όχι αποκομμένες αλλά μια ατελείωτη ιστορία. Σαν ένα τεράστιο υφαντό. Κι εγώ στο υφαντό μου είχα, δόξα τω Θεώ, πολλά υφάδια, γιατί η ζωή μού φέρθηκε καλά, διδάσκοντάς με να είμαι χαρούμενη που έζησα αλλά και χαρούμενη που θα πεθάνω. Έζησα πλούσια και γεμάτη ζωή και όχι διεκπεραιωτική. Γιατί, όπως λέει και η φίλη μου Raquel Angel-Nagler: «Ζούμε, πεθαίνουμε σαν χορδή: τόσο μαζί, τόσο μόνοι, τόσο όμορφοι».

_________

Η Μαρία Ευθυμίου διδάσκει Ιστορία στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών. Σπούδασε Ιστορία στην Αθήνα και στο Πανεπιστήμιο της Σορβόννης, στο Παρίσι. Έχει συγγράψει και επιμεληθεί βιβλία Ιστορίας καθώς και περί τα εξήντα άρθρα σε επιστημονικά περιοδικά. Τον Δεκέμβριο του 2013 τιμήθηκε με το "Βραβείο Εξαίρετης Πανεπιστημιακής Διδασκαλίας Βασίλης Ξανθόπουλος – Στέφανος Πνευματικός".