Life for Life
"Το θαύμα δεν είναι πουθενά
παρά κυκλοφορεί μέσα
στις φλέβες του ανθρώπου!!!"


"Στης σκέψης τα γυρίσματα μ’ έκανε να σταθώ
ιδέα περιπλάνησης σε όμορφο βουνό.
Έτσι μια μέρα το ’φερε κι εμέ να γυροφέρει
τ’ άτι το γοργοκίνητο στου Γοργογυριού τα μέρη !!!"


ΣΤΗΝ ΑΥΛΗ ΜΑΣ
Εμείς στο χωριό μας έχουμε ακόμα αυλές. Εκεί μαζευόμαστε, αμπελοφιλοσοφούμε,
καλαμπουρίζουμε, ψιλοτσακωνόμαστε μέχρι τις... πρώτες πρωινές ώρες! Κοπιάστε ν' αράξουμε!!!
-Aναζητείστε το"Ποίημα για το Γοργογύρι " στο τέλος της σελίδας.

9.3.21

ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΛΑΜΑΣ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ. Η επιλογή έγινε από τον Πεπέ.

Παιδί, το περιβόλι μου που θα κληρονομήσεις,

Όπως το βρεις κι όπως το δεις να μη το παρατήσεις.

Σκάψε το ακόμα πιο βαθιά και φράξε το πιο στέρεα,

και πλούτισε τη χλώρη του και πλάτηνε τη γη του,
κι ακλάδευτο όπου μπλέκεται να το βεργολογήσεις,
και να του φέρεις το νερό το αγνό της βρυσομάνας.

Κι άν αγαπάς τ’ ανθρώπινα κι όσα άρρωστα δεν είναι,
ρίξε αγιασμό και ξόρκισε τα ξωτικά, να φύγουν,
και τη ζωντάνια σπείρε του μ’ όσα γερά, δροσάτα.

Γίνε οργοτόμος, φυτευτής, (γίνε) διαφεντευτής.

Κι αν είναι κι έρθουνε χρόνια δίσεχτα,
πέσουν καιροί οργισμένοι,
κι όσα πουλιά μισέψουνε σκιασμένα, κι όσα δέντρα,
για τίποτ’ άλλο δε φελάν παρά για μετερίζια,
μη φοβηθείς το χαλασμό. Φωτιά ! τσεκούρι !τράβα !,
ξεσπέρμεψέ το, χέρσωσε το περιβόλι, κόφ’ το,
και χτίσε κάστρο απάνω του και ταμπουρώσου μέσα,
για πάλεμα, για μάτωμα, για την καινούργια γέννα.

Π’ όλο την περιμένουμε κι όλο κινάει για νάρθει,
κι’ όλο συντρίμμι χάνεται στο γύρισμα των κύκλων.
R
Φτάνει μια ιδέα να στο πει, μια ιδέα να στο προστάξει,
κορώνα ιδέα, ιδέα σπαθί, που θα είναι απάνου απ’ όλα
-----------------------------------------------------------------------
Η ΝΙΚΗ
Εδώ στο ελληνικό το χώμα,
το στοιχειωμένο και ιερό,
που το ίδιο χώμα μένει ακόμα
κι απ’ τον αρχαίο τον καιρό,

στο χώμα τούτο πάντα ανθούνε
κι έχουν αθάνατη ζωή
και μας θαμπώνουν, μας μεθούνε
νεράιδες, ήρωες, θεοί!

Είδα τη Νίκη τη μεγάλη,
τη Νίκη την παντοτινή!
Την είδα εμπρός μου να προβάλλει
με φορεσιά ολοφωτεινή.

Ασύγκριτη σαν την ιδέα,
σαν όνειρο λαχταριστή,
είδα τη Νίκη την αρχαία,
τη Νίκη την κυματιστή!

Την είδα. Με το πέταμά της
δεν έφευγε στους ουρανούς,
εκεί που δύσκολα σιμά της
μπορεί να κρατηθεί κι ο νους.

Δεν έτρεχε να φτάσει πρώτη,
να στεφανώσει φτερωτή
το λιονταρόκαρδο στρατιώτη,
τον εμπνευσμένο τον ποιητή.

Την είδα να περνά μπροστά μου
με φορεσιά ολοφωτεινή
και λύγισα στη γη εκεί χάμου
κι έκραξα με τρανή φωνή,

Εσύ που δείχνεις πώς ανθούνε
εδώ μ’ αθάνατη ζωή,
πώς μας εμπνέουν και μας μεθούνε
νεράιδες, ήρωες, θεοί!»

Εδώ στο ελληνικό το χώμα,
το στοιχειωμένο και ιερό,
που το ίδιο χώμα μένει ακόμα
κι απ’ τον αρχαίο τον καιρό,

στο χώμα τούτο πάντα ανθούνε
κι έχουν αθάνατη ζωή
και μας θαμπώνουν, μας μεθούνε
νεράιδες, ήρωες, θεοί!
------------------------------------------------------

Ο ΔΙΓΕΝΗΣ
Καβάλα πάει ο Χάροντας τον Διγενή στον Άδη,
κι άλλους μαζί... Κλαίει δέρνεται τ’ ανθρώπινο κοπάδι.
Και τους κρατεί στου αλόγου του δεμένους τα καπούλια,
της λεβεντιάς τον άνεμο, της ομορφιάς την πούλια.

Και σαν να μη τον πάτησε του Χάρου το ποδάρι,
ο Ακρίτας μόνο ατάραχα κοιτάει τον καβαλάρη,
«Ο Ακρίτας είμαι, Χάροντα δεν περνώ με τα χρόνια.
Μ’ άγγιξες και δε μ’ ένιωσες στα μαρμαρένια αλώνια;

Εγώ είμαι η ακατάλυτη ψυχή των Σαλαμίνων,
στην Εφτάλοφην έφερα το σπαθί των Ελλήνων.
Δε χάνομαι στα Τάρταρα, μονάχα ξαποσταίνω,
στη ζωή ξαναφαίνομαι και λαούς ανασταίνω!».

Καβάλα πάει ο Χάροντας, τον Διγενή στον Άδη!
----------------------------------------------------------------------

Τῆς Ἀθηνᾶς ἀνάγλυφο

Πῶς ἀκούμπησες ἄπραγα τὸ δόρυ;
Τὴ φοβερή σου περικεφαλαία
βαριὰ πῶς γέρνεις πρὸς τὸ στῆθος, Κόρη;
Ποιὸς πόνος τόσο εἶναι τρανός, ὦ Ἰδέα,

γιὰ νὰ σὲ φτάση! Ὀχτροὶ κεραυνοφόροι
δὲν εἶναι γιὰ δικά σου τρόπαια νέα;
Δὲν ὁδηγεῖ στὸ Βράχο σου τὴν πλώρη
τοῦ καραβιοῦ σου πλέον πομπὴ ἀθηναῖα;

Σὲ ταφόπετρα βλέπω νὰ τὴν ἔχῃ
καρφωμένη μία πίκρα τὴν Παλλάδα.
Ὤ! κάτι μέγα, ἀπίστευτο θὰ τρέχη ...

Χαμένη κλαῖς τὴν ἱερή σου πόλη
ἢ νεκρὴ μέσ᾿ στὸ μνῆμα καὶ τὴν ὅλη
τοῦ τότε καὶ τοῦ τώρα, ὠιμένα! Ἑλλάδα;

Ὕμνος εἰς τὴν Ἀθήνα

Χαρὰ σ᾿ ἐσέ, χώρα λευκὴ καὶ χώρα εὐτυχισμένη!
Καμιὰ χώρα σ᾿ ὅλη τη γῆ, καμιὰ στὴν οἰκουμένη
δὲν ηὖρε τέτοιο φυλαχτὸ σὰν τὸ δικό μου μάτι.
Ἀπ᾿ ἄλλες χῶρες πέρασα γοργὰ - γοργὰ τρεχάτη
καὶ μ᾿ εἶδαν τῆς Ἑλλάδας μου τ᾿ ἀγαπημένα μέρη
σὰν ἄνεμο καὶ σὰν ἀϊτὸ καὶ σύννεφο κι ἀστέρι.
Ὅμως σ᾿ ἐσὲ τὸ θρόνο μου αἰώνια θεμελιώνω
καὶ ρίζωσ᾿ ἡ ἀγάπη μου στὰ χώματά σου μόνο.

ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΣΟΛΩΜΟΣ ποίημα ''Ο ΚΡΗΤΙΚΟΣ'' ανάλυση από τον Κωνσταντίνο Μάντη.

 Ο Κρητικός του Διονυσίου Σολωμού (Ζάκυνθος 1798 – Κέρκυρα 1857), αφηγηματικό ποίημα σε πέντε μέρη, γράφεται κατά τη διετία 1833 έως 1834 και θεωρείται «σταθμός στην ποιητική πορεία του Σολωμού, το πρώτο από τα μεγάλα και σημαντικά ποιήματα της εντελώς ώριμης περιόδου του. Μολονότι χαρακτηρισμένο απόσπασμα, μπορεί να θεωρηθεί ποίημα απόλυτα ολοκληρωμένο, με εσωτερική ενότητα και συνοχή».

Πηγή έμπνευσης
 του ποιητή στάθηκαν πραγματικά γεγονότα της επανάστασης στην Κρήτη: «κατάληψη της Μεσαράς και έπειτα των Σφακιών από τους Τούρκους στα 1823-24 και φυγή χιλιάδων Χριστιανών με πλοία από τη νότια και δυτική Κρήτη προς τα Κύθηρα, τα Αντικύθηρα και την Πελοπόννησο».
Το κείμενο του ποιήματος αναπαράγει το τραγούδι ενός πρόσφυγα Κρητικού, που μακριά από την ιδιαίτερη πατρίδα του αναπολεί τα περασμένα, πλεγμένα γύρω στο περιστατικό που καθόρισε τη ζωή του. Περιληπτικά η υπόθεση των πέντε μερών: «[1-2] Ναυαγός ο Κρητικός προσπαθεί να σώσει την αγαπημένη του μέσα στην τρικυμία· [3-4] Η τρικυμία παύει απότομα και μπροστά του φανερώνεται μια "φεγγαροντυμένη" θεϊκή μορφή· [5] όταν η οπτασία χαθεί, θ’ ακουστεί ένας μαγευτικός απόκοσμος ήχος που θα συνεπάρει την ψυχή του ναυαγού· κι όταν ο ήχος σωπάσει, θα φτάσει αυτός στην ακρογιαλιά, θ’ αποθέσει εκεί την αγαπημένη του, αλλά θα είναι πεθαμένη».

Διονύσιος Σολωμός «Ο Κρητικός»

Ἐκοίταα, κι ἤτανε μακριά ἀκόμη τ' ἀκρογιάλι·
«Ἀστροπελέκι μου καλό, γιά ξαναφέξε πάλι!»
Τρία ἀστροπελέκια ἐπέσανε, ἕνα ξοπίσω στ' ἄλλο
Πολύ κοντά στήν κορασιά μέ βρόντημα μεγάλο·
Τά πέλαγα στήν ἀστραπή κι ὁ οὐρανός ἀντήχαν,
Οἱ ἀκρογιαλιές καί τά βουνά μ' ὅσες φωνές κι ἄν εἶχαν.


 Πιστέψετε π' ὅ,τι θά πῶ εἶν' ἀκριβή ἀλήθεια,
Μά τές πολλές λαβωματιές πού μὄφαγαν τά στήθια,
Μά τούς συντρόφους πὄπεσαν στήν Κρήτη πολεμώντας,
Μά τήν ψυχή πού μ' ἔκαψε τόν κόσμο ἀπαρατώντας.

(Λάλησε, Σάλπιγγα! κι ἐγώ τό σάβανο τινάζω,
Καί σχίζω δρόμο καί τς ἀχνούς ἀναστημένος κράζω:
«Μήν εἴδετε τήν ὀμορφιά πού τήν Κοιλάδα ἁγιάζει;
Πέστε, νά ἰδεῖτε τό καλό ἐσεῖς κι ὅ,τι σᾶς μοιάζει.
Καπνός δέ μένει ἀπό τη γῆ· νιός οὐρανός ἐγίνη·7

Σάν πρῶτα ἐγώ τήν ἀγαπῶ καί θά κριθῶ μ' αὐτήνη.
— Ψηλά τήν εἴδαμε πρωί· τῆς τρέμαν τά λουλούδια
Στή θύρα τῆς Παράδεισος πού ἐβγῆκε μέ τραγούδια·
Ἔψαλλε τήν Ἀνάσταση χαροποιά ἡ φωνή της,
Κι ἔδειχνεν ἀνυπομονιά γιά νά 'μπει στό κορμί της·

Ὁ οὐρανός ὁλόκληρος ἀγρίκαε σαστισμένος,
Τό κάψιμο ἀργοπόρουνε ὁ κόσμος ὁ ἀναμμένος·
Καί τώρα ὀμπρός τήν εἴδαμε· ὀγλήγορα σαλεύει·
Ὅμως κοιτάζει ἐδῶ κι ἐκεῖ καί κάποιονε γυρεύει»).


Ἀκόμη ἐβάστουνε ἡ βροντή...............................
Κι ἡ θάλασσα, πού σκίρτησε σάν τό χοχλό πού βράζει,
Ἡσύχασε καί ἔγινε ὅλο ἡσυχία καί πάστρα,
Σάν περιβόλι εὐώδησε κι ἐδέχτηκε ὅλα τ' ἄστρα·

Κάτι κρυφό μυστήριο ἐστένεψε τή φύση
Κάθε ὀμορφιά νά στολιστεῖ καί τό θυμό ν' ἀφήσει.
Δέν εἶν' πνοή στόν οὐρανό, στή θάλασσα, φυσώντας
Οὔτε ὅσο κάνει στόν ἀνθό ἡ μέλισσα περνώντας,
Ὅμως κοντά στήν κορασιά, πού μ' ἔσφιξε κι ἐχάρη,

Ἐσειότουν τ' ὁλοστρόγγυλο καί λαγαρό φεγγάρι·
Καί ξετυλίζει ὀγλήγορα κάτι πού ἐκεῖθε βγαίνει,
Κι ὀμπρός μου ἰδού πού βρέθηκε μία φεγγαροντυμένη.
Ἔτρεμε το δροσάτο φῶς στή θεϊκιά θωριά της,
Στά μάτια της τά ὁλόμαυρα καί στά χρυσά μαλλιά της.

 

 Ἐκοίταξε τ' ἀστέρια, κι ἐκεῖνα ἀναγαλλιάσαν,
Καί τήν ἀχτινοβόλησαν καί δέν τήν ἐσκεπάσαν·
Κι ἀπό τό πέλαο, πού πατεῖ χωρίς νά τό σουφρώνει,
Κυπαρισσένιο ἀνάερα τ' ἀνάστημα σηκώνει,

Κι ἀνεῖ τς ἀγκάλες μ' ἔρωτα καί μέ ταπεινοσύνη,
Κι ἔδειξε πάσαν ὀμορφιά καί πάσαν καλοσύνη.
Τότε ἀπό φῶς μεσημερνό ἡ νύχτα πλημμυρίζει,
Κι ἡ χτίσις ἔγινε ναός πού ὁλοῦθε λαμπυρίζει.
Τέλος σ' ἐμέ πού βρίσκομουν ὀμπρός της μές στά ρεῖθρα,

Καταπώς στέκει στό Βοριά ἡ πετροκαλαμίθρα,
Ὄχι στήν κόρη, ἀλλά σ' ἐμέ τήν κεφαλή της κλίνει·
Τήν κοίταζα ὁ βαριόμοιρος, μ' ἐκοίταζε κι ἐκείνη.
Ἔλεγα πώς τήν εἶχα ἰδεῖ πολύν καιρόν ὀπίσω,
Κάν σέ ναό ζωγραφιστή μέ θαυμασμό περίσσο,
Κάνε τήν εἶχε ἐρωτικά ποιήσει ὁ λογισμός μου,

Κάν τ' ὄνειρο, ὅταν μ' ἔθρεφε τό γάλα τῆς μητρός μου·
Ἤτανε μνήμη παλαιή, γλυκιά κι ἀστοχισμένη,
Πού ὀμπρός μου τώρα μ' ὅλη της τή δύναμη προβαίνει·
Σάν τό νερό πού τό θωρεῖ τό μάτι ν' ἀναβρύζει

Ξάφνου ὀχ τά βάθη τοῦ βουνοῦ, κι ὁ ἥλιος τό στολίζει.
Βρύση ἔγινε το μάτι μου κι ὀμπρός του δέν ἐθώρα,
Κι ἔχασα αὐτό τό θεϊκό πρόσωπο γιά πολλή ὥρα,
Γιατί ἄκουγα τά μάτια της μέσα στά σωθικά μου,
Πού ἐτρέμαν καί δέ μ' ἄφηναν νά βγάλω τή μιλιά μου·

Ὅμως αὐτοί εἶναι θεοί, καί κατοικοῦν ἀπ' ὅπου
Βλέπουνε μές στήν ἄβυσσο καί στήν καρδιά τ' ἀνθρώπου,
Κι ἔνιωθα πώς μοῦ διάβαζε καλύτερα τό νοῦ μου
Πάρεξ ἄν ἤθελε τῆς πῶ μέ θλίψη τοῦ χειλιοῦ μου:
«Κοίτα με μές στά σωθικά, πού φύτρωσαν οἱ πόνοι
..........................................................................
...........................................................................

Ὅμως ἐξεχειλίσανε τά βάθη τῆς καρδιᾶς μου·
Τ' ἀδέλφια μου τά δυνατά οἱ Τοῦρκοι μοῦ τ' ἀδράξαν,
Τήν ἀδελφή μου ἀτίμησαν κι ἀμέσως τήν ἐσφάξαν,
Τόν γέροντα τόν κύρην μου ἐκάψανε τό βράδι,
Καί τήν αὐγή μοῦ ρίξανε τή μάνα στό πηγάδι.

Στήν Κρήτη......................................................
Μακριά 'πό κεῖθ' ἐγιόμισα τές φοῦχτες μου κι ἐβγῆκα.
Βόηθα, Θεά, τό τρυφερό κλωνάρι μόνο νά 'χω·
Σέ γκρεμό κρέμουμαι βαθύ, κι αὐτό βαστῶ μονάχο».


 Ἐχαμογέλασε γλυκά στόν πόνο τῆς ψυχῆς μου,
Κι ἐδάκρυσαν τά μάτια της, κι ἐμοιάζαν τῆς καλῆς μου.
Ἐχάθη, ἀλιά μου! ἀλλ' ἄκουσα τοῦ δάκρυου της ραντίδα
Στό χέρι, πού 'χα σηκωτό μόλις ἐγώ τήν εἶδα. —

Ἐγώ ἀπό κείνη τή στιγμή δέν ἔχω πλιά τό χέρι,
Π' ἀγνάντευεν Ἀγαρηνό κι ἐγύρευε μαχαίρι·
Χαρά δέν τοῦ 'ναι ὁ πόλεμος· τ' ἁπλώνω τοῦ διαβάτη
Ψωμοζητώντας, κι ἔρχεται μέ δακρυσμένο μάτι·
Κι ὅταν χορτάτα δυστυχιά τά μάτια μου ζαλεύουν,

Ἀργά, κι ὀνείρατα σκληρά τήν ξαναζωντανεύουν,
Καί μέσα στ' ἄγριο πέλαγο τ' ἀστροπελέκι σκάει,
Κι ἡ θάλασσα νά καταπιεῖ τήν κόρη ἀναζητάει,
Ξυπνῶ φρενίτης, κάθομαι, κι ὁ νοῦς μου κινδυνεύει.
Καί βάνω τήν παλάμη μου, κι ἀμέσως γαληνεύει. —

Τά κύματα ἔσχιζα μ' αὐτό, τ' ἄγρια καί μυρωδάτα,
Μέ δύναμη πού δέν εἶχα μήτε στά πρῶτα νιάτα,
Μήτε ὅταν ἐκροτούσαμε, πετώντας τά θηκάρια,
Μάχη στενή μέ τούς πολλούς ὀλίγα παλληκάρια.
Μήτε ὅταν τόν μπομπο-Ἰσούφ καί τς ἄλλους δύο βαροῦσα

Σύρριζα στή Λαβύρινθο π' ἀλαίμαργα πατοῦσα.
Στό πλέξιμο τό δυνατό ὁ χτύπος τῆς καρδιᾶς μου
(Κι αὐτό μοῦ τ' αὔξαιν') ἔκρουζε στήν πλεύρα τῆς κυρᾶς μου.
...............................................................................................
...............................................................................................
Ἀλλά τό πλέξιμ' ἄργουνε καί μοῦ τ' ἀποκοιμοῦσε
Ἠχός, γλυκύτατος ἠχός, ὁπού μέ προβοδοῦσε.

Δέν εἶναι κορασιᾶς φωνή στά δάση που φουντώνουν,
Καί βγαίνει τ' ἄστρο τοῦ βραδιοῦ καί τά νερά θολώνουν,
Καί τόν κρυφό της ἔρωτα τῆς βρύσης τραγουδάει,
Τοῦ δέντρου καί τοῦ λουλουδιοῦ πού ἀνοίγει καί λυγάει·

Δέν εἶν' ἀηδόνι κρητικό, πού σέρνει τή λαλιά του

Σέ ψηλούς βράχους κι ἄγριους ὅπ' ἔχει τή φωλιά του,
Κι ἀντιβουΐζει ὁλονυχτίς ἀπό πολλή γλυκάδα
Ἡ θάλασσα πολύ μακριά, πολύ μακριά ἡ πεδιάδα,
Ὥστε πού πρόβαλε ἡ αὐγή καί ἔλιωσαν τ' ἀστέρια,
Κι ἀκούει κι αὐτή καί πέφτουν της τά ρόδα ἀπό τά χέρια·

Δέν εἶν' φιαμπόλι τό γλυκό, ὁπού τ' ἀγρίκαα μόνος
Στόν Ψηλορείτη ὅπου συχνά μ' ἐτράβουνεν ὁ πόνος
Κι ἔβλεπα τ' ἄστρο τ' οὐρανοῦ μεσουρανίς νά λάμπει
Καί τοῦ γελοῦσαν τά βουνά, τά πέλαγα κι οἱ κάμποι·
Κι ἐτάραζε τά σπλάχνα μου ἐλευθεριᾶς ἐλπίδα

Κι ἐφώναζα: «ὦ θεϊκιά κι ὅλη αἵματα Πατρίδα!»
Κι ἅπλωνα κλαίοντας κατ' αὐτή τά χέρια μέ καμάρι·
Καλή 'ν' ἡ μαύρη πέτρα της καί τό ξερό χορτάρι.
Λαλούμενο,67 πουλί, φωνή, δέν εἶναι νά ταιριάζει,
Ἴσως δέ σώζεται στή γῆ ἦχος πού νά τοῦ μοιάζει·68

Δέν εἶναι λόγια· ἦχος λεπτός......................

Δέν ἤθελε τόν ξαναπεῖ ὁ ἀντίλαλος κοντά του.
Ἄν εἶν' δέν ἤξερα κοντά, ἄν ἔρχονται ἀπό πέρα·
Σάν τοῦ Μαϊοῦ τές εὐωδιές γιομίζαν τόν ἀέρα,

Γλυκύτατοι, ἀνεκδιήγητοι ........................

Μόλις εἶν' ἔτσι δυνατός ὁ Ἔρωτας καί ὁ Χάρος.
Μ' ἄδραχνεν ὅλη τήν ψυχή, καί νά 'μπει δέν ἠμπόρει
Ὁ οὐρανός, κι ἡ θάλασσα, κι ἡ ἀκρογιαλιά, κι ἡ κόρη·
Μέ ἄδραχνε, καί μ' ἔκανε συχνά ν' ἀναζητήσω
Τή σάρκα μου νά χωριστῶ γιά νά τόν ἀκλουθήσω.

Ἔπαψε τέλος κι ἄδειασεν ἡ φύσις κι ἡ ψυχή μου,
Πού ἐστέναξε κι ἐγιόμισεν εὐθύς ὀχ τήν καλή μου·
Καί τέλος φθάνω στό γιαλό τήν ἀρραβωνιασμένη,
Τήν ἀπιθώνω μέ χαρά, κι ἤτανε πεθαμένη.

Στους τελευταίους στίχους του ποιήματος, με τον χρονικό προσδιορισμό «τέλος» ακολουθείται η τεχνική περίληψης του χρόνου που εντείνει τη δραματικότητα της αφήγησης, καθώς σημαντικά γεγονότα δίνονται με ταχύ ρυθμό και επιγραμματικότητα. Ο αφηγητής δεν μας δίνει περαιτέρω λεπτομέρειες σχετικά με την εμπειρία του γλυκύτατου ήχου, όπως το πόσο διήρκησε αυτή, ούτε άλλα στοιχεία σχετικά με την προσπάθειά του να φτάσει στο ακρογιάλι, εφόσον τα σημαντικότερα στοιχεία έχουν ήδη καλυφθεί.
Η αίσθηση εκπλήρωσης του αρχικού στόχου, με το φτάσιμο στο ακρογιάλι, και η χαρά του 1ου ημιστιχίου στον τελευταίο στίχο, ανατρέπεται αιφνιδίως στο καταληκτικό ημιστίχιο του ποιήματος (κι ήτανε πεθαμένη). Η θλίψη του ήρωα, αν και δεδομένη, δεν παρουσιάζεται, καθώς ο ποιητής επιλέγει να αποφύγει τη συναισθηματική ένταση ενός θρήνου, που έχει ήδη βρει την παραμυθία του στην 2η ενότητα, και στην εκεί υπονοούμενη συνάντηση των δύο ηρώων. Ο ποιητής, άλλωστε, πιστεύει απόλυτα στην ανάσταση των νεκρών και στη συνέχεια της ύπαρξης, σ’ ένα πνευματικό επίπεδο, μετά το τέλος της εφήμερης θνητότητας.
Ο χαμός της κόρης δίνεται με τρόπο λιτό και αφήνεται να επιδράσει στη σκέψη του αναγνώστη, με όλη την τραγικότητα που ενέχει η απώλεια ενός βαθύτατα αγαπημένου προσώπου.
Οι δραματικοί ενεστώτες (φθάνω, απιθώνω) που προσδίδουν παραστατικότητα, ενέργεια και ζωντάνια στην αφήγηση, ακολουθούνται από το παρελθοντικό και αμετάκλητο της τελικής διαπίστωσης «ήτανε πεθαμένη».
Η αναφορά στο ακρογιάλι δημιουργεί σχήμα κύκλου με την αρχή του ποιήματος και προσφέρει έτσι την αίσθηση της ολοκλήρωσης και της πληρότητας στην αφηγούμενη ιστορία.

Ο αιφνίδιος τερματισμός του ήχου, που συνδέεται πιθανώς με την πραγμάτωση του σκοπού του ν’ αποτρέψει τον ήρωα απ’ τη διάσωση της αγαπημένης του, δημιουργεί μιαν αίσθηση κενότητας τόσο στη φύση, όσο και στην ψυχή του ήρωα, που είχε βιώσει μια διονυσιακή έκσταση υπό την επίδραση του ήχου. Πολύ γοργά, ωστόσο, και μ’ έναν στεναγμό που φανερώνει την ένταση στην οποία βρισκόταν για ώρα ο ήρωας, επιστρέφει εκ νέου στην ψυχή του (και στην σκέψη του) η αγαπημένη κόρη. Είναι εύλογα η πρώτη του σκέψη και η βασική του ανησυχία, αφού για τη δική της σωτηρία αγωνίζεται, έστω κι αν προσωρινά τη λησμόνησε.
Με την ολοκλήρωση της προσπάθειας «και τέλος», χωρίς να δίνονται λεπτομέρειες για το πόσο χρειάστηκε να φτάσει στο ακρογιάλι απ’ τη στιγμή που απελευθερώθηκε απ’ την επίδραση του ήχου, ο Κρητικός ακουμπά με χαρά την αρραβωνιαστικιά του στη στεριά, και άρα στην ασφάλεια, μόνο και μόνο για να διαπιστώσει πως εκείνη έχει ήδη πεθάνει.
Ο ήρωας βρίσκεται στο τέλος των δοκιμασιών του να έχει αποτύχει για μια ακόμη φορά. Μη έχοντας κατορθώσει να γλιτώσει την οικογένειά του και την πατρίδα του απ’ τη μανία των Τούρκων, αποτυγχάνει και στη διάσωση της αγαπημένης τους. Η ηθική συντριβή του ήρωα είναι απόλυτη, καθώς απομένει ολομόναχος χάνοντας πια και το τελευταίο του πιθανό στήριγμα.
Το ποίημα κλείνει με τη λέξη «πεθαμένη» που αποκαλύπτει την αποτυχία του ήρωα και αιτιολογεί την πλήρη μεταστροφή της προσωπικότητάς του. Ο ήρωας εξαγνίζεται και αναβαπτίζεται μέσα απ’ τον πόνο της σημαντικής αυτής απώλειας. Σαφής εδώ η τεχνική της απόκρυψης, που δημιουργεί στον ήρωα την πλανερή εντύπωση μέχρι και την τελευταία στιγμή πως έχει καταφέρει να σώσει την αγαπημένη του.
Το απότομο και χωρίς στοιχεία θρήνου ή λυρισμού τέλος του ποιήματος μας παραπέμπει στη δημοτική ποίηση. Δεν υπάρχει τίποτε άλλο να λεχθεί, καθώς με τη βοήθεια των αναδρομών και των προλήψεων έχουν όλα ήδη καλυφθεί κατά τη διάρκεια της αφήγησης.
Αντιθέσειςδειασεν - γιόμισεν / Τήν πιθώνω μέ χαρά, κι τανε πεθαμένη
https://latistor.blogspot.com/