Aγαπητοί επισκέπτες του ιστολογίου καλημέρα με ποίηση, η Διοτίμα έλεγε πως όταν καλημερίζουμε ή καληνυχτίζουμε κάποια/ον με ποίηση του μεταβιβάζουμε τη θετική αύρα των Μουσών, και την εύνοια του Θεού Απόλλωνα. Εφόσον το είπε η σοφή Διοτίμα είμαι πεπεισμένος πως αυτό συμβαίνει. Εννοείται βέβαια πως ισχύει το ΄''συν Αθηνά και χείρα κίνει''. Σας χαιρετώ, με σεβασμό και Επικούρεια διάθεση ο Επικούρειος Πέπος. ΥΓ. Στον αυριανό γύρο της Αθήνας θα μας λείπει τελικά η Κορνηλία, ο Αρκάς μου είπε πως θα της αφιερώσει το μετάλλιο που θα πάρει. Εγώ το δικό μου θα το αφιερώσω στη νύφη μου την Ελένη, και στην Ελένη Τσολάκη.
ΟΙ ΑΚΡΟΑΤΕΣ (THE LISTENERS)
«Είναι κάποιος εδώ ;» είπε ο ταξιδιώτης,
Χτυπώντας τη φεγγαρόλουστη πόρτα
Και τ’ άλογό του στη σιωπή μασουλούσε τα χόρτα
Στο καλυμμένο με φτέρες έδαφος του δάσους·
Κι ένα πουλί ξεπετάχτηκε από ένα πυργίσκο,
Πάνω απ’ το κεφάλι του ταξιδιώτη·
Και έκρουσε την πόρτα ξανά για δεύτερη φορά:
«Είναι κάποιος εδώ ;» είπε
Αλλά κανείς δεν εμφανίστηκε στον ταξιδιώτη
Κανένα κεφάλι απ’ το σκεπασμένο με φύλλα περβάζι
Δεν έγειρε να κοιτάξει τα γκρίζα μάτια του,
Εκεί που στεκόταν σαστισμένος κι ακίνητος.
Αλλά μόνο ένα πλήθος από ακροατές φαντάσματα
Όπου κατοικούσε στο ερημικό σπίτι τότε
Έστεκε ακούγοντας στην ησυχία του φεγγαρόφωτου
Αυτή τη φωνή απ’ τον κόσμο των ανθρώπων·
Έστεκε πλημμυρίζοντας τις θαμπές
Ακτίνες του φεγγαριού στη σκοτεινή σκάλα,
Που πηγαίνει κάτω στην άδεια τραπεζαρία,
Ακούγοντας σ’ έναν αέρα αναδευμένο και τρεμάμενο
Απ’ το κάλεσμα του μοναχικού ταξιδιώτη.
Κι ένιωσε στην καρδιά του τη μυστηριακότητά τους,
Τη γαλήνη τους να απαντά στην κραυγή του,
Ενώ τ’ άλογό του κινιόταν,
Κορφολογώνας τη σκοτεινή χλόη,
Κάτω απ’ τον έναστρο και με φυλλωσιές ουρανό·
Καθώς έξαφνα έκρουσε την πόρτα, ακόμη πιο δυνατά,
Και ανασήκωσε το κεφάλι του:
«Πέστε τους πως ήρθα, και κανείς δεν απάντησε,
Ότι κράτησα το λόγο μου» είπε.
Ούτε στο ελάχιστο δε σάλεψαν οι ακροατές,
Παρόλο που κάθε λέξη που έλεγε, έπεφτε
Αντηχώντας μέσα στους ίσκιους του ήσυχου σπιτιού
Απ’ τον μοναδικό άνθρωπο που απόμεινε ξύπνιος:
Ναι, άκουσαν το πόδι του πάνω στον αναβολέα,
Και τον ήχο του σίδερου στην πέτρα,
Και πως η σιωπή ξεχύθηκε απαλά ξωπίσω,
Όταν οι καλπάζουσες οπλές είχαν απομακρυνθεί.
WLP.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου