Life for Life
"Το θαύμα δεν είναι πουθενά
παρά κυκλοφορεί μέσα
στις φλέβες του ανθρώπου!!!"


"Στης σκέψης τα γυρίσματα μ’ έκανε να σταθώ
ιδέα περιπλάνησης σε όμορφο βουνό.
Έτσι μια μέρα το ’φερε κι εμέ να γυροφέρει
τ’ άτι το γοργοκίνητο στου Γοργογυριού τα μέρη !!!"


ΣΤΗΝ ΑΥΛΗ ΜΑΣ
Εμείς στο χωριό μας έχουμε ακόμα αυλές. Εκεί μαζευόμαστε, αμπελοφιλοσοφούμε,
καλαμπουρίζουμε, ψιλοτσακωνόμαστε μέχρι τις... πρώτες πρωινές ώρες! Κοπιάστε ν' αράξουμε!!!
-Aναζητείστε το"Ποίημα για το Γοργογύρι " στο τέλος της σελίδας.

7.4.16

ΝΑΥΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ.......... ΑΝΗΚΟΥΣΤΗΣ ΤΡΕΛΑΣ Από τον Καπτάν Αλέξανδρο.

Ναυτικές ιστορίες …. ανήκουστης τρέλας !!

Posted by olympiada στο Ιουλίου 13, 2013

Γράφει ο ΚΩΣΤΑΣ ΒΟΥΛΓΑΡΑΚΗΣ
Εδώ και τρία χρόνια, είμαστε (άλλοι) πλήρωμα και (άλλοι) επιβάτες, στο πλοίο «ΕΛΛΑΣ». Ένα ιστορικό πλοίο, παλιάς τεχνολογίας, που βολοδέρνει σμπαραλιασμένο μεσοπέλαγα, μέσα σε μεγάλη φουρτούνα.


τρεμοπαίζουν και τα πηδάλια, σε κατάσταση ανάγκης, λειτουργούν μόνο χειροκίνητα (δύσκολα).
Οι μηχανές του καπνίζουν έντονα και αγκομαχούν υπόκωφα, το σκάφος ολόκληρο τρίζει ανατριχιαστικά, οι γεννήτριες
Στη Γέφυρα, ο Καπετάνιος και το επιτελείο του, βρίσκονται σε πλήρη σύγχυση. Άλλοτε μιλούν όλοι μαζί και κανείς δεν καταλαβαίνει τίποτα και άλλοτε σιωπηλοί, μετρούν απλώς τα κύματα, αναμένοντας τα τρία (3) μεγάλα που περιοδικά καταφθάνουν και κάθε φορά δοκιμάζουν τις αντοχές στο ταλαίπωρο αυτό σκαρί.
Τα όργανα ναυτιλίας στη Γέφυρα δε λειτουργούν και κανένας δε γνωρίζει το στίγμα του σκάφους, που βρίσκεται και προς τα πού πρέπει να πλεύσει. Αρκούντε να καταγράφουν τις ζημιές και τις αβαρίες που τους αναφέρουν οι επικεφαλής των ομάδων βλαβών και με λαχτάρα στέκουναι δίπλα στον ασύρματο και αφουγκράζονται ……
– «πάρτε πορεία 110ο» ακούγεται η φωνή του Τροϊκανού Διοικητή !!
– «δεξιά 20ο πηδάλιο, πορεία 110ο», φωνάζει δυναμικά και με λαχτάρα ο Κυβερνήτης !!
Μπάπα – Μπούπου τα πρώτα κύματα στη πλώρη, το πλοίο καταχτυπιέται έντονα, τρέμει ολόκληρο, σκαμπανεβάζει και παίρνει μεγάλες κλίσεις στρέφοντας στη νέα πορεία του. Τα πάντα τρίζουν ανατριχιαστικά, τα φώτα τρεμοσβήνουν, από τις γεννήτριες που δοκιμάζονται και ο μάγειρας αναφέρεις ότι το καζάνι έφυγε από τη θέση του και χύθηκε η μακαρονάδα.
– «πλεύση επισφαλής» αναφέρει στον ασύρματο ο Κυβερνήτης, στον Mr Baa
– «ανεβάστε ταχύτητα στους 15knots» διατάζει ο Τροϊκάνος διοικητής
– «πρόσω ημιταχώς» οι μηχανές διατάζει με τη σειρά του, ο Κυβερνήτης
Τα κύματα ανεβαίνουν πλέον στα καταστρώματα, τίποτα δε μένει όρθιο, όλοι γαντζώνονται
απελπισμένοι απ’ όπου μπορούν και ο 1ος Μηχανικός, ουρλιάζει (ως συνήθως κάνει) από το μεγάφωνο της ενδοεπικοινωνίας :
– Γέφυραααα, η μηχανή υπερθερμαίνεται, τα ασφαλιστικά ανοίγουν και έχουμε διαρροές στα δίκτυα !!
– «Πρώτε βαστάτε γερά και προσέχετε», απαντά ο Κυβερνήτης !!
– «Νερά στο ηλεκτροστάσιο, χάσαμε την Αριστερή γεννήτρια», αναφέρει το Control
– «Κάντε κράτει αμέσως τα βοηθητικά μηχανήματα, μόνο τα κυκλώματα ασφάλειας πλου, να είναι σε λειτουργία», διατάζει ο Κυβερνήτης !!
….. υπόκωφη ησυχία ξαφνικά, ερυθρό μισοσκόταδο από τις λάμπες ασφαλείας, μπόχα απ’ την έλλειψη εξαερισμού ….. ιδρώτας και ανατριχίλα παντού. Οσμές φόβου και οργής, ανασφάλειας και προσμονής, απελπισίας και μια ανατριχιαστική σιωπή, αναδύεται παντού.
– «εδώ ΕΛΛΑΣ, είμαστε σε κατάσταση ανάγκης, έχουμε βλάβες στις μηχανές και διαρροή στο σκάφος», αναφέρει ο Κυβερνήτης στο δίκτυο ασυρμάτου
– «στρέψατε δεξιότερα πορεία 145ο, αυξήσατε ταχύτητα και απορρίψατε έρμα, σαβούρα και μη αναγκαία υλικά – ξαλαφρώστε το σκάφος σας άμεσα», ακούγεται επιτακτικά στο μεγάφωνο του ασυρμάτου, η φωνή του ξένου διοικητή.
– «πρόσω ολοταχώς τα χειριστήρια των μηχανών, αντιμετωπίστε τις διαρροές και απορρίψτε άμεσα, οτιδήποτε δεν μας χρειάζεται για να πλέουμε», διατάζει συγκαταβατικά ο Κυβερνήτης.
– «μα ήδη έχουμε πετάξει τα πάντα, έχουμε αδειάσαμε ακόμα και νερό από τις δεξαμενές, υλικά τρόφιμα και συσκευασίες – τώρα μόνο ανθρώπους μπορούμε να πετάξουμε στη θάλασσα …. δώστε τις διαταγές σας κύριε Κυβερνήτα», αναφέρει ο Ύπαρχος στον Καπετάνιο, που πλέον κοιτά βουβός και αμήχανος, προς τη μανιασμένη σκοτεινή θάλασσα, βυθισμένος στη μοναξιά του.
– «…………..» !?!?
Την ίδια ώρα, που το πλήρωμα του καταστρώματος και οι μηχανικοί μάχονται να κρατήσουν ζωντανό το σκάφος, ο Υποπλοίαρχος με τους πυροβολητές, τους τορπιλητές και τους λοιπούς του υποβρύχιου πολέμου, συσκέπτονται μανιωδώς στο καρρέ, μέσα σε ντουμάνι καπνό τσιγάρων και έντονες τεχνο-ναυτικές ατέρμονες αντιπαραθέσεις:
– «δε ξέρουνε τι τους γίνεται, αυτοί εκεί πάνω στη Γέφυρα – πάνε ανατολικά, ενώ εγώ είδα ένα γλάρο στα νοτιοδυτικά, που σημαίνει ότι από εκεί είναι η στεριά», φωνάζει έξαλλος ο τορπιλητής
– «δε γίνεται να συνεχίσουμε έτσι, ο καπετάνιος να κλείσει αμέσως τον ασύρματο και να πάμε όπου θέλουμε μόνοι μας ….., αυτοί εκεί στο Τροϊκανό Γενικό Επιτελείο, δεν τους ενδιαφέρει αν ζήσουμε ή αν θα πνιγούμε», προτείνει ο Οπλονόμος
– «ρε παιδιά, ας πάμε λίγο πρίμα, να πάψει επιτέλους να κουνάει το ρημάδι και να σταματήσουμε να ξερνάμε», ψελλίζει μισοζαλισμένος ο Ταμίας
– «τι πρίμα ρε, ποτέ πρίμα, μόνο κόντρα πρέπει να πάμε – κόντρα στο καιρό, κόντρα στις εντολές του Τροϊκανοεπιτελείου, κόντρα στον καπετάνιο, κόντρα και στο Θεό αν χρειαστεί – εμείς είμαστε αγωνιστές και δε μασάμε πρίμα ρεεέ», ωρύεται ο Πυράρχης τραβώντας μια βαθιά τζούρα στο τσιγάρο του, υπό το βλέμμα επιδοκιμασίας του Υποπλοίαρχου, δίπλα του.
Την έντονη συζήτηση «σωτηρίας», διακόπτει ο καμαρότος, που αναγγέλλει στον Υποπλοίαρχο ότι, η (συνδικαλο)«επιτροπή» του πληρώματος, ζητά ακρόαση. «Να περάσουν – να περάσουν» φωνάζουν όλοι μαζί όρθιοι οι τσιγαρο-καπνισμένοι του καρρέ !!
– «κύριε Υποπλοίαρχε, είμαστε καταταλαιπωρημένοι από τη δουλειά, βρώμικοι διότι δεν έχουμε νερό, το συσσίτιο πλέον δε τρώγεται, φρούτο ή γλυκό έχουμε μέρες να φάμε …. και τώρα χάσαμε και την κεραία της δορυφορικής – δεν αντέχουμε άλλο και από πάνω ακούμε ότι ο Ύπαρχος, σχεδιάζει να αυξήσει και τις βάρδιες εργασίας – δεν θα το επιτρέψουμε», καταθέτουν με στόμφο και σε παράταξη οι τρεις «πατέρες» του πληρώματος !!
– «καλά ρε παιδιά, αυτά τάπατε στον Κυβερνήτη», ρωτά έκπληκτος ο Υποπλοίαρχος !?
– «πήγαμε στη Γέφυρα, αλλά ο Ύπαρχος μας έδιωξε με τις κλωτσιές», διαμαρτυρήθηκε ο μεγαλο-πατέρας της επιτροπής !
– «απαράδεκτο, δε λειτουργεί τίποτα σ’ αυτό το πλοίο, καταλύθηκαν όλα τα δικαιώματα του πληρώματος, πρέπει να πας Υποπλοίαρχε στη Γέφυρα, να τους τα πεις και να απαιτήσεις τα δίκια του πληρώματος …. φωνάζουν όλοι μαζί οι συνδαιτυμόνες του καρέ !! , αλλά ο Υποπλοίαρχος συνεχίζει να καπνίζει το τσιγάρο του και να το σκέπτεται, κουνώντας συγκαταβατικά το κεφάλι του !! Πολλές ένιες, ξαφνικά μαζευτήκανε πάνω του !!
Ανίκανοι στη Γέφυρα, ανόητοι στα καρρέ ….. και το πλοίο «ΕΛΛΑΣ», συνεχίζει να πλέει στο άγνωστο, με βάρκα την ελπίδα !!

ΝΑΥΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΟΥ ΚΑΠΤΑ ΣΤΑΥΡΟΥ ΔΑΓΛΑ μέρος α'

ΧΕΙΜΩΝΙΑΤΙΚΗ ΠΕΡΑΤΖΑΔΑ* ΤΟΥ Β. ΕΙΡΗΝΙΚΟΥ
Την ιστοριούλα που ακολουθεί, την άκουσα το 1960 στο πρώτο μου καράβι, το φορτηγό S.S. SEA ISLE της εταιρείας Νεγρεπόντη – Σταθάτου, από τον καπετάνιο μας τον Μήτσο τον Μανωλάτο από το Βαθύ της Ιθάκης, καθώς επίσης και από τον λοστρόμο* μας τον Ντίνο τον Γλυκύ (Τιμολέων) από τον Κάλαμο Λευκάδας και έναν ναύτη μας ακόμη. Συνέβη, ενώ συνυπηρετούσαν και οι τρείς, από τις ίδιες θέσεις, στο SS NORA, της ίδιας εταιρείας. Κάποια δικά μου σχόλια, δεν αλλάζουν σε τίποτε τα γεγονότα ή την ατμόσφαιρα του καραβιού στο οποίο αναφέρονται. Χειμώνα του 1952 (περίπου), το αμεροκάνικο λίμπερτι* SS NORA, με καπετάνιο τον καπτά Μήτσο, αναχώρησε χειμωνιάτικα, από λιμάνι της ανατολικής Αμερικής, φορτωμένο κάρβουνο για Ιαπωνία. Ενδιάμεσα προσέγγισαν στο Λος Άντζελες, να συμπλήρωσαν καύσιμα, τρόφιμα και ότι άλλα εφόδια χρειάζονταν. Οι ποσότητες που είχαν εντολή να πάρουν, θα τους έφταναν κάτω από συνηθισμένες συνθήκες, να επιστρέψουν στην Αμερική με ασφάλεια. Το έκανε η εταιρεία αυτό, επειδή τα είδη που αναφέραμε, ήταν δυσεύρετα και ακριβά στην τότε Ιαπωνία, που γιάτρευε ακόμη πληγές από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο (ΒΠΠ).

Μετά τους εφοδιασμούς, αναχώρησαν για «λιμάνι της Ιαπωνίας, νοτίως της Γιοκοχάμα», όπως έλεγε το ναυλοσύμφωνο, ακολουθώντας πλεύση λοξοδρομική* (αυτό για τους ανθρώπους του επαγγέλματος που ίσως αναρωτηθούν), έχοντας το καράβι τους καλοφροντισμένο και πανέτοιμο για κακοκαιρία. Μερίμνησε για τούτο ο σχολαστικός του Υποπλοίαρχος (ήταν Γερμανός* που η λήξη του ΒΠΠ τον είχε βρει να υπηρετεί ως Ύπαρχος* σε Γερμανικό υποβρύχιο), κι ο πολύπειρος λοστρόμος του, ο μπάρμπα Ντίνος , όπως και το ικανότατο πλήρωμά του.
Δε πρόλαβαν που λέει ο λόγος να βγουν απ’ το λιμάνι, που ουρανός και θάλασσα άρχισαν να δείχνουν διαθέσεις άσχημες. Το βαρόμετρο πήρε τον κατήφορο, το καράβι να σκαμπανεβάζει* όλο και πιο ζωηρά σ’ ένα ψηλό και κοφτό αποθάλασσο* απ’ τα βορειοδυτικά, τα σύννεφα να τρέχουν βιαστικά παίζοντας παιγνίδι – σε κρύβω δε σε κρύβω – με τον ήλιο και κάποια απλά φυσήματα του ανέμου αρχικά, να γίνονται σπηλιάδες* βίαιες σε λιγάκι και θύελλα απερίγραπτης έντασης αργότερα. Το σφύριγμα του αέρα στα κατάρτια και τα ξάρτια* τους, στα ποδάρια* των μπιγών*, στα κάγκελα και όλες τις υπερκατασκευές του καραβιού, έγινε τόσο δυνατό και άγριο, τόσο βάρβαρο, με τόσο θρηνητικές κι απόκοσμες εναλλαγές, που σ’ έκανε ν’ αναρωτιέσαι, ιδίως τις ατέλειωτες και κατασκότεινες νύχτες που ακολούθησαν, μήπως και παρακολουθείς συναυλία κάποιου κόσμου άγνωστου κι αποκρουστικού, μήπως φτάνουν στ’ αυτιά σου ήχοι φευγάτοι απ’ την κόλαση.
Και η θάλασσα, πάντα υπάκουη στον άνεμο, άρχισε να φκιάνει κυματάκια μ’ άσπρες κορφούλες αρχικά, κύματα μεγάλα κι αφρισμένα έπειτα, κύματα ολόρθα και θεόρατα, με διαθέσεις Χάρου υστερότερα.
Αναπόφευκτα, το καράβι με την ίδια σειρά, άρχισε να λικνίζεται σ’ αυτά ήπια κατ’ αρχήν και άγρια κατόπιν να χορεύει, ταλαντευόμενο και τριζοβολώντας σύγκορμο, στην μουσική και τον ρυθμό, ενός χορού ζωής – θανάτου, που Αίολος και Ποσειδώνας μαζί, το είχαν καταναγκάσει να χορέψει.
Φιγούρες του, οι άγριες, σχεδόν κάθετες βουτιές που το υποχρέωναν ασταμάτητα να δίνει, απ’ των κυμάτων τις κορφές, στα ριζά άλλων θεόρατων που ακολουθούσαν και ίδια θεριά ανήμερα το καβαλίκευαν στιγμές αργότερα, προσπαθώντας να ξεθεμελιώσουν και να συμπαρασύρουν στον ωκεανό, οτιδήποτε εξείχε πάνω απ’ το κατάστρωμα. Πρώτος στόχος τους, τ’ αμπάρια με τις μπουκαπόρτες και τους μουσαμάδες τους, αχίλλειος πτέρνα κάθε φορτηγού και μόνιμη έγνοια κάθε έμπειρου ναυτικού. Παρηγοριά τους στην περίπτωσή μας, η σωστή δουλειά που έκαναν πριν φύγουν απ’ το λιμάνι, ο τρόπος που τα σιγούρεψαν και η ελπίδα, πάντα η ελπίδα και ποτέ η σιγουριά, ότι θ’ αντέξουν. Στόχος τους δεύτερος το ίδιο το καράβι, που το έκαναν να τραντάζεται συθέμελα και να βεργολυγάει πάνω – κάτω, μετά από κάθε βουτιά, σα χέρι Ινδής χορεύτριας.
Ο καπετάνιος, «κατασκηνωμένος» απ’ την αρχή της κακοκαιρίας στη γέφυρα, άυπνος, «ακούραστος» κι αγόγγυστος, δέχονταν εκεί την κάθε πληροφορία για το καράβι ή τον καιρό, όπου ψύχραιμα μα και συνετά την αξιολογούσε. Κατόπιν χωρίς μεμψιμοιρίες, μα ούτε ζόρια και παλικαριές, αποφάσιζε για τις επόμενες ενέργειες. Δεν έτρεφε όμως αυταπάτες, ήξερε ότι τα πράγματα ήταν πολύ δύσκολα, μα και εναλλακτικές λύσεις δεν είχε. Έπρεπε ν’ αρμενίσει τον καιρό, με το καράβι που είχε, την NORA του. Και τον αρμένιζε. Στόχος του, η σωτηρία της και μαζί η δική τους. Ότι άλλο, έρχονταν δεύτερο. Διπλή φροντίδα του, η καρδιά του καραβιού, η μηχανή του. Αυξομείωνε τις στροφές της με τις περιστάσεις ανάλογα και ποτέ δε της ζήτησε περισσότερα, απ’ αυτά που θα ημπορούσε με σιγουριά να δώσει. Τον καιρό τον κρατούσε στη δεξιά μάσκα* του καραβιού. Λένε, πως τούτο στην κακοκαιριά, στα βόρεια πλάτη, ωφελεί κάπου…. Στη χάση και στη γέμιση που λένε, το κατάφερναν, γιατί το καράβι κακοκυβέρναγε, ή καλλίτερα δεν κυβέρναγε και μόνον όποτε το κύμα μαλάκωνε, ατυχώς μόνον για ν’ ανακτήσει δυνάμεις, υπάκουε στο τιμόνι του. Συνεπώς δεν προχωρούσε προς τα εμπρός, απλώς προς τα κάπου ξέπεφτε. Τώρα προς τα πού και πόσο, ήταν αδύνατο να πουν, διότι μία χαμηλή μέχρι ασφυξίας νέφωση, που ώρες ώρες ακουμπούσε στα κατάρτια, είχε κρύψει για τα καλά ήλιο κι αστέρια πίσω της, αποκλείοντας την όποια αστρονομική παρατήρηση, ώστε να βρουν που είναι. Ευτυχώς, η απεραντοσύνη του ωκεανού, τους έδινε την πολυτέλεια να μην ανησυχούνε και γι’ αυτό. Χιλιάδες μίλια γύρω τους, δε παραμόνευαν πουθενά ξέρες.
Κάτω από τέτοιες συνθήκες, το καράβι αποκτά φωνή, φωνή αποκαμωμένου γονιού, που μέσα σ’ αμέτρητα τριζοβολητά, ταλαντώσεις και κοπώσεις ανυπολόγιστης δύναμης, που τείνουν να στρεβλώσουν και να σχίσουν το κορμί του, δηλώνει πονεμένα, με την δική του γλώσσα, στα παιδιά του, το πλήρωμα. Παιδιά μου πρέπει να σας το εξομολογηθώ, οι αντοχές μου φθάνουν στο τέλος τους. Μην παραξενευθείτε, όταν σε λίγο ακούσετε τα δυναμάρια μου να σπάζουν σα γυαλί, όταν δείτε τις λαμαρίνες μου να σχίζονται σα χασέδες… Γι’ αυτό, ότι περισσότερο περνάει απ’ το χέρι σας, κάντετο ν’ ανακουφιστώ, μη φύγω και σας πάρω μαζί μου στο δρόμο τον αγύριστο.
Ο καπετάνιος πρώτος, μα κι όλο το πλήρωμα, ανάλογα της πείρας του ο καθένας φυσικά, έπαιρναν τα μηνύματα του καραβιού ανήσυχοι, γιατί καλά ήξεραν, πως τα όσα ήταν δυνατόν να κάνουν, τα είχαν ήδη καλά καμωμένα. Αυθόρμητα λοιπόν έφθανε στο στόμα τους, το αιώνια στερεότυπο ερώτημα, που φτάνει άλλωστε και στο στόμα του απανταχού ναυτικού σε παρόμοιες περιστάσεις: και τώρα τι περισσότερο κάνομε;
Αντί γι’ απάντηση τότε ο ναυτικός, (όμοια και ο δικός μας εν προκειμένω), συγκεντρώνεται στον εαυτό του και με πόνο ψυχής συνειδητοποιεί στο έπακρο, πόσο μικρός είναι μπροστά στη φύση και πόσο αδύνατος για να σταθεί εμπόδιο στις όποιες ορέξεις της. Μη δυνάμενος να κάνει κάτι άλλο, πρώτα ζητάει βοήθεια από δυνάμεις ανώτερες. Αίτημά του, παράκλησή του θερμή, ν΄ αντέξει το καράβι, ύστερα, να βελτιωθεί ο καιρός. Κατόπιν, περιμένει όσο πιο καρτερικά ημπορεί… Θυμάται όμως κι ότι είναι ναυτικός, συνεπώς το κλασικό «και χείρα κίνει» και το κινεί, αλλά…. Είναι απελπιστικό όταν το όλο είναι του συμπεραίνει, πως αυτό που ημπορεί να κάνει, είναι από ελάχιστο, έως και τίποτα.
Όταν όμως, η τόσο ποθητή βελτίωση του καιρού, για να ημερέψει η θάλασσα δεν έρχεται, εναποθέτει τις ελπίδες του στις ικανότητες του ναυπηγού, πού ‘φκιασε το καράβι τους. Κρυφή του προσμονή, αλλά κι ευχή, να τό ‘χτισε γερό όσο χρειάζεται, ώστε να τα βγάζει πέρα, με καταστάσεις δύσκολες, όπως αυτή που τώρα αντιμετώπιζαν.
Το ίδιο λέν’ πως κάνουν κι ο αεροπόροι, όταν το αερόπλανό τους μπεί σε καταιγιδοφόρο νέφος και το πέταγμά του μεταβληθεί, από ομαλό και ήρεμο, σε τρελοπέταγμα μπεκάτσας. Υπάρχει όμως μια μεγάλη διαφορά ανάμεσα στους δυό τους. Το μαρτύριο αυτού όπου πετά, κρατάει μόνον κάποια λεπτά, ατελείωτα για την αλήθεια, ενώ το μαρτύριο του ναυτικού, κρατάει μέρες, αν όχι και εβδομάδες ακόμη. ‘Αθελα τότε, ο ναυτικός, φέρνει τον εαυτό του, στη θέση κάποιου μελλοθάνατου εμπρός στο εκτελεστικό απόσπασμα, όπου ο επικεφαλής έχει διατάξει τους στρατιώτες του να τον σκοπεύσουν και καθυστερεί το παράγγελμα πυρ επίτηδες, για να παρατείνει το μαρτύριό του. Με πόνο ψυχής μέσα του συμπληρώνει: Όποιε Θεέ μου, μην το κάνεις…. αλλά αν είναι να το κάνεις…, κάν’το το γρηγορότερο κι απάλλαξέ μας απ’ το μαρτύριο της αναμονής. Με ακόμη μεγαλύτερο όμως πόνο διαπιστώνει, ότι τ΄ αυτιά της Δύναμης όπου παρακαλεί, είναι κουφά… Έπειτα κάπως ντροπιασμένα συλλογίζεται: οι λέξεις «εύχομαι» και «παρακαλώ» πόσο συχνά φθάνουν στο στόμα σου τούτες τις ώρες!
Και κατόπιν σκέψεις, σκέψεις. Τι έκαμα, τι δεν έκαμα, γιατί το έκαμα, αγάπες, όνειρα, σχέδια ζωής, αυτοκριτική, επιτυχία, αποτυχία, παραδοχή για πρώτη φορά ότι κάποτε αδίκησε, μεταμέλειες, συγχώρεση, επανασχεδιασμοί, όλα φευγαλέα, μα πάντα όλα μαζί εκεί μπροστά κι ανακατεμένα.
Κι εκείνο το ρυθμικό, αλλά δυνατό μέχρι εκθεμελίωσης κούνημα μπρος – πίσω του πύργου της γέφυρας, ύστερ’ από κάθε άγριο κοντραστάρισμα του καραβιού με το κύμα, τι ήθελε και του θύμιζε πάλι και πάλι τρελόπαιδο πάνω σε κουνιστή πολυθρόνα γιαγιάς μπροστά σε τζάκι, τι ήθελε και του ξαναγύριζε τον νου στη σπιτική θαλπωρή; Γι’ αυτόν το σπίτι έπεφτε πολύ μακριά. Έπειτα και πάλι το ερώτημα, θα το δω, δε θα το ξαναδώ, γιατί έφτανε τόσο βασανιστικά στη σκέψη του, χωρίς να έχει την ελάχιστη δύναμη να τ’ αποδιώξει; Γιατί του πλάκωνε τόσο την ψυχή;
Αγωνιώδες ερώτημά του: Αν φύγω, ποιοί θα με σκέπτονται εκτός απ’ τους γονείς μου, σε ποιους θα λείψω; Η αγαπημένη μου…. Και οι παντρεμένοι: η γυναίκα μου, τα παιδιά, πως θα πορευθούν; Ερωτήματα πικρά και βασανιστικά, χωρίς να λείπει στο βάθος και η ελπίδα που δειλά προβάλει με την μορφή των επανασχεδιασμών που θα κάνει, αν γλυτώσουν.
Φευγαλέα τον κάνει να χαμογελά, εκείνο το αστείο που κατά στιγμές του έρχεται στον νου και αναφέρεται στην «ασθενή» μνήμη γυναίκας και ναυτικού, της μεν πρώτης όσον αφορά τους πόνους της γέννας, του δε δεύτερου τις φουρτούνες. Επίσης, η ανάμνηση του χαμόγελου κάποιας ωραίας ύπαρξης, καθώς και κάτι αταξιούλες σε κάτι μπαράκια, της Ακεμπονότσο στην Γιοκοχάμα, του Σαν Πάολι στο Αμβούργο, της Τζένεραλ Καμάρα στο Σάντος… και ξαναγυρίζει χωρίς να το θέλει, στην καταραμένη σκέψη, της αγκαλιάς του παγωμένου ωκεανού…
Τραγική συνέχεια του όλου άσχημου σκηνικού, τα SOS* που έπιανε κάθε τόσο ο μαρκόνης στον ασύρματο. Καράβια που ένα γύρω βούλιαζαν και το πλήρωμά τους, ζητούσε από τ’ αδέλφια του, τους παραπλέοντες ναυτικούς, να σώσουν τις ψυχές τους. Να τους σώσουν! Πρόσκληση και πρόκληση, να γίνουν σωτήρες. Ψυχής αγαλλίαση, τίτλος τιμής ισόβιος του ναυτικού, όπου μπορεί και το κάνει. Αλλά τώρα με τέτοιον καιρό, τι δυνατότητες είχαν, πως; Κι αυτοί που τό ‘στελναν κι αυτοί που το λάβαιναν γνώριζαν ότι δεν υπήρχε καμία. Πικρό και άχαρο καθήκον του καπετάνιου που λαβαίνει το SOS κάτω από τέτοιες συνθήκες, να το καταχωρήσει ως συμβάν στο ημερολόγιο της γέφυρας, ουσιαστικά να συμπληρώσει την ληξιαρχική πράξη θανάτου τους. Ακόμη πιο πικρό όμως, γι’ αυτόν που πίνει το ποτήρι, που ξέρει ότι φεύγει σε λίγο.
Οι μηχανικοί «απάνου κι απάνου» προσπαθούσαν να κρατήσουν την καρδιά του καραβιού, την ίδια την μηχανή δηλαδή ζωντανή, πράγμα δύσκολο τις ώρες τούτες, γιατί σε κάθε βουτιά του καραβιού, απ’ των κυμάτων τις κορφές, στο βάραθρο που ανοίγονταν μπροστά του, η προπέλα κυριολεκτικά ξενέριζε* μέσα σε φοβερό πάταγο κι άφηνε την μηχανή ξεφόρτωτη, με τάση φυσικά, το όλο έργο της να γίνει στροφές αμέτρητες, μ’ άλλα λόγια να γυρίζει σαν τρελή. Αν τότε κάποιος αυτοματισμός ή σβέλτο χέρι, δε χαλιναγωγούσε τον ατμό, η μηχανή μαζί με τα καζάνια της, θα τους άφηναν χρόνους. Και φυσικά οι δυσκολίες τους δεν τελείωναν εδώ…
Οι κινήσεις του πληρώματος, περιορίζονταν αποκλειστικά και μόνον μέσα στο διπλοαμπαρωμένο ακομοντέσιο*. Ούτε σκέψη να βγει κανείς έξω απ’ αυτό, γιατί κάτι τέτοιο θα ισοδυναμούσε με βέβαιη αρπαγή του από την θάλασσα και τον σίγουρο πνιγμό του. Μοιρασμένο σε διπλοβάρδειες*, φρόντιζε μέσα σ’ αυτόν τον χαμό, όχι μόνον να προλαβαίνει την κάθε ζημιά, αλλά και να έχει έτοιμο οτιδήποτε ήθελε χρειασθεί, πριν χρειασθεί. Μοναδικό φαιδρό στην όλη υπόθεση, η απορίες των νεαρών του πληρώματος (διάβαζε άπειρων): πως κάτι που μόλις λίγο πριν είχαν μποτσάρει*, βρέθηκε πάλι να κατρακυλά αδέσποτο, από πού πέρασε το νερό και πλημμύρισε εκείνος ο χώρος, από πού ξέφυγε αυτό το πιατικό κι έσπασε, από πού ξεφύτρωσε εκείνη η κατσαρόλα στην κουζίνα και τους πήρε τ’ αυτιά, πως ξεγαντζώθηκε πάλι εκείνη η πόρτα και κοπανάει…
Οι ντεημάνηδες* και όσοι σκατζάριζαν* βάρδια, στα δωμάτιά τους δεν έμεναν. Την έβγαζαν στις τραπεζαρίες και στο καπνιστήριο, όλες τις ημέρες που κρατούσε η κακοκαιριά, παίρνοντας δύναμη ο ένας απ’ την παρουσία του άλλου. Κάθονταν σε καρέκλες ή πάγκους σιγουραρισμένους στο δάπεδο, στυλωμένοι σ’ αυτούς με χέρια και με πόδια, από φόβο μήπως ξεφύγουν σε καμιά μποτζαρισιά* και φάνε πουθενά τα μούτρα τους. Στιγμές και μόνον λόγω εξάντλησης ψευτόκλειναν που και που τα μάτια τους.
Με την αίσθηση του κινδύνου ολοφάνερη στο πρόσωπο, σιγόπιναν κανέναν καφέ, σε κούπες βαθιές πάντα, κάπνιζαν, ή και μασούλαγαν καμιά φορά κάτι πρόχειρο να στυλωθούν, γιατί για μαγειρεμένο φαγητό, δε γίνονταν καν λόγος. Οι κουβέντες τους μετρημένες, κοφτές, αβέβαιες. Συχνά όμως δεν αποδίδανε όσα θα ‘θελαν να πουν και τότε τα μάτια έπαιρναν τον λόγο. Στις ματιές ο ένας του άλλου, διάβαζε σκέψεις, έννοιες, συμπεράσματα, ευχές, αγωνίες, αξιολόγηση κινδύνου, παρακάλια…, κάποιες φορές σε βαριές κλίσεις ή άκρως επικίνδυνες κάμψεις του καραβιού και το αντίκρισμα του τέλους.
Θέαμα απ’ τη γέφυρα άγριο κι επιβλητικό, αλλά συγχρόνως ελπιδοφόρο, η ανάδυση της πλώρης του απ’ το κύμα, ύστερ’ από κάθε βουτιά. Αρχικά, πολεμάει ν’ αναστηθεί, αργοσαλεύοντας σαν κεφαλή φιδιού που τό ‘χουν πατημένο στη ράχη. Μα σαν κεφαλιώσει, σου δίνει την αίσθηση ότι δίνει άλμα προς τον ανήφορο, αποτινάσσοντας πρώτη αυτή μέσα σ’ αφρούς αμέτρητους, βουητά καταρράχτη και σφυριχτά ανεμόβροχα*, τους όγκους νερού από πάνω της και στη συνέχεια όλο το πλωριό κατάστρωμα. Αυτό κάπου σου θυμίζει άλογο υπερήφανο μ’ ολόρθο το κεφάλι, που ταρακουνάει πέρα δώθε χαίτη και λαιμό, για να στεγνώσει.
Τότε, καπετάνιος κι αξιωματικοί, ανεπηρέαστοι απ’ ομορφιές και θεάματα, ρίχνουν με τα κιάλια βιαστικές ματιές, σ’ όσο απ’ το σκάφος ξεπρόβαλε απ’ το νερό. Στιγμιαία χαρά τους η διαπίστωση, πως ούτε κι αυτή τη φορά έπαθαν ζημιά. Το ίδιο επαναλάμβαναν και την νύχτα με το φως του άλντι*, άσχετα αν οι συνθήκες ελάττωναν την φωτοβολία του, σε δέσμη ενός κοινού φακού και στην ουσία δεν έβλεπαν τίποτα. Τό ‘καναν όμως, επειδή νόμιζαν πως ακόμη κι έτσι, κάτι έκαναν.
Δείτε την συνέχεια στη ιστοσελίδα Souel

ΝΑΥΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΟΥ ΚΑΠΤΑ ΣΤΑΥΡΟΥ ΔΑΓΛΑ συνέχεια......

Σ’ αυτό τον ρυθμό ζωής, μ’ αυτόν τον καιρό, συμπληρώθηκαν εβδομάδες. Ολόκληρο το πλήρωμα, ανεξαρτήτως βαθμού και ειδικότητος, ομολογημένα ή ανομολόγητα, είχε φθάσει πνευματικά σ’ απόγνωση και σωματικά σε κατάρρευση. Μόνον κάποιες δυνάμεις απόκρυφες τους κρατούσαν όρθιους και στις θέσεις τους. Απορία ανεξήγητη, που φώλιαζαν; Φαντάζομαι, στο ίδιο σημείο με τον πόθο για ζωή.
Πληροφορίες για τον καιρό, ευκαιριακά και μόνον έφταναν μέχρι τις τραπεζαρίες και το καπνιστήριο, κι αυτές απ΄ τους βαρδιάνους* της γέφυρας, κυρίως μετά τη σκάτζα* βάρδια. Δυστυχώς, ίδιοι άγγελοι κακού, τους επαναλάμβαναν πάλι και πάλι, πως σύμφωνα με τα ρεπόρτα* του καιρού και όσα κουβεντιάζονταν στη γέφυρα, δεν αναμένονταν βελτίωση.

Κάποιων τ’ αυτιά, από ένα σημείο κι έπειτα, βαρέθηκαν να τους ακούν να λέν’ τα ίδια και τα ίδια. Οι προληπτικοί μάλιστα, κάνα δυό απ’ αυτούς, τους βάφτισαν γρουσούζηδες και οι πιο περίεργοι, φρόντισαν να βρίσκονται εις το εξής κάθε τόσο στη γέφυρα, με την δικαιολογία ότι πήγαιναν στον καπετάνιο και τους άλλους αξιωματικούς, ίσως και στον μαρκόνη*, κάποιο τσάι ή καφέ για να ζεσταθούν. Με λίγη τύχη, θ’ άκουαν από πρώτο χέρι κάτι περισσότερο για τον καιρό.
Κι αλήθεια, άκουσαν, που κάλιο να μην άκουαν. Αυτή τη φορά όμως όχι απ’ τον μαρκόνη και τους βαρδιάνους της γέφυρας, αλλά από τον μπάρμπα Ντίνο τον Γλυκή, τον λοστρόμο. Σε κουβέντα με τον καπετάνιο για τον καιρό πάνω στη γέφυρα, αφού ρωτήθηκε, τον άκουσαν ν’ απαντάει στεγνά και ολιγόλογα :
Φοβάμαι καπετάνιε, πως ακόμη δεν είδαμε τα χειρότερα.
Δεν είδαμε τα χειρότερα ακόμη Ντίνοοο; του απάντησε απρόσμενα μα κι ανήσυχα ο καπετάνιος.
Λυπάμαι που το λέω καπτά Μήτσο, αλλά όχι, γνώμη μου είναι, ότι δεν τα είδαμε.
Μα Ντίνο, το κύμα κοντεύει να περάσει σε ύψος τ’ άλμπουρα. Κι άλλο θα μεγαλώσει;
Δυστυχώς, κατά την όρεξη που δείχνει ότι έχει ο καιρός, θα τα ξεπεράσει σε ύψος και πολύ.
Σου έχει ξαναλάχει τέτοιο πράγμα Ντίνο; τον ερώτησε με ένδειξη ανησυχίας μα … κι ελπίδας συγχρόνως στη ματιά.
Μου έχει ξαναλάχει καπετάνιε.

Κούφια η ώρα όπου τό ‘λεγε. Ο λόγος του έγινε μοίρα* και η φύση, για τύχη τους κακιά, βάλθηκε να επιδείξει όλο το μεγαλείο της, στην άσχημή του τη μορφή. Λύσσαξε. Ο αέρας με στριγγλίσματα που έσπερναν πανικό ακόμα και σε ψύχραιμους ανθρώπους, γιουχάιζε ασταμάτητα τα κύματα για να θεριεύουν κι ακόμη πιο πολύ να θεριεύουν…
Αυτά, με ζηλευτή υπακοή, εφούσκωναν κι εγίνονταν υψηλότερα κι ακόμη πιο άγρια κι ακόμα υψηλότερα, μέχρι που το μπόι τους, ξεπέρασε τα κατάρτια του NORA κατά μέτρα πολλά. Ίδια μινιατούρα το καράβι μπροστά τους, τά ‘δινε όλα για να κρατηθεί στον αφρό.
Κάποιες φορές εξείχαν πάνω απ’ το νερό, μόνον τα κατάρτια του σαν περισκόπια υποβρυχίου και τ’ άνω καταστρώματα του πύργου της γέφυρας μαζί με την καμινάδα.
Παρ’ όλ’ αυτά, σε πείσμα τους, παρέμενε εκεί, ζωντανό στον αφρό, προστάτης και σωτήρας του πληρώματος, των παιδιών του.

Κατά τη λαϊκή όμως ρήση, από κάθε κακό, υπάρχει πάντα κάτι χειρότερο. Για κακιά τους τύχη, τους έμελλε να το γνωρίσουν και αυτό.
Εκείνο το κύμα το πικρό, το ένα κύμα, αυτό των θρύλων για θαλασσινούς, παρουσιάστηκε στην πλώρη τους. Το NORA, όσο κι αν ανδρειώθηκε, όσο κι αν σήκωσε τ’ ανάστημά για να το καβαλικέψει, παράμενε νάνος ταπεινός στις ρίζες του. Ανίκανο να κάνει κάτι διαφορετικό, υποτάχτηκε το φτωχό στη μοίρα του και άρχισε να μπαίνει στο κύμα, όπως θα έμπαινε ένα υποβρύχιο.

Τότε, ο κατά πάσα πιθανότητα δοκιμασμένος σε δύσκολες καταστάσεις Γερμανός Υποπλοίαρχος που βρίσκονταν στην γέφυρα, περιδεής μπροστά σ’ αυτήν την πέρα από κάθε φαντασία ανορθόδοξη κατάδυση, του λίμπερτι όμως τή τη φορά κι όχι του υποβρυχίου που υπηρέτησε, έχασε την αυτοκυριαρχία του και παραμερίζοντας κάθε κοινή ναυτική πρακτική ή λογική, έκαμε μία απολύτως εσφαλμένη από κάθε ναυτική άποψη κίνηση, μια κίνηση απόλυτου δέους και πανικού: Εγύρισε τον τηλέγραφο γέφυρας – μηχανής στο φούλ ανάποδα, για να βγει, άκουσον άκουσον, το καράβι απ’ το κύμα με όπισθεν, κάτω απ’ αυτές τις συνθήκες!
Ο κουδουνιστός ήχος του τηλέγραφου, εκείνη ακριβώς τη στιγμή, ακούστηκε μέσ’ τη γέφυρα, σαν προανάκρουσμα μεγάλου κακού, γιατί πίστεψαν ότι τους ειδοποιούσε η μηχανή, πως έπαθε ζημιά και κάνει «κρατει*». Στιγμές μεγάλες, στιγμές απερίγραπτες αυτές. Και μέσα σ’ αυτόν τον χαμό, η αμυδρή αχτίδα της ελπίδας. Το μάτι του καπετάνιου είδε στον τηλέγραφο την κίνηση απελπισίας του Υποπλοιάρχου.
Με μια βουτιά, άδραξε το χειριστήριο και τον επανέφερε στην προηγούμενη θέση του, πριν καν οι μηχανικοί αντιδράσουν, χωρίς κουβέντες ή σχόλια. Είχαν καιρό για τέτοια αργότερα, αν ζούσαν…

Το κύμα όμως, δε χασομέρησε. Μέσα σε ορυμαγδούς ίδιους καταρράχτη θεόρατου, άρχισε να σκεπάζει βιαστικά το καράβι από κάτω του….
Σύμφωνα με κάθε ναυτική εκτίμηση, η ζωή του καραβιού, θα έπρεπε να είχε τελειώσει εδώ. Ευτυχώς όμως και από παραξενιά της φύσης, κάποιοι από τους νόμους της δε πρέπει να λειτούργησαν και το καράβι έζησε. Πολλά παραμένουν τα γιατί. Να τα μάθομε όμως ας μη περιμένομε. Είχε ακόμη το καντήλι μας λάδι, ήταν η απλοϊκή εξήγηση του μπάρμπα Ντίνου, όταν τον ρώτησα. Μου έμεινε η κουβέντα αυτή, ίσως και ως δίδαγμα.
Μετά απ’ αυτό το συμβάν, ως διά μαγείας, η εμπιστοσύνη του πληρώματος στις αντοχές του καραβιού τους, σωστά ή λανθασμένα, αναβαθμίστηκε και το ενδιαφέρον τους μετατοπίστηκε, ελαφρά για την αλήθεια, στο πότε θα καλυτερέψει ο καιρός.
Θα ‘ρχόντανε κι αυτό, ατυχώς όμως, σε χρόνο που οι απόλυτοι αφεντάδες, ο καιρός εδώ, από μόνοι τους και ανερώτητα ορίζουν. Χρειάζονταν επομένως υπομονή, βαριά λέξη κάποιες φορές, ασήκωτη στην περίπτωσή μας. Μοναδική παρηγοριά τους η νέα πρόβλεψη ή καλλίτερα ο χρησμός που τους έδωσε ο μπάρμπα Ντίνος για τον καιρό: «Ά ωρές, κανένας καιρός δεν είναι περσινός »….

Πράγματι, φετινός ήταν ο καιρός και πέρασε. Τους έμελλε να φθάσουν στη Γιοκοχάμα. Μετά το δέσιμο του καραβιού στις σημαδούρες*, ο Πρώτος Μηχανικός, σημείωνε στο ρεπόρτο αφίξεως προς τον Καπετάνιο: «Υπόλοιπα καυσίμων μηδέν». Ας ήτανε καλά ευχήθηκαν κι δυό με την καρδιά τους, αυτός που είχε σχεδιάσει τον εφοδιασμό τους …στο Λος Άντζελες.
Αφού τελείωσαν με τις αρχές και τον πράκτορα, το καράβι γέμισε από εργάτες, μπομπότηδες*, κράχτες των μπάρ, προπομπούς συνεργείων…., έγινε μελίσσι πολύβουο. Σ’ όποιον διάδρομο, τραπεζαρία ή καπνιστήριο κι αν έμπαινες, έπεφτες πάνω σε Ιαπωνέζους, που κάτι προσπαθούσαν να πουλήσουν: ρούχα, παιγνίδια, σουβενίρ, ραδιόφωνα, είδη ανάγκης καθημερινής, υπηρεσίες, «πλοήγηση»… Απλόχερα μοίραζαν τις κάρτες τους ή χάριζαν σπιρτόκουτα των μπαρ που δούλευαν, συχνά με τις Ελληνικές σημαίες να φιγουράρουν επάνω τους. Πρόθυμοι δήλωναν οι πιο πολλοί να υποδεχθούν όποιους του πληρώματος ήθελαν το βράδυ στην λάτζα*, να τους βοηθήσουν να βρουν γραμματόσημα αν το ταχυδρομείο ήταν κλειστό, ν’ αγοράσουν πράγματα, να… τους συνοδεύσουν στο μπαρ για ένα ποτό, όπου θα τους σερβίριζαν κορίτσια όμορφα, πρόθυμα και καλόβολα, κάποια «φρεσκοφερμένα από χωριό, που μύριζαν ακόμη θυμάρι»…
Οι ναυτικοί, αναζωογονημένοι από την σιγουριά του λιμανιού, βρήκαν και πάλι την αυτοπεποίθησή τους, την αισιοδοξία τους, τη φωνή τους, το αστείο τους, την παραξενιά τους…, τον εαυτό τους και έχοντας αφήσει πίσω τα του ταξιδιού, εδιάβαζαν ή έγραφαν γράμματα, αγόραζαν πραγματάκια για το σπίτι τους, τον εαυτό τους, εμάζευαν πληροφορίες για το πως θα περάσουν στο λιμάνι καλλίτερα…
Κάποιος φωνακλάς που του άρεσαν τ’ αστεία και είχε ξαναβρεί το κέφι του, βάλθηκε να τους εξηγήσει στην ώρα του καφέ, γιατί ο Χριστός στο Ρίο ντε Τζανέιρο, έχει ανοιχτά τα χέρια του:
Μια φορά, τους είπε, κάτι χαρμάνηδες Έλληνες ναυτικοί σαν εσάς, ξεστρατισμένοι και ταλαιπωρημένοι από ατζαμήδες πλοηγούς, φτάσανε στα πόδια του Χριστού, πάνω στον λόφο που τον έχουν στήσει και ρωτήσανε τη χάρη Του:
Χριστούλη μου συμπάθιο, αλλά έχουμε ξεθεοθεί ψάχνοντας για ποδόγυρο. Πες Εσύ που τα ξέρεις όλα και σε μας τα ξενάκια σου, έχει κοπέλες στο Ρίο ή ψάχνομε άδικα;
Ούου, αμέεετρητες ευλογημένα μου, τους απάντησε πρόθυμα ο Χριστός και σήκωσε τα χέρια του ψηλά, για να υπογραμμίσει την πληθώρα κι από τότε δεν τα ξανακατέβασε.

Σημείωση
1. Απ’ όσο θυμάμαι, από τις διηγήσεις των ανθρώπων από τους οποίους άκουσα την ιστορία, κατά την διάρκεια του ταξιδιού που περιγράφομε, εκπέμφθηκαν πολλά σήματα κινδύνου από παραπλέοντα πλοία, πολλά από τα οποία τελικά
χάθηκαν, επίσης σε πολλά τελείωσαν τα καύσιμά εξ αιτίας των καθυστερήσεων
που τους προκάλεσε η παρατεταμένη κακοκαιρία και χρειάσθηκε να
ρυμουλκηθούν από ναυαγοσωστικά μέχρι το λιμάνι.
2. Το NORA έπαθε ζημιές από την κακοκαιρία, επισκευάσιμες όμως. Μάλλον έχασε και τις δύο σωσίβιες βάρκες του. Του τις άρπαξε η θάλασσα.

Γλωσσάρι
Περατζάαδα= πέρασμα από το ένα μέρος στο άλλο, διάπλους.
Λοστρόμος= ναύκληρος, ο επικεφαλής του προσωπικού καταστρώματος.
Λοξοδρομία= (ή πλεύση λοξοδρομική), η πλεύση κατά την οποία η καρίνα του πλοίου
τέμνει τους μεσημβρινούς της γης, με την ίδια γωνία. Συνδέει δύο σημεία,
όχι με τον συντομότερο δρόμο, αλλά και δεν υποχρεώνει το πλοίο να
ταξιδέψει σε μεγάλα πλάτη (όπως η ορθοδρομία), όπου υ π ο τ ί θ ε τ α ι
ότι οι κακοκαιρίες που θα συναντήσει σ’ αυτά (τα μεγάλα πλάτη) είναι
συγκριτικά περισσότερες.
Γερμανός= Μετά τον ΒΠ Πόλεμο, συναντούσες συχνά σε Ελληνικά καράβια Γερμανούς
αξιωματικούς καταστρώματος και μηχανής διότι με την λήξη του πολέμου, η
Γερμανία είχε πολύ μικρό εμπορικό στόλο και οι ναυτικοί της μπαρκάριζαν
όπου εύρισκαν.
Ύπαρχος= αξιωματικός γεφύρας (καταστρώματος), ο πρώτος στην ιεραρχία μετά τον
Πλοίαρχο.
Σκαμπανεβάζω= ανεβοκατεβαίνω.
Αποθάλασσο= ο κυματισμός που απομένει μετά την κατάπαυση του ανέμου. Συχνά
όμως είναι και προάγγελος επερχόμενης κακοκαιρίας.
Σπηλιάδες= ριπές ανέμου βίαιες.
Ξάρτια= σύρματα (κυρίως) που ξεκινούν περίπου από την κορυφή του καταρτιού και
καταλήγουν (συνήθως) στα πλευρά του πλοίου. Συντελούν στην ενίσχυση του
καταρτιού.
Ποδάρια= Σύρματα με τα οποία ανεβοκατεβαίνουν οι μπίγες που εξηγούμε αμέσως πιο
κάτω.
Μπίγες= (φορτωτήρες), μορφή γερανών πλοίου.
Μάσκα= εδώ, το μάγουλο της πλώρης του καραβιού.
S.O.S.= διεθνές σήμα κινδύνου. Από τις αγγλικές λέξεις: Save Our Souls= σώστε τις ψυχές
μας.
Ξενερίζω= βγαίνω έξω απ’ το νερό, στον αέρα, (όταν η προπέλα ξενερίζει, περιστρέφει
σαν ανεμιστήρας χωρίς να παράγει έργο).
Ακομοντέσιο= ο χώρος διαβίωσης του πληρώματος.
Διπλοβάρδια= βάρδια με διπλάσιο από το συνηθισμένο προσωπικό.
Μποτσάρω= δένω κάτι για να το ασφαλίσω, ώστε να μη χαλάσει το ίδιο, ή να μη
προκαλέσει ζημιές αλλού, σε τυχόν μετακίνησή του.
Ντεημάνης= (ή και νταημάνης), ο άνθρωπος που δουλεύει μόνον την ημέρα, συνεπώς
δεν κάνει βάρδια (από το dayman).
Σκαντζάρω= αλλάζω, ή αντικαθιστώ κάποιον σε βάρδια, (συχνά και καλώ κάποιον σε
βάρδια).
Μποτζαρισιά= εγκάρσια κλίση του πλοίου.
Ανεμόβροχο= εδώ, το θαλασσινό νερό που συμπαρασύρει ο άνεμος, μετά το ξέσπασμα
του κύματος πάνω στο πλοίο και το οποίο γαζώνει σαν πολυβόλο τις
υπερκατασκευές του καραβιού.
Άλντις= εύχρηστος προβολέας σημάτων μορς.
Βαρδιάνος= αυτός που κάνει βάρδια.
Ρεπόρτο= εδώ, το δελτίο καιρού που παίρνει ο ασυρματιστής.
Μαρκόνης= ο ασυρματιστής του πλοίου (από τον εφευρέτη του ασυρμάτου Ιταλό
Μαρκόνι).
Μοίρα= εδώ, το πεπρωμένο.
Κράτει= εντολή να σταματήσεις, (κάνω κράτει= σταματώ).
Σημαδούρες= για πολλά χρόνια μετά τον ΒΠΠ, οι διαθέσιμες προβλήτες στα λιμάνια της
Ιαπωνίας ήταν λίγες και χρησιμοποιούνταν κυρίως από πλοία που
μετέφεραν εμπορεύματα (γενικό φορτίο). Τα υπόλοιπα πλοία (τα
περισσότερα) έδεναν εμπρός πίσω, σε καλοτοποθετημένες σημαδούρες
μέσα στο λιμάνι και εκφόρτωναν (κυρίως) εκεί, με τα δικά τους μέσα, σε
μαούνες.
Μπομπότηδες= ονομασία με την οποία αποκαλούν οι Έλληνες ναυτικοί στους
μικροπωλητές που ανεβαίνουν στα πλοία, στα διάφορα λιμάνια.
Λάτζα= η βάρκα που εξυπηρετεί – συνδέει τα πλοία που ευρίσκονται μακριά από την
στεριά, με το λιμάνι. Συχνά με την ίδια λέξη υπονοούμε και τον χώρο που
αράζουν οι βάρκες (οι λάτζες).

ΝΑΥΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΟΥ ΚΑΠΤΑ ΣΤΑΥΡΟΥ ΔΑΓΛΑ

ΘΑΛΑΣΣΙΝΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ μέρος ενδέκατο.

ΙΣΤΟΡΙΕΣ Πώς πήρε το όνομά του το Ικάριο πέλαγος...

Μια φορά κι έναν καιρό στα αρχαία χρόνια ζούσε ένας πολύ
σπουδαίος τεχνίτης που λεγόταν Δαίδαλος και είχε ένα γιο τον
Ίκαρο. Ο βασιλιάς Μίνωας της Κρήτης είχε αναθέσει στο Δαίδαλο
να του φτιάξει το παλάτι του. Το υπόγειο του παλατιού του είχε
τόσα πολλά δωμάτια που χανόσουν. Το είχαν ονομάσει Λαβύρινθο
κι εκεί μέσα ζούσε ο Μινώταυρος.
Ο βασιλιάς Μίνωας όμως επειδή φοβόταν μήπως ο Δαίδαλος πάει
σε άλλα βασίλεια και φτιάξει σπουδαιότερα έργα φυλάκισε το
Δαίδαλο και το γιο του στο παλάτι του.

Ο πολυμήχανος Δαίδαλος βρήκε έναν τρόπο όμως να δραπετεύσει.
Έφτιαξε γι’ αυτόν και το γιο του φτερά από κερί και πέταξαν πάνω
από το πέλαγος.
Ο γιος του όμως δεν άκουσε τη συμβουλή του πατέρα του και
πέταξε πολύ ψηλά κοντά στον ήλιο. Τα φτερά του έλιωσαν και ο
Ίκαρος έπεσε στη θάλασσα και πνίγηκε. Έτσι το μέρος αυτό
ονομάστηκε Ικάριο πέλαγος!
Η Σκύλλα και η Χάρυβδη
Στα παλιά τα χρόνια υπήρχαν δύο θαλάσσια τέρατα που ζούσαν σε
δύο αντικριστές σπηλιές σε ένα στενό της θάλασσας στη Σικελία της Ιταλίας.
Ήταν ο φόβος και ο τρόμος όλων των ναυτικών.
Η Σκύλλα ήταν ένα τέρας με 6 κεφάλια που έτρωγε μεγάλα ψάρια
αλλά και ανθρώπους που τύχαινε να περνούν από τη σπηλιά της με
τα καράβια τους.
Η Χάρυβδη έμοιαζε με γοργόνα, δηλαδή από τη μέση και πάνω
ήταν γυναίκα και από τη μέση και κάτω ήταν ψάρι. Έμενε απέναντι
από τη Σκύλλα και δημιουργούσε ρουφήχτρες στη θάλασσα.
Καθώς ρουφούσε το νερό, ρουφούσε και ό,τι βρισκόταν μέσα σ’
αυτό. Ύστερα έβγαζε το νερό και ρουφούσε άλλο. Από εκεί πέρασε
και ο Οδυσσέας με τους συντρόφους του προσπαθώντας να
φτάσει στην πατρίδα του.Ο Οδυσσέας τα κατάφερε αλλά κάποιοι
από τους συντρόφους του χάθηκαν!
ΠΑΡΑΔΟΣΕΙΣ
Γιατί φυσάει πάντα στο Κάβο Ντόρο;

Μια άκρη του νησιού της Άνδρου αντικρίζει τον Καφηρέα, τον
«Κάβο Ντόρο» όπως τον λένε οι ναυτικοί. Εκεί γύρω έχει πάντα
μεγάλες φουρτούνες. Γιατί όμως;
Ο Καφηρέας είναι πάντα αγριεμένος γιάτι κάποτε του είχε τάξει
κάτι ένας ναυτικός και δεν του το έδωσε. Τον κορόιδεψε! Από
τότε ο Καφηρέας τους έχει μεγάλο άχτι τους ναυτικούς και θέλει να
τους βουλιάξει όλους.
Όμως οι Ανδριώτες καπετάνιοι δεν τον φοβούνται. Περνούν από
εκείνα τα μέρη ακόμα και με τη πιο μεγάλη φουρτούνα. Είναι άξιοι
ναυτικοί. Αγαπούν τη θάλασσα και γι’ αυτό η θάλασσα δεν τους
πειράζει!

ΘΑΛΑΣΣΙΝΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ μέρος δέκατο. Από τον Καπτάν Αλέξανδρο.

«Το πρώτο μου ταξίδι είχα με πετρελαιοφόρο το Νοέμβριο του 1969 από Βαλτιμόρη προς Αίγυπτο. Τότε το Suez canal ήταν κλειστό λόγω του πολέμου με το Ισραήλ. Έτσι κάναμε τον γύρο της Αφρικής αντί να περάσουμε από την μεσόγειο, δηλαδή κάναμε τον διπλάσιο δρόμο. Παρόλα αυτά, το εμπόριο του πετρελαίου λειτουργούσε απρόσκοπτα εκεί και μάλιστα μας συνόδευαν Ισραηλινά πολεμικά κοντά στα σύνορα του Ras Shukeir που ήταν στην Αιγυπτιακή πλευρά, για ασφάλεια. Στην υπόλοιπη χώρα μαινόταν ο πόλεμος», αναφέρει ο μάστρο-Μανώλης, μηχανικός για χρόνια σε εμπορικά πλοία, στην Huffpost Greece.
Ο Μανώλης τώρα είναι συνταξιούχος, όμως έχει να θυμάται πολλές ιστορίες από τα χρόνια που πέρασε στην θάλασσα. Οι κίνδυνοι ήταν πολλοί, όμως ο ίδιος δεν μετάνιωσε για την επιλογή του, καθώς, όπως λέει ο ίδιος, γνώρισε χώρες, ανθρώπους, ήθη και έθιμα που «κανονικά θα ήθελες πολλές ζωές για να καταλάβεις».


«Τις χειρότερες θάλασσες συνάντησα στον βόρειο Ειρηνικό νότια στα Aleutian islands, σε Ιαπωνία και Βανκούβερ όπου τα κύματα φθάνουν πολλές φορές τα 10,5 μέτρα ύψος. Επίσης, επικίνδυνα είναι στο Bay of Biscay που βρίσκεται στην δυτική Γαλλία πριν το English channel, στο Skagerrak που είναι στην βόρειο Δανία. Ακόμα, δύσκολη είναι και η θάλασσα της Καραϊβικής, όμως οι τυφώνες εκεί είναι αρκετά προβλέψιμοι, λόγω της συνεχούς παρακολούθησης τους από τα Αμερικανικά δελτία καιρού.
Η Αφρική είναι η ήπειρος με τις μεγαλύτερες αρρώστιες όπως η ελονοσία, ο τύφος, η χολέρα κλπ. ακολουθούν Ινδίες Βραζιλία και γενικά τριτοκοσμικές χώρες. Όλοι οι ναυτικοί έχουν βιβλιάριο υγείας όπου αναγράφονται όλα τα εμβόλια τα οποία τηρούνται με προσοχή. Όταν ένα πλοίο πρόκειται να επισκεφθεί μέρος όπου υπάρχει ελονοσία, τότε χορηγούνται χαπάκια κινίνου τουλάχιστον 20 ημέρες πριν και 15 ημέρες μετά αυτά έχουν και πολλές παρενέργειες. Στο τελευταίο μάλιστα ταξίδι στο δέλτα του Νίγηρα με το καράβι «White Opal», χάσαμε από ελονοσία έναν ανθυποπλοίαρχο», θυμάται ο Μανώλης, ανακαλώντας και άλλες δύσκολες στιγμές.

«Μια φορά, συναντήσαμε τυφώνα στο νότιο τμήμα του Ειρηνικού Ωκεανού και ταξιδεύαμε μέσα στην καταιγίδα επί ένα ολόκληρο μήνα. Τα κύματα ήταν πάνω από δέκα μέτρα, σαν τετραώροφες πολυκατοικίες. Σκέπαζαν ολόκληρο το πλοίο και δεν μπορούσαμε να βγούμε στο κατάστρωμα, ούτε να κοιμηθούμε.

Η χειρότερη στιγμή σε αυτό το ταξίδι ήταν όταν ο καπετάνιος μας άρχισε να λαμβάνει σήμα από ένα φιλιπινέζικο πλοίο, στο οποίο είχαν χαλάσει οι μηχανές λόγω της κακοκαιρίας. Ο καπετάνιος αυτού του πλοίου ήταν σε κατάσταση πανικού. Το πλοίο ήταν έρμαιο των κυμάτων και το πιθανότερο είναι να βούλιαξε. Περίμεναν ένα ρυμουλκό από την Ιαπωνία αλλά μια διάσωση κάτω από αυτές τις καιρικές συνθήκες θα ήταν αδύνατη. Δεν θα μπορούσαν να ρίξουν τα σχοινιά, ενώ επικίνδυνο ήταν ακόμα και το να βγει κανείς στο κατάστρωμα. Ο καπετάνιος μας μιλούσε με τον καπετάνιο του άτυχου πλοίου επί μέρες, γιατί ο δεύτερος ήταν φοβισμένος και ήθελε να βρίσκεται συνεχώς σε επικοινωνία με άλλα πλοία. Κάποια στιγμή εμείς απομακρυνθήκαμε και χάσαμε το σήμα. Ποτέ δεν μάθαμε τι απέγιναν εκείνοι οι άνθρωποι.
Ένας ακόμα κίνδυνος που υπήρχε, κυρίως στις θάλασσες της Μαλαισίας και της ανατολικής Αφρικής, ήταν οι πειρατές. Ευτυχώς όμως εμείς δεν είχαμε ποτέ κάποιο πρόβλημα, γιατί όταν περνούσαμε από κάποιο επικίνδυνο σημείο είχαμε έτοιμες τις μάνικες και πάντα ρίχναμε τους προβολείς στην θάλασσα. Οι σύγχρονοι πειρατές κινούνται με ταχύπλοα κοντά στα μεγάλα πλοία, ρίχνουν γάντζους και σκαρφαλώνουν πάνω σε αυτά, όμως μπορείς να τους απωθήσεις ρίχνοντάς τους νερό με τις μάνικες.
Μια άλλη ανάμνηση που έχω, ήταν όταν πιάσαμε δύο καρχαρίες. Τον πρώτο στην Καραϊβική, λίγο πριν μπούμε στο Πόρτο Καμπέλο, και τον δεύτερο ανοιχτά της Ορλεάνης. Όταν περιμέναμε με το καράβι να μπούμε σε κάποιο λιμάνι πάντα ρίχναμε τσιγκέλια ή στεφάνια με κρέας και πιάναμε ψάρια ή καβούρια. Εκείνες τις δύο φορές όμως πιάσαμε καρχαρίες, οι οποίοι σύντομα έγιναν φιλετάκια. Δεν ήταν λευκοί, όμως ήταν μεγάλοι και άγριοι. Ο ένας μάλιστα κουνιόταν με δύναμη και άνοιξε κάποια στιγμή το στόμα του και έβγαλε ένα δυνατό βρυχηθμό» καταλήγει ο Μανώλης.

Το ίδιο επάγγελμα ακολούθησε και ο γιος του Μανώλη, ο Ηρόδοτος, ο οποίος όμως τώρα είναι piercing artist. Έχει πάει σε διάφορες χώρες, όπως στην Ολλανδία, την Κίνα, την Αυστραλία, την Βραζιλία και την Κολομβία.
Τα ταξίδια του Ηρόδοτου ήταν σχετικά ήπια, αν και είχε συναντήσει κάποιες καταιγίδες που κυρίως ενόχλησαν τον ύπνο του. Το 2004 όμως, στο τετράμηνο ταξίδι που έκανε ως δόκιμος, κάπου ανάμεσα στην Κίνα και την Αυστραλία, έπεσε το καράβι του σε τυφώνα. Τα κύματα σκέπαζαν το πλοίο και έσκαγαν πάνω στα τζάμια. Παρόλο που είχαν την εντολή να κοιμούνται με τα σωσίβια ο ίδιος δεν φοβήθηκε: «Όχι δεν φοβήθηκα για την ζωή μου γιατί είχαμε καλό καπετάνιο».
Ο Ηρόδοτος τελικά έκανε ένα ακόμα ταξίδι, όμως δεν συνέχισε το επάγγελμα γιατί βρήκε μια άλλη δουλειά που ταιριάζει πιο πολύ στα ενδιαφέροντά του. Δεν αποκλείει όμως το να γυρίσει στην θάλασσα κάποια στιγμή στο μέλλον.
*Οι φωτογραφίες είναι από το αρχείο του μαστρο-Μανώλη

ΘΑΛΑΣΣΙΝΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ μέρος ένατο.

Οι λόγοι για τους οποίους έγινα ναυτικός είναι παραπάνω από ένας. Το σίγουρο είναι ότι κάπου στο βάθος της ψυχής μου είχε διαμορφωθεί σε μικρή ηλικία ο χαρακτήρας του ανθρώπου που του αρέσουν οι αλλαγές παραστάσεων. Ταξίδευα στα Γιάννενα στη μεγάλη μου αδυναμία, την γιαγιά μου, μετά από λίγο καιρό βαριόμουν το χωριό, ήθελα ξανά πίσω στην Αθήνα και δώσ’ του πάλι να πάμε και μια βόλτα στο χωριό του πατέρα τη Μυτιλήνη. Πρέπει να αναφέρω ωστόσο ότι είχαμε ναυτικό στο σόι, και μάλιστα πρώτου βαθμού: τον αδελφό της μάνας μου.
Ο τρόπος ζωής του θείου Νίκου μου άρεσε πολύ, όταν γύριζε από το ταξίδι οι βαλίτσες ήταν γεμάτες δώρα, οι συζητήσεις με τον πατέρα μου για το πώς τα πέρασε και πού πήγε ήταν ενδιαφέρουσες και καθηλωτικές. Δε συζητάμε το γεγονός ότι σαν καλοπληρωμένο επάγγελμα περνούσε, το διάστημα που έμενε στην Ελλάδα, με άνεση.

Αν λάβουμε υπ’ όψιν μας ότι ήθελα να βγω και παραέξω, να γνωρίσω νέους τόπους, άλλες κουλτούρες ανθρώπων ενώ παράλληλα ήθελα ένα επάγγελμα που να προσφέρει υψηλό εισόδημα, δεν ήθελα και πολύ να κατασταλάξω στον κλάδο του ναυτικού. Για το ότι θα γινόμουν μηχανικός στα καραβιά δεν τέθηκε καν δίλλημα. Με πατέρα υδραυλικό, από μικρός μέσα στα εργαλεία, τόσα χρόνια βοηθός του, τι άλλο θα μπορούσα να επιλέξω;
Το πρώτο μπάρκο… ξεχνιούνται τέτοια πράγματα; Είναι κάτι που στιγματίζει την ζωή κάθε ναυτικού, είναι σαν τον πρώτο έρωτα, χαράζεται στη μνήμη σου. Το πρώτο μπάρκο, το 1990, μου άφησε γλυκές αναμνήσεις και δεν είναι τυχαίο. Ήταν τόσο μεγάλη η θετική ενεργεία που είχα που δεν μπορούσα να συναντήσω παρά μονό ανθρώπους που θα συνέβαλαν θετικά στη μελλοντική μου καριέρα. Και τα ταξίδια του πρώτου μπάρκου, ανεπανάληπτα. Βέβαια το πλήρωμα του χρόνου μου έδειξε στο δεύτερο μπάρκο ότι το νόμισμα έχει δυο όψεις, άλλα αυτό είναι μια άλλη ιστορία.
Έτοιμος λοιπόν, στο Πέραμα να μπω στη λάντζα (τη βάρκα που θα με πήγαινε στο αγκυροβόλιο που ήταν το καράβι). Η πρώτη μου σκέψη ήταν «ξεκινάς Νίκο την δική σου περιπέτεια», ένα σύμπλεγμα συναισθημάτων στριφογυρνούσαν μέσα μου, πάμε σε άγνωστο περιβάλλον να συναντήσουμε άγνωστα μέρη με άγνωστους ανθρώπους. Αυτό που ήθελα πραγματικά, αν σκεφτεί κανείς ότι κάποιοι άλλοι σπουδαστές επέλεξαν να μπαρκάρουν σε καράβια που έκαναν πλόες εντός Ελλάδος ή να πάνε με γνωστούς και συγγενείς. Οι προσδοκίες μου ανταμείφθηκαν γιατί και προϊστάμενο φοβερό γνώρισα (που κρατάμε ακόμα τη φιλία μας) και γνώρισα τις πατρίδες της αλεγκρίας, την φανταστική Αργεντινή και την παραδεισένια Κούβα.

Στην Κούβα μείναμε σχεδόν ενάμιση μήνα. Απροσδόκητα γνώρισα την κουλτούρα ανθρώπων που δεν είναι υλιστές, έζησα σε ένα περιβάλλον που το τραγούδι και ο χορός έχουν την πρώτη θέση στη ζωή κάποιων ανθρώπων, έζησα με ένα λαό που ζει το σήμερα, που δεν προσποιείται, που η πολυτέλεια και τα υλικά αγαθά έχουν την δεύτερη θέση. Εκεί έμαθα να συνεννοούμαι στα Ισπανικά, ακόμα τα θυμάμαι, ύστερα από σχεδόν 20 χρόνια. Αυτό που έζησα τελικά ήταν ανεπανάληπτο και το κατάλαβα όταν μετά από 6 μήνες γύρισα στη σχολή και ήμουν ένας από τους λίγους που είχαμε να εξιστορούμε συμβάντα από το πρώτο μπάρκο.
Τα πράγματα αλλάζουν συνέχεια. Όταν πρωτοξεκίνησα για τα καράβια, στην Ελλάδα διανύαμε ήδη την εποχή της «αλλαγής», το ρουσφέτι και η θέση στο δημόσιο είχε φτάσει στο ζενίθ. Υπήρχαν άτομα διπλοθεσίτες στο δημόσιο ή άλλοι που είχαν το στάνταρ έσοδο του δημοσίου συν την έξτρα εργασία. Για να μιλήσουμε με αριθμούς, όταν εγώ σαν τρίτος μηχανικός (υπολογίζοντας και το διάστημα του ξέμπαρκου) έβγαζα 500.000 χιλιάδες δραχμές τον μήνα, κάποιοι από τους παραπάνω με τα δώρα και τα επιδόματα με ξεπερνούσαν κατά 150 έως 200 χιλιάδες δραχμές. Οπότε όταν έλεγες ότι είμαι ναυτικός σε κοιτούσαν με ύφος "τι ευελπιστείς από την ζωή σου";
Αυτό βέβαια το ένιωθες και στα προσωπικά σου, διότι
ποια κοπέλα των προσδοκιών σου θα καθόταν δίπλα σου; Είναι πάρα πολλοί οι συνάδελφοι που από τις πολλές απορρίψεις αναγκάστηκαν να αλλάξουν σταδιοδρομία, χωρίς μέσα τους να το θέλουν αλλά από την ανάγκη των καιρών. Δεν ήταν επίσης λίγοι εκείνοι οι οποίοι έκαναν βεβιασμένο γάμο πριν προλάβει το κορίτσι τους να καταλάβει τι συνέβαινε στο χώρο μας, και αργότερα να τα θαλασσώσουν και να πιεστούν συμβιβαζόμενοι με μια δουλειά που την έκαναν από αγγαρεία στο όνομα της οικογένειας και της οικογενειακής ισορροπίας.
Εγώ προσωπικά είχα βάλει ωτοασπίδες συνειδητά σε εκείνες τις “σειρήνες”, παντρεύτηκα την Έφη επειδή κατάλαβε ότι μου αρέσει εκείνη, αλλά μου αρέσει και η δουλειά μου και βρήκαμε την χρυσή τομή. Ούτε εκείνη το μετάνιωσε, ούτε εγώ, ούτε ο Απόλλων που ήρθε αργότερα. Όλοι μαζί περνάμε υπέροχα, ο καθένας με τον τρόπο του και η απόσταση δεν στέκεται εμπόδιο στη σχέση μας.
Και τα χρόνια πέρασαν, οι εποχές άλλαξαν, οι δανειστές ζήτησαν τα λεφτά τους πίσω και η τακτική ερώτηση που ακούω τώρα από τα κορίτσια είναι «έχεις κανένα φίλο ναυτικό να μας γνωρίσεις;».
Οι ελληνικές συμβάσεις εργασίας είναι εξάμηνες, πάνω κάτω τόσο κάθομαι σε ένα καράβι.
Τα λεφτά που βγάζουμε είναι καλά, έτσι υπάρχει η δυνατότητα να κάτσουμε τέσσερις μήνες στην πατρίδα μας και να ευχαριστηθούμε την οικογένεια και τους φίλους μας.
Το καράβι ποτέ δεν το ένιωσα σαν σπίτι μου, ανέκαθεν το θεωρούσα χώρο εργασίας και τίποτε παραπάνω. Πολλές φορές συναντάμε ανθρώπους που έχουμε μια πολύ καλή συνεργασία, δημιουργούνται καινούριες φιλίες αλλά μέχρι εκεί, αν ξεφύγεις λίγο παραπάνω χάνεις το παιχνίδι. Προσπαθώ να περνώ καλά μέσα στο καράβι, αλλά απώτερος σκοπός είναι η ώρα του ξέμπαρκου.
Το πλοίο είναι ένα αυτόνομο εργοστάσιο, παράγεις το ρεύμα, δημιουργείς την πλεύση, μεταφέρεις τα φορτία. Παλαιοτέρα τα πράγματα ήταν πολύ άπλα και λιτά, δεν είχες πολύ αλληλογραφία με το γραφείο και τους ναυλωτές. Σήμερα εμπλέκονται πολλά πράγματα σε ένα πλοίο. Οι διεθνείς κανονισμοί, οι απαιτήσεις των ναυλωτών, τα υποχρεωτικά πολλά μηχανήματα, η συντήρησή τους και άλλα πολλά.
Οι αποστάσεις λόγω της ταχύτητας των πλοίων έγιναν χρονικά μικρότερες, ο χρόνος φόρτωσης ή εκφόρτωσης επίσης λιγόστεψε, μπήκαν στο παιχνίδι και οι επιθεωρήσεις από τις εταιρίες που σε ναυλώνουν ή από τις λιμενικές αρχές ή από την σημαία που ανήκει κάθε πλοίο. Όλα αυτά σε αναγκάζουν να βρίσκεσαι σε μια διαρκή προετοιμασία για το επόμενο λιμάνι. Ο χρόνος είναι ένας αντίπαλος δύσκολος, θα προλάβω να τα έχω έτοιμα όλα τα παραπάνω;

Το ταξίδι που με στιγμάτισε ήταν το δεύτερο στη σειρά. Όπως προανέφερα στο πρώτο μπάρκο πέρασα υπέροχα, στο δεύτερο όμως τα πράγματα ήταν πολύ διαφορετικά. Ξεκινάμε από την παλαιότητα του πλοίου που είχε σαν επακόλουθο τις ατελείωτες ώρες εργασίας, αλλά αυτός δεν ήταν ο κύριος λόγος, στο κάτω κάτω νέα παιδιά ήμαστε, η δουλειά δεν μας φόβιζε ίσα ίσα που την κυνηγούσαμε για να μάθουμε. Το πρόβλημα ήταν ο κόσμος στο καράβι. Την εποχή που έκανα τα πρώτα μπάρκα στην εμπορική ναυτιλία υπήρχαν πολλοί ναυτικοί που είχαν "ευεργετικό δίπλωμα", οι πρακτικοί που λέμε.
Το μεγαλύτερο ποσοστό αυτών, έβλεπε εμάς που μπαίναμε στα καράβια από τις σχολές όπως βλέπει ο ταύρος το κόκκινο πανί.

Έβλεπαν νέο κόσμο να μπαίνει στο επάγγελμα και μάλιστα μαζεμένο και μας αντιμετώπιζαν εχθρικά, με το φτωχό τους το μυαλό σκέπτονταν ότι εμείς θα τους παίρναμε την δουλειά, οπότε μας έκαναν τη ζωή τόσο δύσκολη που κάποιοι συνάδελφοι εγκατέλειψαν την θάλασσα. Εγώ βέβαια έκανα την επανάσταση μου (μην ξεχνάμε, ζώδιο Λέων) και παρέμεινα φυσικά. Το κερασάκι στην τούρτα εκείνου του ταξιδιού ήταν η προσάραξη του πλοίου στην κίτρινη θάλασσα σε κάποια νησίδα της Κορέας. Ομορφιές απείρου κάλους εκτυλίχθησαν. Όταν πέρασαν βέβαια αρκετά χρόνια και απέκτησα κάποια εμπειρία, κατάλαβα γιατί γίνονται τα ατυχήματα στα πλοία και θρηνούμε θύματα.
Το ωραιότερο λιμάνι είναι εκείνο που την μπύρα την λένε “servesa” (σ.σ.: cerveza λέγεται η μπύρα στα ισπανικά. Η παραπάνω φράση είναι "inside joke" των ναυτικών και συνηθέστερη απάντηση στην ερώτηση "ποιο είναι το ωραιότερο λιμάνι;": Οποιοδήποτε του οποίου οι κάτοικοι μιλάνε ισπανικά). Ωραία λιμάνια υπάρχουν παντού σε όλο τον κόσμο, εντυπωσιακά από θέμα αρχιτεκτονικής, κάποια μέσα στη φύση και την ζούγκλα ακόμα, κάποια γραφικά, σε ποτάμια, σε τεχνητά φράγματα. Εγώ έχω δηλώσει λάτρης της Καραϊβικής, με τα γραφικά, απλά, λιτά λιμάνια και τους φιλόξενους ανθρώπους που σε κερνούν από την καρδιά τους μια servesa.
Κάποιον που σκέφτεται να ακολουθήσει το επάγγελμα, θα τον συμβούλευα να το δοκιμάσει πρώτα, να δει αν του αρέσει, αν νιώθει άνετα με αυτό που κάνει, αν μπορεί να ανταπεξέλθει. Το επάγγελμά μας έχει την γοητεία του αλλά είναι δύσκολο σε θέμα ρυθμών. Κάθε χρόνο βγαίνουν καινούρια μηχανήματα, καινούριοι κανονισμοί, χρειάζεσαι διαρκώς ενημέρωση, σεμινάρια επιμορφωτικά, δεν σταματάς δηλαδή το “σχολείο” μέχρι να συνταξιοδοτηθείς.
Αν κάποιος αποφασίσει να ακολουθήσει το επάγγελμα, είτε διότι τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα βιώνουμε την οικονομική κρίση (και θα την βιώσουμε κατ’ εμέ για τουλάχιστον άλλα 10 χρόνια) είτε γιατί δεν κατάφερε να κάνει κάτι άλλο είτε με το σκεπτικό ότι θα το κάνει λίγα χρόνια για να μαζέψει λεφτά και μετά να κάνει κάτι άλλο, αυτός ο νέος θα είναι δυστυχής. 

Πηγή και των 2 προηγούμενων:  http://www.in2life.gr

6.4.16

ΘΑΛΑΣΣΙΝΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ μέρος όγδοο.

Έγινα ναυτικός γιατί αυτή ήταν η μοναδική επιλογή στον επαγγελματικό μου προσανατολισμό, δεδομένου ότι ήμουν πολύ δεμένος με την θάλασσα από παιδί και δεν είχα την οικονομική δυνατότητα να σπουδάσω. Έτσι, οκτώ μήνες μετά την αποφοίτησή μου από το Γυμνάσιο, εγκατέλειψα μια Σχολή Λογιστών του Πειραιά, όπου φοιτούσα και έβγαλα φυλλάδιο «Μαθητευόμενου Ναυτικού». Άρχισα την ναυτική μου καριέρα στο εμπορικό πετρελαιοκίνητο – ιστιοφόρο, «Π/Κ Ισμήνη». Η επιλογή μου ήταν ενσυνείδητη και αποτέλεσμα εκτίμησης των πλεονεκτημάτων και μειονεκτημάτων του ναυτικού επαγγέλματος. Ένα από τα πλεονεκτήματα ήταν και το γεγονός ότι θα μπορούσα να σπουδάσω την ναυτική επιστήμη, δουλεύοντας και προσφέροντας οικονομική ενίσχυση στην οικογένειά μου.

Πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι, μετά την Γερμανική κατοχή και τον εμφύλιο και συγκεκριμένα την σχολική χρονιά ‘53-‘54, που τελείωσα το Γυμνάσιο, οι σπουδές στην τριτοβάθμια εκπαίδευση ήταν προνόμιο των μαθητών που προέρχονταν, κυρίως, από ευκατάστατες οικογένειες. Την εποχή εκείνη οι περισσότερες οικογένειες και μάλιστα οι πολυμελείς είχαν ανάγκη την οικονομική ενίσχυση των παιδιών τους, μόλις έφταναν σε ηλικία, που μπορούσαν να εργαστούν, αν υπήρχε δουλειά.
Η αλλαγή στην ποντοπόρο ναυτιλία σήμερα είναι εντυπωσιακή, τόσο στο ανθρώπινο δυναμικό όσο και στο μέγεθος, την ποιότητα και τον αριθμό των πλοίων. Μετά τον πόλεμο η ναυτιλία αριθμούσε μερικές δεκάδες πλοίων παλαιών, όσα είχαν κατορθώσει ν’ αποφύγουν την καταβύθισή τους από τα γερμανικά υποβρύχια. Η προσφορά της στην «Μάχη του Ατλαντικού» ήταν σημαντική. Η ανάπτυξή της άρχισε με την παραχώρηση από την Αμερικανική Κυβέρνηση των 100 λίμπερτυ με την εγγύηση του ελληνικού κράτους. Έκτοτε έγινε το λεγόμενο «Θαύμα της Ελληνικής Ναυτιλίας». Συντελεστές του, κατά κύριο λόγο, ήταν η ναυτοσύνη και η ναυτική συνείδηση του έλληνα ναυτικού, αλλά και το «δαιμόνιο των ελλήνων εφοπλιστών». Σήμερα, η ελληνική εμπορική ναυτιλία χαίρεται την παγκόσμια πρωτιά της, αλλά χωρίς έλληνες ναυτικούς. Οι έλληνες εφοπλιστές, αξιοποιώντας και σ’ αυτή την περίπτωση το δαιμόνιό τους, τους έδιωξαν πρόωρα από τα βαπόρια για μερικές χιλιάδες δολάρια τον χρόνο, που εξοικονόμησαν από την μισθοτροφοδοσία τους. Προφανώς, έχει τις ευθύνες του και το πολιτικό σύστημα του κράτους, όπως διαμορφώθηκε μετά την μεταπολίτευση. Όμως, το κακό είναι ότι η ελληνική οικονομία και κοινωνία χάνουν πολλά από τον ενδεχόμενο πλήρη αφελληνισμό της ναυτιλίας. Αλλά και η ναυτιλία έχασε την ελληνική ναυτοσύνη, διακόπτοντας μια παράδοση χιλιάδων χρόνων.
Θα ήθελα να συμμεριστώ την βεβαιότητά σας ότι η ελληνική κοινωνία σήμερα αντιμετωπίζει τους ναυτικούς με θαυμασμό, αλλά φοβάμαι ότι διατηρώ πολλές επιφυλάξεις παρ' όλο ότι οι έλληνες ναυτικοί και οι οικογένειές τους αξίζουν αυτόν τον θαυμασμό και σεβασμό. Αυτό ισχύει για τις κοινωνίες των παραδοσιακών ναυτικών λαών του κόσμου. Διότι το ναυτικό επάγγελμα είναι μεν σκληρό, αλλά ενδιαφέρον και ηρωικό. Οι έλληνες ναυτικοί υπήρξαν οι πρώτοι χρηματοδότες της ελληνικής κοινωνίας αμέσως μετά τον πόλεμο. Μαζί με την ναυτιλιακή βιομηχανία συνέβαλαν αποφασιστικά στην ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας. Δυστυχώς, το κακό παράδειγμα το δίνει το ελληνικό κράτος, διότι όχι μόνο δεν αντιμετωπίζει τους ναυτικούς με θαυμασμό, αλλά τους θεωρεί και πολίτες δευτέρας κατηγορίας.
Τους έχει απογοητεύσει, υπεξαιρώντας την σύνταξή τους, στερώντας την ιατροφαρμακευτική τους περίθαλψη, διαλύοντας το Ν.Α.Τ. και τον Οίκο του Ναύτη. Κατασπατάλησε όλα τα αποθεματικά του Ν.Α.,Τ., παρόλο ότι, σύμφωνα με τον ιδρυτικό του νόμο δεν είχε κανένας το δικαίωμα να χρησιμοποιήσει τα χρήματά του παρά μόνο για τους ναυτικούς και τις οικογένειές τους. Σημειώσατε ότι την εποχή του «ναυτιλιακού θαύματος» η σχέση των εργαζομένων ναυτικών προς τους συνταξιούχους ήταν 6/1. Σήμερα, κατά συνέπεια της κρατικής πολιτικής, αντιστράφηκε αυτή η σχέση και μας κατάντησαν «ζήτουλες», καταρρακώνοντας την υπερηφάνεια και αξιοπρέπειά μας. Επίσης, ουδέποτε φρόντισε να βελτιώσει την ναυτική εκπαίδευση, γιατί το πολιτικό σύστημα δεν ενδιαφέρεται για τον ναυτικό. Είναι κακός «πελάτης» του, γιατί του στερεί ακόμη και το δικαίωμα ψήφου, όταν ταξιδεύει. Τον θέλει μόνιμο «σκαρμό στο βαπόρι και φτηνό κρέας», γι’ αυτό δεν του δίνει την ευκαιρία να αποκαταστήσει την κοινωνική θέση του και στην στεριά. Όσοι προόδευσαν περισσότερο, το κατόρθωσαν από μόνοι τους.
Η ελληνική και διεθνής εμπορική ναυτιλία, λόγω του αντικειμένου τους, των διεθνών μεταφορών, ανέκαθεν υπήρξε παγκοσμιοποιημένη. Κατά συνέπεια και οι άνθρωποί της, οι ναυτικοί, είναι κοσμοπολίτες. Η παγκοσμιοποίηση, κατά την άποψή μου, δεν επηρέασε τον έλληνα ναυτικό, ο οποίος διαφύλαξε τα εθνικά του χαρακτηριστικά και ιδεώδη. Ωστόσο, η πρόοδος της τεχνολογίας και το κυνήγι του κέρδους ελάττωσε τον χρόνο διαμονής του πλοίου στο λιμάνι, με συνέπεια να γίνει η ζωή του ναυτικού πιο δύσκολη και άχαρη. Συγκρίνοντας την ζωή του ναυτικού πριν και μετά την παγκοσμιοποίηση, μπορούμε να πούμε ανεπιφύλακτα ότι πριν ήταν πολύ καλύτερη.
Για τον ναυτικό κάθε λιμάνι είναι ωραίο, γιατί αποτελεί το πέρας της εκτέλεσης μιας αποστολής και του επιφυλάσσει ψυχική ξεκούραση και ικανοποίηση, ειδικά αν το ταξίδι που έκανε υπήρξε δύσκολο. Μετά το στάδιο αυτής της ξεκούρασης γίνεται μια άγραφη λίστα αξιολόγησης ανάλογα με τις χαρές, που του επιφυλάσσει. Για τον ναυτικό το πιο ωραίο λιμάνι είναι της πατρίδας του, που το σκέπτεται πάντα με νοσταλγία κατά την διάρκεια των ταξιδιών του. Γιατί εκεί υπάρχουν τα αγαπημένα του πρόσωπα, που τον περιμένουν.
Υπήρξαν αρκετές έντονες εμπειρίες κατά την διάρκεια της ναυτικής μου καριέρας, κατά τις οποίες φτάσαμε, βαπόρι και επιβαίνοντες, στο μεταίχμιο μεταξύ ζωής και θανάτου, λόγω μεγάλης κακοκαιρίας. Όταν είσαι στον ωκεανό την παλεύεις με την ναυτική τέχνη και εμπειρία που διαθέτεις. Όταν, όμως, βρίσκεσαι αγκυροβολημένος στον περιορισμένο χώρο ενός κόλπου, που σε περιβάλλουν ξέρες, με περιορισμένα καύσιμα και σε ξεσέρνουν άνεμοι που φυσούν με ένταση, η οποία ξεπερνά, κατ’ αναλογία, τα «20 μποφόρ», τότε βρίσκεσαι στην ανάγκη να προσευχηθείς, γιατί φτάνεις λίγες ανάσες πριν τον θάνατο.
Μια τέτοια εμπειρία γνώρισα στο τελευταίο μου ταξίδι στο Νοβοροσίσκ της Ρωσίας, το 2000, όταν μας κτυπούσε επί τρεις μέρες ο τοπικός άνεμος «Μπορά» με ταχύτητα πάνω από 57 μέτρα ανά δευτερόλεπτο (πάνω από 110 ναυτικά μίλια την ώρα). Φουνταρισμένοι και με τις δυο άγκυρες, με όλο τους το έκταμα και εκτελώντας μανούβρες για ανακούφιση των καδενών, ο άνεμος μας ξέσυρε σε απόσταση 100 μέτρων (λιγότερο από το ολικό μήκος του βαποριού), περίπου, από τις ξέρες της άλλης πλευρά του κόλπου. Σε τέτοιες εμπειρίες βλαστημάς την ώρα και τη στιγμή που έγινες ναυτικός, αλλά και χαίρεσαι τις στιγμές που σου επιφυλάσσει το επάγγελμα, όταν κατορθώνεις να αντιμετωπίσεις τον κίνδυνο και να τον ξεπεράσεις με επιτυχία. Στο τέλος δοξάζεις και τον προστάτη σου άγιο, που έβαλε το χέρι Του, για να μπορέσεις να σαλπάρεις για άλλο αγκυροβόλιο, όταν ο άνεμος κόπασε κοντά στο ανώτατο όριο των 12 μποφόρ της κλίμακας Μποφόρ.
Σήμερα τα βαπόρια διαθέτουν μέσα ψυχαγωγίας και βιβλιοθήκες, με τα οποία μπορείς να περάσεις τον χρόνο σου ευχάριστα, όταν οι συνθήκες του ταξιδιού είναι καλές. Την δεκαετία του ‘50 και συγκεκριμένα το 1957, όταν έκανα ταξίδι 40 ημερών, από το Γκάλβεστον στην Βομβάη, δεν υπήρχαν αυτά τα μέσα. Σ’ αυτή την περίπτωση ο χρόνος σου μπορεί να περάσει ευχάριστα και εποικοδομητικά, γιατί μελετάς επαγγελματικά βιβλία της ναυτικής επιστήμης, βιβλία ξένων γλωσσών και λογοτεχνίας, εάν έχεις φροντίσει να εφοδιαστείς. Είναι ευτυχής συγκυρία, ασφαλώς, να έχεις καλούς συναδέλφους ναυτικούς, με τους οποίους μπορείς να κουβεντιάζεις ευχάριστα μέχρι να έλθει η ώρα να πας να ξεκουραστείς για την επόμενη βάρδιά σου.
Το ναυτικό επάγγελμα είναι από τα ωραιότερα, γιατί σου επιφυλάσσει μεγάλες συγκινήσεις, χαρές, πίκρες και ευχάριστες αναμνήσεις. Μπορείς να συνδυάσεις καλές σπουδές και οικονομική άνεση. Αλλά πρέπει να το αγαπήσεις, χωρίς περιορισμούς. Αν δεν σου αρέσει η θάλασσα και το πλοίο, οφείλεις, εγκαίρως, να τα εγκαταλείψεις και να αφοσιωθείς σε άλλο επάγγελμα, που να σου αρέσει, για το καλό το δικό σου και αυτών που, ενδεχομένως, θα διοικήσεις και θα εξαρτώνται από σένα. Αν, όμως, μείνεις, πρέπει να το υπηρετήσεις πιστά και να προσπαθήσεις να αναβαθμιστεί πραγματικά η ναυτική εκπαίδευση. Σήμερα, ο Πλοίαρχος και ο Α΄ Μηχανικός πρέπει να έχουν πολλές γνώσεις πανεπιστημιακού επιπέδου, τις οποίες αποκτούν μόνοι τους, για να ανταπεξέλθουν στις απαιτήσεις των πλοίων. Από τους ίδιους εξαρτάται να αναβαθμιστούν και να συνεχίσουν την καριέρα τους και στην στεριά, αφού κλείσει ο κύκλος τους στην θάλασσα. Η Ελλάδα, κατά παράδοση ναυτική χώρα, με την μεγαλύτερη ναυτιλία του κόσμου, δεν ευτύχησε να έχει πολιτικούς με ναυτική συνείδηση. Θα έλεγε κανείς ότι θέλουν την ναυτιλία χωρίς έλληνες ναυτικούς και υποβαθμισμένη. Είναι κρίμα μια τέτοια ναυτομάνα να μην έχει ένα ναυτικό πανεπιστήμιο.
Φίλιππος Ν. Χατζηπέρης
Πλοίαρχος Ε.Ν., έφεδρος

ΘΑΛΑΣΣΙΝΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ μέρος έβδομο.

Γεννήθηκα και μεγάλωσα στην Αίγινα. Είμαστε μια πολυμελής αγροτική οικογένεια εννιά παιδιών. Ο καθένας από τα αγόρια μόλις τελείωνε το σχολείο έπρεπε να δουλέψει για να βοηθήσει την οικογένεια, που εκτός των άλλων έπρεπε να φτιάξει και προίκα για τις δύο αδελφές. Εγώ σαν προτελευταίος στη σειρά είχα την ευκαιρία (;) τελειώνοντας το γυμνάσιο να γραφτώ στη νυχτερινή σχολή μηχανικών Ε.Ν. Προμηθέας.
Τότε, αρχές της δεκαετίας του ’60 υπήρχαν δώδεκα τουλάχιστον ιδιωτικές νυχτερινές σχολές στον Πειραιά, και όλες πλήρεις. Δύο τμήματα των εξήντα μαθητών το καθένα ήμασταν στην πρώτη τάξη της σχολής. Η τάση της εποχής ήταν να μάθουν τα παιδιά μια δουλειά για να αποκατασταθούν επαγγελματικά. Το εμπορικό ναυτικό ήταν το δέλεαρ, γρήγορη εξέλιξη με καλές απολαβές. Βέβαια, τα τέσσερα χρόνια της σχολής ήταν δύσκολα γιατί έμενα μόνος, δούλευα την ημέρα στο μηχανουργείο, και το βράδυ πήγαινα στη σχολή.

Στον τέταρτο και τελευταίο χρόνο στη σχολή, η εταιρεία του Ωνάση μας έκανε πρόταση μετά το τέλος των σπουδών όποιο παιδί ήθελε να δουλέψει στα πλοία της. Έδιναν ένα βοήθημα 500 δραχμές τον μήνα, που ήταν μια ανάσα στα περιορισμένα μας οικονομικά. Έτσι, βρέθηκα τον Νοέμβριο του ’66 στο Σουέζ να περιμένω το Olympic Mountain, ένα γκαζάδικο 32.000 τόνων. Η τριήμερη παραμονή μου στο Σουέζ κάθε άλλο παρά ευχάριστη ήταν, αφού έπαθα δηλητηρίαση και την τρίτη μέρα που ήρθε το πλοίο ανέβηκα την σκάλα παραπαίοντας. Ευτυχώς, ο γραμματικός (σ.σ. υποπλοίαρχος) του πλοίου έκανε σωστή διάγνωση και σε λίγες μέρες έγινα καλά με τα κατάλληλα χάπια.
Αν και ήμουν κάπως εξοικειωμένος με τα πλοία, μιας και τη μεγαλύτερη υπηρεσία στα μηχανουργεία την έκανα στα ναυπηγεία, τις πρώτες μέρες κόντευα να σκάσω από τη στεναχώρια μου, ήθελα να φύγω, ήθελα να αλλάξω επάγγελμα… Αυτό που με έκανε να αλλάξω γνώμη ήταν ότι μετά το Σουέζ πήγαμε Augusta, ένα λιμάνι στη Σικελία, ξεφορτώσαμε και πήγαμε στη Μασσαλία για επισκευή, όπου κάτσαμε δύο μήνες. Περιττό να πω ότι ξέχασα όλες μου τις στεναχώριες. Η Μασσαλία είναι μια φανταστική πόλη με υπέροχα κτίρια και τεράστιες λεωφόρους, δέος στα μάτια ενός 19χρονου που πρώτη φορά έβλεπε μεγαλούπολη.
Η ζωή του ναυτικού έχει δύο όψεις. Η μία, ας την πούμε ευχάριστη, είναι οι εναλλαγές εικόνων από πόλεις και τοπία από όλον σχεδόν τον κόσμο, και η επαφή, έστω και μικρή, με άλλους κόσμους και πολιτισμούς. Η άλλη, η πιο ζόρικη, είναι ότι βρίσκεσαι μακριά από το σπίτι σου, κλεισμένος σε μια σιδερένια φυλακή με άλλα 25-30 άτομα, που την σημερινή εποχή οι περισσότεροι είναι άλλης εθνικότητας, βλέποντας ουρανό και θάλασσα για πολλές μέρες –τόσες που χαίρεσαι απλά και μόνο όταν στον ορίζοντα φανεί άλλο πλοίο. Σε αυτό το περιβάλλον πρέπει να δουλέψεις, πολλές φορές σε πολύ αντίξοες συνθήκες: από τη μία τα ακραία καιρικά φαινόμενα, θύελλες, κυκλώνες ή σουέλ που για μέρες δεν σε αφήνουν να κοιμηθείς, σου δημιουργούν ένα μόνιμο στρες και από την άλλη οι συχνές αλλαγές κλίματος από τα παγωμένα κλίματα στα πολύ ζεστά τροπικά, σε τσακίζουν κυριολεκτικά. Θέλει ψυχικό και σωματικό κουράγιο για να ανταπεξέλθεις.
Όταν οι συνθήκες το επιτρέπουν, τα βράδια περνούν ευχάριστα, παίζοντας κανένα επιτραπέζιο παιχνίδι, συνήθως τάβλι ή χαρτιά, και σκάκι ή βλέποντας καμιά ταινία στο DVD. Σε έκτακτες περιπτώσεις, σε καμιά γιορτή, και μόνο στα φορτηγά, παίζει και κανένα barbecue, και αν είναι και αρκετοί πατριώτες στήνεται και κανένα γλεντάκι, με μουσικές και χορούς. Η ευχή, δε, που δίνεται πάντα, πίνοντας κανένα ποτηράκι, είναι «άντε και του χρόνου σπίτια μας». Νομίζω ότι η μόνη επαγγελματική ομάδα που παρακαλάει να περάσει ο καιρός είναι οι ναυτικοί, γιατί κακά τα ψέματα, λίγοι είναι εκείνοι που αγαπάνε το επάγγελμα. Οι περισσότεροι ταξιδεύουν από ανάγκη, και για να έχουν περισσότερα χρήματα. Όχι σπουδαία πράγματα, απλά να φτιάξουν ένα σπιτάκι, να πάρουν ένα καλό αυτοκίνητο και να σπουδάσουν τα παιδιά τους.
Εδώ στο χρηματικό θα ήθελα να σταθώ λίγο. Παλαιότερα, αν όχι και σήμερα, τον ναυτικό τον έβλεπαν οι στεριανοί και λίγο σαν τράπεζα. Όλοι σου ζήταγαν δανεικά, και πολλές φορές αγύριστα. Χώρια το όργιο με τα αφορολόγητα, στις δεκαετίες του ’70 και του ’80, όλοι ήθελαν να τους φέρεις από μαγνητόφωνο και φωτογραφική μηχανή μέχρι ψυγείο και κουζίνα. Ακόμα και άτομα της δίωξης λαθρεμπορίου στον Πειραιά όπου ερχόμασταν τακτικά με ένα καράβι μας ζήταγαν –με λίστα παρακαλώ– τι και τι ήθελαν να τους φέρουμε και πού να τα παραδώσουμε, μόνο και μόνο για να έχουμε την εύνοιά τους. Άσε τους τελωνειακούς στο αεροδρόμιο, που έβλεπαν τον ναυτικό για κοινό λαθρέμπορο. Άνοιγαν τις βαλίτσες, πέταγαν όλα τα πράγματα κάτω και άμα έβρισκαν καμιά κούτα τσιγάρα ή ουίσκι ή κανένα σαπουνάκι Lux το έπαιρναν για την πάρτη τους χωρίς δεύτερη κουβέντα.
Γι’ αυτό λέω ότι ο ναυτικός είναι το πιο ζόρικο και παρεξηγημένο επάγγελμα, από την κοινωνία μέχρι το κράτος όλοι μας απαξίωναν. Ήμασταν απόντες από τα τεκταινόμενα, πολίτες δεύτερης κατηγορίας, χωρίς δικαίωμα ψήφου, και ας είχαμε συμβάλλει τα μέγιστα στην οικονομία του τόπου με το σκληρό συνάλλαγμα που στέλναμε, πόροι άδηλοι χωρίς να ξοδεύει το κράτος μια δραχμή. Αυτό το ανάλγητο κράτος που αφού σάρωσε το ΝΑΤ, ένα από τα παλαιότερα και πλουσιότερα ασφαλιστικά ταμεία, έφτασε στο σημείο να περικόπτει συνεχώς τις συντάξεις των ναυτικών. Πώς μετά ο ναυτικός να νιώθει υπερήφανος για το επάγγελμά του; Μόνο αυτό καθαυτό το ταξίδι σου δίνει δύναμη να συνεχίσεις. Πιστεύω ότι σαν λαός το έχουμε και λίγο στο DNA μας.
Το πλοίο, λοιπόν, είπαμε ότι το βλέπουμε λίγο σαν σιδερένια φυλακή, που οικειοθελώς κλειστήκαμε μέσα, αλλά πολλές φορές το βλέπουμε ταυτόχρονα και σαν δεύτερο σπίτι μας, το συνηθίζουμε και το αγαπάμε τόσο που πολλές φορές κλαίμε όταν το αποχωριζόμαστε. Και τι πιο ωραίο, σε αυτό το πλωτό σπίτι σου, να φέρεις την γυναίκα και τα παιδιά σου για ένα ή περισσότερα ταξίδια και να νιώσεις κάπως πιο ανθρώπινα;
Ήταν χειμώνας του ’78, μέρες Χριστουγέννων, ερχόμασταν με το Classic του Κώστα Λαιμού φορτωμένοι πετρέλαιο από τον Περσικό με προορισμό το Williamshaven, στην τότε Δυτική Γερμανία. Η θάλασσα αγρίευε και το κρύο γινόταν τσουχτερό από το Γιβραλτάρ και μετά. Πήραμε πιλότο στο Plymouth να μας περάσει από το English Channel και φτάσαμε στο Williamshaven με έναν χιονιά ανυπόφορο. Εκεί περιμέναμε, εγώ και ο καπετάνιος, τις γυναίκες μας να έρθουν από την Ελλάδα. Του καπετάν Μελέτη η γυναίκα του θα έφερνε και τα δύο αγόρια του.
Βγαίνοντας στη Βόρεια Θάλασσα μας έπιασε μια χιονοθύελλα να μην βλέπεις μπροστά σου, προοίμιο του τι θα ακολουθούσε. Αφήσαμε τον πιλότο στο Plymouth και χαράξαμε πορεία για Αμερική. Τα δελτία καιρού που παίρναμε ήταν σκέτη απελπισία, όλος ο Βόρειος Ατλαντικός έβραζε. Βγαίνοντας στον Βισκαϊκό ο φόβος φώλιασε για τα καλά μέσα μας. Κάτι κύματα βουνά, όμοια τους δεν είχαμε ξαναδεί. Το καράβι αγκομαχούσε και περιδινιζόταν.

Σε αυτόν τον χαμό οι μόνοι που κυκλοφορούσαν άνετα ήταν τα παιδιά, ο Γιώργος 4 και ο Τάκης 2 χρονών, ανεβοκατέβαιναν τις σκάλες σαν το σπίτι τους. Ο καπετάν Μελέτης, νυχθημερόν στη γέφυρα, αγωνιούσε πιο πολύ απ’ όλους, και σοφά πράττοντας αφού έβλεπε ότι δεν μπορούσαμε να ταξιδέψουμε δυτικά προς Αμερική άλλαξε πορεία προς τον Νότο.
Ήταν θαρρώ ανήμερα Χριστούγεννα το βράδυ όταν πήραμε το SOS. Κοντά μας ένα πλοίο κινδύνευε, και έπρεπε να πάμε. Πού να πας, όμως, μέσα στον κακό χαμό; Προσπαθούσαμε να γυρίσουμε, να πάμε προς το μέρος τους, αλλά ήταν αδύνατο. Το Andros Patria της Orion κόπηκε στη μέση από την θαλασσοταραχή και τα περισσότερα μέλη του πληρώματος χάθηκαν στα αγριεμένα κύματα.
Παλεύοντας με την φοβερή θαλασσοταραχή και καταχωνιάζοντας τον φόβο μέσα μας, καταφέραμε να φτάσουμε στο Norfolk για να φορτώσουμε κάρβουνο. Ένα ταξίδι δώδεκα ημερών το κάναμε είκοσι. Στο λιμάνι, κάτι οι δουλειές, κάτι ο προγραμματισμός να πάμε μια βόλτα να πατήσουμε λίγο στεριά που λέμε, μας έκανε να ξεχάσουμε όσα περάσαμε στο ταξίδι. Αν, λένε, η μάνα θυμόταν τους πόνους της γέννας και ο ναυτικός τις φουρτούνες, ούτε η μία θα ξαναγένναγε ούτε ο άλλος θα ξαναταξίδευε. Πριν την παγκοσμιοποίηση, και σε έναν κόσμο χωρίς internet, πήγαινες π.χ. στην Ιαπωνία και νόμιζες ότι βρισκόσουν σε άλλο κόσμο. Σήμερα, όλα έχουν γίνει ένα, έχουν τα πάντα αμερικανοποιηθεί.
Ένα φανταστικό λιμάνι ήταν το Wangarei, στο βόρειο νησί της Νέας Ζηλανδίας. Εδώ πήγαμε με το Phassa του Εμπειρίκου, να ξεφορτώσουμε πετρέλαιο που είχαμε φορτώσει από άλλο, μεγαλύτερο πλοίο στη Σιγκαπούρη. Η πρώτη εντύπωση εδώ είναι οι μεγάλες παραλίες με την πιο καθαρή και λευκή άμμο που έχω δει. Έχει μεγάλη παλίρροια και όταν έρχεται η άμπωτη περπατάς στην άμμο και μαζεύεις καβούρια και γαρίδες που δεν πρόλαβαν να γυρίσουν στη θάλασσα.
Οι άνθρωποι εδώ νομίζεις ότι ζουν αποκομμένοι από τον υπόλοιπο κόσμο. Όλοι ρώταγαν να μάθουν νέα από την Ευρώπη, που καθότι είναι μακριά δεν μπορούν να την επισκεφθούν συχνά. Οι περισσότεροι κάτοικοι, εκτός των ιθαγενών maori, είναι ευρωπαϊκής καταγωγής. Την πόλη τη διασχίζει ένα ποτάμι και έχει ένα τεράστιο πάρκο, μέχρι εκεί που φτάνει το μάτι σου.
Με την γυναίκα μου και την κόρη μου, που ήταν μαζί μου σε εκείνο το ταξίδι, πήγαμε σε ένα εμπορικό κέντρο να ψωνίσουμε, γνωριστήκαμε με τον ιδιοκτήτη, του έκανε εντύπωση ότι ήμασταν από την Ευρώπη και μας κάλεσε το βράδυ στο σπίτι του. Μας έκανε τραπέζι, με ένα ωραιότατο κρέας από την φάρμα του –οι περισσότεροι Νεοζηλανδοί έχουν στην κατοχή τους από εκατό και πάνω πρόβατα– μας δάνεισε και το κανό του, και κάναμε βόλτα στο ποτάμι. Είχε ένα πανέμορφο σπίτι, αποικιακού ρυθμού, δίπλα στο ποτάμι. Αυτά το ’87, πριν την Παγκοσμιοποίηση.
Τι θα συμβούλευα κάποιον που το σκέφτεται; Αν είστε επιρρεπείς στην περιπέτεια, αν σας πνίγει η σημερινή κατάσταση, μια καλή διέξοδος είναι το ναυτικό επάγγελμα. Ανεπιφύλακτα δοκιμάστε το, σήμερα έχετε τη δυνατότητα με τον τρόπο εκπαίδευσης και τα sandwich course αν δεν σας αρέσει να την κάνετε με ελαφρά πηδηματάκια.

Ένας κατ’ ανάγκη ναυτικός, έφεδρος.
Μιχάλης Κουνάδης
Α' Μηχανικός Ε.Ν.