Πρέπει να ήταν τουλάχιστον 12 η ώρα. Το κρύο δάγκωνε άσχημα αυτή την εποχή. Ήταν βλέπεις νωρίς ακόμα για το φαινόμενο του θερμοκηπίου. Οι αρκούδες δεν υπέφεραν από αϋπνίες.
- Δυο ποτάκια, είπε. Δυο ποτάκια και θα θυμηθώ, προσπάθησε να πείσει τον εαυτό του.
Σκάναρε τη περιοχή με τα μάτια. Σχεδόν από ένστικτο διέκρινε μια φωτεινή ταμπέλα από νεον.
Σκάναρε τη περιοχή με τα μάτια. Σχεδόν από ένστικτο διέκρινε μια φωτεινή ταμπέλα από νεον.
Πλησίασε με γοργά βήματα. Άνοιξε την πόρτα και τον αγκάλιασε η θαλπωρή της ζέστης. Και της μαύρης μουσικής. Πλησίασε τη μπάρα. Πρώτα έκατσε και μετά παρατήρησε.
Ένας γεροδεμένος μαύρος ήταν πίσω από τον πάγκο. Δύο μέτρα, τετράγωνες πλάτες και ξυρισμένο κεφάλι. Σκούπιζε ευλαβικά ένα ποτήρι. Δίπλα του (αλλοιθώρησε λίγο κοιτάζοντας) καθόταν ένα ξανθό λουκούμι.
Μαύρο κολάν και αβυσσαλέο ντεκολτέ.
Βυζοσκάμπιλο και μνημόσυνο (που λέει και ο it is).
- One beer, please, κατάφερε να αρθρώσει στον μπάρμαν.
- Μήπως θες ούζο? τον ρώτησε σε άπταιστα ελληνικά.
- Οχι ρε πατρίδα (?!), του απάντησε γελώντας. Η μπυρίτσα αρκεί.
Τον σέρβιρε αμέσως. Παραδόξως δεν του ζήτησε τα λεφτά upfront. Ένιωθε όμως το βλέμμα του επάνω του. Ήταν σχεδόν σίγουρος πως κάτι ήθελε να του πει. Ταυτόχρονα κοίταξε γύρω του. Ήταν τόσο σκοτεινά όσο του φαινόταν? Του πήρε δυο λεπτά για να καταλάβει. Όλοι μέσα στο μαγαζί ήταν μαύροι. Αυτό το βλέμμα διαπίστωσης διέκρινε ο μπάρμαν και πήρε το λόγο.
- Πως σου ήρθε να μπεις εδώ μέσα?
- Ρε φίλε, εμείς οι Έλληνες δεν έχουμε τέτοια κολλήματα. Me people, you people. Απλά τα πράγματα. Εσύ θα μου πεις πως ξέρεις Ελληνικά?
- Στην δεκαετία του εβδομήντα ήρθα πρώτη φορά στην Κρήτη. Είχα ακούσει για μια ωραία περιοχή, τα Μάταλα. Ε, από τότε κόλλησα. Κάθε χρόνο παίρνω τη γυναίκα μου (σ.σ. το ξανθό γκομενάκι), κλείνω το μαγαζί για 4 μήνες και λιάζομαι στην παραλία. Τα πρώτα χρόνια που δεν είχα σταθερό income, έβγαζα τα προς το ζην με δουλειές του ποδαριού. Κυριολεκτικά όμως! Έχω πατήσει εγώ σταφύλια στην Κρήτη... Να! Κοίτα.
Και βγάζει ο αθεόφοβος, παπούτσι, κάλτσα, και αραδιάζει μια πατούσα ΝΑ με το συμπάθιο. Σκέτο βατραχοπέδιλο. Έσκασε στα γέλια ο κυρ Σάκης, είχε βοηθήσει βέβαια και η μπύρα. Παρήγγειλε άλλη μία και χάθηκε για λίγο στις σκέψεις του.
Είχε γνωρίσει πολλές «ράτσες» στη ζωή του. Θυμήθηκε μια φορά στον Αμαζόνιο, που έσκαγαν οι ντόπιοι με τις βάρκες και παρακαλάγανε για κανένα βαρέλι πετρέλαιο. Κουβαλούσαν και πραμάτεια για ανταλλαγή. Τσαμπιά με μπανάνες, εξωτικά πτηνά και ερπετά, ότι μπορούσαν. Έτσι είχε πάει τον Γιωργάκη τον παπαγάλο στα παιδιά του στην Αθήνα. Κακόμοιρε Γιωργάκη, από τον Αμαζόνιο στην Κυψέλη και μετά το σεισμό του ‘99 στην Αίγινα, σε νοσοκομείο άγριων ζώων γιατί είχε σπάσει το πόδι του.
Αυτές ήταν οι ευχάριστες αναμνήσεις από φιλικούς ανθρώπους. Δεν ξεχνά όμως και μια φορά στον Περσικό, τότε στον πόλεμο, που είχε φάει ρουκέτα από τον Σαντάμ. Είχαν έρθει με ρυμουλκό να τους μαζέψουν. Αξέχαστη εμπειρία κι αυτή.
Η ώρα περνούσε όμως και άκρη δεν είχε βγάλει. Έπρεπε να επιστρέψει στο λιμάνι, την επόμενη μέρα έφευγαν. Τον γλύτωσε ο νέος του φίλος. Πήρε τα κατάλληλα τηλέφωνα και αφού έκλεισε το μπαρ, τον πήγε ο ίδιος με το αμάξι του. Καλοκάγαθος ο γίγαντας τελικά.
Και έτσι αυτή η ιστορία έγινε μια ευχάριστη ανάμνηση, που 20 χρόνια μετά ζωντάνεψε σε ένα Κυριακάτικο τραπέζι. Cheers!
- One beer, please, κατάφερε να αρθρώσει στον μπάρμαν.
- Μήπως θες ούζο? τον ρώτησε σε άπταιστα ελληνικά.
- Οχι ρε πατρίδα (?!), του απάντησε γελώντας. Η μπυρίτσα αρκεί.
Τον σέρβιρε αμέσως. Παραδόξως δεν του ζήτησε τα λεφτά upfront. Ένιωθε όμως το βλέμμα του επάνω του. Ήταν σχεδόν σίγουρος πως κάτι ήθελε να του πει. Ταυτόχρονα κοίταξε γύρω του. Ήταν τόσο σκοτεινά όσο του φαινόταν? Του πήρε δυο λεπτά για να καταλάβει. Όλοι μέσα στο μαγαζί ήταν μαύροι. Αυτό το βλέμμα διαπίστωσης διέκρινε ο μπάρμαν και πήρε το λόγο.
- Πως σου ήρθε να μπεις εδώ μέσα?
- Ρε φίλε, εμείς οι Έλληνες δεν έχουμε τέτοια κολλήματα. Me people, you people. Απλά τα πράγματα. Εσύ θα μου πεις πως ξέρεις Ελληνικά?
- Στην δεκαετία του εβδομήντα ήρθα πρώτη φορά στην Κρήτη. Είχα ακούσει για μια ωραία περιοχή, τα Μάταλα. Ε, από τότε κόλλησα. Κάθε χρόνο παίρνω τη γυναίκα μου (σ.σ. το ξανθό γκομενάκι), κλείνω το μαγαζί για 4 μήνες και λιάζομαι στην παραλία. Τα πρώτα χρόνια που δεν είχα σταθερό income, έβγαζα τα προς το ζην με δουλειές του ποδαριού. Κυριολεκτικά όμως! Έχω πατήσει εγώ σταφύλια στην Κρήτη... Να! Κοίτα.
Και βγάζει ο αθεόφοβος, παπούτσι, κάλτσα, και αραδιάζει μια πατούσα ΝΑ με το συμπάθιο. Σκέτο βατραχοπέδιλο. Έσκασε στα γέλια ο κυρ Σάκης, είχε βοηθήσει βέβαια και η μπύρα. Παρήγγειλε άλλη μία και χάθηκε για λίγο στις σκέψεις του.
Είχε γνωρίσει πολλές «ράτσες» στη ζωή του. Θυμήθηκε μια φορά στον Αμαζόνιο, που έσκαγαν οι ντόπιοι με τις βάρκες και παρακαλάγανε για κανένα βαρέλι πετρέλαιο. Κουβαλούσαν και πραμάτεια για ανταλλαγή. Τσαμπιά με μπανάνες, εξωτικά πτηνά και ερπετά, ότι μπορούσαν. Έτσι είχε πάει τον Γιωργάκη τον παπαγάλο στα παιδιά του στην Αθήνα. Κακόμοιρε Γιωργάκη, από τον Αμαζόνιο στην Κυψέλη και μετά το σεισμό του ‘99 στην Αίγινα, σε νοσοκομείο άγριων ζώων γιατί είχε σπάσει το πόδι του.
Αυτές ήταν οι ευχάριστες αναμνήσεις από φιλικούς ανθρώπους. Δεν ξεχνά όμως και μια φορά στον Περσικό, τότε στον πόλεμο, που είχε φάει ρουκέτα από τον Σαντάμ. Είχαν έρθει με ρυμουλκό να τους μαζέψουν. Αξέχαστη εμπειρία κι αυτή.
Η ώρα περνούσε όμως και άκρη δεν είχε βγάλει. Έπρεπε να επιστρέψει στο λιμάνι, την επόμενη μέρα έφευγαν. Τον γλύτωσε ο νέος του φίλος. Πήρε τα κατάλληλα τηλέφωνα και αφού έκλεισε το μπαρ, τον πήγε ο ίδιος με το αμάξι του. Καλοκάγαθος ο γίγαντας τελικά.
Και έτσι αυτή η ιστορία έγινε μια ευχάριστη ανάμνηση, που 20 χρόνια μετά ζωντάνεψε σε ένα Κυριακάτικο τραπέζι. Cheers!
Posted 6th February 2007 by lee
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου