Σ’ αυτό τον ρυθμό ζωής, μ’ αυτόν τον καιρό, συμπληρώθηκαν
εβδομάδες. Ολόκληρο το πλήρωμα, ανεξαρτήτως βαθμού και ειδικότητος,
ομολογημένα ή ανομολόγητα, είχε φθάσει πνευματικά σ’ απόγνωση και
σωματικά σε κατάρρευση. Μόνον κάποιες δυνάμεις απόκρυφες τους κρατούσαν
όρθιους και στις θέσεις τους. Απορία ανεξήγητη, που φώλιαζαν;
Φαντάζομαι, στο ίδιο σημείο με τον πόθο για ζωή.
Πληροφορίες για τον καιρό, ευκαιριακά και μόνον έφταναν μέχρι τις τραπεζαρίες και το καπνιστήριο, κι αυτές απ΄ τους βαρδιάνους* της γέφυρας, κυρίως μετά τη σκάτζα* βάρδια. Δυστυχώς, ίδιοι άγγελοι κακού, τους επαναλάμβαναν πάλι και πάλι, πως σύμφωνα με τα ρεπόρτα* του καιρού και όσα κουβεντιάζονταν στη γέφυρα, δεν αναμένονταν βελτίωση.
Πληροφορίες για τον καιρό, ευκαιριακά και μόνον έφταναν μέχρι τις τραπεζαρίες και το καπνιστήριο, κι αυτές απ΄ τους βαρδιάνους* της γέφυρας, κυρίως μετά τη σκάτζα* βάρδια. Δυστυχώς, ίδιοι άγγελοι κακού, τους επαναλάμβαναν πάλι και πάλι, πως σύμφωνα με τα ρεπόρτα* του καιρού και όσα κουβεντιάζονταν στη γέφυρα, δεν αναμένονταν βελτίωση.
Κάποιων τ’ αυτιά, από ένα σημείο κι έπειτα, βαρέθηκαν να τους ακούν να λέν’ τα ίδια και τα ίδια. Οι προληπτικοί μάλιστα, κάνα δυό απ’ αυτούς, τους βάφτισαν γρουσούζηδες και οι πιο περίεργοι, φρόντισαν να βρίσκονται εις το εξής κάθε τόσο στη γέφυρα, με την δικαιολογία ότι πήγαιναν στον καπετάνιο και τους άλλους αξιωματικούς, ίσως και στον μαρκόνη*, κάποιο τσάι ή καφέ για να ζεσταθούν. Με λίγη τύχη, θ’ άκουαν από πρώτο χέρι κάτι περισσότερο για τον καιρό.
Κι αλήθεια, άκουσαν, που κάλιο να μην άκουαν. Αυτή τη φορά όμως όχι απ’ τον μαρκόνη και τους βαρδιάνους της γέφυρας, αλλά από τον μπάρμπα Ντίνο τον Γλυκή, τον λοστρόμο. Σε κουβέντα με τον καπετάνιο για τον καιρό πάνω στη γέφυρα, αφού ρωτήθηκε, τον άκουσαν ν’ απαντάει στεγνά και ολιγόλογα :
Φοβάμαι καπετάνιε, πως ακόμη δεν είδαμε τα χειρότερα.
Δεν είδαμε τα χειρότερα ακόμη Ντίνοοο; του απάντησε απρόσμενα μα κι ανήσυχα ο καπετάνιος.
Λυπάμαι που το λέω καπτά Μήτσο, αλλά όχι, γνώμη μου είναι, ότι δεν τα είδαμε.
Μα Ντίνο, το κύμα κοντεύει να περάσει σε ύψος τ’ άλμπουρα. Κι άλλο θα μεγαλώσει;
Δυστυχώς, κατά την όρεξη που δείχνει ότι έχει ο καιρός, θα τα ξεπεράσει σε ύψος και πολύ.
Σου έχει ξαναλάχει τέτοιο πράγμα Ντίνο; τον ερώτησε με ένδειξη ανησυχίας μα … κι ελπίδας συγχρόνως στη ματιά.
Μου έχει ξαναλάχει καπετάνιε.
Κούφια η ώρα όπου τό ‘λεγε. Ο λόγος του έγινε μοίρα* και η φύση, για τύχη τους κακιά, βάλθηκε να επιδείξει όλο το μεγαλείο της, στην άσχημή του τη μορφή. Λύσσαξε. Ο αέρας με στριγγλίσματα που έσπερναν πανικό ακόμα και σε ψύχραιμους ανθρώπους, γιουχάιζε ασταμάτητα τα κύματα για να θεριεύουν κι ακόμη πιο πολύ να θεριεύουν…
Αυτά, με ζηλευτή υπακοή, εφούσκωναν κι εγίνονταν υψηλότερα κι ακόμη πιο άγρια κι ακόμα υψηλότερα, μέχρι που το μπόι τους, ξεπέρασε τα κατάρτια του NORA κατά μέτρα πολλά. Ίδια μινιατούρα το καράβι μπροστά τους, τά ‘δινε όλα για να κρατηθεί στον αφρό.
Κάποιες φορές εξείχαν πάνω απ’ το νερό, μόνον τα κατάρτια του σαν περισκόπια υποβρυχίου και τ’ άνω καταστρώματα του πύργου της γέφυρας μαζί με την καμινάδα.
Παρ’ όλ’ αυτά, σε πείσμα τους, παρέμενε εκεί, ζωντανό στον αφρό, προστάτης και σωτήρας του πληρώματος, των παιδιών του.
Κατά τη λαϊκή όμως ρήση, από κάθε κακό, υπάρχει πάντα κάτι χειρότερο. Για κακιά τους τύχη, τους έμελλε να το γνωρίσουν και αυτό.
Εκείνο το κύμα το πικρό, το ένα κύμα, αυτό των θρύλων για θαλασσινούς, παρουσιάστηκε στην πλώρη τους. Το NORA, όσο κι αν ανδρειώθηκε, όσο κι αν σήκωσε τ’ ανάστημά για να το καβαλικέψει, παράμενε νάνος ταπεινός στις ρίζες του. Ανίκανο να κάνει κάτι διαφορετικό, υποτάχτηκε το φτωχό στη μοίρα του και άρχισε να μπαίνει στο κύμα, όπως θα έμπαινε ένα υποβρύχιο.
Τότε, ο κατά πάσα πιθανότητα δοκιμασμένος σε δύσκολες καταστάσεις Γερμανός Υποπλοίαρχος που βρίσκονταν στην γέφυρα, περιδεής μπροστά σ’ αυτήν την πέρα από κάθε φαντασία ανορθόδοξη κατάδυση, του λίμπερτι όμως τή τη φορά κι όχι του υποβρυχίου που υπηρέτησε, έχασε την αυτοκυριαρχία του και παραμερίζοντας κάθε κοινή ναυτική πρακτική ή λογική, έκαμε μία απολύτως εσφαλμένη από κάθε ναυτική άποψη κίνηση, μια κίνηση απόλυτου δέους και πανικού: Εγύρισε τον τηλέγραφο γέφυρας – μηχανής στο φούλ ανάποδα, για να βγει, άκουσον άκουσον, το καράβι απ’ το κύμα με όπισθεν, κάτω απ’ αυτές τις συνθήκες!
Ο κουδουνιστός ήχος του τηλέγραφου, εκείνη ακριβώς τη στιγμή, ακούστηκε μέσ’ τη γέφυρα, σαν προανάκρουσμα μεγάλου κακού, γιατί πίστεψαν ότι τους ειδοποιούσε η μηχανή, πως έπαθε ζημιά και κάνει «κρατει*». Στιγμές μεγάλες, στιγμές απερίγραπτες αυτές. Και μέσα σ’ αυτόν τον χαμό, η αμυδρή αχτίδα της ελπίδας. Το μάτι του καπετάνιου είδε στον τηλέγραφο την κίνηση απελπισίας του Υποπλοιάρχου.
Με μια βουτιά, άδραξε το χειριστήριο και τον επανέφερε στην προηγούμενη θέση του, πριν καν οι μηχανικοί αντιδράσουν, χωρίς κουβέντες ή σχόλια. Είχαν καιρό για τέτοια αργότερα, αν ζούσαν…
Το κύμα όμως, δε χασομέρησε. Μέσα σε ορυμαγδούς ίδιους καταρράχτη θεόρατου, άρχισε να σκεπάζει βιαστικά το καράβι από κάτω του….
Σύμφωνα με κάθε ναυτική εκτίμηση, η ζωή του καραβιού, θα έπρεπε να είχε τελειώσει εδώ. Ευτυχώς όμως και από παραξενιά της φύσης, κάποιοι από τους νόμους της δε πρέπει να λειτούργησαν και το καράβι έζησε. Πολλά παραμένουν τα γιατί. Να τα μάθομε όμως ας μη περιμένομε. Είχε ακόμη το καντήλι μας λάδι, ήταν η απλοϊκή εξήγηση του μπάρμπα Ντίνου, όταν τον ρώτησα. Μου έμεινε η κουβέντα αυτή, ίσως και ως δίδαγμα.
Μετά απ’ αυτό το συμβάν, ως διά μαγείας, η εμπιστοσύνη του πληρώματος στις αντοχές του καραβιού τους, σωστά ή λανθασμένα, αναβαθμίστηκε και το ενδιαφέρον τους μετατοπίστηκε, ελαφρά για την αλήθεια, στο πότε θα καλυτερέψει ο καιρός.
Θα ‘ρχόντανε κι αυτό, ατυχώς όμως, σε χρόνο που οι απόλυτοι αφεντάδες, ο καιρός εδώ, από μόνοι τους και ανερώτητα ορίζουν. Χρειάζονταν επομένως υπομονή, βαριά λέξη κάποιες φορές, ασήκωτη στην περίπτωσή μας. Μοναδική παρηγοριά τους η νέα πρόβλεψη ή καλλίτερα ο χρησμός που τους έδωσε ο μπάρμπα Ντίνος για τον καιρό: «Ά ωρές, κανένας καιρός δεν είναι περσινός »….
Πράγματι, φετινός ήταν ο καιρός και πέρασε. Τους έμελλε να φθάσουν στη Γιοκοχάμα. Μετά το δέσιμο του καραβιού στις σημαδούρες*, ο Πρώτος Μηχανικός, σημείωνε στο ρεπόρτο αφίξεως προς τον Καπετάνιο: «Υπόλοιπα καυσίμων μηδέν». Ας ήτανε καλά ευχήθηκαν κι δυό με την καρδιά τους, αυτός που είχε σχεδιάσει τον εφοδιασμό τους …στο Λος Άντζελες.
Αφού τελείωσαν με τις αρχές και τον πράκτορα, το καράβι γέμισε από εργάτες, μπομπότηδες*, κράχτες των μπάρ, προπομπούς συνεργείων…., έγινε μελίσσι πολύβουο. Σ’ όποιον διάδρομο, τραπεζαρία ή καπνιστήριο κι αν έμπαινες, έπεφτες πάνω σε Ιαπωνέζους, που κάτι προσπαθούσαν να πουλήσουν: ρούχα, παιγνίδια, σουβενίρ, ραδιόφωνα, είδη ανάγκης καθημερινής, υπηρεσίες, «πλοήγηση»… Απλόχερα μοίραζαν τις κάρτες τους ή χάριζαν σπιρτόκουτα των μπαρ που δούλευαν, συχνά με τις Ελληνικές σημαίες να φιγουράρουν επάνω τους. Πρόθυμοι δήλωναν οι πιο πολλοί να υποδεχθούν όποιους του πληρώματος ήθελαν το βράδυ στην λάτζα*, να τους βοηθήσουν να βρουν γραμματόσημα αν το ταχυδρομείο ήταν κλειστό, ν’ αγοράσουν πράγματα, να… τους συνοδεύσουν στο μπαρ για ένα ποτό, όπου θα τους σερβίριζαν κορίτσια όμορφα, πρόθυμα και καλόβολα, κάποια «φρεσκοφερμένα από χωριό, που μύριζαν ακόμη θυμάρι»…
Οι ναυτικοί, αναζωογονημένοι από την σιγουριά του λιμανιού, βρήκαν και πάλι την αυτοπεποίθησή τους, την αισιοδοξία τους, τη φωνή τους, το αστείο τους, την παραξενιά τους…, τον εαυτό τους και έχοντας αφήσει πίσω τα του ταξιδιού, εδιάβαζαν ή έγραφαν γράμματα, αγόραζαν πραγματάκια για το σπίτι τους, τον εαυτό τους, εμάζευαν πληροφορίες για το πως θα περάσουν στο λιμάνι καλλίτερα…
Κάποιος φωνακλάς που του άρεσαν τ’ αστεία και είχε ξαναβρεί το κέφι του, βάλθηκε να τους εξηγήσει στην ώρα του καφέ, γιατί ο Χριστός στο Ρίο ντε Τζανέιρο, έχει ανοιχτά τα χέρια του:
Μια φορά, τους είπε, κάτι χαρμάνηδες Έλληνες ναυτικοί σαν εσάς, ξεστρατισμένοι και ταλαιπωρημένοι από ατζαμήδες πλοηγούς, φτάσανε στα πόδια του Χριστού, πάνω στον λόφο που τον έχουν στήσει και ρωτήσανε τη χάρη Του:
Χριστούλη μου συμπάθιο, αλλά έχουμε ξεθεοθεί ψάχνοντας για ποδόγυρο. Πες Εσύ που τα ξέρεις όλα και σε μας τα ξενάκια σου, έχει κοπέλες στο Ρίο ή ψάχνομε άδικα;
Ούου, αμέεετρητες ευλογημένα μου, τους απάντησε πρόθυμα ο Χριστός και σήκωσε τα χέρια του ψηλά, για να υπογραμμίσει την πληθώρα κι από τότε δεν τα ξανακατέβασε.
Σημείωση
1. Απ’ όσο θυμάμαι, από τις διηγήσεις των ανθρώπων από τους οποίους άκουσα την ιστορία, κατά την διάρκεια του ταξιδιού που περιγράφομε, εκπέμφθηκαν πολλά σήματα κινδύνου από παραπλέοντα πλοία, πολλά από τα οποία τελικά
χάθηκαν, επίσης σε πολλά τελείωσαν τα καύσιμά εξ αιτίας των καθυστερήσεων
που τους προκάλεσε η παρατεταμένη κακοκαιρία και χρειάσθηκε να
ρυμουλκηθούν από ναυαγοσωστικά μέχρι το λιμάνι.
2. Το NORA έπαθε ζημιές από την κακοκαιρία, επισκευάσιμες όμως. Μάλλον έχασε και τις δύο σωσίβιες βάρκες του. Του τις άρπαξε η θάλασσα.
Γλωσσάρι
Περατζάαδα= πέρασμα από το ένα μέρος στο άλλο, διάπλους.
Λοστρόμος= ναύκληρος, ο επικεφαλής του προσωπικού καταστρώματος.
Λοξοδρομία= (ή πλεύση λοξοδρομική), η πλεύση κατά την οποία η καρίνα του πλοίου
τέμνει τους μεσημβρινούς της γης, με την ίδια γωνία. Συνδέει δύο σημεία,
όχι με τον συντομότερο δρόμο, αλλά και δεν υποχρεώνει το πλοίο να
ταξιδέψει σε μεγάλα πλάτη (όπως η ορθοδρομία), όπου υ π ο τ ί θ ε τ α ι
ότι οι κακοκαιρίες που θα συναντήσει σ’ αυτά (τα μεγάλα πλάτη) είναι
συγκριτικά περισσότερες.
Γερμανός= Μετά τον ΒΠ Πόλεμο, συναντούσες συχνά σε Ελληνικά καράβια Γερμανούς
αξιωματικούς καταστρώματος και μηχανής διότι με την λήξη του πολέμου, η
Γερμανία είχε πολύ μικρό εμπορικό στόλο και οι ναυτικοί της μπαρκάριζαν
όπου εύρισκαν.
Ύπαρχος= αξιωματικός γεφύρας (καταστρώματος), ο πρώτος στην ιεραρχία μετά τον
Πλοίαρχο.
Σκαμπανεβάζω= ανεβοκατεβαίνω.
Αποθάλασσο= ο κυματισμός που απομένει μετά την κατάπαυση του ανέμου. Συχνά
όμως είναι και προάγγελος επερχόμενης κακοκαιρίας.
Σπηλιάδες= ριπές ανέμου βίαιες.
Ξάρτια= σύρματα (κυρίως) που ξεκινούν περίπου από την κορυφή του καταρτιού και
καταλήγουν (συνήθως) στα πλευρά του πλοίου. Συντελούν στην ενίσχυση του
καταρτιού.
Ποδάρια= Σύρματα με τα οποία ανεβοκατεβαίνουν οι μπίγες που εξηγούμε αμέσως πιο
κάτω.
Μπίγες= (φορτωτήρες), μορφή γερανών πλοίου.
Μάσκα= εδώ, το μάγουλο της πλώρης του καραβιού.
S.O.S.= διεθνές σήμα κινδύνου. Από τις αγγλικές λέξεις: Save Our Souls= σώστε τις ψυχές
μας.
Ξενερίζω= βγαίνω έξω απ’ το νερό, στον αέρα, (όταν η προπέλα ξενερίζει, περιστρέφει
σαν ανεμιστήρας χωρίς να παράγει έργο).
Ακομοντέσιο= ο χώρος διαβίωσης του πληρώματος.
Διπλοβάρδια= βάρδια με διπλάσιο από το συνηθισμένο προσωπικό.
Μποτσάρω= δένω κάτι για να το ασφαλίσω, ώστε να μη χαλάσει το ίδιο, ή να μη
προκαλέσει ζημιές αλλού, σε τυχόν μετακίνησή του.
Ντεημάνης= (ή και νταημάνης), ο άνθρωπος που δουλεύει μόνον την ημέρα, συνεπώς
δεν κάνει βάρδια (από το dayman).
Σκαντζάρω= αλλάζω, ή αντικαθιστώ κάποιον σε βάρδια, (συχνά και καλώ κάποιον σε
βάρδια).
Μποτζαρισιά= εγκάρσια κλίση του πλοίου.
Ανεμόβροχο= εδώ, το θαλασσινό νερό που συμπαρασύρει ο άνεμος, μετά το ξέσπασμα
του κύματος πάνω στο πλοίο και το οποίο γαζώνει σαν πολυβόλο τις
υπερκατασκευές του καραβιού.
Άλντις= εύχρηστος προβολέας σημάτων μορς.
Βαρδιάνος= αυτός που κάνει βάρδια.
Ρεπόρτο= εδώ, το δελτίο καιρού που παίρνει ο ασυρματιστής.
Μαρκόνης= ο ασυρματιστής του πλοίου (από τον εφευρέτη του ασυρμάτου Ιταλό
Μαρκόνι).
Μοίρα= εδώ, το πεπρωμένο.
Κράτει= εντολή να σταματήσεις, (κάνω κράτει= σταματώ).
Σημαδούρες= για πολλά χρόνια μετά τον ΒΠΠ, οι διαθέσιμες προβλήτες στα λιμάνια της
Ιαπωνίας ήταν λίγες και χρησιμοποιούνταν κυρίως από πλοία που
μετέφεραν εμπορεύματα (γενικό φορτίο). Τα υπόλοιπα πλοία (τα
περισσότερα) έδεναν εμπρός πίσω, σε καλοτοποθετημένες σημαδούρες
μέσα στο λιμάνι και εκφόρτωναν (κυρίως) εκεί, με τα δικά τους μέσα, σε
μαούνες.
Μπομπότηδες= ονομασία με την οποία αποκαλούν οι Έλληνες ναυτικοί στους
μικροπωλητές που ανεβαίνουν στα πλοία, στα διάφορα λιμάνια.
Λάτζα= η βάρκα που εξυπηρετεί – συνδέει τα πλοία που ευρίσκονται μακριά από την
στεριά, με το λιμάνι. Συχνά με την ίδια λέξη υπονοούμε και τον χώρο που
αράζουν οι βάρκες (οι λάτζες).
ΝΑΥΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΟΥ ΚΑΠΤΑ ΣΤΑΥΡΟΥ ΔΑΓΛΑ