Life for Life
"Το θαύμα δεν είναι πουθενά
παρά κυκλοφορεί μέσα
στις φλέβες του ανθρώπου!!!"


"Στης σκέψης τα γυρίσματα μ’ έκανε να σταθώ
ιδέα περιπλάνησης σε όμορφο βουνό.
Έτσι μια μέρα το ’φερε κι εμέ να γυροφέρει
τ’ άτι το γοργοκίνητο στου Γοργογυριού τα μέρη !!!"


ΣΤΗΝ ΑΥΛΗ ΜΑΣ
Εμείς στο χωριό μας έχουμε ακόμα αυλές. Εκεί μαζευόμαστε, αμπελοφιλοσοφούμε,
καλαμπουρίζουμε, ψιλοτσακωνόμαστε μέχρι τις... πρώτες πρωινές ώρες! Κοπιάστε ν' αράξουμε!!!
-Aναζητείστε το"Ποίημα για το Γοργογύρι " στο τέλος της σελίδας.

14.3.17

Εθνική Πινακοθήκη Λονδίνου

Η Εθνική Πινακοθήκη του Λονδίνου (National Gallery) ιδρύθηκε το 1824 και στεγάζει σήμερα μια από τις πλουσιότερες συλλογές πινάκων σε παγκόσμιο επίπεδο. Οι 2.300 πίνακες που διαθέτει καλύπτουν την περίοδο από τα μέσα του 13ου αιώνα έως το 1900.[1] Βρίσκεται στην Πλατεία Τραφάλγκαρ στο Λονδίνο. Τα έργα που διαθέτει θεωρείται ότι ανήκουν στο Βρετανικό λαό και γι' αυτό η είσοδος στην Πινακοθήκη είναι δωρεάν (αυτό δεν ισχύει για τις ειδικές περιστασιακές εκθέσεις που διοργανώνει). 
Σύντομη ιστορία
Το 1824 το Βρετανικό Κοινοβούλιο ενέκρινε τη δαπάνη 57.000 λιρών για την αγορά της ιδιωτικής 
συλλογής των πινάκων του τραπεζίτη Τζον Τζούλιους Ανγκερστάιν (John Julius Angerstein). Η συλλογή περιελάμβανε 38 πίνακες, οι οποίοι θα αποτελούσαν τον πυρήνα μιας νέας εθνικής συλλογής, η οποία θα χρησίμευε ως όργανο μόρφωσης και απόλαυσης για όλους τους πολίτες. Η συλλογή επρόκειτο να εκτεθεί στην οικία του Ανγκερστάιν (στον αρ. 100 της Παλ Μαλ) μέχρι να βρεθεί κατάλληλο κτίριο για τη στέγασή της. Σε σύγκριση όμως με εθνικές πινακοθήκες άλλων χωρών, η έκταση της οικίας κρίθηκε ανεπαρκής και προκάλεσε τα ειρωνικά και επικριτικά σχόλια του τύπου.[2] Επιπλέον, καθώς η συλλογή αυξανόταν μέσω νέων αποκτημάτων, ο χώρος ήταν ανεπαρκής για την έκθεση των πινάκων. Έτσι το 1831 αποφασίστηκε, ύστερα από πολλές συζητήσεις, η κατασκευή κτιρίου στην πλατεία Τραφάλγκαρ, ένα σημείο της πόλης προσβάσιμο από όλους, στη θέση των παλαιών Βασιλικών Στάβλων (King's Mews). Το νέο κτίριο, κατασκευασμένο από τον αρχιτέκτονα Ουίλιαμ Ουίλκινς (William Wilkins) άνοιξε τις πύλες του το 1838. Για την κατασκευή ο Ουίλκινς χρησιμοποίησε οκτώ κολώνες προερχόμενες από το παρακείμενο Carlton House που κατεδαφίστηκε το 1826.
Αρχικά το κτίριο της Πινακοθήκης στέγαζε και τη Βασιλική Ακαδημία Τεχνών (Royal Academy of Arts), η οποία μετακινήθηκε σε δικό της κτίριο το 1869. Το ίδιο έτος όμως τέθηκε θέμα περί καταλληλότητας του κτιρίου και ανατέθηκε στον αρχιτέκτονα E.M. Barry η μελέτη κατασκευής νέου κτιρίου. Τελικά αποφασίστηκε το κτίριο να παραμείνει αλλά να κατασκευαστεί επέκταση με νέα πτέρυγα, η οποία ολοκληρώθηκε το 1876 με την προσθήκη επτά νέων αιθουσών και του σημερινού θόλου. Νέα επέκταση έγινε το 1907 με την κατεδάφιση των παραπηγμάτων στην πίσω αυλή του κτιρίου και την ανέγερση πέντε νέων αιθουσών.
Το 1985 ο Λόρδος Σένσμπουρι (Lord Sainsbury of Preston Candover) πρότεινε να χρηματοδοτήσει, μαζί με τους αδελφούς του, την ανέγερση νέας πτέρυγας, η οποία κατασκευάστηκε πλάι στο ήδη υπάρχον κτίσμα, έλαβε το όνομα "πτέρυγα Σένσμπουρι" και παραδόθηκε το 1991.
Σήμερα η Εθνική Πινακοθήκη του Λονδίνου διαθέτει αίθουσες συνολικού εμβαδού 46.396 τετ. μ.[2]
Β' Παγκόσμιος ΠόλεμοςΠολύ πριν ξεκινήσουν οι τρομοκρατικοί βομβαρδισμοί του Λονδίνου από τη Λουφτβάφε οι Βρετανοί, φοβούμενοι μέχρι και γερμανική απόβαση στα νησιά τους, άρχισαν να εξετάζουν το μέλλον της Πινακοθήκης. Ο τότε διευθυντής της Κένεθ Κλαρκ (Kenneth Clark) έκανε σαφές ότι τα αριστουργήματα που περιλαμβάνονταν στη συλλογή δεν ήταν ασφαλή και έπρεπε να απομακρυνθούν από το κτίριο. Όταν η προοπτική πολέμου με τη Ναζιστική Γερμανία έγινε πλέον σαφής οι 50 πρώτοι πίνακες απομακρύνθηκαν από την πινακοθήκη και μεταφέρθηκαν στο Μπανγκόρ της Ουαλίας (30 Σεπτεμβρίου 1938). Μετά τη Συμφωνία του Μονάχου, οι πίνακες επανήλθαν σχεδόν αυθημερόν. Ένα σχεδόν έτος αργότερα το ενδεχόμενο εκκένωσης της Πινακοθήκης έγινε εκ νέου πραγματικότητα: Δέκα ημέρες πριν την κήρυξη πολέμου μεταξύ Βρετανίας - Γερμανίας, όλοι οι πίνακες απομακρύνθηκαν από το κτίριο και μεταφέρθηκαν:
  • Στο Πανεπιστήμιο της Βόρειας Ουαλίας στο Μπανγκόρ
  • Στην Εθνική Βιβλιοθήκη της Ουαλίας στο Αμπερίστουϊδ (Aberystwyth)
  • Στο κάστρο Κάρναρβον (Caernarvon Castle)
  • Στο κάστρο Πένρυν (Penrhyn Castle)
  • Στο Τραουσγκουθ (Trawsgoed) (Ουαλία)[3]
Οι θέσεις αυτές θεωρήθηκαν προσωρινές και ακολούθησαν συσκέψεις σχετικά με το πού έπρεπε να φυλαχθούν τα πολύτιμα έργα τέχνης. Υπήρξε ακόμη και σκέψη μεταφοράς τους στον Καναδά, ιδέα που απορρίφθηκε. Τελικά επιλέχθηκε το εγκαταλελειμμένο ορυχείο "Manod" στην περιοχή του Φεστίνιοχ (Ffestiniog), στις στοές του οποίου αποθηκεύτηκαν, καλά συσκευασμένοι, όλοι οι πίνακες.[1].
Όπως απέδειξαν τα γεγονότα, η κίνηση εκκένωσης της πινακοθήκης ήταν σωστή: Στις 12 Οκτωβρίου 1940 μια ισχυρή βόμβα ρίφθηκε στο κτίριο, με αποτέλεσμα την ολική καταστροφή της αίθουσας 10, ακριβώς αυτή στην οποία στεγάζονταν τα έργα του Ραφαήλ. Κατά τη διάρκεια συναυλίας στο κτίριο εξερράγη δεύτερη, μικρότερη βόμβα, η οποία είχε ριφθεί σε προηγούμενη επίθεση, αλλά δεν είχε εκραγεί.[3] Το κτίριο συνέχισε να χρησιμοποιείται, κύρια ως συναυλιακός χώρος και χώρος διαλέξεων, καθ' όλη τη διάρκεια του Πολέμου. Με τη λήξη του διαπιστώθηκε ότι ούτε ένας από τους υαλοπίνακες της οροφής δεν είχε απομείνει ανέπαφος και πέρασαν αρκετά χρόνια μέχρι την πλήρη αποκατάστασή του.
Από το 1942 και καθώς οι βομβαρδισμοί του Λονδίνου είχαν αραιώσει σημαντικά, ορισμένα έργα άρχισαν να μεταφέρονται για προσωρινή έκθεση και πάλι στο κτίριο. Κάθε βράδυ τα αποσπούσαν από το χώρο έκθεσης και τα μετέφεραν στον υπόγειο θωρακισμένο χώρο για πλήρη ασφάλεια. Στις 17 Μαΐου 1945 άρχισαν να μεταφέρονται σταδιακά τα έργα τέχνης στο κτίριο, του οποίου οι ζημίες αποκαταστάθηκαν επίσης σταδιακά.
Πηγή: Βικιπαίδεια
Ανιχνευτής ο Επικούρειος Πέπος

MOYΣΕΙΟ ΟΥΦΙΤΣΙ ΦΛΟΡΕΝΤΙΑ

Το Ουφίτσι (Uffizi) είναι ανάκτορο της Φλωρεντίας που στεγάζει ένα από τα παλαιότερα μουσεία - πινακοθήκες στον κόσμο, την Galleria degli Uffizi. Τα έργα που εκτίθενται στο μουσείο καλύπτουν χρονικά την περίοδο από τον 13ο μέχρι τον 18ο αιώνα και συνθέτουν μία από τις σημαντικότερες συλλογές αναγεννησιακής τέχνης. 
Ιστορία
Η κατασκευή του παλατιού Ουφίτσι ξεκίνησε το 1560 από τον Τζόρτζιο Βαζάρι κατόπιν παραγγελίας του δούκα της Τοσκάνης Κόζιμο Α' των Μεδίκων και ολοκληρώθηκε το 1581. Μέρος των θησαυρών της οικογενείας των Μεδίκων είχε διασκορπιστεί κατά τη διάρκεια της εξορίας της και ανακτήθηκε εν μέρει από τον Κόζιμο Α΄ κατά την περίοδο της ηγεμονίας του (1532-74). Αρχικά, το παλάτι είχε ως στόχο να στεγάσει γραφεία (uffizi). Μετά το θάνατο του Βαζάρι και του Κόζιμο το 1574, την ολοκλήρωση του έργου ανέλαβε ο αρχιτέκτονας Μπερνάρντο Μπουονταλέντι κάτω από την επίβλεψη του δούκα Φραντσέσκο Α΄ των Μεδίκων, ο οποίος αποφάσισε το 1581 να μεταφέρει τη συλλογή του έργων τέχνης και πολύτιμων αντικειμένων από το studiolo (σπουδαστήριο) που είχε φτιάξει στο Παλάτσο Βέκιο, σε έναν ειδικά διαμορφωμένο χώρο του Ουφίτσι, τη λεγόμενη Tribuna. Τα επόμενα χρόνια, η συλλογή του Ουφίτσι εμπλουτίστηκε σημαντικά. Το 1677, ο Κόζιμο Γ΄ μετέφερε επίσης ένα τμήμα της συλλογής αρχαίων αγαλμάτων των Μεδίκων από τη Ρώμη στο Ουφίτσι. Μετά τη διαδοχή της δυναστείας των Μεδίκων από αυτή των Αψβούργων, κατά την ηγεμονία του Πέτρου Λεοπόλδου (1765-1790), ξεκίνησε μία σημαντική προσπάθεια ανασυγκρότησης των συλλογών της πινακοθήκης και η ταξινόμηση των έργων ανάλογα με την καλλιτεχνική σχολή που εκπροσωπούσαν. Στο έργο αυτό είχε συμβολή ο ιστορικός τέχνης αββάς Λουίτζι Λάντσι.
Η Τριμπούνα (Tribuna) του Ουφίτσι
Η Tribuna του Uffizi είναι ένα οκταγωνικό δωμάτιο[1] και είναι το παλαιότερο τμήμα της γκαλερί στην Φλωρεντία. Σχεδιάστηκε το 1584 από τον Bernardo Buontalenti για τον Φραντσέσκο Α΄ των Μεδίκων, με σκοπό να φιλοξενήσει τις αρχαιολογικές συλλογές και το περιεχόμενο του Σπουδαστηρίου του Παλάτσο Βέκιο (Palazzo Vecchio). Αργότερα όλα τα πολύτιμα εκθέματα από τις συλλογές των Μεδίκων μεταφέρθηκαν εκεί. Θεωρείται, σαν ο πρώτος χώρος στην ιστορία που πληρούσε τα πρότυπα μουσείου με αποτέλεσμα να λειτουργήσει σαν οδηγός για τα σύγχρονα κέντρα τέχνης των διαφόρων ιδρυμάτων. Ο περίπλοκος διάκοσμος της οκταγωνικής αίθουσας αντικατοπτρίζει μια αλληγορία του σύμπαντος, εκθέτοντας σε καίριες θέσεις τα τέσσερα στοιχεία: αέρας, γη, νερό, φωτιά:
  • Ο ανεμοδείκτης στον φεγγίτη στην οροφή της αίθουσας αναφέρεται στον αέρα.
  • Ο θόλος που είναι καλυμμένος με κοχύλια και φίλντισι αναφέρεται στον ουράνιο θόλο και κατ’ επέκταση στο νερό.
  • Η κόκκινες ταπισερί που καλύπτουν τους τοίχους αναφέρονται στη φωτιά.
  • Το δάπεδο που είναι από πέτρα και μάρμαρο αναφέρεται στη γη.
Και όλα αυτά τα στοιχεία υποτάσσονται στην γνώση του ανθρώπινου όντος, το οποίο με την δεξιοτεχνία του τα μετατρέπει σε πολύτιμα αντικείμενα τέχνης. Στο κέντρο του δωματίου ήταν ένας οκταγωνικός ναΐσκος διακοσμημένος με πολύτιμους λίθους και χρυσό ενώ στους τοίχους ήταν τοποθετημένοι οι καλύτεροι ζωγραφικοί πίνακες της εποχής. Τα γλυπτά της αρχαιότητας είχαν την δική τους θέση στο χώρο καθώς υπήρχαν θήκες και ράφια για να εκτίθενται αρχαία κοσμήματα, πολύτιμοι λίθοι και καμέες.
Η Πινακοθήκη 
Toν Ιούλιο του 1737 πεθαίνει ο Τζαν Γκαστόνε των Μεδίκων ( Gian Gastone de' Medici), τελευταίος στη σειρά της διαδοχής στη δυναστεία των Μεδίκων. Μένει μόνη κληρονόμος η αδελφή του Άννα Μαρία Λουΐζα (Λουδοβίκα)των Μεδίκων (Anna Maria Luisa ( Ludovica ) de 'Medici ). Τότε, όλα τα υπάρχοντα των Μεδίκων, συμπεριλαμβανομένων κτηρίων, χρημάτων, κοσμημάτων και συλλογών έργων τέχνης αλλά και εδαφών του πρώην Δουκάτου του Ουρμπίνο, περιέρχονται στην Άννα Μαρία Λουδοβίκα (Πριγκίπισσα του Παλατινάτου) . Η ιδία, ήταν λάτρης της τέχνης και βλέποντας την κατάσταση των άλλων Βασιλικών Οίκων, οι οποίοι έχουν ξεπουλήσει κυριολεκτικά όλους τους καλλιτεχνικούς και τους πολιτιστικούς θησαυρούς τους, δείχνει διορατικότητα και με μια αξιοσημείωτη πράξη της υπογράφει το γνωστό οικογενειακό σύμφωνο Patto di Famiglia σε συνεργασία με την Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία και τον Φραγκίσκο της Λωρραίνης. Σύμφωνα με αυτό υπάρχει απαράβατος όρος ότι όλη η προσωπική περιουσία των Μεδίκων, που παραχωρήθηκε από την ιδία στην δυναστεία της Λορένης δεν θα μεταφερθεί ποτέ έξω από τη Φλωρεντία[2]. Έτσι ξεκινά η ιστορία της Πινακοθήκης Ουφίτσι[3] η οποία έγινε δημοσίως προσβάσιμη το 1769, αν και ήταν ανοιχτή για το κοινό, κατόπιν αίτησης, ήδη από το 16ο αιώνα. Μετά την ένωση της Ιταλίας το 1861, γλυπτά και άλλα έργα τέχνης μεταφέρθηκαν από το Ουφίτσι σε άλλα μουσεία της πόλης, με αποτέλεσμα να περιοριστεί η συλλογή της κυρίως σε έργα ζωγραφικής. Το 1993, ορισμένες αίθουσες της πινακοθήκης υπέστησαν φθορά από έκρηξη βόμβας και ειδικότερα η αίθουσα Νιόβη.
Πηγή: Βικιπαίδεια
Ανιχνευτής ο Poof.

ΜΟΥΣΕΙΟ ΤΟΥ ΠΡΑΔΟ

Το Μουσείο του Πράδο (ισπ. Museo del Prado) είναι ένα περίφημο μουσείο τέχνης που βρίσκεται στη Μαδρίτη. Κατέχει μια από τις σπουδαιότερες συλλογές τέχνης του κόσμου, και συγκεκριμένα ένα μεγάλο πλήθος πινάκων από τον 14ο ως τις αρχές του 19ου αιώνα.
ΙστορίαΣτεγάζεται σε κτήριο που κατασκευάστηκε από τον Κάρολο Γ', στα πλαίσια του κατασκευαστικού του έργου που είχε σκοπό να αναδείξει τη Μαδρίτη. Η λέξη «prado», που στα ισπανικά σημαίνει «λιβάδι» χαρακτήρισε ολόκληρη την περιοχή του Μουσείου. Το κτήριο αυτό χρησιμοποιήθηκε και από τον Ναπολέοντα για τις ανάγκες του ιππικού και του πυροβολικού του.
Ιδρύθηκε ως Μουσείο ζωγραφικής και γλυπτικής. Μετά την εκθρόνιση της Ισαβέλλας Β΄ το 1868, το Μουσείο εθνικοποιήθηκε και απέκτησε το σημερινό του όνομα. Στέγασε αρχικά τη βασιλική συλλογή τέχνης, αλλά γρήγορα αποδείχτηκε μικρό, οπότε και επεκτάθηκε το 1918. Κατά τη διάρκεια του Ισπανικού Εμφυλίου Πολέμου, κατόπιν σύστασης της Κοινωνίας των Εθνών, 353 πίνακες μαζί με άλλα έργα τέχνης στάλθηκαν στη Βαλένθια. Αργότερα κατέληξαν στη Γενεύη, από όπου επέστρεψαν στο Μουσείο με νυχτερινά τρένα μέσω γαλλικού εδάφους, μόλις ξέσπασε ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος.
Εκθέματα Αν και ιδρύθηκε ως Μουσείο ζωγραφικής και γλυπτικής, το Πράδο περιλαμβάνει σήμερα και πάνω από 5.000 σχέδια, 1.000 νομίσματα και μετάλλια, καθώς και περίπου 2.000 διακοσμητικά αντικείμενα. Τα γλυπτά του υπολογίζονται γύρω στα 700 και οι πίνακες ζωγραφικής, στους οποίος χρωστάει και τη διεθνή του αίγλη, γύρω στους 8.600. Πρόκειται για έργα των Βελάθκεθ, Γκόγια, Ελ Γκρέκο, Καραβάτζιο, Ρέμπραντ, κ.ά. Στο Μουσείο εκτίθενται περίπου το ένα τρίτο των πινάκων που κατέχει, έτσι λοιπόν τα εκθέματα εναλλάσσονται.
Το πιο γνωστό έργο που εκτίθεται στο Μουσείο είναι το «Las Meninas» του Βελάθκεθ. Ο Βελάθκεθ όχι μόνο παραχώρησε στο Μουσείο τα εκπληκτικά του έργα, αλλά δραστηριοποιήθηκε ενεργά στο να συγκεντρώσει στο Μουσείο έργα ιταλών καλλιτεχνών. Η περίφημη «Γκουέρνικα» του Πάμπλο Πικάσο εκτέθηκε στο Πράδο μετά την αποκατάσταση της Δημοκρατίας και την επιστροφή της στη χώρα, αλλά αργότερα μεταφέρθηκε στο Μουσείο Τέχνης Βασίλισσα Σοφία, όπου διαμορφώθηκε ο κατάλληλος χώρος για να εκτεθεί ένας τόσο τεράστιος πίνακας.
Σημαντικό τμήμα των πινάκων του Μουσείου ανήκουν στη χρονική περίοδο από το 15 έως το 17ο αιώνα μ.Χ., μια περίοδο που ονομάζεται «η Χρυσή περίοδος της Ισπανίας».
Συνδυάζοντας τις επισκέψεις στο Μουσείο του Πράδο με αυτές στο γειτονικό Μουσείο Thyssen-Bornemisza και στο Εθνικό Μουσείο «Κέντρο Τέχνης Βασίλισσα Σοφία», ο επισκέπτης αποκτά μια σφαιρική αντίληψη της δυτικοευρωπαϊκής τέχνης μέχρι τις μέρες μας, εφάμιλλη με αυτήν που προσφέρουν τα άλλα μεγάλα μουσεία του κόσμου.