Γυναίκες Σαμουράι Η Τομόε Γκοζέν
Εν γένει η κοινωνία των σαμουράι ήταν ανδροκρατούμενη, αλλά τα ιστορικά αρχεία αναφέρουν ότι τα θηλυκά μέλη στις πατριές των σαμουράι επεδείκνυαν συχνά μαχητικό πνεύμα, ενώ η φροντίδα τους για θέματα τιμής και καθήκοντος μπορούσε να παραβληθεί με αυτή των ανδρών. Οι γυναίκες εκπαιδεύονταν στις τέχνες της μάχης και με την πάροδο του χρόνου γίνονταν επιδέξιες στη χρήση της ναγκινάτα λόγχης. Ιστορίες για θαρραλέες και αφοσιωμένες σαμουράι γυναίκες αφθονούν στο επικό έργο Χάικε Μονογκατάρι. Κύρια μορφή ανάμεσά τους είναι η Τομόε Γκοζέν, η σύζυγος του Μιναμότο Γιοσινάκα, αλλά στην ίδια περίοδο υπάρχουν και πολλές άλλες ηρωικές σαμουράι γυναίκες, ανάμεσα στις οποίες περιλαμβάνεται η Χότζο Μασάκο, η σύζυγος του Μιναμότο Γιοριτόμο, η οποία μετά το θάνατο του συζύγου της έγινε βουδίστρια μοναχή –μια κοινή μοίρα για τις χήρες των σαμουράι. Η Μασάκο έπαιξε σημαντικό ρόλο στην πολιτική σκηνή κατά τα πρώτα χρόνια της αντιβασιλείας των Χότζο.Από τη νέα θέση της ως βουδίστρια μοναχή υποστήριξε με επιτυχημένο τρόπο την ανάδειξη της τάξης των σαμουράι μέσα στο σογκουνάτο. Τούτες οι ιστορίες αντανακλούν τη σχετικά ισχυρή θέση των γυναικών στη σαμουράι κοινωνία εκείνης της εποχής. Οι νόμοι που κυβερνούσαν την αυλή του σόγκουν στις αρχές του 13ου αιώνα, επέτρεπαν ίσα δικαιώματα των γυναικών σε κληρονομικά θέματα και το δικαίωμα της κατοχής και διαχείρισης περιουσίας. Επί πλέον οι γυναίκες των σαμουράι είχαν μεγάλη θέση στη διαχείριση της οικίας τους. Ήταν υπεύθυνες για οικονομικά θέματα, για το υπηρετικό προσωπικό και αναλάμβαναν την υπεράσπιση του οίκου σε καιρό πολέμου. Επίσης, ήταν υπεύθυνες για την ανατροφή των παιδιών τους στις ιδέες των σαμουράι, για την περιφρόνηση του θανάτου και την αδιαμφισβήτητη υπακοή στον άρχοντά τους. Στους αιώνες που ακολούθησαν οι κόρες των οικογενειών έγιναν πιόνια στην αγορά του γάμου. Η ταυτόχρονη επίδραση του Νεοκομφουκιανισμού συνέτεινε στη μείωση της θέσης των γυναικών σαμουράι. Το ιδανικό της ατρόμητης αφιέρωσης αντικαταστάθηκε σταδιακά από την παθητική, ήσυχη υπακοή. Κατά το 17ο αιώνα πολλοί σαμουράι θεωρούσαν πως ενώ οι γυναίκες είναι απαραίτητες για να φέρουν παιδιά, δε θεωρούνταν κατάλληλες για σύντροφοι των πολεμιστών στη μάχη. Τούτο είχε ως αποτέλεσμα την ανάπτυξη ομοφυλοφιλικών τάσεων ανάμεσα στους πολεμιστές με τη μορφή μυητικής τελετουργίας των πρεσβύτερων προς τους νεότερους (μια παράδοση που ονομάζεται σούντο - 衆道 ).
Παρά την επανειλημμένη απαγόρευση, δεν ήταν λίγοι οι σαμουράι που διατηρούσαν στενές σχέσεις με άνδρες. Το 1687 ο Ιχάρα Σαϊκάκου δημοσίευσε το περίφημο βιβλίο του «Νανσόκου οκαγκάμι», που σημαίνει «Ο Μεγάλος Καθρέπτης της Ανδρικής Αγάπης» και είχε ως θέμα του τις ομοφυλοφιλικές δραστηριότητες ανάμεσα στους σαμουράι. «Η γυναίκα είναι ένα πλάσμα εντελώς ασήμαντο», έγραφε, «αλλά η ειλικρινής παιδεραστική αγάπη είναι η μοναδική αγάπη». Ωστόσο, όλοι περίμεναν από τις γυναίκες να δείχνουν περιφρόνηση στο θάνατο, όταν επρόκειτο για θέματα υπεράσπισης της τιμής του οίκου τους. Η θυσία της τιμής της γυναίκας για χάρη του συζύγου της ήταν κοινό θέμα στο ιαπωνικό δράμα. Η αυταπάρνηση ήταν επιτακτική για τις γυναίκες και παρέμεινε έτσι ακόμα και στα τέλη του 19ου αιώνα, παρά το γεγονός ότι οι δυτικές ιδέες για το θέμα έγιναν ιδιαίτερα δημοφιλείς.
Γράφοντας το βιβλίο του Μπουσίντο, η ψυχή της Ιαπωνίας, ο Ινάζο Νιτόμπε αφιέρωσε ένα κεφάλαιο στην εκπαίδευση και τη θέση των γυναικών στην κοινωνία των σαμουράι, στο οποίο υπογραμμίζει τον κατώτερο ρόλο τους. Στην ανοδική κλίμακα της υπηρεσίας πρώτη στη βάση στέκει η γυναίκα που θυσιάζει τον εαυτό της για τον άνδρα. Ο άνδρας με τη σειρά του θυσιάζει τον εαυτό του για τον άρχοντα, ώστε να υπακούει τον Ουρανό. Ωστόσο, το μαχητικό πνεύμα των θηλυκών σαμουράι έβρισκε διέξοδο σε αρκετές περιπτώσεις. Η μαχητική τους γενναιότητα φάνηκε ιδιαίτερα κατά την εξέγερση Σατσούμα, το 1877. Οι γυναίκες του Καγκοσίμα πολέμησαν ενάντια στον αυτοκρατορικό στρατό. Το 1868 οι μάχες ανάμεσα στους υποστηρικτές του σογκουνάτου και τους υποστηρικτές της αυτοκρατορικής παλινόρθωσης έδωσαν άλλο ένα παράδειγμα της γυναικείας μαχητικότητας. Οι σαμουράι της πατριάς Αϊζού, υποστηρικτές του σογκουνάτου, έμειναν να υπερασπιστούν το φρούριό τους στο Κάστρο Γακαμάτσου. Περικυκλωμένοι από ένα στρατό 20.000 ανδρών οι 3.000 Αϊζού κινητοποίησαν οποιονδήποτε μπορούσε να χρησιμοποιήσει όπλο. Μια ομάδα 20 γυναικών σχημάτισε μια μονάδα που πολεμούσε στην πρώτη γραμμή. Η Νακάνο Τακέκο, πολύ καλά εκπαιδευμένη στη χρήση του ναγκινάτα, φέρεται ότι όρμησε κατά τη διάρκεια της μάχης στις εχθρικές γραμμές και πετσόκοψε αρκετούς άνδρες, πριν την πυροβολήσουν στο στήθος. Για να αποφύγει την ατίμωση της αιχμαλωσίας, είπε στην αδελφή της Γιούκο να την αποκεφαλίσει και να πάρει το κεφάλι της σπίτι. Προς τιμήν της χτίστηκε μνημείο στο ναό Χοκάι, στο Αϊζού Μπανγκεμάτσι, της επαρχίας
Φουκισίμα.
Σεπούκου, η τελετουργική αυτοκτονία
Η λέξη σεπούκου αντιπροσωπεύει τον τυπικό όρο της ιαπωνικής γλώσσας για την τελετουργική αυτοκτονία (χάρα-κίρι είναι ο κοινώς χρησιμοποιούμενος όρος)15. Πρόκειται για μια ιδιαίτερα οδυνηρή μέθοδο αυτοθανάτωσης, αναπόσπαστα συνδεδεμένη με την ιστορία της φεουδαρχικής Ιαπωνίας (1192-1868). Είναι ένα κομμάτι του κώδικα μπουσίντο
και της μαθητείας της πολεμικής τάξης των σαμουράι. Ωστόσο, πριν την
εμφάνιση των σαμουράι ως οργανωμένη κοινωνική κάστα και επαγγελματική
πολεμική τάξη, ήταν μια πράξη εντελώς ξένη προς τη νοοτροπία και τα
πιστεύω των Ιαπώνων. Η μελέτη της πρώιμης ιστορίας της Ιαπωνίας αποκαλύπτει πως οι Ιάπωνες ενδιαφέρονταν περισσότερο για την καλή ζωή, παρά για τον οδυνηρό θάνατο.
Μετά από την εισαγωγή του Βουδισμού στην Ιαπωνία και τις θεωρήσεις για τη μεταβατική φύση της ζωής, κατέστη δυνατή η ανάπτυξη και εδραίωση της τελετουργικής αυτοκτονίας. Ωστόσο, τούτη η θεώρηση αποκαλύπτει και μια διαστρεβλωμένη αντίληψη των βουδιστικών πεποιθήσεων, οι οποίες μάλλον βλέπουν τη ζωή ως ευκαιρία ρύθμισης του παγκόσμιου νόμου του κάρμα για την ατομική ύπαρξη και όχι ως αμελητέα ποσότητα που υποκύπτει στις δυνάμεις της αυτοκαταστροφής εν ονόματι οποιουδήποτε ηθικού κώδικα. Οι σαμουράι λάμβαναν την εντολή να τελέσουν σεπούκου είτε για να τιμωρηθούν ή για να μην υποστούν ατιμωτικό θάνατο πέφτοντας στα χέρια του εχθρού τους. Συνεπώς, για αυτούς η τελετουργική αυτοκτονία ήταν αναμφισβήτητη επίδειξη τιμής, θάρρους, αφοσίωσης και ηθικού χαρακτήρα. Βέβαια, όταν βρίσκονταν στο πεδίο της μάχης, τελούσαν χάρα-κίρι γρήγορα, δίχως ιδιαίτερες προετοιμασίες, για να μην τους προλάβει ο εχθρός. Σε άλλες περιπτώσεις, όμως, ιδιαίτερα όταν έδινε την εντολή κάποιος φεουδάρχης άρχοντας ή ο ίδιος ο σόγκουν, το σεπούκου ήταν τελετουργική διαδικασία που απαιτούσε την παρουσία μαρτύρων και αρκετή προετοιμασία. Όμως, δεν πίστευαν όλοι οι σαμουράι στην τελετουργική αυτοκτονία, ακόμα κι αν πολλοί από αυτούς ακολουθούσαν το έθιμο.
Ο μεγάλος Ιεγιάσου Τοκουγκάβα, ο ιδρυτής της τελευταίας μεγάλης δυναστείας της Ιαπωνίας το 1603 προχώρησε στην έκδοση διατάγματος που απαγόρευε το σεπούκου σε όλες τις τάξεις των ακολούθων. Το έθιμο ήταν τόσο βαθιά εντυπωμένο, όμως, που συνέχισε παρά τις απαγορεύσεις. Έτσι, επί του Άρχοντα Νομπουτσούνα Ματσουντάιρα του Ίζου, η κυβέρνηση του σογκουνάτου εξέδωσε ένα αυστηρότερο διάταγμα που απαγόρευε την τελετουργική αυτοκτονία. Τούτο το διάταγμα ακολουθείτο από αυστηρή τιμωρία για οποιονδήποτε άρχοντα επέτρεπε στους ακόλουθους του να τελέσουν σεπούκου.
Ο σαμουράι αγαπούσε περισσότερο την τιμή παρά τη ζωή και σε πολλές περιπτώσεις η αυτοθανάτωση θεωρείτο όχι απλώς ορθή, αλλά ο μοναδικός ορθός δρόμος για την αποφυγή της ήττας και της ατίμωσης. Υπάρχουν μάλιστα περιπτώσεις στις οποίες οι σαμουράι ακόλουθοι ενός νταΐμιο έδειχναν τη θλίψη τους για το θάνατο του άρχοντα τελώντας σεπούκου. Το ίδιο έκαναν, όταν ήθελαν να διαμαρτυρηθούν για κάποια αδικία ή όταν επιθυμούσαν να πιέσουν τον κύριό τους να ξανασκεφτεί μια ανάξια πράξη του. Η τελετουργία του αποκεφαλισμού έπρεπε να τελεστεί ήρεμα και χωρίς δείλιασμα. Αν καταδικαζόταν ο σαμουράι σε θάνατο, ήταν προνόμιό του να εκτελεί την ποινή για τον εαυτό του, παρά να ατιμωθεί, πεθαίνοντας στα χέρια του δημόσιου δήμιου. Σημαντική ήταν, επίσης, η τοποθεσία στην οποία ετελείτο η τελετουργία. Αρκετά συχνά γινόταν μέσα σε ναό –όχι όμως σε σιντοϊστικό ιερό– σε κήπους επαύλεων και στο εσωτερικό οικιών. Ακόμα και το μέγεθος της διαθέσιμης έκτασης ήταν σημαντικό σε τέτοιες περιπτώσεις για τους σαμουράι υψηλής τάξης. Όλα τα ζητήματα που σχετίζονταν με την πράξη ετοιμάζονταν προσεκτικά και με τον λεπτομερέστερο τρόπο.
Ο σημαντικότερος συμμέτοχος στην πράξη, εκτός από το θύμα, ήταν ο καϊσάκου ή βοηθός. Ήταν υπεύθυνος για το κόψιμο της κεφαλής του θύματος από τη στιγμή που βύθιζε το μαχαίρι στην κοιλιά του. Ο μάρτυρας της πράξης ήταν ένας στενός φίλος ή συγγενής του καταδικασμένου. Αν και η αυτοκτονία αποδοκιμάζεται στην Ιαπωνία σήμερα, εντούτοις δεν έχει τη χροιά του αμαρτήματος, όπως στη Δύση. Υπάρχουν και στην εποχή μας άνθρωποι που αυτοκτονούν για την αποτυχία της επιχείρησής τους, την εμπλοκή σε ερωτικά σκάνδαλα ή γιατί απέτυχαν στις εξετάσεις του σχολείου τους. Όλα αυτά είναι δείγμα πως για κάποιους ο θάνατος θεωρείται ακόμη καλύτερος από την ατίμωση.
Μετά από την εισαγωγή του Βουδισμού στην Ιαπωνία και τις θεωρήσεις για τη μεταβατική φύση της ζωής, κατέστη δυνατή η ανάπτυξη και εδραίωση της τελετουργικής αυτοκτονίας. Ωστόσο, τούτη η θεώρηση αποκαλύπτει και μια διαστρεβλωμένη αντίληψη των βουδιστικών πεποιθήσεων, οι οποίες μάλλον βλέπουν τη ζωή ως ευκαιρία ρύθμισης του παγκόσμιου νόμου του κάρμα για την ατομική ύπαρξη και όχι ως αμελητέα ποσότητα που υποκύπτει στις δυνάμεις της αυτοκαταστροφής εν ονόματι οποιουδήποτε ηθικού κώδικα. Οι σαμουράι λάμβαναν την εντολή να τελέσουν σεπούκου είτε για να τιμωρηθούν ή για να μην υποστούν ατιμωτικό θάνατο πέφτοντας στα χέρια του εχθρού τους. Συνεπώς, για αυτούς η τελετουργική αυτοκτονία ήταν αναμφισβήτητη επίδειξη τιμής, θάρρους, αφοσίωσης και ηθικού χαρακτήρα. Βέβαια, όταν βρίσκονταν στο πεδίο της μάχης, τελούσαν χάρα-κίρι γρήγορα, δίχως ιδιαίτερες προετοιμασίες, για να μην τους προλάβει ο εχθρός. Σε άλλες περιπτώσεις, όμως, ιδιαίτερα όταν έδινε την εντολή κάποιος φεουδάρχης άρχοντας ή ο ίδιος ο σόγκουν, το σεπούκου ήταν τελετουργική διαδικασία που απαιτούσε την παρουσία μαρτύρων και αρκετή προετοιμασία. Όμως, δεν πίστευαν όλοι οι σαμουράι στην τελετουργική αυτοκτονία, ακόμα κι αν πολλοί από αυτούς ακολουθούσαν το έθιμο.
Ο μεγάλος Ιεγιάσου Τοκουγκάβα, ο ιδρυτής της τελευταίας μεγάλης δυναστείας της Ιαπωνίας το 1603 προχώρησε στην έκδοση διατάγματος που απαγόρευε το σεπούκου σε όλες τις τάξεις των ακολούθων. Το έθιμο ήταν τόσο βαθιά εντυπωμένο, όμως, που συνέχισε παρά τις απαγορεύσεις. Έτσι, επί του Άρχοντα Νομπουτσούνα Ματσουντάιρα του Ίζου, η κυβέρνηση του σογκουνάτου εξέδωσε ένα αυστηρότερο διάταγμα που απαγόρευε την τελετουργική αυτοκτονία. Τούτο το διάταγμα ακολουθείτο από αυστηρή τιμωρία για οποιονδήποτε άρχοντα επέτρεπε στους ακόλουθους του να τελέσουν σεπούκου.
Ο σαμουράι αγαπούσε περισσότερο την τιμή παρά τη ζωή και σε πολλές περιπτώσεις η αυτοθανάτωση θεωρείτο όχι απλώς ορθή, αλλά ο μοναδικός ορθός δρόμος για την αποφυγή της ήττας και της ατίμωσης. Υπάρχουν μάλιστα περιπτώσεις στις οποίες οι σαμουράι ακόλουθοι ενός νταΐμιο έδειχναν τη θλίψη τους για το θάνατο του άρχοντα τελώντας σεπούκου. Το ίδιο έκαναν, όταν ήθελαν να διαμαρτυρηθούν για κάποια αδικία ή όταν επιθυμούσαν να πιέσουν τον κύριό τους να ξανασκεφτεί μια ανάξια πράξη του. Η τελετουργία του αποκεφαλισμού έπρεπε να τελεστεί ήρεμα και χωρίς δείλιασμα. Αν καταδικαζόταν ο σαμουράι σε θάνατο, ήταν προνόμιό του να εκτελεί την ποινή για τον εαυτό του, παρά να ατιμωθεί, πεθαίνοντας στα χέρια του δημόσιου δήμιου. Σημαντική ήταν, επίσης, η τοποθεσία στην οποία ετελείτο η τελετουργία. Αρκετά συχνά γινόταν μέσα σε ναό –όχι όμως σε σιντοϊστικό ιερό– σε κήπους επαύλεων και στο εσωτερικό οικιών. Ακόμα και το μέγεθος της διαθέσιμης έκτασης ήταν σημαντικό σε τέτοιες περιπτώσεις για τους σαμουράι υψηλής τάξης. Όλα τα ζητήματα που σχετίζονταν με την πράξη ετοιμάζονταν προσεκτικά και με τον λεπτομερέστερο τρόπο.
Ο σημαντικότερος συμμέτοχος στην πράξη, εκτός από το θύμα, ήταν ο καϊσάκου ή βοηθός. Ήταν υπεύθυνος για το κόψιμο της κεφαλής του θύματος από τη στιγμή που βύθιζε το μαχαίρι στην κοιλιά του. Ο μάρτυρας της πράξης ήταν ένας στενός φίλος ή συγγενής του καταδικασμένου. Αν και η αυτοκτονία αποδοκιμάζεται στην Ιαπωνία σήμερα, εντούτοις δεν έχει τη χροιά του αμαρτήματος, όπως στη Δύση. Υπάρχουν και στην εποχή μας άνθρωποι που αυτοκτονούν για την αποτυχία της επιχείρησής τους, την εμπλοκή σε ερωτικά σκάνδαλα ή γιατί απέτυχαν στις εξετάσεις του σχολείου τους. Όλα αυτά είναι δείγμα πως για κάποιους ο θάνατος θεωρείται ακόμη καλύτερος από την ατίμωση.
Όπλα των Σαμουράι
Η θεά του Ήλιου, η Αματεράσου Ομικάμι, λέγεται πως έδωσε στον εγγονό της Νινίγκι Μικότο ένα ξίφος, με το οποίο θα εδραίωνε τη βασιλεία του πάνω στη γη. Οι Ιάπωνες πολεμιστές θεωρούσαν πως τα ξίφη τους είχαν ψυχή, βούληση και θαυματουργές δυνάμεις από μόνα τους. Όταν ένας Σαμουράι πολεμούσε, πιστευε ότι το ίδιο το σπαθί τον καθοδηγούσε ώστε να χτυπήσει με ακρίβεια. Το αποτέλεσμα μιας τέτοιας αντίληψης ήταν η ανάπτυξη ενός περίπλοκου και εκλεπτυσμένου κώδικα για την κατασκευή και το χειρισμό του ξίφους στη μάχη. Οι πολεμιστές που ηττούντο στη μάχη, προσεύχονταν στα ιερά του πολεμικού θεού Χακίμαν ρωτώντας γιατί το ξίφος τους έχασε το πνεύμα του. Όπως είναι φυσικό λοιπόν, είναι πολλές οι ιστορίες τόσο για τις πνευματικές δυνάμεις του ξίφους, όσο και για την αιχμηρότητα της κόψης της λεπίδας του. Μία από αυτές τις ιστορίες μιλά για δυο διάσημους τεχνίτες, τον Μουραμάσα και τον Μασούμε, που θεωρούνταν ίσοι στην επιδεξιότητα της κατασκευής του ξίφους. Κάποτε αποφάσισαν να διαγωνιστούν, για να δουν ποιος μπορούσε να φτιάξει το καλύτερο ξίφος. Για να δοκιμάσει το ξίφος, ο Μουρασάμα κράτησε τη λεπίδα του κόντρα στο ρεύμα ενός γοργού ρυακιού. Όσα από τα φυλλαράκια που παρέσυρε το ρεύμα έπεφταν πάνω στην κόψη του ξίφους σχίζονταν στα δύο. Όταν ο Μασούμε έβαλε το ξίφος του στο ρυάκι για την ίδια δοκιμή, τα φύλλα που επέπλεαν απέφευγαν την κόψη του. Η λεπίδα που κατασκεύασε θεωρήθηκε ανώτερη, γιατί κατείχε πνευματικές δυνάμεις. Εξαιτίας της σπουδαιότητας του ξίφους και της μυστικιστικής σημασίας που του αποδιδόταν, οι κατασκευαστές του ήταν τιμώμενη τάξη και προσέγγιζαν το έργο του με μεγάλη ιεροπρέπεια. Πιστευόταν πως μόνον εκείνοι που είχαν την αγνότερη καρδιά και τα υψηλότερα ηθικά κριτήρια μπορούσαν να γίνουν πραγματικοί κυρίαρχοι της τέχνης. Πριν σφυρηλατήσουν τις λεπίδες, οι τεχνίτες νήστευαν και εξαγνίζονταν τελετουργικά. Κατόπιν δούλευαν πάνω στα αμόνια τους με λευκούς –ιερατικούς σχεδόν– μανδύες.
Ο τρόπος με τον οποίο αντιμετώπισαν οι μεταλλουργοί εκείνης της εποχής το πρόβλημα ήταν εκπληκτικός. Σφυρηλατούσαν μαζί διαφορετικά στρώματα ατσαλιού διαφορετικής σκληρότητας, ενώνοντάς τα σε ένα είδος μεταλλικού «σάντουιτς». Τούτο το «σάντουιτς» ξαναθερμαινόταν, αναδιπλωνόταν κι εσφυρηλατείτο απ' την αρχή. Στο τέλος της επεξεργασίας η λεπίδα περιείχε χιλιάδες λεπτά στρώματα μαλακού και σκληρού ατσαλιού με πάχος μικρότερο από εκείνο του χαρτιού. Όταν διαμορφωνόταν η κόψη, το σκληρό μέταλλο απ' έξω άντεχε το στόμωμα, ενώ το μαλακό μέταλλο από μέσα εμπόδιζε τη θραύση του ξίφους. Ωστόσο, για να παράγουν τις καλύτερες λεπίδες τους, αυτές που αναζητούν σήμερα οι συλλέκτες σε όλο τον κόσμο, οι μεταλλουργοί χρησιμοποιούσαν μια πιο περίπλοκη διαδικασία. Για τον πυρήνα του ξίφους χρησιμοποιούσαν ένα συγκριτικά μαλακό μέταλλο σε επιστρώσεις λεπτών φύλλων, έτσι ώστε να αντέχει στη θραύση. Το εξωτερικό, όμως, τμήμα του και η κόψη ήταν κατασκευασμένη από ατσάλι με διαφορετικούς βαθμούς σκληρότητας διαμορφωμένο σε επιστρωματώσεις που είχαν αναδιπλωθεί και σφυρηλατηθεί 20 φορές ή περισσότερο με 1.000.000 ή περισσότερα χτυπήματα σφυρηλάτησης! Αυτή η εξωτερική επικάλυψη γινόταν ακόμη σκληρότερη με τη θέρμανση και την απότομη ψύξη της λεπίδας στο νερό. Στο τελικό στάδιο ο μεταλλουργός κάλυπτε όλη τη λεπίδα με πυκνό στρώμα κολλώδους υλικού, κυρίως πηλού. Το μόνο σημείο που έμενε εκτεθειμένο ήταν η κόψη. Κατόπιν θέρμαινε τη λεπίδα ως το σημείο της λευκοπύρωσης. Έλεγχε το χρώμα που παρήγαγε το πυρωμένο μέταλλο και για αυτό η όλη διαδικασία γινόταν σε σκοτεινό δωμάτιο. Κατόπιν ακολουθούσε η ανάλογη προσευχή και το ξίφος βυθιζόταν στο νερό. Η εκτεθειμένη κόψη πάγωνε απότομα, σκληραίνοντας ακόμη περισσότερο. Η υπόλοιπη λεπίδα κρύωνε σιγά-σιγά. Έτσι, περίπου 5 χιλιοστά της κόψης ήταν καμωμένα από μέταλλο τόσο σκληρό, που κρατούσε την ξυραφένια κόψη του, παρά την επανειλημμένη χρήση του στη μάχη.
Τέτοια ξίφη ακόμη κατασκευάζονται στην Ιαπωνία σήμερα. Η Japan Sword Company στο Τόκιο διατηρεί τις αρχαίες τεχνικές και τα σιντοϊστικά τυπικά των πρώτων μεταλλουργών, για να κατασκευάσει τις λεπίδες της. Το γιουμί, το ιαπωνικό τόξο, ήταν άλλο ένα όπλο που έχαιρε μεγάλου σεβασμού από τους πολεμιστές και χρησιμοποιείτο έως το 1530 περίπου ως κύριο όπλο στο πεδίο της μάχης. Το τυπικό ιαπωνικό τόξο έχει μήκος 2,3 μ και είναι καμωμένο από μπαμπού και φτερά πτηνού. Το μπαμπού είναι το καλύτερο υλικό στο φυτικό βασίλειο για την κατασκευή των τόξων. Η χορδή ήταν κατασκευασμένη από μεταξωτή κλωστή εμβαπτισμένη σε ρητίνη πεύκου. Αν και κατώτερο σε κατασκευή από τα σημερινά αθλητικά τόξα ως προς την ακρίβεια και τη δύναμη διείσδυσης του βέλους, εντούτοις στα χέρια των εκπαιδευμένων σαμουράι ήταν θανατηφόρα όπλα. Το τόξο εγκαταλείφθηκε σχεδόν ολοσχερώς μετά την εισαγωγή του μουσκέτου στην Ιαπωνία από την Ευρώπη, το 17ο αιώνα. Το γιαρί, η ιαπωνική λόγχη, δε διέφερε και πολύ από τις λόγχες που χρησιμοποιούνταν σε άλλες χώρες. Ήταν το κύριο όπλο των πολεμιστών κατά τη διάρκεια της περιόδου του Εμφυλίου Πολέμου. Το ναγκινάτα, αντίθετα, ένα ραβδί με κυρτή λεπίδα στο ένα άκρο του, είναι ένα όπλο με πλούσια παράδοση και ιστορία, καθώς χρησιμοποιείται από την περίοδο Νάρα ως σήμερα. Αρχικά χρησιμοποιόταν από τους πολεμιστές, αλλά αργότερα έγινε το ιδιαίτερο όπλο των Σοχέι ή βουδιστών μοναχών, καθώς και των γυναικών.
Η ενδυμασία του Σαμουράι
Με βάση τον παραπάνω κανόνα μπορούμε να κατανοήσουμε γιατί τα εξαιρετικά φωτεινά χρώματα και τα εξωτικά σχέδια αποφεύγονταν χαρακτηριστικά ως επίδειξη απρέπειας ή και αλαζονείας ακόμα. Κατά τον ίδιο τρόπο, οι γυναίκες των οικογενειών σαμουράι ντύνονταν με κιμονό ανάλογα του βαθμού και της θέσης του συζύγου τους. Οι πρεσβύτεροι σαμουράι φορούσαν συνήθως γκρίζα ή καφετιά ενδύματα, που τόνιζαν την αξιοπρέπεια της ηλικίας τους. Κάτω από το κιμονό φοριόταν το φουντόσι. Ήταν ουσιαστικά ένα περικάλυμμα που, ελλείψει καλύτερης περιγραφής, μπορούμε να πούμε ότι έμοιαζε με πάνα. Ένας άλλος τύπος (που φοριόταν συχνότερα κάτω από την πανοπλία), ήταν ένα μακρύ κομμάτι υλικού που ξεκινούσε από το εμπρόσθιο τμήμα του σώματος και ήταν στερεωμένο σε ένα βρόγχο γύρω από το λαιμό. Αγκάλιαζε το σώμα και ερχόταν να καταλήξει πίσω στη μέση, όπου δενόταν με σκοινί.
Οι σαμουράι φορούσαν επίσης κάλτσες, τάμπι, στις οποίες το μεγάλο δάχτυλο ήταν ραμμένο ξέχωρα από τα άλλα δάχτυλα, για να διευκολύνεται το φόρεμα των σανδαλιών. Τα υποδήματα των Σαμουράι ήταν γενικά τα σανδάλια (γαράτζι) και τα ξύλινα γκέτα. Τα σανδάλια κατασκευάζονταν από διάφορα υλικά, ανάμεσα στα οποία συμπεριλαμβάνεται το άχυρο, η κάνναβη και το βαμβακερό νήμα. Τα γκέτα συνδέθηκαν γενικά με τις κατώτερες τάξεις. Οι γκέισες, για παράδειγμα, και οι ηθοποιοί καμπούκι απεικονίζονται συχνά να φορούν γκέτα, αν και οι σαμουράι τα φορούσαν κατά διαστήματα. Στην ιστορία της Χάικε αναφέρεται ότι ο ισχυρός Τάιρα Κιγιομόρι φορούσε ξυλοπέδιλα, αν και είναι πιθανό αυτού του είδους η πληροφορία να προστέθηκε από τους ανταγωνιστές του. Οι μπότες από δέρμα αρκούδας ήταν δημοφιλείς, ειδικά όταν συνδυάζονταν με εξοπλισμό, αλλά ήδη από τον 16ο αιώνα θεωρούνταν αρχαϊκές. Για τις βροχερές ημέρες οι σαμουράι, όπως και όλοι οι άλλοι, φορούσαν αδιάβροχα καμωμένα από άχυρο (κάπα) και χρησιμοποιούσαν ομπρέλες που έμοιαζαν μάλλον σαν βικτοριανά παρασόλια.
Μεταξύ του 12ου και του 17ου αιώνα, έγινε ιδιαίτερα δημοφιλές το χιτατάρε. Αντίθετα από το κοινό κιμονό, το χιτατάρε αποτελείτο από δύο κομμάτια αρκετά ευρύχωρα για να ευνοούν μια αρκετά μεγάλη γκάμα κινήσεων του σώματος. Όπως και με το τυποποιημένο κιμονό, τα ξίφη των σαμουράι θηκάρωναν σε μια ζώνη (όμπι) που τυλιγόταν γύρω από τη μέση και δενόταν μπροστά. Από το χιτατάρε επιτρεπόταν να φορεθεί και μόνο το κάτω μισό. Το πάνω μισό κρεμιόταν στη μέση, σε περιπτώσεις τοξοβολίας ή άλλων τέτοιων δραστηριοτήτων (με άλλα λόγια, για πολεμικούς σκοπούς). Κατά την περίοδο Έντο το χιτατάρε έδωσε τη θέση του στο καμισίμο. Το καμισίμο αποτελείται επίσης από δύο κομμάτια και είναι πιθανώς το γνωστότερο ένδυμα των σαμουράι. Το πάνω μισό ονομαζόταν καταγκίνου και ήταν ουσιαστικά ένα αμάνικο σακάκι. Εναλλακτικά, φοριόταν από πάνω το χαορί, ένα μακρύ ένδυμα που χρησιμοποιόταν για τα ταξίδια και τις κακοκαιρίες. Το κάτω μισό ήταν το διάσημο χακάμα, που τόσο έχει απασχολήσει τους διάφορους ερευνητές στο διαδίκτυο, ένα φαρδύ παντελόνι, πρακτικότατο για τις κινήσεις της μάχης.
Τα μαλλιά των σαμουράι ήταν ένα σημαντικό τμήμα της εμφάνισής τους, και οι περισσότεροι κώδικες των σαμουράι αναφέρονται στη σημασία της περιποιημένης εμφάνισής τους. Η παραδοσιακή κόμμωση για περισσότερο από 1000 χρόνια ήταν η κοτσίδα στην κορυφή του κεφαλιού. Σχεδόν όλοι, με εξαίρεση τους βουδιστές ιερείς, χρησιμοποιούσαν αυτό το στυλ, καθιστώντας την έρευνα για τη γένεση αυτού του ύφους σχεδόν αδύνατη. Υπάρχουν αναφορές για τη χρήση της κοτσίδας στην κορυφή του κεφαλιού στην αρχαία Κίνα και είναι πιθανώς μια από τις πολλές πολιτισμικές εισαγωγές των περιόδων Νάρα και Χεϊάν. Το ύφος του ξυρίσματος του εμπρόσθιου τμήματος της κεφαλής αναπτύχθηκε, υποθετικά, για την άνετη χρήση του κράνους. Κατά τις πρώιμες φάσεις της περιόδου Έντο έγινε απλώς μόδα που την ακολουθούσαν και οι άλλες κοινωνικές τάξεις. Όσο για το μουστάκι και τα γένια, ήταν για μεγάλο χρονικό διάστημα στοιχεία επίδειξης ανδρισμού. Ιδιαίτερα το μουστάκι τιμούσαν οι στρατηγοί. Στα μέσα της περιόδου Έντο οι γενειάδες έχασαν τη δημοτικότητά τους και ως σήμερα δεν είναι ιδιαίτερα δημοφιλείς ανάμεσα στους Ιάπωνες.
Τέχνη και Σαμουράι
Κάθε που βλέπω το Φούτζι
Μου φαίνεται αλλιώτικο
Νιώθω σαν να το βλέπω Πάντα
για πρώτη φορά.
Ενώ η ποίηση, η καλλιγραφία και η λογοτεχνία προσέλκυσαν τους σαμουράι, ίσως ο δημοφιλέστερος τρόπος καλλιτεχνικής έκφρασης ήταν η τέχνη Τσα νο Γιου, ή η τελετή του τσαγιού18.
Προερχόμενη από τα τελετουργικά που ακολουθήθηκαν στους κινεζικούς
βουδιστικούς ναούς, η τελετή του τσαγιού εισήχθηκε στην Ιαπωνία από τους
μοναχούς Εϊζάι (1141-1215) και Ντάι-Ο (1236-1308). Ως τέχνη εμπνευσμένη από το Ζεν, το Τσα νο Γιού ανέπτυξε μια αίσθηση της φυσικής απλότητας, μια άμεση εμπειρία της πραγματικότητας, απαλλαγμένη από τις διανοητικές διεργασίες.Μου φαίνεται αλλιώτικο
Νιώθω σαν να το βλέπω Πάντα
για πρώτη φορά.
Ο διδάσκαλος του Ζεν, Τακουάν Σόχο, (1573-1645)19, περιέγραψε τις ιδανικές συνθήκες για την τελετή του τσαγιού: «Διαμορφώστε ένα μικρό χώρο σε ένα άλσος μπαμπού ή κάτω από τα δέντρα, τριγυρισμένο από ρυάκια, από βράχια και δέντρα και θάμνους. Σε αυτό το χώρο μπορούμε να απολαύσουμε τα ρυάκια και τα βράχια, όπως κάνουμε με τα ποτάμια και τα βουνά στην άπλα της φύσης. Εδώ θα ακούσουμε το νερό να βράζει και θα μας θυμίζει το αεράκι που περνά μέσα από τις πευκοβελόνες. Εδώ απομακρύνονται οι εγκόσμιες θλίψεις και ανησυχίες, και καθώς χύνουμε το νερό του δοχείου, έτσι σκορπίζεται μακριά η σκόνη του νου. Αυτός είναι αληθινά ο κόσμος των αναχωρητών και των αγίων επί της γης».
Οι μεγάλοι πολέμαρχοι, ο Όντα Νομπουνάγκα και ο Τογιοτόμι Χιντεγιόσι, ήταν και οι δύο ενθουσιώδεις προστάτες της τελετής του τσαγιού. ο Χιντεγιόσι μάλιστα ενθουσιάστηκε τόσο από το τελετουργικό, ώστε το 1587 οργάνωσε μια μεγάλη δημόσια εκδήλωση, ανοικτή για όποιον ενδιαφερόταν για την τέχνη Τσα νο Γιού. Την πρώτη μέρα μόνο οι διδάσκαλοι του τσαγιού εξυπηρέτησαν πάνω από 800 φιλοξενουμένους. Ωστόσο, για πολλούς σαμουράι, η τελετή του τσαγιού ήταν απλά ένα άλλο μέσο επίδειξης πλούτου και ευημερίας και κατέβαλλαν τεράστια ποσά για την αγορά αγγειοπλαστικών ειδών, μπαμπού και μετάλλων που χρησιμοποιούνταν στην τελετή.