Life for Life
"Το θαύμα δεν είναι πουθενά
παρά κυκλοφορεί μέσα
στις φλέβες του ανθρώπου!!!"


"Στης σκέψης τα γυρίσματα μ’ έκανε να σταθώ
ιδέα περιπλάνησης σε όμορφο βουνό.
Έτσι μια μέρα το ’φερε κι εμέ να γυροφέρει
τ’ άτι το γοργοκίνητο στου Γοργογυριού τα μέρη !!!"


ΣΤΗΝ ΑΥΛΗ ΜΑΣ
Εμείς στο χωριό μας έχουμε ακόμα αυλές. Εκεί μαζευόμαστε, αμπελοφιλοσοφούμε,
καλαμπουρίζουμε, ψιλοτσακωνόμαστε μέχρι τις... πρώτες πρωινές ώρες! Κοπιάστε ν' αράξουμε!!!
-Aναζητείστε το"Ποίημα για το Γοργογύρι " στο τέλος της σελίδας.

5.12.24

ΑΠΟ ΠΟΥ ΜΑΣ ΕΡΧΟΝΤΑΙ ΟΙ ΙΔΕΕΣ; Η επιλογή έγινε από την Λόλα.

Οι ιδέες πριν ''συλληφθούν''.
Φίλες και Φίλοι καλησπέρα σε σας και σε όσους το αξίζουν, η Φαίη πάντως το αξίζει σίγουρα, το γιατί θα σας το κάνω αμέσως γνωστό. Η Φαίη λοιπόν, μιλάω για την γνωστή Φαίη, ήταν κι αυτή στην γιορτή που έγινε στον Μύλο των Ξωτικών και όχι στο Μπουρδέτο όπως τον αποκάλεσε ο κ. Τσαλίκης, ήταν εκεί μαζί με τα δύο εγγονάκια της όπως και τόσοι άλλοι γονείς και παππουδογιαγιάδες. Όταν άκουσε τις χυδαιότητες του διασκεδαστή επειδή δεν ήταν κοντά ώστε να του έβαζε τις φωνές ή να τον στόλιζε με τα ''γαλλικά της'' και επειδή φοβήθηκε πως η συνέχεια θα ήταν χειρότερη πήρε τα εγγονάκια της και σηκώθηκε κ' έφυγε. Όταν με πήρε τηλέφωνο ήταν εξοργισμένη, τα έβαλε μαζί μου λέγοντας, γιατί μας τον στείλατε αυτόν; επειδή εσείς εκεί στην Αθήνα έχετε ξεφύγει τελείως θέλετε να μας κάνετε κι εμάς σαν τα μούτρα σας; Τι να της πώ; 
Ας πάμε τώρα σε άλλο θέμα, αν υποθέσουμε πως κατάγεσαι από το Μαγευτικό και Πανέμορφο Γοργογύρι, ή από κάποιο άλλο χωριό και είσαι και αντιδήμαρχος, όταν υπάρχει ένα μείζον θέμα στο χωριό, πρέπει να πάρεις θέση ναι ή όχι; Πρέπει να είσαι μπροστάρης ναι ή όχι; είναι σωστό να κάνεις την πάπια; Αν υποθέσουμε πως παρ' ό,τι παραβρίσκεσαι σε μία συγκέντρωση όπου συζητείτε το μείζον θέμα που αφορά όλους τους κατοίκους, κ' εσύ το παίζεις μουγκός, είναι σωστό; Κάνω μία υπόθεση εργασίας και ο καθένας ας βγάλει τα δικά του συμπεράσματα. Η Φαίη βέβαια λέει πως την υπογραφή και την ψήφο δεν την βάζουμε όπου νάναι, επομένως ας προσέχαμε, για μία ακόμη φορά η Φαίη έχει δίκιο. 
Πάμε τώρα στο θέμα της ανάρτησης που έχει να κάνει με τις ιδέες, την ιδέα μου την έδωσε η Λόλα η όποια πολλές φορές όταν διαβάζει τα άρθρα του φίλου μας του Ηλία Γιαννακόπουλου με ρωτάει: Μα που τις βρίσκει όλες αυτές τις ιδέες; Άρχισα κι εγώ να το ψάχνω λίγο και νομίζω πως βρήκα περίπου την σωστή απάντηση. Σας χαιρετώ με σεβασμό και επικούρεια διάθεση Επίκουρος ο Γοργογυραίος. 
Πάμε λοιπόν.

Οι ιδέες σίγουρα δεν έρχονται παρακολουθώντας την τηλεόραση.
Ούτε κατεβαίνουν από τον ουρανό.
Μερικές φορές οι ιδέες προέρχονται από την ακρόαση μιας διάλεξης.
Συχνά οι ιδέες έρχονται διαβάζοντας ένα καλό βιβλίο.
Καλές ιδέες προέρχονται από κακές ιδέες, αλλά μόνο αν βλέπουμε να μας κατακλύζουν.
Οι ιδέες σιχαίνονται τις αίθουσες των συνεδριάσεων, ιδίως αίθουσες όπου υπάρχουν προσωπικές συγκρούσεις ή επιθέσεις ή πλήξη.

Ιδέες ξεπηδούν όταν συγκρούονται ανόμοιοι κόσμοι.
Οι ιδέες πολλές φορές προσπαθούν να ανταποκριθούν στις προσδοκίες. Εάν οι άνθρωποι τις περιμένουν να εμφανιστούν, εμφανίζονται.
Οι ιδέες φοβούνται τους ειδικούς, αλλά λατρεύουν το μυαλό των αρχαρίων. Μια μικρή ενημέρωση είναι καλό πράγμα.
Οι ιδέες εμφανίζονται κατά ριπές, έως ότου τις καταλάβετε με τρόμο. Πολλοί καλλιτέχνες έγραψαν τις μεγαλύτερες επιτυχίες τους σε λίγες ώρες ή μέρες.
Οι ιδέες προέρχονται από τους μπελάδες που συναντάμε μπροστά μας.
Οι ιδέες προέρχονται από το εγώ μας, και είναι καλύτερες όταν είναι γενναιόδωρες και ανιδιοτελείς.
Οι ιδέες προέρχονται από τη φύση.

Μερικές φορές οι ιδέες προέρχονται από τον φόβο (συνήθως σε ταινίες), αλλά συχνά προέρχονται και από την εμπιστοσύνη.
Χρήσιμες ιδέες έρχονται αν είστε ξύπνιοι, δηλαδή σε εγρήγορση για την πραγματική γνώση.
Αν και μερικές φορές οι ιδέες μας επισκέπτονται κρυφά όταν κοιμόμαστε και πολύ ναρκωμένοι για να φοβόμαστε.
Οι ιδέες προέρχονται παρατηρώντας με την άκρη του ματιού μας, ή στο ντους, όταν δεν προσπαθούμε.
Οι συνηθισμένες ιδέες απολαμβάνουν να αντιγράφουν ό,τι συμβαίνει τώρα ώστε να λειτουργεί σωστά τούτη η στιγμή.
Οι μεγαλύτερες ιδέες ξεπερνούν αυτές τις μέτριες, και ισχύουν για πάντα.
Οι ιδέες δεν χρειάζονται διαβατήριο, και συχνά διασχίζουν τα σύνορα (κάθε είδους) ατιμώρητα.


Μια ιδέα πρέπει να προέρχεται από κάπου, γιατί αυτή αν μένει κάπου μόνη και δεν ενώνεται μαζί μας, είναι κρυφή. Και οι κρυφές ιδέες δεν ταξιδεύουν, δεν έχουν καμία επιρροή, δεν διασταυρώνονται με την αγορά. Πεθαίνουν, μόνες.
Επομένως μην τις κρατάτε κρυφές γιατί θα σαπίσουν, κοινωνήστε τες για να τις δείτε να γίνονται πράξεις, να παίρνουν σάρκα και οστά. Εις ό,τι αφορά τον Ηλία εκεί μιλάμε για μεγάλη δεξαμενή ιδεών, μιλάμε για χείμαρρο. 
Πηγή: https://sciencearchives.wordpress.com

Aνιχνευτής Επικούρειος Πέπος.

4.12.24

ΝΙΚΟΣ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ [1883 - 1957]

ΝΙΚΟΣ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ (1883-1957)

25 Αυγούστου. Μεγάλη, πολύ πικρή χρονολογία στο ημερολόγιο τής καρδιάς μου. Όπου κι αν βρίσκουμε, τη μέρα αυτή την αφιερώνω ολάκερη σ’ έναν άνθρωπο πού πολύ αγάπησα στη ζωή μου. Στο Νίτσε.
Σάν σήμερα, πριν από 39 χρόνια, πέθανε. Και τώρα, πρωί πρωί πού σεριανούσα σ’ ένα πάρκο στον όχτο του Τάμεση, ήρθε ο ίσκιος του μέσα στον, ·υγρόν αγέρα τής ’Αγγλίας και διάνεψε απάνω στην καταπράσινη χλόη. Ποτέ ή παρουσία τού υπερήφανου αύτού Ευρωπαίου, πού δέ χωρούσε στά σύνορα τής πατρίδας του καί τόσο περιφρονοΰσε τούς «Φιλισταίους» συμπατριώτες του, δέν ήταν, τόσο έπίκαιρη κι άπαραίτήτη. Γιατί κανένας δέν είχε νιώσει μέ τόσο γενναιόκαρδο πάθος τήν άνάγκη νά μετατοπιστούν τά πολεμικά ένστιχτα τοΰ ανθρώπου σέ υψηλότερη άπύ τά έθνη παλαίστρα.
Καθίσαμε σ’ ενα φτωχικό παγκάκι, κάτω άπο μιά χινοπωριάτικη κιτρινισμένη καστανιά, καί δέν τολμούσα νά γυρίσω καταπάνω του το πρόσωπό μου, άπο το φόβο μήν Αγριέψει καί φύγει.
Βαριά ή στιγμή πού περνά ό κόσμος, κατάφορτη άπ’ όλα τά δώρα τού πονηρού. Ό Νίτσε πού έσπειρε τύν έπικίντυνο σπόρο τοΰ Υπεράνθρωπου, πέρα άπό το καλό. καί το κακό, πέρα άπό τήν ηθική, τή φιλανθρωπία καί τήν ειρήνη, πώς θά ’βλεπε τώρα, μέ τί διονυσιακήν άνατριχίλα, τά κόκκινα άστάχυα · πού φύτρωξαν;
Ρίχνεις το σπόρο πού τον έθρεψες μέ το αίμα σου καί μέ τά δάκρυα, κι ·αυτος φεύγει άπο σένα, άνεξάρτητος πεινασμένος οργανισμός, καί δέν· μπορεί πιά νά τον άνακαλέσεις πίσω. Γιατί σίγουρα, τώρα μονάχα — πολύ άργά— το νιώθεις, δέν είναι ο σπόρος αύτος δικός σου. Τον έμπιστεύτηκε στά σπλάχνα σου μιά δύναμη πολύ σκληρότερη, πολύ πιο άπάνθρωπη κι άπο τον πιο σκληρό κι άπάνθρωπο στοχασμό σου.
Εμείς είμαστε μονάχα οί θηλυκές καρδιές, κι ένας φοβερές Αόρατος Δράκος είναι δ άντρας καί σπέρνει.
Καί, για νά πληθύνει Ακόμα πιο πολύ το μυστήριο, ο πιο άγριος σπόρος διαλέγει συχνά τίς πιο ήμερες κι ευαίσθητες καρδιές νά καταφύγει.
Τέτοια ήταν ή καρδιά σου, ω Μεγαλομάρτυρα πατέρα τού-Υπεράνθρωπου.
Είδα ζεστές άκόμα τις στάλες το αίμα σου σέ ολους τούς, ανήφορους τού ύψηλου σου μαρτύριου. Στο χωριο πού γεννήθηκες ένα πρωί πού έβρεχε γύριζα μέσα στήν ομίχλη ολομόναχος τα στενά χορταριασμένα σοκάκια καί σέ ζητούσα.
“Υστερα, εκεΐ κοντά, στη μικρή πολιτεία μέ το μεγάλα γοτθικο ναό, ζήτησα το σπίτι τής μάνας σου, όπου συχνά, ατούς μεγάλους πυρετούς, έτρεχες νά γαληνέψεις, ξαναγινόμένος παιδί της.
Κι ύστερα οί θεικοί δρόμοι στ’ Ακρογιάλια τής Γένοβας, όπου τόσο χάρηκες τή θάλασσα, τή γλύκα τ ούρανοΰ, τούς ταπεινούς Ανθρώπους, τήν αλαφράδα τού άγέρα.
Ζοΰσες τόσο πράος, φτωχός, χαμογελαστός πού οί γυναικούλες τής γειτονιάς σου σέ ονομάτισαν άγιο. Κι έκανες σχέδια, θυμάσαι, ν’ αρχίσεις μιά ζωή άπλή καί γαλήνια: «Νά ’μαι ανεξάρτητος, χωρίς νά πειράζει η ανεξαρτησία μου κανένα. Νά “χω μιά γλυκομίλητη κρυφή ύπερηφάνια. Νά κοιμούμαι αλαφριά, νά μήν πίνώ πιοτά, νά έτοιμάζω μόνος μου το φτωχικό μου φαί, νά μήν έχω τρανούς φίλους, νά μή βλέπω γυναίκες, νά μή διαβάζω έφημερίδες, νά μή θέλω αξιώματα, νά συναναστρέφουμαι μονάχα τούς πιο έκλεχτούς. Κι αν δέ βρίσκω πολύ έκλεχτούς, τότε τον άπλο λαό!»
Στήν Έγκαντίν, μέσα στο χειμωνιάτικον ήλιο, ένα Γενάρη, μέ τί συγκίνηση έρευνουσα Ανάμεσα Σίλς- Μαρία καί Σιλβαπλάνα νά βρώ το βράχο τον πυραμιδωτό, όπου σέ πρωτοβάρεσε τ’ όραμα τού αίώνιου Γυρισμού! Καί φώναξες, σπώντας σέ θρήνο: «Καί τέτοια πικρή, Αβάσταχτη ώς είναι ή ζωή μου, βλογημένη νά ναι, κι Ας έρθει κι ας ξάνάρθει άρίφνητες φορές!» Γιατί δοκίμαζες τή δριμύτατη χαβά τού ήρωα, πού φαντάζει γιά τις μικρές ψυχές μαρτύριο: Νά βλέπεις τήν άβυσσο μπροστά σου, νά προχωρείς καί νά μήν καταδέχεσαι νά πισωδρομήσεις.
Τά βουνά τρογύρα άχνιζαν, γαλάζια μέσα στον ήλιο, άπο· μακριά άκουσα βουή κι είδα ένα χιονόβουνο νά λιώνει καί νά γκρεμίζεται καί θυμήθηκα τί σοΰ ’γράφε ό φίλος σου: «Στά βιβλία σου μέσα θαρρώ πώς άκούω τή μακρινή βουή άπο τά νερά πού γκρεμίζουνται.»
Κι οταν έμπαινα στη Σίλς-Μαρία, τήν ώρα πού περνούσα το μικρο γιοφύρι μέ το φτωχικο δίπλα του κοιμητήρι, στράφηκα, γλυκά Ανατριχιάζοντας, δεξά μου - γιατί όπως έσύ ένιωσες ξαφνικά στο πλευρό σου το Ζαρατούστρα, όμοια κι έγώ είδα, κοιτώντας χάμω τον ίσκιο μου, «ο ένας νά γίνεται δυό καί σύ νά περπατάς στο πλάι μου.»
Ολη σου ή άθληση, Μεγαλομάρτυρα, ανεβαίνει σήμερα: πάλι στο νου μου.
Νέος, φλέγόμενος, άναρωτώντας όλους τούς ήρωες, γιά νά διαλέξεις ένα γυμναστή τής καρδιάς σου, νά τή δαμάσει καί ν’ άλαφρώσει άπό τή σφοδρότητα του έρωτα, συνάντησες μιά μέρα το Σοπενάουερ, το βραχμάνο του Βορρά.
Καθίζοντας στά πόδια του, άποκάλυψες το ηρωικό κι ανέλπιδο όραμα τής ζωής: Ό κόσμος είναι δημιούργημα δικό μου- όλα όσα ξεκρίνω, όρατά κι αόρατα, είναι όνειρο πλάνο. Μιά θέληση μονάχα ύπάρχει, τυφλή, χωρίς άρχή καί τέλος, χωρίς σκοπό, άδιάφορη, μήτε λογική μήτε παράλογη, άλογη, τεράστια. Στριμωγμένη σέ τόπο καί χρόνο, θρύβεται σέ αναρίθμητες μορφές" τις έξαφανίζει, δημιουργάει νέες καί τις συντρίβει πάλι, κι έτσι αιώνια. Νά'πώς ο αύτοσπαραγμός τής βούλησης καταντά αβάσταχτος, ακατάλυτος πόνος. Πρόοδο, δέν ύπάρχει, λογικό δέν κυβερνάει τή μοίρα, οί αφηρημένες έννοιες, οί θρησκείες, οί ηθικές, είναι άνάξιες παρηγοριές γιά τούς ανίδεους καί τούς δειλούς. Ο δυνατός πού ξέρει αντικρίζει γαλήνια τήν άσκοπη φαντασμαγορία του κόσμου καί χαίρεται αναλύοντας κι αποσυνθέτοντας το παρδαλό εφήμερο μαγνάδι τής Μάγιας.
Οτι είχε ο Νίτσε ψυχανεμιστεί, όργανώνεται τώρα σέ αύστηρή σφιχτοδεμένη θεωρία) υψώνεται σέ δραμα ήρωικό: Ο ποιητής, ο φιλόσοφος κι ο πολεμιστής πού' παλεύανε μέσα στήν καρδιά του Νίτσε, άδελφώνουνται. Ό νεαρός Ασκητής στή μοναξιά, στή μουσίική, στους μακρινούς περιπάτους του χαίρεται κάμποσο καιρό εύτυχία.
Μια μέρα πού τον επιασε ή καταιγίδα στό βουνό έγραψε:
«Τί μέ νοιάζουν έμένα τα ηθικά παραγγέλματα; Κάμε τούτο, μήν κάνεις εκείνο. Πόσο διαφορετικιά είναι ή αστραπή, ή καταιγίδα, τό χαλάζι! Λεύτερες δυνάμες, χωρίς ήθικολογίες. Πόσο είναι εύτυχισμένες, ρωμαλέες οί δυνάμες τούτες πού ο στοχασμός δέν τϊς ταράζει!»
Μιά στιγμή ένθουσιάστηκε γιά τήν πατρίδα του πού μεγάλωνε δυνατή. Μά γρήγορα δ Σοπενάουερ τόν ξαναφέρνει στή βουδική αταραξία. «Τά δράματα τού ανθρώπου είναι μάταια αντιφεγγίσματα πού περνούν απάνω άπό τό σκοτεινό πέλαγο.»
Ξεχείλιζε ήρωική πίκρα, πού τή φώτιζε μονάχα ή Αγάπη τής τέχνης, ή ψυχή τού Νίτσε,. όταν μιά μέρα, στόν άνθό τής νιότης του, Αντίκρισε το μοιραϊον Αντρα, τό δεύτερό του ύστερα άπό τό Σοπενάουερ' οδηγητή, πού τού χάρισε τή δριμύτερη χαρά τής ζωής του: τόν Βάγνερ.
Μεγάλη στιγμή. Ό Νίτσε είκοσι πέντε χρονών, καιγόμενος, σιωπηλός, μέ τούς ήσυχους γλυκούς του τρόπους, μέ τά βαθουλωμένα καί βίαια μάτια" ο Βάγνερ πενήντα εννιά χρονών, στήν κορφή τής δύναμής του, γιομάτος όνείρατα καί πράξη, μιά φυσική δύναμη πού ξεσπούσε Απάνω στά κεφάλια τών νέων. «Ελάτε, τούς φώναζε, είμαι ο κληρονόμος τού Λούθηρου, τού Κάντ, τού Σοπενάουερ, τού Μπετόβεν. Βοηθήστε με. θέλω ένα θέατρο, οπου νά δημιουργώ Λεύτερα- δώσετέ μου το! θέλω ένα λαό πού νά μέ καταλαβαίνει' γενεΐτε σείς ο λαός μου! Βοηθήστε με, εχετε χρέος. Κι έγώ θά σάς δοξάσω.»
Ή τέχνη είναι ή μόνη λύτρωση. "Οσοι δεν πιστεύουν πιά στά παλιά ψέματα, μονάχα στήν τέχνη μπορούν ακόμα νά βρουν παρηγοριά καί καταφύγιο, μονάχα μέ τήν τέχνη θά φτάσει ή κοινωνία στήν ύψηλή της ισορρόπηση. «Ή τέχνη, εγραφε δ Βάγνερ στο βασιλιά Λουδοβίκο, παρουσιάζοντας τή ζωή σάν παιχνίδι, μετουσιώνει σέ εικόνες ώραϊες τίς τρομερώτερές της όψες κι έτσι μάς έξυψώνει καί μάς παρηγοράει !»
Ό Νίτσε αφουκράζεται, κάνει σάρκα κι αίμα τά λόγια, τοΰ δασκάλου, μάχεται στο πλευρό του. Ρίχνει τή ματιά του στους προσωκρατικούς φιλόσοφους, καί ξαφνικά άνατινάζεται μπροστά του μιά ήρωική μεγάλη εποχή, γιομάτη αιφνίδιες άναλαμπές, τρομαχτικούς θρύλους, στοχασμούς τραγικούς, ψυχές δυνατές πού σκέπαζαν τήν άβυσσο μέ μύθους-γελαστούς καί τή νικούσαν. Δέν ήταν πιά ή Ελλάδα, οπως ειδυλλιακά μάς τή ζωγράφισαν, οί δασκάλοι, ισορροπημένη, άμέριμνη, πού άντίκριζε μέ άπλοική χαμογελαστή γαλήνη τή ζωή καί το θάνατο. Ή γαλήνη τούτη ήρθε στο τέλος, στάθηκε καρπός ένός φλογερού δέντρου, όταν το δέντρο πιά άρχίνισε νά μαραίνεται. Πριν άπό τή γαλήνη αύτή βογκούσε στά στήθη τής Ελλάδας το χάος, η μεγάλη πίκρα, η άντρίκια βουλή. "Ενας άχαλίνωτος θεός, ο Διόνυσος, οδηγούσε τούς άλλόφρενους χορούς άντρες καί γυναίκες στά βουνά καί στις σπηλιές κι όλη ή Ελλάδα χόρευε σά μαινάδα.
Μέ τον πυρετό τής τραγικής σοφίας ο Νίτσε μάχεται νά συναρμολογήσει τ’ οραμά του. Ό Άπόλλωνας κι ο Διόνυσος είναι το ίερό ζευγάρι πού γεννάει τήν τραγωδία. 'Ο Άπόλλωνας ονειρεύεται καί θεάται σέ γαληνές μορφές τήν αρμονία καί τήν όραιότητα τού κόσμου. Μέσα στή φουρτουνιασμένη θάλασσα τά φαινόμενα, οχυρωμένος στήν άτομικότητά του, στέκεται γαλήνιος καί σίγουρος, άκίνητος, καί. χαίρεται το τρικύμισμα τού ονείρου. Το βλέμμα του είναι - ολο φώς' κι οταν άκόμα τόν κυριεύει άγανάχτηση ή θλίψη, δέ συντρίβει τη θεϊκιά ισορροπία της ώραιότητας.

Ο Διόνυσος συντρίβει τήν άτομικότητα, χιμάει στή θάλασσα τά φαινόμενα κι άκολουθάει τούς φοβερούς κυματισμούς της. 'Άνθρωποι καί θεριά άδερφώνουνται, ο θάνατος είναι κι αύτός ένα άπό τά προσωπεία τής ζωής, τό παρδαλό μαγνάδι τής πλάνης ξεσκίζεται κι άγγίζουμε στήθος μέ στήθος τήν άλήθεια: "Ολοι είμαστε ένα. "Ολοι είμαστε θεός.
Οί "Ελληνες, όχυρωμένοι στο κάστρο του ’Απόλλωνα, άγωνιζουνταν οπήν άρχή νά σηκώσουν φράχτη στις άκράτητες τοΰτες διονυσιακές δυνάμες, πού ερχουνταν άπ’ ολους τούς δρόμους τής στεριάς καί τής θάλασσας καί χιμούσαν στήν Ελλάδα. Μά δέν μπόρεσαν ολοκληρωτικά νά δαμάσουν τό Διόνυσο. Πάλεψαν οί δυό θεοί, κανένας δέν έβαλε τόν άλλον κάτω, συμφιλιώθηκαν, δημιούργησαν τήν τραγωδία.
Τά διονυσιακά οργια άλάφρωσαν άπό τό χτήνος καί λάμψαν πιά κάτω άπό τή συγκρατημένη γλύκα του δνείρου. "Ενας όμως άπόμεινε πάντα ο ήρωας τής τραγωδίας, ένας καί μόνος: ο Διόνυσος. Ολοι οί ήρωες κι οί ήρωίδες τής τραγωδίας είναι μάσκες μονάχα του θεοϋ — χαμόγελα καί δάκρυα πού λάμπουνε γαληνεμένα στήν άπολλώνια χάρη.
Μά ή έλληνική τραγωδία άπότομα εξαφανίστηκε- ή λογική άνάλυση τή σκότωσε. Ό Σωκράτης μέ τή διαλεχτική του σκότωσε τήν άπολλώνια επισκόπηση καί τή διονυσιακή μέθη. Ή τραγωδία πιά στόν Εύριπίδη καταντάει πάθος άνθρώπινο, ρητορεία, σοφιστικό κήρυγμα πού προπαγαντίζει νέες ίδέες. Χάνει τήν τραγική της ούσία. Πεθαίνει.
Μά ή διονυσιακή μέθη έπιζεϊ καί διαιωνίζεται στά μυστήρια καί στις μεγάλες έκστατικές στιγμές τοδ άνθρώπου. "Αραγε θά μπορέσει πάλι νά ντυθεί τή θεϊκή σάρκα τής τέχνης; 'Ο Σωκρατισμός, δηλαδή ή Επιστήμη, θά κρατούν πάντα τό Διόνυσο στά δεσμά; μήπως, τώρα πού τό άνθρώπινο λογικό άναγνωρίζει, μέ τόν Κάντ, τά οριά του, θα προβάλει νέος πολιτισμός μέ' σύμβολο τό Σωκράτη πού μαθαίνει, επιτέλους, μουσική ;
"Ως τώρα τό ιδανικό τού πολιτισμού μας ήταν ο Αλεξανδρινός σοφός, πού κατά βάθος είναι βιβλιοθηκάριος καί τυπογράφος καί χαλνάει τά μάτια του στά σκονισμένα βιβλία καί στά όρθογραφικά παροράματα... Μά ή κορόνα άρχίζει καί τρεκλίζει στό κεφάλι τής Επιστήμης. Ολοένα ξυπνάει τό διονυσιακό πνέμα. Ή γερμανική μουσική, άπό τόν Μπάχ ίσαμε τόν Βάγνερ, διαλαλεΐ τόν έρχομό του. Νέος «τραγικός πολιτισμός» άνατέλνει άναγεννιέται ή Τραγωδία.
Ό κόσμος ο πλανερός, ή σκοτεινή ερημία του Σοπενάουερ, πώς μεταμορφώνεσαι! Πώς στροβιλίζουνται όλα τά νεκρά κι άκίνητα μέσα στό στρόβιλο τής γερμανικής μουσικής!
«Ναί, φίλοι μου, άνακράζει ο νεαρός προφήτης, πιστεύετε; καθώς πιστεύω κι εγώ, στή διονυσιακή ζωή καί στήν αναγέννηση τής διονυσιακής τραγωδίας! Πέρασε ή έποχή του Σωκράτη! Πάρτε τό θύρσο στά χέρια σας, στεφανωθείτε μέ κισσό, τολμήσετε νά γίνετε άνθρωποι τραγικοί, ετοιμαστείτε γιά μεγάλους άγώνες κι έχετε πίστη στό θεό σας, τό Διόνυσο !»
Τέτοιες κοσμογονικές έλπίδες στήριξε ο Νίτσε στό εργο του Βάγνερ. Ό νέος τραγικός πολιτισμός θ’ άναπηδήσει άπό τή Γερμανία, ο νέος Αισχύλος είναι μπροστά μας, ζει· μάχεται, δημιουργάει, ζητάει τή βοήθειά μας.
Οί προφητείες όμως τούτες δέ βρίσκουν άντίλαλο, οί σοφοί τις περιφρονοΰν, οί νέοι δέ συγκινούνται. Ό Νίτσε πικραίνεται, άμφιβολίες γεννιούνται μέσα του, άρχίζει καί ρωτάει. Είναι δυνατόν ο σημερινός άνθρωπος νά έξευγνιστεί; Πέφτει άρρωστος, καί στό Πανεπιστήμιο οί μαθητές του τόν παρατούν.
Σπαραχτική άγωνία. Ό ποιητής μέσα του σκεπάζει τήν άβυσσο μέ τ’ άνθη τής τέχνης' μά ο φιλόσοφος μέσα του ζητάει νά μάθει μέ κάθε θυσία, περιφρονώντας κάθε παρηγοριά, κι αύτή άκόμα τήν τέχνη. Ο πρώτος δημιουργάει κι Ανακουφίζεται ο δεύτερος αναλύει, αποσυνθέτει, απελπίζεται. Ό κριτικός νους γκρεμίζει τα είδωλα.
Τι αξίαν έχει η τέχνη του Βάγνερ; ρωτάει. Είναι χωρίς μορφή, χωρίς πίστη, λαχανιασμένη, όλο ρητορεία, χωρίς ιερή μέθη κι ευγένεια. Άπαράλλαχτη σαν τήν τέχνη τοΰ Εύριπίδη. Είναι καλή για τις ύστερικές γυναίκες, γιά τούς θεατρίνους, για τούς άρρωστους. Ό ήμίθεος τοΰ Νίτσε κατάντησε τώρα θεατρίνος. Τόν γέλασε. Δεν κράτησε τό λόγο του. Τώρα δουλεύει χριστιανικά θέματα, γράφει τόν Πάρσιφαλ. Νικήθηκε ο ήρωας, σωριάστηκε στα πόδια του σταυροϋ. Αυτός πού μας ύποσχέθηκε νά δημιουργήσει νέους μύθους καί νά ζέψει στο διονυσιακό Αρμα του τή λιοπάρδαλη τή λογική.
Ή τέχνη, Αναφωνεί τώρα o Νίτσε, σκεπάζει μέ ώραΐες εικόνες τή φριχτή Αλήθεια. Είναι λοιπόν παρηγοριά γιά τούς δειλούς. ’Εμείς Ας βρούμε τήν Αλήθεια, κι ας χαθεί ο κόσμος!
Τούτη είναι ή νέα, αντίθετη μέ τήν πρώτη, κραυγή του Νίτσε. Ό κριτικός μέσα του νίκησε τόν ποιητή η αλήθεια, τήν ομορφιά. Μά κι ο Σοπενάουερ πιά δέν ικανοποιεί τις θεριεμένες ανάγκες τοΰ νοϋ του' ή ζωή δέν είναι μονάχα θέληση νά ζεΐς' είναι κάτι έντονώτερο: θέληση νά κυριαρχείς t Δέ χορταίνει ή ζωή νά συντηριέται μονάχα' θέλει ν’ απλώνεται καί νά καταχτάει.
Ή τέχνη δέν είναι πιά ο σκοπός τής ζωής, μά μικρή άνάπαψη μέσα στόν Αγώνα. Πιό πάνω Από τήν ποίηση στέκεται ή γνώση, μεγαλύτερος Από τόν Αισχύλο είναι ο Σωκράτης, Ανώτερη Από τήν πιό λαμπερή καί γόνιμη ψευτιά είναι ή άλήθεια, ας είναι καί θανατερή.
Σπαράζεται. Γυρίζει Αρρωστος από τόπο σέ τόπο — ή ζέστη τόν παραλυοΰσε, ο Ανεμος τόν ξενεύριζε, τό χιόνι τοϋ πλήγωνε τά μάτια. Δέν μποροϋσε νά κοιμηθεί κι επαιρνε ύπνωτικά, ζοΰσε φτωχός, χωρίς ανεση, σέ αθέρμαστες κάμαρες. Μά ο Αρρωστος, ελεγε μέ ύπερηφάνια, δέν εχει δικαίωμα νά καταριέται τή ζωή. Μέσα από τούς πόνους του ανέβαινε λαγαρός, ανένδοτος, ο ύμνος στή χαρά καί στήν ύγεία.

Νιώθει μέσα, του να ώριμάζει καί να τού τρώει τά σωθικά ενας μεγάλος σπόρος. Μιά μέρα πού περπατούσε στήν ’Εγκαντίν, στάθηκε ξαφνικά έντρομος. Ό καιρός, συλλογίστηκε, είναι άπειρος' ή ύλη είναι ορισμένη. ’Αναγκαστικά λοιπόν θά ’ρθει πάλι στιγμή πού όλοι τούτοι οί συνδυασμοί τής ύλης θά ξαναγεννηθούν οί ίδιοι, οί άπαράλλαχτοι. Υστερα από άπειρες χιλιάδες χρόνια, ένας άνθρωπος σαν καί μένα, έγώ ό ίδιος, θά σταθώ πάλι στό βράχο τούτον τόν ίδιο καί θά ξανάβρω τήν ίδια ιδέα. Κι όχι μονάχα μιά φορά, άναρίθμητες φορές έγινε αυτό κι αναρίθμητες φορές θά ξαναγίνει. Καμιά λοιπόν έλπίδα τό μελλούμενο νά ’ναι καλύτερο, καμιά σωτηρία’ πάντα οί ίδιοι, άπαράλλαχτοι, θά στρουφογυρίζουμε στόν τροχό τού καιρού. Καί τά πιό εφήμερα καταντούν έτσι αιώνια, κι ή πιό ασήμαντη πράξη μας παίρνει άνυπολόγιστη πιά σημασία.
Ό Νίτσε βυθίστηκε σ’ έναγώνια έκσταση. Ό πόνος του λοιπόν δέν έχει τελειωμό κι ό πόνος τοΰ κόσμου είναι αγιάτρευτος. "Ομως, άπό άσκητικήν υπερηφάνια, δέχουνταν μέ χαρά τό μαρτύριο.
Νέο έργο πρέπει νά δημιουργηθεΐ, νά κηρύξει στήν ανθρωπότητα τό νέο Εύαγγέλιο. Μέ ποια μορφή; Φιλοσοφικό σύστημα; Όχι, ή σκέψη του πρέπει νά ξεχυθεί λυρικά. Επος; Προφητείες; Αξαφνα ή μορφή τοΰ Ζαρατούστρα άστραψε στό μυαλό του.
Σέ τέτοια χαρά κι αγωνία τόν βρήκε η Λοΰ Σαλωμέ!
Ή φλέγόμενη Σλάβα μέ τό κοφτερό, ολο έρεθισμό καί περιέργεια μυαλό, που έσκυβε, Μεγαλομάρτυρα, σιωπώντας καί σέ άκουγε. ’Εσύ τής έδινες σπάταλα τήν ψυχήν σου κι αύτή τή στράγγιζε' καί χαμογελούσε άκόρέστη. Πόσα χρόνια είχες ν’ άνοίξεις μέ τόση έμπιστοσύνη τήν καρδιά σου, νά χαρεΐς τή συγκίνηση, τήν ταραχή καί τή γονιμότητα πού μας προκαλούν οί γυναίκες καί νά νιώσεις, κάτω άπό τή βαριά πολεμική σου πανοπλία, τή μαλακή καρδιά σου νά λιώνει! Μπήκες τό βράδυ εκείνο στό άσκητικό κελί σου και γιά πρώτη φορά άνάσανες μέσα στόν αγέρα τής ζωής σου τό γυναικείο άρωμα.
Καί σέ ακολούθησε ο γλυκύτατος σκιρτημός στά βουνά όπου κατέφυγες, καί πρόσμενες μέ ταραχή, ώ ’Ασκητή, τό γράμμα τής γυναίκας. Μια μέρα σοΰ έστειλε όχτώ στίχους, κι ή καρδιά σου χτύπησε σάν είκοσι χρόνων καί τούς φώναζες δυνατά κάτω άπό τά έρημα έλατα:
Αχ, ποιός μπορεί σάν τόν άδράξεις νά γλιτώσει ποτέ και τή βαθιά ματιά σου νά ξεχάσει;
Νά, μέ άδραξες και πια δε θέλω νά ξεφύγω, τι δέν μπορείς εσυ μονάχα νά γκρεμίζεις !
Το ξέρω, ζεις σε όλα τά πλάσματα του κόσμου και τίποτα στη γης αυτή δέ σου ξεφεύγει.
Χωρίς εσένα πόσο η ζωή θα 'ταν ώραία ! κι όμως πόσο καλό νά ζήσουμε και σένα !»
Κι εύτύς ύστερα οι θανάσιμες μέρες τού χωρισμού. 'Η γυναίκα σέ τρόμαξε σά νά ’σουνα δάσος νυχτερινό καί δέν είδε στό σκοτάδι του τό μικρό Θεό μέ τό δάχτυλο στό στόμα νά τής χαμογελάει. Καί ξανάρχισε τό μαρτύριό σου μέσα στήν άρρώστια, στην έγκατάλειψη καί στή σιωπή.

“Ενιωθες πώς ήσουν δέντρο πού έσπαζε άπό τό βάρος τού καρπού καί λαχταρούσες τά χέρια νά ’ρθοΰν νά σέ τρυγήσουν' στεκόσουνα' στήν άκρα τοΰ “δρόμου, άγνάντευες κάτω στίς πολιτείες των ανθρώπων, μά κανένας δέν ερχόταν.
“Αχ ή μοναξιά, συλλογίζουσουν, κι ο χωρισμός άπό τόν άνθρωπο πού άγαπάς! Όχι, ποτέ, ποτέ νά μήν ξαναζήσω τις ώρες τούτες! Πρέπει ν’ ανοίξω μιά θύρα σωτηρίας στον κλειστό κύκλο τού αιώνιου Γυρισμού!
Γράφει τόν Ζαρατούστρα, καινούρια έλπίδα Αστραψε στό νού του, ο νέος σπόρος: ο Υπεράνθρωπος. Αύτός είναι ο σκοπός τής Γης, αύτός κρατάει τή λύτρωση. Αύτός είναι ή Απόκριση στό παλιό του ρώτημα: Μπορεί ο σημερινός άνθρωπος νά εξευγενιστεί;
Ναί, μπορεί! Κι οχι άπό τό Χριστό, οπως κηρύχνει τώρα στό νέο του έργο ό Βάγνερ, παρά άπό τόν άνθρωπο τόν 'ίδιο, άπό τΙς άρετές καί τούς άγώνες μιας καινούριας Αριστοκρατίας. 'Ο άνθρωπος μπορεί νά γεννήσει τόν Υπεράνθρωπο. Αυτός είναι ό σκοπός τής ζωής, ή πηγή τής ενέργειας, ο Λυτρωτής. Ο αιώνιος Γυρισμός έπνιγε τόν Νίτσέ’ ό “Υπεράνθρωπος είναι ή νέα χίμαιρα πού θά ξορκίσει τή φρίκη τής ζωής" όχι ή τέχνη πιά, παρά ή ένέργεια.
Ό αιώνιος Γυρισμός είναι χωρίς έλπίδα’ ό Υπεράνθρωπος είναι μιά μεγάλη έλπίδα' πώς μπορούν τά δυό αύτά άντικρουόμενα δράματα ν’ άρμονιστοΰν;
Ή ψυχή τοΰ Νίτσε άπό τότε πιά φτεροκοπάει στόν γκρεμό τής παραφροσύνης. 'Ο Ζαρατούστρας απομένει μονάχα μια Κραυγή. Κι ο Νίτσε παρατάει μισερωμένο το τραγικό τούτο ποίημα καί μάχεται τώρα επιστημονικά ν’ αποδείξει πώς ή ουσία τής ζωής είναι: η βούληση κυριαρχίας.
Ή Εύρώπη χάνεται καί πρέπει νά υποβληθεί στήν αυστηρή δίαιτα τών αρχηγών. Η ήθική πού σήμερα κυριαρχεί είναι έργο σκλάβων’ είναι συνωμοσία πού οργάνωσαν οί αδύνατοι καί τό κοπάδι ένάντια στό δυνατό καί στόν τσοπάνη. Οί σκλάβοι αναποδογύρισαν μέ συφεροντολόγα πονηριά τις αξίες: κακός είναι, κήρυξαν, ο δυνατός, ό δημιουργός’ καλός είναι ο άρρωστος κι ο ήλίθιος. Δέν Αντέχουν στόν πόνο" κατάντησαν φιλάνθρωποι χριστιανοί καί σοσιαλιστές. Μονάχα ο Υπεράνθρωπος, σκληρός στόν έαυτό του, μπορεί νά χαράξει καινούριες εντολές καί νά δώσει στις μάζες σκοπούς καινούριους·
Ποιοι είναι αύτοί οί σκοποί, ποιά ή όργάνωση τών έκλεχτών καί τοΰ πλήθους, ποιός ο ρόλος τοΰ πολέμου στή νέα τούτη τραγική περίοδο τής Ευρώπης; — νά τά προβλήματα πού ταράζουν τά τελευταία φωτεινά χρόνια τοΰ Νίτσε. Δέν μπορεί ν’ Απαντήσει, μπροστά άπό τή φοβερή πλημμύρα πού ανεβαίνει ή καρδιά του δειλιάζει, μέσα στήν ανικανότητα τούτη καί τήν άγων ία άρχίζει νά κατρακυλάει το μυαλό του.
Ξαναρίχνεται στα παλιά του διονυσιακά τραγούδια καί μέ πικρότατο προαίσθημα τραγουδάει το κύκνειό του:
«Ο ήλιος βασιλεύει’ — σε λίγο πια, θα ξεδιψάσεις,— φλέγόμενη καρδιά μου !— 'Ο άγέρας άρχίζει νά δροσερεύει' —νιώθω τις αναπνοές απο άγνωστα στόματα,—τό μέγα κρύο κατεβαίνει!
"'Ο άγέρας είναι ήσυχος κι άγνός'—δέ μου ’ρίξε μιά λόξη ματιά —και γοητευτική — ή νύχτα τούτη ; Βάστα δυνατά, ώ γενναία καρδιά μον ! Μη ρωτάς τό γιατί, — ώ δειλινό της ζωής μου ! -- Ό ήλιος βασιλεύει’*
Γρήγορα πλάκωσε τό σκοτάδι στο νου του- βάσταξε έντεκα χρόνια, ίσαμε τό θάνατο. Κάποτε έπαιρνε ενα βιβλίο· στά χέρια του καί ρωτούσε τήν άδερφή του: «Δέν εγραψα κι εγώ ώραΐα βιβλία;» Κι όταν τού έδειξαν τήν εικόνα τού Βάγνερ, είπε: «Αύτόν, τον άγάπησα πολύ!»
Στράφηκα' στό παγκάκι τού έγγλέζικου πάρκου, δίπλα μου* κάθουνταν άκόμα άχνός, συμμαζεμένος, ό ίσκιος. Δυό άεροπλάνα πέρασαν μουγκρίζοντας άπο πάνω μας' δέ σήκωσε τά μάτια νά τά δει' κοίταζε χάμω τά πεσμένα κίτρινα φύλλα, τής καστανιάς κι ετρεμε σά νά τουρτούριζε.
"Ενας μικρός έφημεριδοπώλης πέρασε διαλαλώντας καινούρια μηνύματα πολέμου: Στή Μόσχα ύπογράφτηκε ή γερμανοσοβιετική συνθήκη, κι άν ύπήρχε άκόμα κανένα φώς στον ούρανό, χάθηκε...
Ό Τσιγκισχάνος φορούσε ενα σιδερένιο δαχτυλίδι κι απάνω του ήταν χαραγμένες δυό λέξες: «Ραστί -Ρουστί», Δύναμη-Δίκιο. Ή έποχή μας φόρεσε τό σιδερένιο τούτο δαχτυλίδι.
Ποιος ήταν πού διαλάλησε πώς ή ούσία τής ζωής είναι ή λαχτάρα ν’ άπλωθεΐ καί νά κυριαρχήσει καί πώς μονάχα ή δύναμη είναι άξια νά ’χει δικαιώματα; Ποιος προφήτεψε τον Υπεράνθρωπο; Ό Υπεράνθρωπος έφτασε, κι ο προφήτης του, ζαρωμένος, μάχεται νά κρυφτεί κάτω από ένα χινοπωριάτικο δέντρο.
Πρώτη φορά σήμερα, ύστερα από τόσα χρόνια πού γιορτάζω στή μοναξιά μου τά μνημόσυνα τού μαρτυρικού προφήτη, ένιωσα γι’ αύτόν μιά τόσο τραγική συμπόνια. Γιατί πρώτη φορά είδα τόσο φανερά πώς είμαστε καλάμια στά χείλια κάποιου αόρατου Τσοπάνη καί παίζουμε ότι σκοπό μάς φυσήξει.
Κοίταζα τά βαθουλωμένα μάτια, τό άπόγκρεμνο μέτωπο, τά κρεμάμενα μουστάκια:
—’ Ήρθε ο Υπεράνθρωπος... τοΰ μουρμούρισα. Αύτό ήθελες;
’Μαζώχτηκε άκόμα πιό πολύ, σά θεριό πού κυνηγούν και κρύβεται ή σά θεριό έτοιμο νά χιμήξει. Κι άκούστηκε άπό τόν άλλον όχτο ή φωνή του· περήφανη καί πεισματωμένη:
— Αύτό!
Ένιωθα πώς ή καρδιά του σπαράζουνταν νά τό μολοήσει.
— Έσπειρες, καί τώρα κοίταξε τό θερισμό·. Σου άρέσει;
Κι άκούστηκε άπό τόν άλλον όχτο μιά άπελπισμένη, σπαραχτική κραυγή:
— Μου άρέσει!
"Οταν σηκώθηκα άπό τό παγκάκι τοΰ πάρκου, μόνος πιά, νά φύγω, ένα βομβαρδιστικό αεροπλάνο περνούσε μουγκρίζοντας απάνω άπό τήν πολιτεία. Τό αεροπλάνο, πού τό φαντάστηκε ο Λεονάρδος σαν αγαθό τεχνητό πουλί νά -κουβαλά άπό τ’ αψηλά κορφοβούνια χιόνι τό καλοκαίρι καί νά τό σκορπίζει στις πολιτείες νά δροσίζουνται, περνούσε τώρα φορτωμένο μπόμπες...
— Όμοια πετούν, είπα, έχοντας πάντα τό λογισμό μου στον ειρηνικό προφήτη τού πολέμου, όμοια πετουν άπό τό νου του ανθρώπου οι στοχασμοί σαν κορυδαλλοί τά ξημερώματα, καί μόλις τούς χτυπήσει ό δριμύς αγέρας τής αυγής μεταμορφώνουνται σέ άγρια σαρκοβόρα όρνια.
Φωνάζει ο δύστυχος πατέρας καί διαμαρτύρεται άπελπισμένος: «Δέν ήθελα αυτό. Δέν ήθελα αυτό!» μά τα όρνια περνούν άπάνω από το κεφάλι του στρηνιάζοντας, σά νά τον προγκούνε.

*Από τον Πρόλογο του βιβλίου "Ταξιδεύοντας Αγγλία" του Νίκου ΚαζαντζάκηΕτικέτες: ΝΙΚΟΣ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ, ΦΡΙΝΤΡΙΧ ΝΙΤΣΕ, ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ, ΝΙΤΣΕ
Πηγή: http://philipposphilios.com
Ο Νίκος Καζαντζάκης γεννήθηκε στο Ηράκλειο της τουρκοκρατούμενης Κρήτης. Σπούδασε Νομική στην Αθήνα (1902-1906), και μεταπτυχιακά στο Παρίσι (1907-1909), όπου επηρεάστηκε βαθύτατα από τις φιλοσοφικές αρχές του Μπερξόν και του Νίτσε. Την εποχή αυτή αρχίζει η συστηματική του ενασχόληση με τα γράμματα. Πραγματοποίησε πλήθος ταξιδιών στο εξωτερικό, αρκετές φορές ως ανταποκριτής εφημερίδων. Υπηρέτησε ως γενικός διευθυντής στο Υπουργείο Περιθάλψεως (1919), διορίστηκε Υπουργός άνευ Χαρτοφυλακίου (1945) και εργάστηκε ως σύμβουλος λογοτεχνίας στην UNESCO (1946). Διετέλεσε πρόεδρος της Εταιρείας Ελλήνων Συγγραφέων. Το 1956 τιμήθηκε με το Βραβείο Ειρήνης και προτάθηκε ως υποψήφιος για το Νόμπελ Λογοτεχνίας εννέα φορές.

Ο ίδιος θεωρούσε τον εαυτό του πρωτίστως ποιητή, έχοντας γράψει την Οδύσεια, ένα μεγαλόπνοο έργο με 24 ραψωδίες και 33.333 στίχους. Διακρίθηκε στη δραματουργία (Προμηθέας, Καποδίστριας, Κούρος, Νικηφόρος Φωκάς, Κωνσταντίνος Παλαιολόγος, Χριστόφορος Κολόμβος, κ.ά.), στη συγγραφή ταξιδιωτικών εντυπώσεων (Ισπανία, Ιταλία, Αίγυπτο, Σινά, Ιαπωνία και Κίνα, Αγγλία, Ρωσία, Ιερουσαλήμ και Κύπρο), στα φιλοσοφικά δοκίμια (Ασκητική, Συμπόσιο, κ.ά.). Ωστόσο, ευρύτερα γνωστός έγινε από τα μυθιστορήματά του: Βίος και πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά (1946), Ο Χριστός ξανασταυρώνεται (1948), Ο καπετάν Μιχάλης (1950), Ο τελευταίος πειρασμός (1951), Αναφορά στο Γκρέκο (1961), κ.ά. Το έργο του έχει μεταφραστεί και εκδοθεί σε περισσότερες από 50 χώρες και έχει διασκευαστεί για το θέατρο, τον κινηματογράφο, το ραδιόφωνο και την τηλεόραση.

ΔΕΝ ΗΤΑΝ ΝΗΣΙ

Δεν ήταν νησί
ήταν θεριό που κείτουνταν στη θάλασσα
Ήταν η γοργόνα
η αδερφή του ΜέγαΑλέξανδρου
που θρηνούσε
και φουρτούνιαζε το πέλαγο

Άμα λευτερωθεί η Κρήτη
θα λευτερωθεί κι εμένα η καρδιά μου
Άμα λευτερωθεί η Κρήτη
θα γελάσω.

ΤΟΥ ΦΕΓΓΑΡΙΟΥ ΤΟ ΔΕΙΠΝΟ

Βραδιά ανοιξιάτα, ανάλαφρο μελτέμι
Κι ορθάνοιχτο στο πέλαο παραθύρι
Αχνό το πρώτο πρώτο αστέρι τρέμει
Μέσ’ του ουρανού το δροσερό ζαφείρι

Ξυπόλυτη, ξεχτένιστη, ευωδάτη
Σαν αγαπώ που δε χαλάει χατίρι
Στον κόρφο μας η νύχτα πέφτει αφράτη
Και τ’ άστρα της αντιδονούν σαν ζίλια
Και κρέμεται η ψυχή μας πια χορτάτη
Στου βραδινού αγαθού θεού τα χείλια

Στου τραγουδιού τον άγριο πεντοζάλη
Στου στοχασμού τα πιο ψηλά μπουρίνια
Στημόνι ο νους και φάδι τ’ όνειρό σου
Και στο νησί του ύπνου μοναχός σου
Πλάθεις ψυχές και τις περνάς γιορτάνι
Κι αχούν και κλαίν και τρέμουν στο λαιμό σου

Βραδιά ανοιξιάτα, ανάλαφρο μελτέμι
Κι ορθάνοιχτο στο πέλαο παραθύρι
Αχνό το πρώτο πρώτο αστέρι τρέμει
Μέσ’ του ουρανού το δροσερό ζαφείρι

Σα στήθια απάρθενα οι μελίγγοι τρίζουν
Γένηκαν παπαρούνες τα σπαρμένα
Γελάει το δειλινό κι αντιφεγγίζουν
Στ’ άδεια νερά του ανθρώπου τα γραμμένα
Σα στήθια απάρθενα οι μελίγγοι τρίζουν
Γενήκαν παπαρούνες τα σπαρμένα

Σα δάσος ελατώμησες τον ύπνο
Κι όλα γένηκαν μπλάβοι αχνοί και πάνε
Καλεστικοί στου φεγγαριού το δείπνο
Άντρες. Θεοί, Κοπέλες ροβολάνε
Κι όλα γένηκαν μπλάβοι αχνοί και πάνε
Καλεστικοί στου φεγγαριού το δείπνο
Άντρες. Θεοί, Κοπέλες ροβολάνε
Καλεστικοί στου φεγγαριού το δείπνο

ΔΟΝ ΚΙΧΩΤΗΣ

Χίμα η ψυχή να μπει μεσ’ το όνειρο της
Κι ασκώθη ορθός πονώντας τον αχό της
Ο φλογερός της αμμουδιάς πολέμαρχος
Ο μέγας ασκητής ο Δον Κιχώτης

"Σώπα ψυχή" της κράζει ο γέρος άρχος
Κι ότι άφηκε άτελο ο Θεός στη μέση
Εγώ θα το τελέψω, εγώ ο πολέμαρχος.

Τούτο ‘ναι το ρηγάτο της ιδέας
Φίδια φαρμακερά ‘ναι τα αγαθά του
Κι ένας μονάχα ανθός σγουρός της νέας
Ανύπαρκτης μας αγαπώς
Ανύπαρκτης μας αγαπώς
Η ανάρια, κρυφή, πολύ ευωδιά της Δουλτσινέας

Συνάστερο το μέγα μεσονύχτι
Θρηνιέται και μαδάει κατακορφής του
Μα αυτός, βουβός, τον μαύρο σπιρουνίζει
Κι αγάλια ξεπνεμένος της ψυχής του
Το ανέλπιδο ανηφόρι ανηφορίζει

"Σώπα ψυχή" της κράζει ο γέρος άρχος
Κι ότι άφηκε άτελο ο Θεός στη μέση
Εγώ θα το τελέψω, εγώ ο πολέμαρχος.

ΚΑΠΕΤΑΝ ΜΙΧΑΛΗΣ

Με τ’ άκουρα του γένια της τρομάρας
Τα στενοσόκακα περνάει διαλάλης
Μιας σκοτεινής αμίλητης λαχτάρας
Ο μέγα γιος ο Καπετάν Μιχάλης

Μίλα και ξεχειλίζει ο νους του αντάρες
Καπνίζουν του στηθιού του οι πυρομάχοι
Κι ως κέρατα στριφτά μες τις Μαδάρες
Φυτρώνουν διακλαδίζονται οι λαχτάρες

Στραβά φοράει το φέσι, στην ανήλια,
Φοβέρα της Τουρκίας, το μόσχο χύνει
Κι αργά, βουβά, με του ματιού τ’ αρπάγια
Τα βενετσιάνικα κουνάει μουράγια

Με τ’ άκουρα του γένια της τρομάρας
Τα στενοσόκακα περνάει διαλάλης
Μιας σκοτεινής αμίλητης λαχτάρας
Ο μέγα γιος ο Καπετάν Μιχάλης

Σουρνει κρυφά το λάζο και βαθιά του
Στο μπράτσο του το μπήγει να ‘λαφρώσει
Αίμα πηδά ζεστή πηγή θανάτου
Μα δεν μπορεί τον πόνο να μερώσει

Αϊτόχαρη ψυχή μου θυγατέρα
Νάχεν η γης χειρολαβές κερκέλια
Μαζί μου ν’ ανέβει στον μπλαβό αιθέρα
Στου νου μου κρεμασμένη τα τσιγκέλια

ΚΥΡΑ ΤΩΝ ΑΜΠΕΛΙΩΝ

Κυρά μου αμπελιώτισσα,
κυρά μου αφέντρα του κρασιού
και της χαράς σ’ αφήνω γεια,
τσιμπούσι έχει ο καπετάν Μιχάλης.

Βοήθα με να βαστάξω Παρθένα μου
φώτισε, τ’ ανήμερο θεριό να ξεθυμάνει,
γρήγορα να πάω στο σπιτάκι μου.

Κυρά μου αμπελιώτισσα,
κυρά μου αφέντρα του κρασιού
και της χαράς σ’ αφήνω γεια,
τσιμπούσι έχει ο καπετάν Μιχάλης.
==================

ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΕΦΕΡΗΣ, ΚΙΚΗ ΔΗΜΟΥΛΑ, ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΑΡΑΝΤΑΡΗΣ, ΓΙΩΡΓΟΣ ΠΑΥΛΟΠΟΥΛΟΣ, ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΑΡΚΟΠΟΥΛΟΣ, ΙΩΑΝΝΗΣ ΠΟΛΕΜΗΣ, ΤΕΛΛΟΣ ΑΓΡΑΣ, ΝΑΠΟΛΕΩΝ ΛΑΠΑΘΙΩΤΗΣ.

Φίλες και Φίλοι αγαπητοί συνταξιδιώτες στα μονοπάτια της ποίησης και των Ποιητών σας καλημεροκαλησπερίζω γιατί όπως έχουμε πει σε κάποια σημεία του πλανήτη ξημερώνει και σε κάποια άλλα νυχτώνει. Το γιατί συμβαίνει αυτό είναι απλό, είναι θέμα οπτικής και όχι μόνο. Σκέφτομαι μερικές φορές το πόσο τυχεροί ήμασταν οι άνθρωποι της γενιάς μου που υπήρχαν ταυτόχρονα όλα αυτά τα σημαντικά πρόσωπα στην ποίηση, στην λογοτεχνία, στην ζωγραφική και γενικότερα στις τέχνες και την πολιτική. Κοιτάζοντας σήμερα γύρω μας δεν υπάρχουν πνευματικοί γίγαντες παρά μόνο κάποιοι που παριστάνουν τους γίγαντες, δυστυχώς. Το μενού σήμερα έχει ΣΕΦΕΡΗ, ΔΗΜΟΥΛΑ, ΣΑΡΑΝΤΑΡΗ, ΠΑΥΛΟΠΟΥΛΟ, ΜΑΡΚΟΠΟΥΛΟ, ΠΟΛΕΜΗ, ΑΓΡΑ ΚΑΙ ΛΑΠΑΘΙΩΤΗ. Κάποιες, ελάχιστες φωτεινές αστραπές που υπάρχουν δεν αρκούν, και φυσικά δεν προβάλλονται και δεν αναζητούνται. Σας χαιρετώ με σεβασμό και επικούρεια διάθεση Επίκουρος ο Γοργογυραίος. Έρρωσθε και Ευδαιμονείτε. 

Y.Γ. Αυτά και αυτοί που προβάλλονται σήμερα είναι κάποιοι που πάνε σε μία γιορτή που κυρίως εκεί βρίσκονται παιδιά, και αρχίζουν να παρουσιάζουν τα σκατά που έχουν στην ψυχή τους σε δημόσια θέα, φταίνε μόνο αυτοί; προφανώς φταίνε και οι υπεύθυνοι της δημοτικής αρχής που δεν διαφύλαξαν τον θεσμό του Μύλου των Ξωτικών, μιας γιορτής που αποφέρει τεράστια κέρδη για τις επιχειρήσεις του νομού Τρικάλων και το κυριότερο που αυτή η γιορτή ΑΦΟΡΑ ΠΑΙΔΙΑ. Μήπως κάποιοι λεβέντες της δημοτικής αρχής θα έπρεπε ήδη να έχουν παραιτηθεί; Μήπως τέτοιοι που είμαστε τέτοιοι μας αξίζουν; Ευτυχώς που υπάρχουν και οι ποιητές.

Γιώργος Σεφέρης 

Ο Γιώργος Σεφέρης (πραγματικό όνομα Γιώργος Σεφεριάδης, 1900-1971) γεννήθηκε στις 29 Φεβρουαρίου ή στις 13 Μαρτίου του 1900 στην Σμύρνη της Μικράς Ασίας και ήταν γιος του Στυλιανού και της Δέσπως Σεφεριάδη (το γένος Τενεκίδη). Ο Στυλιανός Σεφεριάδης υπήρξε διακεκριμένος ακαδημαϊκός και καθηγητής του Διεθνούς Δικαίου στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, συγγραφέας (με πλουσιότατο επιστημονικό έργο) και διπλωμάτης. Την αγάπη του για τη λογοτεχνία θα την μεταδώσει και στα τρία του παιδιά, Γιώργο, Άγγελο και Ιωάννα (μετέπειτα σύζυγο του Κωνσταντίνου Τσάτσου), τα οποία και θα ασχοληθούν με αυτήν. Το 1914, με την αρχή του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου η οικογένεια Σεφεριάδη μετακομίζει στην Αθήνα όπου ο Σεφέρης τελειώνει το Γυμνάσιο το 1917. Κατόπιν θα μεταβεί στο Παρίσι όπου και θα σπουδάσει Νομικά ως το 1924. Ήδη όμως από το 1918 θα εκδηλωθεί η αγάπη του για την ποίηση και θα αρχίσει να γράφει στίχους. Στα χρόνια των σπουδών του, όντας στο εξωτερικό, έχει την ευκαιρία να έρθει σε άμεση επαφή με τα λογοτεχνικά ρεύματα της εποχής. Στο Παρίσι θα τον βρει και η Μικρασιατική Καταστροφή, η οποία θα τον επηρεάσει βαθύτατα και θα παραμείνει χαραγμένη στη μνήμη του. Το 1926 ο Γιώργος Σεφέρης θα αρχίσει την διπλωματική του σταδιοδρομία, διοριζόμενος στο Υπουργείο Εξωτερικών ως ακόλουθος. Μέχρι το 1962 που συνταξιοδοτείται θα υπηρετήσει ως υποπρόξενος και πρόξενος στο Λονδίνο (1931-1934), στην Κορυτσά της Αλβανίας (1936-1938), ως σύμβουλος τύπου στο Υπουργείο Εξωτερικών. Μετά την κήρυξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου θα ακολουθήσει την ελληνική Κυβέρνηση στην Κρήτη, την Αίγυπτο, την Νότια Αφρική και την νότια Ιταλία, και μετά την απελευθέρωση στην Αθήνα όπου και μένει μέχρι το 1948. Κατόπιν διορίζεται σύμβουλος στις ελληνικές πρεσβείες στην Άγκυρα και το Λονδίνο, αργότερα πρέσβης στο Λίβανο, τη Συρία, την Ιορδανία και το Ιράκ, και τελικά στο Λονδίνο (1957-1962). Το 1963 τιμήθηκε με το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας. Αφότου αποσύρεται από τη διπλωματική του σταδιοδρομία, αφοσιώνεται ολοκληρωτικά στο λογοτεχνικό του έργο, μέχρι το θάνατό του, το 1971. Η κηδεία του, εν μέσω της δικτατορίας και κατόπιν της Δήλωσής του το 1969, προσέλαβε τον χαρακτήρα εκδήλωσης εναντίον του καθεστώτος των συνταγματαρχών.

«Ο γυρισμός του ξενιτεμένου»

― Παλιέ μου φίλε τί γυρεύεις;
χρόνια ξενιτεμένος ήρθες
με εικόνες που έχεις αναθρέψει
κάτω από ξένους ουρανούς
μακριά απ' τον τόπο το δικό σου.

― Γυρεύω τον παλιό μου κήπο·
τα δέντρα μού έρχουνται ώς τη μέση
κι οι λόφοι μοιάζουν με πεζούλια
κι όμως σαν ήμουνα παιδί
έπαιζα πάνω στο χορτάρι
κάτω από τους μεγάλους ίσκιους
κι έτρεχα πάνω σε πλαγιές
ώρα πολλή λαχανιασμένος.

― Παλιέ μου φίλε ξεκουράσου
σιγά-σιγά θα συνηθίσεις·
θ' ανηφορίσουμε μαζί
στα γνώριμά σου μονοπάτια
θα ξαποστάσουμε μαζί
κάτω απ' το θόλο των πλατάνων
σιγά-σιγά θα 'ρθούν κοντά σου
το περιβόλι κι οι πλαγιές σου.

― Γυρεύω το παλιό μου σπίτι
με τ' αψηλά τα παραθύρια
σκοτεινιασμένα απ' τον κισσό
γυρεύω την αρχαία κολόνα
που κοίταζε ο θαλασσινός.
Πώς θες να μπώ σ' αυτή τη στάνη;
οι στέγες μού έρχουνται ώς τους ώμους
κι όσο μακριά και να κοιτάξω
βλέπω γονατιστούς ανθρώπους
λες κάνουνε την προσευχή τους.

― Παλιέ μου φίλε δε μ' ακούς;
σιγά-σιγά θα συνηθίσεις
το σπίτι σου είναι αυτό που βλέπεις
κι αυτή την πόρτα θα χτυπήσουν
σε λίγο οι φίλοι κι οι δικοί σου
γλυκά να σε καλωσορίσουν.

― Γιατί είναι απόμακρη η φωνή σου;
σήκωσε λίγο το κεφάλι
να καταλάβω τί μου λες
όσο μιλάς τ' ανάστημά σου
ολοένα πάει και λιγοστεύει
λες και βυθίζεσαι στο χώμα.

― Παλιέ μου φίλε συλλογίσου
σιγά-σιγά θα συνηθίσεις 
η νοσταλγία σού έχει πλάσει
μια χώρα ανύπαρχτη με νόμους
έξω απ' τη γης κι απ' τους ανθρώπους.

― Πια δεν ακούω τσιμουδιά
βούλιαξε κι ο στερνός μου φίλος
παράξενο πώς χαμηλώνουν
όλα τριγύρω κάθε τόσο
εδώ διαβαίνουν και θερίζουν
χιλιάδες άρματα δρεπανηφόρα.

Γιώργος Σεφέρης [Μέσα στις θαλασσινές σπηλιές]

Μέσα στις θαλασσινές σπηλιές
υπάρχει μια δίψα υπάρχει μια αγάπη
υπάρχει μια έκσταση,
όλα σκληρά σαν τα κοχύλια
μπορείς να τα κρατήσεις στην παλάμη σου.

Μέσα στις θαλασσινές σπηλιές
μέρες ολόκληρες σε κοίταζα στα μάτια
και δε σε γνώριζα μήτε με γνώριζες.
=========================

«Περιγιάλι το κρυφό».

Στο περιγιάλι το κρυφό
κι άσπρο σαν περιστέρι
διψάσαμε το μεσημέρι·
μα το νερό γλυφό.

Πάνω στην άμμο την ξανθή
γράψαμε τ’ όνομά της·
ωραία που φύσηξεν ο μπάτης
και σβήστηκε η γραφή.
Με τί καρδιά, με τί πνοή,

τί πόθους και τί πάθος
πήραμε τη ζωή μας· λάθος!
κι αλλάξαμε ζωή.

====================

Κική Δημουλά

«Όλο μαζί τίποτα δε χάνεται»

Θυμάσαι τη μικρή κανάτα του κρασιού
ζωγραφισμένη με ανθάκια μπλε στεφάνι
στο οινοχόο χείλος της;
- από την Αλσατία μου την πήρες ανόρεχτος
τι τη θες εμείς δεν πίνουμε ποτέ
που ξέρεις, επέμεινα, κάποτε ίσως χρειαστεί
θολά να γνωριστούμε.

Έσπασε το χεράκι της άνευ λόγου εκτός
από ένα ράγισμα βαθύ που είχε η αφή μου.

Τώρα από το χέρι το δικό σου την κρατώ
με το δικό σου χέρι στέρεα την κρατά
και οίνον τη γεμίζει θολωμένη
η αλκοολική εφεύρεσή μου.
========================
ΤΑ ΔΕΜΕΝΑ

Η θάλασσα του Σκαραμαγκά είναι δεμένη,
πηχτή. Από τα πετρελαιοφόρα
βγαίνει μαύρος καπνός ακινησίας.
Ας πούμε πως υπάρχεις.
Η διαδρομή ξεχειλώνει κρεμασμένη στο βλέμμα.
Λερώνει τους απάνω δρόμους ένα βρώμικο σύννεφο,
η καθαρή ψυχή κάτω αναβάλλεται πάλι.
Ας πούμε πως υπάρχεις.
Το άλογο θα μείνει δεμένο στο δέντρο.
Στο μυαλό μου πολλοί τέτοιοι κόμποι,
πολλά τέτοια δεσίματα.
Ας πούμε πως υπάρχεις.
Στου αυτοκινήτου τον καθρέφτη
κοιτάζεται ένα ξεροπήγαδο.
Στη γη εδώ – εκεί κάτι φρεσκοσκαμμένο.
Η ίδια φροντίδα
για τους νεκρούς και για τους σπόρους.
Η γη αναρριγεί.
Ας πούμε πως υπάρχεις.
=========================

ΦΥΛΛΟ ΦΘΙΝΟΠΩΡΟΥ


Ένα κίτρινο φύλλο σου,
φθινόπωρο,
σ’ έναν άνεμο ράθυμο κάθησε
και μ’ ακολούθησε επίμονα.
Το πήρα
και το κρατώ
σαν κάτι συμβολικό από μέρους σου,
σαν φιλικό αντίγραφο,
ίσως σαν ένα «ευχαριστώ»
που διόλου μέρος δεν έλαβα
στο καλοκαίρι τούτο...
Το πήρα
κι εξιχνιάζω
τις φετεινές προθέσεις σου
απέναντί μου.
=======================

Κική Δημουλά «Το Πλησιέστερο»

Κάτι πρωτόβγαλτα ως φαίνεται
στον κόσμο και στους νόμους του πουλάκια
κι εντούτοις ήδη κουρασμένα
γιατί δεν είναι τα φτερά
άπτωτη εύνοια και προνόμιο,
ρωτούν εμένα, ποιον, εμένα,
που είν’ το πλησιέστερο κλαδί
για ν’ ακουμπήσουν.

Δεν είμαστε καλά. Αν ήξερα εγώ
που είν’ το Πλησιέστερο
ότι έχει και βαθμό συγκριτικό
το ανύπαρκτο Πλησίον,
θα ‘τρεχα να το πιάσω πρώτη εγώ,
όλο κι απαραχώρητο,
κι ας ψόφαγαν πουλάκια
δίκια και προτεραιότητες
- κλαδιά σπασμένα το αλληλέγγυο.
Ας πάνε τα πουλάκια
τη μεγάλη Πείρα να ρωτήσουν
ν’ ακούσουν ό,τι είπε και σ’ εμένα
όταν ξεθεωμένη από κούραση άφτερη
τη ρώτησα που είναι ν’ ακουμπήσω
το πλησιέστερο κλαδί.
Δεν είμαστε καλά είχε καγχάσει
η μεγάλη Πείρα: αν ήξερα εγώ
που είν’ το Πλησιέστερο
θα ‘τρεχα να το πιάσω πρώτη,
όλο κι απαραχώρητο,
κι ας ψόφαγες εσύ
γιατί το πλησιέστερο κλαδί
είναι ο θάνατός σου η ζωή μου.
========================

Κική Δημουλά «Τα πάθη της βροχής»

Εν μέσω λογισμών και παραλογισμών
άρχισε κι η βροχή να λιώνει τα μεσάνυχτα
μ’ αυτόν τον νικημένο πάντα ήχο
σί, σί, σί.
Ήχος συρτός, συλλογιστός, συνέρημος,
ήχος κανονικός κανονικής βροχής

Όμως ο παραλογισμός
άλλη γραφή κι άλλην ανάγνωση
μού ‘μαθε για τους ήχους.
Κι όλη τη νύχτα ακούω και διαβάζω τη βροχή,
σίγμα πλάι σέ γιώτα, γιώτα κοντά στο σίγμα,
κρυστάλλινα ψηφία πού τσουγκρίζουν
και μουρμουρμίζουν ένα εσύ, εσύ, εσύ.

Κάθε σταγόνα κι ένα εσύ,
όλη τη νύχτα
ο ίδιος παρεξηγημένος ήχος,
αξημέρωτος ήχος,
αξημέρωτη ανάγκη εσύ,
βραδύγλωσση βροχή,
σαν πρόθεση ναυαγισμένη
κάτι μακρύ να διηγηθεί
και λέει μόνο εσύ, εσύ,
νοσταλγία δισύλλαβη,
ένταση μονολεκτική,
το ένα εσύ σα μνήμη,
το άλλο σαν μομφή
και σαν μοιρολατρία,
τόση βροχή για μια απουσία,
τόση αγρύπνια για μια λέξη,
πολύ με ζάλισε απόψε η βροχή
μ’ αυτή της τη μεροληψία
όλο εσύ, εσύ, εσύ,
σαν όλα τ’ άλλα νά ‘ναι αμελητέα
και μόνο εσύ, εσύ, εσύ.
========================

Κική Δημουλά «Σημείο Αναγνωρίσεως»

Σημείο Αναγνωρίσεως
άγαλμα γυναίκας με δεμένα χέρια
Όλοι σε λένε κατευθείαν άγαλμα,
εγώ σε πρσφωνώ γυναίκα κατευθείαν.

Στολίζεις κάποιο πάρκο.
Από μακριά εξαπατάς.
Θαρρεί κανείς πώς έχεις ελαφρά ανακαθήσει
να θυμηθείς ένα ωραίο όνειρο πού είδες,
πώς παίρνεις φόρα να το ζήσεις.
Από κοντά ξεκαθαρίζει το όνειρο:
δεμένα είναι πισθάγκωνα τα χέρια σου
μ’ ένα σκοινί μαρμάρινο
κι η στάση σου είναι η θέλησή σου
κάτι να σε βοηθήσει να ξεφύγεις
την αγωνία του αιχμάλωτου.
Έτσι σε παραγγείλανε στο γλύπτη:
αιχμάλωτη.
Δεν μπορείς
ούτε μια βροχή να ζυγίσεις στο χέρι σου,
ούτε μια ελαφριά μαργαρίτα.
Δεμένα είναι τα χέρια σου.
Και δεν είν’ το μάρμαρο μόνο ο Άργος.
Αν κάτι πήγαινε ν’ αλλάξει
στην πορεία των μαρμάρων,
αν άρχιζαν τ’ αγάλματα αγώνες
για ελευθερίες και ισότητες,
όπως οι δούλοι,
οι νεκροί
και το αίσθημά μας,
εσύ θα πορευόσουνα
μες στην κοσμογονία των μαρμάρων
με δεμένα πάλι τα χέρια, αιχμάλωτη.

Όλοι σε λένε κατευθείαν άγαλμα,
εγώ σε λέω γυναίκα αμέσως.
Όχι γιατί γυναίκα σε παρέδωσε
στο μάρμαρο ο γλύπτης
κι υπόσχονται οι γοφοί σου
ευγονία αγαλμάτων,
καλή σοδειά ακινησίας.
Για τα δεμένα χέρια σου, πού έχεις
όσους πολλούς αιώνες σε γνωρίζω,
σε λέω γυναίκα.

Σε λέω γυναίκα
γιατ’ είσ’ αιχμάλωτη.
=====================

Κική Δημουλά «Πέρασα»

(απόσπασμα του ποιήματος)

Ταξίδεψα μάλιστα.
Πήγα κι από δω, πήγα κι από κει...
Παντού έτοιμος να γεράσει ο κόσμος.
Έχασα κι από δω, έχασα κι από κει.
Κι από την προσοχή μου μέσα έχασα
κι από την απροσεξία μου.
Πήγα και στη θάλασσα.
Μου οφειλόταν ένα πλάτος. Πες πως το πήρα.
Φοβήθηκα τη μοναξιά
και φαντάστηκα ανθρώπους.
Τους είδα να πέφτουν
απ’ το χέρι μιας ήσυχης σκόνης,
που διέτρεχε μιαν ηλιαχτίδα
κι άλλους από τον ήχο μιας καμπάνας ελάχιστης.
Και ηχήθηκα σε κωδωνοκρουσίες
ορθόδοξης ερημίας.
Όχι, δεν είμαι λυπημένη.

Έπιασα και φωτιά και σιγοκάηκα.
Και δεν μου ‘λειψε ούτε των φεγγαριών η πείρα.
Η χάση τους πάνω από θάλασσες κι από μάτια,
σκοτεινή με ακόνισε.
Όχι, δεν είμαι λυπημένη.

Όσο μπόρεσα έφερ’ αντίσταση σ’ αυτό το ποτάμι
όταν είχε νερό πολύ, να μη με πάρει,
κι όσο ήταν δυνατόν φαντάστηκα νερό
στα ξεροπόταμα
και παρασύρθηκα.

Όχι, δεν είμαι λυπημένη.
Σε σωστή ώρα νυχτώνει.
=====================

Κική Δημουλά «Ὁ Πληθυντικός Ἀριθμός»

Ὁ ἔρωτας,
ὄνομα οὐσιαστικόν,
πολύ οὐσιαστικόν,
ἑνικοῦ ἀριθμοῦ,
γένους οὔτε θηλυκοῦ οὔτε ἀρσενικοῦ,
γένους ἀνυπεράσπιστου.
Πληθυντικός ἀριθμός
οἱ ἀνυπεράσπιστοι ἔρωτες.
======================
Ὁ φόβος,
ὄνομα οὐσιαστικόν,
στήν ἀρχή ἑνικός ἀριθμός
καί μετά πληθυντικός:
οἱ φόβοι.
Οἱ φόβοι
γιά ὅλα ἀπό δῶ καί πέρα.
=======================

Ἡ μνήμη,
κύριο ὄνομα τῶν θλίψεων,
ἑνικοῦ ἀριθμοῦ,
μόνον ἑνικοῦ ἀριθμοῦ
καί ἄκλιτη.
Ἡ μνήμη, ἡ μνήμη, ἡ μνήμη.
========================

Ἡ νύχτα,
ὄνομα οὐσιαστικόν,
γένους θηλυκοῦ,
ἑνικός ἀριθμός.
Πληθυντικός ἀριθμός
οἱ νύχτες.
Οἱ νύχτες ἀπό δῶ καί πέρα.

===================================

ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΑΡΑΝΤΑΡΗΣ

ΠΟΙΟΣ ΕΙΝΑΙ ΤΡΕΛΟΣ ΑΠΟ ΕΡΩΤΑ

Ποιος είν’ τρελός από έρωτα

ας κάνει λάκκους την αυγή
να πάμε εκεί
να πιούμε τη βροχή

Μια που εμείς σ’ όποια στέγη αράξουμε
σ’ όποιαν αυλή
ο άνεμος χαλνάει τον ουρανό τα δέντρα
κι η στείρα γη
μέσα σ’ εμάς βουλιάζει

Ποιος είν’ τρελός από έρωτα
ας κάνει λάκκους την αυγή
να πάμε εκεί
να πιούμε τη βροχή
======================

Γιώργος Σαραντάρης «Δεν είμαστε ποιητές σημαίνει...»

Δεν είμαστε ποιητές σημαίνει φεύγουμε,
σημαίνει εγκαταλείπουμε τον αγώνα,
παρατάμε τη χαρά στους ανίδεους,
τις γυναίκες στα φιλιά του ανέμου
και στη σκόνη του καιρού.

Σημαίνει πως φοβόμαστε
και η ζωή μάς έγινε ξένη,
ο θάνατος βραχνάς.

Ο Γιώργος Σαραντάρης θέλοντας να τονίσει τον εξαιρετικά σημαντικό ρόλο των ποιητών προσεγγίζει το θέμα του μέσω ενός αρνητικού ορισμού, παρουσιάζοντας έτσι, όχι ποια είναι τα χαρακτηριστικά του ποιητή, αλλά τι σημαίνει να μην είναι κάποιος ποιητής. Με την προσέγγιση αυτή η ιδιαίτερη προσφορά των ποιητών δίνεται με μεγαλύτερη έμφαση, καθώς ο αναγνώστης σε κάθε αρνητική διατύπωση αναζητά νοητά το αντίθετό της, για να σχηματίσει στη σκέψη του τον πλήρη ορισμό του ποιητή.
Όπως γίνεται αντιληπτό απ’ τις σκέψεις που καταγράφει ο Σαραντάρης οι ποιητές δε νοούνται πλέον ως πνευματικοί άνθρωποι που απέχουν από τα ζητήματα της καθημερινότητας, ασχολούμενοι αποκλειστικά με το ποιητικό τους έργο. Οι ποιητές κατέχουν πια πρωταρχικό ρόλο στους αγώνες της κοινωνίας, πρωτοστατούν στον αγώνα της ζωής και μέσα από το έργο τους καθοδηγούν και τους άλλους ανθρώπους, προσφέροντάς τους τη δυνατότητα να κατανοήσουν καλύτερα όσα συμβαίνουν γύρω τους.
Οι ποιητές, ως ευαίσθητοι δέκτες των μηνυμάτων της πραγματικότητας, αντιλαμβάνονται γοργά τις επερχόμενες εξελίξεις και φροντίζουν μέσω του έργου τους για την αφύπνιση των συνανθρώπων τους. Οι ποιητές δε στέκουν ως αμέτοχοι παρατηρητές, αλλά με αυξημένη αίσθηση καθήκοντος, καταγγέλλουν τα κακώς κείμενα και δίνουν μιαν αδιάκοπη μάχη ενάντια σ’ εκείνους που επιχειρούν την εκμετάλλευση και την υπονόμευση των πολιτών. Πηγή. latistor.gr
=======================

ΜΙΛΩ

Μιλῶ γιατὶ ὑπάρχει ἕνας οὐρανὸς ποὺ μὲ ἀκούει
Μιλῶ γιατὶ μιλοῦν τὰ μάτια σου
Καὶ δὲν ὑπάρχει θάλασσα δὲν ὑπάρχει χώρα
Ὅπου τὰ μάτια σου δὲ μιλοῦν

Τὰ μάτια σου μιλοῦν ἐγὼ χορεύω
Λίγη δροσιὰ μιλοῦν κι ἐγὼ χορεύω
Λίγη χλόη πατοῦν τὰ πόδια μου
Ὁ ἄνεμος φυσᾶ πού μᾶς ἀκούει.
=======================

ΓΙΩΡΓΟΣ ΠΑΥΛΟΠΟΥΛΟΣ
«Το άγαλμα και ο τεχνίτης»
Σαν έκλεινε το μουσείο

αργά τη νύχτα η Δηιδάμεια
κατέβαινε από το αέτωμα.
Κουρασμένη από τους τουρίστες
έκανε το ζεστό λουτρό της και μετά
ώρα πολλή μπροστά στον καθρέφτη
χτένιζε τα χρυσά μαλλιά της.
Η ομορφιά της ήταν για πάντα
σταματημένη μες στο χρόνο.


Τότε τον έβλεπε πάλι εκεί
σε κάποια σκοτεινή γωνιά να την παραμονεύει.
Ερχόταν πίσω της αθόρυβα
της άρπαζε τη μέση και το στήθος
και μαγκώνοντας τα λαγόνια της
με το ένα του πόδι
έμπηγε τη δυνατή του φτέρνα
στο πλάι του εξαίσιου μηρού της.

Καθόλου δεν την ξάφνιαζε
κάθε φορά που της ριχνόταν.
Άλλωστε το περίμενε, το είχε συνηθίσει πια.
Αντιστεκόταν τάχα σπρώχνοντας
με τον αγκώνα το φιλήδονο κεφάλι του
και καθώς χανόταν όλη
μες στην αρπάγη του κορμιού του
τον ένιωθε να μεταμορφώνεται
σιγά σιγά σε κένταυρο.

Τώρα η αλογίσια οπλή του
την πόναγε κάπου εκεί
γλυκά στο κόκαλο
και τον ονειρευότανε παραδομένη
ανάμεσα στο φόβο της και τη λαγνεία του
να τη λαξεύει ακόμη.

Στο ποίημα επιχειρούνται δύο υπερβάσεις: Με την πρώτη η Δηιδάμεια επαναφέρεται στη ζωή και αποχτάει ανθρώπινη υπόσταση, γίνεται πρόσωπο καθημερινό. Με τη δεύτερη αισθάνεται τον εαυτό της όχι μόνο ως αντικείμενο του πόθου του Κένταυρου (σύμφωνα με το σύμπλεγμα), αλλά του ίδιου του τεχνίτη (σύμφωνα με το ποίημα). Όπως θα διαπιστώσατε η ποιητική διεργασία ακολουθεί την εξής διαδρομή: πίσω από τα σημαινόμενα του συμπλέγματος (ερωτική επιθυμία του Κένταυρου για τη Διηδάμεια) βλέπει τον τεχνίτη, που βαθμιαία ταυτίζεται με τον Κένταυρο. Πρόκειται για μια ταύτιση που η αφετηρία της δεν είναι μόνο ψυχολογική αλλά και αισθητική: ο καλλιτέχνης, για να είναι αποτελεσματικός, πρέπει να ταυτίζεται, να μπαίνει όπως λέμε στο πετσί των προσώπων που ιστορεί ή πλάθει.
Το άγαλμα: Πρόκειται για λεπτομέρεια του δυτικού αετώματος του ναού του Διός στην Ολυμπία, που εκτίθεται στο εκεί αρχαιολογικό Μουσείο. Το αέτωμα αυτό παριστάνει τη μάχη μεταξύ Λαπιθών και Κενταύρων. Σύμφωνα με τη μυθολογία οι Λαπίθες ήταν λαός της Θεσσαλίας που κατοικούσε κοντά στο Πήλιο. Οι Κένταυροι ήταν τερατόμορφα όντα με σώμα ανθρώπου ως τη μέση και αλόγου κάτω από τη μέση. Όταν, λέει ο μύθος, παντρευόταν ο βασιλιάς των Λαπιθών Πειρίθους με τη νύμφη Δηιδάμεια, κάλεσε στο γάμο του το Θησέα, καθώς και τους γείτονές του Κενταύρους. Στο γαμήλιο συμπόσιο ο βασιλιάς των Κενταύρων Ευρυπίων μέθυσε και επιτέθηκε ερωτικά κατά της Δηιδάμειας. Ακολούθησε μάχη και οι Λαπίθες καταδίωξαν τους Κενταύρους. Η λεπτομέρεια στην οποία αναφέρεται το ποίημα παριστάνει τον Κένταυρο Ευρυπίωνα να αγκαλιάζει βίαια τη νύμφη Δηιδάμεια. Ολη η παράσταση της μάχης θεωρείται ότι εκφράζει την πάλη του πνεύματος με τα ζωώδη πάθη.
Ο τεχνίτης: Ο γλύπτης του αετώματος. Είναι άγνωστος, ανήκει πάντως στα μέσα του 5ου αι. π.Χ.
========================
Τα αντικλείδια

Η Ποίηση είναι μια πόρτα ανοιχτή.
Πολλοί κοιτάζουν μέσα χωρίς να βλέπουν
τίποτα και προσπερνούνε. Όμως μερικοί
κάτι βλέπουν, το μάτι τους αρπάζει κάτι
και μαγεμένοι πηγαίνουνε να μπουν.
Η πόρτα τότε κλείνει. Χτυπάνε μα κανείς
δεν τους ανοίγει. Ψάχνουνε για το κλειδί.
Κανείς δεν ξέρει ποιος το έχει. Ακόμη
και τη ζωή τους κάποτε χαλάνε μάταια
γυρεύοντας το μυστικό να την ανοίξουν.
Φτιάχνουν αντικλείδια. Προσπαθούν.
Η πόρτα δεν ανοίγει πια. Δεν άνοιξε ποτέ
για όσους μπόρεσαν να ιδούν στο βάθος.
Ίσως τα ποιήματα που γράφτηκαν
από τότε που υπάρχει ο κόσμος
είναι μια ατέλειωτη αρμαθιά αντικλείδια
για ν’ ανοίξουμε την πόρτα της Ποίησης.

Μα η Ποίηση είναι μια πόρτα ανοιχτή.

ð Πολλές είναι οι απόπειρες των ποιητών να ορίσουν την ποίηση:
Η ποίηση είναι ανάπτυξη ενός επιφωνήματος (Βαλερύ).
Η ποίησις είναι ανάπτυξις στίλβοντος ποδηλάτου (Εμπειρίκος).
Η ποίησις είναι το καταφύγιο που φθονούμε (Καρυωτάκης).
ð Να προσεχθεί πως ενώ το κλειδί είναι ένα, τα αντικλείδια είναι πολλά.
Σχόλιο
Το ποίημα είναι ένας μύθος για την ποίηση και αφηγείται μία επαναλαμβανόμενη ανά τους αιώνες απόπειρα να παραβιασθεί η ανοιχτή της πόρτα. Το πρόσωπο που αφηγείται έχει καθολική εποπτεία στον χώρο που είναι ο κόσμος και στον χρόνο που είναι από τότε που υπάρχει ο κόσμος. Αξίζει να προσεχθεί ότι το ποίημα τελειώνει όπως άρχισε (κύκλος) και γίνεται έτσι το ίδιο φορέας της εμπειρίας που περιγράφει.
ΠΗΓΗ: https://latistor.blogspot.co
========================
ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΑΡΚΟΠΟΥΛΟΣ.


Γιώργος Μαρκόπουλος

«Τα ποιήματα, ένα ποτάμι, ο ποιητής»
Τα ποιήματα είναι τόσο δύσκολα, το ξέρετε.
Και αν σηκώσεις τις λέξεις, είναι τόσο θλιμμένα
σαν δάχτυλα που πόνεσες μια νύχτα με αγωνίες.

Ένα ποτάμι είναι ένας ξένος που κρύβεται, το ξέρετε.
Την ημέρα πηγαίνει στη θάλασσα.
Το απόγευμα λουφάζει ακίνητο
σαν αγρίμι που πέρασαν δίπλα του κυνηγοί.


Ο ποιητής, ένας δήθεν αδιάφορος
που κρύβει τα χέρια του στις τσέπες.

(Οι πυροτεχνουργοί, 1979)

Ο Γιώργος Μαρκόπουλος συνθέτει ένα ποίημα ποιητικής στο οποίο πραγματεύεται τόσο τη δυσκολία της ποιητικής δημιουργίας, όσο και τη στάση του ποιητή απέναντι σε ό,τι αποτελεί το πρωτογενές υλικό της τέχνης του.
Η πρώτη στροφή ξεκινά με τη διαπίστωση του ποιητή πως όλοι γνωρίζουν πόσο δύσκολα είναι τα ποιήματα, πόσο εξαντλητικά απαιτητική είναι η σύνθεση και η δημιουργία ποίησης. Αν σηκώσεις, μας λέει ο ποιητής τις λέξεις των ποιημάτων, αν προσπαθήσει δηλαδή κάποιος να ελέγξει τα συστατικά στοιχεία του ποιήματος, θα εντοπίσει τη θλίψη που κρύβουν. Μοιάζουν με τα δάχτυλα ενός ανθρώπου, που σε μια νύχτα αγωνίας τα έχει καταπονήσει σφίγγοντάς τα.
Μια παρομοίωση οικεία για κάθε άνθρωπο που έχει πονέσει κι έχει ενστικτωδώς σφίξει τα σκεπάσματα του κρεβατιού, σε μια προσπάθεια να εκτονώσει την ένταση της ψυχής του.
---------------------------------------------------------

- Το βουνό ολόκληρο, αποβραδίς ήδη, 
στον αέρα βολόδερνε,
έτσι που τα δέντρα ησυχία δεν βρίσκαν,
ώσπου η νύχτα σιγά σιγά στην αγκαλιά της τα συνεπήρε.
Τίποτα πια δεν ακουγόταν μα ούτε και φαινόταν.

Την άλλη μέρα μονάχα προς το μεσημέρι
νέκρα απλωνόταν παντού
και αίμα από τραυματισμένο αγρίμι που πάει στη φωλιά του
πάνω στο χιόνι.

-Ναι, τους είδα και έπαιζαν στον άλλο κόσμο τάβλι,
όλους εκείνους της τάξεως των αγροφυλάκων
που μας έπαιρναν τις σφενδόνες τότε και τα σταφύλια·
και ήταν χαρούμενοι, ναι, τους είδα, σας λέω,
με τις στολές τους, και έπαιζαν τάβλι με ζάρια τα δόντια τους.

- Έβαλαν ένα κερί πάνω σε ένα τραπέζι
-μνημόσυνο ποιητού-
και μαζεύτηκαν πέντ' έξι εφτά -ποιητές κι αυτοί-
και διάβαζαν, διάβαζαν ποιήματα του χαμένου,
και ολόλυζαν και χειροκροτούσαν και δάκρυζαν
και φώναζαν και αλάλαζαν και έκλαιγαν και πάλι,
και χειροκροτούσαν και φώναζαν και αλάλαζαν
ξανά, ξανά, ξανά και ξανά.

Σκύλοι που έκλαιγαν σκύλο.
Κρυφός κυνηγός, Κέδρος, 2010
========================

Πού πήγαν όλοι, πού χάθηκαν;
Αυτός που κάποτε ήθελε να αλλάξει τον κόσμο,
το παιδί που μικρό ήσυχο δεν καθόταν,
ο άλλος μετά, του έρωτα ο έφηβος ο πληγωμένος,
ο ατίθασος του στρατού ο σκληρός ο ατρόμητος,
των δρόμων ο φλογερός οδοιπόρος ακόμη,
πού πήγαν, πού χάθηκαν;
Ένας άνεμος τους φύσηξε, τους τύλιξε.
Κι εκείνος που φοβήθηκε, μένοντας μόνος, την αϋπνία,
ορίστε, να τος, γυρνά τώρα στους δρόμους
κρατώντας στα χέρια μήλα και σόμπες.
Κρυφός κυνηγός, Κέδρος, 2010

=========================
ΙΩΑΝΝΗΣ ΠΟΛΕΜΗΣ
''ΣΤΗΝ ΠΑΡΓΑ ΠΙΣΩ''

Και μ΄ όλο το τρισκότοδο τους γνώρισα απ΄ αλάργα
στη στράτα και στα ξώστρατα, που παν κατά την Πάργα.

Δεν ήταν ούτε δέκα, ούδ΄ εκατόν. Καθείς στο χέρι εκράτει
κι΄ από ΄να σάκκον τρίχινο, κι΄ οι σάκκοι ήταν γεμάτοι.

Κι΄ εκείνοι σαν να πήγαιναν σε πανηγύρι γάμου,
λες κι΄ είχαν όλοι τους φτερά και δεν πατούσαν χάμου.
-Κι΄ αν είστε και φαντάσματα μπορώ να σας ρωτήσω.
Που πάτε τόσο βιαστικά?

-Πάμε στην Πάργα πίσω.
-Και μες΄ στους σάκκους τι έχετε κρυμμένα, βρυκολάκοι,
-Με πεθαμένων κόκκαλα γεμάτοι είν΄ όλοι οι σάκκοι.
Διαβάτη δεν τα γνώρισες τ΄Αλή-Πασά τα χρόνια.
Σταλμένος απ΄ τα Τάρταρα τα μαύρα καταχθόνια,
σα να βουλήθηκε απ΄ τη γη κάθε καλό να λείψει,
έσπερνε το ξολόθρεμα, το χαλασμό, τη θλίψη.

Τότε στα χέρια του έπεσε κι΄ η Πάργα, η παινεμένη.
Μα η Πάργα κιαν σκλαβώθηκε, ψυχή δεν απομένει.
Άνδρες, γυναίκες και παιδιά και νιοι και γέροι κι΄ όλοι
αφήνοντας παντέρημη τη σκλαβωμένη πόλη,
εξεκινήσαμε μαζί να βρούμε αλλού πατρίδα.

Πως το θυμούμαι! Συμφορές πολλές στον κόσμο είδα
και γνώρισα στη ζήση μου, καμμιά όμως σαν εκείνη,
Μια είν΄ η πατρίδα καθενός, δεύτερη δεν θα γίνει!...

Πριν ξεκινήσουμε μαζί τη νύχτα με φανάρια
στο κοιμητήρι επήγαμε κρατώντας τα΄ αξινάρια,
κι΄ απ΄ άκρη ως άκρη σκάβοντας το κάναμε χωράφι
κι΄ ανοίξαμε τα μνήματα κι΄ έγιναν λάκκοι οι τάφοι,
και πήραμε τα κόκαλα και τους σταυρούς ακόμα,
για να μη μείνει τίποτα στο σκλαβωμένο χώμα.

Και φύγαμε. Περνά καιρός και εμείς αγάλι-αγάλι
πεθαίναμε κι η μια γενιά κληρονομάει την άλλη.
Ως ότου χθες μεσάνυχτα, κράζοντας πέρα ως πέρα
μια σάλπιγγα ετρικύμησε τον ξάστερον αγέρα
σαν τα΄ Αρχαγγέλου η σάλπιγγα για την στερνή την κρίση.
Τα κόκαλα, που λευτεριά τους είχαμε χαρίσει
κι΄ ανήσυχα, ανυπόμονα την ώρα καρτερούσαν,
(γιατί στην έρμη ξενιτιά την Πάργα ελαχταρούσαν)
πήραν φωνή, κι΄ ανάκραζαν, φωνή βαθειά μεγάλη:
-«Η Πάργα ξεσκλαβώθηκε, πηγαίνετέ μας πίσω πάλι».
==========================

ΤΕΛΛΟΣ ΑΓΡΑΣ

Πρώτη μέρα στὸ σχολειό

«Τόση βιάση καὶ σπουδή;
Γιὰ ποῦ πᾶς, καλὸ παιδί;
Κίνησες νωρὶς-νωρὶς
καὶ τρεχάτος προχωρεῖς;

Στάσου δὰ νὰ διασκεδάσεις
μὲ τὶς ὀμορφιὲς τῆς Πλάσης!
Κόψε ἀπ᾿ τὰ περβόλια πάλι
τοῦ χινόπωρου τὰ κάλλη!»

«Νὰ σταθῶ; Δὲν εὐκαιρῶ,
γιατὶ πάω στὸ φτερό.
Καὶ ποῦ πάω, νὰ στὸ πῶ;
Στὸ σχολειό μου π᾿ ἀγαπῶ!

Ἄνοιξε γιὰ πρώτη μέρα.
Βλέπεις τὰ παιδιὰ ἐκεῖ πέρα;
Ἔχουν μόνα τους ταιριάξει
χωριστὰ κάθε μιὰ τάξη».

«Εἶσαι, βλέπω, μαθητής.
Μὰ στὸν ὦμο τὶ κρατεῖς,
ποὺ μὲ τὴ ματιὰ τὴν πρώτη
σ᾿ ἔκαμα γιὰ στρατιώτη;»

«Εἶναι τ᾿ ἄρματά μου αὐτά,
τ᾿ ἀκριβά τ᾿ ἀγαπητά:
Τὸ κοντύλι μου κι ἡ πλάκα,
τὸ βιβλίο μου στὴ σάκα.

Κι ἔλα πιὰ νὰ σὲ χαρῶ,
μὲ ρωτᾶς κι ἀργοπορῶ...
Εἶναι ἡ ὥρα περασμένη,
ἄκου, ὁ κώδωνας σημαίνει.
========================
Φεγγαράκι

Φεγγαράκι ἀληθινὸ
βγαίνει πίσω ἀπ᾿ τὸ βουνό.
Μιὰ φωνὴ τραγουδιστὴ
στὰ σοκάκια κελαηδεῖ,
κάποιο ἀγόρι περπατεῖ,
καὶ γλυκὰ τὸ τραγουδεῖ.
«Φεγγαράκι μου λαμπρό,
φέγγε μου νὰ περπατῶ.
Φεγγαράκι μου καλό,
χαϊδεμένο κι ἁπαλὸ
φέγγε μέσα στὴν αὐλή,
φέγγε στ᾿ ἄσπρα μας σκαλιά,
τοῦ τζαμιοῦ μας τὸ γυαλί,
στοῦ παπποῦ τ᾿ ἄσπρα μαλλιά,
φεγγαράκι μου λαμπρό,
χαρωπό, λυπητερό».
Φεγγαράκι ἀληθινό,
συργιανᾶ στὸν οὐρανό.
Τὸ τραγούδι τὸ γλυκὸ
σβήνει μὲς τὴ γειτονιά.
Τὸ παιδί, περαστικό,
θἄχει στρίψει ἀπ᾿ τὴ γωνιά.
Φεγγαράκι μου λαμπρό,
σ᾿ ἀγαπῶ σὰ θησαυρό.
=======================
Τριαντάφυλλα μιανῆς μέρας

Τριαντάφυλλα μιανῆς ἡμέρας τ᾿ Ἅη Γιωργιοῦ,
στὰ κοριτσίστικα τὰ χέρια ἑνὸς παιδιοῦ,
τριαντάφυλλα δικά σου καὶ νὰ τὰ κρατεῖς,
σὰν ἀναπάντεχο καλὸ μεσοστρατίς!

Τὰ πολυδουλεμένα, τριπλοσκαλιστά,
πολύδιπλα, πολύφυλλα, ἀνοιχτά!
τ᾿ ἀγέρι τὰ συγκρούει, τ᾿ ἀγέρι τὸ ψιλό,
καὶ γιὰ ξεφύλλισμα τ᾿ ἀνοίγει ἀπατηλό...

Ἄνοιξη ἡ γειτονιὰ κι ἡ μέρα ζωγραφιά!
Πολὺ ἦταν ν᾿ ἀξιωθῶ παρόμοιαν ὀμορφιά,
-τριαντάφυλλο τὸ στόμα μου τριανταφυλλὶ
τ᾿ ἄνθια τ᾿ ἁμαρτωλὰ στὸ στόμα νὰ φιλεῖ.

(Γίνεται νὰ χωρεῖς τριαντάφυλλο, χωρὶς
τριαντάφυλλο καὶ σὺ στὸ στόμα νὰ φορεῖς;
Κι ἂν γεύτηκες ποτὲ πιοτὸ δροσιστικό,
γιὰ στόμα εἶχες κι ἐσὺ τριαντάφυλλο γλυκό).

Ποτὲς τὰ μάτια μου στὰ μάτια σου μπροστὰ
δὲ μὲ μαρτύρησαν ὅσο στὰ ρόδα αὐτά,
-γιατί ἤσουν ἕνα ἐσύ, μ᾿ αὐτά, κι ἐσὺ μαζί,
καὶ γιατί ἀπάνω τους μεγάλωνες κι ἐσύ.

Γιατὶ τὸ μάντεψα ποιὰν εἶχαν ἀφορμὴ
στὸ δρόμο οἱ πηγαιμοί, στὸ δρόμο κι οἱ ἐρχομοί,
τὰ εὔκαιρα γόνατα-γιὰ τρέξιμο γοργά-
τὰ εὔκαιρα ποὺ ἔπαιζαν τὰ γόνατα ζυγά,
στὸ δρόμο ἢ σ᾿ ἀψηλὸ μπαλκόνι ἀντικρυνό-
-ὢ ἀγάπη τῶν δεκάξι μου χρονῶ.
=========================

ΕΡΩΤΙΚΟ ΝΑΠΟΛΕΩΝ ΛΑΠΑΘΙΩΤΗΣ

Καημός αλήθεια να περνώ
του έρωτα πάλι το στενό,
ώσπου να πέσει η σκοτεινιά
μια μέρα του θανάτου…

Στενό βαθύ και θλιβερό,
που θα θυμάμαι για καιρό,
– τι μου στοιχίζει στην καρδιά
το ξαναπέρασμά του;

Ας είναι, ωστόσο, – τι ωφελεί;
Γυρεύω πάντα το φιλί,
στερνό φιλί, πρώτο φιλί
και με λαχτάρα πόση!

Γυρεύω πάντα το φιλί
που μου το τάξανε πολλοί,
κι όμως δεν μπόρεσε κανείς
ποτέ να μου το δώσει…

Ίσως μια μέρα, όταν χαθώ,
γυρνώντας πάλι στο βυθό
και με τη νύχτα μυστικά,
γίνουμε πάλι ταίρι,

αυτό το ανεύρετο φιλί,
που το λαχτάρησα πολύ,
– σα μια παλιά της οφειλή
– να μου το ξαναφέρει…

ΨΥΧΗ ΤΗΣ ΝΥΧΤΑΣ

Παίζει το φως με το νερό, στην άκρη του γιαλού,
μα γω είμαι μόνος και μακριά – κι είναι η ψυχή μου αλλού·
κι ενώ στα γύρω φαίνεται χαμένη και δοσμένη,
με διπλωμένα τα φτερά, το δειλινό προσμένει.

γιατί, η ψυχή μου, όσο το φως απλώνεται, δε ζει,
είν’ αδερφή των σκοταδιών και χάνεται μαζί
κι ανίσως, τώρα, μες στο φως, έτσι μακριά μου μοιάζει
πάλι θα ζήσουμε μαζί τις ώρες που βραδιάζει…

ΚΙ ΕΤΣΙ, ΕΙΝΑΙ ΚΑΠΟΥ ΜΙΑ ΨΥΧΗ

Κι έτσι, είναι κάπου μια ψυχή κι ανίδεη και καλή,
που την ποθώ και με ποθεί, και πού με περιμένει,
—μα πέφτει η νύχτα τι νωρίς, κι οι δρόμοι είναι θολοί,
κι όλοι τραβάμε βιαστικοί, σαν αργοπορημένοι…

Το βράδι πέφτει, κι είν’ άργά, κι oι δρόμοι είναι θολοί,
κι ούτε πιο γνώριμα—με τι;—μπορούμε να ντυθούμε.
Κι ένα παρόμοιο δειλινό, θλιμμένοι πιο πολύ,
δίπλα θ’ αντιπεράσουμε και δε θ’ απαντηθούμε…

ΝΥΧΤΕΡΙΝΟ

Ένα φεγγάρι πράσινο μεγάλο
που λάμπει μες τη νύχτα,
τίποτ’ άλλο

Και μόνο ένα παράπονο μεγάλο,
στα βάθη του μυαλού μου,
τίποτ’ άλλο

Μια φωνή που γροικιέται μες στο σάλο
και που σε λίγο παύει,
τίποτ’ άλλο

Και μόνο ένα παράπονο μεγάλο,
στα βάθη του μυαλού μου,
τίποτ’ άλλο

Πέρα μακριά κάποιο στερνό σινιάλο
του βαποριού που φεύγει,
τίποτ’ άλλο

Και μόνο ένα παράπονο μεγάλο,
στα βάθη του μυαλού μου,
τίποτ’ άλλο.

ΣΑΝ ΤΑ ΦΤΕΡΑ ΤΟΥ ΚΥΚΝΟΥ

Σαν τα φτερά του κύκνου ο ποιητής
ολόλευκος φτερούγισε την πλάση.
Τα πάθη και τα μίση της ζωής
δε γνώρισε γιατί είχε μόνος πλάσει,

ονειρεμένο κόσμο της στοργής
που ο πόνος κι η αγάπη είχε φωλιάσει,
κι έψαλλε μες στον κόσμο της ζωής
ό,τι ο θλιμμένος νους του είχε αγκαλιάσει.

Πήρε απ’ το δάκρυ φλόγα και δροσιά
κι εστάλαξε στον πονεμένο στίχο
σαν έβγαινε με πόθο απ’ την καρδιά.

Πήρε του κρίνου την αγνή ευωδιά
κι εσκόρπισε την αρμονία στον ήχο
ενώ η ψυχή του σπάραξε κρυφά.

ΣΑΝ ΑΕΡΑΚΙ

Χρυσή μου αγάπη, αν ήξερες
τι μέλι είσαι για μένα...
Τα μπουμπουκάκια τα όμορφα,
τα μοσχομυρισμένα.
Και τα αγεράκια που φυσούν
Σα λιποθυμισμένα,
δεν έχουνε το βάλσαμο
που `χεις εσύ για μένα...

Της λίμνης τ’ αφρολούλουδο
και του γιαλού η γαλήνη.
Η σμύρνα, το ροδόσταμο
που αργοσταλάει και σβήνει.
Κι οι ροδωνιές, κι η ολόδροση
του κήπου ανθόπλημμύρα,
των δυο χειλιών σου των γλυκών
δεν στάζουνε τα μύρα...!!!

Πάω στην τρισέρημη αμμουδιά
και μόνη τι να κάμω;
Χαράζω κύκλους απαλούς
Στο μουσκεμένον άμμο...
Σαν αγεράκι χάνονται στο κύμα
Απάνω απάνω
Και απόμεινα στην ερημιά
Μονάχη... Τι να κάμω!!!

Τώρα το ετοιμοθάνατο
βαλσαμωμένο αγέρι,
γλυκά τραγούδια θλιβερά
ν’ αναστενάξει ξέρει...
Αλήθεια! Ξέρει πιο γλυκά
να τραγουδάει από μένα!
Εγώ δεν ξέρω πιο γλυκά
μα ξέρω πιο θλιμμένα...

ΠΡΟΣΜΕΝΩ ΠΑΛΙ

Θυμᾶμαι, νύχτα ἦταν βαθειά,
μὰ ἡ μέρα κόντευε νὰ φτάσει,
καθὼς κινήσαμε μαζί,
γιὰ νὰ χαθοῦμε μὲς στὴν πλάση...

Και σ᾿ ὅσα πέσαμε κακά,
παγίδες, λάθη, πλάνες, πάθη,
κανένας μας δὲ μπορεῖ πιὰ
μήτε νὰ δεῖ μήτε νὰ μάθει...

Πόσο παλέψαμε κι οἱ δυὸ
καὶ κυλιστήκαμε στὸ χῶμα,
ζητώντας καὶ τὰ πιὸ μικρά,
-δὲ θὰ τὸ πεῖ κανένα στόμα...

Κι ἐπειδὴς εἴχαμε δεχτεῖ,
καθένας τὴ δική του μοῖρα,
πῆρες τὸν ἕνα δρόμο ἐσύ,
κι ἐγὼ τὸν ἄλλο δρόμο πῆρα.

Κι ἀφοῦ χαθήκαμε καιρὸ
καὶ πλανηθήκαμε στὴν τύχη,
(κι ὡς τώρα, μόνος μας δεσμὸς
δὲν ἦταν παρὰ κάποιοι στίχοι),

τώρα, ποὺ τ᾿ ὄνειρο γιὰ μᾶς
τὰ φῶτα σβήνει τὰ στερνά του,
-προσμένω, πάλι, νὰ σὲ βρῶ,
μὲς στὴ γαλήνη τοῦ θανάτου...

Η επιμέλεια της ανάρτησης έγινε από τον Επικούρειο Πέπο.