Life for Life
"Το θαύμα δεν είναι πουθενά
παρά κυκλοφορεί μέσα
στις φλέβες του ανθρώπου!!!"


"Στης σκέψης τα γυρίσματα μ’ έκανε να σταθώ
ιδέα περιπλάνησης σε όμορφο βουνό.
Έτσι μια μέρα το ’φερε κι εμέ να γυροφέρει
τ’ άτι το γοργοκίνητο στου Γοργογυριού τα μέρη !!!"


ΣΤΗΝ ΑΥΛΗ ΜΑΣ
Εμείς στο χωριό μας έχουμε ακόμα αυλές. Εκεί μαζευόμαστε, αμπελοφιλοσοφούμε,
καλαμπουρίζουμε, ψιλοτσακωνόμαστε μέχρι τις... πρώτες πρωινές ώρες! Κοπιάστε ν' αράξουμε!!!
-Aναζητείστε το"Ποίημα για το Γοργογύρι " στο τέλος της σελίδας.

19.12.24

ΜΙΧΑΛΗΣ ΓΚΑΝΑΣ, ένας κορυφαίος ποιητής, ένας υπέροχα σκεπτόμενος άνθρωπος, ένα πολύτιμο πετράδι της Ηπειρώτικης Γης.

ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ ΗΛΙΑΣ ΜΑΓΚΛΙΝΗΣ.

Είναι μεγάλη υπόθεση να γράφεις
ποίηση που δεν αφορά μονάχα τους ομοτέχνους σου, το «σινάφι». Η ποίηση του Μιχάλη Γκανά (1944-2024), ο οποίος πέθανε την περασμένη Τρίτη, είχε αυτή την ευλογημένη εξωστρέφεια.

Τον θυμάμαι κάποτε στο Ναύπλιο, σε τραπέζια ευτυχισμένα, τον θυμάμαι να γελάει εύκολα, να αστειεύεται (η περίσταση βοηθούσε, είναι η αλήθεια) αλλά και να πέφτει σε σιωπές. Υπήρξε δωρικός όπως η ηπειρώτικη γη του. Σαν να γύρευε ένα πένθος απ’ το οποίο να κρυφτεί, μα και την ίδια στιγμή να βρει να κουρνιάσει. Να πατήσει κάτω απ’ το βαρύ χώμα τον Χάρο μα και να τον χορέψει, έτσι, στατικά και αγέρωχα, όπως το κάνουν στα μέρη του με έναν τρόπο που δεν περιγράφεται.

Η ιδιότυπη αυτή χαρακιά του μάταιου και του τρυφερού μέσα στην κόρη του ματιού του ερχόταν από παλιά και αποκρυσταλλωνόταν μοναδικά στον ποιητικό του λόγο – αυτό τον λόγο που μπορούσε να τον φτάσει έως τον καθένα.

Δύο παραδείγματα: το πρώτο από τα «Γυάλινα Γιάννενα», η περίφημη «Χριστουγεννιάτικη ιστορία». Το μοναχικό ξενύχτι του χήρου πατέρα, αγκαλιά με το όπλο του, «πώς να πλαγιάσει και να κοιμηθεί». Μετά τον στίχο αυτό, το ποίημα, μέσα στην πένθιμη αχλύ του, εξακτινώνεται στο διάστημα της μνήμης: «Λέω να γίνω πατέρας του πατέρα μου,/ ένας πατέρας πού του έτυχε/ σιωπηλό και δύστροπο παιδί,/ και του πω μια ιστορία/ για να τον πάρει ο ύπνος.// Υπνε που παίρνεις τα παιδιά πάρε και τον πατέρα…».

Ο ύπνος συνοδεύει τον πατέρα («απ’ τις μασχάλες πιάσ’ τονε/ σα να ‘ταν λαβωμένος») σε ένα μεταθανάτιο τοπίο, οικείο όσο και ανοίκειο, που μεταμορφώνεται διαρκώς («Να βγαίνει η μάνα να κοιτά/ από το παραθύρι, την έγνοια της να βλέπουμε/ στα γαλανά της μάτια, κι όλοι να της το κρύβουμε/ πως είναι πεθαμένη») ώσπου ο ύπνος γίνεται ένας για όλους, με τους γονιούς να γίνονται παιδιά, «παιδάκια των παιδιών μας». Η κόντα του ποιήματος είναι αέρινη μα και βαριά, όπως όταν βρίσκεσαι κάπου ανάμεσα στον ύπνο και στον ξύπνιο: «Σε στρωματσάδα ρίξε μας/ μια νύχτα του χειμώνα, πίσω απ’ τα ματοτσίνορα/ ν’ ακούμε τους μεγάλους, να βήχουν, να σωπαίνουνε,/ να βλαστημούν το χιόνι. Κι εμείς να τους λυπόμαστε/ που γίνανε μεγάλοι και να βιαζόμαστε πολύ/ να μοιάσουμε σ’ εκείνους, να δουν πως μεγαλώσαμε/ να παρηγορηθούνε».

Δεύτερο παράδειγμα, από την «Παραλογή». Το έχω γράψει και αλλού, παλαιότερα: η ποιητική αυτή σύνθεση περιλαμβάνει ένα άτιτλο ποίημα, στην ουσία μια στιχομυθία, κάτι σαν ελάχιστο μονόπρακτο: ο διάλογος ενός παιδιού με τη μάνα του.

Το παιδί φαίνεται να έχει καταληφθεί από τρόμο στην ιδέα ότι κάποτε η μητέρα του θα πεθάνει. Οι τέσσερις πρώτοι στίχοι: «– Εσύ δεν θα πεθάνεις./ – Μάζεψε τη φωτιά./ – Πεθαίνουν οι μανάδες; Δεν πεθαίνουν./ – Οχι. Κοίταξε να μην καείς». Η συζήτηση συνεχίζεται με αμείωτη ένταση: «– Σύρε να παίξεις./ Δε θέλω. Θέλω να μην πεθάνεις./ – Μπα σε καλό σου. Φέρε μου το σινί./ – Η γιαγιά όμως θα πεθάνει./ – Θα ‘σαι μεγάλος τότε, μη φοβάσαι». Στο τέλος, το παιδί ξεσπά: «– Αμα πεθάνεις θα πεθάνω να το ξέρεις./ Κούφια η ώρα. Μη λες τέτοιες κουβέντες./ – Αμα πεθάνεις θα πεθάνω. Μ’ ακούς;».

Απομένει ένα δίστιχο στο οποίο τον τελευταίο λόγο τον έχει η μάνα. Ενας λόγος ειπωμένος πολλά χρόνια μετά· όταν το παιδί δεν είναι πια παιδί, σαν ηχώ από το επέκεινα, απάντηση στο «Αμα πεθάνεις θα πεθάνω. Μ’ ακούς;» του μικρού παιδιού: «Σ’ ακούω. Ψεύτη./ Ούτε αυτά που μου ‘ταξες παιδί δεν κράτησες».

Συντριπτικό κλείσιμο. Ο λόγος της μάνας σαν ετυμηγορία. Κι ωστόσο, στο βάθος, δεν μιλάει η μάνα στο τέλος– το παιδί μιλάει. Είναι αυτή η κατάσταση όπου γινόμαστε εγγαστρίμυθοι των νεκρών. Η μάνα μιλάει μέσα απ’ το παιδί που δεν είναι πια παιδί. Οταν το παιδί γίνεται γονιός της ίδιας του της μάνας.


Μια βίαιη μύηση ενηλικίωσης; Από τη στιγμή που η μάνα έχει μεταβληθεί σε σκιά, τι άλλο; Πώς αλλιώς, όταν δεν μένει τίποτε άλλο να ειπωθεί παρά μόνο μέσα στο μύχιο; Ολες αυτές οι συνομιλίες –οι μονόλογοι, στην ουσία– που κλείνουν πάντοτε με ένα αθέατο, μα οριστικό, ερωτηματικό. Κι όμως, μέσα σε όλη αυτή την αγριότητα θάλλει μια αβάσταχτη τρυφερότητα.

Η ατόφια ποίηση του Μιχάλη Γκανά: ηπειρώτικη, ελληνική, με τον τρόπο της οικουμενική, καθώς αυτή η τρυφερότητα αναδύεται κάθε τόσο σαν γυναίκα μητρική και στοργική, ερωτική και άπιαστη, στα σωθικά της οποίας, ωστόσο, σαλεύει μια αδιόρατη, μια τρομακτική αβεβαιότητα.

Η ποίηση ως κιβωτός της μνήμης

Της Αντρεα Σέλινγκερ

Οσες ευκαιρίες να εκφραστούμε κι όση χαρά κι αν μας προσφέρουν η γλώσσα και ο διάλογος, άλλο τόσο μεγάλο είναι το στραπάτσο που μας επιφυλάσσουν, όταν η εκάστοτε άλλη πλευρά στα συμφραζόμενα ενός διαλόγου δεν υφίσταται πλέον ως φυσική παρουσία. Απαιτείται τότε από το άτομο να εκτελέσει μια σειρά από λεπτούς ψυχολογικούς άθλους, που καλούνται συλλήβδην πένθος. Διότι ούτε η σχέση με τον απόντα άλλο τελειώνει με την απώλειά του, ούτε το βιολογικό τέλος μιας ανθρώπινης ζωής σηματοδοτεί κατ’ ανάγκην το τέλος μιας ζωντανής σχέσης με τον αποθανόντα. Το πένθος όμως είναι και το καύσιμο της μνήμης. Το σοκ της απουσίας γεννάει μια νέα μορφή παρουσίας, υπό την προστασία της οποίας είναι δυνατόν να εξωτερικευθεί το ανείπωτο, να επιτραπούν συναισθήματα που δεν έχουν ποτέ αποκαλυφθεί, εν ολίγοις: να συνεχιστεί η σχέση σε μια άλλη διάσταση. Αυτό ακριβώς μας έδειξε ο Μιχάλης Γκανάς στον ποιητικό κύκλο του με τίτλο «Παραλογή»: Οφείλουμε στη μνήμη ότι το απόν μπορεί να είναι για εμάς παρόν. Ο Γκανάς δεν καταφεύγει στη μεταφυσική ή σε θρησκευτικούς ορίζοντες προσδοκίας, αλλά στις αισθήσεις και σε ψυχικές διεργασίες: ακουστικές και γευστικές εντυπώσεις, εσωτερικές εικόνες, όνειρα, συνειρμούς. Για τον Γκανά, ο οποίος σκεφτόταν και έγραφε στα ελληνικά, αυταπόδεικτη υλική έκφραση της υπαρξιακής αναγκαιότητας των μνημοτεχνικών είναι το μνήμα. Αντιλαμβανόταν την ποίηση, όχι μόνο στην «Παραλογή», ως κιβωτό της μνήμης.

Είναι σαν να ψιθυρίζει από το άγνωστο βασίλειο της ανυπαρξίας: «Να με θυμάσαι – βασιλικά να τρίβεις στις παλάμες σου για να θυμάσαι».

Ποια στάση, ποιο μήνυμα θα μπορούσε να είναι πιο ανθρώπινο και παρήγορο σε αυτόν τον κόσμο της λήθης στον οποίο ζούμε; «Με πλάκα και κοντύλι», τα εργαλεία του συγγραφέα, ο Μιχάλης Γκανάς μας έδειξε πώς μπορούμε να θυμόμαστε αγαπημένους νεκρούς. Αλλά και απλά μέσα από μυρωδιές· και είναι σαν από τις 12 Νοεμβρίου να μας ψιθυρίζει από το άγνωστο βασίλειο της ανυπαρξίας: «Να με θυμάσαι – βασιλικά να τρίβεις στις παλάμες σου για να θυμάσαι». Γιατί «χωρίς εμάς είστε μειοψηφία (ΟΛΟΙ ΜΑΖΙ), χωρίς εσάς οστά γεγυμνωμένα».

Η κ. Αντρεα Σέλινγκερ, μεταφράστρια και αρθρογράφος, έχει μεταφράσει ποίηση του Μιχάλη Γκανά.
Πήγαινε αναπόταμα, προς τις πηγές

Του Κώστα Κουτσουρέλη

Ο Μιχάλης Γκανάς υπήρξε μια φωνή αρχαϊκή. Σ’ έναν τόπο που τραβάει όλο και πιο κοπιαστικά, όλο και πιο πτοημένα προς το πέρας του, εκείνος μας θύμιζε πάντα την αρχή. Στο θορυβώδες ρεύμα της πολιτιστικής μας ζωής, το μολυσμένο από κάθε είδους όξινες βροχές και κατακρημνίσματα, εκείνος πήγαινε αναπόταμα, προς τις πηγές. Και τα γραψίματά του, είτε ποιήματα, είτε τραγούδια, είτε πεζά, ήταν ο ίδιος ο άνθρωπος, εκείνος που γνωρίσαμε όσοι είχαμε την τύχη να τον συναναστραφούμε – πάντα απροσποίητος, ατόφυος, αυθεντικός.


Οι γραμματολόγοι μας πάνω στη φούρια τους να συμμαζέψουν τα ασυμμάζευτα, τον συγκατέταξαν κι αυτόν βολικά στη σωρεία των ποιητών της Μεταπολίτευσης. Δεν νομίζω ότι έχει την παραμικρή σχέση μαζί τους. Με κάτι λίγους μόνο συμπορεύθηκε, μακριά εντελώς από ταμπέλες και γενεές. Ο αναγνώστης θα τους βρει σ’ έναν τόμο που δεν ξέρω αν προσέχθηκε καθόλου, «Τ’ αγαπημένα του Μιχάλη Γκανά. Ποιήματα και αφηγήματα άλλων» (2014). «Αν είναι να μιλήσει κάποιος ας πει για την αγάπη»: τα λιτά σχόλιά του σ’ αυτή την ανθολογία είναι η καλύτερη εισαγωγή και στο δικό του το έργο.

Τα γραψίματά του, είτε ποιήματα, είτε τραγούδια, είτε πεζά, ήταν ο ίδιος ο άνθρωπος, πάντα απροσποίητος, ατόφυος, αυθεντικός.

Μετά το φευγιό τόσων και τόσων ονομαστών της ποίησής μας τα τελευταία χρόνια –της Δημουλά, του Ελευθερίου, του Χριστιανόπουλου, του Βαλαωρίτη…–, ο Γκανάς ήταν ένας από τους έσχατους που το όνομά τους έλεγε κάτι στο ευρύ κοινό. Και όχι απλώς «κάτι»… Τα βιβλία του διαβάστηκαν πολύ κι από ανθρώπους που γενικά δεν διαβάζουν, πολλώ δε μάλλον ποιήματα. Τους στίχους του, που σαν τις πιπεριές του Μπασό τούς έβαλαν φτερά και τους έκαναν λιβελούλες μελωδικές συνθέτες όπως ο Νίκος Ξυδάκης, ο Παναγιώτης Καλαντζόπουλος, ο Δημήτρης Παπαδημητρίου και ο Μίκης, τους τραγουδήσαμε όλοι. Εξαίρετες είναι και οι ποιητικές του μεταγραφές, από το Ασμα Ασμάτων έως τον Ομηρο, υπόδειγμα βαθιάς γνώσης και σεβαστικής δεξίωσης του πρωτοτύπου, κι ας λεν οι μεταφρασιολογούντες. Και, εξυπακούεται, η ολιγοσέλιδη πρόζα του, αυτοβιογραφική και μη.


Καλό κατευόδιο, Μιχάλη Γκανά!

Ο κ. Κώστας Κουτσουρέλης είναι ποιητής και δοκιμιογράφος.
Στίχοι που φωτίζουν τα σκοτάδια

Της Τασούλας Επτακοίλη

Στην ταινία του Ζαν Λικ Γκοντάρ «Αλφαβίλ», που βγήκε στις αίθουσες το 1965, ακούγεται η φράση: «Ξέρεις τι φωτίζει τη νύχτα; Η ποίηση». Οταν η ποίηση συναντά τη μουσική, το φως γίνεται ακόμη πιο δυνατό, εκτυφλωτικό. Αυτό συνέβη στην περίπτωση του Μιχάλη Γκανά. «Είναι φορές που δεν ξέρω γιατί, κάτι νυχτώνει βαθιά και πενθεί. Και δε σου κάνει κανείς, κι όπως γυρεύεις να βρεις λίγο λευκό να πιαστείς, γιασεμί στο σκοτάδι σαν άστρο ανάβει», τραγούδησε η Ελλη Πασπαλά το 2005 τους δικούς του στίχους, με τη μουσική Παναγιώτη Καλαντζόπουλου.

Μια πολύτιμη στιχουργική πατριδογνωσία: η παρακαταθήκη του Μιχάλη Γκανά στο ελληνικό τραγούδι.

Τον γνωρίσαμε ως στιχουργό τη δεκαετία του 1980, μέσα από τη συνεργασία του με τον Θάνο Μικρούτσικο και τον Νίκο Ξυδάκη, όμως την επόμενη δεκαετία άγγιζε δημιουργικά τη μια κορυφή μετά την άλλη. Το 1993, στο «Να δεις τι σου ‘χω για μετά» από το άλμπουμ «Ρίξε κόκκινο στη νύχτα» του Λαυρέντη Μαχαιρίτσα περιέγραψε σε μόλις 340 λέξεις με συγκλονιστικό τρόπο μια ολόκληρη εποχή. Το 1994, στα «Κορμιά και τα μαχαίρια» της Ελευθερίας Αρβανιτάκη, στη συνεργασία του με τον αρμενικής καταγωγής Αρα Ντινκτζιάν, η γραφή του δεν ανέστησε απλώς το δημοτικό τραγούδι, το γέννησε εξαρχής: «Τα πουλιά και τα τριζόνια / άντε τραγουδάνε τόσα χρόνια / κι από την ανατριχίλα / κοκκινίζουνε τα μήλα». Το 1996, στα «Τραγούδια για τους μήνες» του Δημήτρη Παπαδημητρίου, σε μια στιχουργική συνύπαρξη με τη Σαπφώ, τον Οδυσσέα Ελύτη, τον Κώστα Καρυωτάκη και τη Μαρία Πολυδούρη, έδωσε τέτοια δύναμη σε αυτό το άλμπουμ ώστε σήμερα πια να αποτιμάται ως ένας δεύτερος «Μεγάλος Ερωτικός»: «Εγώ τον πόνο τον βαστώ, την πίκρα την αντέχω, κλαίω γιατί σε ξέχασα και όχι που δε σ’ έχω».

Γήινος και ονειρικός μαζί, ρεαλιστής και ονειροπόλος, με το ένα πόδι του να πατάει στα βιώματα και στις αναμνήσεις του και με το άλλο γερά στο σήμερα, αιχμηρός μα και τρυφερός, ο Μιχάλης Γκανάς μπόλιασε το ελληνικό τραγούδι με μια γλώσσα εξαίσια, γεμάτη εικόνες και συναισθήματα, δημιούργησε ουσιαστικά μια νέα πατριδογνωσία. «Η πρόζα περπατάει, η ποίηση χορεύει», έλεγε συχνά. Η ποίηση και οι στίχοι του θα συνεχίσουν τον ξέφρενο χορό τους ακόμη και τώρα που εκείνος βρίσκεται στο επέκεινα. Εντός μας.
ΠΗΓΗ: ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ ΗΛΙΑΣ ΜΑΓΚΛΙΝΗΣ.
==================
Άψινθο

Μιχάλης Γκανάς
Πού πας εσύ με τα λεπτά σφυρά η ραδινή
εσύ με τα πλατιά λαγόνια.
Θα βρέξη κυμοθόη
εσύ με τ’ αμάλαγο στήθος.
Ας βρέξει σιταρένια
ας βρέχει όλη μέρα κι αύριο και μεθαύριο.
Ας φυσήξει μετά πλατυτέρα
να φέρει το τραγούδι μου σ’ εσένα.
Εκεί στο τρίκλωνο ποτάμι -ποταμέ βρε ποταμέ μου-

δίπλα στην πέτρα που πλένεις το μαντήλι σου.
Αυτοί παιδί μου δεν
δεν σου χαρίζουν ούτε τη νύστα τους
όλο δεν και δεν και δέν-τρο δεν φύτεψαν τα χέρια τους
δεν χάιδεψαν σκυλί γατί πουλάκι πληγωμένο
γυναίκα άσχημη και στερημένη
αυτοί παιδί μου δεν
δεν δίνουν τ’ Αγγέλου τους νερό
δεν άκουσαν ποτέ
ανάκουστο κιλαϊδισμό και λιποθυμισμένο
δεν έπιασαν με τα ρουθούνια τους
το άοσμο άνθος του θανάτου
δεν είδαν -κατάργησαν τα μάτια τους-
μια πιπεριά να γίνεται λιμπελούλα
αυτοί παιδί μου δεν
δεν ξέρουν δεν αγαπούν
ξέρουνε μόνο ν’ απαιτούν
περισσότεραπερισσότεραπερισσότερα περί…που έτσι γράφεται το μέλλον μας.

Στο Σου-Μιτζού

Στο Σου-Μιτζού κάποια βραδιά
έχασα όλα τα κλειδιά
και γύρευα λιμάνι
Δυο γιαπωνέζοι θυρωροί,
αμφιβολία δε χωρεί
με πήραν για χαρμάνη
Και πες, πες, πες
και ψου, ψου, ψου
κάποια βραδιά στου Σου-Μιτζού,
σε πέντε κι έξι γλώσσες
Α, είδαν πως ήμουν πονηρός,
και πριν να γίνουνε καπνός
μου κάνανε τις κλώσες
Δεν είχα όρεξη που λες,
να μάθουν όλες οι φυλές
πως ήμουν λυπημένος
Βρήκα στο μπαρ ένα Ρωμιό,
πήγα να ξομολογηθώ
μα ήτανε πιωμένος.

Σκιες και χρώματα

Είναι κάτι αγάπες μου
που σηκώνω στις πλάτες μου,
είναι χέρια που κράτησα
- κράτα με -
σαν πουλάκια τ'άφησα.
Είναι κάτι στον άνθρωπο
τρυφερό κι απάνθρωπο
και ο κόσμος παράξενος
- γυάλινος -
σκοτεινός και διάφανος.
Είν' ο κόσμος δύσκολη γραφή
όλο σβήνεται
κι αν δεν διαβαστεί με την αφή
τίποτα δεν γίνεται.
Είναι λύπες που ξέχασα
και χαρές που δεν έζησα,
είναι χρόνια που φύγανε
- μίλα μου -
πες μου που πήγανε.
Είναι φίλοι που χάθηκαν
και φωνές που μου στάθηκαν,
είναι μάτια που φίλησα
- μάτια μου -
κι από φως ξεχείλισα.
Είναι σπίτια που έχασα
και ποτέ δεν τα ξέχασα,
ένα σχήμα που μπόρεσα
- σώμα μου -
κι άλλα που δεν χώρεσα.
Είναι κάτι στον άνεμο
μυστικό και παράνομο
που τρελαίνει τα σώματα
- πόνα τα -
με σκιές και χρώματα.

Χρώμα δεν αλλάζουνε τα μάτια

Στα ίδια μέρη θα ξαναβρεθούμε
τα χέρια θα περάσουμε στους ώμους
παλιά τραγούδια για να θυμηθούμε
ονόματα και βλέμματα και δρόμους
Χρώμα δεν αλλάζουνε τα μάτια
που θυμάσαι και θυμάμαι
τίποτα δε χάθηκε ακόμα
όσο ζούμε και πονάμε
χρώμα δεν αλλάζουνε τα μάτια
μόνο τρόπο να κοιτάνε
Κι αν άλλάξαν οι φίλοι μας λιγάκι
αλλάξαμε κι εμείς με τη σειρά μας
χαθήκαμε μια νύχτα στο Παγκράτι
αλλά βλεπόμαστε στα όνειρά μας
Χρώμα δεν αλλάζουνε τα μάτια
που θυμάσαι και θυμάμαι
τίποτα δε χάθηκε ακόμα
όσο ζούμε και πονάμε
χρώμα δεν αλλάζουνε τα μάτια
μόνο τρόπο να κοιτάνε
Πηγή: http://dimitriosgogas.blogspot.gr
Ανιχνευτής Επικούρειος Πέπος

Δεν υπάρχουν σχόλια: