Life for Life
"Το θαύμα δεν είναι πουθενά
παρά κυκλοφορεί μέσα
στις φλέβες του ανθρώπου!!!"


"Στης σκέψης τα γυρίσματα μ’ έκανε να σταθώ
ιδέα περιπλάνησης σε όμορφο βουνό.
Έτσι μια μέρα το ’φερε κι εμέ να γυροφέρει
τ’ άτι το γοργοκίνητο στου Γοργογυριού τα μέρη !!!"


ΣΤΗΝ ΑΥΛΗ ΜΑΣ
Εμείς στο χωριό μας έχουμε ακόμα αυλές. Εκεί μαζευόμαστε, αμπελοφιλοσοφούμε,
καλαμπουρίζουμε, ψιλοτσακωνόμαστε μέχρι τις... πρώτες πρωινές ώρες! Κοπιάστε ν' αράξουμε!!!
-Aναζητείστε το"Ποίημα για το Γοργογύρι " στο τέλος της σελίδας.

24.2.16

ΓΟΡΓΙΑΣ Ο ΣΟΦΙΣΤΗΣ

''Αφού τους αρχαίους προγόνους μας δε μπορούμε να τους ξεπεράσουμε έχουμε δυο επιλογές, η να τους ξεχάσουμε, η να τους μελετήσουμε.''
Ένας από τους σημαντικότερους σοφιστές φιλοσόφους και ρήτορες της κλασικής ελληνικής αρχαιότητας καταγόμενος από τους Λεοντίνους της Σικελίας, όπου γεννήθηκε το 485 π. Χ..
Μεσούντος του Πελοποννησιακού Πολέμου ταξίδεψε στην Αθήνα σαν αρχιπρεσβευτής για να ζητήσει τη συμμαχία της πόλης εναντίον των Συρακουσών. Τότε ακριβώς κατέπληξε τους πάντες με το χαρισματικό λόγο του, τα γοργίεια λεκτικά σχήματα, όπως τα ονόμασε αργότερα ο τραγικός ποιητής Αγάθων, ένας από τους πολλούς διάσημους μαθητές του. Ανάμεσά τους ήταν ο Θουκυδίδης, ο Αλκιβιάδης, ο Κριτίας, ο Ισοκράτης, ο Αντισθένης.
Ο ίδιος δε ήταν μαθητής του Εμπεδοκλή και γι αυτό επηρεάστηκε σημαντικά από τη σκέψη της Ελεατικής σχολής. Ο Γοργίας έδειξε επίσης μια στενή συγγένεια με τον ελεατικό στοχασμό και ιδιαίτερα με τη σκέψη του Παρμενίδη και του Ζήνωνα, αν και από το αντιθετικό του ύφος δείχνει επίσης συγγένεια με το αντιθετικό ύφος των ηρακλείτειων κειμένων.
Στον Γοργία αποδίδεται επιτάφιος λόγος για νεκρούς Αθηναίους του Πελοποννησιακού Πολέμου, απόσπασμα του οποίου είναι η περίφημη φράση «τα κατά των βαρβάρων τρόπαια ύμνους απαιτεί, τα κατά των Ελλήνων θρήνους», που αποκαλύπτει πόσο βαθιά συναίσθηση είχε της εμφύλιας συμφοράς που συντελούνταν γύρω του. Εξάλλου και ο Ολυμπιακός λόγος του στην Ολυμπία το 408 π.Χ είχε θέμα ακριβώς τον τερματισμό του εμφυλίου και την ανάγκη συνένωσης των Πανελλήνων.
Οι ρητορικές του επιδείξεις στη σφαίρα της φιλοσοφίας συμπυκνώνονταν στην αντίληψη ότι «το όν δεν υπάρχει αλλά και αν υποτεθεί ότι υπάρχει, δεν είναι δυνατόν να γνωσθεί. Αλλά και αν υποθέσουμε ότι τελικά μπορεί να γνωσθεί, δεν μπορεί να μεταδοθεί, διότι η μετάδοση από άλλον άνθρωπο γίνεται με το λόγο, δηλαδή με λεκτικά πράγματα και όχι με το ίδιο το πράγμα».
Συμπερασματικά, για τον Γοργία δεν υπάρχει αντικειμενική αλήθεια. Όλα αυτά περιέχονται στο έργο του «Περί του μη όντος ή περί φύσεως», περίληψη του οποίου μας έχει αφήσει ο Σέξτος ο Εμπειρικός.
Ο Γοργίας προσπάθησε να αποδείξει ότι τίποτε δεν υπάρχει. Αν υπάρχει, δεν μπορούμε να το γνωρίσουμε. Αν μπορούμε να το γνωρίσουμε, δεν μπορούμε ωστόσο να το μεταδώσουμε στους άλλους.
Η αποδεικτική τακτική του ονομάζεται ανασκευαστική και συνίσταται στον αποκλεισμό αντιφατικών προτάσεων. Το ον δεν είναι για τον Γοργία ούτε ένα ούτε πολλά. Αν ήταν ένα, θα έπρεπε να είναι άνευ χαρακτηριστικών, έκτασης και μεγέθους. Ωστόσο, εκείνο που δεν έχει χαρακτηριστικά γνωρίσματα, απλά δεν υπάρχει. Τότε πρέπει να δεχτούμε πως το ον είναι πολλαπλότητα, αλλά το πολλαπλό προϋποθέτει το απλό, ως συστατικό του στοιχείο. Όταν, λοιπόν, το ον δεν είναι ένα, δεν μπορεί να είναι και πολλά. Επακόλουθα, το ον, που οι Ελεάτες το θεωρούσαν υπαρκτό, δεν υπάρχει ουσιαστικά, μια και επιδέχεται αντίθετων και αντιφατικών, αλληλοαποκειόμενων απόψεων.
Εξ αιτίας όλων αυτών θεωρείται πρόδρομος του σκεπτικισμού. Ο τελευταίος πιστεύει ότι ακόμα και αν υπάρχουν κάπου οι απαντήσεις για όλα τα φιλοσοφικά ερωτήματα οι άνθρωποι δεν θα μπορέσουν ποτέ να βρουν με σιγουριά την λύση για όλα τα αινίγματα της φύσης και του σύμπαντος.
Ο Γοργίας πίστευε ότι δεν υπάρχει τίποτα, ότι και αν υπάρχει είναι ακατανόητο και αν είναι κατανοητό δεν μπορεί να εξηγηθεί στους συνανθρώπους μας.
Είχε ιδιαίτερες ικανότητες και τα ορθολογικά του επιχειρήματα ήταν αξεπέραστα.  Μάλιστα, ήταν ιδιαιτέρως περήφανος για το γεγονός ότι: «Κανείς, όπως έλεγε, δεν μπορεί να πει τα ίδια με μένα πιο βραχυλογικά από εμένα.», καθώς και για το ότι αυτοσχεδίαζε με μεγάλη ευκολία.  Συχνά έχοντας πλήρη επίγνωση αλλά και εμπιστοσύνη στις ρητορικές του ικανότητες πρότεινε στους ακροατές του να θέσουν εκείνοι το θέμα. Αυτό σήμαινε ότι δεν θα μπορούσε να έχει προετοιμάσει τον λόγο του από πριν.  Πίστευε ότι είχε καθήκον να κάνει τους νέους ικανούς ρήτορες γιατί θεωρούσε την τέχνη της πειθούς ως το ύψιστο αγαθό.
Στο έργο του Ἑλένης ἐγκώμιον, ένα από τα ελάχιστα έργα σοφιστών που σώζονται ολόκληρα, στην ουσία δεν είναι εγκώμιο αλλά "υπεράσπιση" της Ελένης. Πρόκειται για ρητορική επίδειξη, γραμμένη σε αττική διάλεκτο και στο γνωστό, περίτεχνο ύφος του Γοργία. Στο Ἑλένης ἐγκώμιον ο Γοργίας αναλαμβάνει να αποδείξει ότι η Ελένη δεν ευθύνεται που ακολούθησε τον Πάρη, όποιος και αν ήταν ο λόγος.
Εισαγωγικά απαριθμούνται τέσσερις παράγοντες στους οποίους θα μπορούσε να αποδοθεί η ευθύνη για την απόφασή της:
  • οι θεοί και η τύχη,
  • η βία,
  • ο πειστικός λόγος και
  • ο έρωτας.
Στη συνέχεια ο Γοργίας εξετάζει έναν ένα με τη σειρά τους τέσσερις αυτούς παράγοντες και καταλήγει στο συμπέρασμα ότι και στις τέσσερις περιπτώσεις έχουμε να κάνουμε με δυνάμεις πολύ πιο ισχυρές από τη θέληση ενός ανθρώπου.
Πέθανε στα 108 του χρόνια από βαθιά γηρατειά. Όταν τον ρώτησαν πως τα είχε καταφέρει απάντησε ότι απέφευγε τις ηδονές και τις προκλήσεις στα συμπόσια.
Αξιοσημείωτο απόσπασμα των λόγων του
«οὐδέν ἔστιν,
εἰ καί έστιν, ἀκατάληπτον ἀνθρώπῳ
εἰ καί καταληπτόν, ἀλλά τοί γε
ἀνέξοιστον καί ἀνερμηνευτον τῷ πέλας.
Δεν υπάρχει τίποτε
και αν υπάρχει είναι ακατάληπτο στον άνθρωπο
και αν είναι καταληπτό, δεν μεταδίδεται και
δεν μεταφέρεται στον πλησίον
ΠΗΓΗ Wikipedia
ΑΝΙΧΝΕΥΤΗΣ Επικούρειος Πέπος.

ΠΡΟΔΙΚΟΣ Ο ΚΕΙΟΣ

''Αφού τους προγόνους μας δεν μπορούμε να τους ξεπεράσουμε έχουμε δυο επιλογές, η να τους ξεχάσουμε η να τους μελετήσουμε.''
O Πρόδικος ο Κείος, Ιουλίδα Κέας περ. 470 π.Χ. μετά το 399 π.Χ., καθόσον αναφέρεται, ότι ζούσε στην Απολογία του Σωκράτη, ήταν από τους σημαντικότερους σοφιστές της αρχαιότητας, σύγχρονος του Σωκράτη που είχε γίνει πολύ γνωστός στην Αθήνα από τις συχνές διπλωματικές αποστολές που του ανέθεσε η πατρίδα του.[1] Φημιζόταν για την ρητορική του τέχνη και την σοφία, εξ ου και η φράση «σοφότερος Προδίκου».
Γενικά απο την Βικιπαίδεια. Ήρθε στην Αθήνα ως πρεσβευτής από την Κέα και έγινε γνωστός ως ρήτορας και δάσκαλος. Όπως και ο Πρωταγόρας, είχε ως επάγγελμα την εκπαίδευση των μαθητών του για δημόσια αξιώματα, με ιδιαίτερη έμφαση στη σωστή χρήση της γλώσσας. Μερικοί από τους διαλόγους του Πλάτωνα εστιάζουν στη γλωσσική θεωρία του Προδίκου και στην εμμονή του για τη σωστή χρήση των ονομάτων. Σε μερικούς από τους Πλατωνικούς διαλόγους ο Σωκράτης εμφανίζεται ως φίλος και σύντροφος του Προδίκου.
Μυθολογικά θέματα Στον Πρόδικο αποδίδεται η περίφημη αφήγηση για την εκλογή του Ηρακλή, που αποτελούσε μέρος του έργου του Ώραι και αναφέρεται στην εκλογή του Ηρακλή ανάμεσα στην Αρετή και την κακία που μας έχει παραδοθεί η σχετική αλληγορία μεταπλασμένη από τον Ξενοφώντα στα απομνημονεύματά του.[2]
Φιλολογικό ύφος Στις διαλέξεις του για το φιλολογικό ύφος, έδινε μεγάλη σημασία στη σωστή χρησιμοποίηση των λέξεων και στην ακριβή διάκριση ανάμεσα στα συνώνυμα, προλειαίνοντας έτσι τον δρόμο για τις διαλεκτικές συζητήσεις του Σωκράτη. Στους πλατωνικούς διαλόγους βρίσκουμε πολλά σχετικά παραδείγματα, όπως στον Πρωταγόρα, όπου ο Πρόδικος φέρεται να διακρίνει το «αμφισβητείν» από το «ερίζειν», το «ευφραίνεσθαι» από το «ήδεσθαι», το «βούλεσθαι» από το «επιθυμείν» ή στον Ευθύδημο[3] όπου η επισήμανση δύο διαφορετικών σημασιών του ρήματος «μανθάνω» («κατανοών» αλλά και «αποκτώ νέα γνωστική πείρα») συνδέεται με τον Πρόδικο και τη διδασκαλία του για την «ονομάτων ορθότητα».
Πρόδικος ο Κείος
Η Κέα ή Τζιά είναι ένα μικρό νησί του Αιγαίου, το βορειότερο στις δυτικές Κυκλάδες. Από τη μια μεριά η Κύθνος (Ν.Α.), από την άλλη η Μακρόνησος (Β.Δ.), αγναντεύουν αυτό το νησί, που απέχει μόλις 12 μίλια από το Σούνιο. Μια έκταση 131τ.χ. που περικλείεται σε ακτές 81χιλιομέτρων κρύβει ολόκληρη την ιστορία της Ελλάδας. Αυτό τουλάχιστον αποκαλύπτεται από πολλά αρχαιολογικά ευρήματα, γραπτές πηγές και φιλολογικά κείμενα. Πανάρχαιοι αγώνες σε μια ιστορική διαδρομή με τα καλά και τα κακά της, την τέχνη της και το πνεύμα της, καταδεικνύουν πως αυτή αλλά και κάθε γωνιά αυτής της γης, κρύβουν μέσα τους ολόκληρη την Ελλάδα. Στους Περσικούς πολέμους, Σαλαμίνα Πλαταιές, βρίσκομε την Κέα σε ενεργό ρόλο και αργότερα στην πρώτη Αθηναϊκή Συμμαχία, να συμμετέχει σαν μέλος στον Πελοποννησιακό πόλεμο. Αλλά και σαν υπήκοος και φόρου υποτελής, να παίρνει μέρος, μαζί με άλλους νησιώτες στην εκστρατεία της Σικελίας. Με τον Πελοποννησιακό πόλεμο να δέχεται τις συνέπειες της συμμαχικής ήττας με την εγκαθίδρυση Σπαρτιατικής φρουράς. Είναι να απορείς, πως ένα τέτοιο μικρό νησί έγραψε - ίσως βέβαια και λόγω της γεωγραφικής του θέσης - μια έντονη παρουσία στα ελληνικά πολιτικά αλλά και πνευματικά δρώμενα.
Κατοικήθηκε αρχικά από Αρκάδες, Λοκρούς, λέγεται δε και Λέλεγες και Κάρες, κυρίως όμως φαίνεται από Ίωνες που ήρθαν από την Αττική με τον Θερσιδάμα. Γι΄αυτό και στην ιστορία καταγράφεται σαν ’’Έθνος Ιωνικόν των Αθηναίων’’. Οι πόλεις, Ιουλίς (Χώρα), Καρθαία (Πόλες) Κορησία (Λιβάδι), Ποιήεσσα ( Πήσσες), στην αρχή ήσαν ανεξάρτητες Πόλεις - Κράτη αργότερα συμπτύχθηκαν σε συμπολιτεία, για καλύτερους αμυντικούς λόγους. Η Ιουλίς, για την οποία που το 1700 μ.Χ. κάνει και ιδιαίτερη αναφορά ο Γάλλος περιηγητής Τουρνεφόρ, είναι το λίκνο που γέννησε τον λυρικό Σιμωνίδη, τον επίσης λυρικό ποιητή και ανηψιό του Βακχυλίδη, τον διάσημο της εποχής του γιατρό Ερασίστρατο, τον φιλόσοφο Αρίστωνα της Περιπατητικής σχολής. Εκεί γεννήθηκε στα τέλη του 5ου αιώνα και ο Σοφιστής και γιατρός Πρόδικος. Μαθητής του Πρωταγόρα, έζησε την ίδια εποχή μαζί με τον Δημόκριτο και τον Γοργία και πέθανε στη Αθήνα μετά από την καταδίκη του για τις αθεϊστικές του θέσεις τις οποίες μετέφερε και στους μαθητές του. Η απαγγελθείσα κατηγορία ήταν “διαφθορά” των νέων και λέγεται ότι γι’ αυτόν τον λόγο καταδιώχτηκε ή κατ’ άλλους υποχρεώθηκε να πιεί το κώνειο.
Αυτή η θανατική καταδίκη με κώνειο ήταν νόμος των Κείων που εφαρμοζόταν στους υπερηλίκους όταν γίνονταν βάρος. Σχετικά ο Στράβων γράφει: «ο νόμος τους υπέρ τα εξήκοντα έτη κωνιάζεσθαι και τους διαρκείν τοις άλλοις την τροφήν» (βιβλ. Χ.Α 76). Δηλαδή ότι υπήρχε νόμος με τον οποίον έπρεπε εκείνοι που πέρασαν τα εξήντα τους χρόνια να θανατώνονται με κώνειο, με σκοπό να επαρκεί η τροφή για τους άλλους τους νεώτερους.
Κανείς βέβαια, εντυπωσιάζεται από τον νόμο αυτόν, γιατί οι Κείοι ήταν άνθρωποι με υψηλό πολιτισμό, και εσέβοντο τους πρεσβυτέρους. Ίσως πάλι αυτός ο νόμος να ίσχυε ιδιαίτερα σε καταστάσεις λιμού δηλαδή πείνας.
Ο Πρόδικος έχαιρε ιδιαίτερης εκτίμησης στον τόπο του. Ήταν μάλιστα εκλεγμένος εκπρόσωπος των Κείων στην Αθηναϊκή Βουλή, όπου και είχε διακριθεί για μεγάλη ρητορική ικανότητα. ΄Αριστος γνώστης της ρητορικής τέχνης και της ορθής χρήσης ονομάτων και εννοιών των λέξεων, ουδέποτε πλάτιαζε, ομορφαίνοντας την γλωσσική του με μεγάλο αριθμό συνωνύμων. Λέγεται ότι δεν ήταν τόσο φιλοχρήματος, όσο ο Πρωταγόρας καίτοι υπάρχουν μαρτυρίες ότι οι αμοιβές του ήταν αρκετά υψηλές.
«Και τοις νέοις συνών χρήματα έλαβε θαυμαστά όσα».
Ναι, ακόμα λέγεται, πως ο Αριστοτέλης στη διδασκαλία του, όταν γλάρωναν οι μαθητές του, ξυπνούσε με το σύστημα αφύπνισης του Προδίκου: Έβαζε μπροστά στα νυσταγμένα μάτια τους ένα πεντηκοντάδραχμο.
«Τουτέστιν ότε νυστάζοιεν οι ακροαταί, παρεμβάλλειν της πεντηκονταδράχμου αυτοίς».
Στα αποσπάσματα του έργου του ’Ώραι’’*, που διασώζονται από προφορικές μαρτυρίες και αναφέρονται από τον Ξενοφώντα, καταγράφονται οι ηθικές θέσεις και αντιλήψεις του Προδίκου.
Με τη συμβολική ιστορία του Ηρακλή που μπροστά του εμφανίζονται δυό γυναίκες, η Αρετή και η Ευδαιμονία (Κακία) και που η κάθε μια τον παροτρύνει να την ακολουθήσει στο δρόμο το δικό της, το δύσκολο και έντιμο της αρετής ή τον εύκολο, της άνευ ηθικών περιορισμών και αξιών χαράς και ευδαιμονίας. Κι ο Πρόδικος δια στόματος του Ηρακλή, απορρίπτει το δρόμο της ασέβειας και κακίας.
Παρ όλα ταύτα στις διδασκαλίες του έλεγε πως οι θεοί δημιουργήθηκαν από τους ανθρώπους, για να καλύπτουν τις ανάγκες τους. Έτσι θεοποίησαν τη Δήμητρα για να τιμήσουν το σιτάρι και τον εξ αυτού άρτο και τον Διόνυσο για τον οίνο, τον Ποσειδώνα για τη θάλασσα και τον Ήφαιστο για τη φωτιά και κατέληγε συμπερασματικά: «όπως οι Αιγύπτιοι θεοποίησαν τον Νείλο».
Αυτή η υπερβατικότητα και υποβίβαση του θείου σε φυσικά φαινόμενα, αυτή η μορφή του ιδιοτελούς και υστερόβουλου πανθεϊσμού, έθιξε τις γνωστές δογματικές θρησκευτικές θέσεις που πάντοτε ρύθμιζαν και θα ρυθμίζουν τα ‘’πιστεύω ‘’των ανθρώπων.
Βέβαια και οι Μιλήσιοι: ο Θαλής κήρυττε το Ύδωρ σαν γενεσιουργό στοιχείο των πάντων, ο Αναξίμανδρος το Άπειρον και ο Αναξιμένης τον Αέρα, αλλά δεν κατηγορήθηκαν σαν άθεοι. Αυτοί σαν φιλόσοφοι έλεγαν ότι από αυτά τα στοιχεία δημιουργήθηκε ο κόσμος ίσως και οι θεοί. Δεν καταβίβαζαν όμως όπως ο Πρόδικος τους θεούς στην υλική χρησιμότητα. Και οι δυό ομάδες, στην πραγματικότητα τα ίδια έλεγαν. Αλλά ο Πρόδικος τα έλεγε χωρίς καμιά συγκάλυψη και με τον ευθύ του λόγο, ξεγύμνωνε με παρρησία τη φιλοσοφική του θέση. Γι΄αυτο και τμωρήθηκε με την δια Κωνείου θανατική ποινή.
Όταν τέλειωσα το άρθρο μου για τον Πρόδικο και το Νόμο των Κείων για το Κώνειο και τους ασπρομάλληδες, ανατρίχιασα. Αιφνίδια στον καθρέφτη του μπάνιου που στάθηκα να ξυριστώ, είδα το είδωλό μου με τα άσπρα μου μαλλιά.
«Εχει γούστο, σκέφτηκα, να ανοίξει η όρεξη σε κανέναν οικονομικό εγκέφαλο, για καμιά τέτοια πρόταση. Μα ναι, ναι. Εδώ υπάρχουν και λόγοι!» Και έφερα στη μνήμη μου τους κακούς βίαιους συνταξιούχους στη μάχη εναντίον των ΜΑΤ. Ευτυχώς όμως γρήγορα στη δεύτερη σκέψη ησύχασα.
Ποιοί; οι πολιτικοί; Δεν βαριέσαι. Αυτοί δεν διαβάζουν ούτε εφημερίδες μεγάλες, τη “μικρούλα Εβδόμη” θα διαβάσουν;

ΙΠΠΙΑΣ

''Αφού τους προγόνους μας δεν μπορούμε να τους ξεπεράσουμε έχουμε δυο επιλογές, η να τους ξεχάσουμε, η να τους μελετήσουμε,''
O Ιππίας ο Ηλείος ήταν σοφιστής των χρόνων του Σωκράτη, σύγχρονος του Πρωταγόρα (5ος π.Χ. αι.). Δίδαξε στην Αθήνα. Έργα του, "Τρωικός λόγος", "Ολυμπιονικών αναγραφή" και "Εθνών ονομασίες". Σημαντικές πληροφορίες για τον Ιππία παρέχονται από τους διαλόγους του Πλάτωνα "Ιππίας μείζων" και "Ιππίας ελάσσων". Η αυθεντικότητα του δεύτερου έργου αμφισβητείται.
Ο Ιππίας ασχολήθηκε επίσης με τα μαθηματικά Ο Πρόκλος αναφέρει στα "Σχόλια στο 1ο βιβλίο των Στοιχείων του Ευκλείδη" ότι ο Ιππίας ασχολήθηκε με τη Γεωμετρία και δοξάστηκε από αυτή.
"Φιλοκαλούμεν τε γάρ μετ' ευτελείας και φιλοσοφούμεν άνευ μαλακίας..."
Αγαπάμε το ωραίο με λιτότητα και φιλοσοφούμε χωρίς να γινόμαστε μαλθακοί. Η ενασχόληση με τη φιλοσοφία δε μας κάνει θεωρητικούς ανθρώπους και δεν μας απομακρύνει από την πρακτική δράση, λέει ο Θουκυδίδης δια στόματος Περικλή.
Έτσι με το παρόν ιστολόγιο και εμείς, οι μαθητές της Β τάξης του 4ου Λυκείου Χαλκίδας είμαστε ενεργοί, προβληματιζόμαστε για ό,τι συμβαίνει γύρω μας και αποδεικνύουμε ότι η φιλοσοφία οδηγεί στη σκέψη και στη δράση.
Μας κάνει να αναρωτιόμαστε για ό,τι συμβαίνει γύρω μας και να μην αποδεχόμαστε τίποτα ως δεδομένο και "φυσικό". "Φιλοσοφία θα πει να βρίσκεσαι καθ’ οδόν...", θα πει να αναζητάς καινούριους δρόμους, να είσαι πνεύμα ανήσυχο και αιρετικό, γιατί μόνο τότε δικαιώνεις την ανθρώπινή σου υπόσταση και μπορείς να λέγεσαι "έλλογο ον". Στόχος μας είναι να καταθέσουμε τις σκέψεις μας παίρνοντας ερεθίσματα από τη φιλοσοφία, η οποία ως ιδιαίτερος κώδικας σκέψης και επικοινωνίας μπορεί να μετατρέψει το στοχασμό σε δημιουργία, τον προβληματισμό σε θέση, την απορία σε γνώση.  
Oι Σοφιστές.
Εκπρόσωποι της σοφιστικής κίνησης του 5ου αι. π.Χ. ήταν οι Σοφιστές, εμπνευσμένοι στοχαστές με μεγάλη εγκυκλοπαιδική μόρφωση, με οξύ και ανήσυχο πνεύμα. Δίδασκαν κοσμολογία, μαθηματικά, γραμματική, ερμηνεία ποιητών, μυθολογία, φιλοσοφία της θρησκείας και ιστορία του πολιτισμού. Γνώριζαν την ιατρική και τη μαντική τέχνη. Ήταν πλανόδιοι δάσκαλοι της έντεχνης χρήσης του λόγου, δηλαδή της ρητορικής, που την ανέδειξαν σε τέχνη της πειθούς και του επιχειρήματος. Συνέδεσαν τη ρητορική με την πολιτική δράση και δίδασκαν με αμοιβή όσους νέους επιθυμούσαν να μάθουν πώς να σκέφτονται και να αγορεύουν καλά, ώστε να κατορθώσουν να κυριαρχούν στην πολιτική ζωή. Ήταν δάσκαλοι, λοιπόν, κάθε είδους γνώσης και ειδικότερα της γνώσης των πολιτικών πραγμάτων. Κατηγορήθηκαν, γιατί πληρώνονταν για τη διδασκαλία τους αλλά και επειδή εισηγούνταν νέες ιδέες.
Oι Σοφιστές κατάγονταν από διάφορα κέντρα του ελληνισμού. Ήταν σύγχρονοι του Σωκράτη αλλά και των νεότερων Προσωκρατικών (Aναξαγόρας, Δημόκριτος, Aρχέλαος κ.ά.). Oι σημαντικότεροι ήταν: ο Πρωταγόρας από τα Άβδηρα (περ. 490/80-420/11 π.Χ.), ο Πρόδικος από την Κέα (460-400 π.X.), ο Ιππίας από την Ήλιδα (δεύτερο μισό του 5ου αι. π.Χ.), ο Αντιφών από την Αθήνα (480-411 π.Χ.), ο Θρασύμαχος από τη Χαλκηδόνα της Προποντίδας (δεύτερο μισό του 5ου αι. π.X.), ο Κριτίας από την Αθήνα (ακμή: τελευταίο τέταρτο 5ου αι. – θάνατος: 403 π.X.), ο Γοργίας από τους Λεοντίνους της Σικελίας (περ. 483/80-376/5 π.X.), ο Αλκιδάμας από την Eλαία της M. Aσίας (πρώτο μισό του 4ου αι. π.X.).
3 Ποια προβλήματα τους απασχόλησαν; 
Oι Σοφιστές πίστευαν ιδιαίτερα στην αξία της παιδείας και της αγωγής. Έστρεψαν το ενδιαφέρον τους προς τον άνθρωπο, την κοινωνία και τον πολιτισμό, γι' αυτό θεωρούνται ως οι πρώτοι ανθρωπολόγοι και κοινωνιολόγοι. Aσχολήθηκαν ιδιαίτερα με ηθικά, πολιτικά και κοινωνικά προβλήματα. Tα κυριότερα θέματα που τους απασχόλησαν ήταν: (1) Η πολύπλευρη μόρφωση των νέων και η ηθική συμπεριφορά τους. (2) H διδασκαλία της αρετής, ηθικής και πολιτικής. (3) H αντίθεση «φύσης» και «νόμου», φυσικής πραγματικότητας και κοινωνικών συμβάσεων, στις πολιτικά οργανωμένες πολιτείες, και η έννοια της δικαιοσύνης. (4) H σχετικότητα της γνώσης και της αλήθειας (σχετικισμός), που οφείλεται στις πλάνες των αισθήσεων και την υποκειμενικότητα των αισθημάτων. (5) Η προέλευση της θρησκείας και η κοινωνιολογική ερμηνεία των θρησκευτικών δοξασιών.
4 Πώς γνωρίζουμε το έργο τους;Tο συγγραφικό έργο των Σοφιστών το γνωρίζουμε από τα λίγα σωζόμενα αποσπάσματα των έργων τους. Επίσης το γνωρίζουμε από τους ομώνυμους διαλόγους του Πλάτωνα (λ.χ. Πρωταγόρας, Γοργίας, Ιππίας Μείζων), καθώς και από άλλα έργα του (Πολιτεία, Θεαίτητος, Σοφιστής), αλλά και από έργα του Αριστοτέλη (Pητορική και Σοφιστικοί Έλεγχοι) ή από αναφορές σε αυτούς και το έργο τους από σύγχρονούς τους και νεότερους στοχαστές της αρχαιότητας, όπως ο Ισοκράτης, ο Ξενοφών κ.ά. Πολλές αντιλήψεις τους βρίσκονται σε ρητορικά κείμενα των αττικών ρητόρων, σε τραγωδίες του Σοφοκλή και του Ευριπίδη και σε κωμωδίες του Αριστοφάνη, ο οποίος είχε κριτική στάση απέναντί τους. Σημαντική πηγή για τη σοφιστική κίνηση είναι ο Φιλόστρατος (2ος-3ος αι. μ.Χ.) που έγραψε το έργο Βίοι Σοφιστών. 
5 Αξιολόγηση της σοφιστικής
Oι Σοφιστές θεωρούνται οι πιο ρηξικέλευθοι και καινοτόμοι στοχαστές της αρχαίας Ελλάδας. Δημιούργησαν κίνηση ιδεών και ανέπτυξαν έναν γόνιμο διάλογο μεταξύ των φιλοσόφων και των διανοουμένων της εποχής. Στηρίχτηκαν στην εμπειρία και στον λόγο, άσκησαν κριτική στον μυθικό και θρησκευτικό τρόπο σκέψης και υποστήριξαν την κοινωνική ισότητα. Για τον λόγο αυτόν, τον 19ο αιώνα τούς χαρακτήρισαν ως «Διαφωτιστές» και τη σοφιστική κίνηση ως τον «Αρχαίο Ελληνικό Διαφωτισμό». Kατά το πρότυπο των Διαφωτιστών του 18ου αιώνα, οι Σοφιστές διακρίνονται από ορθολογισμό, κριτικό πνεύμα και από ενδιαφέρον για τα προβλήματα της ανθρώπινης ζωής και της κοινωνίας. Eγκαινίασαν τη συζήτηση κύριων φιλοσοφικών προβλημάτων που σχετίζονταν με τη γνώση και την αλήθεια, την αρετή, το πολιτικό σύστημα της εποχής, τους θεσμούς, την κοινωνία και τη θρησκεία.
Oι Σοφιστές, αν και είχαν μεγάλη επίδραση στην εποχή τους, δέχτηκαν αρνητική κριτική, κυρίως από τον Σωκράτη και τον Πλάτωνα. Kατηγορήθηκαν για θρησκευτικό αγνωστικισμό, για αμφισβήτηση των παραδοσιακών αξιών και για επαγγελματισμό, επειδή πληρώνονταν για τη διδασκαλία τους. Αποτέλεσμα της αρνητικής κριτικής ήταν ο όρος «σοφιστές», που είχαν κερδίσει ως ειδικοί σε θέματα σοφίας, να καταλήξει και να παραμείνει στην κοινή χρήση, ως τις μέρες μας, ως συνώνυμος του αμοραλιστή και του «επαγγελματία φιλοσόφου». Θεωρήθηκαν πως δεν ήταν «φιλόσοφοι» με την καθιερωμένη σημασία του όρου, που σημαίνει τη συστηματική και επίμονη επιδίωξη της ανακάλυψης της αλήθειας και την ειλικρινή αφοσίωση σε αυτήν, όπως απέδειξε ο Σωκράτης, αλλά αμειβόμενοι δάσκαλοι της σοφίας, που επιδίωκαν να μεταδώσουν στους νέους όχι την αληθινή γνώση, αλλά τη μέθοδο για να εκφράζουν πειστικά το ψεύδος ως αλήθεια.

ΠΡΩΤΑΓΟΡΑΣ

''Αφού δεν μπορούμε να τους ξεπεράσουμε τους προγόνους μας έχουμε δυο επιλογές, η να τους ξεχάσουμε, η να τους μελετήσουμε.''
Θεωρείται ο ιδρυτής της σοφιστικής. Γεννήθηκε στα Άβδηρα, περί το 480 π.Χ. Το αρχικό του επάγγελμα ήταν αχθοφόρος. Τον ανακάλυψε ο Δημόκριτος, τον πήρε κοντά του, και τον έκανε γραμματέα του και μαθητή του. Περιηγήθηκε διάφορες ελληνικές πόλεις, καθώς και της Κάτω Ιταλίας, σαν διδάσκαλος της ρητορικής. Σχετίσθηκε με τον Περικλή και τον Ευριπίδη και τιμήθηκε πολύ στην Αθήνα. Ύστερα όμως κατηγορήθηκε για αθεΐα και ασέβεια ύστερα από κατηγορία που διατύπωσε εναντίον του ο Πυθόδωρος. Αυτός ουσιαστικά ήταν ο εκπρόσωπος της συντηρητικής Αθήνας εναντίον των σοφιστών. Ανήκε στον κύκλο των ολιγαρχικών που υποκίνησαν το πραξικόπημα του 411 π.Χ. και περίπου εκείνη την περίοδο πρέπει να κατηγόρησε και τον Πρωταγόρα. Όλα τα βιβλία του συγκεντρώθηκαν στην αγορά και κάηκαν, ενώ ο Πρωταγόρας προσπάθησε να διαφύγει στη Σικελία. Το πλοίο όμως στο οποίο επέβαινε ναυάγησε και ο ίδιος πνίγηκε σε ηλικία περίπου εβδομήντα ετών, γεγονός που δεν φαίνεται να γνωρίζει ο Πλάτωνας στο Μένωνα. Τα βιβλία του κάηκαν δημόσια στην αγορά.

Ο Πρωταγόρας ήταν πιθανόν ο πρώτος δάσκαλος που δίδασκε με ανταμοιβή και ήταν ξακουστός για τα υψηλά δίδακτρα που χρέωνε. Οι μέθοδοι διδασκαλίας ήταν πρόδρομοι των σημερινών διαλέξεων και είχαν ως περιεχόμενο ανάλυση ποιημάτων,συζητήσεις για τα νοήματα και τις σωστές χρήσεις των λέξεων και γενικούς κανόνες ρητορικής. Όπως είναι φυσικό οι μαθητές του ήταν πλούσιοι και οικονομικά ευκατάστατοι Αθηναίοι με κοινωνικό υπόβαθρο.
Εστίαζε την εκπαίδευση που παρείχε σε πρακτικά ζητήματα αποδίδοντας μεγάλη αξία στη ρητορική δεινότητα και ευγλωττία (ορθοέπεια). Θεωρώντας πως για κάθε θέση μπορούν να διατυπωθούν επιχειρήματα υπέρ και κατά, προετοίμαζε τους μαθητές του με τέτοιο τρόπο ώστε να είναι σε θέση να υπερασπιστούν αλλά και να επικρίνουν, με λογικά επιχειρήματα, κάθε αμφιλεγόμενη θέση.
Στο Διογένη το Λαέρτιο διαβάζουμε ένα μακρύ κατάλογο των έργων του σοφιστή, όπου συνενώνει τίτλους διαφόρων τεχνικών συγγραμμάτων. Όπως μαρτυρούν οι τίτλοι των έργων του -από τα οποία σώθηκαν ελάχιστα αποσπάσματα-, τα περισσότερα πραγματεύονταν ζητήματα πολιτικά και ηθικά. Υπήρξαν όμως και συγγράμματα για τη ρητορική και τη γραμματική, ενώ ασχολήθηκε και με την παιδαγωγική και τα μαθηματικά.
Ορισμένες πληροφορίες για τη διδασκαλία του διέσωσαν και διάφοροι συγγραφείς (δοξογράφοι) αλλά και ο Πλάτωνας που του αφιέρωσε το φερώνυμο διάλογο του. H κριτική εξέταση των τίτλων είναι δύσκολη, καθώς πολλοί από αυτούς ίσως αποτελούν τμήματα μεγαλύτερων έργων του.   Από το Διογένη πληροφορούμαστε ότι η πρώτη εργασία που διάβασε ο Πρωταγόρας ήταν η Περί θεών όπου αναφέρεται το σπίτι του Ευριπίδη ως χώρος ανάγνωσης. Το έργο αρχίζει ως εξής: Για τους θεούς δεν μπορώ να ξέρω ούτε αν υπάρχουν ούτε αν δεν υπάρχουν ούτε ποια είναι η μορφή τους. Γιατί πολλά πράγματα εμποδίζουν τη γνώση: το γεγονός ότι είναι αόρατοι και η συντομία της ζωής.
Καθαρότερα δεν μπορούσε να διατυπωθεί ένας αγνωστικισμός που σβήνει το μύθο από την παράδοση της ελληνικής ζωής. Αν πίσω από τη διατύπωση του Πρωταγόρα κρύβεται πλήρης άρνηση απέναντι στους θεούς, δεν το γνωρίζουμε. Καμιά φορά κατατάσσουν τον Πρωταγόρα ανάμεσα στους άθεους, ενώ ο Κικέρωνας τον διαχωρίζει από αυτούς.
Πολλοί ερμηνευτές υποστήριξαν ότι με την παραπάνω ρήση εκφράζεται ένας συγκαλυμμένος αθεϊσμός. Ωστόσο, θα ήταν ορθότερο να δεχτούμε ότι ο Πρωταγόρας αρνείται να προχωρήσει στη μεταφυσική σφαίρα και ουσιαστικά δεν θεολογεί, γιατί πιστεύει ότι η ανθρώπινη γνώση δεν μπορεί να συλλάβει πράγματα μη αισθητά. Δεν απορρίπτει αλλά και δεν αποδέχεται τη θεία ύπαρξη γιατί αισθάνεται ότι δεν έχει τα μέσα να την προσεγγίσει. Το πρόβλημα επομένως φαίνεται να είναι κατ’ αρχήν γνωσιολογικό και όχι θεολογικό.
Ο Πρωταγόρας, όπως και ο Ηράκλειτος, πίστευε στη διηνεκή ροή των όντων στο σύμπαν. Ο άνθρωπος γνωρίζει πράγματα όχι όπως είναι αυτά, αλλά όπως του εμφανίζονται στις αισθήσεις του. Κατά τον Πρωταγόρα δεν υπάρχουν αλήθειες που να ισχύουν, και κάτι που στον ένα φαίνεται αληθινό μπορεί στον άλλο να φανεί ψευδές. Την αρετή ακόμα την θεωρούσε απλώς σαν μια αγαθή έξι, που προπαρασκευάζει καλύτερη ψυχική διάθεση και προτρέπει τους ανθρώπους στη δράση.
Το θεμέλιο της δραστηριότητας του, την εκπαίδευση του πολιτικού ανθρώπου, ο Πρωταγόρας το έθεσε με το έργο που αργότερα κυκλοφόρησε με τον επιθετικό διπλό τίτλο Αλήθεια ή Καταβάλλοντες (H αλήθεια ή Οι λόγοι που νικούν). Σύμφωνα με τη μαρτυρία του Πλάτωνα άρχιζε ως εξής: Πάντων χρημάτων μέτρον εστίν άνθρωπος, των μεν όντων ως έατιν, των δε μη όντων ως ουκ έατιν (Για όλα τα πράγματα μέτρο είναι ο άνθρωπος, γι’ αυτά που υπάρχουν ότι υπάρχουν, για όσα δεν υπάρχουν ότι δεν υπάρχουν).
Επειδή στην ιστορία της φιλοσοφίας κυριαρχεί η διαδοχή δράσης αντίδρασης, η φράση αυτή κατ’ αρχάς πρέπει να εκληφθεί ως επίθεση. Περιέχει τη διαμαρτυρία εναντίον του ελεατικού χωρισμού της αισθησικής αντίληψης από την πραγματικότητα, εναντίον του αιτήματος για μια απόλυτη, αμετάβλητη ουσία που είναι προσιτή μόνο στη σκέψη
Το σύγγραμμα αυτό στρεφόταν ενάντια σε εκείνους που θεωρούσαν το ον ως ένα και μοναδικό και επομένως απόλυτο. Άρα, η σκέψη του Πρωταγόρα αντιτίθεται στη σκέψη του Παρμενίδη, αλλά ταυτόχρονα συνδέεται με αυτή, καθώς στη φράση μέτρον-άνθρωπος διακρίνεται η παρμενιδική ενότητα σκέψης-είναι, η οποία τώρα μεταφέρεται στο άτομο που σκέφτεται και αισθάνεται.
Σύμφωνα με τον Πρωταγόρα, η γνώση είναι προϊόν δύο παραγόντων, του πράγματος, αυτού που βρίσκεται έξω από εμάς, και των αισθητηρίων μας. O άνθρωπος γνωρίζει τα αντικείμενα του όχι όπως αυτά υπάρχουν αλλά όπως ο ίδιος τα προσλαμβάνει μέσα του και αφού οι παραστάσεις του υποστούν μια καθαρά υποκειμενική επεξεργασία.
Εδώ πλέον εισάγεται ο απεριόριστος σχετικισμός, η σχετικότητα των αισθήσεων, η οποία καταπολεμήθηκε σφοδρά από το Σωκράτη, σε όλες τις ανθρώπινες σχέσεις αξιών και περιέχεται ως δυνατότητα. Επίσης στο Θεαίτητο του Πλάτωνα διαπιστώνουμε μια υπεράσπιση της διδασκαλίας του Πρωταγόρα, που ξεκινά από τη φράση μέτρον-άνθρωπος.
H γεύση του υγιούς ανθρώπου, που για το ίδιο πράγμα είναι αντίθετη από του αρρώστου, αναγνωρίζεται το ίδιο αληθινή και έγκυρη. Βέβαια, ο υγιής είναι καλύτερα από τον άρρωστο, και καθήκον του γιατρού είναι να τον ξανακάνει καλά. Με το ίδιο πνεύμα πρέπει ο παιδαγωγός να καθοδηγήσει το μαθητή του και ο πολιτικός να αποκαταστήσει την καλύτερη κατάσταση στην κοινότητα.
Ωστόσο, ο καθένας από μας αποτελεί το μέτρο των πραγμάτων που για τα άτομα εμφανίζονται με πάρα πολλές διαφορές και μόνο με αυτή την εμφάνιση υπάρχουν γι’ αυτούς. Εδώ δημιουργείται το πρόβλημα από πού έρχονται στους ανθρώπους τα μέτρα για το «καλύτερο» ή το «χειρότερο» που ξεπερνούν καθετί ατομικό. H απόπειρα του Πρωταγόρα να δώσει λύση φαίνεται καλύτερα στις απόψεις του για τη φύση και τη γένεση του κράτους.
Για τα προβλήματα αυτά ο Πρωταγόρας διατύπωσε τις απόψεις του στο σύγγραμμα Περί της εν αρχήι καταστάσεως. Τα βασικά χαρακτηριστικά των απόψεων του τα αναγνωρίζουμε από ένα χωρίο του ομώνυμου με αυτόν πλατωνικού διαλόγου.
Στο μύθο που απαγγέλλει εκεί δίνει μια θεωρία για τη γένεση του ανθρώπινου πολιτισμού, ξεκινώντας τον κάτω από πρωτόγονες συνθήκες: O άνθρωπος που για να επιβιώσει δεν είναι τόσο καλά εξοπλισμένος όσο τα ζώα, δεν μπορεί να ζήσει απομονωμένος, παρ’ όλο που ο Προμηθέας του χάρισε τη φωτιά. Όμως οι απόπειρες για να ενωθούν οι άνθρωποι αποτυγχάνουν από την έλλειψη σημαντικών προϋποθέσεων και καταλήγουν σε έναν πόλεμο όλων προς όλους. Τότε, ο Δίας στέλνει με τον Ερμή την αιδώ και τη δίκην (ηθικότητα-δικαιοσύνη) στους ανθρώπους και έτσι καθιστά δυνατές την κρατική ζωή και την ανάπτυξη του πολιτισμού τους.
Αν αφαιρέσουμε το μύθο, διαπιστώνουμε ότι είναι πεποίθηση του Πρωταγόρα ότι κάθε άνθρωπος έχει μέσα του έμφυτο το αίσθημα της ηθικότητας και της δικαιοσύνης. Τις εξαιρέσεις, ανθρώπους δηλαδή που δεν εντάσσονται σε ένα κοινωνικό σύστημα, η κοινότητα είναι υποχρεωμένη να τους παραμερίζει, σκοτώνοντας τους. Ωστόσο, η έμφυτη ικανότητα για πολιτικές αρετές δεν αρκεί από μόνη της, αλλά πρέπει να αναπτυχθεί με την παιδεία. H σημασία της, βασική για όλη τη σοφιστική, προβάλλει με ιδιαίτερη καθαρότητα από την ανάπτυξη των συμφραζομένων.
Σε ένα σημαντικό απόσπασμα παρατίθεται η άποψη ότι η μάθηση χρειάζεται τη φυσική ικανότητα (φύσις) και την άσκηση (άσκησις). O Πρωταγόρας δεν αντιτίθεται ριζοσπαστικά στην αρχαϊκή-κλασική πεποίθηση για τη μεγάλη αξία της φυσικής ικανότητας, απλώς προσθέτει και την παιδαγωγική επίδραση.
Ως προς τα άλλα, ο Πρωταγόρας του Πλάτωνα που και σε αυτό μπορούμε να τον ταυτίσουμε με το ιστορικό πρόσωπο, αντιμετωπίζει την τιμωρία ως παιδαγωγικό μέτρο.
Για τον Πρωταγόρα ισχύει αυτό που είπε ο Πρόδικος για τους σοφιστές: Αυτοί είναι κάτι ανάμεσα σε πολιτικούς και φιλοσόφους, που σημαίνει κυρίως αγωνιστές με το λόγο.
Το πιο εκτεταμένο έργο του είναι οι Αντιλογίαι γιατί μόνο γι’ αυτές παραδίδεται ο αριθμός δύο βιβλίων. Δεν έχουμε καθαρή εικόνα για το περιεχόμενο τους. Μια γενική ένδειξη μας δίνει η πληροφορία του Διογένη του Λαέρτιου: Για κάθε πράγμα υπάρχουν δύο λόγοι αντίθετοι ο ένας προς τον άλλον. H άποψη αυτή αναιρεί την αντίφαση και οδηγεί στην παντοδυναμία της ρητορικής. Αυτή έχει τη δυνατότητα ακόμη και μια αδύνατη πρόταση να την κάνει ισχυρή (τον ήττω λόγον κρείτω ποιείν).
Τέλος, η περίφημη ρήση του «για όλα τα πράγματα μέτρο είναι ο άνθρωπος, και για όσα υπάρχουν και για όσα δεν υπάρχουν» με την οποία ξεκινούσε κάποιο έργο του με τίτλο Αλήθεια ή Καταβάλλοντες Λόγοι, οδηγεί σε ένα πολύ προκλητικό συμπέρασμα, το οποίο για πολλούς εγκαινιάζει την παράδοση του σχετικισμού: όλες οι υποκειμενικές αντιλήψεις ευσταθούν. Όπως διατυπώνεται η πρόταση μπορεί να δεχτεί πολλές ερμηνείες ως προς την εμβέλεια των πραγμάτων που θεωρούνται υποκειμενικά. 
Στην πραγματικότητα ο Πρωταγόρας με τον όρο «πράγματα» δεν πρέπει να εννοούσε μόνο τα αισθητά, αλλά κάθε κρίση που μπορεί να εκφέρει ένα υποκείμενο για οποιοδήποτε ζήτημα.
Επίσης, ο Πρωταγόρας αυτό που ισχυρίστηκε είναι το εξής: τα πράγματα που υπάρχουν γύρω μας, με αντικειμενικό τρόπο (αέρας), και που κανείς δεν αμφισβητεί ότι υπάρχουν, υπάρχουν για τον καθένα από εμάς με έναν διαφορετικό τρόπο (ψυχρός, θερμός κλπ) και κατ’; αυτή την έννοια, είναι για τον καθένα από εμάς κάτι διαφορετικό (για άλλους ψυχρός, για άλλους θερμός κλπ) όχι όμως για τον καθένα άλλο (για άλλους αέρας και για άλλους νερό).
Η θέση λοιπόν του Πρωταγόρα ότι ο άνθρωπος είναι το μέτρο για όλα τα πράγματα θεμελιώνει το σχετικισμό, στη σφαίρα της γνωσιολογίας, αν και εκφράζονται επιφυλάξεις για το κατά πόσο πρόθεση του Πρωταγόρα ήταν να εισηγηθεί μια νέα ριζοσπαστική θεωρία για τη γνώση ή απλώς να καταρρίψει τις απόψεις παλαιότερων φιλοσόφων, όπως ο Παρμενίδης.
Ο Πρωταγόρας εκτός όλων των άλλων διατύπωσε και ένα πρωτότυπο επιχείρημα για την ύπαρξη των θεών, το οποίο σύμφωνα με την παράδοση, οδήγησε τον ίδιο στην εξορία και τα βιβλία του στην πυρά:
«Για τους θεούς δεν μπορώ να γνωρίζω τίποτα: ούτε ότι υπάρχουν, ούτε ότι δεν υπάρχουν, ούτε τι λογής μορφή έχουν. Γιατί είναι πολλά τα όσα εμποδίζουν να γνωρίζουμε από τη μια το άδηλο του ζητήματος και από την άλλη η συντομία της ανθρώπινης ζωής.»
Αυτό που κυριαρχεί στο επιχείρημα αυτό του Πρωταγόρα δεν είναι η αμφισβήτηση της ύπαρξης των θεών αλλά η αμφισβήτηση της γνώσης που εμείς ως άνθρωποι μπορούμε να έχουμε γι’; αυτούς. Μπορεί δηλαδή ο Πρωταγόρας με τα κριτήρια των συγχρόνων του να εμφανιζόταν πράγματι ως «άθεος», εμείς, ωστόσο οφείλουμε να διακρίνουμε τη σκεπτικιστική του στάση, η οποία πολύ πιθανόν να απορρέει από τις γνωσιολογικές του απόψεις, παρά από την πλήρη άρνηση της ύπαρξής τους.
Σε σχέση με τους νόμους για τον Πρωταγόρα δεν υπάρχει απόλυτο καλό και απόλυτη δικαιοσύνη, που να μπορούν να έχουν ισχύ οριστικού κανόνα για τις ηθικο-πολιτικές πράξεις. Όμως, το μέτρο του δικαίου και του καλού δεν είναι όπως στην περίπτωση της αλήθειας και των θεών, το μεμονωμένο άτομο, αλλά ολόκληρη η κοινότητα στην οποία αυτό ανήκει. Δίκαιο, επομένως, είναι ό,τι φαίνεται δίκαιο στην πόλη- κράτος ή στην πλειοψηφία της. Σε πολιτικό πλαίσιο δίκαιο είναι ό,τι ωφελεί την πόλη και αποσπά την ευρύτερη δυνατή συναίνεση των κυβερνωμένων.
Διάσημες ρήσεις του είναι οι εξής:
«Για όλα τα πράγματα μέτρο είναι ο άνθρωπος»
«Η ψυχή δεν είναι τίποτα χωρίς τις αισθήσεις»
«Για καθετί υπάρχουν δύο απόψεις αντίθετες μεταξύ τους»
«Σχετικά με τους Θεούς δε γνωρίζουμε ούτε για το αν υπάρχουν ούτε για το αν δεν υπάρχουν. Είναι πολλά εκείνα που εμποδίζουν τη γνώση, τόσο η αβεβαιότητα όσο και η συντομία της ανθρώπινης ζωής»
ΠΗΓΗ https://sciencearchives.wordpress.com
ΑΝΙΧΝΕΥΤΗΣ Επικούρειος Πέπος.

23.2.16

ΕΝΑΣ ΜΠΟΥΦΟΣ ΔΕ ΦΕΡΝΕΙ ΤΗΝ ΑΝΟΙΞΗ

Η ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΤΩΝ ΜΠΟΥΦΩΝ

 ΟΣΟ περνάνε οι μέρες της κρίσης, και δεν περνάνε πανάθεμά τες, όλο και πιο πολύ πείθομαι ότι εκτός από όλα τα άλλα, ένα μεγάλο πρόβλημα  της Ελλάδας έχει να κάνει και με τη «μη σκέψη». Πιο … επιστημονικά, με το χαμηλό IQ σε όλο το φάσμα της κοινωνίας.
ΖΟΥΜΕ σε μια χώρα μπούφων, μουλεγε τις προάλλες ο φίλος μου ο Κωστής. Και αν στην αρχή της κουβέντας η λέξη «μπούφος» μου παραφάνηκε σκληρή, στη συνέχεια την αποδέχτηκα και εγώ μελαγχολικά.
ΟΛΑ ξεκινούν βεβαίως από το σχολείο, που κατάντησε να είναι εν πολλοίς ένα κατ’ εξοχήν εκτροφείο μπούφων στην Ελλάδα. Δεν μιλώ για τις εξαιρέσεις που, ως τέτοιες, είναι λίγες, αλλά για τον κανόνα. Αυτόν, στον οποίο υπάγονται οι πολλοί. Οι πολλοί που ζουν και κυκλοφορούν ανάμεσά μας. Που ψηφίζουν, και βγάζουν κυβερνήσεις.
ΑΥΤΟΥΣ που μιλούν μεγαλόφωνα, χωρίς επιχειρήματα, που συνεννοούνται με καυγάδες, που πολιτεύονται με συνθήματα, συνδιαλέγονται με πονηριά, ανταγωνίζονται αθέμιτα, διασκεδάζουν χυδαία, ενημερώνονται … καθόλου, διαβάζουν … τίποτα, επιδεικνύονται διαρκώς, συμπεριφέρονται αγενώς, βάλτε από χίλιους σε κάθε τέτοια περίπτωση και θα ιδείτε μπροστά σας μια ολάκερη γειτονιά!
ΤΟ σχολείο όμως, που λέγαμε πριν, είναι η χειρότερη φάμπρικα της κοινωνίας σήμερα. Παράγει παπαγάλους. Οι παπαγάλοι αποστηθίζουν. Δεν μαθαίνουν. Δεν αμφισβητούν. Δεν ψάχνουν. Δεν εμβαθύνουν. Δεν προβληματίζονται. Δεν κρίνουν. Είναι τοποθετημένοι επάνω σ’ έναν εργοστασιακό ιμάντα που, ανώδυνα κι ωραία, θα τους μεταφέρει στην επόμενη βαθμίδα: την πανεπιστημιακή.
ΕΚΕΙ, ο μπούφος τελειοποιείται. Και βγαίνοντας από το πανεπιστήμιο, με ή χωρίς πτυχίο, γίνεται «ένα» με τους υπολοίπους, διασκορπίζεται παντού! Τους μολύνει με τη βλακεία του.
ΤΟ εκπαιδευτικό σύστημα στην Ελλάδα, δεν σου μαθαίνει κάτι χρήσιμο. Σου απαγορεύει να σκέφτεσαι. Αν κάποιοι αντιστέκονται και ξεχωρίζουν, είπαμε: είναι λίγοι. Η στατιστική που δείχνει πως έχουμε από τα υψηλότερα ποσοστά πτυχιούχων πανεπιστημίων στην Ευρώπη, εμένα δεν μου λέει τίποτα. Το θέμα είναι τι ανθρώπους έχουν «διαμορφώσει» αυτά τα πτυχία;

ΕΠΙΣΗΣ, για να επεκταθούμε περισσότερο στην «κοινωνία των μπούφων» που, επαναλαμβάνω, δεν είναι μικρή, την αισθανόμαστε δίπλα μας κάθε μέρα. πάρτε την πλύση εγκεφάλου της τηλεόρασης! Της παιδικής χαράς των κηφήνων.  Κραυγαλέο παράδειγμα οι πρωινές και απογευματινές εκπομπές - οι μεν, λέγονται «ενημερωτικές», οι δε «ψυχαγωγικές» -  με όλο αυτό το κατιναριό πουχει IQ κομοδίνου, και δεν σε αφήνει να σκεφτείς, διότι ούτε και το ίδιο έχει την ικανότητα να σκεφτεί. Είναι εγκεφαλικά νεκρό. Φυτό, που λέμε.
ΑΝΤΙ να σε εξυψώνει, σε πάει στον πάτο. Το ίδιο και το ποδόσφαιρο στην Ελλάδα, το πρωτάθλημα. Και αυτό, στον πάτο σε πάει. Το ίδιο και η πολιτική. Αυτή κι αν κυριαρχείται από μπούφους! Αυτή κι αν σέρνει τη χώρα ολάκερη στον πυθμένα.
ΘΑ πείτε: πάντα δεν ήταν έτσι;
E, και; Ποτέ μου δεν κατάλαβα αυτήν την … αναγωγή. Δηλαδή, αν πριν από χίλια χρόνια υπήρχαν στουρνάρια, πρέπει να υπάρχουν και σήμερα;
ΥΓ: Για περισσότερα, διαβάστε και αυτό το εξαιρετικό άρθρο που έγραψε ο Νίκος Δήμου το 1987, για τον μπούφο – αυτό το «άχαρο και χαζό πουλί»!

ΟΣΑ ΕΙΠΕ Ο ΟΥΜΠΕΡΤΟ ΕΚΟ ΓΙΑ ΤΟΝ ΑΘΛΗΤΙΣΜΟ

O Έκο για τον αθλητισμό
"Αν επιχειρήσει κανείς μια σφαιρική αναθεώρηση των ανθρωπίνων σχέσεών μας, ας δοκιμάσει να αγγίξει τον αθλητισμό. Θ' ανακαλύψει σ' αυτόν τα ελαττώματα του ανθρώπου σαν κοινωνικό ζώα: τότε θα φανούνε τα στοιχεία της κοινωνικότητας που είναι άσχετα με τον άνθρωπο. Τότε θα γίνει σαφής η απατηλή φύση του κλασικού ουμανισμού, που είναι βασισμένος στην ελληνική ανθρωπολατρεία, βασισμένη με τη σειρά της όχι στην ενόραση ή την ιδέα της πόλης ή τη δράση, αλλά στον αθλητισμό σαν προμελετημένη σπατάλη, απόκρυψη του προβλήματος, "φλυαρία" διογκωμένη στο έπακρο. Με λίγα λόγια -θα το εξηγήσουμε αργότερα- ο αθλητισμός είναι η μεγαλύτερη παρεκτροπή του φατικού λόγου, και επομένως -σε τελευταία ανάλυση- η άρνηση οποιουδήποτε διαλόγου, κι έτσι η αρχή της αποκτήνωσης του ανθρώπου, ή η "ουμανιστική" επινόηση μιας ολοκληρωτικά απατηλής ιδέας για τον άνθρωπο.
Στην αθλητική δραστηριότητα κυριαρχεί η "σπατάλη". Κάθε σχετική κίνηση είναι σπατάλη ενέργειας- αν πετάξω μια πέτρα από απλή ευχαρίστηση -όχι για να πετύχω ένα οποιοδήποτε χρήσιμο σκοπό- θα σπαταλήσω θερμίδες που είχα εξασφαλίσει με την κατανάλωση τροφής για την παραγωγή της οποίας κάποιος εργάστηκε. Τώρα, αυτή η σπατάλη είναι τελείως υγιής. Είναι το χαρακτηριστικό στοιχείο τον παιχνιδιού. Και ο άνθρωπος, όπως όλα τα ζώα, νιώθει τη σωματική και ψυχική ανάγκη να παίξει. Υπάρχει επομένως ένα είδος σπατάλης που δεν μπορούμε να αποφύγουμε - σημαίνει για μας ελευθερία, ελευθερία από την τυραννία της αναπόφευκτης, απαραίτητης δουλειάς. Αν δίπλα σε μένα που πετάω την πέτρα έρθει κάποιος άλλος για να την πετάξει ακόμη πιο μακριά, το παιχνίδι παίρνει τη μορφή του "αγωνίσματος": και αυτό είναι σπατάλη, σωματικής και πνευματικής ενέργειας, αλλά αυτή η σπατάλη καταλήγει σε κάποιο κέρδος. 'Έχουμε βελτίωση της σωματικής διάπλασης, ανάπτυξη και έλεγχο της άμιλλας, χαλιναγώγηση της έμφυτης επιθετικότητας χάρη στους κανόνες. Αλλά ήδη στα παραπάνω θετικά στοιχεία παραμονεύει το σαράκι που απειλεί την ίδια την κίνηση' το αγώνισμα πειθαρχεί και εξουδετερώνει τις δυνάμεις. Παρά τις αντίθετες εντυπώσεις, το αγώνισμα ουσιαστικά είναι ένας μηχανισμός για την εξουδετέρωση της δράσης.
Απ' αυτόν τον πυρήνα διφορούμενης υγείας (πού 'ναι "υγιής" εφόσον δεν ξεπεραστεί ένα όριο ...) ωριμάζουνε τα πρώτα έκτροπα του αγωνίσματος όπως για παράδειγμα η εκτροφή ανθρώπων αφιερωμένων σ' ένα αγώνισμα. Ο αθλητής είναι ήδη ένα ον που έχει υπερασκήσει ένα μόνο όργανό του, που κάνει το σώμα του εστία και αποκλειστική πηγή ενός συνεχούς παιχνιδιού. Ο αθλητής είναι τέρας, είναι ο 'Ανθρωπος που Γελά, είναι η γκέισα με το πιεσμένο και ατροφικό πόδι.
Όμως ο αθλητής τέρας γεννιέται τη στιγμή που το σπορ ανάγεται στο τετράγωνο, όταν δηλαδή το σπορ, από παιχνίδι με προσωπική συμμετοχή, γίνεται ένα είδος συζήτησης πάνω στο παιχνίδι, δηλαδή γίνεται θέαμα για άλλους. Το σπορ στο τετράγωνο είναι το αθλητικό θέαμα.
Εάν η άσκηση είναι υγεία, όπως υγεία είναι η σωστή διατροφή, τα σπορ σαν θέαμα είναι η φενάκη της υγείας. 'Όταν βλέπω τους άλλους να παίζουνε, δεν κάνω τίποτα το υγιεινό και απλώς νιώθω κάποια ασαφή ευχαρίστηση για την υγεία των άλλων (πράγμα που μοιάζει με ευτελή ηδονοβλεψία): γιατί ουσιαστικά τη μεγαλύτερη ευχαρίστηση την παίρνω από τα ατυχήματα που συμβαίνουν σε όποιον ασκείται (όπως αυτός που βλέπει όχι δύο ανθρώπους, αλλά δύο μέλισσες να κάνουν έρωτα, περιμένοντας να παρακολουθήσει έπειτα το θάνατο του κηφήνα).
Βέβαια, όποιος παρακολουθεί αθλητικό θέαμα ερεθίζεται: φωνάζει και χειρονομεί, επομένως κάνει σωματική και ψυχική άσκηση, εκτονώνει την επιθετικότητά του και τιθασεύει την αγωνιστικότητά του. Αλλά αυτή η εκτόνωση δεν οδηγεί, όπως κατά την άθληση, σε αύξηση της ενέργειας και σε απόχτηση ελέγχου και αυτοσυγκράτησης: γιατί μάλιστα οι αθλητές αγωνίζονται παίζοντας, ενώ οι θεατές αγωνίζονται στα σοβαρά (γι' αυτό άλλωστε και δέρνονται, ή πεθαίνουνε στις κερκίδες από συγκοπή).
Το στοιχείο της πειθάρχησης της αγωνιστικότητας, που κατά την άθληση έχει τις δύο όψεις της αύξησης και της απώλειας του ανθρωπισμού του ασκουμένου, για το θεατή ενός σπορ έχει μόνο μία, την αρνητική. Κατ' αυτόν τον τρόπο το σπορ παρουσιάζεται σαν "instrumentum regni", έτσι όπως χρησιμοποιήθηκε για πολλούς αιώνες. Είναι φανερό: στην αρχαία Ρώμη οι θηριομαχίες και η ιπποδρομία χαλιναγωγούν την ανεξέλεγκτη δύναμη του όχλου.
Αλλά αυτό το σπορ στο τετράγωνο (απ' το οποίο ορισμένοι βγάζουνε τεράστια κέρδη) δημιουργεί ένα σπορ στον κύβο, που είναι η συζήτηση πάνω στο σπορ σαν θέαμα. Αυτή η συζήτηση κατ' αρχήν γίνεται από τον αθλητικό τύπο, αλλά δημιουργεί με τη σειρά της τη συζήτηση γύρω από τον αθλητικό τύπο, επομένως ένα σπορ που ανάγεται σε δύναμη. Η συζήτηση γύρω απ' τον αθλητικό τύπο είναι η συζήτηση πάνω στη συζήτηση για τη συζήτηση σχετικά με την παρακολούθηση του παιχνιδιού των άλλων.
Το σύγχρονο σπορ είναι κυρίως η συζήτηση πάνω σ' αυτά που γράφει ο αθλητικός τύπος. Πίσω από τρία διαφράγματα υπάρχει το σπορ σαν άθληση, που σε τελευταία ανάλυση θα μπορούσε να μην υπάρχει. Εάν μετά από διαβολική μηχανορραφία της μεξικανικής κυβέρνησης και των τηλεοπτικών ιδρυμάτων όλου του κόσμου οι Ολυμπιακοί αγώνες δε γίνονταν πραγματικά; αλλά μεταδίνονταν μέρα με τη μέρα και ώρα με την ώρα με πλαστές εικόνες, τίποτα δε θ' άλλαζε στο διεθνές αθλητικά σύστημα και οι συζητητές των σπορ δε θα ένιωθαν εξαπατημένοι. Επομένως το σπορ σαν άσκηση δεν υπάρχει πια, ή υπάρχει για οικονομικούς λόγους (μια και είναι πιο εύκολο να βάλει κανείς έναν αθλητή να τρέξει, παρά να ετοιμάσει ένα φιλμ με ηθοποιούς που να κάνουν ότι τρέχουν), και υπάρχει μόνο η φλυαρία πάνω στη φλυαρία του σπορ. Η φλυαρία πάνω στη φλυαρία των αθλητικών εφημερίδων αντιπροσωπεύει ένα παιχνίδι με όλους τους κανόνες του: αρκεί να παρακολουθήσει κανείς τις εκπομπές του ραδιοφώνου την Κυριακή το πρωί όπου υποτίθεται (ανάγοντας το σπορ στη δύναμη ν ) ότι μερικοί πολίτες συγκεντρωμένοι στο κουρείο της γειτονιάς τους μιλάνε για ποδόσφαιρο, ή να πάει σε ορισμένες πλατείες και καφενεία όπου τέτοιες συζητήσεις πραγματικά γίνονται.
Θα δει, όπως άλλωστε όλοι ήδη ξέρουμε, ότι οι αξιολογήσεις, οι κριτικές, οι θριαμβολογίες, οι επιθέσεις, ακολουθούν ένα πολύπλοκο φραστικό τελετουργικό, αλλά με απλούς και ακριβείς κανόνες. Σ' αυτά το τελετουργικό οι διανοητικές δυνάμεις ασκούνται και αλληλοεξουδετερώνονται. Οι σωματικές δυνάμεις δε συμμετέχουν πια. Επομένως ο αγώνας μετατοπίζεται σε καθαρά "πολιτικό" επίπεδο. Πράγματι, η φλυαρία πάνω στην αθλητική φλυαρία έχει όλα τα εξωτερικά χαρακτηριστικά της πολιτικής συζήτησης. Οι συμμετέχοντες λένε τι θα 'πρεπε να κάνουν οι κυβερνήτες της χώρας, τι κάνανε, τι θα θέλαμε να κάνουνε, τι συνέβη και τι θα συμβεί: μόνο που το αντικείμενο δεν είναι η πολιτεία (και οι διάδρομοι της βουλής) αλλά το γήπεδο, και τα παρασκήνιά του. Αυτή η φλυαρία είναι επομένως μια παρωδία της πολιτικής- συζήτησης. Αλλά, καθώς σ' αυτή την παρωδία μειώνονται και πειθαρχούνται όλες οι δυνάμεις που διαθέτει ο πολίτης για την πολιτική συζήτηση, αυτή η φλυαρία γίνεται το υποκατάστατο της πολιτικής συζήτησης, και μάλιστα σε τέτοιο σημείο που καταντάει να γίνει η ίδια πολιτική συζήτηση.
Αν το σκεφτούμε καλά, αυτή η έλλειψη γενικής άσκησης είναι ίδια μ' εκείνη στην οποία οφείλεται η κρίση των καλών τεχνών: δραστηριότητες που δικαιωματικά θα 'πρεπε να ασκούνται από όλους αλλά που εδώ και μερικές χιλιετηρίδες ασκούνται μόνο από εξουσιοδοτημένους μάγους που λέγονται καλλιτέχνες. Δεν είναι τυχαίο ότι οι τέχνες που περισσότερο καταλαβαίνει ο κόσμος είναι εκείνες στις οποίες οι θεατές έχουν μια ελάχιστη πραχτική εμπειρία: το τραγούδι, γιατί όλοι λίγο πολύ τραγουδάμε, και η λογοτεχνία, γιατί όλοι μιλάμε και γράφουμε. Σ' αυτές τις περιπτώσεις η ανωτερότητα των άλλων γίνεται αντιληπτή στο μέτρο που δεν απομακρύνεται από την προσωπική μας εμπειρία (Cronin ναι, αλλά όχι Joyce). Οι τέχνες στις οποίες το χάσμα είναι πιο μεγάλο είναι η ζωγραφική, η γλυπτική και η αρχιτεκτονική, μια και κανένας από τους θεατές δεν έμαθε ποτέ να χειρίζεται χρώματα, όγκους και χώρους. Έτσι συμβαίνει το περίεργο φαινόμενο να καταλαβαίνει ο κοινός άνθρωπος, για παράδειγμα, τη ζωγραφική και γλυπτική που είναι πιο μακριά από τις πραχτικές του δυνατότητες (το λεπτομερειακό ρεαλισμό) και να αποκρούει σαν αλλότριες αυτές που θα μπορούσε να δημιουργήσει και ο ίδιος χειριζόμενος αφηρημένες χρωματικές επιφάνειες ή πλάθοντας οποιουσδήποτε όγκους. Και την αρνείται σαν τέχνη, ακριβώς γιατί δεν καταφέρνει πια να πιστέψει ότι έχει αξία κάτι που αυτός θα μπορούσε να κάνει, με περισσότερη ή λιγότερη επιτυχία.
Στην τέχνη όπως και στον αθλητισμό το πρόβλημα είναι επομένως να ξαναδοθεί σε όλους η δυνατότητα άσκησης. Αλλά πρέπει ακριβώς να μην υπάρχει πια κοινωνία στην οποία να κυριαρχεί ο συναγωνισμός που ξεχωρίζει αυτούς που δρουν από αυτούς που δε θα δράσουν ποτέ αλλά θα είναι αντικείμενα χαλιναγώγησης.
..........
Ο άνθρωπος, όπως όλα τα ζώα, έλκεται απ' το παιχνίδι, αλλά σ' αντίθεση με τ' άλλα ζώα, προτιμάει να παίζει σύμφωνα με κάποιους κοινωνικούς, συμβατικούς κανόνες. Τώρα, σ' ένα ματς ο θεατής είναι ένας άνθρωπος που δεν παίζει: αξιολογεί, κρίνει το παιχνίδι των άλλων ανάλογα με τους κανόνες που έμαθε. Αν έπειτα αυτός ο θεατής είναι καθισμένος μπροστά στη συσκευή της τηλεόρασης, η κατάστασή του γίνεται ακόμη πιο ασαφής. Αξιολογεί με βάση τους κανόνες, τόσο το παιχνίδι των άλλων όσο και τη συμπεριφορά των παρόντων στο παιχνίδι. Η απόσταση από το σώμα του μεγαλώνει!
Αλλά συνήθως γίνεται κάτι χειρότερο: όχι μόνο ο κόσμος βλέπει το παιχνίδι αντί να το παίζει, αλλά συχνά ακούει μόνο να μιλάνε γι' αυτό. Με τη μεσολάβηση του αθλητικού τύπου το ποδόσφαιρο γίνεται ευκαιρία για μια καθαρή φλυαρία που κάνουν οι φίλαθλοι στις πλατείες, στα κουρεία, στο τραπέζι, στο γραφείο. Και το άτομο που μιλάει για αθλητισμό χρησιμοποιεί μια γλώσσα που έχει τους δικούς της κανόνες.
Είναι μια συζήτηση στρατηγικής που δεν αφορά μόνο το παιχνίδι καθαυτά, αλλά και την προετοιμασία του (τις μεταγραφές, τις αποφάσεις των αθλητικών συλλόγων, τη σύνθεση των ομάδων πρώτης κατηγορίας τα τελευταία είκοσι χρόνια). Γύρω από αυτά τα αφηρημένα δεδομένα γίνεται μια συζήτηση που παρουσιάζει τα ίδια χαρακτηριστικά παθιασμένης συμμετοχής όπως και η πολιτική συζήτηση, η οποία περιστρέφεται γύρω από θέματα εξίσου μακρινά, για τόπους και πρόσωπα που δεν είδαμε ποτέ (ποιος συνάντησε πράγματι ποτέ τον Κίσινγκερ, ποιος πήγε στο Λίβανο;).
Μόνο που υπάρχει μια διαφορά ανάμεσα στις υποθέσεις της πόλης που ονομάζονται πολιτική και τις υποθέσεις του υποκατάστατου της πόλης που ονομάζεται γήπεδο. Η διαφορά είναι ότι όποιος μιλάει για πολιτική στην ουσία κάνει πολιτική. 'Όποιος συμμετέχει σε μια συνέλευση κόμματος, συζητάει μια πρόταση και ψηφίζει, κάνει το ίδιο μ' αυτό που κάνει ο Κίσινγκερ. Δεν του αφαιρείται η δυνατότητα διακυβέρνησης, γιατί ουσιαστικά, αν και σε ελάχιστη κλίμακα, την ασκεί. Όποιος παίρνει μέρος σε διαδήλωση και σύγκρουση με την αστυνομία, επεμβαίνει για να καθορίσει ποιοτικά, αν όχι ποσοτικά, τη ζωή της κοινότητας. Κάνει ό,τι και ο Λατινοαμερικάνος αντάρτης όταν πυροβολεί σε μάχη για την κατάληψη ενός χωριού. 'Ασχετα από οποιαδήποτε ιδεολογική τοποθέτηση, ακόμη κι αν κάνει τον αντάρτη για παιχνίδι. Στα σπορ αντίθετα η αθλητική φλυαρία δεν έχει τίποτα κοινό με το ίδιο το άθλημα, που γίνεται μακρινή της πρόφαση. Μ' αυτή την έννοια η συζήτηση για αθλητισμό (χωρίς να συνοδεύεται από άσκηση) δεν είναι μόνο μια περίπτωση αποστέρησης του σώματος: είναι καθαρή αποστέρηση των προνομίων του ανθρώπου σαν πολιτικό ον.
Πρόκειται γι' ανθρώπινη ενέργεια που αλλάζει κατεύθυνση. Τα θύματα δεν το καταλαβαίνουν, αλλά έχουνε καμιά φορά την συγκεχυμένη υποψία ότι βρίσκονται σε φαύλο κύκλο. Κυρίως καθώς η πολιτική, σαν πρότυπο κοινωνικής συμπεριφοράς, είναι παρούσα στην τηλεόραση, στις πλατείες, στις εφημερίδες: και το θύμα της αθλητικής φλυαρίας νιώθει μιαν ασαφή νοσταλγία γι' αυτή την καρποφόρα και αποτελεσματική συμπεριφορά. Και να που, μην μπορώντας να κάνει τον αντάρτη του Μαύρου Σεπτέμβρη ο Homo Sportivus μασκαρεύεται σε αντάρτη κάποιας μαυροκίτρινης ομάδας. Πειθήνιο όργανο της εξουσίας, το θύμα αναλώνει την ενστικτώδικη ορμή του σε δραστηριότητες που δεν μπορούν να επηρεάσουν την εθνική πολιτική ζωή, και η μανία του ελέγχεται.
Αλλά είναι το πιο καταπιεσμένο και απεγνωσμένο θύμα του συστήματος, γιατί δεν ξέρει πια τι του στέρησαν. Αυτή η βία χωρίς στόχο μπορεί να εκτονωθεί την κατάλληλη στιγμή: τα γήπεδα (έτσι όπως λειτουργούν σήμερα) είναι σαν βαλβίδα ασφαλείας που κάθε δικτάτορας μπορεί να εκμεταλλευτεί. "
Απόσπασμα από το βιβλίο του Ουμπέρτο Έκο, Η σημειολογία στην καθημερινή ζωή, Εκδόσεις Μαλλιάρης-Παιδεία Α.Ε. 1985

20.2.16

ANTIO OYMPERTO EKO

Ο Ουμπέρτο Εκο πέθανε στις 19 Φεβρουαρίου 2016, από καρκίνο, σε ηλικία 84 ετών. Παρότι ήταν γνωστός στο πλατύ κοινό από το μυθιστόρημά του «Το όνομα του ρόδου», το οποίο κυκλοφόρησε το 1980, ο Εκο δεν ήταν απλώς μυθιστοριογράφος.
Ηταν φιλόσοφος και στοχαστής και έγραψε πολλές φορές για τα ΜΜΕ αλλά και για τις τεχνολογικές ανακαλύψεις της εποχής μας. Ηταν σκληρός με τις νέες τεχνολογίες, σε σημείο να κατηγορηθεί ότι μιλάει σαν ένας πικραμένος γέρος που δεν αντιλαμβάνεται τις τεχνολογικές εξελίξεις.
Σε συνέντευξη που παραχώρησε στο γαλλικό περιοδικό Nouvel Observateur το 1991 ομολόγησε ότι «ένοιωθε άβολα στην εποχή του».
«Προσπαθώντας να κατανοήσω τι συμβαίνει είναι ο μόνος τρόπος για να βγω από αυτή την άβολη κατάσταση», είχε δηλώσει.

Επίθεση ηλιθίων
Τα λόγια που έχει χρησιμοποιήσει κατά καιρούς για τις νέες τεχνολογίες είναι βιτριολικά. Το 2015 έκανε λόγο για «επίθεση ηλιθίων» αναφερόμενος στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.
«Εδωσαν δικαίωμα λόγο σε λόχους ηλιθίων οι οποίοι προηγουμένως δεν μιλούσαν παρά σε μπαρ, μετά από ένα ποτήρι κρασί. Τότε δεν έκαναν κακό στους υπόλοιπους. Εκεί κάποιος τους έκοβε την κουβέντα ενώ τώρα έχουν το ίδιο δικαίωμα να μιλούν όσο και ένα βραβείο Νόμπελ».
Δεν έκρυβε επίσης την αντιπάθειά του για τα κινητά τηλέφωνα και για την μαζική επίδειξη που επιτρέπει η χρήση τους. Στο βιβλίο του «Ανάποδα σαν τον κάβουρα», μια συλλογή κειμένων μεταξύ 2000 και 2005, μιλούσε ωμά και βίαια:
«Ο ηλίθιος, ο οποίος δίπλα μας ακριβώς μέσα στο τρένο κανονίζει τις οικονομικές του δοσοληψίες φωναχτά, στην πραγματικότητα επιδεικνύεται με ένα καπέλο από φτερά και ένα πολύχρωμο δαχτυλίδι στο πέος».
Ωστόσο, πίσω από αυτά τα έντονα κριτικά λόγια για τις νέες τάσεις, ο Ουμπέρτο Εκο έγραφε στην Liberation το 2009:«Δεν είμαι παρελθοντολόγος».
Τον Μάιο του 2015 το σάιτ Le Midi Libre τον ρωτάει αν το ίντερνετ «διαστρέφει τα πνεύματα» ο Εκο απαντά:
«Πρέπει να είσαι οπλισμένος για να το χρησιμοποιήσεις. Είναι σαν ένα πολύ γρήγορο αυτοκίνητο που πρέπει να ξέρεις να οδηγείς. Αλλιώς πας κατευθείαν στον τοίχο».
Ηταν όμως οξύς: «Υπάρχουν ηλίθιοι του ίντερνετ όπως υπάρχουν και ηλίθιοι του Walkman που τους βλέπουμε να χτυπιούνται και να ουρλιάζουν στις συναυλίες ροκ μουσικής», έλεγε το 1991 στο L’Obs.
Αλλά πρόσθετε: «Σε μια κοινωνία πολύχρωμη όπως είναι η δική μας υπάρχει ο ηλίθιος αλλά υπάρχει και ο προσαρμοστικός. Αυτός δηλαδή που μπορεί να ζήσει με ενδιαφέροντα τρόπο αυτή την ποικιλία των σύγχρονων γλωσσών. Δεν μπορώ να αποφανθώ γι’αυτό το θέμα, περιορίζομαι στο να παρατηρώ».
Ο Εκο για τον γραπτό τύπο
Διαβάζετε εφημερίδες;
Διαβάζω τουλάχιστον δύο εφημερίδες κάθε πρωί και ρίχνω μια ματιά σε πολλές άλλες καθημερινά. Δεν μπορώ να πιώ τον καφέ μου και να ξεκινήσω την ημέρα μου αν δεν διαβάσω τον τύπο. Μένω πιστός στην ιδέα του Χέγκελ σύμφωνα με την οποία η ανάγνωση των εφημερίδων παραμένει «η καθημερινή προσευχή του σύγχρονου ανθρώπου». Είμαι αναγνώστης, αλλά και αρθρογράφος, γιατί γράφω σε μια καθημερινή και σε μια εβδομαδιαία εφημερίδα. Αλλά συχνά κοιτάζω μόνο τους τίτλους των άρθρων, γιατί ο γραπτός τύπος έχει την κακή συνήθεια να επαναλαμβάνει το πρωί τα νέα που αποκαλύφθηκαν χθες.
Τι απειλεί τον καθημερινό τύπο; Η επανάληψη της είδησης, χωρίς να δοθεί το βάθος της ανάλυσης;
Ο Τύπος επιμένει να επαναλαμβάνει ειδήσεις, χωρίς να προσθέτει κάποια επιπλέον αξία, οι οποίες αναλύθηκαν από την προηγούμενη ημέρα από όλα τα ραδιόφωνα και τις τηλεοράσεις, σε συνεχή ροή. Είναι μια τεράστια κρίση, η οποία χρονολογείται από την ημέρα γέννησης της τηλεόρασης. Από εκείνη τη στιγμή, εξάλλου, οι εφημερίδες προσπάθησαν να γίνουν εβδομαδιαίες και αυτό έφερε κρίση στις καθημερινές.
Αλλά το ερώτημα δεν είναι απλό: πώς να γεμίσεις 40 ή 50 σελίδες όταν η ουσία της είδησης κυκλοφορεί από την προηγούμενη; Ημουν σε ταξίδι στην Ωκεανία πριν από μερικά χρόνια και ανακάλυψα το Fidji Journal, μια ταπεινή έκδοση του νησιού η οποία αποτελούνταν από μια σελίδα με νέα από τον κόσμο και τα υπόλοιπα ήταν διαφημίσεις και τοπικά νέα.
Και είναι αλήθεια ότι οι βασικές ειδήσεις μπορούν να περιληφθούν μόνο σε μια στήλη εφημερίδας, όπως το κάνουν οι New York Times. Αυτός είναι ο λόγος που οι μεγάλες εφημερίδες πρέπει να εμβαθύνουν την επικαιρότητα και να δίνουν χώρο στις ιδέες.
Με ποιο τρόπο ο γραπτός τύπος μπορεί να ξανακερδίσει τους αναγνώστες;
Πρέπει να κάνει περισσότερες έρευνες. Για παράδειγμα να παρουσιάζει τις διαδηλώσεις του Μιλάνου για την παγκοσμιοποίηση και να συγκρίνει με τα αναρχικά κινήματα και την μεταμόρφωσή τους προς νέες μορφές ακτιβισμού. Να παρουσιάσει με καλύτερο τρόπο τις συνέπειες της καταστροφής της Παλμύρας. Αντίθετα, οι περισσότερες καθημερινές εφημερίδες ξανασερβίρουν την ίδια σούπα και μένουν με τη μύτη κολλημένη στο τώρα.
Πρέπει ο Τύπος να ζωντανέψει την λογοτεχνική κριτική;
Η λογοτεχνική κριτική είναι νεκρή στις εφημερίδες, οι οποίες κάνουν αγώνα αποκλειστικών ρεπορτάζ και δίνουν προτεραιότητα στις γρήγορες συνεντεύξεις, μετά από την κυκλοφορία ενός βιβλίου π.χ.
Ναι, αλλά πώς να κάνεις κριτική για έναν συγγραφέα ο οποίος στην συνέντευξή του μιλάει μόνο καλά για το βιβλίο του;
Πρέπει σε κάθε περίπτωση να ξαναζωντανέψουμε την δημοσιογραφική κριτική και να επεκτείνουμε τη δράση της, ειδικά στο ίντερνετ. Η εφημερίδα πρέπει να αφιερώνει δύο σελίδες στην κριτική των σάιτ, να αποκαλύπτει τα σωστά σάιτ και τα άχρηστα. Δεν πρέπει να αποφεύγουμε να χτίζουμε την κρίση του κοινού. Η εφημερίδα μπορεί να είναι ένα κριτικό και δημοκρατικό φίλτρο. Όταν ήμουν νέος, τα ποιήματα που έστελναν οι αναγνώστες, αξιολογούνταν από έναν μεγάλο κριτικό. Αυτό υπήρξε καθοριστικό στην λογοτεχνική μου συνέχεια.
Η συγκέντρωση των Μέσων στα χέρια των μεγάλων ομίλων μπορεί να αποτελεί κίνδυνο;
Αυτή η συγκέντρωση των ΜΜΕ είναι ένα πραγματικό πρόβλημα. Στην Ιταλία όλες οι εφημερίδες εξαρτώνται από βιομηχανίες και ισχυρές τράπεζες. Η Γαλλία βρίσκεται σε μια παρόμοια κατάσταση. Πρέπει κανείς να ορίσει ισχυρούς επικεφαλής στις εφημερίδες για να αντισταθεί στις πιέσεις.
Πρέπει να κρίνει κάποιος και τους αναγνώστες;
Είτε «χτίζετε» τον αναγνώστη είτε ακολουθείτε το υποτιθέμενο γούστο του. Ο Eugène Sue έδινε στους αναγνώστες αυτό που περίμεναν, ο Balzac διαμόρφωνε το γούστο τους, τους πρότεινε ιστορίες, καταστάσεις και ένα στιλ που δεν είχαν φανταστεί. Υπάρχουν βιβλία που λένε «είμαι σαν εσένα» και άλλα που λένε «είμαι ένας άλλος». Πρέπει να αποφεύγει κάποιος την ομοιομορφία του στιλ την οποία ζούμε και την οποία απαιτεί η νέα βιομηχανία των μίντια.

NEW MEDICIN FROM EPIKOYROS FOR DR DERRICK AND DR MAKO

Tetrapharmakos

From Wikipedia, the free encyclopedia
The tetrapharmakos as found in the Herculaneum papyrus in the Villa of the Papyri.
The Tetrapharmakos (τετραφάρμακος) "four-part remedy" is a summary of the first four of the Κύριαι Δόξαι (Kuriai Doxai, the forty Epicurean Principal Doctrines given by Diogenes Laertius in his Life of Epicurus) in Epicureanism, a recipe for leading the happiest possible life. They are recommendations to avoid anxiety or existential dread.[1]
The "tetrapharmakos" was originally a compound of four drugs (wax, tallow, pitch and resin); the word has been used metaphorically by Roman-era Epicureans.[2] to refer to the four remedies for healing the soul.[3]

The four-part cure

s expressed by Philodemos, and preserved in a Herculaneum Papyrus (1005, 4.9–14), the tetrapharmakos reads:[4]
Don't fear god,
Don't worry about death;
What is good is easy to get,
What is terrible is easy to endure
Ἄφοβον ὁ θεός,
ἀνύποπτον ὁ θάνατος
καὶ τἀγαθὸν μὲν εὔκτητον,
τὸ δὲ δεινὸν εὐεκκαρτέρητον
This is a summary of the first four of the forty Epicurean Principal Doctrines (Sovran Maxims) given by Diogenes Laertius, which in the translation by Robert Drew Hicks (1925) read as follows:
1. A happy and eternal being has no trouble himself and brings no trouble upon any other being; hence he is exempt from movements of anger and partiality, for every such movement implies weakness
2. Death is nothing to us; for the body, when it has been resolved into its elements, has no feeling, and that which has no feeling is nothing to us.
3. The magnitude of pleasure reaches its limit in the removal of all pain. When pleasure is present, so long as it is uninterrupted, there is no pain either of body or of mind or of both together.
4. Continuous pain does not last long in the body; on the contrary, pain, if extreme, is present a short time, and even that degree of pain which barely outweighs pleasure in the body does not last for many days together. Illnesses of long duration even permit of an excess of pleasure over pain in the body.

Don't fear god

In Hellenistic religion, the gods were conceived as hypothetical beings in a perpetual state of bliss, indestructible entities that are completely invulnerable. Gods in this view are mere role models for human beings, who are to "emulate the happiness of the gods, within the limits imposed by human nature."[5]

Don't worry about death

As D. S. Hutchinson wrote concerning this line, "While you are alive, you don't have to deal with being dead, but when you are dead you don't have to deal with it either, because you aren't there to deal with it." In Epicurus' own words, "Death means nothing to us...when we exist, death is not yet present, and when death is present, then we do not exist,"[6] for there is no afterlife. Death, says Epicurus, is the greatest anxiety of all, in length and intensity. This anxiety about death impedes the quality and happiness of one's life by the theory of afterlife: the worrying about whether or not one's deeds and actions in life will translate well into the region of the gods, the wondering whether one will be assigned to an eternity of pain or to an eternity of pleasure.[7]

What is good is easy to get

Sustenance and shelter, these things can be acquired by anyone — by both animal and human — with minimal effort, regardless of wealth. But if one wants more than one needs (over indulgency, gluttony, etc.), one is limiting the chances of satisfaction and happiness, and therefore creating a “needless anxiety” in one’s life. "What is good is easy to get" implies that the minimum amount of necessity it takes to satisfy an urge is the maximum amount of interest a person should have in satisfying that urge.[8]

What is terrible is easy to endure

The Epicureans understood that, in nature, illness and pain is not suffered for very long, for pain and suffering is either "brief or chronic ... either mild or intense, but discomfort that is both chronic and intense is very unusual; so there is no need to be concerned about the prospect of suffering." Like "What is good is easy to get," recognizing one's physical and mental limit and one's threshold of pain — understanding how much pain the body or mind can endure — and maintaining confidence that pleasure only follows pain (and the avoidance of anxiety about the length of pain), is the remedy against prolonged suffering.[9]






WITH LOVE FROM GIAGIA-MY MOTHER 20/02/2016