Life for Life
"Το θαύμα δεν είναι πουθενά
παρά κυκλοφορεί μέσα
στις φλέβες του ανθρώπου!!!"


"Στης σκέψης τα γυρίσματα μ’ έκανε να σταθώ
ιδέα περιπλάνησης σε όμορφο βουνό.
Έτσι μια μέρα το ’φερε κι εμέ να γυροφέρει
τ’ άτι το γοργοκίνητο στου Γοργογυριού τα μέρη !!!"


ΣΤΗΝ ΑΥΛΗ ΜΑΣ
Εμείς στο χωριό μας έχουμε ακόμα αυλές. Εκεί μαζευόμαστε, αμπελοφιλοσοφούμε,
καλαμπουρίζουμε, ψιλοτσακωνόμαστε μέχρι τις... πρώτες πρωινές ώρες! Κοπιάστε ν' αράξουμε!!!
-Aναζητείστε το"Ποίημα για το Γοργογύρι " στο τέλος της σελίδας.

24.3.16

ΣΑΠΦΩ & ΠΟΙΗΜΑΤΑ

1) Κέλομαι σε Γογγύλα
Σε φωνάζω Γογγύλα
Φανερώσου πάλι κοντά μου
Το χιτώνα τον άσπρο σαν το γάλα όταν φοράς,
νά 'ξερες τους πόθους που σε τριγυρίζουν
όμορφη, και πώς χαίρομαι που δεν είμαι εγώ,
μα η ίδια η Αφροδίτη που σε μαλώνει.


2) Ατθίδα
Σαν άνεμος μου τίναξε ο έρωτας τη σκέψη
σαν άνεμος που σε βουνό βελανιδιές λυγάει.
'Ηρθες, καλά που έκανες, που τόσο σε ζητούσα
δρόσισες την ψυχούλα μου, που έκαιγε ο πόθος.
Από το γάλα πιο λευκή
απ' το νερό πιο δροσερή
κι από το πέπλο το λεπτό, πιο απαλή.
Από το ρόδο πιο αγνή
απ' το χρυσάφι πιο ακριβή
κι από τη λύρα πιο γλυκιά, πιο μουσική...

3) Θεός μου φαίνεται..
Θεός μου φαίνεται στ΄ αλήθεια εμένα κείνος
ο άντρας που κάθεται αντίκρυ σου κι από
κοντά τη γλύκα της φωνής σου απολαμβάνει
και το γέλιο σου αχ που ξελογιάζει
και που λιώνει στο στήθος την καρδιά μου
σου τ΄ ορκίζομαι" γιατί μόλις που πάω να
σε κοιτάξω νιώθω ξάφνου μου κόβεται η μιλιά μου
μες στο στόμα η γλώσσα μου
στεγνώνει" πυρετός κρυφός με σιγοκαίει κι
ούτε βλέπω τίποτα ούτε ακούω μα
βουίζουν τ΄ αυτιά μου κι ένας κρύος ιδρώτας
το κορμί μου περιχάει" τρέμω σύγκορμη αχ
και πρασινίζω σάν το χόρτο και λέω πώς λίγο ακόμη"
λίγο ακόμη και πάει θα ξεψυχήσω.

4) Το τραγούδι της Αριγνώτας 
Συχνά από τις Σάρδες σε μας δώ πέρα
η σκέψη της γυρίζει,
πως ζούσαμε μαζί,
τι εφάνταζες εμπρός της σα μια θεά,
κι η ποιο τρανή χαρά της
το δικό σου τραγούδι ήτανε πάντα.

Τώρα μέσα στις Λυδές γυναίκες ξεχωρίζει
καθώς σαν πέσει ο ήλιος
κι η σελήνη ροδοδάχτυλη λάμπει
τ' άστρα τ' άλλα σκοτεινιάζοντας
κι ίδια γύρω αφήνει το φώς της να απλωθεί
πα σ' αλμυρά πελάγη και σε πολύανθες χώρες.

Κι έχει πάρει γλυκιά δροσιά να χύνεται
τα ρόδα μοσχοβολούν και τ' απαλό χορτάρι
και το τριφύλλι ολούθε τ' ανθισμένο.

Κι εκείνη πέρα δώθε τριγυρίζει
την Ατθίδα θυμάμενη
η καρδιά της η τρυφερή από πόθο πλημμυρίζει
κι απ' τον καημό βαραίνει μες τα στήθη.

Κι εμας τις δυό φωνάζει
να βρεθούμε κοντά της.
'Ομως, [...]

5) Αποχαιρετισμός στην μαθήτρια..
"Να 'σαι ευτυχισμένη, πήγαινε, άλλωστε τίποτα δε διαρκεί.
Να θυμάσαι όμως πάντα πόσο σ' αγάπησα,
κρατιόμασταν χέρι χέρι μέσα στη νύχτα που ευωδίαζε,
πηγαίναμε στην πηγή ή τριγυρίζαμε στους λόγγους
κι έφτιαχνα για το λαιμό σου γιρλάντες μεθυστικές". 

6) Απόσπασμα
''κι ανάμεσα σε μαλακά σκεπάσματα χνουδάτα
με προσοχή την πλάγιασε
α να `ταν πάντα το κεφάλι ν' ακουμπάς
σε τέτοιας φιλενάδας τρυφερής τα στήθη
να κράταγε για μένα δυο φορές η νύχτα ετούτη
να `ταν χρυσή Αφροδίτη μου
τέτοια μια μοίρα να μου λάχει εμένα!» 

7) Για την Ατθίδα
«πάλι πάλι ο έρωτας` ο έρωτας με παιδεύει
και πώς να τον παλέψω Ατθίδα μου` που
αυτός με τα φαρμάκια και τις γλύκες του
μου κόβει τα ήπατα το τέρας!
κι εσύ πάει με βαρέθηκες`
κάνεις φτερά το ξέρω για την Ανδρομέδα
ποια `ναι λοιπόν αυτή που σε ξετρέλανε
η χωριάτα που μήτε
καν πώς να κρατήσει το φουστάνι της πάνω
από τον αστράγαλο δεν ξέρει;»


8) Για την Μίκα
«μα να σ' αφήκω εγώ δε γίνεται Μίκα γλυκιά μου
κι ας έλαχε να σ' αγαπήσουν κόρες από το σόι των Πενθελιδών
εμάς όλο παραξενιές
κάποιο μαγευτικό τραγούδι στ' άκουσμα ψάλλει
κι αηδόνια με κελαηδητό τρελό
δρόσο σταλάζοντας...»

9) Αποσπάσματα..
"...μια παιδούλα τρυφερή λεπτή που μάζευε
αγκαλιές λουλούδια που η φωνή της κι
απ' της λύρας είναι ακόμη πιο γλυκιά
πιο λευκή κι απ' το γάλα πιο γλυκόπιοτη α-
πό το νερό πιο μελωδική απ' τη λύρα πιο
γαύρη απ' της φοράδας πιο βελούδινη απ'
το ρόδο πιο τρυφερή απ' το ρούχο το απαλό
πιο πολύτιμη από το χρυσάφι.''

"...μαντατοφόρος άνοιξης ηδονικής φωνής αηδόνι
της Αφροδίτης η θεραπαινίδα η χρυσοφώτεινη
ανέβαινε ψηλά η πανσέληνος
και στου βουνού το χώρο συναγμένες
καθώς σ' άλλους καιρούς της Κρήτης οι κοπέλες
έσερναν το χορό τριγύρω στον ωραίο βωμό
και με ρυθμό τα λυγερά τα πόδια τους
χτυπώντας πατούσανε στα τρυφερά των χόρτων
ανθουλάκια.''

''... αρχινώ το τραγούδι μου μ' αιθέρια λόγια
μα γι'αυτό κι απαλά στ' άκουσμα
την Ομορφιά διακόνησα-τι ποιο μεγάλο θα μπορούσα
που μ' αξίωσαν (οι Μούσες) τη δική τους
δύναμη δίνοντας να λέω: αλήθεια
σε μελλούμενους καιρούς κάποιος
θα βρίσκεται να με θυμάτ' εμένα.''

11)  Γρήγορα η ώρα πέρασε..

γρήγορα η ώρα πέρασε,μεσάνυχτα κοντεύουν,
πάει το φεγγάρι πάει κι η Πούλια βα-
σιλέψανε-και μόνο εγώ κείτομαι δω μονάχη
κι έρημη ο Έρωτας που βάσανα μοιράζει
ο Έρωτας που παραμύθια πλάθει
μου άρπαξε την ψυχή μου και την τρά-
νταξε ίδια καθώς αγέρας από τα βουνά χυ-
μάει μέσα στους δρυς φυσομανώντας. 
Πηγή: http://philipposphilios.com
*Μετάφραση του Οδυσσέα Ελύτη
Ετικέτες: ΣΑΠΦΩ, ΠΟΙΗΜΑΤΑ, ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ

ΒΟΛΦΓΚΑΓΚ ΓΚΑΙΤΕ & ΦΑΟΥΣΤ

ΜΕΦΙΣΤΟΦΕΛΗΣ:
 Τον λογιώτατο αφέντη χαιρετώ!
Με κάνατε αρκετά να ιδρώσω.
ΦΑΟΥΣΤ: Πως λέγεσαι;
ΜΕΦΙΣΤΟΦΕΛΗΣ: Η ερώτηση είναι ταπεινή,
για έναν το Λόγο που έτσι δα καταφρονεί,
που για φαινόμενα ούτε καν τον μέλει
και το βάθος των όντων μόνο θέλει.
ΦΑΟΥΣΤ: […]Ποιος είσαι, ε;
ΜΕΦΙΣΤΟΦΕΛΗΣ: Μέρος από την δύναμη μου πιάνει,
όλο κακό να κάμει και καλό όλο κάνει.
ΦΑΟΥΣΤ: Με το αίνιγμα τούτο τι εννοείς;
ΜΕΦΙΣΤΟΦΕΛΗΣ: Το πνεύμα είμαι που πάντα αρνιέται!
Και με δίκιο∙ διότι ό,τι κι αν γεννιέται,
αξίζει κιόλας να χαθεί∙
πιο καλά, τίποτα αν δεν είχε γεννηθεί.
Έτσι, όλα όσα αμαρτία εσείς τα λέτε,
καταστροφή, με λέξη μια: κακό,
είναι στοιχείο μου εμέ πραγματικό.
Η Τραγωδία ξεκινάει με τον Κύριο (Θεός) και τον Μεφιστοφέλη (Διάβολος)  να συζητούν για την ανικανοποίητη φύση του λόγιου Δρ Φάουστ που ξόδεψε όλη του τη ζωή στην απόκτηση γνώσης χωρίς όμως να φτάσει στην αλήθεια, χαραμίζοντας έτσι τα νιάτα του. Η ψυχή του πρωταγωνιστή παρουσιάζεται χωρισμένη στα δύο, πράγμα που τον έχει οδηγήσει στην απελπισία χάνοντας την όρεξη για ζωή. Ο Κύριος δεν μπορεί να προστατέψει τον δούλο του, όσο αυτός βρίσκεται εν ζωή, εν αντιθέσει με τον Μεφιστοφέλη, που μπορεί να τον διεκδικήσει….
Μέσα στην απόλυτη απόγνωση και στην προσπάθεια του να βρει μια διέξοδο στην ζωή του που έχει τελματώσει, ο Φάουστ προβαίνει στις απαραίτητες προετοιμασίες: μια νύχτα στο τρίστρατο του δάσους Σπένσερ, κοντά στο Βίτενμπεργκ, γύρω στις δέκα η ώρα, αφού σχηματίζει ορισμένους κύκλους με το μαγικό ραβδί του, επικαλείται το διάβολο. Αργότερα το ίδιο βράδυ και χωρίς να έχει παρουσιαστεί κανένα πνεύμα από την επίκληση, βρίσκουμε τον Φάουστ στο εργαστήρι του να πειραματίζεται με τις αλχημιστικές επιστήμες και να μελετάει την Αγία Γραφή. Ο Μεφιστοφέλης, ωστόσο, που εισάκουσε το κάλεσμα, εμφανίζεται αρχικά με τη μορφή ενός σκύλου που εισβάλλει στο σπίτι του Φάουστ και μεταμορφώνεται σε πλανόδιο μαθητή κατά τη διάρκεια ενός από τα γνωστά παραληρήματα του για τους ανώφελους κόπους της ζωής του όπου και βρίσκει σαν αφορμή για να κουβεντιάσει μαζί του. Εκεί ο Μεφιστοφέλης του τάζει όλα όσα δεν έχει επιτύχει στην χαμένη του ζωή, του τάζει την ίδια την πεμπτουσία της ζωής: χρόνο, και ο Φάουστ εμφανίζεται πρόθυμος να συνάψει συμμαχία μαζί του. Η μεταξύ τους συνδιαλλαγή αφορά την ανταλλαγή της ψυχής του Φάουστ για την νεότητα του. Πιο συγκεκριμένα ο Μεφιστοφέλης ορκίζεται:
1. να δώσει πίσω στον Φάουστ την χαμένη του νεότητα για εικοσιτέσσερα χρόνια,
2. να του παρέχει όποια βοήθεια ή πληροφορία του ζητήσει ακολουθώντας τον πιστά από τότε και στο εξής,
3. και ποτέ να μην του πει ψέμματα.
και ο Φάουστ από πλευράς του ορκίζεται:
1. στη λήξη των είκοσι τεσσάρων χρόνων να παραδώσει το σώμα και την ψυχή του στο διάβολο,
2. να επιβεβαιώσει τη συμφωνία υπογράφοντας την με το αίμα του,
3. και να απαρνηθεί τη χριστιανική πίστη του.
Με βάση αυτήν την συμφωνία, ο Μεφιστοφέλης κάνει τον Φάουστ νέο και ξεκινάνε το ταξίδι τους. Μέσα από τη περιπλάνηση αυτή, ο ήρωας φαίνεται να ανακαλύπτει γνώση που πρότερα δεν ήξερε ότι υπήρχε, βιώνει καταστάσεις και συναισθήματα πρωτόγνωρα, ανακαλύπτει εκ νέου τον κόσμο και την ουσία του. Ο Φάουστ, με τη βοήθεια του Μεφιστοφέλη ξεπερνάει όλες τις πρότερες ηθικές αναστολές του και οι παρεκβάσεις από την καθημερινότητα διαδέχονται η μια την άλλη. Η νιότη σαν έννοια διαποτίζει όλο το υπόλοιπο έργο και το ταξίδι αποκτά πλέον μια διάσταση συμβολική. Διαμορφώνεται μία σκοτεινή αλληγορία μέσα από τις έντονες αντιθέσεις: από την μία η διάχυτη θρησκευτικότητα που διακατέχει το έργο και από την άλλη το βέβηλο περιεχόμενό του. Συνοδευμένος από τον Μεφιστοφέλη, ο Φάουστ, μπαίνει σε καταγώγια που δε θα έμπαινε ποτέ, συνομιλεί με κακά πνεύματα και αφιερώνεται εξ ολοκλήρου στις ταβέρνες και στις διασκεδάσεις, σε γλέντια με μάγισσες και φαντασμαγορικά νεραϊδένια πλάσματα με αποκορύφωμα την αποπλάνηση ενός αθώου δεκαεξάχρονου κοριτσιού, της Μαργαρίτας, που του δίνεται ολόψυχα, δίχως συμβιβασμούς και όρους. Η άβγαλτη Μαργαρίτα, η καταπιεσμένη από τη μητέρα της, η χωρίς αυτοπεποίθηση κοπέλα της οποίας η μοίρα διαγράφεται ζοφερή, είναι η μόνη που καταλαβαίνει-σαν από ένστικτο αγνής ψυχής-τον διάβολο σε ολόκληρη την τραγωδία.  Αυτό θα είναι όμως και η καταδίκη της. Στο τέλος θα εγκαταλειφθεί από τον Φάουστ και σε παράφρονα κατάσταση θα σκοτώσει το παιδί που απέκτησε μαζί του.  Κατά τη διάρκεια αυτού του “ταξιδιού”, οι εικόνες διαδέχονται η μία την άλλη με τρόπο λυρικό ενώ ταυτόχρονα τα συναισθήματα του Φάουστ εναλλάσσονται: απελπισία-έρωτας-μετάνοια. Ωστόσο, η αρχική του συμφωνία, όσο κυλάει ο ποιητικός χρόνος, κάνει όλο και πιο αισθητή την παρουσία της, δίνοντας τον τραγικό τόνο, αφού κατά πως φαίνεται, είναι απαράβατη και μη αναστρέψιμη…
Το έργο έχει την κλασική μορφή ποιητικού κειμένου με έντονα αρχαιοελληνικά τραγικά στοιχεία. Υπάρχει η επίκληση στον ποιητή, υπάρχει ο χορός που ενσαρκώνεται στη μορφή και στη φωνή των πνευμάτων και όλα δένουν με τρόπο επικό γύρω από τον πρωταγωνιστή, ένα πρόσωπο εξαιρετικά τραγικό μέχρι το τέλος, που σφάλλει μοιραία. Ενώ η συναισθηματική κλιμάκωση ακολουθεί γραμμική ανοδική πορεία, η κάθαρση στο τέλος, δεν είναι απολύτως ξεκάθαρη αλλά προοικονομείται εμμέσως από τον ίδιο το Μεφιστοφέλη, χωρίς όμως να διεκπεραιώνεται. Η γλώσσα είναι περίπλοκη και οι εικόνες εναλλάσσονται ταχύτατα καθώς το ύφος είναι λυρικό, πλούσιο σε συνδηλώσεις και μεταφορές. Μέσα σε όλη αυτή την γλαφυρότητα ξεχωρίζουν αισθητά οι ατάκες του διαβόλου, λόγω γλωσσικής απλότητας και αμεσότητας, πράγμα διόλου τυχαίο.
ΜΕΦΙΣΤΟΦΕΛΗΣ (τραγουδεί παίζοντας κιθάρα)
Πουρνό πουρνό,
τι θες εδώ,
Κατερινιώ,
στην πόρτα του εραστή σου;
Να φυλαχτείς!
Κορίτσι αν μπεις,
μα δεν θα βγεις,
έξω κορίτσι πίσω.
Κοίτα καλά!
Σα γίνει πια,
σου αφήνει γεια,
φτωχή, και ποιος τον πιάνει!
Η γνωστική,
μη χαριστεί,
στον εραστή,
ποτέ χωρίς στεφάνι.
Ο Γκαίτε μέσα από την περιήγηση του Φάουστ απεικονίζει την σύγκρουση του παλιού-μεσαίωνας-με την νεωτερική κοινωνία-Διαφωτισμός: ο Φάουστ διαβάζει στο εργαστήρι του, την αρχή του Κατά Ιωάννη Ευαγγελίου-Εν Αρχή ην ο Λόγος-και ψάχνει για νεωτερικές λέξεις προς αντικατάσταση της λέξης “Λόγος”, όπως Σκέψη, Πράξη κ.τ.λ. Με αυτόν τον τρόπο ο Γκαίτε μας εισάγει ευθύς εξ αρχής στην θρησκευτική αμφισβήτηση που είναι απόρροια του Διαφωτισμού. Η περιγραφή του Γκαίτε της νεωτερικής κοινωνίας και του σύγχρονου πολιτισμού όπως αυτός προκύπτει από τα γεγονότα της εποχής του, παρομοιάστηκε πολύ εύστοχα με την ανάλυση της σύγχρονης υποκειμενικότητας από τον Χέγκελ στη Φαινομενολογία του πνεύματος. Σχηματικά, ο Χέγκελ αναλύει πως μέσα από το “ταξίδι” του Φάουστ αναβλύζουν οι πολιτικές, οι τεχνικές, οι αισθητικές (ρομαντικές και κλασικές-αρχαίες Ελληνικές) και οι ηθικό-πρακτικές δομές της νεωτερικής κοινωνίας του Διαφωτισμού. Ένα άλλο σημείο που το θίγει και ο Λιαντίνης στη Γκέμμα και που αφορά την νέα υπό διαμόρφωση αυτή κοινωνία, είναι το “ερώτημα της Μαργαρίτας”-που δεν είναι άλλο από το ερώτημα περί πίστεως-που η νέα πραγματικότητα δεν ορίζει καταφατικά, αλλά μάλλον αγνωστικιστικά.
ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ: Ποια είναι η γνώμη σου, πες, για την θρησκεία;
Είσαι τόσο καλός, όμως θαρρώ
πως δεν της δίνεις σημασία.
ΦΑΟΥΣΤ: […] Τη σέβομαι.
ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ: Όμως δίχως θέρμη. Είναι καιρός,
που ούτε εκκλησία σε είδε, ούτε πνευματικός.
Θεό πιστεύεις;
ΦΑΟΥΣΤ: Ποιος, καλή μου, θα τολμήσει
να πει πως στον θεό πιστεύει;
ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ: Δεν πιστεύεις δηλαδή;
ΦΑΟΥΣΤ: Ποιος με καρδιά, να πει τολμά:
δεν τον πιστεύω;


Επιπλέον στοιχεία που αναβλύζουν μέσα από την περιήγηση της προσωπικής τραγωδίας του πρωταγωνιστή είναι το αμετάκλητο του θανάτου, το αμετάκλητο του γηράσκομεν, η ματαιοδοξία και η επιπολαιότητα, η ανούσια συσσώρευση γνώσεων καθώς και η άνιση μάχη του καλού με το κακό. Κέρδισε εντέλει ο Μεφιστοφέλης το αρχικό του στοίχημα με τον Κύριο; Ενώ η τραγικότητα του τέλους συνδηλώνει τον απόλυτο θρίαμβο του διαβόλου και του κακού πάνω στον Φάουστ και στο καλό, με μια φαινομενική διαλεκτική ανατροπή, ο Γκαίτε δείχνει έμμεσα ότι το στοίχημα το χάνει εντέλει ο διάβολος. Αν και η ίδια η ζωή υπόκειται σε περιοριστικούς όρους εκ φύσεως, ο Φάουστ επιχείρησε την υπέρβασή τους μέσα από μια διαρκή προσπάθεια αυτοπραγμάτωσης. Σε αυτή την υπαρξιακή διαπάλη ο Γκαίτε αποκωδικοποιεί την πραγματική αξία, την νίκη του καλού επί του κακού καθώς και την μόνη “σωτηρία” του νεωτερικού ανθρώπου. Ταυτοχρόνως, ο Γκαίτε προβλέπει ότι αυτή η προσπάθεια υπέρβασης της ίδιας της ύπαρξης μας, θα αποτελέσει το στοίχημα και του μέτα-νεωτερικού, του σύγχρονου δηλαδή, ανθρώπου. Με άλλα λόγια, ο Γκαίτε, και αυτό είναι το πιο σοκαριστικό όλων, προμηνύει το αδιέξοδο και της νεωτερικότητας, της εποχής του Διαφωτισμού δηλαδή.

Πηγή: http://philipposphilios.com
Aνιχνευτής ο Επικούρειος Πέπος

ΤΖΙΟΒΑΝΙ ΜΠΑΤΙΣΤΑ ΒΙΚΟ: Η ΝΕΑ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗ ΓΝΩΣΗ

ΤΖΙΟΒΑΝΙ ΜΠΑΤΙΣΤΑ ΒΙΚΟ: Η ΝΕΑ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗ ΓΝΩΣΗ 
Τη θεωρία της ανακύκλωσης της ιστορίας και της αιώνιας ιδεικής ιστορίας που βασίζεται στην αδιατάρακτη αλληλουχία των ρευμάτων και των αναρρευμάτων (corsi e recorsi), όπως αποτυπώνονται στους θείους, στους ηρωικούς και στους ανθρώπειους θεσμούς, εισηγείται ο Βίκο στη Νέα Επιστημονική Γνώση του. Το έργο αυτό του 1744, που είναι ιστορικοφιλοσοφικό, γλωσσολογικό και νομικό, διέλυσε όλες τις κενοδοξίες που έτρεφε η μέχρι την εποχή του συγγραφέα λογιοσύνη και έριξε άπλετο φως στην πορεία των λαών από την εποχή της αγελαίας περιπλάνησής τους έως και τη σύγχρονη εποχή. Γι’ αυτό και δεν είναι καθόλου τυχαίο το ότι απολαμβάνει διαχρονικώς εξαιρετική δημοφιλία, αποτελώντας όργανο όχι μόνο μελέτης, αλλά και πνευματικής τέρψης. Στους οπαδούς του ναπολιτάνου διανοητή συγκαταλέγονται κορυφαία πνεύματα από τον Κάρολο Μαρξ ως τον Τζαίημς Τζόυς και από τον Μπενεντέτο Κρότσε ως τον Γύργκεν Χάμπερμας.

[185] Όσο εξασθενεί η ικανότητα για στόχαση και λογισμό, τόσο κραταιώνεται η φαντασία.
[186] Το υψηλότερο έργο της ποίησης είναι να δώσει αίσθημα και πάθος σε πράγματα αναίσθητα. Χαρακτηριστική ιδιότητα των παιδιών είναι, όταν παίζουν, να παίρνουν στα χέρια τους πράγματα άψυχα και να τους μιλάνε σαν να είναι πρόσωπα ζωντανά.
[211] Τα παιδιά διαθέτουν σφριγηλότατη μνήμη, κι έτσι έχουν ζωηρότατη μέχρις υπερβολής φαντασία, η οποία βεβαίως δεν είναι τίποτε άλλο παρά εκτεταμένη ή σύνθετη μνήμη.
[242] Οι λαοί είναι εκ φύσεως πρώτα ωμοί, έπειτα σκληροί, κατόπιν πράοι, πιο ύστερα λεπτοφυείς και στο τέλος έκλυτοι.
[273] Οι αριστοκρατικές πολιτείες ήσαν επιφυλακτικές στο να διεξάγουν πολέμους, ακριβώς επειδή δεν ήθελαν να συνηθίζουν σε αυτούς οι μάζες των πληβείων.
[283] Οι αδύναμοι θέλουν νόμους· οι ισχυροί τους απορρίπτουν· οι φιλόδοξοι, προκειμένου να αποκτήσουν οπαδούς, τους υποστηρίζουν· οι ηγεμόνες, προκειμένου να διατηρούν την ισότητα μεταξύ ισχυρών και αδυνάμων, τους προστατεύουν.
[290] Η φυσική ελευθερία είναι τόσο πιο άγρια όσο πιο άμεσα συνδέεται με το σώμα και την επιβίωση του ανθρώπου ή την υπεράσπιση των περιουσιακών του αγαθών. Η πολιτική δουλεία, αντίθετα, συνδέεται με την τυχαία απόκτηση αγαθών που δεν είναι αναγκαία στη ζωή.
[292] Οι άνθρωποι στην αρχή επιθυμούν να απαλλαγούν από τη δουλεία και ποθούν την ισότητα (παράδειγμα έστω σαν οι πληβείοι στις αριστοκρατικές πολιτείες, οι οποίες κατέληξαν να γίνουν δημοκρατικές)· κατόπιν επιδιώκουν πάση δυνάμει να ξεπεράσουν όσους είναι ίσοι τους (παράδειγμα έστω σαν οι πληβείοι στις δημοκρατικές πολιτείες, που εκφυλίστηκαν σε ολιγαρχίες) · τέλος, αναζητούν τρόπους να είναι υπεράνω των νόμων (παραδείγματα έστω σαν οι αναρχούμενες ή ασύδοτες δημοκρατικές πολιτείες, η χειρότερη δηλαδή υπαρκτή μορφή τυραννίδος, όπου οι τύραννοι είναι τόσοι , όσοι και οι περιφερόμενοι θρασείς και έκλυτοι στους δρόμους των πόλεων). Φθάνοντας οι πληβείοι στο σημείο αυτό αντιλαμβάνονταν τα οικεία κακά και την αθλιότητα, στην οποία έχουν περιπέσει, και, για να σωθούν, αναζητούν το σωστό φάρμακο στη μοναρχία. Αυτός είναι ο φυσικός βασιλικός νόμος, δια του οποίου νομιμοποιεί ο Τάκιτος τη ρωμαϊκή μοναρχία του Αυγούστου: qui cuncta, belliscivilibus fesa, nomine «principis» sub imperium accepit, δηλαδή: ο οποίος Αύγουστος, υπήγαγε στην εξουσία του, θέτοντάς το κάτω από το όνομα«princeps», παναπεί «ηγεμών» οτιδήποτε είχε απομείνει από τους εμφυλίους πολέμους.
[311] Το φυσικό δίκαιο των εθνών γεννήθηκε μαζί με τα έθιμα των εθνών που συνάδουν με την ανθρώπεια κοινή αίσθηση, και τούτο μάλιστα χωρίς αναστοχαστικές μεσολαβήσεις ή ακολουθώντας ο ένας το παράδειγμα του άλλου.
[319] Άνθρωποι με περιορισμένη αντιληπτική ικανότητα νομίζουν ότι το δίκαιο είναι αυτό που λένε οι λέξεις του.
[323] Οι ευφυείς άνθρωποι θεωρούν ότι το δίκαιο εκφράζει την αρχή του ίσου οφέλους για όλα τα δυάδικα μέρη σε όλες τις επίδικες υποθέσεις.
[324] Αυτό που είναι αληθές στους νόμους είναι ένα φως και μια λάμψη που διαφαίνουν τον φυσικό τους λόγο. Γι’ αυτό και οι νομικοί συνηθίζουν να λένε verum est, δηλαδή είναι αληθές, αντί του aequum est, που παναπεί είναι δίκαιο.

Ετικέτες: ΤΖΙΟΒΑΝΙ ΜΠΑΤΙΣΤΑ ΒΙΚΟ, Η ΝΕΑ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗ ΓΝΩΣΗ, ΜΠΑΤΙΣΤΑ ΒΙΚΟ, ΤΖΙΟΒΑΝΙ ΜΠΑΤΙΣΤΑ, ΤΖΙΟΒΑΝΙ ΜΠΑΤΙΣΤΑ ΒΙΚΟ: Η ΝΕΑ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗ ΓΝΩΣΗ

23.3.16

Κωνσταντίνος Καβάφης 1863 – 1933

Ποιητής της ελληνικής διασποράς, με παγκόσμια ακτινοβολία.

Ο Κωνσταντίνος Καβάφης γεννήθηκε στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου στις 17 Απριλίου 1863 (29 Απριλίου με το νέο ημερολόγιο). Ήταν το ένατο και τελευταίο παιδί του μεγαλέμπορου βαμβακιού Πέτρου-Ιωάννου Καβάφη, με καταγωγή από την Κωνσταντινούπολη. Ο πατέρας του είχε ζήσει στην Αγγλία και ήταν κάτοχος βρετανικού διαβατηρίου.
Τα πρώτα παιδικά του χρόνια τα πέρασε στη γενέτειρά του, στην αριστοκρατική οδό Σερίφ, μέσα σ’ ένα πλούσιο περιβάλλον με Γάλλο παιδαγωγό και Αγγλίδα τροφό. Με τον θάνατο του πατέρα του το 1870 αρχίζει η παρακμή της οικογένειάς του. Δύο χρόνια αργότερα, η μητέρα του Χαρίκλεια Καβάφη (το γένος Φωτιάδη) υποχρεώνεται να φύγει από την Αλεξάνδρεια και να μετακομίσει με τα παιδιά της, πρώτα στο Λονδίνο και μετά στο Λίβερπουλ.
Στα έξι χρόνια της διαμονής του στην Αγγλία ο νεαρός Κωνσταντίνος θα μάθει σε βάθος την Αγγλική γλώσσα και θα καλλιεργήσει την έμφυτη ροπή του προς τα Γράμματα. Το 1878 η οικογένειά του αντιμετωπίζει εκ νέου οικονομικά προβλήματα, εξαιτίας της Κρίσης του 1873 και επιστρέφει στην Αλεξάνδρεια. Ο δεκαπενταετής Κωνσταντίνος μελετά κατ’ οίκον και το 1881 συνεχίζει τις σπουδές του στο εμπορικό λύκειο Ο Ερμής, που ιδρύεται εκείνη τη χρονιά από τον Κωνσταντίνο Παπαζή.
Τον επόμενο χρόνο, η οικογένειά του θα μετακομίσει εκ νέου, αυτή τη φορά στην Κωνσταντινούπολη, εξαιτίας των εθνικιστικών ταραχών στην Αίγυπτο, που καθιστά επισφαλή τη θέση των Ευρωπαίων. Ο αγγλικός στόλος βομβαρδίζει την Αλεξάνδρεια και η οικία Καβάφη γίνεται παρανάλωμα του πυρός. Η οικογένειά του θα φιλοξενηθεί επί τριετία από τον παππού του Γεωργάκη Φωτιάδη.
Την περίοδο της παραμονής του στην Πόλη εκδηλώνονται οι πρώτες συστηματικές προσπάθειές του στην ποίηση. Η ατμόσφαιρα και το τοπίο της φαίνεται να τον εμπνέουν και αυτό διαπιστώνεται στα ποιήματά του Ο Βεϊζαδές προς την ερωμένη του (1884), Dünya Güzeli (1884), Νιχώρι (1885) και το πρώτο του πεζό Μια νυξ στο Καλντέρι (1884).
Πάντως, το πρώτο κείμενο που σώζεται στο αρχείο του γράφτηκε το 1882. Πρόκειται για ένα ημερολόγιο σε αγγλική γλώσσα, με τον τίτλο Constantipoliad-En Epic (Κωνσταντινοπουλιάς - Ένα έπος), στο οποίο περιγράφονται οι προετοιμασίες για την αναχώρηση της οικογένειας από την Αλεξάνδρεια, το πολεμικό κλίμα των ημερών εκείνων και το ταξίδι ως την Κωνσταντινούπολη.
Τον Οκτώβριο του 1885 επιστρέφει στην Αλεξάνδρεια, μαζί με τη μητέρα του και τα δυο αδέλφια του, Αλέξανδρο και Παύλο, αφού πήραν αποζημίωση για τις καταστροφές του 1882. Μία από τις πρώτες αποφάσεις του είναι να αποκτήσει την ελληνική υπηκοότητα. Αρχίζει να εργάζεται πρώτα ως δημοσιογράφος και στη συνέχεια ως μεσίτης στο Χρηματιστήριο Βάμβακος. Το 1889 προσλαμβάνεται αρχικά ως άμισθος γραμματέας στην Υπηρεσία Αρδεύσεων και από το 1892 ως έμμισθος υπάλληλος, θέση στην οποία θα παραμείνει έως το 1922, φθάνοντας στον βαθμό του υποτμηματάρχη.
Το 1891 θεωρείται σημαντική χρονιά για τον Καβάφη. Εκδίδει το πρώτο αξιόλογο ποίημά του (Κτίσται) και δημοσιεύει μερικά από τα σπουδαιότερα πεζά κείμενά του (Ολίγα περί στιχουργίας, Ο Σακεσπήρος περί της ζωής, Ο καθηγητής Βλάκη περί της νεοελληνικής και δύο κείμενα για τα Ελγίνεια).
Από το 1893 έως το τέλος του αιώνα γράφει μερικά από τα σημαντικότερα ποιήματά του, όπως τα: Κεριά (1893), Τείχη (1896), Περιμένοντας τους Βαρβάρους (1899). Το 1896 συνεργάζεται με την εφημερίδα Phere d’ Alexandrie. O δημοσιογράφος και συγγραφέας Γεώργιος Τσοκόπουλος τον χαρακτηρίζει «Σκεπτικιστής, φιλοσοφικός, μελαγχολικός, με ειρωνική πικρία». Τον επόμενο χρόνο επισκέπτεται το Παρίσι και το Λονδίνο.
Το 1899 φεύγει από τη ζωή η μητέρα του Χαρίκλεια, την οποία υπεραγαπούσε. Είχαν προηγηθεί οι θάνατοι του παιδικού του φίλου Μικέ Ράλλη (1889), του αδελφού του Πέτρου-Ιωάννη (1891) και του παππού του Γεωργάκη Φωτιάδη (1896).
To 1902 ταξιδεύει για πρώτη φορά στην Ελλάδα και συγκεκριμένα την Αθήνα, όπου γνωρίζεται με τους ομοτέχνους του Γρηγόριο Ξενόπουλο και Ιωάννη Πολέμη. Σε μια επιστολή του αναφέρει ότι στην Αθήνα αισθανόταν, όπως ένας πιστός που πηγαίνει προσκυνητής στη Μέκκα. Τον επόμενο χρόνο επισκέπτεται και πάλι την Αθήνα, ενώ στις 30 Νοεμβρίου της ίδιας χρονιάς ο Ξενόπουλος γράφει στο περιοδικό Παναθήναια το ιστορικό άρθρο Ένας Ποιητής, που αποτελεί την πρώτη εγκωμιαστική παρουσίαση του καβαφικού έργου στο ελλαδικό κοινό. Το 1904 θα γράψει ένα από τα σπουδαιότερα ποιήματά του, το Περιμένοντας τους Βαρβάρους. Το 1905 επισκέπτεται για τρίτη φορά την Αθήνα για την κηδεία του αδελφού του Αλέξανδρου.Τον Δεκέμβριο του 1907 εγκαθίσταται στο σπίτι της οδού Λέψιους 10, όπου και θα περάσει το υπόλοιπο της ζωής του, δημιουργώντας το σημαντικότερο τμήμα του έργου του. Η φήμη του διαρκώς εξαπλώνεται και στο διαμέρισμά του τον επισκέπτονται προσωπικότητες της λογοτεχνίας από την Ελλάδα και το εξωτερικό, όπως ο φουτουριστής Τομάσο Μαρινέτι, ο Αντρέ Μαλρό, ο Νίκος Καζαντζάκης, ο Κώστας Ουράνης και η Μυρτιώτισσσα.
Το 1911 θα γράψει το περίφημο ποίημά του Ιθάκη. Το 1914 γνωρίζεται με τον σπουδαίο Άγγλο μυθιστοριογράφο Έντουαρντ Μόργκαν Φόρστερ και συνδέεται μαζί του με φιλία. Πέντε χρόνια αργότερα, ο Φόρστερ θα συστήσει τον Καβάφη στο αγγλικό κοινό.
Το 1917 γνωρίζεται με τον Αλέκο Σεγκόπουλο, κατ’ άλλους νόθο γιο του, κατ’ άλλους ερωτικό του σύντροφο, πάντως μετέπειτα γενικό κληρονόμο του. Τον Απρίλιο του 1922 παραιτείται από την Υπηρεσία Αρδεύσεων για να αφοσιωθεί στο ποιητικό του έργο. «Επιτέλους απελευθερώθηκα από αυτό το μισητό πράγμα», γράφει κάπου. Τον επόμενο χρόνο πεθαίνει ο τελευταίος εν ζωή αδελφός του, ο Τζον Καβάφης, ο οποίος υπήρξε ο πρώτος θαυμαστής και μεταφραστής του έργου του.
Το 1926 η κυβέρνηση του δικτάτορα Πάγκαλου του απονέμει το παράσημο του Φοίνικος, διάκριση την οποία ο ποιητής αποδέχεται, υποστηρίζοντας ότι «το παράσημο μού το απένειμε η Ελληνική Πολιτεία, γι’ αυτό και το κρατώ». Το 1930 αρχίζει να υποφέρει από τον λάρυγγά του. Οι γιατροί διαπιστώνουν καρκίνο. Ο Καβάφης δεν μπορεί να μιλήσει και το 1932 υποβάλλεται σε τραχειοτομία στην Αθήνα.
Το 1933 επιστρέφει στην Αλεξάνδρεια, με την υγεία του διαρκώς να χειροτερεύει. Στις αρχές Απριλίου μεταφέρεται στο Ελληνικό Νοσοκομείο και στις 2 το πρωί της 29ης Απριλίου ο ποιητής αφήνει την τελευταία του πνοή, σε ηλικία 70 ετών.
Αυτοβιογραφικό σημείωμα του Κ. Π. Καβάφη Είμαι Κωνσταντινουπολίτης την καταγωγήν, αλλά εγεννήθηκα στην Αλεξάνδρεια - σ' ένα σπίτι της οδού Σερίφ· μικρός πολύ έφυγα, και αρκετό μέρος της παιδικής μου ηλικίας το πέρασα στην Αγγλία. Κατόπιν επισκέφθην την χώραν αυτήν μεγάλος, αλλά για μικρόν χρονικόν διάστημα. Διέμεινα και στη Γαλλία. Στην εφηβικήν μου ηλικίαν κατοίκησα υπέρ τα δύο έτη στην Κωνσταντινούπολη. Στην Ελλάδα είναι πολλά χρόνια που δεν επήγα. Η τελευταία μου εργασία ήταν υπαλλήλου εις ένα κυβερνητικόν γραφείον εξαρτώμενον από το υπουργείον των Δημοσίων Έργων της Αιγύπτου. Ξέρω Αγγλικά, Γαλλικά και ολίγα Ιταλικά. 

Γιάννης Ρίτσος 1909 – 1990

Σπουδαίος και πολυγραφότατος έλληνας ποιητής, με διεθνή απήχηση, που ανήκει στη λεγόμενη «γενιά του ‘30. Ο «Επιτάφιος», η «Ρωμιοσύνη» και η «Σονάτα υπό το Σεληνόφως» είναι τρία από τα πιο γνωστά έργα του. Το 1975 προτάθηκε για το Νόμπελ Λογοτεχνίας.

Ο Γιάννης Ρίτσος γεννήθηκε στη Μονεμβασιά την πρωτομαγιά του 1909. Ήταν το μικρότερο από τα τέσσερα παιδιά του μεγαλοκτηματία Ελευθέριου Ρίτσου και της Ελευθερίας  Βουζουναρά. Τα τρία μεγαλύτερα αδέλφια του ήταν η Νίνα (1898-1970), ο Μίμης (1899-1921) και η Λούλα (1908- 1995).
Το 1919 αποφοίτησε από το Σχολαρχείο της Μονεμβασιάς και το 1921 γράφτηκε στο Γυμνάσιο του Γυθείου. Την ίδια χρονιά πέθαναν ο αδερφός του Μίμης και η μητέρα του Ελευθερία, και οι δύο από φυματίωση. Το 1924 δημοσίευσε τα πρώτα του ποιήματα στο περιοδικό «Διάπλαση των Παίδων» με το ψευδώνυμο «Ιδανικόν Όραμα».
Το 1925 ολοκλήρωσε τις γυμνασιακές του σπουδές στο Γύθειο και έφυγε με την αδερφή του Λούλα για την Αθήνα. Είχε προηγηθεί η οικονομική καταστροφή του πατέρα του κι έτσι ο ποιητής αναγκάστηκε να εργαστεί για τα προς το ζην, αρχικά ως δακτυλογράφος και στη συνέχεια ως αντιγραφέας στην Εθνική Τράπεζα. Το 1926 προσβλήθηκε και ο ίδιος από φυματίωση και επέστρεψε στη Μονεμβασιά ως το φθινόπωρο του ίδιου χρόνου, οπότε γράφτηκε στη Νομική Σχολή της Αθήνας, χωρίς να μπορέσει ποτέ να φοιτήσει. Συνέχισε να εργάζεται ως βοηθός βιβλιοθηκαρίου και γραφέας στο Δικηγορικό Σύλλογο της Αθήνας.
Τον Ιανουάριο του 1927 νοσηλεύτηκε στην κλινική Παπαδημητρίου και τον επόμενο μήνα στο σανατόριο «Σωτηρία», όπου έμεινε τελικά για τρία χρόνια. Στη «Σωτηρία» ο Ρίτσος γνωρίστηκε με τη Μαρία Πολυδούρη και με μαρξιστές και διανοούμενους της εποχής του, ενώ παράλληλα έγραψε κάποια ποιήματά του που δημοσιεύτηκαν στο φιλολογικό παράρτημα της Εγκυκλοπαίδειας «Πυρσός». Από το φθινόπωρο του 1930 και για ένα χρόνο έζησε στα Χανιά, αρχικά στο φθισιατρείο της Καψαλώνας και μετά από προσωπική του καταγγελία των άθλιων συνθηκών ζωής που επικρατούσαν εκεί σε τοπική εφημερίδα, μεταφέρθηκε μαζί με όλους τους τρόφιμους στο σανατόριο Άγιος Ιωάννης.
Τον Οκτώβριο του 1931 επέστρεψε στην Αθήνα κι ανέλαβε τη διεύθυνση του καλλιτεχνικού τμήματος της Εργατικής Λέσχης. Εκεί σκηνοθέτησε και συμμετείχε σε παραστάσεις. Η υγεία του βελτιώθηκε σταδιακά, το ίδιο και τα οικονομικά του με τη βοήθεια της αδερφής του Λούλας, που είχε στο μεταξύ παντρευτεί και φύγει για την Αμερική. Τον επόμενο χρόνο, ο πατέρας του μπήκε στο Ψυχιατρείο στο Δαφνί (όπου πέθανε το 1938) και πέντε χρόνια αργότερα τον ακολούθησε η Λούλα, η οποία πήρε εξιτήριο το 1939.
Το 1933 συνεργάστηκε με το αριστερό περιοδικό «Πρωτοπόροι» και για τέσσερα χρόνια ως ηθοποιός με τους θιάσους Ζωζώς Νταλμάς, Ριτσιάρδη, Παπαϊωάννου και Μακέδου. Το 1934 άρχισε να αρθρογραφεί από τις στήλες του Ριζοσπάστη κι εξέδωσε την πρώτη του συλλογή με τίτλο «Τρακτέρ» με το ψευδώνυμο Σοστίρ (αναγραμματισμό του επιθέτου του). Τον ίδιο χρόνο έγινε μέλος του ΚΚΕ, στο οποίο παρέμεινε πιστός μέχρι το θάνατό του. Το 1935 κυκλοφορεί τη δεύτερη ποιητική συλλογή του με τίτλο «Πυραμίδες» και προσλαμβάνεται ως επιμελητής κειμένων στις εκδόσεις «Γκοβόστη».
Στις 9 Μαΐου 1936 γίνονται στη Θεσσαλονίκη αιματηρές ταραχές, κατά τη διάρκεια της μεγάλης καπνεργατικής απεργίας. Την επομένη, ο Ρίτσος βλέπει στο «Ριζοσπάστη» τη φωτογραφία μιας μάνας να θρηνεί το νεκρό παιδί της και παίρνει αφορμή για να γράψει ένα από πιο δημοφιλή ποίηματά του, τον «Επιτάφιο», που εκδίδεται σε 10.000 αντίτυπα. Με τη δικτατορία Μεταξά (1936-1940) τα τελευταία 250 καίγονται στους στύλους του Ολυμπίου Διός.
Το 1937 νοσηλεύτηκε στο σανατόριο της Πάρνηθας και τον ίδιο χρόνο, συγκλονισμένος από την αρρώστια της πολυαγαπημένης του αδελφής Λούλας, γράφει την ποιητική σύνθεση «Το τραγούδι της αδελφής μου», ένα από τα ωραιότερα λυρικά της νεοελληνικής ποίησης. Ο Κωστής Παλαμάς, εντυπωσιασμένος από το ποίημα, έγραψε τους στίχους - εγκώμιο για τον Ρίτσο:
Γρήγορο αργοφλοίβισμα της γαλάζιας πλάσης
Να παραμερίσουμε για να περάσης.
Το 1938 κυκλοφορεί η «Εαρινή Συμφωνία» και προσλαμβάνεται στο Εθνικό Θέατρο. Δύο χρόνια αργότερα, εκδίδει την «Παλιά μαζούρκα σε ρυθμό βροχής» και προσλαμβάνεται ως χορευτής στη Λυρική Σκηνή.
Στη διάρκεια της Κατοχής, ο Ρίτσος έζησε κατάκοιτος, παρόλα αυτά συμμετείχε στη δραστηριότητα του μορφωτικού τμήματος του ΕΑΜ και αρνήθηκε να δεχτεί χρήματα από έρανο όταν κινδύνεψε η ζωή του από τις κακουχίες το 1942. Μετά την ήττα του ΕΛΑΣ στα «Δεκεμβριανά» ακολούθησε τις δυνάμεις του στη σύμπτυξη. Περνά από τη Λαμία, όπου συναντά τον Άρη Βελουχιώτη και φθάνει μέχρι την Κοζάνη, όπου ανεβάστηκε το θεατρικό του «Η Αθήνα στ’ άρματα». Το 1945 γράφει τη «Ρωμιοσύνη», ένα ακόμη δημοφιλές ποίημά του, που το μελοποίησε το 1966 ο Μίκης Θεοδωράκης.
Στη διάρκεια του Εμφυλίου Πολέμου εξορίστηκε λόγω της αριστερής δράσης του στο Κοντοπούλι της Λήμνου (1948), στη Μακρόνησο (1949) και στον Άγιο Ευστράτιο (1950-1951). Το 1952 επέστρεψε στην Αθήνα και πολιτεύτηκε στην ΕΔΑ. Το 1954 παντρεύτηκε την παιδίατρο Φηλίτσα Γεωργιάδου από τη Σάμο, με την οποία απέκτησε μία κόρη, την Έρη (1955). Το 1956 ταξίδεψε στη Σοβιετική Ένωση ως μέλος αντιπροσωπείας διανοουμένων και δημοσιογράφων και την ίδια χρονιά τιμήθηκε με το κρατικό βραβείο ποίησης για τη «Σονάτα του Σεληνόφωτος». Όταν το διάβασε ο σπουδαίος γάλλος ποιητής και συγγραφέας Λουί Αραγκόν (1897-1982) αισθάνθηκε «το βίαιο τράνταγμα μιας μεγαλοφυΐας» και αποφάνθηκε πως ο δημιουργός του είναι «ο μεγαλύτερος από τους ποιητές του καιρού μας που βρίσκονται στη ζωή».
Το 1960 ο Μίκης Θεοδωράκης μελοποίησε τον «Επιτάφιο» και σηματοδότησε την περίοδο της διάδοσης της μεγάλης ποίησης στο πλατύ κοινό. Το 1962 ο Ρίτσος επισκέφθηκε τη Ρουμανία και συναντήθηκε με το Ναζίμ Χικμέτ, του οποίου μετέφρασε ποίηματα στα ελληνικά. Κατόπιν πήγε στην Τσεχία και τη Σλοβακία, όπου ολοκλήρωσε την Ανθολογία Τσέχων και Σλοβάκων ποιητών, την Ουγγαρία και τη Λ. Δ. της Γερμανίας. Το 1964 συμμετείχε στις βουλευτικές εκλογές με την ΕΔΑ.
Όταν ξέσπασε το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου 1967, οι φίλοι του τον ειδοποίησαν να κρυφτεί, εκείνος όμως δεν έφυγε από το σπίτι του. Τον συνέλαβαν και τον έκλεισαν στον Ιππόδρομο του Φαλήρου. Στα τέλη Απριλίου μεταφέρθηκε στη Γυάρο και αργότερα στο Παρθένι της Λέρου. Το 1968 νοσηλεύθηκε στον «Άγιο Σάββα» και στη συνέχεια τέθηκε σε κατ' οίκον περιορισμό στο σπίτι της γυναίκας του στο Καρλόβασι της Σάμου. Το 1970 επέστρεψε στην Αθήνα, μετά όμως από άρνησή του να συμβιβαστεί με το καθεστώς του Παπαδόπουλου εξορίστηκε εκ νέου στη Σάμο ως το τέλος του χρόνου που μπήκε για εγχείρηση στη Γενική Κλινική Αθηνών. Το 1973 συμμετείχε στα γεγονότα του Πολυτεχνείου.
Μετά την πτώση της δικτατορίας και τη μεταπολίτευση έζησε κυρίως στην Αθήνα, όπου συνέχισε να γράφει με πυρετώδεις ρυθμούς. Το 1975 αναγορεύτηκε σε επίτιμο διδάκτορα του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και τιμήθηκε με το μεγάλο γαλλικό βραβείο ποίησης «Αλφρέ ντε Βινί». Τον επόμενο χρόνο τιμήθηκε με το βραβείο «Λένιν» στη Μόσχα. Ακολούθησαν τα επόμενα χρόνια αναγορεύσεις του σε διάφορα ξένα πανεπιστήμια: Μπίρμιγχαμ (1978), Καρλ Μαρξ της Λειψίας (1984) και Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών (1987). Το 1986 του απονεμήθηκε το βραβείο «Ποιητής διεθνούς ειρήνης» του ΟΗΕ.
Ο Γιάννης Ρίτσος έφυγε από τη ζωή στις 11 Νοεμβρίου 1990, αφήνοντας πίσω του 50 ανέκδοτες ποιητικές συλλογές. Ενταφιάστηκε τρεις μέρες αργότερα στη γενέτειρά του Μονεμβασιά.
Το κύριο σώμα του έργου του συγκροτούν πάνω από 100 ποιητικές συλλογές, 9 πεζογραφήματα και 4 θεατρικά έργα. Οι μελέτες για ομοτέχνους του, οι πολυάριθμες μεταφράσεις και χρονογραφήματα, καθώς και άλλα δημοσιεύματα συμπληρώνουν την εικόνα του χαλκέντερου δημιουργού.

Άγγελος Σικελιανός 1884 – 1952

Κορυφαίος έλληνας ποιητής. Το έργο του διακρίνεται από έντονο λυρισμό και ιδιαίτερο γλωσσικό πλούτο.

Ο Άγγελος Σικελιανός γεννήθηκε στις 15 Μαρτίου 1884 στη Λευκάδα. Ήταν το τελευταίο από τα πέντε παιδιά του Ιωάννη Σικελιανού, καθηγητή της ιταλικής και γαλλικής γλώσσας στο τοπικό γυμνάσιο και Χαρίκλειας Σικελιανού, καλλιεργημένης και αρχοντικής γυναίκας.
Το 1900 ήλθε στην Αθήνα για να σπουδάσει νομικά, αλλά τα εγκατέλειψε πολύ νωρίς για να αφιερωθεί ολόψυχα στην ποιητική δημιουργία, ύστερα από ένα μικρό πέρασμα στο θεατρικό σανίδι ως ηθοποιός. Τον Αύγουστο του 1906 θα γνωρίσει την εύπορη αμερικανίδα Εύα Πάλμερ (1874-1952), την οποία θα νυμφευτεί τον επόμενο χρόνο.
Το 1907 ταξιδεύει στην Αίγυπτο, όπου εργαζόταν ο μεγαλύτερος του αδελφός και σε μία εκδρομή του στη Λιβυκή Έρημο θα γράψει την ποιητική σύνθεση «Αλαφροϊσκιωτος», η κυκλοφορία του οποίου το 1909 θα αποτελέσει εκδοτικό γεγονός. Το πρώτο του αυτό έργο είναι ένας αληθινός ύμνος προς την ελληνική φύση, γραμμένος με θαυμαστή δύναμη και με αδρούς πρωτότυπους στίχους.
Κατά τη διάρκεια των Βαλκανικών Πολέμων (1912-1913), στους οποίους πήρε μέρος, έγραψε πατριωτικά ποιήματα, που δημοσιεύθηκαν σ’ εφημερίδες, περιοδικά και στη ποιητική συλλογή «Στίχοι» (1921). Έγραψε επίσης και δημοσίευσε από το 1915 έως το 1918 τον «Πρόλογο στη ζωή», αποσπάσματα από το «Πάσχα των Ελλήνων», το «Δελφικό Λόγο» και μελέτες. Είχε άφθονα οικονομικά μέσα και βρήκε τη ευκαιρία να μελετά διαρκώς, να γράφει απερίσπαστα και να ταξιδεύει.
Μαζί με την αμερικανίδα σύζυγό του, ο Σικελιανός συνέλαβε το σχέδιο ν’ αναστήσει τη Δελφική Αμφικτυονία. Οργάνωσαν το 1927 και το 1930 με δικά τους έξοδα τις «Δελφικές Εορτές», με παραστάσεις αρχαίων τραγωδιών, με αγώνες και λαϊκές εκθέσεις, που τράβηξαν την προσοχή του κόσμου.
Η ποιητική έμπνευση του Σικελιανού αυτή την εποχή και αρκετά χρόνια αργότερα αντλεί τα θέματά της από τον αρχαίο ελληνικό κόσμο, από τη μυθολογία και το μυστικισμό (ορφισμός κλπ.), από τη θρησκεία και την ιστορία. Τέτοιες είναι οι τραγωδίες του: «Διθύραμβος του Ρόδου» (1933) και «Ο Δαίδαλος στην Κρήτη», καθώς και πολλά ποιήματα. 
Ιδιαίτερη αξία έχει η ποιητική δημιουργία του Σικελιανού, από την εποχή που στον ορίζοντα άρχισαν να φαίνονται τα πρώτα σημάδια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου. Τότε η ποίησή του πήρε κοινωνικό περιεχόμενο, μέσα από τις τραγωδίες «Η Σίβυλλα» (1940), «Ο Χριστός στη Ρώμη» (1946), «Ο θάνατος τον Διγενή» (1948) και «Ο Ασκληπιός».
Τον Μάρτιο του 1938 γνωρίζει την Άννα Καραμάνη (1904-2006), σύζυγο του φυματιολόγου Γεωργίου Καραμάνη. Η γνωριμία τους εξελίσσεται σε βαθύ έρωτα και ο Σικελιανός ζητάει από την Εύα να χωρίσουν. Αυτή συναινεί, όπως και ο γιατρός Καραμάνης. Ο γάμος τους θα γίνει στις 17 Ιουνίου του 1940. 
Την περίοδο της Κατοχής έγραψε και κυκλοφόρησε κρυφά τα «Ακριτικά» (1941-1942), που ήταν μία κραυγή πόνου του σκλαβωμένου Ελληνισμού. Στις 28 Φεβρουαρίου 1943 απήγγειλε στην κηδεία του Κωστή Παλαμά το περίφημο ποίημά του, που αρχίζει με τους στίχους «Ηχήστε οι σάλπιγγες», που είχε γράψει λίγες ώρες νωρίτερα.
Το 1945 θα είναι υποψήφιος με τον Καζαντζάκη για την Ακαδημία Αθηνών. Αντ’ αυτών θα εκλεγεί ο Σωτήρης Σκίπης. Το 1946 θα προταθεί για το Νόμπελ Λογοτεχνίας, όπως και ο Καζαντζάκης, με πρωτοβουλία σημαντικών προσωπικοτήτων των γραμμάτων (Πολ Ελιάρ, Αντρέ Ζιντ, Χένρι Μίλερ, Ευγένιος Ο’ Νηλ κ.ά.). Η υποψηφιότητά τους θα τορπιλιστεί από την κυβέρνηση Τσαλδάρη, με το πρόσχημα ότι έτσι θα βραβευόταν η Αριστερά στην Ελλάδα. Το 1947 θα εκδοθεί συγκεντρωμένο σε τρεις τόμους το ποιητικό του έργο, το ποιητικό του έργο υπό τον τίτλο «Λυρικός Βίος».
Ο αποκαρδιωμένος Σικελιανός έχει να παλαίψει τώρα με τα σοβαρά προβλήματα της υγείας του και με τη φτώχεια. Στις 4 Ιουνίου 1951 από λάθος της οικιακής βοηθού του αντί για το φάρμακό του λαμβάνει απολυμαντικό, με αποτέλεσμα να υποστεί σοβαρά εγκαύματα στα αναπνευστικά του όργανα. Στις 19 Ιουνίου 1951 θα αφήσει την τελευταία του πνοή στην κλινική «Η Παμμακάριστος» της Αθήνας.

Γιώργος Σεφέρης 1900 – 1971

Έλληνας ποιητής, δοκιμιογράφος, μεταφραστής και διπλωμάτης. Από τους σημαντικότερους Έλληνες ποιητές, τιμήθηκε με Νόμπελ Λογοτεχνίας το 1963. Γραμματολογικά ανήκει στη «Γενιά του '30».

Ο Γεώργιος Σεφεριάδης, όπως ήταν το πραγματικό του όνομα, γεννήθηκε στις 29 Φεβρουαρίου του 1900 στη Σμύρνη. Ήταν το μεγαλύτερο παιδί του Στυλιανού Σεφεριάδη (1873-1951) - δικηγόρου, σημαντικού κοινωνικού παράγοντα της Σμύρνης και ανθρώπου με λογοτεχνικές ανησυχίες - και της Δέσποινας Τενεκίδη με καταγωγή από τη Νάξο. Το ζευγάρι είχε άλλα δυο παιδιά, τον Άγγελο (1905-1950) και την Ιωάννα (1902-2000), σύζυγο του φιλόσοφου και πολιτικού Κωνσταντίνου Τσάτσου.
Ο Σεφέρης ξεκίνησε τις εγκύκλιες σπουδές του το 1906 στη Σμύρνη και τις ολοκλήρωσε το 1918 στην Αθήνα, όπου είχε εγκατασταθεί η οικογένειά του από το 1914. Στη συνέχεια γράφτηκε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου της Σορβόνης, από την οποία αποφοίτησε με διδακτορικό το 1924. Τα χρόνια παραμονής του στο Παρίσι ήταν καθοριστικά για τη διαμόρφωση της ποιητικής του φυσιογνωμίας. Ήταν η εποχή που το κίνημα του μοντερνισμού βρισκόταν στην ακμή του.
Μετά την επιστροφή του στην Ελλάδα διορίστηκε υπάλληλος του Υπουργείου Εξωτερικών (1926), αρχίζοντας έτσι μια λαμπρή καριέρα στο διπλωματικό σώμα, που κορυφώθηκε το 1957, με την τοποθέτησή του ως πρεσβευτή της Ελλάδας στη Μεγάλη Βρετανία. Παρέμεινε στο Λονδίνο έως το 1962, οπότε και συνταξιοδοτήθηκε. Στις 10 Απριλίου του 1941, μία ημέρα μετά την κατάληψη της Θεσσαλονίκης από τους Γερμανούς, είχε νυμφευτεί στην Πλάκα τη Μαρώ Ζάννου, με την οποία δεν απέκτησε παιδιά.
Στα ελληνικά γράμματα ο Γιώργος Σεφέρης εμφανίστηκε το 1931, με την ποιητική συλλογή Στροφή, η οποία από την πρώτη στιγμή της κυκλοφορίας της προκάλεσε το ενδιαφέρον της λογοτεχνικής κοινότητας της Αθήνας, με θετικές και αρνητικές αντιδράσεις. Οι θαυμαστές του -Γιώργος Θεοτοκάς, Γιώργος Κατσίμπαλης και Ανδρέας Καραντώνης- υποστήριξαν ότι η Στροφή εγκαινιάζει μια καινούργια εποχή για την ελληνική ποίηση, ενώ οι επικριτές του, όπως ο Άλκης Θρύλος και ο Τάκης Παπατσώνης, ισχυρίστηκαν ότι η ποίηση του Σεφέρη είναι σκοτεινή και εγκεφαλική, χωρίς πραγματικό συναίσθημα. Με την πάροδο του χρόνου, η Στροφή απέκτησε τεράστιο συμβολικό βάρος, επειδή θεωρήθηκε από την κριτική ότι έστρεψε την ελληνική ποίηση από την παραδοσιακή στη μοντέρνα γραφή. Ο Μοντερνισμός του Σεφέρη, παρατηρεί ο Γιώργος Θεοτοκάς, υπήρξε «ένας μοντερνισμός τολμηρός, αλλά που κρατούσε το νήμα της παράδοσης, με αίσθημα ευθύνης και με σεβασμό για τη γλώσσα».Ο θόρυβος που δημιουργήθηκε, αλλά και το ειδικό βάρος των Κατσίμπαλη και Καραντώνη στα λογοτεχνικά πράγματα, τον βοήθησε να επιβληθεί ως ένας πολλά υποσχόμενος νέος ποιητής. Η καθιέρωση του Σεφέρη ως μείζονος ποιητή έγινε το 1935, με την ποιητική συλλογή Μυθιστόρημα. Σ’ αυτό το έργο βλέπουμε πλήρως διαμορφωμένα τα σύμβολα που συνθέτουν την ποιητική μυθολογία του Σεφέρη: το «ταξίδι», οι «πέτρες», τα «μάρμαρα», τα «αγάλματα», η «θάλασσα», ο «Οδυσσέας» κ.ά.
Εκτός από το πλούσιο ποιητικό έργο του, ο Σεφέρης διακρίθηκε και στον δοκιμιακό λόγο, με μία σειρά ρηξικέλευθων κριτικών δοκιμίων, στα οποία τόνισε τη σημασία της ελληνικής παράδοσης και ανέδειξε το έργο περιθωριακών μορφών της, όπως του Γιάννη Μακρυγιάννη και του Θεόφιλου. Το μεταφραστικό του έργο είναι μικρό σε ποσότητα, αλλά σημαντικό. Μετέφρασε δύο έργα του αμερικανού ποιητή Τ.Σ. Έλιοτ (Έρημη Χώρα και Φονικό στην Εκκλησιά), ενώ μετέφερε στη νέα ελληνική δύο έργα της Βίβλου (Άσμα Ασμάτων και Αποκάλυψη του Ιωάννη). Ο Τ.Σ. Έλιοτ, ηγετική φυσιογνωμία της μοντερνιστικής ποίησης του 20ου αιώνα, ήταν ο ποιητής που τον επηρέασε όσο κανένας άλλος.
Από τη δεκαετία του '50 το έργο του Σεφέρη μεταφράστηκε και εκτιμήθηκε στο εξωτερικό. Συνεπεία αυτού ήταν η βράβευσή του με το Νόμπελ Λογοτεχνίας τον Δεκέμβριο του 1963, «για το υπέροχο λυρικό ύφος του, που είναι εμπνευσμένο από ένα βαθύ αίσθημα για το ελληνικό πολιτιστικό ιδεώδες», όπως αναφέρεται στο σκεπτικό της Σουηδικής Ακαδημίας.Κατά τη διάρκεια της επτάχρονης δικτατορίας, έσπασε τη σιωπή του στις 28 Μαρτίου του 1969 και στηλίτευσε τη χούντα με την περίφημη δήλωσή του στο ραδιόφωνο του BBC. «Είναι μια κατάσταση υποχρεωτικής νάρκης, όπου όσες πνευματικές αξίες κατορθώσαμε να κρατήσουμε ζωντανές, με πόνους και με κόπους, πάνε κι αυτές να καταποντισθούν μέσα στα ελώδη στεκάμενα νερά» τόνισε μεταξύ άλλων.
Στις αρχές Αυγούστου του 1971 ο Γιώργος Σεφέρης εισάγεται στον Ευαγγελισμό και εγχειρίζεται στον δωδεκαδάκτυλο. Θα πεθάνει από μετεγχειρητικές επιπλοκές τα ξημερώματα της 20ης Σεπτεμβρίου του 1971. Η κηδεία του, δύο ημέρες αργότερα, θα είναι πάνδημη και θα λάβει αντιδικτατορικό χαρακτήρα. Στη νεκρώσιμη πομπή προς το Α' Νεκροταφείο, μπροστά στην Πύλη του Αδριανού, το πλήθος σταματά την κυκλοφορία και αρχίζει να τραγουδά το απαγορευμένο τραγούδι του Μίκη Θεοδωράκη σε στίχους Σεφέρη Άρνηση (Στο περιγιάλι το κρυφό, όπως είναι πιο γνωστό). Στις 23 Σεπτεμβρίου, δημοσιεύεται στην εφημερίδα Το Βήμα, το τελευταίο ποίημα του Γιώργου Σεφέρη Επί Ασπαλάθων, που έγραψε στις 31 Μαρτίου 1971 και αποτελεί μία ακόμη καταγγελία κατά της δικτατορίας.
Αρκετοί συνθέτες έχουν ενσκήψει στο έργο του Σεφέρη και μελοποιήσει ποιήματά του, όπως οι Μίκης Θεοδωράκης, Νίκος Μαμαγκάκης, Μίλτος Πασχαλίδης, Αδελφοί Κατσιμίχα, Ηλίας Ανδριόπουλος, Δήμος Μούτσης, Αργύρης Μπακιρτζής, Δημήτρης Αγραφιώτης, Θεόδωρος Αντωνίου, Λεωνίδας Ζώρας, Θεόδωρος Καρυωτάκης, Περικλής Κούκος, Γιώργος Κουρουπός, Γεώργιος Πονηρίδης, Θάνος Μικρούτσικος και Τζον Τάβενερ.

Οδυσσέας Ελύτης 1911 – 1996

Ο Οδυσσέας Ελύτης υπήρξε ένας από τους σπουδαιότερους ποιητές μας, που τιμήθηκε με Νόμπελ Λογοτεχνίας το 1979. Αποτέλεσε ένα από τα επίλεκτα μέλη της λεγόμενης «γενιάς του τριάντα» στον χώρο της καλλιτεχνικής δημιουργίας.

Ο Οδυσσέας Αλεπουδέλης, όπως ήταν το πραγματικό του όνομα γεννήθηκε στις 2 Νοεμβρίου 1911 στο Ηράκλειο της Κρήτης. Ήταν ο μικρότερος από τα έξι παιδιά του Λέσβιου επιχειρηματία Παναγιώτη Αλεπουδέλη και της συμπατριώτισσάς του Μαρίας Βρανά. Ο πατέρας του εγκαταστάθηκε το 1895 στο Ηράκλειο, όπου ίδρυσε εργοστάσιο σαπωνοποιίας και πυρηνελουργίας, και δύο χρόνια αργότερα παντρεύτηκε τη μητέρα του.
Με την έκρηξη του Α' Παγκοσμίου Πολέμου το 1914, ο Παναγιώτης Αλεπουδέλης μεταφέρει την επιχειρηματική του δραστηριότητα στην Αθήνα και εγκαθίσταται με την οικογένειά του στην οδό Σόλωνος 98α. Σε ηλικία έξι ετών ο Οδυσσέας εγγράφεται στο ιδιωτικό Λύκειο Μακρή, που βρισκόταν τότε στην οδό Ιπποκράτους. Το 1918 πεθαίνει η μεγαλύτερη αδελφή του Μυρσίνη, σε μόλις ηλικία 20 ετών. Το 1923, ένα έτος μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, η οικογένεια Αλεπουδέλη ταξιδεύει στο εξωτερικό (Ιταλία, Ελβετία, Γερμανία, Γιουγκοσλαβία). Το 1924 θα γνωρίσει στη Λωζάνη τον Ελευθέριο Βενιζέλο, που αποτελούσε το πολιτικό ίνδαλμα της οικογένειάς του.
Το φθινόπωρο του 1924 μετεγγράφεται στο Γ' Γυμνάσιο Αρρένων Αθηνών και τον επόμενο χρόνο χάνει τον πατέρα του. Σ’ αυτή την περίοδο των μαθητικών του χρόνων εκδηλώνονται τα πρώτα πνευματικά του ενδιαφέροντα. Συνεργάζεται με το περιοδικό Διάπλασις των Παίδων, διαβάζει ελληνική και γαλλική λογοτεχνία και το 1927 έρχεται σε επαφή με την ποίηση του Καβάφη. Το 1928 παίρνει το απολυτήριο του τότε Γυμνασίου και γνωρίζει την ποίηση του Κώστα Καρυωτάκη. Όλα αυτά τα χρόνια ο Οδυσσέας επισκεπτόταν σχεδόν κάθε καλοκαίρι κάποιο από τα νησιά του Αιγαίου, γεγονός που θα επηρεάσει το λυρικό υπόστρωμα της ποίησής του.
Το 1929 αποτελεί καθοριστικό έτος για την ποιητική του διαδρομή. Ανακαλύπτει τον σουρεαλισμό και διαβάζει Λόρκα και Ελιάρ. Γράφει τα πρώτα του ποιήματα και τα στέλνει με ψευδώνυμο σε περιοδικά. Το 1930 εγγράφεται στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και η οικογένειά του μετακομίζει στην οδό Μοσχονησίων 146 (Πλατεία Αμερικής). Το 1933 γίνεται μέλος της Ιδεοκρατικής Φιλοσοφικής Ομάδας του Πανεπιστημίου και συμμετέχει σε εκδηλώσεις και συζητήσεις με τους Ιωάννη Συκουτρή, Ιωάννη Θεοδωρακόπουλο, Παναγιώτη Κανελλόπουλο και Κωνσταντίνο Τσάτσο.
Το 1935 θα γνωρίσει τον ποιητή και ψυχαναλυτή Ανδρέα Εμπειρίκο, που θα επηρεάσει καθοριστικά την ποίησή του, όπως και τη λαϊκή ζωγραφική του Θεόφιλου,  η οποία θα ασκήσει σημαντική επίδραση στον εικονιστικό προσανατολισμό της ποίησής του. Τον ίδιο χρόνο, ο φίλος και ομότεχνός του Γιώργος Σαραντάρης τον φέρνει σε επαφή με τη λογοτεχνική συντροφιά, που εξέδιδε το πρωτοποριακό περιοδικό Νέα Γράμματα. Την αποτελούσαν, μεταξύ άλλων, οι Γιώργος Σεφέρης, Γιώργος Θεοτοκάς, Γιώργος Κατσίμπαλης και Ανδρέας Καραντώνης. Στα Νέα Γράμματα θα δημοσιευτεί το πρώτο του δόκιμο ποίημα με τίτλο Του Αγαίου, με την υπογραφή: Ελύτης.
Το 1936 γνωρίζεται με τον ποιητή Νίκο Γκάτσο και από τότε θα τους συνδέσει μια μακρόχρονη και στενή φιλία. Στην παρέα τους εντάσσονται οι ζωγράφοι Νίκος Χατζηκυριάκος-Γκίκας και Γιάννης Μόραλης, καθώς και ο ποιητής Νίκος Καρύδης, δημιουργός του εκδοτικού οίκου Ίκαρος, ο οποίος θα εκδώσει τα περισσότερα από τα βιβλία του Ελύτη. Τον ίδιο χρόνο θα διακόψει τις σπουδές του στη Νομική και θα στρατευθεί. Θα απολυθεί ως έφεδρος αξιωματικός το 1938.
Τον Δεκέμβριο του 1939, όταν ο Β' Παγκόσμιος Πόλεμος έχει ξεσπάσει, θα εκδώσει σε 300 αντίτυπα την πρώτη ποιητική συλλογή του με τίτλο Προσανατολισμοί, μια φωτεινή αχτίδα μέσα «στη συννεφιά του κόσμου». Το 1940 η οικογένεια Αλεπουδέλη μετακομίζει στην οδό Ιθάκης 31 και την ίδια χρονιά ο Σάμουελ Μπο-Μποβί μεταφράζει τα πρώτα ποιήματα του Ελύτη στα γαλλικά.Με την έκρηξη του ελληνοϊταλικού πολέμου (28 Οκτωβρίου 1940) επιστρατεύεται ως ανθυπολοχαγός και ο παγωμένος χειμώνας του '40, τον βρίσκει στην πρώτη γραμμή του πυρός. Στις 13 Δεκεμβρίου 1940 προωθείται με το λόχο του εντός του αλβανικού εδάφους. Στις αρχές του 1941 παθαίνει κοιλιακό τύφο και μεταφέρεται ετοιμοθάνατος στο νοσοκομείο των Ιωαννίνων. Γλυτώνει τον θάνατο ως εκ θαύματος και μεταφέρεται στην Αθήνα. Η μακριά του ανάρρωση συμπίπτει με την εισβολή των Γερμανών στην Ελλάδα και την επακολουθήσασα Κατοχή.
Το 1943 κυκλοφορεί τη δεύτερη ποιητική του συλλογή Ήλιος ο Πρώτος μαζί με τις παραλλαγές πάνω σε μιαν αχτίδα, μια αλληγορική αντίσταση μέσα στην Κατοχή, καμουφλαρισμένη σε μια υπερρεαλιστική φόρμα, όπως η Αμοργός του Γκάτσου και ο Μπολιβάρ του Εγγονόπουλου, που κυκλοφορούν την ίδια χρονιά.
Το 1945 συνεργάζεται με το υπερρεαλιστικό περιοδικό Τετράδιο. Δημοσιεύει μεταφράσεις ποιημάτων του Λόρκα κι ένα δικό του έργο, την ελεγεία Άσμα ηρωικό και πένθιμο για τον χαμένο ανθυπολοχαγό της Αλβανίας. Την ίδια χρονιά, με εισήγηση του Γιώργου Σεφέρη, τοποθετείται διευθυντής προγράμματος του Εθνικού Ιδρύματος Ραδιοφωνίας (ΕΙΡ), θέση από την οποία παραιτείται μετά από λίγο. Την περίοδο αυτή ασχολείται με τη ζωγραφική, που ήταν μια παλιά του απασχόληση, συμπληρωματική της ποίησης του.
Το 1948 φεύγει από την Ελλάδα, που δοκιμάζεται από τον Εμφύλιο Πόλεμο, για την Ελβετία και από εκεί στο Παρίσι, όπου εγκαθίσταται. Εκεί γνωρίζεται με την πρωτοπορία της γαλλικής διανόησης (Μπρετόν, Ελιάρ, Τζαρά, Καμί) και έρχεται σε επαφή με εικαστικούς καλλιτέχνες, όπως οι Πικάσο, Ματίς, Σαγκάλ και Τζιακομέτι. Το 1950 επισκέπτεται την Ισπανία και στο τέλος του ίδιου χρόνου εγκαθίσταται στο Λονδίνο, όπου συνεργάζεται με το BBC.
Το 1952 επιστρέφει στην Ελλάδα και τον επόμενο χρόνο επανακάμπτει στο ΕΙΡ ως διευθυντής προγράμματος, θέση που θα κρατήσει για ένα μονάχα χρόνο. Το 1959 κυκλοφορεί το Άξιον Εστί, μια κορυφαία στιγμή της ελληνικής λογοτεχνίας. Ο ποιητής καταδύεται στις ρίζες του ελληνικού μύθου και αντλεί υλικό και μορφές, εικόνες και ήχους, επιτυγχάνοντας μια δραματική σύνθεση, στην οποία το λυρικό «εγώ» ταυτίζεται με το επικό «εμείς» και η σύγχρονη γραφή συνδυάζεται με μια περιουσία, αρχαία βυζαντινή και νεώτερη. Το έργο αυτό του Ελύτη θα γνωρίσει πλατιά αναγνώριση και θα γίνει «κτήμα του Λαού», όταν θα μελοποιηθεί από τον Μίκη Θεοδωράκη το 1964.
Το 1967 το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου τον βρίσκει να μεταφράζει αποσπάσματα της Σαπφούς, στη νέα του κατοικία επί της οδού Σκουφά 23. Το 1969 φεύγει για δεύτερη φορά από την Ελλάδα και εγκαθίσταται στο Παρίσι, όπου θα παραμείνει έως το 1971, οπότε επιστρέφει οριστικά στην Ελλάδα. Μετά την πτώση της δικτατορίας, διορίζεται πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου του Ε.Ι.Ρ.Τ. και μέλος για δεύτερη φορά του Διοικητικού Συμβουλίου του Εθνικού Θεάτρου (1974 - 1977). Παρά την πρόταση της Νέας Δημοκρατίας να συμπεριληφθεί στο ψηφοδέλτιο των βουλευτών Επικρατείας, ο Ελύτης αρνείται, παραμένοντας πιστός στην αρχή του να μην αναμιγνύεται ενεργά στην πολιτική πρακτική. Το 1977 αρνείται, επίσης, την αναγόρευσή του ως Ακαδημαϊκού.
Το 1979 έρχεται η μεγάλη στιγμή για τον ποιητή. Στις 18 Οκτωβρίου η Σουηδική Ακαδημία ανακοινώνει ότι θα του απονεμηθεί το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας «για την ποίησή του, που με βάθρο την ελληνική παράδοση περιγράφει με αισθητική δύναμη και υψηλή πνευματική διακριτικότητα, τον αγώνα του σύγχρονου ανθρώπου για την ελευθερία και τη δημιουργία». Στην ανακοίνωση της Σουηδικής Ακαδημίας επισημαίνεται ότι το Άξιον Εστί αποτελεί ένα από τα αριστουργήματα της ποίησης του 20ου αιώνα. Ο Ελύτης παρέστη στην καθιερωμένη τελετή απονομής στις 10 Δεκεμβρίου 1979 στη Στοκχόλμη, παραλαμβάνοντας το βραβείο από τον βασιλιά της Σουηδίας Κάρολο Γουσταύο και γνωρίζοντας παγκόσμια δημοσιότητα.
Τα επόμενα χρόνια θα είναι αρκούντως δημιουργικά για τον Ελύτη, με σημαντικές εκδόσεις έργων του στην ποίηση, το δοκίμιο και τη μετάφραση. Οι διακρίσεις και οι τιμές για το έργο του, εντός και εκτός της Ελλάδας, θα συνεχιστούν και θα ενταθούν. Ο Οδυσσέας Αλεπουδέλης θα φύγει από τη ζωή στις 18 Μαρτίου 1996, σε ηλικία 85 ετών.
Ο Οδυσσέας Ελύτης αποτέλεσε έναν από τους τελευταίους εκπροσώπους της λογοτεχνικής γενιάς του τριάντα, ένα από τα χαρακτηριστικά της οποίας υπήρξε το ιδεολογικό δίλημμα ανάμεσα στην ελληνική παράδοση και τον ευρωπαϊκό μοντερνισμό. Ο ίδιος ο Ελύτης χαρακτήριζε τη δική του θέση στη γενιά αυτή ως παράξενη, σημειώνοντας χαρακτηριστικά: «από το ένα μέρος ήμουνα ο στερνός μιας γενιάς, που έσκυβε στις πηγές μιας ελληνικότητας, κι απ' την άλλη ήμουν ο πρώτος μιας άλλης που δέχονταν τις επαναστατικές θεωρίες ενός μοντέρνου κινήματος».

  • Προσανατολισμοί («Πυρσός», 1939)
  • Ήλιος ο Πρώτος μαζί με τις παραλλαγές πάνω σε μιαν αχτίδα ( «Γλάρος», 1943)
  • Το Άξιον Εστί («Ίκαρος», 1959)
  • Έξι και μία τύψεις για τον ουρανό («Ίκαρος», 1960)
  • Άσμα ηρωικό και πένθιμο για τον χαμένο ανθυπολοχαγό της Αλβανίας («Ίκαρος», 1962)
  • Ο Ήλιος ο Ηλιάτορας («Ίκαρος», 1971)
  • Το Φωτόδεντρο και η Δέκατη Τέταρτη Ομορφιά («Ίκαρος», 1971)
  • Το Μονόγραμμα («Ίκαρος», 1972)
  • Τα Ρω του Έρωτα («Αστερίας», 1972)
  • Τα Ετεροθαλή («Ίκαρος», 1974)
  • Μαρία Νεφέλη («Ίκαρος», 1978)
  • Τρία ποιήματα με σημαία ευκαιρίας («Ίκαρος», 1982)
  • Ημερολόγιο ενός αθέατου Απριλίου («Ύψιλον», 1984)
  • Ο μικρός ναυτίλος («Ίκαρος», 1985)
  • Τα ελεγεία της Οξώπετρας («Ίκαρος», 1991)
  • Δυτικά της λύπης («Ίκαρος», 1995)
  • Εκ του πλησίον («Ίκαρος», 1998) 
  • ΠΗΓΗ: http://www.sansimera.gr/biographies/557#ixzz43kAaXlMz