Γκίντερ Γκρας: Ο άνθρωπος που άλλαξε την πορεία της γερμανικής λογοτεχνίας
Αδηφάγος, ανήσυχος, προκλητικός. Εβλεπε
τη Γερμανία ως χώρα που θα έπρεπε να περάσει από ένα μακροχρόνιο στάδιο
ηθικής διαπαιδαγώγησης προκειμένου να ενηλικιωθεί
Ο γερμανός συγγραφέας Γκίντερ Γκρας:
με τον θάνατό του δεν έφυγε από τη ζωή μόνο ένας συγγραφέας πρώτης
γραμμής αλλά και ένας από τους τελευταίους σημαντικούς φιλέλληνες
Το 1959 ο Τζορτζ Στάινερ δημοσίευσε ένα από τα γνωστότερα δοκίμιά του: το Κούφιο θαύμα, που το περιέλαβε αργότερα στο βιβλίο του Language and Silence (Γλώσσα και σιωπή).
Ο 30χρονος Στάινερ ισχυριζόταν εκεί ότι η χιτλερική εποχή είχε επιφέρει
σχεδόν ανεπανόρθωτη καταστροφή στη γερμανική γλώσσα, η οποία δεν ήταν
πλέον η γλώσσα του Γκαίτε, του Χέλντερλιν και του Τόμας Μαν. Η ναζιστική
θεομηνία, σύμφωνα με το σκεπτικό του, είχε καταστρέψει την κουλτούρα
της χώρας - κατά συνέπεια, το μεταπολεμικό γερμανικό «οικονομικό θαύμα»
ήταν «κούφιο». Επρόκειτο για ένα λαμπρό, παθιασμένο αλλά και ακραίο εν
πολλοίς κείμενο το οποίο προκάλεσε ποικίλες αντιδράσεις.
Ο Στάινερ δεν φανταζόταν ότι την ίδια εκείνη χρονιά θα κυκλοφορούσε ένα
μυθιστόρημα που θα άλλαζε την πορεία της γερμανικής πεζογραφίας. Τίτλος
του Το τενεκεδένιο ταμπούρλο και συγγραφέας του ο άγνωστος ως
τότε Γκίντερ Γκρας, δύο χρόνια μεγαλύτερος από τον Στάινερ. Ο τελευταίος
έγραψε αργότερα έναν ύμνο για το μυθιστόρημα, από τα σημαντικότερα της
μεταπολεμικής λογοτεχνίας, το οποίο ο Γκρας δεν κατάφερε να ξεπεράσει.
Αλλωστε και το βραβείο Νομπέλ του απονεμήθηκε το 1999 για αυτό κυρίως το
έργο, σαράντα χρόνια μετά την πρώτη έκδοσή του.
Αλλά οι ειδοποιημένοι νεότεροι συγγραφείς που αποτελούσαν το Gruppe 47
(στο οποίο ανήκε και ο Γκρας) και θα άλλαζαν την πορεία της γερμανικής
λογοτεχνίας το είχαν διαισθανθεί από την προηγούμενη χρονιά. Τότε στο
πανδοχείο «Schwarzer Adler» των γερμανικών Αλπεων, την Ημέρα των Αγίων
Πάντων, είχαν συγκεντρωθεί τα μέλη του Gruppe 47. Σύμφωνα με το Spiegel
της περασμένης Κυριακής, ο πρόεδρος του Gruppe Χανς Βέρνερ Ρίχτερ
χτυπώντας μια κουδούνα κάλεσε τα μέλη του να συγκεντρωθούν. Ενας νέος
συνάδελφός τους θα τους διάβαζε δύο κεφάλαια από το μυθιστόρημα που είχε
πρόσφατα ολοκληρώσει. Επρόκειτο για το Τενεκεδένιο ταμπούρλο που ο Γκρας είχε γράψει σε ένα υπόγειο στο Παρίσι - και σε συνθήκες μεγάλης ένδειας.
Από τα πρώτα λεπτά οι παριστάμενοι συνειδητοποίησαν ότι επρόκειτο για
ένα νέο, εντελώς διαφορετικό από ό,τι είχαν ως τότε συνηθίσει και
πρωτότυπο έργο. «Η ανάγνωση άλλαξε τα πάντα» γράφει το Spiegel.
Στην αίθουσα βρισκόταν και ο Ζίγκφριντ Ούνσελντ που θα ανελάμβανε
αργότερα τη διεύθυνση ενός σπουδαίου γερμανικού οίκου, του Suhrkamp.
Εκείνος πρότεινε στον Ρίχτερ να δοθεί το βραβείο του Gruppe στον Γκρας.
Χρόνια αργότερα και αφού του απονεμήθηκε το βραβείο Νομπέλ, ο Γκρας
δήλωσε ότι εκείνο το βραβείο του Gruppe σήμαινε για τον ίδιο πολύ
περισσότερα από το βραβείο της Σουηδικής Ακαδημίας, γιατί τότε «πέθαινε της πείνας».
Δεν «μασούσε» τα λόγια του
Στο εξής η φήμη του θα εκτοξευόταν στα ύψη, όχι μόνο στη Γερμανία
αλλά και στην υπόλοιπη Ευρώπη και στις ΗΠΑ, και θα συνοδευόταν από την
έντονη παρουσία του και τις παρεμβάσεις του στα δημόσια πράγματα,
μολονότι ο Γκρας δεν υπήρξε διανοούμενος με την έννοια που ήταν, για
παράδειγμα, ένα άλλο μέλος του Gruppe 47, ο Χανς Μάγκνους
Εντσενσμπέργκερ. Οι πολιτικές απόψεις του όμως εθεωρούντο αιρετικές και
προκαλούσαν πάντοτε έριδες. Ο Γκρας δεν μασούσε τα λόγια του και
παρενέβαινε στο πολιτικό γίγνεσθαι σε κάθε «πρόσφορη» ευκαιρία. Παρείχε
κριτική υποστήριξη στο γερμανικό Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα αλλά ποτέ δεν
υπήρξε μέλος του, παρά τη μακρόχρονη φιλία του με τον Βίλι Μπραντ, τους
λόγους του οποίου έγραφε επί μία δεκαπενταετία.
Δεν είναι λίγοι όσοι ισχυρίζονται ότι ο Γκρας επεδίωκε να προκαλεί.
Αναρωτιέσαι όμως αν αυτό οφειλόταν μόνο στον χαρακτήρα του ή και στις
περιστάσεις. Οταν εξεδόθη το Τενεκεδένιο ταμπούρλο, το πολιτικό
και θρησκευτικό κατεστημένο της εποχής στράφηκε εναντίον του
κατηγορώντας τον για ανηθικότητα, ενώ πολλοί το χαρακτήρισαν
πορνογραφικό. Κάποιοι μάλιστα έφτασαν στο σημείο να προτείνουν να
περιληφθεί στον Index librorum prohibitorum (Κατάλογο Απαγορευμένων Βιβλίων) του Βατικανού.
Αντιδράσεις υπήρξαν και στην «άλλη όχθη». Στην Ανατολική Γερμανία το
βιβλίο απερρίφθη ως μικροαστικό και παρακμιακό και παρέμεινε ανέκδοτο ως
τα μέσα της δεκαετίας του 1980.
Τίποτε από αυτά δεν στάθηκε ικανό να εμποδίσει την εκπληκτική επιτυχία
του μυθιστορήματος. Στη Δυτική Γερμανία, σε λιγότερο από τρεις μήνες, θα
ξεπερνούσε σε πωλήσεις τα 300.000 αντίτυπα. Τεράστια ήταν η επιτυχία
του και στην υπόλοιπη Ευρώπη, όπως και στις ΗΠΑ, όπου η πρώτη έκδοσή του
ήταν 100.000 αντίτυπα, ασύλληπτο νούμερο για ξένο συγγραφέα, αν μάλιστα
σκεφθεί κανείς ότι το Δόκτωρ Ζιβάγκο του Παστερνάκ είχε πουλήσει 5.000 αντίτυπα και θεωρήθηκε μάλιστα και επιτυχία για βιβλίο ξένου συγγραφέα.
Τα επόμενα δύο μυθιστορήματά του, το Γάτα και ποντίκι και Σκυλίσια χρόνια, μαζί με το Ταμπούρλο συνιστούν τη λεγόμενη τριλογία του Ντάντσιχ. Είναι κι αυτά σημαντικά, όχι όμως εφάμιλλα του Ταμπούρλου. Τα υπόλοιπα βιβλία του είναι ακόμη πιο κάτω. Ο Μαρσέλ Ράιχ Ρανίτσκι θεωρούσε ότι μόνο το Ταμπούρλο
είναι σπουδαίο και δεν παρέλειψε να πει ότι ο Γκρας έχει υπερτιμηθεί.
Αλλά βέβαια και ένα μόνο σπουδαίο μυθιστόρημα αρκεί για να κατακτήσει ο
συγγραφέας του την υστεροφημία. Κι ίσως ο μεγαλύτερος έπαινος που έχει
αποδοθεί στον Γκρας να είναι του Τζορτζ Στάινερ που είπε ότι ο Γκρας
συνεχίζει εκεί που σταμάτησε ο Αλφρεντ Ντέμπλιν με το εμβληματικό για
την ευρωπαϊκή πεζογραφία μυθιστόρημά του Βερολίνο Αλεξάντερπλατς.
Ενας προκλητικός Ραμπελέ
Ο Γκρας ποτέ δεν ξεπέρασε τη μεγαλειώδη αλληγορία του Τενεκεδένιου ταμπούρλου,
που εύλογα θα το κατέτασσε κανείς δίπλα στα έργα του Στερν, του
Τζόναθαν Σουίφτ και του Ραμπελέ. Ενας Ραμπελέ ήταν κατά κάποιον τρόπο
και ο ίδιος. Αδηφάγος, ανήσυχος, προκλητικός. Εβλεπε τη Γερμανία ως χώρα
που θα έπρεπε να περάσει από ένα μακροχρόνιο στάδιο ηθικής
διαπαιδαγώγησης προκειμένου να ενηλικιωθεί.
Οι συμπατριώτες του, ιδιαίτερα οι συντηρητικοί αλλά κυρίως όσοι
προέρχονταν ή ζούσαν στην πρώην Ανατολική Γερμανία, δεν του το
συγχώρησαν ποτέ. Θύελλα αντιδράσεων προκάλεσε όταν δήλωσε πως ήταν
εναντίον της επανένωσης της Γερμανίας και ότι προτού γίνει αυτό θα
έπρεπε να μεσολαβήσει μια περίοδος επτά ετών κατά την οποία οι δύο
Γερμανίες θα λειτουργούσαν ως Ομοσπονδία. Και μερικά χρόνια αργότερα,
όταν εξέδωσε την αυτοβιογραφία του Ξεφλουδίζοντας το κρεμμύδι,
βρήκαν την ευκαιρία να του επιτεθούν με δριμύτητα εκμεταλλευόμενοι το
ότι εκεί ομολογεί πως για τρεις μήνες υπηρέτησε στα διαβόητα Βάφεν Ες
Ες. Μα τότε ήταν λιγότερο από 17 ετών, αντέτειναν οι υπερασπιστές του.
Ναι, είπαν οι αντίπαλοι, το θέμα δεν ήταν ότι υπηρέτησε στα Βάφεν Ες Ες
αλλά ότι το απέκρυψε όλα τα χρόνια που παρίστανε τον κήρυκα της ηθικής.
Η διαμάχη είχε ως αποτέλεσμα να αγνοηθεί η λογοτεχνική αξία της
αυτοβιογραφίας του, όπως και η σημασία της ως ντοκουμέντου που φώτιζε
πλήθος πτυχές της ζωής και του έργου του. Πρόκειται για βιβλίο
συγκινημένο και συγκινητικό, το οποίο σου δίνει την εντύπωση ότι είναι
ένα είδος εξομολόγησης του συγγραφέα που την απευθύνει πρωτίστως στον
εαυτό του. Ο τόνος είναι απολογητικός και το βιβλίο αποκαλύπτει πώς από
το μηδέν, από μια δύσκολη ζωή, προέκυψε ένας συγγραφέας που θα γνώριζε
την παγκόσμια φήμη αλλά και μέσα από ποιες δυσκολίες, τι πείσμα και
προσπάθεια δημιούργησε το έργο του.
Η αυτοβιογραφία του Γκρας αποκαλύπτει και κάτι ακόμη: ότι ως το τέλος της ζωής του δεν κατάφερε να ξεπεράσει το Τενεκεδένιο ταμπούρλο. Αλλά και τα υπόλοιπα βιβλία του, τα καλά και τα μέτρια, μοιάζει σαν να έχουν γραφτεί στη σκιά του αριστουργήματός του.
Από λογοτεχνικής πλευράς, αν συνέκρινε κανείς τους δύο κορυφαίους
γερμανούς πεζογράφους του Μεταπολέμου, τον Χάινριχ Μπελ και τον Γκρας,
θα έλεγε πως ο πρώτος είναι με το σύνολο του έργου του σημαντικότερος. Ο
Γκρας όμως άλλαξε τον ρουν της γερμανικής πεζογραφίας. Το λένε οι
Γερμανοί - και καλό είναι να τους ακούμε.
Ο προκλητικός Γκρας που έγραφε τα μυθιστορήματά του όπως ανέπνεε, που
ζωγράφιζε, έκανε γλυπτά και έγραφε έστω και μέτρια ποιήματα αγαπούσε την
Ελλάδα. Το υμνητικό ποίημα το οποίο έγραψε το 2012 μεσούσης της
οικονομικής κρίσης με τίτλο Ντροπή της Ευρώπης προκειμένου να
υπερασπιστεί την Ελλάδα και να στηλιτεύσει την ευρωπαϊκή πολιτική έναντι
της χώρας μας δεν είναι κανένα ποιητικό αριστούργημα αλλά προερχόμενο
από δημιουργό της δικής του ακτινοβολίας έχει μεγάλη συμβολική σημασία.
Με τον θάνατό του δεν έφυγε από τη ζωή μόνο ένας συγγραφέας πρώτης
γραμμής αλλά και ένας από τους τελευταίους σημαντικούς φιλέλληνες.
Το «ταμπούρλο» και οι γερμανικές τύψεις
Δεν υπάρχει μεγαλύτερη επιτυχία για οποιονδήποτε συγγραφέα από
το να δημιουργήσει έναν διαχρονικό ήρωα. Αν όμως 65 χρόνια μετά την
έκδοσή του το Τενεκεδένιο ταμπούρλο μοιάζει ανέγγιχτο από τον
χρόνο, είναι όχι μόνο γιατί κληροδότησε στην παγκόσμια λογοτεχνία έναν
τέτοιο ήρωα αλλά και επειδή ο ήρωας αυτός εκφράζει τις τύψεις και τις
ενοχές ενός ολόκληρου λαού. Κανένα άλλο μυθιστόρημα δεν εξέφρασε με την
ίδια δύναμη το γερμανικό αίσθημα ενοχής για τα δεινά του Β' Παγκοσμίου
Πολέμου. Και μάλιστα ως ρεαλιστική αλληγορία.
Ο νάνος Οσκαρ Ματσεράτ που πρωταγωνιστεί αντιπροσωπεύει τον μέσο
Γερμανό. Δεν μιλάει αλλά βγάζει κάτι παράξενες τσιρίδες εξαιτίας των
οποίων σπάνε τα τζάμια των κτιρίων γύρω του. Λατρεύει το τύμπανό του που
το χτυπά συνεχώς. Βρισκόμαστε στον Μεσοπόλεμο, αλλά καθώς τα χρόνια
περνούν ο Οσκαρ, που «αρνείται» να ψηλώσει, εξακολουθεί να χτυπά το
τύμπανό του και αργότερα, στη διάρκεια του πολέμου και κατόπιν, ώσπου
στο τέλος καταδικάζεται για φόνο και τον κλείνουν στο ψυχιατρείο.
Τι είναι το τύμπανο του Οσκαρ; Του πολέμου ή των τύψεων; Ενδεχομένως και
τα δύο. Και τι είναι ο Οσκαρ; Πρόκειται για έναν διαβολικό Πίτερ Παν σε
μια σκοτεινή αλληγορία του παραμυθιού όπου τώρα ο κάπτεν Χουκ και οι
πειρατές έχουν αντικατασταθεί από τους ναζιστές. Το Τενεκεδένιο ταμπούρλο
επιπλέον λειτουργεί και ως υπερμέγεθες, γκροτέσκο και καυστικό σχόλιο
της μικροαστικής ηθικής μέσα από την οποία αναδύθηκε το χιτλερικό άγος.
Και ως μακάβρια και πικρή ανάγνωση του παρόντος που δεν αφορά μόνο τη
Γερμανία αλλά ολόκληρη την Ευρώπη. Εχει κανείς την εντύπωση ότι πολλοί
συμπατριώτες του Γκρας, ιδίως μετά την επανένωση των δύο Γερμανιών, δεν
μπορούν να καταπιούν την πικρή αλήθεια που προκύπτει από το μυθιστόρημα:
ότι δεν είναι τα θύματα του Β' Παγκοσμίου Πολέμου αλλά οι απόγονοι των
θυτών. Και ότι το ξεπέρασμα των συνεπειών της χιτλερικής εποχής δεν
είναι η λήθη αλλά η αυτογνωσία και η μνήμη.
Πηγή: Αναστάσιος Βιστωνίτης ΤΟ ΒΗΜΑ