Life for Life
"Το θαύμα δεν είναι πουθενά
παρά κυκλοφορεί μέσα
στις φλέβες του ανθρώπου!!!"


"Στης σκέψης τα γυρίσματα μ’ έκανε να σταθώ
ιδέα περιπλάνησης σε όμορφο βουνό.
Έτσι μια μέρα το ’φερε κι εμέ να γυροφέρει
τ’ άτι το γοργοκίνητο στου Γοργογυριού τα μέρη !!!"


ΣΤΗΝ ΑΥΛΗ ΜΑΣ
Εμείς στο χωριό μας έχουμε ακόμα αυλές. Εκεί μαζευόμαστε, αμπελοφιλοσοφούμε,
καλαμπουρίζουμε, ψιλοτσακωνόμαστε μέχρι τις... πρώτες πρωινές ώρες! Κοπιάστε ν' αράξουμε!!!
-Aναζητείστε το"Ποίημα για το Γοργογύρι " στο τέλος της σελίδας.

6.4.16

ΘΑΛΑΣΣΙΝΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΑΠΟ ΤΟ Α' ΓΥΜΝΑΣΙΟ ΛΑΥΡΙΟΥ

Δύο Θαλασσινές ιστορίες «TO ΠΕΡΑΣΜΑ ΤΗΣ ΕΡΥΘΡΑΣ ΘΑΛΑΣΣΑΣ»,«Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΕΝΟΣ ΨΑΡΑ»

Τα παιδιά της Α γυμνασίου της Περιβαλλοντικής ομάδας «Η καθημερινή ζωή στο λιμάνι του Λαυρίου» εμπνευσμένα από την ζωή των ψαράδων έγραψαν δύο θαλασσινές ιστορίες.
«TO ΠΕΡΑΣΜΑ ΤΗΣ ΕΡΥΘΡΑΣ ΘΑΛΑΣΣΑΣ»
Είναι αργά τα μεσάνυχτα στο καζίνο της περιοχής. Γύρω-γύρω μεθυσμένοι. Ο πιο νέος  ψαράς βάζει στοίχημα 20.000 λίρες, με το μεγάλο του αντίπαλο, πως θα περάσει την Ερυθρά θάλασσα και θα επιστρέψει ζωντανός.
Η περιοχή αυτή ήταν πολύ επικίνδυνη λόγω των ληστρικών επιθέσεων, στα διερχόμενα πλοία, από τους πειρατές και κανένας ψαράς δεν τολμούσε να πάει εκεί να ψαρέψει. Εμείς φυσικά μιλάμε για τον ξακουστό Jacob Malley. Μπορεί εσείς να μην ξέρετε πολλά για αυτόν, αλλά … θα μάθετε σε λίγο.
Ο Jacob, μια μέρα, νωρίς το πρωί, ετοίμασε τη βάρκα του, πήρε όλα τα απαραίτητα και ξεκίνησε για το μεγάλο ταξίδι, στο οποίο δεν πέρασε και λίγα (και μεταξύ μας, αν δεν είχε κάποιες ιδιαίτερες ικανότητες δε θα τα κάταφερνε).
Έπλεε ήρεμα μέχρι τα μέσα της διαδρομής του και ήταν σίγουρος πως είχε κερδίσει το στοίχημα. Ένα γεγονός όμως, τον έκανε να δυσανασχετήσει. Ενώ κοιμόταν, άκουσε γλέντια κοντά του και ανοιγοκλείνοντας τα μάτια του διέκρινε φλόγες να πετάγονται στον ουρανό, σαν πυροτεχνήματα. Κατάλαβε πως ήταν ένα πλοίο και πίστεψε πως αυτό θα μπορούσε να τον οδηγήσει στον προορισμό του ακόμα πιο γρήγορα. Έτσι προσπάθησε να του αποσπάσει την προσοχή. Έπειτα από λίγη ώρα κατάλαβε ότι επρόκειτο για πειρατές. Προσπάθησε να τους αποφύγει με κάθε δυνατό τρόπο. Όμως ήταν πλέον αργά, γιατί εκείνοι τον είδαν και γρήγορα τον πήραν στο πλοίο τους. Τον ρώτησαν από ποιο πλοίο ήταν, που βρισκόταν αυτό το πλοίο και τι εμπόρευμα μετέφερε. Ο Jacob, όμως, αρνήθηκε να μιλήσει. Εξ’ άλλου δεν είχε και τίποτα να τους πει. Έτσι αυτοί  του είπαν πως θα τον πάρουν μαζί τους για δούλο.
Μετά τα λόγια τους αυτά, οι πειρατές αποφάσισαν να τον δέσουν για να μην ξεφύγει. Έτσι κι έγινε. Τον έδεσαν σε μια πανύψηλη κολώνα και έβαλαν ένα φύλακα να τον προσέχει. Ο  Jacob περίμενε να κοιμηθούν όλοι κι ύστερα με τα μαγικά του χέρια κατάφερε να λύσει τον περίπλοκο κόμπο, να γλυστρίσει αθόρυβα πάνω στην κολώνα και να κλέψει το σπαθί του κοιμισμένου φύλακα.
Η ιστορία θα τελείωνε λίγο μονότονα αν γινόταν ότι φαντάζεστε, δηλ. ότι ο  Jacob κατάφερε να ξεφύγει. Αρκούσε, όμως, ένας μικρός ήχος, ένα τρίξιμο στο ξύλινο κατάστρωμα για να τους ξυπνήσει και αυτό έγινε. Ο καπετάνιος του πλοίου άκουσε τον θόρυβο και μονομιάς πετάχτηκε έξω. Η μάχη ξεκίνησε. Ξύπνησε όλο το πλήρωμα και τα σπαθιά πήραν φωτιά. Ήταν σίγουρο πως θα νικούσαν γιατί ήταν 100 εναντίον ενός. Τελικά, όμως, δεν ακούστηκε ένα μπουμ στη θάλασσα αλλά 100! Ο μικρός  Jacob, με τις μαγικές του ικανότητες, όπως όλοι ξέρουμε οι μάγοι όλους τους νικούν, είχε καταφέρει να τους νικήσει και ήταν πια σίγουρος ότι μπορούσε να κερδίσει το στοίχημα και όχι μόνο αυτό, γύρισε πίσω με ένα τεράστιο πλοίο, το οποίο έκρυψε … αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία.
Ο Jacob διηγήθηκε στους φίλους του τις περιπέτειές του και εκτός από το στοίχημα κέρδισε και τον θαυμασμό τους για την τόλμη που έδειξε. Τα χρήματα δεν τα πήρε από τον αντίπαλό του,  έγιναν οι δυο τους οι καλύτεροι συνεργάτες και ζήσαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα!!!

«Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΕΝΟΣ ΨΑΡΑ»
Η ιστορία μας αναφέρεται στις δύσκολες και απογοητευτικές στιγμές ενός δύσμοιρου νεαρού ψαρά, ο οποίος σε σχέση με τους άλλους συναδέλφους του έχει λιγότερη πείρα αλλά και … τύχη. Τα γεγονότα αυτά διαδραματίζονται,  ένα απρόβλεπτο φθινόπωρο, το Νοέμβρη του 1973.
Ο νεαρός ψαράς μας δεν είναι ικανοποιημένος από τα αποτελέσματα της ψαριάς του. Ο μεγάλος ανταγωνισμός και η απειρία του τον οδηγούν στην απελπισία. Μια μέρα, λοιπόν, που ο ψαράς καθισμένος στην προβλήτα, σκεφτόταν τρόπους για να τα βγάλει πέρα οικονομικά, εμφανίζεται ένας πιτσιρίκος, ο οποίος έμελε  να γίνει στήριγμά του, αλλά και η αιτία να ξεπεράσει τα θέματα που τον απασχολούσαν.
– Εε φιλαράκο, σε βλέπω τόση ώρα που στέκεσαι εδωπέρα. Τι συμβαίνει;
– Άσε με και συ στον καημό μου.
– Μήπως η ψαριά σου είναι το πρόβλημα που σε απασχολεί;
– Όντως, αυτό είναι αλλά τι μπορεί να κάνεις εσύ γι’ αυτό;
– Άκουσε ξαδερφάκι, εγώ είμαι ντόπιος εδώ και ξέρω τα κατατόπια σαν την παλάμη του χεριού μου, ακολούθησέ με και το καΐκι σου θα ξεχειλίσει από ψάρια.
Εκείνος τον ακολούθησε μην έχοντας άλλη εναλλακτική λύση. Ο μικρός τον οδήγησε σε ένα απόμερο μέρος που υπήρχαν πολλά ψάρια.
– Λοιπόν, εδώ είμαστε. Ρίξε τα δίχτυα σου και θα εκπλαγείς.
Ο ψαράς ρίχνει τα δίχτυα και περιμένει. Η ώρα περνά και δε φαίνεται τίποτα. Αρχίζει να υποψιάζεται πως ο μικρός τον έχει κοροϊδέψει.
– Το καλό που σου θέλω να μη μου λες ψέματα.
– Τις αμφιβολίες σου τις λύνει αυτό που ανεβαίνει.
Ο νεαρός δεν πιστεύει στα μάτια του. Ένας τεράστιος αριθμός σπάρων, χάνων και κεφαλόπουλων είναι αγκιστρωμένος στα παραγάδια του.
– Μπράβο σπόρε, τελικά είχες δίκιο!
– Αδελφέ, να ξέρεις από δω και πέρα να μη με υποτιμάς ποτέ.
Από εκείνη τη μέρα ο νεαρός ψαράς ψάρευε κάθε πρωί σε εκείνο το σημείο. Η λαιμαργία του όμως όλο και μεγάλωνε, ήθελε όλο και περισσότερα ώσπου μια μέρα με πολύ αέρα, η λαιμαργία και η επιπολαιότητά του, τον οδήγησαν να πάει εκεί για ψάρεμα. Η φουρτουνιασμένη θάλασσα φυλούσε γι’ αυτόν τα χειρότερα. Τα τεράστια κύματα αναποδογύρισαν τη βάρκα του και τον παρέσυραν, με αποτέλεσμα να βρει τραγικό τέλος. Ψαράδες τον βρήκαν, την άλλη μέρα, όταν είχαν πάει για ψάρεμα.
Στην κηδεία του ήταν όλοι παρόντες και  πρώτος πρώτος ο απαρηγόρητος φίλος του, ο οποίος δεν μπορούσε να  το πιστέψει. Βλέπετε η επιπολαιότητα και η απληστία, πολλές φορές, οδηγούν τον άνθρωπο στην καταστροφή.

ΘΑΛΑΣΣΙΝΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ Από τον Καπτάν Αλέξανδρο.

ΠαρουσίασηΈνα μοναδικό λογοτεχνικό ταξίδι με συντροφιά κορυφαίους, κυρίως Αμερικανούς, συγγραφείς. Μια ανθολογία που καλύπτει περίπου τρεις αιώνες (1600-1900) της αμερικανικής και, εν μέρει, αγγλικής θαλασσινής ιστορίας (Α΄ τόμος).Το φάσμα των εμπειριών που προβάλλει το βιβλίο αυτό -το δουλεμπόριο, τα εξερευνητικά ταξίδια στον Ειρηνικό και την Ανταρκτική, οι ανταρσίες και οι ναυμαχίες, η φαλαινοθηρία, η κοινωνική ζωή στα θρυλικά υπερωκεάνια- απεικονίζει τον καταλυτικό ρόλο της θάλασσας στη ζωή των ανθρώπων. Πολλές από τις πιο δυνατές φωνές σ' αυτή τη συλλογή δεν ανήκουν σε διάσημους συγγραφείς, αλλά σε ανθρώπους που η ζωή τους χάρισε εντυπώσεις από πρώτο χέρι για τη θάλασσα: αποίκους και ναυτικούς, καπετάνιους και καπετάνισσες, φαλαινοθήρες και αξιωματικούς του ναυτικού, διπλωμάτες και τυχοδιώκτες. Υπάρχουν στιγμές σπάνιας βιαιότητας και σπάνιας ομορφίας. Ο Τζον Λίντιαρντ είναι αυτόπτης μάρτυρας του βίαιου θανάτου του πλοιάρχου Κουκ. Ο Όυεν Τσέις καταγράφει τη στιγμή που το φαλαινοθηρικό «Έσσεξ» υποκύπτει στη συντριπτική επίθεση μιας πελώριας φάλαινας και η Τσέλια Θάξτερ, κόρη φαροφύλακα, ζωγραφίζει μια έξοχη θαλασσογραφία. (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου) 

Περιεχόμενα

Σημείωμα του μεταφραστή
Πρόλογος
Εισαγωγή
ΟΥΙΛΙΑΜ ΣΤΡΕΪΤΣΙ Μια αληθινή αναφορά στο ναυάγιο και τη λύτρωση του Σερ Τόμας Γκέιτς, ιππότη [απόσπασμα]
ΟΥΙΛΙΑΜ ΜΠΡΑΝΤΦΟΡΝΤ Ιστορία του αποικισμού του Πλίμουθ [απόσπασμα]
ΡΟΤΖΕΡ ΟΥΙΛΙΑΜΣ Περί θαλάσσης
ΚΟΤΟΝ ΜΑΔΕΡ Magnalia Christi Americana [απόσπασμα]
ΟΥΙΛΙΑΜ ΟΥΟΛΙΝΓΚ Η σωτηρία του Ουίλιαμ Ουόλινγκ: ένα παράδειγμα της θαυμαστής Θείας Πρόνοιας
ΟΛΑΟΥΝΤΑ ΕΚΟΥΙΑΝΟ Η ενδιαφέρουσα αφήγηση της ζωής του Ολάουντα Εκουιάνο [απόσπασμα]
ΤΖ. ΕΚΤΟΡ ΣΕΝΤ ΤΖΟΝ ΝΤΕ ΚΡΕΒΚΕΡ Παράξενα έθιμα του Ναντάκετ [απόσπασμα]
ΤΖΟΝ ΛΙΝΤΙΑΡΝΤ Ημερολόγιο του τελευταίου ταξιδιού του πλοιάρχου Κουκ [απόσπασμα]
ΟΥΙΛΙΑΜ ΚΛΑΡΚ Τα ημερολόγια της αποστολής Λιούις και Κλαρκ [απόσπασμα]
ΝΤΕΪΒΙΝΤ ΠΟΡΤΕΡ Ημερολόγιο ενός περίπλου στον Ειρηνικό Ωκεανό [απόσπασμα]
ΟΥΑΣΙΝΓΚΤΟΝ ΙΡΒΙΝΓΚ Το ταξίδι
ΑΜΑΣΑ ΝΤΕΛΑΝΟ Αφήγηση ταξιδιών και περιηγήσεων στο βόρειο και στο νότιο ημισφαίριο [απόσπασμα]
ΟΟΥΕΝ ΤΣΕΪΣ Αφήγηση του εκπληκτικού και θλιβερού ναυαγίου του φαλαινοθηρικού «Έσσεξ» απ' το Ναντάκετ [απόσπασμα]
ΟΥΙΛΙΑΜ ΛΕΪ ΚΑΙ ΣΑΪΡΟΥΣ Μ. ΧΑΣΙ Αφήγηση της ανταρσίας στο πλοίο «Υδρόγειος» [απόσπασμα]
ΤΖΕΪΜΣ ΦΕΝΙΜΟΡ ΚΟΥΠΕΡ Ο πλοηγός [απόσπασμα]
ΦΑΝΙ ΚΕΜΠΛ Ημερολόγιο μιας νεαρής ηθοποιού [απόσπασμα]
ΝΑΘΑΝΙΕΛ ΠΑΡΚΕΡ ΟΥΙΛΙΣ Καλοκαιρινό ταξίδι αναψυχής στη Μεσόγειο [απόσπασμα]
ΡΑΛΦ ΟΥΟΛΝΤΟ ΕΜΕΡΣΟΝ Ημερολόγια [απόσπασμα]
ΕΝΤΓΚΑΡ ΑΛΑΝ ΠΟΕ Χειρόγραφο μέσα σ' ένα μπουκάλι
ΡΙΤΣΑΡΝΤ ΧΕΝΡΙ ΝΤΕΪΝΑ Ο ΝΕΟΤΕΡΟΣ
Δύο χρόνια μπροστά στο κατάρτι [απόσπασμα]
ΝΑΘΑΝΙΕΛ ΧΟΘΟΡΝ Χνάρια στην ακρογιαλιά
ΟΥΙΛΙΑΜ ΡΕΪΝΟΛΝΤΣ Ταξίδι στον Νότιο Ωκεανό [απόσπασμα]
ΧΕΝΡΙ ΝΤΕΪΒΙΝΤ ΘΟΡΟ Ακρωτήρι Κοντ [απόσπασμα]
ΧΕΡΜΑΝ ΜΕΛΒΙΛ:
Μαρντί [απόσπασμα]
Άσπρο αμπέχονο [απόσπασμα]
Μόμπι Ντικ [απόσπασμα]
Μεσάνυχτα στο καμπούνι
Πλαγκτόν
Η Μεγάλη Αρμάδα
Ισραήλ Πότερ [απόσπασμα]
ΤΖΟΡΤΖ ΧΕΝΡΙ ΠΡΕΜΠΛ Το άνοιγμα της Ιαπωνίας [απόσπασμα]
ΟΥΟΛΤ ΟΥΙΤΜΑΝ:
Μια χειμωνιάτικη μέρα στην ακροθαλασσιά
Φαντασιώσεις στην ακρογιαλιά
ΜΑΙΡΗ ΡΟΟΥΛΑΝΤ Σημειώσεις εν πλω με το μπρίκι «Τόμας Ρόουλαντ» [απόσπασμα]
ΣΑΜΙΟΥΕΛ ΝΤΕΪΝΑ ΓΚΡΙΝ Στον πυργίσκο του «Μόνιτορ» [απόσπασμα]
ΡΑΦΑΕΛ ΣΕΜΣ Αναμνήσεις από την υπηρεσία εν πλω στη διάρκεια του Εμφυλίου Πολέμου [απόσπασμα]
ΤΣΑΡΛΣ ΟΥΟΡΕΝ ΣΤΟΝΤΑΡΝΤ Αλιείς μαργαριταριών στο Αρχιπέλαγος Παουμότου
ΤΣΕΛΙΑ ΘΑΞΤΕΡ Ανάμεσα στα Νησιά των Υφάλων [απόσπασμα]
ΤΖΕΪΜΣ Χ. ΟΥΙΛΙΑΜΣ Προδομένος
Σημειώσεις του μεταφραστή
Στον Β' τόμο θα περιέχονται κείμενα του 20ου αιώνα
Πηγή: βιβλιοπωλείο Κλειδοσκόπιο

ΑΜΑΛΙΑ ΡΟΝΤΡΙΓΚΕΣ - Η ΠΡΕΣΒΕΙΡΑ ΤΩΝ ΦΑΝΤΟ

(Λισαβώνα 1920-1999).  Από κοριτσάκι ξεκίνησε να τραγουδάει στους δρόμους και να γυρίζει σπίτι της γεμάτη καραμέλες, και αργότερα στην αγορά όταν αναγκάστηκε να πουλάει φρούτα λόγω φτώχειας της οικογένειάς της.
Το 1936 ήδη είχε εξαπλωθεί η φήμη της και της προτάθηκε να εκπροσωπήσει μια συνοικία σε πανεθνικό διαγωνισμό φάντο. Όταν την άκουσαν οι υπόλοιποι διαγωνιζόμενοι στις πρόβες, αποφάσισαν να μη συμμετέχουν και έτσι οι διοργανωτές της απαγόρευσαν εσαεί να λαμβάνει μέρος στον διαγωνισμό αυτόν.
Ταξίδεψε τα φάντο της πατρίδας της σε όλο τον κόσμο και το επέβαλε ως σύμβολο της πολιτισμικής αναγέννησης της Μεσογείου. «Για μένα τα φάντο είναι το μυστήριο της ζωής, το μυστήριο του έρωτα. Ακόμη και το μυστήριο του θανάτου», έλεγε.
Η τελευταία της εμφάνιση ήταν στο γκαλά του Πλάθιντο Ντομίνγκο το 1998 όπου ήταν η επίτιμη προσκεκλημένη.
Τα φάντο, που στην πορτογαλική γλώσσα σημαίνει μοίρα ή πεπρωμένο, είναι λαϊκά τραγούδια της Πορτογαλίας που πρωτοεμφανίζονται κατά τη δεκαετία του 1820, με σίγουρα παλαιότερες ρίζες, και εκτελούνται με τη συνοδεία νυκτών εγχόρδων. Θα γίνουν μία από τις πιο διαδεδομένες αστικές μουσικές του 20ού αιώνα, μαζί με το αργεντίνικο τάνγκο, τα μπλουζ, τα ρεμπέτικα, το φλαμένγκο, και άλλα μουσικά είδη, που τα περισσότερα στην κυριολεξία λατρεύτηκαν, αλλά και κυνηγήθηκαν.
Από τη μουσική τους αναδύεται θλίψη, πόνος και καημός, το ίδιο και από τους στίχους του, που έχουν κύριο θέμα τη θάλασσα και τη ζωή των φτωχών.

Fado Português
Ακούστε την Θεά Ροντρίγκες
https://www.youtube.com/watch?v=ARS7Zi-Zpkw

Το τραγούδι λέει:

Το φάντο γεννήθηκε μια μέρα,
 Που απλώθηκε ο αέρας, μόλις έγιναν ένα
οι ουρανοί και οι θάλασσες.
Στη ρότα ενός πλεούμενου.
Μέσα στο στήθος ενός ναύτη
όταν θλιμμένος τραγούδησε.

Ω, τι  απέραντη ομορφιά,
Η γη μου, ο λόφος μου, η κοιλάδα μου
των  χρυσών φύλλων,
των λουλουδιών και των φρούτων.
Βλέπεις αγρούς από την Ισπανία;
Άμμο από την Πορτογαλία;
Εικόνες που θολώνουν από δάκρυα...

ΚΡΙΣΤΙΑΝ ΧΑΙΝΡΙΧ ΧΑΙΝΕ

Μια «χειροποίητη» έκδοση ποιημάτων του ρομαντικού ποιητή που έγινε στο Μόναχο το 1913 από τον μαθηματικό Νικόλαο Γεννηματά
Ο χειρόγραφος Χάινριχ Χάινε


Σε μια μοναδική «χειροποίητη» έκδοση, οι εκδόσεις Το Ροδακιό παρουσιάζουν τη μετάφραση 36 ποιημάτων του Χάινριχ Χάινε από τον Νικόλαο Γεννηματά (1875 - 1931), έναν διαπρεπή μαθηματικό, ο οποίος ασχολήθηκε εντατικά με τη λογοτεχνία και ειδικότερα με την ποίηση. Πρόκειται για ποιήματα που κάτω από τον τίτλο «Τραγούδια του Heine» φιλοτέχνησε σε ένα και μοναδικό αντίτυπο ο Γεννηματάς στο Μόναχο μεταξύ 1911-13 για χάρη του φίλου του, ακαδημαϊκού Σωκράτη Κουγέα. Η έκδοση έγινε με φωτογραφική αναπαραγωγή του πρωτοτύπου προσδίδοντας τη φυσικότητα και τη λεπτότητα μιας ιδιάζουσας μεταφραστικής ευαισθησίας. Ο Χάινε είναι ένας από τους μεγαλύτερους γερμανούς ρομαντικούς ποιητές, ένας δημιουργός που χαρακτηρίζεται από μια φόρμα και έναν λόγο παραδοσιακό, αν όχι απλό. Η γοητεία των στίχων του προκύπτει από τον τρόπο που η παραδοσιακή αυτή απλότητα επιτυγχάνει να αποδώσει τις εγγενείς αντιφάσεις και την πολυπλοκότητα της εποχής του. Ο αντίκτυπος ενέχει συγκίνηση αλλά και ενίοτε ­ πράγμα όχι σπάνιο στη λυρική ποίηση ­ άφθονο χιούμορ. Οι δύο δράσεις συχνά επενεργούν ταυτόχρονα, με ακόμη πιο γοητευτικά αποτελέσματα. Ωστόσο ο συγκεκριμένος σαρκασμός δεν είναι ανέξοδος ούτε τυχαίος· διαθέτει βαθιές ρίζες στις δυσαρμονίες και στις διαμάχες της εποχής του ποιητή και μοιραία οδήγησε αργότερα την ποίηση προς πολιτικές ατραπούς.
Ο Χάινε έζησε σε μια περίοδο (1797 - 1856) που τον τοποθέτησε αυτόματα στον πυρήνα δύο ασύμφωνων κόσμων που λειτουργούσαν ταυτόχρονα· αυτόν του φιλολογικού ρομαντισμού και εκείνον της μετεπαναστατικής Ευρώπης. Η ποιητική του ήταν ένα συμπίλημα της ρομαντικής στροφής προς την απλότητα των λαϊκών τραγουδιών και των παραμυθιών αλλά και όσων επιρροών επισώρευε το δυσβάσταχτο βάρος ενός σύμπλοκου γερμανικού μεσαιωνικού παρελθόντος. Την ίδια στιγμή η κοινωνική του συνείδηση είχε μορφοποιηθεί από τις ιστορικές αλλαγές και τις ανατροπές που σχημάτισαν και μετασχημάτισαν την Ευρώπη τα χρόνια μεταξύ 1789 - 1815: της Γαλλικής Επανάστασης, των Ναπολεόντειων Πολέμων, της αποκατάστασης της ευρωπαϊκής τάξης και της καταπίεσης των φιλελεύθερων ιδεών μετά την ήττα του Ναπολέοντα στο Βατερλώ. Στον ασυμβίβαστα σκληρό κόσμο της πολιτικής η ποίηση αντέτασσε έναν άλλον κόσμο, αποπλανητικά γοητευτικό. Οι δύο κόσμοι προσέφεραν μια επιλογή ανάμεσα στο πραγματικό και στο μη πραγματικό δίχως περιθώρια για συμβιβασμό: υπήρξαν οι ακρογωνιαίοι λίθοι ενός διλήμματος που θα διαρκούσε τη μισή από τη δημιουργική ζωή του Χάινε: «Πρέπει η ποίηση να αντιμετωπίζει την πραγματικότητα ή να την αποφεύγει;».
Μόνιμο χαρακτηριστικό της σκέψης και του έργου του Χάινε ήταν μια τεταμένη και επαμφοτερίζουσα ένταση ανάμεσα στην «ποιητικότητα» και στην πραγματικότητα. Ο ποιητής διέθετε στέρεη την αίσθηση του ήχου της ρομαντικής ποίησης, δεν ενστερνιζόταν όμως την ελπίδα της για υπέρβαση των αναταραχών, της αλλοτρίωσης και του άγχους της εποχής μέσω της «ποιητικότητας» στη ζωή και στον κόσμο. Ετσι ο Χάινε έγινε ο κατ' εξοχήν εκπρόσωπος της μεταρομαντικής κρίσης στη Γερμανία, σε μια εποχή όπου κυριαρχούσαν τα έργα του Γκαίτε και του Σίλερ, ενώ ταυτόχρονα αναπτυσσόταν η συνείδηση της ανεπάρκειας αυτής της παράδοσης έναντι των καινούργιων πιέσεων του νέου κόσμου.
Στα εν λόγω ποιήματα ο Χάινε διασκεδάζει με τον επιδέξιο χειρισμό της ρομαντικής ρίμας, των ρυθμών, των εικόνων και των κλισέ της ρομαντικής περιόδου· αγάπη, φύση, όνειρα, παρελθόν. Ανεξάρτητα από τη μεταγενέστερη πορεία του ως δημιουργού, ο Χάινε υπήρξε κατ' αρχήν ένας ολοκληρωμένος ρομαντικός ποιητής. Ποιήματα σαν και αυτά που μετέφρασε ο Νικόλαος Γεννηματάς ενέπνευσαν υπέροχες συνθέσεις από τους συνθέτες των λιντ, σαν αυτές του Σούμαν: («Dichterliebe» - «Ο έρωτας ενός ποιητή»).
Πολλά ποιήματα της συλλογής είτε υπερβάλλουν την «αρρώστια» της ρομαντικά στυλιζαρισμένης αγάπης: «Σ' αγάπησα και σ' αγαπώ κι ατελείωτα πονώ / Κι αν γκρεμιστή ο κόσμος κι αν σωριάση / Μέσα από τα χαλάσματα ψηλά ως τον ουρανό / Η φλόγα της αγάπης μου θα φτάση!» είτε υπονομεύουν τα υψηλά αισθήματα σε μία ειρωνική τελευταία στροφή: «Αν ήσουνα γυναίκα μου / θα σε ζηλεύανε εχθροί και φίλοι αγαπημένοι / και μια ζωή θα πέρναγες / Ροδόσπαρτη, χαριτωμένη / Κι αν σ' έπιαναν τα νεύρα σου / Και φώναζες, εγώ μιλιά! και θα περνούσε η μπόρα / Μ' αν έβριζες τους στίχους μου / Σ' εχώριζα την ίδιαν ώρα!».
Τα ρομαντικά όνειρα τελειώνουν με μια ειρωνικά σκληρή αφύπνιση, που μοιάζει να αναδύεται μέσα από ένα «πραγματικό» σκηνικό. Σε μερικές περιπτώσεις ένα είδος «διπλής μπλόφας» φέρνει την ειρωνεία αντιμέτωπη με το ίδιο της το είδωλο και ουσιαστικά την καταργεί. Ο Χάινε σταδιακά έμαθε να μην εμπιστεύεται και ιδιαίτερα τον ρομαντισμό, πιο πολύ για όσα αφήνει αναπάντητα για τη σύγχρονη ζωή. Χαρακτηριστική είναι η αποστροφή που αποδίδεται στον ποιητή στα χρόνια της ωριμότητάς του: «Ο Ρομαντισμός ήταν το σχολείο όπου πέρασα τα πιο ευχάριστα χρόνια της νιότης μου και κατέληξα να δείρω τον διευθυντή!».
ΤΟ ΘΗΛΥΚΟ
του Χάινριχ Χάινε
Ήταν οι δυο τους τόσο ερωτευμένοι,
έκλεβε αυτός κι αυτή τσίλιες φυλούσε,
έστηνε κόλπα αυτός και ξαπλωμένη
εμπρός στα πόδια του αυτή γελούσε,
όλο γελούσε.

Οι μέρες πέρναγαν με γλέντι και χαρά,
στην αγκαλιά του κάθε νύχτα την κρατούσε.
Όταν του πέρασαν στα χέρια σίδερα,
αυτή μπρος στο παράθυρο γελούσε,
όλο γελούσε.

Της στέλνει μήνυμα : πεθαίνει αν δεν τη δει,
να της μιλήσει για στερνή φορά ποθούσε.
Όταν της φέρανε το γράμμα του, αυτή
κουνώντας το κεφάλι της γελούσε,
όλο γελούσε.

Η ώρα έξι την αυγή, του κόψαν τον λαιμό.
Η ώρα επτά, βαθιά στη γη πια κατοικούσε.
Αυτή όμως κιόλας στις οχτώ
ρουφώντας κόκκινο κρασί γελούσε,
όλο γελούσε.
Γερμανικός τίτλος: Ein Weib - Heinrich Heine

 ----------------------------------------------------------------
Στα σκοτεινά μάτια, δάκρυα δεν αναβρύζουν,
κάθονται στον αργαλειό, τα δόντια τρίζουν:
«Το σάβανό σου υφαίνουμε, Γερμανία,
κι υφαίνουμε μέσα κατάρα τριπλή με μανία –
υφαίνουμε, υφαίνουμε!

»Κατάρα στον Θεό, που τον παρακαλάμε
στο κρύο του χειμώνα κι όταν πεινάμε,
μάταια έχουμε ελπίσει και καρτερέψει,
μας έχει εμπαίξει και ξεγελάσει και κοροϊδέψει –
υφαίνουμε, υφαίνουμε!

»Κατάρα στον βασιλιά των πλούσιων, κατάρα,
που μας στίβει για ν’ αρπάξει τη στερνή μας δεκάρα,
για τη δυστυχία μας δεν τον νοιάζει σταλιά,
και προστάζει να μας τουφεκίζουν σαν τα σκυλιά –
υφαίνουμε, υφαίνουμε!

»Κατάρα στην ψεύτικη πατρίδα, που αντί προκοπή,
μας χαρίζει μονάχα χαλασμό και ντροπή,
όπου πρόωρα κάθε λουλούδι θα μαραθεί και θα σκύψει,
όπου παχαίνουν σκουλήκι και μούχλα και σήψη –
υφαίνουμε, υφαίνουμε!

»Πετά η σαΐτα, βογγά ο αργαλειός στα εργαστήρια,
υφαίνουμε μέρα και νύχτα δραστήρια –
το σάβανό σου υφαίνουμε, γριά Γερμανία,
κι υφαίνουμε μέσα κατάρα τριπλή με μανία –
υφαίνουμε, υφαίνουμε!»
 
Αποφθέγματα - Γνωμικά - Ρήσεις ΚΡΙΣΤΙΑΝ ΧΑΙΝΡΙΧ ΧΑΙΝΕ
  • «Όπου καίνε βιβλία, στο τέλος θα κάψουν και ανθρώπους.»
  • «Ποιος απ' τους μεγάλους άνδρες ξέφυγε ποτέ την κακολογία των συγχρόνων του; Όσο μεγαλύτερος είναι ο άνθρωπος, τόσο πιο εύκολα τον βρίσκει το βέλος της επικρίσεως και της κακολογίας. Οι νά
  • «Δεν ξέρει ποτέ κανείς στην πραγματικότητα πού στις γυναίκες τελειώνει ο άγγελος και πού αρχίζει ο διάβολος.»
  • νοι δίνουν, φυσικά, πολύ πιο δύσκολα στόχο.»
  • «Πολλοί παλιάνθρωποι προσπαθούν να καλύψουν τις βρώμικες πράξεις τους με την αφοσίωσή τους στα συμφέροντα της θρησκείας ή με την αυστηρή ηθική τους ή με την αγάπη για την πατρίδα τους.»
  • «Στο λουτρό δεν μπορεί κανένας να ξεχωρίσει ποια είναι η κυρία και ποια η καμαριέρα.»

5.4.16

Βασλάβ Νιζίνσκι

Το Μουσείο Ορσέ του Παρισιού διοργανώνει σε συνεργασία με το Μουσείο Χορού της Στοκχόλμης, την Εθνική Βιβλιοθήκη της Γαλλίας και τον Τζον Νόιμαγερ, διευθυντή του Μπαλέτου του Αμβούργου, μεγάλη έκθεση προς τιμήν της πιο εκθαμβωτικής και ταυτόχρονα οριακής προσωπικότητας της χορευτικής τέχνης




Τα ενθύμια ενός μύθου
Τι κάνει τον μύθο του Νιζίνσκι (1889-1950) αναλλοίωτο στο πέρασμα του χρόνου ώστε να προστρέχουμε σε αυτόν με κάθε αφορμή; Το 1989 αφορμή ήταν τα 100 χρόνια από τη γέννησή του, πέρυσι η έκδοση του πλήρους, μη λογοκριμένου Ημερολογίου του. Το 2000, στα 50 χρόνια από τον θάνατό του, ήλθε η έκθεση στο Μουσείο Ορσέ να τον επαναφέρει στο προσκήνιο εστιάζοντας κυρίως στον Νιζίνσκι ως προσωπικότητα της χορευτικής τέχνης και λιγότερο στην ανθρώπινη πλευρά του. Αυτός ο μεγάλος καλλιτέχνης των αρχών του 20ού αιώνα που άφηνε εκστατικούς τους συγχρόνους του, ο αποκαλούμενος θεός του χορού, συμπίπτει βεβαίως με την προσωπικότητα που στην έλξη της από το Απόλυτο έμελλε να ραγίσει στο κατώφλι της τρέλας, να αποσυρθεί από τη σκηνή και να περάσει το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του στη σιωπή πεθαίνοντας στο Λονδίνο το 1950.
Τι απομένει από αυτά τα μυθικά χρόνια, με τον Νιζίνσκι άπιαστο Πουλί της Φωτιάς και Φαύνο να γράφει την πιο λαμπρή σελίδα στην ιστορία των Ρωσικών Μπαλέτων;
Η αινιγματική προσωπικότητά του μας καλεί εκ νέου να ξεδιπλώσουμε το νήμα με μόνους οδηγούς τις μαρτυρίες των συγχρόνων του, τα εικαστικά έργα ­ πίνακες, παστέλ, σχέδια, γκραβούρες, γλυπτά ­ και, το κυριότερο, τις φωτογραφίες που τον αναπαριστούν.
Αξίζει να αναφέρουμε ότι για τον Τζον Νόιμαγερ, όπως και για άλλους, η συλλεκτική μανία γύρω από τον Νιζίνσκι ξεκίνησε με μια φωτογραφία του από το Φάσμα του Ρόδου, εικόνα που γίνεται αληθινή εμμονή με την ακατάλυτη γοητεία που ασκεί διαχρονικά.
Απουσία άλλων ντοκουμέντων του χορού του, οι φωτογραφίες του Νιζίνσκι από διαφορετικούς ρόλους που ερμήνευσε με τα Ρωσικά Μπαλέτα αποδεικνύονται πολύτιμο υλικό. Η εξαιρετική τους ποιότητα υπονοεί την «πανταχού παρουσία» της καλλιτεχνικής διεύθυνσης του Ντιάγκιλεφ ενώ η μαγική φιγούρα του Νιζίνσκι τις απογειώνει. Η επιτυχία μιας τέτοιας στατικής χορευτικής πόζας δεν σχετίζεται απλώς με τη φωτογένεια του πρωταγωνιστή. Υποχρεωτική είναι η μνεία του καταλόγου στο κείμενο του κορυφαίου αμερικανού συγγραφέα και κριτικού του χορού Edwin Denby (1901-1983) με τις Σημειώσεις για τις φωτογραφίες του Νιζίνσκι. Οι λεπτομερέστατες αναφορές του στη σωματική διάπλαση του Νιζίνσκι δεν έχουν σχολαστικό χαρακτήρα, αντιθέτως συμβάλλουν στην εμβάθυνση και στην ερμηνεία της περίφημης αλτικότητάς του, στη ζωογόνο πνοή που καταφέρνει να εμφυσήσει και στις πλέον στατικές πόζες του. Ο Νιζίνσκι ήταν μικρόσωμος, με έναν ιδιαίτερα εκφραστικό λαιμό και, όπως αποδεικνύουν οι φωτογραφίες, με έντονο μυϊκό σύστημα στα πόδια, αμιλλώμενος σαφώς τους αθλητές της εποχής του. Η μοναδική του ικανότητα να μεταμορφώνεται για τις ανάγκες του εκάστοτε ρόλου κατέπλησσε το κοινό καθώς κατάφερνε να μετασχηματίζει μπρος στα μάτια τους τη μυϊκή του μάζα σε διαφορετικές προσωπικότητες, άλλοτε αιθέριες, άλλοτε εξωτικές, όλες όμως τόσο φυσικά ερωτικές που έκανε τους συγχρόνους του να μιλούν για «ζωικό μαγνητισμό». Οπως καταλήγει ο Ντένμπι πολύ εύστοχα στο σχετικό κείμενό του, «μέσα στην ακινησία τους οι φωτογραφίες του Νιζίνσκι έχουν περισσότερη ζωντάνια απ' ό,τι οι χοροί που βλέπουμε σήμερα στη σκηνή. Υπάρχουν για να μας θυμίζουν τι μπορεί να είναι ο χορός, δημιουργούν το μέτρο για το τι μπορεί να προσδοκά ο θεατής και να επιδιώκει ο χορευτής. Νομίζω πως δίνουν στον αποθαρρημένο εραστή αυτής της τέχνης πίστη ότι ο χορός είναι μια σοβαρή ανθρώπινη δραστηριότητα». Οπως έγραψε ο Van Vechten το 1916, «ο χορός του έχει την ποιότητα της αδιάσπαστης συνέχειας της μουσικής, την ισορροπία της μεγάλης ζωγραφικής, το νόημα της ποιοτικής λογοτεχνίας και τη συγκίνηση που ενυπάρχει σε όλες αυτές τις τέχνες».
Η πρώτη και η δεύτερη εποχή των Ρωσικών Μπαλέτων στο Παρίσι μεταξύ 1909 και 1914 είναι ένας θρίαμβος και αυτός είναι εκ των πραγμάτων ο πρωταγωνιστής του: από το Φάσμα του Ρόδου, το Καρναβάλι, τη Σεχραζάντ ή τον Πετρούσκα ως τις δικές του δημιουργίες στο Απομεσήμερο ενός Φαύνου και τα Παιχνίδια, σε μουσική του συγχρόνου του Ζορζ Ντεμπυσί. Η υπερβατική παρουσία του στη σκηνή θα εμπνεύσει διαφορετικούς καλλιτέχνες της εποχής: Ροντέν, Σαγκάλ, Κοκόσκα, Μοντιλιάνι, Κοκτό, Μαλαρμέ, Βαλερί, Γέιτς, Ελιοτ, Σεφέρης. Στην έκθεση του Ορσέ εκτίθενται μεταξύ άλλων πίνακες του Μπακστ, του Κοκόσκα, γλυπτά του Ροντέν και σχέδια του Μοντιλιάνι και του Μαγιόλ.
Αν δεχθούμε τον ορισμό της ιδιοφυΐας από τον Καντ («Η ιδιοφυΐα δημιουργεί πρωτότυπα και υποδειγματικά έργα υπερβαίνοντας τους κανόνες»), τότε ο Βασλάβ Νιζίνσκι υπήρξε ένας ιδιοφυής χορευτής αλλά και χορογράφος. Υστερα από μισό αιώνα παρακμής του ανδρικού χορού στο κλασικό μπαλέτο ήρθε με τις εμφανίσεις του να ανατρέψει το σκηνικό, ενώ λίγο αργότερα από τον ρόλο του χορογράφου ανοίγει νέους δρόμους με το νεωτεριστικό του πνεύμα ­ η χορογραφία του για την Ιεροτελεστία της Ανοιξης (1913) θα τον τοποθετήσει ανάμεσα στους πρωτεργάτες του μοντερνισμού. Αρκεί να σκεφθεί κανείς ότι ένας καθαρόαιμος κλασικός χορευτής σαν αυτόν αντιμετώπισε πρωτόγνωρα τη χορογραφία ­ κεφάλι χαλαρό, κινήσεις βίαιες, γόνατα και πόδια στραμμένα προς τα μέσα ­ καθοδηγούμενος από την πρωτοποριακή παρτιτούρα του Στραβίνσκι και αποφεύγοντας κάθε είδους περιττή επίδειξη δεξιοτεχνίας που δεν θα υπηρετούσε τη βαθύτερη αλήθεια του έργου.
Ανατροπών συνέχεια καθώς την ίδια χρονιά ο απροσδόκητος γάμος του με τη Ρομόλα ντε Πούλσκι πυροδοτεί τη ζήλια και την οργή του Ντιάγκιλεφ, με αποτέλεσμα να τον αποπέμψει από τα Ρωσικά Μπαλέτα. Αυτό το γεγονός σηματοδοτεί μόνο την αρχή για τα δύσκολα χρόνια που θα ακολουθήσουν αλλά και τα Ρωσικά Μπαλέτα δεν είναι ίδια πια χωρίς αυτόν. «Οποιος είδε τον Νιζίνσκι να χορεύει μένει για πάντα πιο φτωχός από την απουσία του» παρατηρούσε η Anna de Noailles.
Από τον Νοέμβριο του 1917 μαζί με τη γυναίκα του και τη μικρή τους κόρη Κύρα εγκαθίστανται στο Σεν Μορίτς της Ελβετίας όπου ζουν σχετικά απομονωμένοι ενώ ο πόλεμος μαίνεται γύρω τους. Τότε ξεκινά να ζωγραφίζει μια σειρά παστέλ με κεντρικό μοτίβο τον κύκλο ανάμεσα σε άλλες γεωμετρικές φόρμες στην οποία εντάσσει πρόσωπα και σώματα.
Τον Ιανουάριο του 1919, λίγο προτού χορέψει για τελευταία φορά και σε ένα διάστημα επτά εβδομάδων, γράφει τα τέσσερα τετράδια Ημερολογίου του, τη μοναδική σωζόμενη γραπτή μαρτυρία του για την επερχόμενη ψύχωση. Θα ακολουθήσει ο εγκλεισμός του σε ψυχιατρικό άσυλο.
Το Ημερολόγιό του εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1936 με πολλές περικοπές από τη σύζυγό του και μόνο το 1995 κυκλοφόρησαν σε γαλλική μετάφραση τρία από τα τέσσερα τετράδια χωρίς περικοπές από τις εκδόσεις Actes Sud. Πρόσφατα και παράλληλα προς την έκθεση κυκλοφόρησε η νέα γαλλική έκδοση με ενσωματωμένο και το τέταρτο ημερολόγιό του.
Η καριέρα του Βάσλαβ Νιζίνσκι ήταν ένα διαρκές παιχνίδι στα όρια της εκκεντρικότητας. Ως χορευτής άνοιξε τον δρόμο για τους διαδόχους του αναβαθμίζοντας τους ανδρικούς ρόλους. Ως χορογράφος μετακινήθηκε από την κυριαρχούσα ως τότε παράδοση του μπαλέτου προκειμένου να δημιουργήσει την πρώτη μοντέρνα χορογραφία. Στο τέλος, η σχιζοφρένεια «ταρακούνησε» το κέντρο της ύπαρξής του. Ο περισσότερος κόσμος ωστόσο διατήρησε στον νου του μια ρομαντική άποψη για τον Νιζίνσκι: αυτήν του θεϊκού χορευτή, η καριέρα του οποίου ωστόσο διακόπηκε στην ακμή της λόγω τρέλας.
Ο Βάσλαβ Νιζίνσκι γεννήθηκε τον Μάρτιο του 1888 στο Κίεβο της Ουκρανίας, στη διάρκεια μιας περιοδείας των επίσης χορευτών γονιών του. Δέκα χρόνια αργότερα έγινε δεκτός στην Αυτοκρατορική Σχολή Χορού της Αγίας Πετρούπολης και αμέσως μετά την αποφοίτησή του, το 1907, προσελήφθη στο θέατρο Μαριίνσκι. Ηταν μικροκαμωμένος, ντροπαλός και εσωστρεφής, εν τούτοις το κοινό λάτρευε την απαράμιλλη τεχνική και τα «ουράνια» άλματά του. Καθώς κινούνταν στην υψηλή κοινωνία της πόλης, κάποια στιγμή στη διάρκεια μιας κοινωνικής εκδήλωσης γνώρισε τον Σέργιο Ντιαγκίλεφ και έγινε προστατευόμενός του. Από εκείνη τη στιγμή, ο Ντιαγκίλεφ παρακολουθούσε κάθε του κίνηση είτε επάνω είτε κάτω από τη σκηνή. Βεβαιωνόταν ότι ο Νιζίνσκι διάβαζε τα σωστά βιβλία, επισκεπτόταν μουσεία και αίθουσες τέχνης, παρακολουθούσε συναυλίες προκειμένου να βελτιώσει την κουλτούρα του. Στη διάρκεια των διακοπών του ο Νιζίνσκι ταξίδεψε με τον μέντορά του στο Παρίσι όπου χόρεψε τον πρωταγωνιστικό ρόλο στη «Συλφίδα» δίπλα στην Αννα Πάβλοβα το 1909. Συνέχισε να συμμετέχει στα Ρωσικά Μπαλέτα του Ντιαγκίλεφ και μετά, παρά το ότι η μυθική χορεύτρια είχε εγκαταλείψει το σχήμα επειδή θεωρούσε ότι ευνοούνταν περισσότερο οι άνδρες χορευτές. Παρά το ότι έκτοτε ο Νιζίνσκι χόρεψε με πολλές παρτενέρ συνδέθηκε ιδιαίτερα με την Ταμάρα Καρσάβινα.
Σύμφωνα με κάποιες ιστορίες χορού, ο Νιζίνσκι χόρεψε με την περίφημη Ιζαντόρα Ντάνκαν στο Παρίσι και επηρεάστηκε από αυτήν τόσο ως χορευτής όσο και ως χορογράφος. Οι δημιουργίες του συχνά ήρθαν σε διάσταση με την κλασική παιδεία του. Το 1913, τα Ρωσικά Μπαλέτα περιόδευσαν στη Νότια Αμερική. Επρόκειτο για μια περιοδεία την οποία δεν ακολούθησε ο Ντιαγκίλεφ εξαιτίας του φόβου του για τα υπερατλαντικά ταξίδια. Μακριά από την επιτήρηση του μέντορά του, ο Νιζίνσκι ερωτεύτηκε και παντρεύτηκε μια ουγγαρέζα χορεύτρια, τη Ρομόλα ντε Πούλτσκι. Ο γάμος τους έγινε στο Μπουένος Αϊρες. Μόλις το σχήμα επέστρεψε στην Ευρώπη, ο Ντιαγκίλεφ, σε μια έκρηξη ζήλιας, τους απέλυσε και τους δύο.
Στη διάρκεια του Α' Παγκοσμίου Πολέμου ο Νιζίνσκι, ρώσος πολίτης, εγκαταστάθηκε στην Ουγγαρία. Ο Ντιαγκίλεφ κατάφερε να τον πείσει να λάβει μέρος σε μια νέα περιοδεία του σχήματός του στη Βόρεια Αμερική αυτή τη φορά, όπου ο Νιζίνσκι χορογράφησε και ερμήνευσε τον πρωταγωνιστικό ρόλο στον Till Eulenspiegel. Τα σημάδια της παράνοιάς του ωστόσο άρχισαν να γίνονται αντιληπτά. Φοβόταν τους άλλους χορευτές και παρουσίαζε διάφορες εμμονές. Ο Νιζίνσκι έζησε πολλά χρόνια σε διάφορα ψυχιατρεία. Το 1947 μετακόμισε στο Λονδίνο όπου η αγαπημένη του σύζυγος τον φρόντισε ως τον θάνατό του το 1950. Ο συνδυασμός της δεξιοτεχνίας του με την υποκριτική του δεινότητα και το εν γένει ύφος του τον «κατέγραψαν» ως τον διασημότερο άνδρα χορευτή του 20ού αιώνα.
Πηγή: TO BHMA

ΣΕΡΓΚΕΙ ΝΤΑΓΚΙΛΕΦ

ΜΟΝΑΚΟ Περισσότερα από 260 έργα (πίνακες, δοκιμαστικά σχέδια, μακέτες σκηνικών, κοστούμια, γραπτά και ηχητικά ντοκουμέντα κτλ.) προερχόμενα από δημόσιες και ιδιωτικές συλλογές σε ολόκληρο, σχεδόν, τον κόσμο περιλαμβάνει η μεγάλη έκθεση που συνεχίζεται ως τις 27 Σεπτεμβρίου στο Μονακό (Villa Sauber) με τίτλο «Ξάφνιασέ με: Ο Σεργκέι Ντιάγκιλεφ και τα Ρωσικά Μπαλέτα». Πρόκειται για μία μόνο πτυχή της πολυποίκιλης συμμετοχής του κοσμοπολίτικου πριγκιπάτου στην εφετινή διεθνή επέτειο των 100 χρόνων από την πρώτη παράσταση του περίφημου συγκροτήματος στο Παρίσι και αποτελεί συνεργασία του Νέου Εθνικού Μουσείου του Μονακό με τον Πολιτιστικό Οργανισμό «Αικατερίνη» της Μόσχας. Στο πλαίσιο αυτό η έκθεση θα ταξιδέψει αργότερα στη ρωσική πρωτεύουσα, όπου μεταξύ 27 Οκτωβρίου 2009 - 25 Ιανουαρίου 2010 θα φιλοξενηθεί στην Πινακοθήκη Τρετιακόφ.

Επικεντρωμένη στην προσωπικότητα του Σεργκέι Ντιάγκιλεφ, ο οποίος υπήρξε προστατευόμενος του Πρίγκιπα Αλβέρτου Α΄ από το 1911, η έκθεση αντλεί τον τίτλο της από μια επιστολή του Ζαν Κοκτό στον θρυλικό ρώσο ιμπρεσάριο, χρονολο γούμενη στα 1939. «(...) Βρισκόμουν σε αυτή την ανόητη ηλικία όπου κανείς θεωρεί τον εαυτό του ποιητή και αισθάνθηκα μια ευγενική απόρριψη από πλευράς του Ντιάγκιλεφ» έγραφε χαρακτηριστικά ο Κοκτό και συνέχιζε: «Του είπα λοιπόν “ξάφνιασέ με” και μου απάντησε “θα περιμένω να με ξαφνιάσεις εσύ”. Η φράση αυτή με γλίτωσε από μια πιθανή επιφανειακή καριέρα. Γρήγορα συνειδητοποίησα ότι δεν μπορείς να εντυπωσιάσεις έναν Ντιάγκιλεφ μέσα σε δύο εβδομάδες. Από τη στιγμή εκείνηαποφάσισα να πεθάνω και να αναστηθώ...».

Τ α Ρωσικά Μπαλέτα ήταν ένα «πλανόδιο» συγκρότημα μπαλέτου το οποίο κατά την εικοσαετία 1909-1929 έδινε παραστάσεις υπό τη διεύθυνση του πολυπράγμονα ιμπρεσάριου Σεργκέι Ντιάγκιλεφ. «Βάση» τους αποτέλεσαν το Τheatre Μogador και το Τheatre du Chatelet του Παρισιού, καθώς στη γαλλική πρωτεύουσα υπήρχε μια μεγάλη κοινότητα ρώσων εξορίστων. Ωστόσο κατά καιρούς «φιλοξενήθηκαν» σε διάφορες χώρες, μεταξύ των οποίων η Βρετανία, η Ισπανία και οι ΗΠΑ. Αρκετοί από τους χορευτές προέρχονταν από τα Αυτοκρατορικά Μπαλέτα της Αγίας Πετρούπολης. Με το συγκρότημα συνεργάστηκαν ορισμένοι από τους σημαντικότερους χορογράφους ( Πετιπά, Φοκίν, Μπρονισλάβα Νιζίνσκα, Λεονίντ Μασίν, ΒάσλαβΝιζίνσκι, αλλά και ο Ζορζ Μπαλανσίν στην αρχή της καριέρας του), συνθέτες ( Ντε Φάλια, Προκόφιεφ, Ντεμπυσί, Στραβίνσκι κ.ά.) και εικαστικοί καλλιτέχνες ( Μπρακ, Ντε Κίρικο, Πικάσο κ.ά.) της εποχής, βοηθώντας στο να «καταγραφεί» ως ένα από τα σημαντικότερα του 20ού αιώνα, με την επιρροή του να «επιβιώνει» ως τις ημέρες μας.

ΣΑΡΛ ΠΕΡΩ ΕΝΑΣ ΜΕΓΑΛΟΣ ΠΑΡΑΜΥΘΑΣ

Η Google αποφάσισε να τιμήσει σήμερα τον Σαρλ Περώ με το Doodle της. Ο Σαρλ Περώ είναι ο μεγάλος "παραμυθάς". Ο Σαρλ Περώ γεννήθηκε τον Ιανουαρίου του 1628 στο Παρίσι, και ήταν ένα από τα εφτά παιδιά μιας μεγαλοαστικής οικογένειας.

Ο πατέρας του Σαρλ Περώ ήταν διαπρεπής δικηγόρος που προσέφερε τις υπηρεσίες του στο κράτος. Ο Σαρλ Περώ είναι περισσότερο γνωστός σε όλο τον κόσμο από τη συλλογή παραμυθιών για παιδιά, που περιλαμβάνονται στις «Ιστορίες της μαμάς μου της χήνας», που τα έγραψε για τη διασκέδαση των παιδιών του και που έφεραν στη λογοτεχνία τη μόδα των «παραμυθιών». Ανάμεσα σ’ αυτά περιλαμβάνονται «Η Κοκκινοσκουφίτσα», «Η Σταχτοπούτα», «Ο Παπουτσωμένος Γάτος», «Η Ωραία Κοιμωμένη», «Ο Κυανοπώγων», «Ο Κοντορεβιθούλης» κ. ά. Το 1695, ο Σαρλ Περώ, σε ηλικία 62 ετών, εγκατέλειψε τις περισσότερες από τις κυβερνητικές του θέσεις και τα εκτελεστικά του καθήκοντα σε λογοτεχνικές εταιρίες και καλλιτεχνικούς ομίλους, αφιερώνοντας πια τη ζωή του στη συγγραφή αλλά και την οικογένειά του.
Διαβάστε εδώ περισσότερ αγια τον Σαρλ Περώ.
Ο Σαρλ Περώ έφτασε σε ηλικία 55 ετών, όταν θα ζούσε τα τελευταία πλέον χρόνια της επαγγελματικής του σταδιοδρομίας, που θα αφιερωνόταν ολοένα και περισσότερο στη συγγραφή, εγκαταλείποντας σταδιακά τα κυβερνητικά του καθήκοντα. Ο Σαρλ Περώ είχε προλάβει να ενταχθεί στη φιλολογική διαμάχη για τη σύγκριση αρχαίων και νεότερων συγγραφέων και ήταν μάλιστα ο εισηγητής της «αιρετικής» άποψης ότι οι νεότεροι λογοτέχνες υπερείχαν ασύγκριτα των αρχαίων.
Σε μια τέτοια προσπάθεια αποφάσισε να καταγράψει τα προφορικά παραμύθια της εποχής του, που κυκλοφορούσαν εδώ και χρόνια στα στόματα των γονέων της Γαλλίας αλλά και της υπόλοιπης Ευρώπης, περιβάλλοντάς τα βέβαια με την απαραίτητη δόση λογοτεχνικότητας και αλλάζοντας συχνά τα τέλη τους, ώστε να είναι διδακτικές οι ιστορίες και να μεταφέρουν ηθικά μηνύματα, στα πρότυπα των μύθων του Αισώπου. Ο παπουτσωμένος γάτος είναι λαϊκό παραμύθι το οποίο είναι γνωστό ως ένα από τα οκτώ παραμύθια της συλλογής "Ιστορίες και παραμύθια μιας προηγούμενης εποχής" που εκδόθηκε το 1697. Επίσης περιλαμβανόταν στην πρώτη έκδοση της συλλογής παραμυθιών «Παιδικά και Οικιακά Παραμύθια- Kinder- und Haus-Märchen» των αδελφών Grimm του 1812.
Η Ωραία Κοιμωμένη ή Η Ωραία του κοιμώμενου δάσους (La Βelle au bois dormant) είναι ένα από τα παραμύθια του διάσημου συγγραφέα παραμυθιών Σαρλ Περό, που δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στο βιβλίο του Τα Παραμύθια της Μητέρας Χήνας, το 1697. Η Κοκκινοσκουφίτσα είναι χαρακτήρας του ομώνυμου παραμυθιού, στο οποίο ένα κοριτσάκι έρχεται αντιμέτωπο με τον κακό λύκο. Η πιο γνωστή έκδοση του παραμυθιού σήμερα είναι αυτή που γράφτηκε από τους Αδελφούς Γκριμ, ανάμεσα στα άλλα παραμύθια που κατέγραψαν μεταξύ των ετών 1812 - 1857, ενώ προγενέστερα το παραμύθι είχε καταγραφεί από τον Σαρλ Περώ (Charles Perrault) το 1697.
Η Σταχτοπούτα είναι ένα κλασικό παραμύθι που αφηγείται τις περιπέτειες μιας κοπέλας, που την κακομεταχειρίζονται η κακιά μητριά της και οι αδερφές της. Συγγραφέας της Σταχτοπούτας θεωρείται ο Σαρλ Περώ, ωστόσο υπάρχουν καταγεγραμμένα στοιχεία παρόμοιων ιστοριών σε κινεζικά χειρόγραφα που χρονολογούνται από το 850 μ.Χ., και μια έκδοση του μύθου από την αρχαία Αίγυπτο.

Giacometti: 44 χρόνια από το θάνατο ενός μεγάλου γλύπτη

Σαν σήμερα έφυγε από τη ζωή ένας από τους μεγαλύτερους σχεδιαστές του 20ου αιώνα. Ο Alberto Giacometti (10 Οκτωβρίου 1901 – 11 Ιανουαρίου 1966), ο Ελβετός γλύπτης και ζωγράφος φοίτησε στη Σχολή Καλλιτεχνικών Επαγγελμάτων της Γενεύης και το 1922 μετακόμισε στο Παρίσι για σπουδές δίπλα στον γλύπτη Antoine Bourdelle. Εκεί για πρώτη φορά πειραματίστηκε με τον κυβισμό και τον σουρεαλισμό ενώ κατέληξε να θεωρείται ένας από τους πρωτοπόρους σουρεαλιστές γλύπτες. Τη συγκεκριμένη περίοδο συνεργάστηκε με τους Joan Miró, Max Ernst, Pablo Picasso και Balthus.

Μεταξύ του 1936 και του 1940, ο Giacometti επικεντρώθηκε στη γλυπτική της ανθρώπινης κεφαλής, εστιάζοντας στο βλέμμα των μοντέλων, ενώ σταδιακά προσχώρησε στο κίνημα του υπαρξισμού. Ακολούθησε μία μοναδική καλλιτεχνική περίοδος της ζωής του η οποία είχε ως κυρίαρχο στοιχείο την επιμήκυνση των σωμάτων, των άκρων και των προσώπων. Πολύ συχνά διαμόρφωνε τα έργα του ώστε να είναι τόσο λεπτά όσο το πάχος ενός νυχιού, ενώ θα μπορούσε να πει κανείς ότι ως προς το μέγεθος ήταν όσο ένα πακέτο τσιγάρα. Κάποτε, ένας φίλος του δήλωσε ότι «ο Giacometti μπορεί να κάνει το κεφάλι οποιουδήποτε να μοιάζει με λεπίδα μαχαιριού». Μετά το γάμο του, τα μικροσκοπικά του γλυπτά έγιναν μεγαλύτερα, αλλά όσο «μεγάλωναν», τόσο «λέπταιναν». Ο Giacometti είπε ότι το τελικό αποτέλεσμα αντικατόπτριζε τα συναισθήματά του στη θέαση μιας γυναίκας. Άλλοι πάλι θεωρούν ότι τα έργα του περιγράφουν τη μοναξιά των ανθρώπων, ενώ κριτικοί τέχνης αναφέρουν ότι οι φιγούρες του απεικονίζουν τον τρόπο που έβλεπε τον εαυτό του.
Το 1962 έλαβε το πρώτο βραβείο γλυπτικής στην Μπιενάλε της Βενετίας, το οποίο τον έκανε παγκοσμίως γνωστό.
Τα επόμενα χρόνια, τα έργα του Giacometti παρουσιάστηκαν σε πολλές εκθέσεις στην Ευρώπη. Παρόλο που η υγεία του επιδεινωνόταν, το 1965 ταξίδεψε στις Η.Π.Α. για να εκθέσει τα έργα του στο Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης της Νέας Υόρκης. Το τελευταίο έργο του πριν το θάνατό του ήταν ένα κείμενο για το βιβλίο Paris sans fin, μια σειρά 150 λιθογραφιών που εμπεριέχουν μνήμες απ’ όλα τα μέρη που έζησε.
Ο Giacometti πέθανε στις 11 Ιανουαρίου του 1966 από περικαρδίτιδα και χρόνια βρογχίτιδα.
Επιμέλεια: Νάνσυ Φαφούτη

Πάμπλο Πικάσο, όταν μιλάμε για τέχνη


Με έργα όπως οι Δεσποινίδες της Αβινιόν και Γκερνίκα, ο σπουδαίος ζωγράφος, και γλύπτης Pablo Picasso, ο θεμελιωτής του κινήματος του Κυβισμού, συγκαταλέγεται μεταξύ των σημαντικότερων ζωγράφων του 20ου αιώνα.
Ήρθε στη ζωή στις 25 Οκτωβρίου του 1881 στην ανδαλουσιανή πόλη της Μάλαγα, στην Ισπανία. Γιος ζωγράφου, επέδειξε από παιδί μεγάλο πάθος για εξαιρετικό ταλέντο για τη ζωγραφική, δημιουργώντας ρεαλιστικά έργα κατά την παιδική και εφηβική του ηλικία.

Σπούδασε στην Βαρκελώνη στα τέλη του 19ου αιώνα, μια εποχή που αναπολούσε για όλη του τη ζωή με νοσταλγία. Σε ηλικία 16 ετών, και ενώ επιδείκνυε εξαιρετικό ταλέντο για την ηλικία του, εστάλη στην ισπανική πρωτεύουσα, Μαδρίτη, προκειμένου να συνεχίσει τις σπουδές του στο ανώτατο ίδρυμα Καλών Τεχνών της χώρας. Εκεί, ήρθε σε επαφή με το έργο των κορυφαίων ζωγράφων, όπως οι Francisco Goya, Diego Velasquez, Francisco Zurbarán και Δομίνικος Θεοτοκόπουλος (El Greco), το έργο του οποίου τον επηρέασε σημαντικά. Μετά τις σπουδές στη Μαδρίτη, το 1900, ο νεαρός Pablo ταξίδεψε στο Παρίσι για πρώτη φορά αλλά επέστρεψε και πάλι στην ισπανική πρωτεύουσα. Εκεί ίδρυσε με τον αναρχικό φίλο του Francisco de Asís Soler το περιοδικό Arte Joven (Νέα τέχνη), του οποίου κυκλοφόρησαν πέντε τεύχη. Ήδη μέχρι το 1905, τα έργα του Picasso είχαν κερδίσει την εύνοια των διάσημων συλλεκτών Leo και Gertrude Stein αλλά και άλλων μελών του κύκλου τους. Η Gertrude Stein έγινε η βασική πάτρονας του Picasso, εκθέτοντας τα έργα του στο ανεπίσημο Salon της στο Παρίσι.
Το 1905 επίσης συνάντησε τον Henri Matisse, με τον οποίο θα γινόταν φίλοι και ανταγωνιστές για όλη τους τη ζωή. Στο Παρίσι ο Picasso έγινε μέλος ενός κύκλου διανοούμενων που περιλάμβανε τους André Breton, τον ποιητή Guillaume Apollinaire, τον συγγραφεά Alfred Jarry κ.α. Κυβισμός Τo 1907, ο Picasso δημιούργησε το πρώτο κυβιστικό του έργο, τις διάσημες σήμερα Δεσποινίδες της Αβινιόν (Les demoiselles d’Avignon). Οι κριτικοί ονόμασαν αμέσως την περίοδο αυτή της δουλειάς του ζωγράφου Μαύρη, βλέποντας σε αυτήν μοναχά τα στοιχεία της αφρικανικής τέχνης. Οι αντιδράσεις μεταξύ των φίλων του ήταν μικτές για το σοκαριστικά καινοτόμο αυτό έργο. Με το έργο Ψωμί και πιατέλα Φρούτων σε Τραπέζι, αποτελεί την έναρξη του Αναλυτικού Κυβισμού του Picasso.
Έως το 1912, οι προοπτικές του Αναλυτικού κυβισμού έμοιαζαν να έχουν εξαντληθεί και ο Picasso, μαζί με τον φίλο του Georges Braque (1882-1963), ξεκίνησαν νέους πειραματισμούς. Έτσι, γεννήθηκε ο Συνθετικός Κυβισμός, με έργα όπως η Κιθάρα. Ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος άλλαξε τη ζωή, τις σκέψεις και φυσικά την τέχνη του Picasso. Πολλοί φίλοι του έφυγαν για το μέτωπο, άλλοι έπρεπε να φύγουν, να φυλακιστούν και να πωληθούν οι συλλογές τους, όπως έγινε με τον γνωστό Γερμανό γκαλερίστα Kahnweiler. Τα έργα του εκείνης της εποχής γίνονται πιο νηφάλια, πιο ρεαλιστικά από ποτέ, όπως δείχνει ο Pierot (Πιερότος).
To 1916, ο νεαρός ποιητής Jean Cocteau του γνώρισε τον ιμπρεσάριο των Ρωσικών μπαλέτων Diaghilev και τον συνθέτη Erik Satie. Ο ζωγράφος δέχτηκε να σχεδιάσει το ντεκόρ του μπαλέτου Parade, μια απόφαση που θα επηρέαζε σημαντικά την πορεία του. Την ίδια εποχή γνωρίζεται με τον συνθέτη Igor Stravinsky και τη χορεύτρια Olga Khokhlova, με την οποία παντρεύτηκε το 1918. Την εποχή του Μεσοπολέμου το έργο του χαρακτηρίζεται Κλασικό, με χαρακτηριστικό παράδειγμα έργα όπως Οι Εραστές. Παρόλα αυτά, το 1921 ζωγραφίζει τους κυβιστικούς Τρεις Μουσικούς, έργο που θεωρείται αριστούργημα του Κυβισμού.
Δυο χρόνια αργότερα ζωγράφισε τους Αυλούς του Πάνα, έργο που θεωρείται το κορυφαίο της Κλασικής περιόδου του. Στα μέσα της δεκαετίας του 1920 το όνομά του είναι πασίγνωστο και ο ίδιος βασανίζεται από την συνεχή προσοχή στο πρόσωπο και το έργο του. Το 1937, στο άκουσμα της έιδησης του βομβαρδισμού της επαρχίας αυτής της Χώρας των Βάσκων από τις δυνάμεις του Φράνκο, δημιουργεί το συγκλονιστικό έργο Guernica.
Τα επόμενα χρόνια χώρισε, σύναψε σχέση με την 17χρονη Marie-Thérèse Walter, η οποία έφερε στον κόσμο μια κόρη, χώρισε ξανά και γνώρισε την Γιουγκοσλάβα φωτογράφο Dora Maar με την οποία ανέπτυξε μια παθιασμένη σχέση μέχρι το 1943. Κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, παρέμεινε στο κατεχόμενο από τους Ναζί Παρίσι, όπου δεν μπορούσε να εκθέσει τα έργα του, τα οποία δεν έχαιραν εκτίμησης από το ναζιστικό καθεστώς. Με την απελευθέρωση της πόλης, το 1944, γνώρισε την νεαρή Françoise Gilot, με την οποία απέκτησε άλλα δυο παιδιά και χώρισε το 1953. Ακολούθως, παντρεύτηκε την Jacqueline Roque το 1961.
Εκτός από τη ζωγραφική, ο Pablo Picasso ασχολήθηκε και με τον κινηματογράφο, κάνοντας μάλιστα μια εμφάνιση στο Testament of Orpheus του Jean Cocteau. Το 1955 βοήθησε στη δημιουργία της ταινίας Le Mystère
του Henri-Georges Clouzot.

Ο Pablo Picasso πέθανε στις 8 Απριλίου του 1973, σε ηλικία 92 ετών. Συντετριμμένη η σύζυγός του Jacqueline Roque αφαίρεσε τη ζωή της σε ηλικία 60 ετών, το 1986.

Πηγή: tvxs

Henri Matisse: Ο ζωγράφος των χρωμάτων

O Henri-Émile-Benoît Matisse γεννήθηκε στη Γαλλία στις 31 Δεκεμβρίου του 1869. Σπούδασε νομικά στο Παρίσι αλλά την ίδια εποχή που πήρε το πτυχίο του ξεκίνησε την ενασχόλησή του με τη ζωγραφική, όταν η μητέρα του τού έκανε δώρο είδη ζωγραφικής σε μια εποχή που έπρεπε να μείνει περιορισμένος στο σπίτι λόγω ασθενείας. Τότε ανακάλυψε «ένα είδος παραδείσου» όπως είπε ο ίδιος, και αποφάσισε ότι αυτό που επιθυμούσε να κάνει ήταν να γίνει ζωγράφος, κάτι που προκάλεσε την απογοήτευση του πατέρα του.
Το 1891 επέστρεψε στο Παρίσι, για να σπουδάσει ζωγραφική στην Académie Julian, ως μαθητής των William-Adolphe Bouguereau και Gustave Moreau. Αρχικά ζωγράφιζε κυρίως νεκρές φύσεις με το τυπικό φλαμανδικό στυλ. Ο Jean-Baptiste Chardin ήταν από τους αγαπημένους του ζωγράφους, τέσσερα έργα του οποίου αντέγραψε ως μαθητής (σήμερα αυτά τα έργα βρίσκονται στο μουσείο του Λούβρου).

Το 1896 εξέθεσε, για πρώτη φορά, 5 έργα του στην Société Nationale des Beaux-Arts, όπου το γαλλικό κράτος αγόρασε δύο από τα έργα. Τα δυο επόμενα χρόνια επισκέφτηκε επανειλημμένα τον Αυστραλό ιμπερισονιστή ζωγράφο John Peter Russell, ο οποίος του γνώρισε τον ιμπρεσιονισμό και το έργο του προσωπικού του φίλου αλλά ακόμα άγνωστου Ολλανδού Vincent van Gogh.
Ως συνέπεια, το προσωπικό στιλ του Matisse άλλαξε δραματικά, και ο ίδιος αργότερα θα πει: «Ο Russell ήταν ο δάσκαλός μου και ο Russell μου εξήγησε την θεωρία των χρωμάτων».
Ο Matisse επηρεάστηκε επίσης από τους Nicolas Poussin, Antoine Watteau, Edouard Manet, Cézanne, Gauguin, Signac, καθώς επίσης και από τον Auguste Rodin, και την Ιαπωνική τέχνη. Μελέτησε με πάθος τα έργα των ζωγράφων και μάλιστα χρεώθηκε για να αγοράσει έργα των αγαπημένων του ζωγράφων.
Μεταξύ των έργων που είχε σπίτι του ήταν μια γύψινη προτομή του Rodin, ένας πίνακας του Gauguin, ένα σχέδιο του van Gogh, αλλά και το υπέροχο έργο του Cézanne, με τις Τρεις Λουόμενες. Στο έργο του Cezanne, o Matisse βρήκε την κύρια πηγή έμπνευσής του.
Το 1898 επισκέφτηκε το Λονδίνο για να μελετήσει τα έργα του J. M. W. Turner. Η πρώτη του προσωπική έκθεση έγινε στην γκαλερί Vollard's το 1904 (χρονιά με την οποία γνωρίστηκε με τον κατά 12 χρόνια νεότερό του Pablo Picasso), χωρίς να σημειώσει σημαντική επιτυχία.
Ακολούθησαν ομαδικές εκθέσεις, σκληρές κριτικές αλλά και έπαινοι. Το ζεύγος των Gertrude και Leo Stein αγόρασε το έργο του «Γυναίκα με καπέλο», κάτι που είχε σημαντική ψυχολογική επίδραση στον καλλιτέχνη που βασανιζόταν από την κακή υποδοχή των έργων του.
Ο Matisse είχε μακρά σχέση με τον Ρώσο συλλέκτη Sergei Shchukin, για τον οποίο δημιούργησε ένα από τα διασημότερα έργα του, το «La Danse». Το 1941, ύστερα από μια χειρουργική επέμβαση, ο ζωγράφος άρχισε να χρησιμοποιεί αναπηρικό αμαξίδιο, κάτι που χρειάστηκε μέχρι το θάνατό του.
Συνέχισε ωστόσο να ζωγραφίζει, παράγοντας έργα που ήταν πρωτοπόρα και ριζοσπαστικά όπως την σειρά «Μπλε Γυμνά» και το βιβλίο με πολύχρωμα κολάζ «Jazz» (1947). Ο ίδιος απόλυτα εκτός της πολιτικής, συγκλονίστηκε από το φυλακισμό και το βασανισμό της αντιστασιακής κόρης του Marguerite στον στρατόπεδο συγκέντρωσης Ravensbrück.
Το 1951 ολοκλήρωσε τον σχεδιασμό του εσωτερικού, των παραθύρων και της διακόσμησης του παρεκκλησίου, κάτι που έκανε λόγω της στενής φιλίας του με την δομινικανή καλόγρια Jacques-Marie ενώ το 1952 ίδρυσε ένα μουσείο για το έργο του στην γενέθλια πόλη του.
Ο Matisse έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 84 ετών, το 1954, ύστερα από καρδιακή προσβολή. Ενταφιάστηκε στο κοιμητήριο της Notre Dame de Cimiez, κοντά στη Νίκαια.

Πηγή: tvxs

Francisco Goya: Ένας αντικαθεστωτικός ζωγράφος στην Ισπανική Αυλή


Στις 30 Μαρτίου 1746 έρχεται στο κόσμο ο Ισπανός ζωγράφος Φρανσίσκο Γκόγια, ένας από τους σημαντικότερους καλλιτέχνες στην Ισπανία αλλά και παγκοσμίως. Τα έργα του αναγνωρίστηκαν στην Ισπανία όσο ήταν εν ζωή, ωστόσο στην Ευρώπη η αναγνώριση ήρθε μετά τον θάνατό του, τόσο από τους ρομαντικούς του 19ου αιώνα, όσο και από τους ανθρώπους της τέχνης του 20ου αιώνα.
Ο Γκόγια γεννήθηκε στο χωριό Φουεντετόδος και σε ηλικία 14 χρονών μετακομίζει μαζί με την οικογένεια του στη Σαραγόσα, την πόλη όπου θα έρθει για πρώτη φορά σε επαφή με την ζωγραφική. Ύστερα από μία δεκαετία δίπλα σε δασκάλους ζωγραφικής, οι οποίοι σταδιακά του αποκάλυψαν τα "μυστικά της τέχνης", ο Γκόγια αναλαμβάνει τις πρώτες του δουλειές για μοναστήρια και εκκλησίες στη Σαραγόσα.

Ο δάσκαλός του, Φρανσίσκο Μπαγέ, θα του δώσει την αδελφή του, Χοσέφα, αλλά και την απαραίτητη βοήθεια για να «εισβάλει» στην αυλή του Βασιλιά, όπου τα επόμενα χρόνια θα αποδείξει το ταλέντο του, αναπτύσσοντας παράλληλα το δικό του ιδιαίτερο προσωπικό ύφος. Η αναγνώριση στους κύκλους της αυλής θα έρθει το 1780, ύστερα από την παρουσίαση του πίνακα «Ο Χριστός στο Σταυρό»,με τον οποίο θα εκλεγεί μέλος της Βασιλικής Ακαδημίας Καλών Τεχνών του Σαν Φερνάντο.
Το 1786, ο Φρανσίσκο Γκόγια ανακηρύσσεται και επισήμως «ζωγράφος του βασιλιά» της Ισπανίας Καρόλου Γ και αναγνωρίζεται ως ο κορυφαίος των «προσωπογραφιών». Το 1792, ύστερα από μία ασθένεια ο Γκόγια χάνει την ακοή του και στρέφεται στον εσωτερικό του κόσμο ανακαλύπτοντας τις σκοτεινές πτυχές του που θα αποτυπώσει πάνω στον καμβά. Το στιλ του αλλάζει και δημιουργεί τη σειρά των χαρακτικών του, με τίτλο «Καπρίτσια», στα οποία στηλιτεύει την Αυλή, τις προλήψεις και τις δεισιδαιμονίες και την κενοδοξία των γυναικών. Αυτή η περίοδος σηματοδοτεί και την στροφή του Γκόγια σε έργα αντιμάχονταν το ηγεμονικό και κοινωνικό καθεστώς.

Θα ακολουθήσει μία ταραχώδης περίοδος, με αλλαγές στον θρόνο και την εισβολή των στρατευμάτων του Ναπολέοντα στο ισπανικό βασίλειο, ωστόσο ο Γκόγια διατηρείται στη θέση του ζωγράφου της αυλής, έχοντας ασπαστεί τα φιλελεύθερα ιδεώδη της Γαλλικής επανάστασης, αλλά ταυτόχρονα συμμεριζόταν την οργή της εξεγερμένης, κατά των Γάλλων, ισπανικής κοινωνίας.
Αυτή η εσωτερική διαμάχη αποτυπώνεται και μέσα στα έργα του, με απεικονίσεις Γάλλων και Ισπανών στρατιωτικών στους πίνακές του, αλλά και αποτύπωση της φρίκης από τη Γαλλική εισβολή. «Οι Συμφορές του Πολέμου» και «3η Μαΐου 1808», στο οποίο απεικονίζονται οι μαζικές εκτελέσεις Ισπανών από το Γαλλικό στρατό, είναι δύο από τα σημαντικότερα έργα του που απεικονίζουν την οδύνη της Γαλλικής εισβολής στην Ισπανία. Το δεύτερο αποτέλεσε και το έργο, με το οποίο βελτίωσε τις σχέσεις του με τον Ισπανό μονάρχη Φερδινάνδο Ζ',ο οποίος ανέβηκε στον θρόνο, ύστερα από την παραίτηση του Ναπολέοντα.
Αν και κατηγορήθηκε ως «φιλελεύθερος» και τα έργα του συχνά προκαλούσαν αντιδράσεις λόγω του προκλητικού για την εποχή περιεχομένου τους – το «Γυμνή γυναίκα» τον έφερε ενώπιον της Ιεράς εξέτασης-, το ξεχωριστό ταλέντο του τον διατήρησε στη θέση του ζωγράφου της αυλής και κατά την επάνοδο του απολυταρχικού καθεστώτος στην Ισπανία.
Το 1819, μετακόμισε στη Μαδρίτη και η υγεία του σταδιακά επιβαρύνεται. Η τέχνη του γίνεται πιο «σκοτεινή» και φιλοτεχνεί τους «μαύρους» πίνακες. Τα επόμενα χρόνια η πολιτική κατάσταση είναι τεταμένη και οι διώξεις των φιλελευθέρων και αντικαθεστωτικών στοιχείων αυξάνονται στην Ισπανία. Ο Γκόγια ζητάει άδεια μετακίνησης στην Γαλλία και μετακομίζει στο Παρίσι και στη συνέχεια στο Μπορντώ, το μέρος που έμελλε να είναι και το τελευταίο καταφύγιο του.
Στις 16 Απριλίου του 1828, στο Μπορντό, σε ηλικία 82 ετών, ο Φρανσίσκο Γκόγια αφήνει την τελευταία του πνοή. Σχεδόν επτά δεκαετίες αργότερα, το 1901, τα λείψανά του μεταφέρθηκαν στη Μαδρίτη, όπου και θάφτηκαν στην εκκλησία του Αγίου Αντωνίου, την οποία διακοσμούν οι νωπογραφίες του από το 1798. 
Πηγή: tvxs

Η ΜΑΧΗ ΤΟΥ ΠΟΥΑΤΙΕ

Oι ημι-βαρβαρικές ορδές των Φράγκων, που προσπαθούσαν τον 8ο αιώνα να επιβεβαιώσουν τη θέση τους ως η διάδοχος κατάσταση των Pωμαίων στη Δυτική Eυρώπη, κατόρθωσαν να επικρατήσουν των Mωαμεθανών στη μάχη του Πουατιέ, διαμορφώνοντας ουσιαστικά τη μετέπειτα φυσιογνωμία της Eυρώπης.
Στις 25 Oκτωβρίου του 732 μ.X., όπως συγκλίνουν οι περισσότερες ιστορικές πηγές, στα βόρεια σύνορα του φραγκικού βασιλείου της Aκουιταίνης (σημερινή κεντρική-δυτική Γαλλία), στο σημείο που ενώνονται οι ποταμοί Kλεν και Bιεν και κοντά στον παλαιό ρωμαϊκό δρόμο ανάμεσα στις πόλεις Πουατιέ και Tουρ, έλαβε χώρα μία κοσμοϊστορική σύγκρουση. 

O φραγκικός στρατός υπό τον Kάρολο Mαρτέλο ανέκοψε τις αραβικές και βερβερικές δυνάμεις υπό τον εμίρη της Aνδαλουσίας, Aμπντ-αρ Pαχμάν αλ Γαφίκι. Tο χρονικό εκείνο σημείο σηματοδοτεί για το δυτικό, κυρίως, χριστιανικό κόσμο την εδραίωση του φραγκικού κράτους και την απαρχή της Kαρολλίγγειας δυναστείας, η οποία θα διαδραματίσει αποφασιστικό ρόλο στις μετέπειτα εξελίξεις στην ιστορία της Δυτικής Eυρώπης.
O υιός του Kάρολου, Πιπίνος Γ' (ο Nεότερος ή, όπως εσφαλμένα είναι περισσότερο γνωστός, "Bραχύς") έθεσε τέλος στην εξουσία των Mεροβίγγειων βασιλέων και χρίσθηκε από τον πάπα Στέφανο B' "ελέω θεού" (gratia dei) βασιλιάς των Φράγκων. Eν συνεχεία, ο εγγονός του Kάρολου Mαρτέλου, Kάρολος ο Mέγας (Kαρλομάγνος), δέχθηκε τα Xριστούγεννα του 800 από τον πάπα Λέοντα Γ' τον τίτλο του αυτοκράτορα, Imperator Romanorum, έναν τίτλο που χρησιμοποιούσαν μόνο οι Bυζαντινοί αυτοκράτορες.
H επικράτηση του Kάρολου Mαρτέλου, κατά συνέπεια, δεν έβαλε τέλος μόνο στις αραβικές βλέψεις για έλεγχο των περιοχών βόρεια των Πυρηναίων, αλλά κυρίως έθεσε τις βάσεις για τη δημιουργία μίας ισχυρής δύναμης στη Δυτική Eυρώπη για πρώτη φορά μετά την πτώση της Pωμαϊκής αυτοκρατορίας το 476 μ.X. και την εισβολή στην περιοχή των γερμανικών φυλών (Φράγκοι, Aλαμανοί και Bησιγότθοι). O Kάρολος Mαρτέλος απέκτησε την προσωνυμία του (Martelus), που σημαίνει "σφυρί", από το χαρακτηριστικό φραγκικό βαρύ πέλεκυ (francisca) που κράδαινε. Oι λεπτομέρειες της μάχης στο Πουατιέ περιγράφονται σε κάποια ελάχιστα χρονικά του 8ου αιώνα, ενώ αντιθέτως η σημασία της νίκης των Φράγκων εξυμνήθηκε, με αρκετή βέβαια δόση υπερβολής, τον 18ο και 19ο αιώνα από ιστορικούς όπως ο Bρετανός Eντουαρντ Γκιμπόν, ο Eντουαρντ Kρίζι και ο Γάλλος ιστορικός και πολιτικός Φρανσουά Πιερ Γκιζό.
TA "ΣKOTEINA XPONIA" TOY MEΣAIΩNA KAI H APABIKH EΞAΠΛΩΣH Tο δεύτερο μισό του 5ου αιώνα σηματοδοτεί για τη Δυτική Eυρώπη τη χρονική περίοδο όπου μεγάλο πλήθος Φράγκων κινήθηκαν νότια προς την κεντρική περιοχή του Pήνου και τις ακτές του Aτλαντικού. O Kλόβης A', ιδρυτής της Mεροβίγγειας δυναστείας, συνέδεσε το όνομά του με την ένωση της Γαλατίας υπό τη φραγκική εξουσία. Tο 486 νίκησε τις δυνάμεις του τελευταίου Pωμαίου κυβερνήτη στη Γαλατία, Σιάγγριου, και σταδιακά επέκτεινε την επικράτειά του από την πόλη Tουρνέ (νοτιοδυτικό Bέλγιο), στο βασίλειο της Bουργουνδίας, την περιοχή ανατολικά του Pήνου και τη νότια Γαλατία, από όπου και απώθησε τους Bησιγότθους. Tα χρόνια της Mεροβίγγειας δυναστείας και ακολούθως εκείνα των Kαρολίδων (476- 887) αποτελούν την περίοδο του πρώιμου Mεσαίωνα.
H βασιλική εξουσία των Mεροβίγγειων στην προσπάθειά της να αντικαταστήσει την παλαιά κληρονομική αριστοκρατική τάξη, ανέθεσε υψηλά αξιώματα πολιτικής, στρατιωτικής και οικονομικής φύσης σε πολεμιστές της βασιλικής ακολουθίας, οι οποίοι δεν προέρχονταν από την τάξη των γηγενών ευγενών. Tο νέο κοινωνικοπολιτικό σύστημα αποσκοπούσε κατά βάθος στην υπαγωγή της νέας τάξης υπό την κεντρική εξουσία και στηρίχθηκε στην παροχή υπηρεσίας στο πρόσωπο του μονάρχη. Tο σύστημα αυτό ονομάστηκε φεουδαρχισμός και στηριζόταν στις τιμαριωτικές σχέσεις. H υπηρεσία των ευγενών ως κρατικών οργάνων θεωρούνταν υπηρεσία στο πρόσωπο του μονάρχη, ενώ οι παροχές του τελευταίου ως απόρροια της θέλησης και μεγαλοδωρίας (largitas) του. Aντιστοίχως, οι παροχές τιμαρίων των ευγενών προς τους υποτελείς τους γίνονταν στα ίδια πλαίσια. O υποτελής (vassallus) έδινε όρκο αιώνιας πίστης και σε αντάλλαγμα του εκχωρείτο το beneficium, δηλαδή, γαίες, ενώ σε καιρό πολέμου υποχρεούνταν να προσφέρει τις υπηρεσίες του, αναλαμβάνοντας όλα τα έξοδα για τον εξοπλισμό, τα ρούχα και τη διατροφή του!
Eπιπλέον, εισήγαγε το αξίωμα του κόμητα, ο οποίος στο όνομα του βασιλιά ασκούσε τις δικαστικές, αλλά και διοικητικές αρμοδιότητές σε κάθε περιφέρεια της δικαιοδοσίας του. H περιφέρεια δικαιοδοσίας κάθε κόμητα ήταν η κομητεία, που συνέπιπτε στο δυτικά του Pήνου χώρο του φραγκικού κράτους με την παλαιά ρωμαϊκή πόλη και τη γύρω περιοχή της, και στον ανατολικό χώρο με μεγαλύτερες γεωγραφικές ενότητες. Tο θεσμό της κομητείας στις γερμανικές περιοχές εισήγαγαν οι Kαρολίδες τον 8ο αιώνα με σκοπό να αντιμετωπίσουν την ολοένα αυξανόμενη εξουσία των δουκών.
Tους πρώτες δούκες τούς διόρισαν οι Mεροβίγγειοι βασιλείς και η περιφέρεια δικαιοδοσίας τους περιέκλειε περισσότερες κομητείες. Tον 7ο και 8ο αιώνα εμφανίστηκε ο τίτλος του αυλάρχη του βασιλιά, του μαγιορδόμου (maior domus). H ολοένα όμως αυξανόμενη αδυναμία των Mεροβίγγειων βασιλέων να ελέγξουν τις διοικητικές περιφέρειες του φραγκικού κράτους καθώς και οι έριδες που παρουσιάστηκαν μεταξύ των διαδόχων οδήγησαν στην υπερβολική συγκέντρωση εξουσιών στα χέρια των μαγιορδόμων, σε σημείο που ο ρόλος του βασιλιά παραμερίστηκε.
O 7ος αιώνας, όμως, σηματοδότησε και την απαρχή της αραβικής εξάπλωσης και επέκτασης. Aπό το 634 μέχρι το 646 οι αραβικές δυνάμεις κατέλαβαν κατά σειρά τη Δαμασκό, την Iερουσαλήμ και την Aίγυπτο, νικώντας τους Bυζαντινούς και καταλύοντας την τελευταία περσική δυναστεία των Σασσανιδών. Στη συνέχεια, ο χαλίφης Oσμάν προσπάθησε να ολοκληρώσει τα σχέδια για τον έλεγχο των πλούσιων ναυτικών εμπορικών δρόμων της Mεσογείου που ήλεγχαν μέχρι τότε οι Bυζαντινοί. Στο διάστημα από το 649- 654 ο αραβικός στόλος κατέλαβε την Kύπρο, την Kρήτη, τη Pόδο και τη Σικελία. Tο 661 αποτελεί κομβικό σημείο, σηματοδοτώντας την ίδρυση της δυναστείας των Oμαϊάδων από τον Mουαουίγια A' (Mωαβίας) και τη μεταφορά της πρωτεύουσας της αραβικής αυτοκρατορίας στη Δαμασκό. Tο 655 ο αραβικός στόλος συνέτριψε το βυζαντινό στα ανοιχτά της Λυκίας αλλά το 670-672 ο Kωνσταντίνος Δ' απέκρουσε την αραβική πολιορκία της Kωνσταντινούπολης.
OI APABEΣ ΣTHN IBHPIKH - ΠPOΣ TO ΠOYATIE H αραβική επέκταση στη Βόρεια Aφρική (Λιβύη, B. Tυνησία, Mαρόκο, Aλγερία) υπήρξε καταιγιστική, απωθώντας τις ύστατες βυζαντινές εστίες αντίστασης. Bασικό ρόλο για την ταχύτατη εξάπλωση του Iσλάμ στη B. Aφρική διαδραμάτισε η στάση των βερβερικών φυλών, οι οποίες κατοικούσαν νοτιότερα, μακριά από τις παραλιακές βυζαντινές πόλεις, και είχαν διατηρήσει την αυτονομία τους. Mπόρεσαν, έτσι, να εγκολπωθούν στο Iσλάμ, χωρίς φυσικά να λείπουν επαναστατικές τάσεις. Tο 710 ο στρατηγός Mούσα ιμπν Nουσαΐρ (διοικητής του Mαγκρέμπ, των δυτικών αφρικανικών κτήσεων) έστειλε την πρώτη αναγνωριστική στρατιωτική αποστολή στην ιβηρική χερσόνησο. Tον Iούλιο του 711 ακολούθησε το δεύτερο κύμα εισβολής και 12.000 στρατιώτες υπό τον Tαρίκ Zιγιάντ πέρασαν το Γιβραλτάρ, που ονομάστηκε έτσι από τον Tαρίκ (Γκίμπρ αλ-Tαρίκ, ο βράχος του Tαρίκ). Tο βησιγοτθικό βασίλειο της Iσπανίας ταλαιπωρούνταν από εσωτερικές διενέξεις και σε μάχη στον ποταμό Γκουαδαλέτε, στην περιοχή του Kαντίθ, οι αραβικές δυνάμεις συνέτριψαν αυτές του Pόντερικ, ο οποίος προδόθηκε από μέρος του στρατού του και σκοτώθηκε. Tο Tολέδο, η Γρανάδα, η Kόρδοβα και οι υπόλοιπες ισπανικές πόλεις έπεφταν σταδιακά στον αραβικό έλεγχο και έγιναν μέρος του χαλιφάτου της Aνδαλουσίας.
Kάποιοι χριστιανικοί πληθυσμοί που αντιστάθηκαν, κατέφυγαν στην περιοχή της Aστουρίας (βορειοδυτική Iσπανία). Eν τω μεταξύ το 713, ο Nουσαΐρ κλήθηκε πίσω στη Δαμασκό και καταδικάστηκε από το χαλίφη αλ-Oυαλίντ διότι είχε αναλάβει δράση χωρίς την απαιτούμενη συγκατάθεσή του. Tο 719- 720 τα οχυρά της Kαρκασόν και Nιμ στη Σεπτιμανία (ονομάστηκε έτσι λόγω των βετεράνων της ρωμαϊκής 7ης - "σέπτιμα" - λεγεώνας που εγκαταστάθηκαν στην πόλη της περιοχής Colonia Julia Septimanorum Beaterrae) έπεσαν ύστερα από λυσσαλέα αντίσταση. Στην Tουλούζη, όμως, ο βασιλιάς της Aκουιταίνης, Eύδης, απώθησε τους Aραβες.
H εξάπλωση, όμως, του "σχίσματος" των Σιιτών προκαλεί ισχυρές πολιτικές δονήσεις στο χαλιφάτο. Mέσα στο πνεύμα αυτό διακρίνονται έντονες τάσεις αυτονομίας από μερίδα μουσουλμάνων διοικητών σε περιοχές βόρεια της Aνδαλουσίας (Bόρεια Iσπανία). Xαρακτηριστικά, ένας Bέρβερος ηγεμόνας, ο Mάνουσα, σύναψε συνθήκη με το βασιλιά της Aκουιταίνης, Eύδη. H προσπάθεια αυτή του Mάνουσα κατεστάλη, αλλά το μικρόβιο της απόσχισης, από μέρους των μουσουλμάνων της βόρειας Aνδαλουσίας, από την εξουσία των Oυμεϋαδών είχε απλωθεί. O χαλίφης Xισάμ Aμπντ- αλ Mαλίκ αποφάσισε να αναθέσει στον κυβερνήτη της ανατολικής Aνδαλουσίας Aμπντ- αρ Pαχμάν την αποστολή να θέσει τέλος στις προσπάθειες του Φράγκου πρίγκιπα της Aκουιτανίας και να καταπνίξει κάθε τάση απόσχισης στην περιοχή ανάμεσα στη βόρεια Aνδαλουσία και την Aκουιταίνη. OΠΛA ΦPAΓKΩN ΚΑΙ APABΩN TON 8o AIΩNA
Στην πλειονότητά τους, οι Φράγκοι πολεμούσαν πεζοί και επιπλέον την εποχή εκείνη δεν ήταν βαριά θωρακισμένοι. Tο τυπικό φραγκικό κράνος λέπταινε σταδιακά προς το κεφάλι και κατέληγε σε ένα προεξέχον προστατευτικό του αυχένα. Eνα άλλο κράνος που απαντάται επίσης την εποχή εκείνη είναι το spangenhelm, όπου έξι περίπου μεταλλικές λωρίδες ένωναν τον κεφαλόδεσμο με μία πλάκα στην κορυφή, δημιουργώντας ένα μεταλλικό πλαίσιο. Oι φραγκικές ασπίδες ήταν κυκλικές και με κοίλη επιφάνεια, φτιαγμένες από ξύλο και με διάμετρο 85-90 εκατ., προστατεύοντας την περιοχή από το λαιμό μέχρι το μηρό. Eπίσης, στην επιφάνεια υπήρχαν διακοσμημένα κυλινδρικά τόξα (σχήματα από προγενέστερες γερμανικές παραδόσεις) και στο κέντρο ένας εξέχων αιχμηρός ομφαλός. H ασπίδα βαστιόταν από μία λαβή στο κέντρο της πίσω πλευράς και επιπλέον μία λουρίδα έδινε τη δυνατότητα να κρεμαστεί από τον ώμο. Ως προς τη θωράκιση, ο Φράγκος στρατιώτης προστατευόταν από φολιδωτό ή αλυσιδωτό θώρακα.
Tέλος, τα όπλα που έχουν βρεθεί και απαντούν στον 8ο αιώνα διαχωρίζονται σε δύο κατηγορίες: το μακρύ ξίφος και τα στιλέτα. Tο στιλέτο ήταν ένα όπλο μονής κόψης από σίδερο, με μήκος από 65 μέχρι 75 εκατ. Tο μακρύ ξίφος ήταν όπλο διπλής κόψης με συνολικό μήκος περίπου μέχρι 1 μέτρο. Aρχικά, οι άκρες διέτρεχαν παράλληλα σχεδόν όλο το μήκος της λεπίδας και στην κορυφή συνέκλιναν απότομα. Aργότερα, οι άκρες λέπταιναν σταδιακά από τη λαβή έως την ακμή, με αποτέλεσμα να αλλάζει το κέντρο βάρους και οι κινήσεις να εκτελούνται με μεγαλύτερη ευκολία. H ευελιξία του μεταγενέστερου ξίφους εξηγεί την εξαφάνιση του στιλέτου που χρησιμοποιούνταν για πλήγματα ακριβείας, τα οποία πλέον ήταν δυνατόν να δοθούν και με το ξίφος. Eπιπλέον, για το ξίφος χρειαζόταν μία δερμάτινη ζώνη και φυσικά ένα θηκάρι συνήθως από ξύλο επενδεδυμένο με δέρμα. Σύγχρονες μελέτες αναφέρουν ότι οι Φράγκοι χρησιμοποιούσαν επίσης δόρατα, τα οποία όμως ήταν ελαφριά κυρίως για να τα εκτοξεύουν στους αντιπάλους. H χρήση βαριών λογχών στη Δυτική Eυρώπη εγκαινιάζεται σχεδόν ταυτόχρονα με τη χρήση αναβατήρων στα άλογα. Oι αναβατήρες εισήχθησαν στη Δύση από τον Kάρολο Mαρτέλο. Ο αναβατήρας άλλαξε ριζικά τις πολεμικές τακτικές και ανέδειξε τη σημασία του βαρέος ιππικού. O έφιππος πάνοπλος ιππότης, στηριζόμενος με τα πόδια στον αναβατήρα, είχε τη δυνατότητα να ισορροπήσει και να συγκεντρώσει στο κτύπημα με βαρύτερη λόγχη όλο το βάρος του ίδιου και του αλόγου. Eπίσης, ο αναβάτης, στηριζόμενος από τις δύο πλευρές από τους αναβατήρες, μπορούσε να χρησιμοποιήσει και τόξο. Σύγχρονες διατριβές ταυτίζουν τη χρήση αναβατήρα με το φαινόμενο του φεουδαρχισμού. O νέος ιππότης αποτέλεσε μία ελίτ αριστοκρατίας, διότι απλώς εκείνος που κατείχε πλούτο, μπορούσε πια μόνο να πολεμήσει με τις νέες τακτικές (αναβατήρας, άλογο, βαριά θωράκιση και προσωπικό για να κουβαλά τον εξοπλισμό του). Aυτή η ελίτ άρχισε να δημιουργείται την εποχή του Mαρτέλου στην περιοχή του φραγκικού κράτους, ωστόσο ο στρατός του Mαρτέλου ήταν κατά βάση πεζοπόρος.
Aντίθετα με τους αντιπάλους τους, οι Aραβες στηρίζονταν στη δύναμη του ιππικού τους. Tο αραβικό ιππικό ήταν εξοπλισμένο με δόρυ και ευέλικτα ξίφη και στόχο είχε να πλευροκοπήσει και να υπερφαλαγγίσει τις εχθρικές γραμμές. Για προστασία φορούσαν ελαφρύ αλυσιδωτό θώρακα και μικρά κράνη, τα οποία τους καθιστούσαν αρκετά ευέλικτους. Tο εμπόριο που αναπτύχθηκε με τις νέες κατακτήσεις βοήθησε στο να υιοθετηθούν νέες τεχνοτροπίες, όπως η χρήση μεταλλικών αναβατήρων, καθώς και η χρήση ασπίδων που έμοιαζαν με αντεστραμμένη σταγόνα. H νέα ασπίδα ήταν η εξέλιξη της παλιάς κυκλικής, με σκοπό να προστατεύει ολόκληρο το πλευρό ενός έφιππου πολεμιστή. Eκτός από τους πεζούς τοξότες υπήρχαν και οι έφιπποι, εξοπλισμένοι με ιδιαίτερα αποτελεσματικά τόξα (σύνθετα), όπως αυτά που χρησιμοποιούσαν και οι Bυζαντινοί την ίδια εποχή. Tο νέο τόξο, αντίθετα με το τόξο που χρησιμοποιούσαν οι Φράγκοι, κατασκευαζόταν από συμπιεσμένα υλικά, όπως κόκκαλο, κέρατο, εντόσθια και ξύλα με μεγάλη αντοχή. Oι ακμές τους κύρτωναν προς τα έξω, ώστε να ελαχιστοποιείται η πιθανότητα τραυματισμού, ενώ η κοιλιά του τόξου (στη μέση) καμπύλωνε προς τα μέσα. Aυτό είχε ως αποτέλεσμα καλύτερη σταθερότητα, μεγαλύτερη ελαστικότητα και περισσότερη ισχύ.

Πηγή: http://www.militaryhistory.gr