Δέκατο Όγδοο Μέρος. Σύνδεση με το προηγούμενο, Την επόμενη της άφιξης στο Γιοχάνεσμπουργκ, της γιαγιάς και της εγγονής, ο Ντέρικ τηλεφώνησε στον Επίκουρο για να τον ευχαριστήσει για την ανεπανάληπτη φιλοξενία που είχαν προσφέρει στην μητέρα του και στην κόρη του.
Ας επιστρέψουμε όμως στην Αμερική κοντά στην Μυρτώ η οποία ξεκίνησε την εργασία της με πολύ καλή διάθεση στο ερευνητικό κέντρο εξωσωματικής, και σύντομα δρομολόγησε να συναντηθεί με τον θείο της τον Ιπποκράτη προκειμένου να συζητήσει μαζί του την πρόθεση της να επιστρέψει στην Ελλάδα. Δυστυχώς ο θείος της δεν μπόρεσε να παραβρεθεί στην κηδεία του πατέρα της γιατί εκείνη την ημέρα ήταν ο κύριος ομιλητής σε ένα συνέδριο καρδιολογίας που γινόταν στο Τόκιο της Ιαπωνίας. Αφού άκουσε με προσοχή τα επιχειρήματα της ανιψιάς του την συμβούλευσε κι αυτός όπως η μητέρα της, να μην πάρει βιαστικές αποφάσεις για τις οποίες αργότερα θα μετάνιωνε, τις είπε επίσης πως η μητέρα της έχαιρε άκρας υγείας και συν το χρόνο θα ήταν σε θέση να διαχειριστεί σωστά την απώλεια του πατέρα της.
Όλα αυτά που άκουγε από τον θείο της ήταν λογικά, έπρεπε να πάρει λίγο χρόνο πριν πάρει την τελική της απόφαση. Ανακοίνωσε στον θείο της πως τα ερχόμενα Χριστούγεννα σκόπευε να επισκεφθεί τη Νότια Αφρική, αυτό δεν φάνηκε περίεργο στον θείο της γιατί εκτός από την σχέση που είχε η οικογένεια της με την οικογένεια της Nanas και του Ian λόγω της DENISE, γνώριζε το ποσό αγαπούσε η ανιψιά του τα ταξίδια, το πόσο ήθελε να ανακαλύπτει και να εξερευνά καινούργιους προορισμούς. Την αγαπούσε πολύ την ανιψιά του, του θύμιζε την μητέρα του, είχε πάρει πολλά χαρίσματα από την γιαγιά της. Ένιωθε πάντα μεγάλη ευθύνη γι' αυτήν γιατί αυτός ήταν η αιτία που ήρθε στην Αμερική, ειδικά τώρα που δεν είχε τον πατέρα της ένιωθε πως θα έπρεπε να επωμιστεί -- διακριτικά βέβαια -- κι αυτόν τον ρόλο.
Ως νέα επιστήμων ήταν πολύ αφοσιωμένη και είχε μπροστά της ένα λαμπρό μέλλον, ήταν ήδη μία κορυφαία ερευνήτρια, οι συνάδελφοι της μιλούσαν γι' αυτήν με τα καλύτερα λόγια. Ήταν πολύ δραστήρια, πολύ όμορφη, πολύ χαρισματική, και κυρίως με ένα αγγελικό πρόσωπο που είχε πάντα ένα χαμόγελο, ήταν η δική του Καρυάτιδα.
Η Μυρτώ έτρεφε κι αυτή συναισθήματα αγάπης και σεβασμού για τον θείο της, δεν ξεχνούσε άλλωστε το ποσό της είχε συμπαρασταθεί στα πρώτα χρόνια της άφιξης της στην Αμερική. Μετά από αυτή τη συνάντηση ρίχτηκε με τα μούτρα στην εργασία της και στην οργάνωση του ταξιδιού. Εντωμεταξύ σχεδόν σε καθημερινή βάση επικοινωνούσε με την μητέρα της, αυτή την επαφή την είχε ανάγκη η μητέρα της και η ίδια. Η μητέρα της την ενημέρωσε πως οι ετοιμασίες για το μνήμα του πατέρα της είχαν σχεδόν ολοκληρωθεί και πως όλα ήταν έτοιμα για το μνημόσυνο. Της είπε επίσης πως είχε μιλήσει με τον μαρμαρά για το Στάθι και Οίκτιρον. Η ίδια δεν θα μπορούσε δυστυχώς να παραβρεθεί, δεν μπορούσε να ζητήσει πάλι άδεια, ωστόσο τα καλά νέα ήταν πως θα πήγαινε στην Ελλάδα για το μνημόσυνο ο θείος της. Με τον θείο της βρήκε την ευκαιρία να στείλει ένα μικρό δωράκι και ένα γράμμα στον δάσκαλο!! Δεν ξεχνούσε πως ο ίδιος της είχε κάνει δώρο εκείνη την κασέτα με τις υπέροχες μουσικές που άκουγε σχεδόν σε καθημερινή βάση. Συναντήθηκε ξανά με τον θείο της την προηγούμενη της αναχώρησης του για την Ελλάδα γιατί ήθελε να του δώσει το δώρο για την μητέρα της και για τον δάσκαλο. Όταν ο θείος πήρε τις τσάντες στα χέρια του κοντοστάθηκε λίγο και πολύ διακριτικά ρώτησε την Μυρτώ: συμβαίνει κάτι μ' αυτόν τον Pepo; Σαστισμένη η Μυρτώ του είπε: σαν τι να συμβαίνει θείε; Προς στιγμήν τα έχασε γιατί πέρασε από το μυαλό της πως ο θείος της ήταν γνώστης της ιστορίας των διδύμων. Ο θείος πρόσεξε την ταραχή της, και δήθεν αθώα την ρώτησε, σ' αρέσει τόσο πολύ; Τώρα κατάλαβε τι εννοούσε ο θείος της και η καρδιά της ήρθε στη θέση της. Χαμογέλασε και του εξήγησε πώς γνωρίστηκαν και το δώρο που της είχε κάνει, αυτός ήταν και ο λόγος που του έστελνε κι αυτή το δικό της δώρο, αυτό ήταν όλο. Εννοείται πως απέκρυψε από τον θείο της την αλήθεια, αφού δεν γνώριζε κάτι δεν θεώρησε σωστό να του κάνει κάποια αναφορά.
Όταν χώρισε με τον θείο της αυθόρμητα ρώτησε τον εαυτό της. Αυτό ήταν όλο; Αναρωτήθηκε μήπως ο θείος της είδε κάτι που δεν μπορούσε να δει η ίδια; Ήθελε μήπως να κρύψει κάτι; Αυτό το ενδεχόμενο δεν την είχε απασχολήσει καθόλου, ή τουλάχιστον έτσι ήθελε να πιστεύει. Από την πρώτη στιγμή που συνάντησε τον δάσκαλο τον συμπάθησε, αυτό ήταν αλήθεια, όλη αυτή την συμπάθεια την απέδωσε στο συναίσθημα της συμπόνιας που ένιωθε γι' αυτόν τον νεαρό λόγω της γνωστής ιστορίας. Όση ώρα έμειναν κοντά τους όταν είχαν επισκεφτεί το PEPOS RESTAURANT της είχε κάνει μεγάλη εντύπωση, αυτό ήταν αλήθεια, ήταν καλός συζητητής, και παρά το νεαρό της ηλικίας του φαινόταν ενημερωμένος για αρκετά θέματα. Αντικειμενικά ήταν ένας πολύ ενδιαφέρον άνθρωπος, είχε επίσης καλό γούστο στις γυναίκες γιατί θυμήθηκε την μαυρομαλλούσα που συνάντησαν εκεί η οποία δεν ήταν απλώς όμορφη, ήταν θεά. Τα συναισθήματα της ήταν λίγο μπερδεμένα, έβαλε την κασέτα να παίζει και στάθηκε γυμνή μπροστά στον καθρέφτη, κάρφωσε το βλέμμα της στο είδωλο της και το ρώτησε, τι συμβαίνει;
Απάντηση δεν έλαβε, απλά η κοπέλα που ήταν μέσα στον καθρέφτη χαμήλωσε τα μάτια και ντύθηκε. Η γυμνή αλήθεια δεν εμφανίστηκε.
Οι μήνες περνούσαν και η ζωή της κυλούσε ομαλά, όπως πριν, το μόνο αξιοσημείωτο που είχε μεσολαβήσει ήταν η επιστροφή του θείου Ιπποκράτη από την Ελλάδα και τα νέα του από την συνάντηση που είχε με τον Πέπο. Ο θείος ήταν κι αυτό ενθουσιασμένος από αυτή τη γνωριμία, ο Πέπος ήταν ωραίος τύπος και έξω καρδιά. Είχαν επισκεφτεί το Pepos Restaurant με την αδερφή του, δηλαδή την μητέρα της Μυρτούς για να παραδώσουν στο Πέπο το δώρο και με την ευκαιρία να δειπνήσουν μια και η Νεφέλη του είχε πει τα καλύτερα λόγια για τα σπιτικά φαγητά που είχαν δοκιμάσει την πρώτη φορά. Τώρα αρχίζει η εξιστόρηση της συνάντησης προς την Μυρτώ.
Ιπποκράτης:
Λοιπόν Μυρτώ κάθισε να σου πω τα νέα, με το που αντίκρισε την μητέρα σου, την θυμόταν πολύ καλά, χάρηκε πάρα πολύ, το έβλεπες αυτό στο πρόσωπο του, αυτός ο νέος έχει ένα πρόσωπο που δεν μπορεί να κρύψει τίποτα, η πρώτη ερώτηση που έκανε ήταν για σένα Μυρτώ μου, ρώτησε πως δεν ήταν μαζί μας και η κόρη μας!! Προφανώς νόμισε πως η μητέρα σου ήταν η γυναίκα μου. Του είπαμε πως θα του εξηγήσουμε και μας οδήγησε στον κήπο, απ' ό,τι μου είπε η μητέρα σου καθίσαμε τυχαία στο ίδιο τραπέζι που είχατε καθίσει μαζί. Αφού πήραμε τα σχετικά εδέσματα, τυροπιτάκια της γιαγιάς, Προδόρπιο των Θεών, σαλάτα χωριάτικη και σουτζουκάκια σμυρνέικα μας έφερε και ροζέ οίνο. Κατά την διάρκεια που εξυπηρετούσε τους υπόλοιπους πελάτες παρατήρησα πως έριχνε κλέφτες ματιές σε μένα και την μητέρα σου. Όταν βρήκε χρόνο τον καλέσαμε να καθίσει κοντά μας γιατί κάτι είχαμε για ' αυτόν. Για μένα; Ρώτησε γεμάτος απορία, και συνέχισε λέγοντας, συγγνώμη που θα το πω αλλά πιο πολύ γι' αδέρφια μοιάζετε παρά για ζευγάρι!! Ο τύπος ήταν απίστευτος!! εντωμεταξύ υπήρχε κάποιος μικρός που βοηθούσε στο σερβίρισμα και όλη την ώρα δάσκαλε και δάσκαλε τον αποκαλούσε. Του είπαμε την αλήθεια, δηλαδή αυτό που είχε καταλάβει, πως ήμασταν αδέρφια. Με το που το άκουσε αυτό προς μεγάλη μας έκπληξη συννέφιασε το πρόσωπο του.
Κάπου εδώ θα σταματήσω την αφήγηση του δέκατου Όγδοου μέρους, σας χαιρετώ, ο αφηγητής Πεπέ.