Life for Life
"Το θαύμα δεν είναι πουθενά
παρά κυκλοφορεί μέσα
στις φλέβες του ανθρώπου!!!"


"Στης σκέψης τα γυρίσματα μ’ έκανε να σταθώ
ιδέα περιπλάνησης σε όμορφο βουνό.
Έτσι μια μέρα το ’φερε κι εμέ να γυροφέρει
τ’ άτι το γοργοκίνητο στου Γοργογυριού τα μέρη !!!"


ΣΤΗΝ ΑΥΛΗ ΜΑΣ
Εμείς στο χωριό μας έχουμε ακόμα αυλές. Εκεί μαζευόμαστε, αμπελοφιλοσοφούμε,
καλαμπουρίζουμε, ψιλοτσακωνόμαστε μέχρι τις... πρώτες πρωινές ώρες! Κοπιάστε ν' αράξουμε!!!
-Aναζητείστε το"Ποίημα για το Γοργογύρι " στο τέλος της σελίδας.

20.12.24

Α] ''ΚΑΤΑΝΑ'' ΤΑ ΣΠΑΘΙΑ ΤΩΝ ΣΑΜΟΥΡΑ'Ι' Β] «Σεπούκου» ή «Χαρακίρι» («Seppuku», «Hara kiri») Γ] Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΣΑΜΟΥΡΑ'Ι'. Δ] Τογιοτόμι Χιντεγιόσι .

Τα μυστικά του σπαθιού των Σαμουράι'

Μαγευτικό και Πανέμορφο Γοργογύρι 20 Δεκεμβρίου 2024

Αν ακουμπήσεις το πιο λεπτό μετάξι στην κόψη της κατάνα, θα το δεις να κόβεται στα δυό.

Το σπαθί των Σαμουράι δε γίνεται από κομμάτια μετάλλου που δένονται μεταξύ τους, όπως το δυτικό σπαθί.Στη Δύση, ένα κομμάτι μέταλλο έμπαινε στη φωτιά κι ύστερα πάνω στο αμόνι, για να δεχθεί το χτύπημα του σφυριού, ώσπου να γίνει αρκετά λεπτό και κοφτερό. Το γεγονός του ενός ενιαίου κομματιού σήμαινε ότι το σπαθί λύγιζε και έσπαγε ευκολότερα. Το πρόβλημα αντιμετωπίστηκε την εποχή των Βίκινγκς, που πρώτοι σκέφτηκαν να κατασκευάσουν σπαθιά από διαφορετικά κομμάτια μέταλλο, μικρότερα, χαρίζοντας έτσι νέα ανθεκτικότητα στις σπάθες τους.
Τα γιαπωνέζικα σπαθιά φτιάχνονται τελείως διαφορετικά: ένα φύλλο, ένα έλασμα μετάλλου διπλώνεται και ξαναδιπλώνεται πάνω από τη φωτιά, ώσπου να γίνει λάμα, μια παντοδύναμη, αιχμηρή λάμα που δε γίνεται να καταστραφεί παρά από τη φωτιά που τη γέννησε.
Ο κατασκευαστής κατάνα δεν ήταν ένας απλός καλός τεχνίτης, όπως ο κατασκευαστής σπαθιών στη δύση. Ήταν πρόσωπο σεβαστό και η τάξη στην οποία ανήκε θεωρούνται από τις κοινωνικά ανώτερες, έχουσα μάλιστα κι ιερατικά καθήκοντα καθώς η κατασκευή κατάνα ήταν τέχνη δοσμένη από τους Θεούς. Σε κάθε κατάνα ο κατασκευαστής της έγραφε, μάλιστα το όνομά του και τους τίτλους ευγενείας που το συνόδευαν.

Πολλές φορές η πρώτη δοκιμή του καινούριου ξίφους του Σαμουράι γινόταν πάνω σε κάποιον καταδικασμένο εγκληματία ή, αν δεν υπήρχε η δυνατότητα, σε κάποιο πτώμα που το ξίφος έπρεπε να κόψει στα δυό.
Η τέχνη του σπαθιού είναι η μητέρα του κώδικα τιμής. Προηγείται. Η δημιουργία του Κενζούτσου τοποθετείται στον 11ο αιώνα και τα χαρακτηριστικά του είναι καθαρά επιθετικά. Σκοπός του μόνον ο φόνος. Ο σαμουράι δεν έχει κανένα λόγο να χαριστεί στον αντίπαλό του, θέλει να τον σκοτώσει χωρίς να του δωσει ευκαιρία αλλά και χωρίς να ξεπέσει στη βαρβαρότητα.Η επίδειξη δεν είναι μες στις προθέσεις του – το πάθος όμως είναι βασικό συστατικό στον πόλεμό του. Χαρακτηριστικά, στο άθλημα που προέκυψε από το Κενζούτσου, το Κέντο – «ο τρόπος των σπαθιών»- μετρά κι ανταμείβεται βαθμολογικά το πάθος με το οποίο γίνεται μια επίθεση, σε αντίθεση με την μοντέρνα δυτική αθλητική ξιφασκία όπου τον πρώτο ρόλο έχει η ανδροπρεπής χάρη, ειδικά στην άμυνα. Η χάρη στο Κενζούτσου είναι στρατιωτική.
Στην ιαπωνική μυθολογία το πρώτο σπαθι το κατασκεύασε ο θεός Ιζανάγκι για να σκοτωσει το γιό του, το Θεό της Φωτιάς, ο οποίος όταν γεννήθηκε προκάλεσε τέτοιους πόνους στη μητέρα του Ινζανάμι, που εκείνη εγκατέλειψε το συζυγό της και κρύφτηκε στα έγκατα της γης. Το πρώτο αυτό σπαθί κατέληξε σε γυναικεία χέρια: στην κόρη του Ιζανάγκι και θεά του Ήλιου, Αματεράσα Ομικάμι, η οποία το παρέδωσε τελικά στον εγγονό της, Νινίγκι-νο Μικότο για να κυβερνήσει τη Γη.
Για να δείτε τους Αγγλικούς υπότιτλους, πατήστε το κουμπί cc και μετά αγγλικούς υπότιτλους.
Δυστυχώς δεν μπόρεσα να βρω το ντοκιμαντέρ στα Ελληνικά.

Οι ρίζες του Ιαπωνικού σπαθιού προέρχονται πιθανότατα από την Κίνα και η αρχική τεχνολογία κατασκευής τους έφτασε στην Ιαπωνία μέσω της Κορέας. Τα πρώτα σπαθιά που γνωρίζουμε προέρχονται από τάφους που χρονολογούνται στον 4ο – 5ο αιώνα μ.χ. Οι λεπίδες αυτές είναι ίσιες και έχουν μονή κόψη. Αυτά τα σπαθιά είναι γνωστά ως Chokuto. Στην περίοδο Heian τα πρώτα γνώριμα σπαθιά έχουν αναπτυχθεί, και χαρακτηρίζονται από καμπυλωτές μακριές λεπίδες μονής εξωτερικής κόψης που προοριζόταν για έφιππες μάχες. Τα σπαθιά αυτά έχουν όλα τα χαρακτηριστικά της ιδιαίτερης κατασκευής που κάνουν τα ιαπωνικά σπαθιά ξεχωριστά. Αυτή την τεχνική θα την αναλύσουμε λίγο αργότερα. Τα σπαθιά αυτά χαρακτήριζαν την πρώτη εποχή του Ιαπωνικού σπαθιού (Koto) και είναι γνωστά ως Tachi.

Οι λόγοι για την εμφάνιση τους ήταν πρακτικοί. Επειδή πολεμούσαν από τα αλόγα υπήρχε η ανάγκη για ένα σπαθί που έκοβε σαν ξυράφι και όχι για ένα σπαθί που καρφωνόταν στο κορμί του εχθρού. Σε αυτό οφείλεται και η μονή κόψη και το καμπυλωτό σχήμα. Για το σχήμα υπήρχε ο επιπλέον λόγος ότι ήταν πιο εύκολο και γρήγορο να βγάλει κανείς το σπαθί από την θήκη του. Το Tachi ήταν πιο μακρύ από τα μετέπειτα σπαθιά αλλά έπρεπε και να μπορούν να το κρατάνε με το ένα χέρι, οπότε η λεπίδα χαρακτηριζόταν από την λεπτότητα της και το μικρό της πλάτος για λόγους βάρους. Το Tachi το φορούσαν στην μέση με την κοφτερή πλευρά της λεπίδας να κοιτά προς τα κάτω. Ελάχιστα γνωρίζουμε για τους σιδηρουργούς εκείνης της εποχής.
Η εποχή των εμφυλίων που ακολούθησε (Kamakura) υπήρξε η χρυσή εποχή του ιαπωνικού σπαθιού αφού όλες οι τεχνολογικές εξελίξεις που καθόρισαν την τελική μορφή του, εμφανιστήκαν τότε. Σε αυτή την περίοδο για πρώτη φορά οι σιδηρουργοί εισήγαγαν μαλακό ατσάλι χαμηλό σε περιεκτικότητα άνθρακα, στο σκληρό πλούσιο σε άνθρακα περίβλημα του σπαθιού. Σε αυτή την περίοδο δημιουργηθήκαν τα κοντά σπαθιά Tanto για να χρησιμοποιούνται σε μάχες χέρι με χέρι. Παράλληλα τα Tachi έγιναν βαρύτερα και κοντύτερα για χρήση και με τα δυο χέρια. Το βάρος των τακτικών είχε πέσει στην ανάπτυξη του πεζικού. Μέχρι την περίοδο Muromachi είχαν εδραιωθεί οι πέντε βασικές σχολές κατασκευής του Ιαπωνικού σπαθιού με πιο γνωστή την σχολή Bizen. Tην ίδια περίοδο έκαναν την εμφάνιση τους και τα Uchigatana που ήταν σπαθιά μεσαίου μήκους για χρήση σε εσωτερικούς χώρους, και ήταν οι πρόγονοι των Wakizashi. Τέλος στη περίοδο Momoyama (1568-1603) το Tachi καταργήθηκε και εδραιώθηκε το ζευγάρι των δυο σπαθιών (Daisho) που όλοι γνωρίζουμε σήμερα, το Katana και το κοντύτερο Wakizashi. Αυτά τα σπαθιά μπορούσαν να τα φέρουν μόνο όσοι ανήκαν στην τάξη των Samurai. Εμφανισιακά το Katana είναι παρόμοιο με το Tachi, αλλά είναι ελαφρώς κοντύτερο, πιο παχύ με μεγαλύτερη μύτη, συνήθως μικρότερη καμπυλότητα, και μεγαλύτερη Tsuba (sword guard). Το Wakizashi είναι απλώς μια μικρότερη έκδοση του μεγάλου του αδερφού. Πολλές φορές οι Samurai έφεραν και ένα Tanto που χρησιμοποιούσαν για δολοφονίες και τελετουργική αυτοκτονία. Το Tanto το έφεραν και οι γυναίκες των Samurai για προστασία.
Το βασικότερο πρόβλημα που είχαν οι Ιάπωνες ήταν η έλλειψη πλουσίου ορυκτού πλούτου στη χώρα τους. Για να κατασκευαστεί το ατσάλι που χρειαζόταν για τα σπαθιά χρειάστηκε να αναπτυχθούν ορισμένες χρονοβόρες τεχνικές. Το σίδηρο το έβρισκαν σε μορφή ρινισμάτων στις κοίτες των ποταμών. Χρησιμοποιούσαν ειδικά κατασκευασμένους κλιβάνους (Tatara) οπού αναμείγνυαν τα ρινίσματα με κάρβουνο από καμένα δέντρα. Τα έψηναν σε μεγάλες θερμοκρασίες και το κατακάθι της διαδικασίας ήταν ένα πλούσιο σε άνθρακα ατσάλι. Η Tatara ήταν κατασκευασμένη έτσι ώστε να ελέγχεται η περιεκτικότητα του ατσαλιού σε άνθρακα, ανάλογα με το πιο μέρος του σπαθιού θα το χρησιμοποιούσαν. Στην ταινία του Miyazaki, Princess Mononoke, η πόλη της Λαίδης Eboshi κάνει αυτή την δουλειά χρησιμοποιώντας τα δέντρα για άνθρακα και σίδερο από την λίμνη. Οι κλίβανοι που χρησιμοποιούν οι πρώην πόρνες είναι Tatara.
Το ατσάλι που παράγεται στην Tatara ονομάζεται Tamahagane και είναι η πρώτη ύλη για τα γιαπωνέζικα σπαθιά
Τα επόμενα στάδια τώρα είναι δουλειά του σιδηρουργού. Υπάρχουν συγκεκριμένα χαρακτηριστικά που θέλει να πετύχει. Το σπαθί που θα φτιάξει θα πρέπει να μην σπάει (unbreakability), να είναι εύκαμπτο (rigidity), και να κόβει σαν ξυράφι. Αυτά τα χαρακτηριστικά είναι εξαιρετικά δύσκολο να συνδυαστούν. Το ένα βασίζεται σε μαλακό ατσάλι (low Carbon) ενώ τα αλλά δυο χρειάζονται σκληρό ατσάλι (High Carbon). Το σκληρό ατσάλι σπάει εύκολα, ενώ το μαλακό δεν κόβει καλά. Οι Γιαπωνέζοι σιδηρουργοί κατάφεραν να συνδυάσουν τα χαρακτηριστικά αυτά χρησιμοποιώντας τρία διαφορετικά στάδια στο forging process.
* Ένα εξωτερικό περίβλημα σκληρού ατσαλιού δημιουργείται διπλώνοντας το μέταλλο μέχρι και 10 φορές η παραπάνω για να επιτευχθεί ίση κατανομή του άνθρακα στο μέταλλο και να απομακρυνθούν ατέλειες (phosphates & sulphates). Το αποτέλεσμα είναι ένα ατσάλι με πολλά επίπεδα (layers) και συγκεκριμένα αισθητικά χαρακτηριστικά (δημιουργούνται αυλακωτές γραμμές που μοιάζουν με αυτές ενός κομμένου ξύλου).
* Μαλακό ατσάλι χρησιμοποιείται για το εσωτερικό της λεπίδας και το σκληρό ατσάλι τυλίγεται γύρω του.
* Η λεπίδα επικαλύπτεται κατά το μήκος της κόψης με πηλό ανακατεμένο με στάχτη. Ο πηλός δεν καλύπτει όλο τα πλάτος της λεπίδας. Το σπαθί μετά πυρακτώνεται μέχρι να φτάσει σε μια κρίσιμη θερμοκρασία η οποία υπολογίζεται από το χρώμα της πυρακτωμένης λεπίδας. Αυτό είναι το πιο κρίσιμο σημείο που μπορεί να καταστραφεί ένα σπαθί. Ο έμπειρος σιδηρουργός θα βγάλει τη λεπίδα από την φωτιά την κατάλληλη στιγμή και θα την βουτήξει σε παγωμένο νερό. Η απότομη ψύξη σε συνδυασμό με τον πηλό θα αποφέρει μια λεπίδα, τα μέρη της οποίας ψύχθηκαν με διαφορετική ταχύτητα. Αυτό οδηγεί σε μια κόψη με σκληρή (martensitic) επιφάνεια που θα κόβει σαν ξυράφι, και μια μαλακότερη πίσω επιφάνεια (pearlitic) που είναι πιο εύκαμπτη και αντέχει σε κραδασμούς.
Ο συνδυασμός αυτών των τεχνικών οδηγεί σε ένα τέλειο σπαθί που κατέχει όλα τα επιθυμητά χαρακτηριστικά
Tα επόμενα στάδια έχουν να κάνουν με το σχήμα και τα αισθητικά χαρακτηριστικά του σπαθιού. Ο σιδηρουργός θα καθορίσει την καμπυλότητα του σπαθιού, το μήκος και σχήμα της μύτης, και τις αυλακώσεις η τα σχεδία που θα χαράξει πάνω στην λεπίδα. Όλα αυτά τα χαρακτηριστικά είναι προϊόν των προτιμήσεων του σιδηρουργού η του πελάτη για τον οποίο φτιάχνεται το σπαθί. Αφού ο σιδηρουργός είναι απόλυτα ευχαριστημένος από την δουλειά του, θα χαράξει την υπογραφή του στη λαβή της λεπίδας.
Το επόμενο στάδιο του Polishing (ακόνισμα) συνήθως το αναλαμβάνει ένας ειδικός τεχνίτης που είναι εξειδικευμένος σε αυτή την δουλειά. Δεν έχει καμιά σχέση με τον τροχό ακονίσματος που χρησιμοποιείται στην Ευρώπη, αλλά πρόκειται για μια επίπονη διαδικασία που κρατάει τουλάχιστον ένα μήνα.
Ο Polisher χρησιμοποιεί ένα σύνολο από ειδικές πέτρες με διαφορετική επιφάνεια που τις χρησιμοποιεί διαδοχικά πάνω στην επιφάνεια της λεπίδας. Αυτό είναι μια επίπονη και χρονοβόρα διαδικασία που απαιτεί μεγάλη τέχνη και υπομονή. Ο σκοπός είναι διπλός. Πρώτον να ακονιστεί η κόψη και να αποκτήσει τις κοπτικές ιδιότητες ενός ξυραφιού. Δεύτερον, να αναδειχθούν οι ικανότητες του σιδηρουργού κάνοντας εμφανή τα layers του διπλωμένου ατσαλιού, και παράλληλα να αναδειχθεί το Hamon που είναι το ίχνος που αφήνει στη λεπίδα η διαδικασία με το πηλό.
Το Hamon εμφανίζεται σαν μια χλωμή λευκή επιφάνεια κατά το μήκος της κόψης. Το σχήμα του εξαρτάται από το τρόπο που άπλωσε τον πηλό ο σιδηρουργός. Υπάρχουν διάφορα στυλ. Το Hamon σε συνδυασμό με τα layers του διπλωμένου ατσαλιού δημιουργούν ένα σπαθί μοναδικής ομορφιάς.
Αφού ολοκληρωθεί η διαδικασία του polishing, δεν σημαίνει ότι το σπαθί είναι έτοιμο. Μέχρι τώρα απλά έχουμε μια λεπίδα. Τώρα πρέπει να ντύσουμε το σπαθί. Πρέπει να κατασκευαστεί η λαβή (Τsuka), η Tsuba (sword guard), και η saya (θήκη). Όλα αυτά σε ένα περίπλοκο και ακριβό σπαθί μπορεί να απαιτήσουν διαφορετικό τεχνίτη για κάθε μέρος.

Τα μέρη αυτά του σπαθιού είναι και τα ιδία συλλεκτικά αντικείμενα και πολλές φορές είναι δημιουργήματα διάσημων τεχνιτών. Αυτό ισχύει ειδικά με τις Tsuba οι οποίες πολλές φορές έχουν περίπλοκα σχεδία από χρυσαφί και αλλά κράματα μετάλλων, και συνήθως είναι υπογεγραμμένα από τους δημιουργούς τους. Η κάλυψη της λαβής είναι κατασκευασμένη από ξύλο τυλιγμένο με δέρμα σελαχιού. Από πάνω τυλίγεται με μετάξι, μαλλί η δέρμα. Η Saya είναι συνήθως φτιαγμένη από λακαρισμένο ξύλο και είναι μερικές φορές διακοσμημένη με διακριτικά σχέδια
Μια ολοκληρωμένη πλούσια διακόσμηση που περιλαμβάνει όλα τα προβλεπόμενα ρούχα ενός σπαθιού ονομάζεται Koshirae. Για λόγους κόστους, πολλές καινούριες λεπίδες εφαρμόζονται σε θήκες από λείο λευκό ξύλο, χωρίς κανένα από τα παραπάνω εξαρτήματα. Αυτό ονομάζεται Shirasaya.Πηγή: http://www.youtube.com
==================
ΣΕΠΟΥΚΟ Η ΧΑΡΑΚΙΡΙ
Κατά την Ιαπωνική Παράδοση μετά την έλευση στην χώρα του Βουδισμού και την καθιέρωση του κώδικα «Μπουσίντο» («Bushido»), η τελετουργική αυτοκτονία σε περίπτωση που απειλείται η τιμή ή η αξιοπρέπεια ενός πολεμιστή ή ευγενή.

«Σεπούκου» ή «Χαρακίρι» («Seppuku», «Hara kiri»). Κατά την Ιαπωνική Παράδοση μετά την έλευση στην χώρα του Βουδισμού και την καθιέρωση του κώδικα «Μπουσίντο» («Bushido»), η τελετουργική αυτοκτονία σε περίπτωση που απειλείται η τιμή ή η αξιοπρέπεια ενός πολεμιστή ή ευγενή: «Η νίκη ή η ήττα είναι αποτελέσματα της τυχαίας δύναμης των συνθηκών. Αυτό που διαφέρει είναι η αποφυγή της αναξιοπρέπειας και αυτό γίνεται μόνο στον θάνατο» («Hagakure» ή «Ο Δρόμος των Σαμουράϊ», 1709 -1716).

Η ιδεολογική – ηθική – θρησκευτική βάση του «Σεπούκου», που δίνει μεγαλύτερη έμφαση στην τιμή από την διατήρηση στην ζωή, βρίσκεται στην βουδιστική αντίληψη ότι ο ανθρώπινος βίος είναι μία παροδική κατάσταση, σε συνδυασμό με την κομφουκιανή υπευθυνότητα προς την οικογένεια και τους ιεραρχικά ανώτερους, καθώς και με τον ανιμισμό και την λατρεία των προγόνων του παραδοσιακού - πολυθεϊστικού Σίντο.
ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΑΠΟ ΕΝΑΝ ΔΥΤΙΚΟ
Αναφορικά με το «Σεπούκου» γράφει ο ιστορικός Στέφεν Θάμπουλ (Stephen Tumbull): «Το σεπούκου είναι πιο γνωστό στον δυτικό κόσμο ως χαρακίρι (κόψιμο της κοιλιάς) και είναι κάτι τόσο ξένο προς την ευρωπαϊκή παράδοση, που έγινε μία από τις ελάχιστες λέξεις των σαμουράϊ που πέρασαν σε άλλες γλώσσες δίχως ανάγκη να μεταφραστούν. Το σεπούκου συνήθως γινόταν με ένα ξιφίδιο, μετά από πολύωρη προετοιμασία και τελετή στο σπίτι ή βιαστικά σε μία ήσυχη γωνία του πεδίου της μάχης, ενώ οι συμπολεμιστές κρατούσαν σε απόσταση τον εχθρό.

Στον κόσμο των πολεμιστών, το σεπούκου ήταν μία εκδήλωση του θάρρους που έπρεπε να δείξει ένας σαμουράϊ που ήξερε ότι είχε ηττηθεί ή είχε ατιμαστεί ή πληγωθεί ηθικά. Σήμαινε ότι είχε τελειώσει την ζωή του καθαρός από κάθε προσβολή και με την υπόληψή του όχι απλώς άθικτη, αλλά επιπλέον και ανεβασμένη. Το κόψιμο της κοιλιάς απελευθέρωνε το πνεύμα του σαμουράϊ με τον πιο δραματικό τρόπο, αλλά ήταν ένας υπερβολικά επώδυνος και αγωνιώδης τρόπος θανάτου, με αποτέλεσμα συχνά ο σαμουράϊ που το διέπραττε να ζητάει από έναν αφοσιωμένο σύντροφό του να τού κόψει το κεφάλι την στιγμή της κορύφωσης της αγωνίας» («Samurai. The World of the Warrior»).

ΤΟ ΤΥΠΙΚΟ ΤΟΥ «ΣΕΠΟΥΚΟΥ»

Το πρώτο «Σεπούκου» έχει καταγραφεί ιστορικά κατά την περίοδο Χεϊάν (Heian, 794 - 1185) από έναν πολεμιστή από το Μιναμότο (Minamoto), ωστόσο η τέλεσή του γενικεύθηκε, καθώς και εμπλουτίσθηκε το τελετουργικό του κατά την μακρά περίοδο των εμφυλίων πολέμων «Sengoku - jidai» («Εποχή της εμπόλεμης χώρας»). Από την γρήγορη αυτοκτονία του ηττημένου σαμουράϊ στο πεδίο της μάχης, το Σεπούκου ντύθηκε σιγά - σιγά με ένα πλούσιο και επιβλητικό τελετουργικό. Λευκοντυμένος ο σαμουράϊ που πρόκειτο να αυτοχειριαστεί, γονάτιζε συνήθως στο μέσον ενός κήπου ή ενός βουδιστικού (και ουδέποτε σιντοϊστικού) Ναού μπροστά σε έναν ξύλινο δίσκο (που μετά την αυτοκτονία καιγόταν), επάνω στον οποίο βρίσκονταν χαρτί, μελάνι, μία κούπα σακέ και ένα μικρό μαχαίρι (το «tanto»). Ο αυτόχειρας έπινε συμβολικά σε 2 γουλιές το σακέ, έγραφε στο χαρτί ένα αποχαιρετιστήριο ποίημα και προχωρούσε με το «tanto» στο οριζόντιο άνοιγμα της κοιλιάς του («hara», που στον Βουδισμό είναι το κέντρο της ανθρώπινης προσωπικότητας). Δεύτερη τομή της κοιλιάς, κάθετη και προς τα επάνω, αποτελούσε δείγμα εξαιρετικής γενναιότητας και ψυχικής δύναμης (η ακραία αυτή μορφή του «Σεπούκου» λεγόταν «jumonji giri»).
Τον αυτόχειρα βοηθούσε ο λεγόμενος «καϊσάκου» («Kaishakunin», «Αξιωματικός του Θανάτου», ένας ρόλος που αποτελούσε εξαιρετική τιμή), εξουσιοδοτημένος να κόψει το κεφάλι του συντρόφου του αμέσως μετά το άνοιγμα της κοιλιάς του και να δώσει τέλος στον πόνο του. Το σπαθί του «καϊσάκου» με το οποίο είχε κόψει το κεφάλι του συντρόφου του, θεωρούμενο μολυσμένο καταστρεφόταν αμέσως μετά την τελετή. Η πιο σκληρή μορφή «Σεπούκου», που δεν απαιτούσε παρουσία «καϊσάκου», ήταν το προαναφερθέν «jumonji giri» («σταυρωτό κόψιμο»), κατά το οποίο ο αυτόχειρας πέθαινε αργά από αιμορραγία με σταυροειδώς ανοικτή την κοιλιά του.

ΤΟ «ΣΕΠΟΥΚΟΥ» ΤΩΝ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

Το «Σεπούκου» δεν ήταν αποκλειστικό προνόμιο των πολεμιστών ή των ανδρών. Έχουν καταγραφεί και περιπτώσεις τέτοιου αυτοχειριασμού γυναικών ή ανήλικων παιδιών. Το γυναικείο «Σεπούκου» λεγόταν «Τζιγκάϊ» («Jigai»). Η πιο γνωστή γυναίκα αυτόχειρας με «Τζιγκάϊ» ήταν η σύζυγος του στρατηγού Νόγκι Μαρεσούκε (Nogi Maresuke) που έφυγε μαζί του το έτος 1912.

Την γενίκευση της τέλεσης «Σεπούκου» κατά την διάρκεια των ηρωϊκών χρόνων της φεουδαρχικής Ιαπωνίας (1192 - 1868), όταν πολύ συχνά οι σαμουράϊ το έπρατταν για να ακολουθήσουν στον θάνατο τον πεθαμένο κύριό τους (πρόκειται για το λεγόμενο «οϊμπάρα», «oibara» ή «τσουϊφούκου», «tsuifuku»), προσπάθησαν να σταματήσουν διάφοροι ηγεμόνες, όπως λ.χ. ο σογκούν Τοκουγκάβα Ιεϊάσου, που το 1603 απαγόρευσε με έδικτό του την τέλεση «Σεπούκου» σε όλες τις τάξεις των ακολούθων του. Οι απαγορεύσεις όμως δεν έφεραν κανέναν αποτέλεσμα, αντίθετα οι σαμουράϊ τελούσαν συχνά «Σεπούκου» και για άλλους σκοπούς, όπως λ.χ. για να διαμαρτυρηθούν για κάποια αδικία ή για να προσπαθήσουν να μεταπείσουν τον κύριό τους. Με «Σεπούκου» αυτοκτόνησε στις 24 Σεπτεμβρίου 1877 ο θρυλικός «τελευταίος σαμουράϊ» Τακαμόρι Σαϊγκό (Takamori Saigο, 1827 - 1877), όταν έχασε την τελευταία του μάχη κατά των εκδυτικιστών.

ΤΟ «ΣΕΠΟΥΚΟΥ» ΣΤΑ ΝΕΟΤΕΡΑ ΧΡΟΝΙΑ
Ομαδικά «Σεπούκου» στρατιωτικών σημειώθηκαν το 1868 (από τους τραγικούς 20 νεαρούς πολεμιστές «Byakkotai»), το 1895 (όταν επεστράφησαν κάποια εδάφη στην Κίνα) και το 1945, στο τέλος δηλαδή του Β Παγκοσμίου Πολέμου (από αξιωματικούς, στρατιώτες, αλλά και απλούς πολίτες που δεν δέχονταν να παραδοθούν στους Αμερικανούς, αλλά και από αξιωματικούς που σπρώχτηκαν στην αναπόφευκτη παράδοση, όπως λ.χ. ο στρατηγός Κορετσίκα Ανάμι, Korechika Anami, 1887 – 15 Αυγούστου 1945).

Στην σημερινή Ιαπωνία πάντως το «Σεπούκου» αποτελεί παρελθόν, με σπανιότατες εξαιρέσεις λίγων αφοσιωμένων στην Εθνική Παράδοση Ιαπώνων. Το 1970 συγκλόνισε ολόκληρο τον κόσμο η επιδεικτική αυτοκτονία με «Σεπούκου» του βραβευμένου λογοτέχνη Γιούκιο Μίσιμα, σε ένδειξη διαμαρτυρίας για τον εξαμερικανισμό και κατά προέκταση την ηθική και πνευματική κατάπτωση της πατρίδας του.

Βλάσης Γ. Ρασσιάς, 2007
===================
Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΣΑΜΟΥΡΑ'Ι'
Ο Σάιγκο Τακαμόρι, (西郷 隆盛 Saigō Takamori,
23 Ιανουαρίου 1828 - 24 Σεπτεμβρίου 1877), ο τελευταίος σαμουράι, όπως αποκλήθηκε[1], υπήρξε σημαντική φυσιογνωμία της ιαπωνικής ιστορίας. Βοήθησε στην παλινόρθωση του αυτοκράτορα στην περίοδο Μεϊτζί και κατόπιν κυνηγήθηκε από τους αυτοκρατορικούς συμβούλους. Έγραψε ποίηση με το λογοτεχνικό ψευδώνυμο Σάιγκο Νανσού (西郷 南洲).[2]
Βίος Ο Σάιγκο γεννήθηκε στο Καγκοσίμα, σε μια οικογένεια με κληρονομικά ευγενικές καταβολές, αν και κατώτερης τάξης[3]. Ο πατέρας του Σάιγκο έζησε περισσότερο σαν γκόσι, (αυτάρκης αγρότης-πολεμιστής), παρά σαν σαμουράι, (σι ή Τζοκάσι). Η οικογένεια δανείστηκε τα χρήματα για να αγοράσει γη για καλλιέργεια. Το οικογενειακό υπόβαθρο του Σάιγκο ήταν εξαρχής συνδεδεμένο με την επαρχία Σατσούμε και υπηρετούσε τον νταΐμιο Σιμάτζου. Η πατριά Σιμάτζου αντιτάχθηκε ούτως ή άλλως στο σογκουνάτο Τοκουγκάβα το 1600 και έτσι ο νταΐμιο Τοτζάμα χαρακτηρίστηκε ως «εξωτερικός άρχοντας». Οι σαμουράι που δεν αντιτάχθηκαν, χαρακτηρίστηκαν ως Φουντάι νταΐμιο, δηλαδή «υποτελείς κύριοι». Το σογκουνάτο κρατούσε τους νταΐμιο υπό τον έλεγχό του, υποχρεώνοντάς τους να μένουν ένα μέρος του χρόνου στο Έντο, (Τόκιο), αναγκάζοντάς τους κατά συνέπεια τους σε ακριβά, χρονοβόρα ταξίδια, κρατώντας ταυτόχρονα τις οικογένειές τους ως όμηρους στο κάστρο Έντο.
Ο οίκος Σιμάτζου έκρυψε τον Σάιγκο όταν κυνηγήθηκε από την αυτοκρατορική κυβέρνηση και τον εξόρισε στα νησιά Αμάμι, όπου ανακάλυψε μια κουλτούρα διαφορετική από εκείνη στην οποία γεννήθηκε και μεγάλωσε. Τελικά κατέληξε να αγαπήσει τα νησιά Αμάμι και τον πολιτισμό τους. Ο Σάιγκο εξορίστηκε για δεύτερη φορά σε ένα άλλο νησί Αμάμι, το Οκινοεραμπουκίμα. Φαίνεται πως η αυτοκρατορική κυβέρνηση ήθελε να τον βγάλει από τη μέση, αλλά τον ήθελε ζωντανό. Τον κάλεσε άλλωστε πίσω για να υπηρετήσει όταν άλλαξε το πολιτικό κλίμα. Το νησί Οκινοεραμπουκίμα ήταν ένας ψυχρός, δυσάρεστος τόπος με ισχυρούς ανέμους. Κρατήθηκε εκεί για δύο χρόνια και υπέστη αρκετές κακουχίες που αποδυνάμωσαν την υγεία του. Στην αρχή τον κρατούσαν σε μια περίφραξη που έμοιαζε με κλουβί και εργότερα τον περιόρισαν κατ' οίκον. Όντας εξόριστος στο Οκινοεραμπουκίμα μελέτησε την τέχνη της καλλιγραφία και έγινε δάσκαλος των παιδιών. Διάβασε εκτενώς την κινεζική και ιαπωνική φιλοσοφία, καθώς επίσης τους Κινέζους κλασικούς και την ποίηση. Σε αυτή τη στιγμή στη ζωή του έγινε ποιητής και ένα από τα καλύτερα ποιήματά του ήταν το «Σκέψεις στη φυλακή».

Ο Σάιγκο εξορίστηκε ενάντια στη θέλησή του, αλλά αυτό τον βοήθησε να δυναμώσει το χαρακτήρα του, δεδομένου ότι είχε το χρόνο να αναπτύξει τα πολιτιστικά του ενδιαφέροντα και να σκεφτεί για τη ζωή και την πολιτική του. Έμαθε να απολαμβάνει τα πιο απλά πράγματα ως μοναχός του Ζεν Βουδισμού και αποσύρθηκε από την πολιτική από το 1874 έως το 1876. Βρήκε τη γαλήνη ψαρεύοντας, διαβάζοντας βιβλία, μαθαίνοντας καλλιγραφία, εντρυφώντας στη χαλάρωση με διαλογισμό Ζεν. Όταν είχε χρόνο, έφτιαχνε αχυρένια σαντάλια.
Κοινωνικές και πολιτισμικές αλλαγές Ο Σάιγκο Τακαμόρι έζησε σε μια περίοδο μεγάλων αλλαγών κοινωνικών, πολιτικών και πολιτισμικών. Συνεπώς έχει μεγάλη σημασία να γνωρίζουμε την πραγματική σημασία της εποχής του σογκουνάτου Τοκουγκάβα για τους σαμουράι και τα ήθη τους. Η κυριαρχία των σαμουράι έφθασε στην πλήρη άνθησή της κατά την πρώιμη περίοδο Τοκουγκάβα, όταν οι ταξικές διακρίσεις ήταν ιδιαίτερα εμφανείς. Οι σαμουράι βρίσκονταν στην κορυφή των τεσσάρων τάξεων -επάνω από τους αγρότες, τους τεχνίτες και τους εμπόρους. Ήταν οι μόνοι που επιτρεπόταν να φέρουν ξίφη και είχαν το δικαίωμα να σκοτώνουν οποιοδήποτε μέλος των κατώτερων τάξεων για ασεβή συμπεριφορά.
Το σογκουνάτο Τοκουγκάβα εγκαθιδρύθηκε στο Έντο και παρέμεινε στην εξουσία επί 250 χρόνια. Ήταν χρόνια ειρήνης και σταθερότητας στην Ιαπωνία, που χαρακτηρίστηκαν από την απομόνωση από τον εξωτερικό κόσμο, την αύξηση των πόλεων, την οικονομική ανάπτυξη και την κοινωνική κινητικότητα. Εντούτοις, κατά τη διάρκεια του 17ου και 18ου, πολλοί σαμουράι βρέθηκαν άνεργοι καθώς οι κύριοί τους έχασαν τη γη τους με τoυς αναδασμούς της γης. Πολλοί έγιναν ρόνιν ή σαμουράι χωρίς αφέντη. Οι μαχητικές τους δεξιότητες δε θεωρούνταν πλέον σημαντικές και οι σαμουράι ως τάξη υπέστησαν σημαντικές φθορές. Ορισμένοι από αυτούς αναζήτησαν θέσεις ως ανώτεροι υπάλληλοι στην κυβέρνηση Μεϊτζί.
Mε τον όρο παλινόρθωση Μεϊτζί (Μeiji Ishin) οι ιστορικοί περιγράφουν συνήθως μια αλυσίδα γεγονότων που οδήγησαν σε μια αλλαγή στην πολιτική και κοινωνική δομή της Ιαπωνίας από το 1866 έως το 1869, μια περίοδο 4 ετών του τέλους της εποχής Έντο (συχνά αποκαλείται και εποχή του σογκουνάτου Τοκουγκάβα) και αρχή της εποχής Μεϊτζί. Ο σχηματισμός της συμμαχίας Σάτσο το 1866 μεταξύ του Σάιγκο Τακαμόρι, ηγέτη της επαρχίας Σατσούμε και του Κίντο Ταγκαγιόσι, ηγέτη της επαρχίας Κχόσου, οριοθετεί την έναρξη της παλινόρθωσης Μεϊτζί. Οι δύο ηγέτες υποστήριξαν τον αυτοκράτορα ενάντια στο σογκουνάτο Τοκουγκάβα (bakufu) και αποκατατέστησαν την αυτοκρατορική δύναμη.

Το σογκουνάτο Τοκουγκάβα τερματίστηκε επίσημα στις 9 Νοεμβρίου 1867 με την παραίτηση του 15ου σόγκουν Τοκουγκάβα Γιοσινόμπου και την "παλινόρθωση" (Taisei Houkan) του αυτοκρατορικού κανόνα. Ο 15χρονος Μουτσουχίτο διαδέχθηκε τον πατέρα του, αυτοκράτορα Κομέι, και τον επόμενο χρόνο έγινε ο αυτοκράτορας Μεϊτζί ή "φωτισμένος κανόνας" και υπέγραψε τον Καταστατικό Όρκο. Σύντομα τον Ιανουάριο του 1868, άρχισε ο πόλεμος Μποσίν (πόλεμος του έτους του δράκου) με τη μάχη του Τόμπα Φουσίμι, στον οποίο ο στρατός της νέας κυβέρνησης, νίκησε τον στρατό του σόγκουν με τη βοήθεια των Τακαμόρι και Τακαγιόσι. Ο πόλεμος τελείωσε στις αρχές του 1869 με την πολιορκία του Χακοντάτε, στο νησί Χοκάιντο. Η στρατιωτική ήττα του σόγκουν (με στρατηγό τον Χιτζικάτα Τοσίτζο) σήμανε και το τέλος της παλινόρθωσης Μεϊτζί και κάθε είδους ανυπακοή στον αυτοκράτορα και τον κανόνα του τελείωσε.
Η εξέγερση Σατσούμε Η πρώτη δοκιμασία της νέας κυβέρνησης Μεϊτζί ήρθε με την εξέγερση της ισχυρής πατριάς Σατσούμε που που κατείχε τη νότια περιοχή του νησιού Κιούσου. Αυτή η σημαντική πατριά ελεγχόταν από τον οίκο Σιματζού, και την είχε ιδρύσει ο Σιματζού Τανταχίσα, γιος του Μιναμότο Γιοριτόμο, στην περίοδο Καμακούρα. Ήταν μια από τις δύο ισχυρές γενιές (άλλο ήταν η Κχόσου) που έκαναν δυνατή την αποκατάσταση της αυτοκρατορικής δύναμης. Μετά από εννιά χρόνια κοντά στην κεντρική κυβέρνηση, οι σαμουράι της Σατσούμε ήταν δυσαρεστημένοι με την κατεύθυνση που έπαιρνε η κυβέρνηση. Οργάνωσαν το δικό τους στρατό για να πολεμήσουν ενάντια στα αδοκίμαστα ακόμη στρατεύματα της κεντρικής κυβέρνησης. Ήταν μια μνημειώδης μάχη μεταξύ του ιαπωνικού παραδοσιακού τρόπου μάχης στην πραγματικότητα και ενός νέου στρατού αγροτών, εκπαιδευμένου στη δυτική στρατηγική και τη χρήση δυτικών όπλων. Ηγέτης της εξέγερσης ήταν ο Σάιγκο Τακαμόρι, ένας γίγαντας με ισχυρή προσωπικότητα που, ακριβώς πριν από μερικά χρόνια, ήταν ηγέτης της κυβέρνησης και υπεύθυνος για την οργάνωση του κυβερνητικού στρατού.

Ο Σάιγκο ήταν ένας από τους τρεις νέους σαμουράι που προσχώρησαν στην κυβέρνηση και με τον προσωπικό μαγνητισμό του είχε βοηθήσει στην ένωση και την επιβίωσή της. Ο δεύτερος ήταν ο Κίντο Κόιν, σαμουράι από την πατριά Κχόσου, εξαιρετικά ικανός διπλωμάτης, ένας δάσκαλος της τέχνης της πειθούς. Η ιστορική σημασία του Κίντο έγκειται πρώτιστα στην πεποίθησή του ότι η φεουδαρχία έπρεπε να καταργηθεί για να ευημερήσει το έθνος, μαζί με την ικανότητά του να πείσει τους φεουδάρχες κυρίους ότι ήταν προς το συμφέρον τους και πατριωτικό καθήκον τους να επιστρέψει ο αυτοκράτορας και να υποστηριχθεί η νέα κεντρική κυβέρνηση.
Ο τρίτος της τριανδρίας ήταν Οκούμπο Τοσιμίτσι ο οποίος, όπως και ο Σάιγκο, ήταν μέλος της πατριάς Σατσούμα. Ο Σάιγκο ήταν ο ισχυρός άνδρας της δράσης, ο Κίντο ο διπλωμάτης και ο Οκούμπο ο αρμόδιος για το σχεδιασμό του νέου καθεστώτος. Αργότερα εξαιτίας της αντίθεσης του Οκούμπο στις ιδέες του Σάιγκο για την κατάκτηση της Κορέας και την επέκταση της Ιαπωνίας, ο Σάιγκο παραιτήθηκε από την κυβέρνηση. Ο Σάιγκο είχε καταστρώσει ένα σχέδιο για την κατάκτηση της Κορέας που περιελάμβανε την αποστολή ενός απεσταλμένου με στόχο να προβάλλει προσβλητικές απαιτήσεις. Αυτό θα οδηγούσε, εξήγησε, τους Κορεάτες στην εκτέλεση του απεσταλμένου και θα παρείχε στην Ιαπωνία τη δικαιολογία κήρυξης πολέμου. Ο απεσταλμένος, επέμεινε, θα ήταν ο ίδιος. Ο Οκούμπο και ο Κίντο του αρνήθηκαν και ο Σάιγκο επέστρεψε στο σπίτι του στο Κιούσου. Εκεί, ένωσε τους επαναστατημένους σαμουράι για να τους οδηγήσει ενάντια στον κυβερνητικό στρατό. Η κυβέρνηση ενέργησε γρήγορα για να συντρίψει την εξέγερση. Υπήρξε μεγάλη σύγκρουση στη μάχη της Σιρογιάμα. Μετά από δύο εβδομάδες μαχών με τον αυτοκρατορικό στρατό, οι επαναστάτες σαμουράι μαζί με τον Σάιγκο μειώθηκαν από 40.000 περίπου σε 200 πολεμιστές[3]. Κατά τη διάρκεια της μάχης ο Σάιγκο τραυματίστηκε, αλλά δεν είναι γνωστός ο ακριβής τρόπος του θανάτου του. Αφηγήσεις συμπολεμιστών του οδηγούν στο συμπέρασμα ότι προχώρησε σε τελετουργική αυτοκτονία σεπούκου με τη βοήθεια του συμπολεμιστή του Μπέπου Σινσούκε
.
Ο Μύθος του Σάιγκο Γίγαντας ύψους 1,80 και βάρους 112 κιλών[3], ο Σάιγκο Τακαμόρι λιγομίλητος, με ευπροσήγορο χαμόγελο ήταν ένας από τους δημοφιλέστερους πολιτικούς στη σύγχρονη εποχή της Ιαπωνίας. Η εγκάρδια προσωπικότητά του, η θυελλώδης σταδιοδρομία του και ο τραγικός του θάνατος άγγιξαν τις καρδιές πολλών Ιαπώνων, και ενέπνευσαν σεβασμό για το πρόσωπό του. Η ιστορία του Σάιγκο ζει διασκορπισμένη στους διάφορους "θρύλους του Σάιγκο", πιστοποιώντας την αυξανόμενη δυσαρέσκεια για την κατάσταση της πολιτικής σήμερα και μια ψυχολογική ανάγκη για ήρωες. Στην πραγματικότητα, το 1877, έτος θανάτου του Σάιγκο, ήταν ήταν η χρονιά κατά την οποία ο Άρης έφθασε στην πιο κοντινή προσέγγισή του στη γη. Οι άνθρωποι εκείνης της εποχής είδαν το φωτεινό, κόκκινο σαν αίμα αστέρι και είπαν ότι ήταν το άστρο του Σάιγκο, σημάδι πως ο Σάιγκο ήταν ακόμα ζωντανός κάπου.
Ο μύθος είναι μια ιστορία με σημαντικές οντολογικές συνέπειες, που περνούν από το άτομο σε άτομο. Ο μύθος είναι μια έννοια, μια ιδανική ή μισο-αληθινή ιστορία με μυθικές ιδιότητες που περιλαμβάνει συνήθως έναν ηρωικό χαρακτήρα ή φανταστικό τόπο και είναι ριζοβολημένος σε έναν πυρήνα αλήθειας και λειτουργεί ως υπενθύμιση μιας ιδιαίτερης κουλτούρας. Μερικοί μύθοι γνωρίζουμε σήμερα ότι έχουν τη βάση τους σε ιστορικά γεγονότα και ο μύθος του Σάιγκο είναι ένας από αυτούς. Αρκετοί από τους μύθους που κυκλοφόρησαν για το πρόσωπό του αρνούνταν το θάνατό του. Πολλοί στην Ιαπωνία τον περίμεναν να επιστρέψει από την Ινδία ή την Κίνα για να νικήσει την κοινωνική αδικία.

Η αντίθεση στον δυτικό εκσυγχρονισμό

Με την πτώση του σογκουνάτου Τοκουγκάβα και την έναρξη της περιόδου Μεϊτζί, 1868 – έγιναν σημαντικές αλλαγές στην Ιαπωνία. Η νέα ιαπωνική αυτοκρατορική κυβέρνηση εισήγαγε ριζικές μεταρρυθμίσεις και πολιτική εκσυγχρονισμού: δημιουργήθηκαν σιδηρόδρομοι, καθιερώθηκε η υποχρεωτική εκπαίδευση και η στρατιωτική θητεία, εισήχθη το ηλιακό ημερολόγιο και καταργήθηκαν τα φέουδα μαζί με το σύστημα των τάξεων. Πολλοί άνεργοι, δυσαρεστημένοι σαμουράι κράτησαν τις παραδοσιακές του αξίες και φοβούνταν τη «δυτικοποίηση». Σκέφτονταν ότι οι ξένοι «θα μόλυναν» την Ιαπωνία, ενώ άλλοι υποστήριζαν αντιθέτως ότι η τεχνολογία και το εμπόριο θα εμπλούτιζαν τη χώρα, και θα ενίσχυαν τους στρατιωτικούς. Η επένδυση της Ιαπωνίας για να γίνει ισχυρό κράτος δυτικού τύπου ήρθε σε μια στιγμή που οι σαμουράι ήταν έντονα δυσαρεστημένοι από τις κοινωνικο-πολιτικές εξελίξεις. Ο Σάιγκο αγαπούσε τις παραδοσιακές αρχές και κατά περιόδους βρέθηκε αντιμέτωπος με μια εσωτερική σύγκρουση ανάμεσα στις δύο πίστεις του, μια στον αυτοκρατορικό στρατό και την άλλη στους σαμουράι της Σατσούμε. Ωστόσο, αρχικά διαφώνησε με τον εκμοντερνισμό της Ιαπωνίας και το εμπόριο με τη Δύση. Επίσης, ήταν αντίθετος με τη διαμόρφωση σιδηροδρομικού δικτύου, θεωρώντας πως τα χρήματα θα έπρεπε να ξοδευτούν για τον εκσυγχρονισμό του στρατού[5].
Η αυτοκρατορική κυβέρνηση γοητεύθηκε από τον δυτικό πολιτισμό. Ένα παράδειγμα αυτής της αποπλάνησης ήταν πως η κυβέρνηση του Τόκιο ήταν πρόθυμη να εγκαταλείψει τις πολιτιστικές της παραδόσεις χάριν των δυτικότροπων αιθουσών χορού, (επιπολαιότητες), όπως τις αποκαλούσε ο Σάιγκο και την ίδια στιγμή απαρνείτο την τιμιότητα των δικών της αξιωματούχων. Η κυβερνητική διαφθορά έφθασε στο απόγειό της, ιδιαίτερα σε ό,τι σχετιζόνταν με τις υπέρογκες δαπάνες για στρατιωτικούς εξοπλισμούς και τις πιέσεις για άνοιγμα των εμπορικών δρόμων της Ιαπωνίας.

Πέρα από γενναίος μαχητής, όμως, ο Σάιγκο ήταν πηγή έμπνευσης για τον πολιτισμό και πολλοί έμαθαν από τη σοφία του. Απολάμβανε τη μελέτη, και διαρκώς βελτίωνε τις γνώσεις του μελετώντας. Ενθάρρυνε τις κοινότητες της επαρχίας Σατσούμα να είναι πολιτιστικά αυτάρκεις σε μια εποχή κατάθλιψης, κατά τη διάρκεια της μεταρρύθμισης της περιόδου Μεϊτζί. Ο Σάιγκο συνδέθηκε με την ίδρυση της σχολής Γιοσίνο, (που έδρευε σε ένα μικρό χωριό κοντά στην πόλη Καγκοσίμα). Οι μαθητές αυτής της ακαδημίας καλλιεργούσαν τη γη στη διάρκεια της ημέρας και ασχολούνταν με τη μάθηση στις απογευματινές και βραδινές ώρες.

Η πολιτική ιδεολογία του Σάιγκο ήταν και ρομαντική και πρακτική. Δεν ήταν αντιδυτικός, αλλά απεχθανόταν τις παγιδεύσεις του δυτικού πολιτισμού. Θεωρούσε πως η Ιαπωνία θυσίαζε τις παραδόσεις της για τα ψεύτικα σύμβολα του δυτικού «ατομικισμού» και «της ελευθερίας». Όπως το θέτει ο Μαρκ Ραβίνα, «ο θάνατος του Σάιγκο ήταν ένα αντίδοτο στην πολιτιστική δυσφορία της Ιαπωνίας. Δεν φοβήθηκε ότι η Ιαπωνία θα μάθαινε από τη Δύση, αλλά ότι θα αντλούσε τα λανθασμένα πρότυπα και όχι τις πραγματικές αρετές που οδήγησαν τη Δύση στη δύναμή της». Ακόμη και στο θάνατο η κυβέρνηση φοβήθηκε το πνεύμα του. Δεν μπορούσαν να κατανοήσουν πώς γύρισε η παλίρροια της ιαπωνικής κοινής γνώμης. Ο Σάιγκο ήταν ο ήρωάς τους. Φοβούμενη περαιτέρω συγκρούσεις και εξεγέρσεις, η αυτοκρατορική κυβέρνηση τον αποκατέστησε μετά θάνατον στις 22 Φεβρουαρίου του 1889.

Η ζωή του μεταφέρθηκε στη μεγάλη οθόνη στην ταινία Ο Τελευταίος Σαμουράι Αν και η ιστορική βάση της ταινίας είναι αληθινή, τα γεγονότα δεν εκτυλίχθηκαν επακριβώς με τον τρόπο που περιγράφονται στο σενάριο της ταινίας.
Y.Γ. Όσοι δεν έχετε δει την ΚΑΤΑΠΛΗΚΤΙΚΗ ταινία με πρωταγωνιστή τον ΤΟΜ ΚΡΟΥΖ φροντίστε να την ξαναδείτε σύντομα. Επίσης αν σας περισσεύουν χρήματα, η αν θέλετε να κάνετε ένα σπέσιαλ δώρο στον εαυτό σας και στην αγαπημένη σας μούσα πάτε ένα ταξίδι τον Απρίλιο στην Ιαπωνία, θα σας μείνει αξέχαστο για όλη σας τη ζωή.
Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια.

===================
ΤΟΓΙΟΤΟΜΙ ΧΙΝΤΕΓΙΟΣΙ
Ο Τογιοτόμι Χιντεγιόσι (豊臣 秀吉,
17 Μαρτίου 1537 - 18 Σεπτεμβρίου 1598) ήταν Ιάπωνας νταΐμιο και στρατηγός του Όντα Νομπουνάγκα, ως διάδοχος του οποίου ένωσε την Ιαπωνία. Αποτελεί μία από τις σημαντικότερες μορφές της ιαπωνικής ιστορίας, καθώς από πεζός στρατιώτης[α] κατάφερε να ανέλθει στη θέση του σαμουράι, ενώ άλλαξε ριζικά το πρόσωπο της Ιαπωνίας.
Βιογραφία. Πρώτα χρόνια Λίγα είναι γνωστά για τη ζωή του Χιντεγιόσι πριν από το 1570, οπότε και αρχίζει να αναφέρεται σε ιστορικά ντοκουμέντα. Ο ίδιος άρχισε να γράφει την αυτοβιογραφία του μετά το 1577, κάνοντας όμως λίγες αναφορές για το παρελθόν του. Ήταν ακαθόριστης καταγωγής, με τον πατέρα του να είναι απλός αγρότης. Σύμφωνα με την παράδοση γεννήθηκε στη Ναγκόγια και στάλθηκε σε νεαρή ηλικία να μελετήσει σε μονή, αλλά ο ίδιος απέρριψε τη ζωή αυτή. Με το όνομα Κινοσίτα Τοκιτσίρο (木下 藤吉郎) προσέφερε τις υπηρεσίες του σε διάφορους άρχοντες.
Υπό τον Όντα Νομπουνάγκα
Το 1557 γύρισε στην επαρχία Οουάρι και προσχώρησε στο κλαν των Όντα, του οποίου επικεφαλής ήταν πλέον ο Όντα Νομπουνάγκα. Από ταπεινός υπηρέτης του Νομπουνάγκα, ο Χιντεγιόσι (ακόμη ονομαζόμενος Κινοσίτα Τοκιτσίρο) έγινε γρήγορα ένας από τους σημαντικότερους στρατηγούς του αφέντη του. Το 1560 ήταν παρών στη νικηφόρα μάχη της Οκεχαζάμα, ενώ αργότερα επέβλεπε τις επισκευές του Κάστρου Κιγιόσου. Ένα από τα πιο ονομαστά κατορθώματά του ήταν η κατασκευή μέσα σε μία νύχτα,[β] του Κάστρου Σουνομάτα, το οποίο μάλιστα βρισκόταν σε εχθρική περιοχή. Επίσης, ανακάλυψε μια κρυφή διαδρομή προς το Κάστρο Ιναμπαγιάμα. Αυτές του οι ενέργειες οδήγησαν τα στρατεύματα του Όντα Νομπουνάγκα, μέσα στο άντρο του εχθρού του, Σαΐτο Τατσουόκι.

Παρά την καταγωγή του, κατάφερε να γίνει ένας από τους πιο διακεκριμένους στρατηγούς του Όντα Νομπουνάγκα, παίρνοντας το όνομα Χασίμπα Χιντεγιόσι (羽柴 秀吉). Μολαταύτα, ο Νομπουνάγκα εξακολουθούσε να τον αποκαλεί "μαϊμού" (猿 saru),[1] λόγω των χαρακτηριστικών του προσώπου του, που θύμιζαν πίθηκο.
Ο Χιντεγιόσι οδήγησε το 1570 τα στρατεύματα του αφέντη του, στη μάχη της Ανεγκάβα, όπου και νίκησε τις δυνάμεις των κλαν των Αζάι και των Ασακούρα. Το 1573, διορίστηκε νταΐμιο στο βόρειο τμήμα της επαρχίας Όμι και εγκαταστάθηκε στη λίμνη Μπίβα. Το 1567 στάλθηκε να κατακτήσει την περιοχή Τσουγκόκου στα δυτικά.
Ο Χιντεγιόσι κυρίαρχος της Ιαπωνίας Μετά το 1582, ο Όντα Νομπουνάγκα έλεγχε ολόκληρη την κεντρική περιοχή του Χονσού, αλλά έπρεπε να υποτάξει και τους υπόλοιπους νταΐμιο. Για το λόγο αυτό το δυτικό μέτωπο ανατέθηκε στον Χιντεγιόσι, ο οποίος τώρα ήταν έμπιστος στρατηγός (αν και ο αφέντης του συνέχιζε να το αποκαλεί "πίθηκο"), ενώ ο έτερος στρατηγός, Τοκουγκάβα Ιεγιάσου, προέλασε ανατολικά στο Κάντο. Τότε όμως ο Όντα Νομπουνάγκα δολοφονήθηκε στο Κυότο, από ένα δικό του νταΐμιο τον Ακέτσι Μιτσουχίντε. Πιθανόν η προδοτική αυτή ενέργεια να έγινε με προτροπή του Χιντεγιόσι,[1] ο οποίος έσπευσε να επωφεληθεί της κατάστασης: ύστερα από οκτώ μέρες επέστρεψε στο Κυότο, φόνευσε τους δολοφόνους του Νομπουνάγκα στη μάχη του Γιαμαζάκι και ανέλαβε ο ίδιος τον έλεγχο της πρωτεύουσας. Ο Τοκουγκάβα Ιεγιάσου πρόβαλε συμβολική αντίσταση, αλλά τελικά υποτάχθηκε στον Χιντεγιόσι.
Η πρώτη ενέργειά του ήταν να επιβάλει το σεβασμό στους άρχοντες που συνέχιζαν να τον θεωρούν απλά ένα πετυχημένο χωρικό. Παρόλο που δεν υπήρχε σογκούν στην εξουσία, ο Χιντεγιόσι δεν απέβλεπε σε μια τέτοια θέση, εφόσον μάλιστα δεν μπορούσε να προβάλει κάποιο δικαίωμα γι' αυτήν. Έτσι, νομιμοποίησε την εξουσία του παίρνοντας τον τίτλο του κανπάκου,[γ] ενός από τα ανώτερα τελετουργικά αξιώματα της αυτοκρατορικής αυλής. Οπλισμένος με αυτόν τον εντυπωσιακό τίτλο αύξησε σταδιακά την ισχύ του, συνδυάζοντας τη δύναμη με την πειθώ. Το 1591 απέσπασε όρκους νομιμοφροσύνης απ' όλους τους νταΐμιο της Ιαπωνίας.

Ο Χιντεγιόσι αντιμετώπιζε με καχυποψία τους προσήλυτους Ιάπωνες, θεωρώντας τους πιθανή πηγή εξέγερσης.[δ] Το 1587 εξέδωσε διάταγμα με το οποίο έδιωχνε όλους τους Χριστιανούς ιεραποστόλους από την Ιαπωνία. Όμως οι έμποροι γίνονταν ακόμη δεκτοί, με αποτέλεσμα να μπερδεύονται οι δυο κατηγορίες ξένων. Έχοντας εξασφαλίσει προστασία με τη δωροδοκία, οι Ιησουίτες ιεραπόστολοι κατάφεραν να συνεχίσουν το έργο τους στο Κιούσου.
Ακόμα και όταν ο Χιντεγιόσι είχε θέσει υπό έλεγχο ολόκληρη την Ιαπωνία, η αντίσταση προς το καθεστώς του συνεχιζόταν, καθώς κατά τα προηγούμενα χρόνια αναρχίας πολλοί χωρικοί συνήθισαν να μην πληρώνουν φόρους και να ζουν αυτόνομα. Οι διαμαρτυρίες τους καταπνίγηκαν το 1588, όταν διατάχθηκε η κατάσχεση όλων των όπλων των χωρικών και των μοναχών-πολεμιστών, που είχαν επιζήσει από τις σφαγές του Νομπουνάγκα. Μετά από το γεγονός αυτό, που ονομάστηκε "Κυνήγι των Σπαθιών", μονάχα οι σαμουράι μπορούσαν να φέρουν όπλα. Ο Χιντεγιόσι παρηγορούσε τους υπηκόους του, με την υπόσχεση ότι θα έλιωνε τα κατασχεθέντα σπαθιά για να κατασκευάσει ένα μεγάλο άγαλμα του Βούδα,[2] κάτι που όντως έγινε.
Παρακμή και θάνατος Τα τελευταία χρόνια της ζωής του ο Χιντεγιόσι δεν ήταν ο πανούργος και συνετός στρατηγός που είχε ανέλθει στην εξουσία. Έχοντας προφανώς προσβληθεί από σύφιλη[ε][3] έβλεπε παντού εχθρούς και βασανιζόταν από το φόβο της προδοσίας. Διοχέτευσε όλη την ενεργητικότητά του στις εκστρατείες κατά της Κορέας, καθώς και στην αγάπη του για τον δευτερότοκο ανήλικο γιο του Χιντεγιόρι, τον οποίο προόριζε για διάδοχο.
Ο Σεν νο Ρικυού, ίσως ο σημαντικότερος δάσκαλος του τσαγιού στην ιαπωνική ιστορία, κατηγορήθηκε για προδοσία και εξωθήθηκε στο σεπούκου, το 1591.

Το 1592 παραιτήθηκε από τη θέση του κανπάκου και πήρε τον τίτλο του ταϊκό (太閤 taikō).[στ] Τον ίδιο χρόνο, μια δύναμη 160.000 περίπου[2] στρατιωτών αποβιβάστηκε στα νότια της Κορέας και ξεχύθηκε στη χερσόνησο, όπου είχε μια σειρά από επιτυχίες. Ωστόσο, το χειμώνα του 1593 ο ιαπωνικός στρατός είχε δύο εχθρούς: από τη μία οι καιρικές συνθήκες ήταν εξαιρετικά δυσμενείς, κάνοντας την επικοινωνία με την Ιαπωνία δύσκολη, ενώ απ' την άλλη, με τους Κορεάτες χωρικούς πολεμούσαν πλέον και κινεζικές δυνάμεις, των Μινγκ. Το καλοκαίρι του 1593, οι Ιάπωνες είχαν απωθηθεί στα νότια. Οι διαπραγματεύσεις δεν οδήγησαν πουθενά και τελικά ο Χιντεγιόσι κήρυξε τον πόλεμο στην Κίνα.
Το 1595, ο ανιψιός του Χινεγιόσι, Τογιοτόμι Χιντετσούγκου, επίσης εξωθήθηκε στο σεπούκου, ενώ όσα μέλη της οικογένειάς του δεν τον ακολούθησαν, σφαγιάστηκαν στο Κυότο.
Στις 5 Φεβρουαρίου του 1597, ο Χιντεγιόσι διέταξε τη θανάτωση 26 Χριστιανών, που έγιναν αργότερα γνωστοί ως οι "26 Μάρτυρες της Ιαπωνίας", για να παραδειγματίσει όσους ήθελαν ν' ασπαστούν το Χριστιανισμό. Ανάμεσά τους, εκτός των 16 προσήλυτων Γιαπωνέζων, υπήρξαν πέντε Ευρωπαίοι και ένας Μεξικανός Φραγκισκανοί, καθώς και τρεις Ιησουίτες Γιαπωνέζοι. Σταυρώθηκαν δημοσίως στο Ναγκασάκι.
Τον ίδιο χρόνο, έγινε μια δεύτερη εισβολή στην Κορέα και στάλθηκαν 141.100 στρατιώτες για αντίποινα. Μολονότι ο κορεατικός στρατός ήταν καλύτερα οπλισμένος και είχε ξανά ενισχύσεις από τους Μινγκ, το 1598 διαφαινόταν ιαπωνική νίκη. Το φθινόπωρο όμως, ο Χιντεγιόσι ήταν ετοιμοθάνατος. Στις τελευταίες διαυγείς στιγμές του, διόρισε τον Τοκουγκάβα Ιεγιάσου προστάτη του γιου του. Παράλληλα, όρισε ένα Συμβούλιο Προκρίτων, αποτελούμενο από τους πέντε ισχυρότερους νταΐμιο του, ώστε να ασκεί την εξουσία μέχρι να ενηλικιωθεί ο Χιντεγιόρι. Πέθανε στις 18 Σεπτεμβρίου 1598, κάτι που το συμβούλιο κράτησε μυστικό, ενώ έσπευσε να απομακρύνει το στρατό από την Κορέα και να συνάψει ειρήνη με την Κίνα. Ο Τογιοτόμι Χιντεγιόσι πέθανε αφήνοντας την Ιαπωνία στα πρόθυρα ενός -σύντομου όπως θ' αποδεικνυόταν- πολέμου για την εξουσία, απ' τον οποίο νικητής θα έβγαινε ο Τοκουγκάβα Ιεγιάσου.
ΚληρονομιάΈργο Ο Τογιοτόμι Χιντεγιόσι άλλαξε άρδην το πρόσωπο της Ιαπωνίας με πολλούς διαφορετικούς τρόπους.
Προχώρησε σε μεταρρυθμίσεις στο καθεστώς της ιδιοκτησίας γης, με στόχο να κάνει την Ιαπωνία μια χώρα σταθερή και να μειώσει στο ελάχιστο τις πιθανότητες εμφυλίου πολέμου ή ανταρσίας. Για το σκοπό αυτό, διέταξε την απογραφή των κτημάτων σε όλη την επικράτεια και επέβαλε ένα λογικό και ομοιόμορφο φορολογικό σύστημα.[2] Όσοι νταΐμιο έγιναν εκούσια υποτελείς του ανταμείφθηκαν με κτήματα, που όμως ήταν πάντοτε επισφαλή.
Παράλληλα, κατά τα χρόνια του Χιντεγιόσι προωθήθηκε το εμπόριο. Καταργήθηκαν οι συντεχνίες των πόλεων, που είχαν δημιουργήσει τοπικά μονοπώλια, ενώ ενθαρρύνθηκαν και ξένοι έμποροι. Πράγματι, στην Ιαπωνία κατέφτασαν Κινέζοι, Πορτογάλοι και Ισπανοί έμποροι.
Με την απαγόρευση της οπλοφορίας των απλών ανθρώπων, ο Τογιοτόμι Χιντεγιόσι, άλλαξε την ιαπωνική κοινωνία. Καθιερώθηκε μια αυστηρά ιεραρχημένη κοινωνική δομή, η οποία κράτησε για 300 χρόνια. Το 1590 απαγόρευσε τη δουλεία, παρόλο που μορφές καταναγκαστικής εργασίας συνέχισαν να υπάρχουν.
Η προσπάθεια του Τογιοτόμι Χιντεγίοσι για μια βαθιά αλλαγή συνοψίζεται στην παρακάτω φράση του, που εμφανίζεται σε γράμμα προς τη σύζυγό του:

“ Επιθυμώ να κάνω ένδοξες πράξεις και είμαι έτοιμος για μια μακρά πολιορκία, με διατάξεις και χρυσό και άργυρο σε αφθονία, έτσι ώστε να επιστρέψω θριαμβευτής και να αφήσω ένα μεγάλο όνομα από πίσω μου. Επιθυμώ να το καταλάβετε και να το πείτε σε όλους.

Κάστρο της Οσάκα
Το Κάστρο της Οσάκα που υπάρχει και είναι επισκέψιμο σήμερα, αποτελεί ανακατασκευή του αυθεντικού
Μια από τις σημαντικότερες πολιτιστικές κληρονομιές του Χιντεγιόσι, είναι το κάστρο της Οσάκα, το οποίο αποπερατώθηκε το 1590. Αποτελεί ένα από τα 200 κάστρα που χτίστηκαν μεταξύ 1570 και 1630 για να επιβάλουν την εξουσία των Νομπουνάγκα, Χιντεγιόσι και Ιεγιάσου, ενώ σχεδιάστηκαν σε απάντηση της δύναμης της πυρίτιδας.[4]
Οι οχυρωματικοί τάφροι είχαν πλάτος σχεδόν 100 μέτρα.[1] Τα τείχη ήταν από συμπαγή λιθοδομή, ενώ οι πύλες τους είχαν ενισχυθεί με ογκόλιθους διαστάσεων 6 επί 9 μέτρα.[1] Στο κέντρο υψωνόταν ο οκταώροφος πύργος με τους ασπρισμένους τοίχους και τις χρυσές του στέγες.[1] Εκεί, μέσα στην πολυτέλεια, ζούσε ο Χιντεγιόσι, περιβαλλόμενος από λαμπρά τεχνουργήματα, σε δωμάτια των οποίων οι τοίχοι ήταν σκεπασμένοι με χρυσάφι.[

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
===============================

Δεν υπάρχουν σχόλια: