«Οι απεσταλμένοι των αγγέλων είναι τα μικρά παιδιά»
Αυτές τις μέρες,
τις τελευταίες του Ιανουαρίου,
βρίσκομαι σ’ ένα ξέφωτο.
Μαύρες κηλίδες χαλούνε
το μέσα μου τοπίο.
Αυτό το διάφανο στέκει, απέναντι στο φως.
Είναι ωραίο να σ’ αποδέχονται οι άνθρωποι
και, κυρίως τα μικρά παιδιά.
Ο πιο γλυκός χυμός της ζωής
είν’ η αγάπη των μικρών παιδιών
που ρέει αυθόρμητη, άφθονη σαν μέλι…
Τότε όλα δικαιώνονται: οι κόποι, τα βάσανα, οι αγωνίες
γιατί τα μικρά παιδιά είναι σαν τους αγγέλους:
μας προστατεύουν απ’ τις σκοτεινιές,
μας οδηγούν σε ξέφωτα,
όπου το μέσα μας τοπίο λάμπει
σαν πολύχρωμο πετράδι.
Κι οι άγγελοι μας τότε χαίρονται πολύ:
χαμογελούν σαν τα μικρά παιδιά
Περπατούν ανάμεσά μας
Μας αγγίζουν με αγάπη
Στέλνουν τη φεγγοβολή τους
στο μέσα μας τοπίο
για να μη χαθούμε στο σκοτεινό λαβύρινθο
24/1/1998
«Ο Αύγουστος»
Τον Αύγουστο σαν τώρα,
που το καλοκαίρι ξεθυμαίνει
στα μάτια των ανθρώπων αχνοφαίνεται,
σαν αδιόρατη θλίψη, το φεγγάρι
Κι εμένα αυτός είναι ο καλύτερός μου μήνας,
αφού λατρεύοντας τη θλίψη
βγήκα στον αφρό κι ανάσανα.
Ο Αύγουστος με κατατρέχει
σαν ο θεός μου απ’ τα παλιά,
τα ξεχασμένα καλοκαίρια
που στοίβαξαν κοχύλια στην καρδιά μου.
Είν’ εύκολο ν’ αναπολείς τον Αύγουστο
κι είν’ εύκολο ακόμη και να τεμπελιάσεις.
Πόσο ευλογώ την απραξία αυτή του Αυγούστου
που από διλήμματα άσκοπα με γλίτωσε
Πόσο ηδονίζομαι στου φεγγαριού τη γεύση
με τους χυμούς των πεπονιών, των καρπουζιών
να τρέχουν απ’ τα μισοφέγγαρα,
απ’ τις φλούδες τους,
πάνω στα χείλια, πάνω στο λαιμό, πάνω στο στήθος μου…
Αυτές τις μέρες,
τις τελευταίες του Ιανουαρίου,
βρίσκομαι σ’ ένα ξέφωτο.
Μαύρες κηλίδες χαλούνε
το μέσα μου τοπίο.
Αυτό το διάφανο στέκει, απέναντι στο φως.
Είναι ωραίο να σ’ αποδέχονται οι άνθρωποι
και, κυρίως τα μικρά παιδιά.
Ο πιο γλυκός χυμός της ζωής
είν’ η αγάπη των μικρών παιδιών
που ρέει αυθόρμητη, άφθονη σαν μέλι…
Τότε όλα δικαιώνονται: οι κόποι, τα βάσανα, οι αγωνίες
γιατί τα μικρά παιδιά είναι σαν τους αγγέλους:
μας προστατεύουν απ’ τις σκοτεινιές,
μας οδηγούν σε ξέφωτα,
όπου το μέσα μας τοπίο λάμπει
σαν πολύχρωμο πετράδι.
Κι οι άγγελοι μας τότε χαίρονται πολύ:
χαμογελούν σαν τα μικρά παιδιά
Περπατούν ανάμεσά μας
Μας αγγίζουν με αγάπη
Στέλνουν τη φεγγοβολή τους
στο μέσα μας τοπίο
για να μη χαθούμε στο σκοτεινό λαβύρινθο
24/1/1998
«Ο Αύγουστος»
Τον Αύγουστο σαν τώρα,
που το καλοκαίρι ξεθυμαίνει
στα μάτια των ανθρώπων αχνοφαίνεται,
σαν αδιόρατη θλίψη, το φεγγάρι
Κι εμένα αυτός είναι ο καλύτερός μου μήνας,
αφού λατρεύοντας τη θλίψη
βγήκα στον αφρό κι ανάσανα.
Ο Αύγουστος με κατατρέχει
σαν ο θεός μου απ’ τα παλιά,
τα ξεχασμένα καλοκαίρια
που στοίβαξαν κοχύλια στην καρδιά μου.
Είν’ εύκολο ν’ αναπολείς τον Αύγουστο
κι είν’ εύκολο ακόμη και να τεμπελιάσεις.
Πόσο ευλογώ την απραξία αυτή του Αυγούστου
που από διλήμματα άσκοπα με γλίτωσε
Πόσο ηδονίζομαι στου φεγγαριού τη γεύση
με τους χυμούς των πεπονιών, των καρπουζιών
να τρέχουν απ’ τα μισοφέγγαρα,
απ’ τις φλούδες τους,
πάνω στα χείλια, πάνω στο λαιμό, πάνω στο στήθος μου…
Αχόρταγα ρουφώ χυμούς, ζωή τον Αύγουστο
για να με βρει ο Σεπτέμβρης χορτασμένη
με θέληση να «ταξιδέψω» στ’ άγνωστο …
4/8/1997
«Φυγή»
Τί να σου πω
για την αρμύρα και το κύμα της ζωής μου…
Οι τρικυμίες πολλές και τ’ ανεμόβροχα
Πολλές οι συναντήσεις με το θάνατο.
Κάτω απ’ τα μάτια οι ρυτίδες τις θυμίζουν.
Και τα ρολόγια να μετρούν τις αντοχές μου.
Κι η αρμύρα να πονάει τις πληγές μου.
Και μετά, με τον καιρό, να τις γιατρεύει.
Τα κύματα με παίρνουν τώρα και με πάνε μακριά.
Σε γη άγνωστη, χώρα επαγγελίας μυστικής.
Σα ναυαγός, εκεί θα ξαναρχίσω τη ζωή μου.
Θα φτιάξω με καλάμια μια λιμναία κατοικία
να πέφτω όποτε θέλω στο νερό
να με λυτρώνει απ’ τη βρωμιά.
Θα φτιάξω και φλογέρα από καλάμι
να παίζω τους δικούς μου τους σκοπούς,
αφού θα’ χω ξεχάσει πια εκείνες τις εκλεπτυσμένες μελωδίες
του λαμπρού πολιτισμού τους με τα Ωδεία και τις νότες… αφού θά’ χω πίσω αφήσει τα ρολόγια
Σα ναυαγός, εκεί θα ξαναρχίσω τη ζωή μου.
Θα φτιάξω με καλάμια μια λιμναία κατοικία
να πέφτω όποτε θέλω στο νερό
να με λυτρώνει απ’ τη βρωμιά.
Θα φτιάξω και φλογέρα από καλάμι
να παίζω τους δικούς μου τους σκοπούς,
αφού θα’ χω ξεχάσει πια εκείνες τις εκλεπτυσμένες μελωδίες
του λαμπρού πολιτισμού τους με τα Ωδεία και τις νότες… αφού θά’ χω πίσω αφήσει τα ρολόγια
που πληγώνουν τον αιώνιο χρόνο με τους
χτύπους τους
κι αφού όλοι θα μ’ έχουν πια ξεχάσει…
θα μ’ έχουν θάψει στης μνήμης τους τούς κύκλους
Τρίκαλα 6/1/1998
«Τα προσωπεία των ανθρώπων»
Σαν έντεχνος μου μοιάζει ο μορφασμός σου,
Χαμένη αθωότητα η αυθεντικότητα στις μέρες μας.
Όλα τα πρόσωπα, λίγο – πολύ, καλύπτονται από προσωπεία.
Μικρή η διαφορά θα πεις
αφού η «ολιγάρκεια» είν’ ευτυχία.
Μα δεν μπορούν τα προσωπεία αγάπη να σου δώσουν
κι ούτε για χάρη σου δακρύζουν.
Ξέρω μια μάγισσα από κείνες τις παλιές,
που με γητειές αρχαίες υπόσχονται πολλά…
Τεχνάσματα φτηνά οι γητειές της
μοιράζουν, στους λιγόμυαλους, ψεύτικες υποσχέσεις.
Γιατί τα προσωπεία των ανθρώπων
είν’ από γρανίτη, μέταλλο σκληρό
που αντέχει στον καιρό και σ’ όσα φίλτρα μαγικά…
Γρεβενά 29/5/1998
«Καληνύχτα έρωτα»
Καληνύχτα έρωτα
Τώρα άνοιξα την πόρτα μου στη μοναξιά
Απ’ το παράθυρο μου μπαίνει αγιάζι
Ο ήλιος κλαίει τα’ απομεσήμερο
οι ακτίνες σαν αγκάθια με τρυπούνε.
Είναι μεσούρανο το άρμα του Φαέθοντα
μα καληνύχτα έρωτα
όλα είναι νύχτα
κι ο ήλιος κι οι ακτίνες και το μεσημέρι
Πολύ νωρίς νυχτώνει πια
Οι ταχυδρόμοι δεν προφταίνουν
να μοιράσουν γράμματα
ποτέ δεν φτάνουν στον προορισμό τους.
χτύπους τους
κι αφού όλοι θα μ’ έχουν πια ξεχάσει…
θα μ’ έχουν θάψει στης μνήμης τους τούς κύκλους
Τρίκαλα 6/1/1998
«Τα προσωπεία των ανθρώπων»
Σαν έντεχνος μου μοιάζει ο μορφασμός σου,
Χαμένη αθωότητα η αυθεντικότητα στις μέρες μας.
Όλα τα πρόσωπα, λίγο – πολύ, καλύπτονται από προσωπεία.
Μικρή η διαφορά θα πεις
αφού η «ολιγάρκεια» είν’ ευτυχία.
Μα δεν μπορούν τα προσωπεία αγάπη να σου δώσουν
κι ούτε για χάρη σου δακρύζουν.
Ξέρω μια μάγισσα από κείνες τις παλιές,
που με γητειές αρχαίες υπόσχονται πολλά…
Τεχνάσματα φτηνά οι γητειές της
μοιράζουν, στους λιγόμυαλους, ψεύτικες υποσχέσεις.
Γιατί τα προσωπεία των ανθρώπων
είν’ από γρανίτη, μέταλλο σκληρό
που αντέχει στον καιρό και σ’ όσα φίλτρα μαγικά…
Γρεβενά 29/5/1998
«Καληνύχτα έρωτα»
Καληνύχτα έρωτα
Τώρα άνοιξα την πόρτα μου στη μοναξιά
Απ’ το παράθυρο μου μπαίνει αγιάζι
Ο ήλιος κλαίει τα’ απομεσήμερο
οι ακτίνες σαν αγκάθια με τρυπούνε.
Είναι μεσούρανο το άρμα του Φαέθοντα
μα καληνύχτα έρωτα
όλα είναι νύχτα
κι ο ήλιος κι οι ακτίνες και το μεσημέρι
Πολύ νωρίς νυχτώνει πια
Οι ταχυδρόμοι δεν προφταίνουν
να μοιράσουν γράμματα
ποτέ δεν φτάνουν στον προορισμό τους.
Τα χελιδόνια απ’ τις φωλιές γκρεμίζονται
κι είν’ ένας θρήνος οι φωνές τους
Οι μαργαρίτες δεν ανθίζουν πια
Γιατί άλλωστε ν’ ανθίσουν;
Κανείς μ’ αμφιβολία δε θα τις μαδήσει,
αφού όλοι ξέρουν πως ο έρωτας
κοιμήθηκε μες στη γωνιά της λησμονιάς
αφού η μέρα χωνεύεται στη νύχτα ανύποπτα
κι όλα είναι νύχτα σκοτεινή
κι όλα είναι κρύα, μισερά και γκρίζα.
Καληνύχτα έρωτα.
Στη μοναξιά μου ας γείρω.
27/5/1998
«Άκουσέ με»
Άκουσέ με.
Θέλω να σου πω τ’ ανείπωτα
που μας πληγώνουν μυστικά.
Θέλω να κοινωνήσεις απ’ το αίμα της καρδιάς μου
κι εγώ απ’ της δικής σου.
Θέλω ν’ αντικρύσουμε μαζί τον ανατέλλοντα ήλιο
και μετά να κοιταχτούμε συνωμοτικά.
Θέλω να ενωθούμε μια βραδιά τ’ Αυγούστου
στον ιερό βράχο της μοναξιάς μου.
Θέλω να καταργήσουμε την απομόνωση της ψυχής μας
με την ειλικρίνεια και τη μεγαλοψυχία.
Θέλω να μπορέσουμε να εισχωρήσουμε
στο άβατό μας, χωρίς τρόμο και υποκρισία
κι εκεί να συγχωνευτούμε χωρίς όρια και όρους.
Γιατί ο Έρωτας, η Αγάπη, θέλουν ν’ αναπνεύσουν ελεύθερα.
Τους έχουμε παραφορτώσει με τα ψιμύθια
των «κατά συνθήκη» ψευδών
Τους έχουμε συνθλίψει με τους κρυμμένους φόβους μας
που κρατάμε στο σκοτάδι σαν χορτασμένα ερείπια
Τους έχουμε σκοτώσει με το θανατερό δηλητήριο
της ανυπομονησίας και της βιασύνης μας
Τους έχουμε θάψει με την εγωιστική μας αξίνα.
Ας ανανήψουμε λοιπόν.
Ήρθε ο καιρός να εισακουστώ.
Θα σου πω τ’ ανείπωτα
που μας πληγώνουν μυστικά
Γρεβενά, 13/1/1998
«Πολιορκία»
Στενά πολιορκούμαστε, μήνες τώρα,
από στεριά και θάλασσα
από ψυχή και σώμα.
Η αντίσταση μας κέρωσε στις επάλξεις
σαν φαντάσματα αποστεωμένα, πειναλέα.
Η επιμονή μας την υπομονή μας νίκησε
και πια δεν μας απόμεινε καρδιά.
Τα συναισθήματα τ’ ανθρώπινα, της λύπης και του φόβου.
Ήρθε ο καιρός να εισακουστώ.
Θα σου πω τ’ ανείπωτα
που μας πληγώνουν μυστικά
Γρεβενά, 13/1/1998
«Πολιορκία»
Στενά πολιορκούμαστε, μήνες τώρα,
από στεριά και θάλασσα
από ψυχή και σώμα.
Η αντίσταση μας κέρωσε στις επάλξεις
σαν φαντάσματα αποστεωμένα, πειναλέα.
Η επιμονή μας την υπομονή μας νίκησε
και πια δεν μας απόμεινε καρδιά.
Τα συναισθήματα τ’ ανθρώπινα, της λύπης και του φόβου.
της αγαλλίασης και της χαράς
δεν μας αγγίζουν πια με τις κέρινες χορδές μας.
Η αντίσταση κέρωσε, πέτρωσε τις καρδιές
μας έκανε σκληρούς, ατσάλι άτρωτο.
Εύθραυστη πνοή του πελάγους π
άρε με μακριά απ’ του κάστρου τις επάλξεις ˙
κουράστηκα να αντιστέκομαι.
Θέλω να ενδώσω στην πολιορκία.
Έτσι απλά, ενσυνείδητα θα ενδώσω,
θα παραδοθώ για να ξανακερδίσω την υπομονή
για να ξαναγευτώ την ανθρωπιά και τη γαλήνη.
«Το άρωμα των γιορτών»
Το άρωμα των γιορτών πλησιάζει.
Η φύση αχνίζει
Η υγρασία τα τυλίγει όλα στην ομίχλη της.
Βιτρίνες στολισμένες υπογραμμίζουν τη μοναξιά μου.
σε δρόμους που βγάζουν στα ίδια και στα ίδια.
Το άρωμα των γιορτών αναδύεται δυνατό
Το άρωμα των γιορτών αναδύεται δυνατό
μα εμένα δεν με φτάνει εκεί που βρίσκομαι:
μες στη σπηλιά των σκέψεών μου.
Βουτώ, ξαναβουτώ. Ξεχνιέμαι. Χαίρομαι.
Βιώνω τη συμβουλή του RAINER MARIA RILKE
μες στη σπηλιά των σκέψεών μου.
Βουτώ, ξαναβουτώ. Ξεχνιέμαι. Χαίρομαι.
Βιώνω τη συμβουλή του RAINER MARIA RILKE
στα «Γράμματα σ’ ένα νέο ποιητή».
Βουλιάζω στη μόνωσή μου
Γνωρίζω τα όριά μου και νιώθω καλλιτέχνης.
Το άρωμα των γιορτών δεν το νιώθω στους δρόμους
Μα στη μοναξιά ευωδιάζει
Με ζαλίζει γλυκά
Μου χαρίζει ήρεμο ύπνο
Χαρούμενα ξυπνήματα
Αγάπη.
Το άρωμα των γιορτών είν’ η αγάπη
Βουλιάζω στη μόνωσή μου
Γνωρίζω τα όριά μου και νιώθω καλλιτέχνης.
Το άρωμα των γιορτών δεν το νιώθω στους δρόμους
Μα στη μοναξιά ευωδιάζει
Με ζαλίζει γλυκά
Μου χαρίζει ήρεμο ύπνο
Χαρούμενα ξυπνήματα
Αγάπη.
Το άρωμα των γιορτών είν’ η αγάπη
που κρύβεται φοβισμένη μέσα μας
Δεν είναι τα στολίδια στις βιτρίνες
Δεν είναι τα στολίδια στις βιτρίνες
ούτε τα προσποιητά χαμόγελα στα πρόσωπα
Είναι η δίψα μας για αποδοχή,
Είναι η δίψα μας για αποδοχή,
προέκταση της ύπαρξής μας
στο Υπερπέραν.
Γρεβενά, 2/12/1998
(Χριστουγεννιάτικη ατμόσφαιρα)
«Οι αναμνήσεις μιας καθηγήτριας»
Είμαι μια καθηγήτρια
Μικρά παιδιά και έφηβοι στοιχειώνουν τη ζωή μου.
Αθώα, αγνά, αυθόρμητα μου δείχνουν την αγάπη τους.
Κι η λατρεία τους με τρέφει
στις δύσκολες μου ώρες που η κακία άλλων περισσεύει.
Γιατί υπάρχουν και κακά παιδιά
όπως κι οι άνθρωποι κακοί που τους ξεχνώ.
Στο τέλος μόνο τους καλούς θυμάμαι.
Και τώρα που οι κόποι μου ευοδώνονται,
μια γλύκα την καρδιά μου κυριεύει
Ο μόχθος μου δεν πήγε πια χαμένος
αφού, έστω από λίγους, με προσοχή ακούστηκα
σ’ όσα η ψυχή μου αφιερώθηκε από παλιά…
Η ικανοποίηση βαθιά ριζώνει και φύλλα βγάζει
κισσού που στα ουράνια σκαρφαλώνει.
Γρεβενά, 2/12/1998
(Χριστουγεννιάτικη ατμόσφαιρα)
«Οι αναμνήσεις μιας καθηγήτριας»
Είμαι μια καθηγήτρια
Μικρά παιδιά και έφηβοι στοιχειώνουν τη ζωή μου.
Αθώα, αγνά, αυθόρμητα μου δείχνουν την αγάπη τους.
Κι η λατρεία τους με τρέφει
στις δύσκολες μου ώρες που η κακία άλλων περισσεύει.
Γιατί υπάρχουν και κακά παιδιά
όπως κι οι άνθρωποι κακοί που τους ξεχνώ.
Στο τέλος μόνο τους καλούς θυμάμαι.
Και τώρα που οι κόποι μου ευοδώνονται,
μια γλύκα την καρδιά μου κυριεύει
Ο μόχθος μου δεν πήγε πια χαμένος
αφού, έστω από λίγους, με προσοχή ακούστηκα
σ’ όσα η ψυχή μου αφιερώθηκε από παλιά…
Η ικανοποίηση βαθιά ριζώνει και φύλλα βγάζει
κισσού που στα ουράνια σκαρφαλώνει.
Η Αμαλία Κ. Ηλιάδη γεννήθηκε στα Τρίκαλα το 1967. Είναι φιλόλογος – ιστορικός και κάτοχος μεταπτυχιακού διπλώματος Βυζαντινή Ιστορίας απ’ το Α.Π.Θ. Εργάζεται ως καθηγήτρια στη Μέση Εκπαίδευση απ’ το 1992. Παράλληλα ασχολείται με την ποίηση και τη ζωγραφική.
Η ΑΓΑΠΗ ΜΠΟΡΕΙ
Όταν η αγάπη σε καλεί ακολούθησέ την.
Μόνο που τα μονοπάτια της είναι τραχιά και απότομα.
Κι όταν τα φτερά της σ’ αγκαλιάσουν, παραδώσου.
Μόνο που το σπαθί που είναι κρυμμένο
ανάμεσα στις φτερούγες της μπορεί να σε πληγώσει.
Κι όταν σου μιλήσει, πίστεψέ την.
Μόνο που η φωνή της μπορεί να διασκορπίσει τα όνειρά σου
σαν το βοριά που ερημώνει τον κήπο.
Γιατί, όπως η αγάπη σε στεφανώνει, έτσι και θα σε σταυρώσει.
Κι όπως είναι για το μεγάλωμά σου, είναι και για το κλάδεμά σου.
Κι όπως ανεβαίνει ως την κορφή σου
και χαϊδεύει τα πιο τρυφερά κλαδιά σου
που τρεμοσαλεύουν στον ήλιο,
έτσι κατεβαίνει κι ως τις ρίζες σου
και ταράζει την προσκόλλησή σου στο χώμα.
Σα δεμάτια σιταριού σε μαζεύει κοντά της.
Σε αλωνίζει για να σε ξεσταχιάσει.
Σε κοσκινίζει για να σε λευτερώσει από τα φλούδια σου.
Σε αλέθει για να σε λευκάνει.
Σε ζυμώνει ώσπου να γίνεις απαλός.
Και μετά σε παραδίνει στην φωτιά της
για να γίνεις ψωμί στο δείπνο του Θεού.
Όλα αυτά θα σου κάνει η αγάπη,
για να μπορέσεις τα μυστικά της καρδιάς σου να γνωρίσεις
και με τη γνώση αυτή να γίνεις κομμάτι της καρδιάς της ζωής….
Μόνο που τα μονοπάτια της είναι τραχιά και απότομα.
Κι όταν τα φτερά της σ’ αγκαλιάσουν, παραδώσου.
Μόνο που το σπαθί που είναι κρυμμένο
ανάμεσα στις φτερούγες της μπορεί να σε πληγώσει.
Κι όταν σου μιλήσει, πίστεψέ την.
Μόνο που η φωνή της μπορεί να διασκορπίσει τα όνειρά σου
σαν το βοριά που ερημώνει τον κήπο.
Γιατί, όπως η αγάπη σε στεφανώνει, έτσι και θα σε σταυρώσει.
Κι όπως είναι για το μεγάλωμά σου, είναι και για το κλάδεμά σου.
Κι όπως ανεβαίνει ως την κορφή σου
και χαϊδεύει τα πιο τρυφερά κλαδιά σου
που τρεμοσαλεύουν στον ήλιο,
έτσι κατεβαίνει κι ως τις ρίζες σου
και ταράζει την προσκόλλησή σου στο χώμα.
Σα δεμάτια σιταριού σε μαζεύει κοντά της.
Σε αλωνίζει για να σε ξεσταχιάσει.
Σε κοσκινίζει για να σε λευτερώσει από τα φλούδια σου.
Σε αλέθει για να σε λευκάνει.
Σε ζυμώνει ώσπου να γίνεις απαλός.
Και μετά σε παραδίνει στην φωτιά της
για να γίνεις ψωμί στο δείπνο του Θεού.
Όλα αυτά θα σου κάνει η αγάπη,
για να μπορέσεις τα μυστικά της καρδιάς σου να γνωρίσεις
και με τη γνώση αυτή να γίνεις κομμάτι της καρδιάς της ζωής….
Ζαν Ντ'Αρκ
Poof ο Ανιχνευτής, Ζαν Ντ’Αρκ