Το Εθνικό Μουσείο Καποντιμόντε (ιταλικά: Museo Nazionale di Capodimonte) στεγάζεται στο ομώνυμο ανάκτορο στη Νάπολη. Περιλαμβάνει συλλογές αρχαίας τέχνης, σύγχρονης τέχνης και ένα τμήμα ιστορίας.
Επίσημα εγκαινιάστηκε το 1957, αν και οι αίθουσες του ανακτόρου στέγαζαν αντικείμενα τέχνης από το 1758. Εκτίθενται κυρίως πίνακες ζωγραφικής, κατανεμημένοι στις δύο μεγάλες συλλογές του, στη Συλλογή Φαρνέζε, στην οποία περιλαμβάνονται έργα από μεγάλα ονόματα της ιταλικής αλλά και της παγκόσμιας ζωγραφικής, όπως Ραφαήλ, Τιτσιάνο, Παρμιτζανίνο, Πίτερ Μπρίγκελ του πρεσβυτέρου, Ελ Γκρέκο, Λουντοβίκο Καρράτσι, Γκουίντο Ρένι) και στη Συλλογή της Νάπολης, η οποία περιλαμβάνει έργα που έχουν συλλεγεί από εκκλησίες της πόλης και της γύρω περιοχής, που μεταφέρθηκαν στο Μουσείο υπό τον φόβο καταστροφής τους. Εδώ υπάρχουν έργα των Σιμόνε Μαρτίνι, Κολαντόνιο, Καραβάτζιο, Χοσέ Ριμπέρα, Λούκα Τζιορντάνο, Φραντσέσκο Σολιμένα. Σημαντική είναι, επίσης, η συλλογή μοντέρνας τέχνης του Μουσείου, η οποία περιλαμβάνει και τον Βεζούβιο του Άντι Γουόρχολ.
Ιστορία 18ος αιώνας
Ο μετέπειτα Κάρολος Γ΄ της Ισπανίας έγινε βασιλιάς της Νεάπολης και της Σικελίας το 1734. Έθεσε το ερώτημα αν υπήρχε κατάλληλος χώρος για τη στέγαση των έργων τέχνης που είχε κληρονομήσει από τη μητέρα του, Ελιζαμπέττα Φαρνέζε,[3] τμήμα της οικογενειακής συλλογής που είχε εκκινήσει από τον Πάπα Παύλο Γ΄ (Αλεσσάντρο Φαρνέζε) τον 16ο αιώνα και συνεχίστηκε από τους κληρονόμους του.[4] Διαμοιρασμένα μεταξύ Ρώμης και Πάρμας, μερικά έργα τέχνης, ιδιαίτερα όσων η αξία υπερέβαινε το κόστος μεταφοράς, μεταφέρθηκαν στο Βασιλικό ανάκτορο της Νάπολης (μεταξύ αυτών και πίνακες των Ραφαήλ, Αννιμπάλε Καρράτσι, Κορρέτζο, Τιτσιάνο και Παρμιτζανίνο),[5] αλλά εκεί έλειπε μια αίθουσα εκθέσεων. Προϊόντος του χρόνου, η υπόλοιπη συλλογή μεταφέρθηκε και φυλάχτηκε στις αποθήκες, γεγονός που απειλούσε την ακεραιότητά της, ακόμη και από τα στοιχεία της φύσης, λόγω της μικρής απόστασης από τη θάλασσα.[6] Το 1738 ο βασιλιάς ξεκίνησε την κατασκευή ενός κτιρίου στον λόφο του Καποντιμόντε, ώστε να το χρησιμοποιήσει ως μουσείο,[7] ενώ παράλληλα κάλεσε μια ομάδα ειδικών για να διαμορφώσει το εσωτερικό, ώστε να δεχτεί τη συλλογή: Το σχέδιο προέβλεπε ότι τα έργα θα στεγάζονταν σε δωμάτια που έβλεπαν προς τον νότο, προς τη θάλασσα.[8] Ενώ η κατασκευή δεν είχε ακόμη ολοκληρωθεί, οι πρώτοι πίνακες άρχισαν να τοποθετούνται το 1758 σε δώδεκα δωμάτια, διαχωρισμένοι κατά καλλιτέχνη και κατά σχολή ζωγραφικής. Σήμερα δεν είναι γνωστό ποιοι πίνακες είχαν τοποθετηθεί πού, γιατί οι επετηρίδες της εποχής καταστράφηκαν κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Επόμενο στάδιο ήταν ο εξοπλισμός του Μουσείου, που άρχισε ήδη από το 1755 υπό τη διεύθυνση του ζωγράφου Τζουζέππε Μπονίτο (Giuseppe Bonito) από το Καστελλαμάρε ντι Σταμπία (Castellammare di Stabia), κοντά στη Νάπολη.[9]
Το 1759 μεταφέρθηκε και το υπόλοιπο της συλλογής: Τα προπαρασκευαστικά σχέδια για τις τοιχογραφίες της Cappella Paolina (παρεκκλήσιο των Αγίων Πέτρου και Παύλου στο Αποστολικό Ανάκτορο του Βατικανού), που είχε δημιουργήσει ο Μιχαήλ Άγγελος και τα αντίστοιχα για την αίθουσα του Ηλιοδώρου, δημιουργίες του Ραφαήλ,[10] πίνακες των Τζόρτζιο Βαζάρι, Αντρέα Μαντένια και Μαζολίνο ντα Πανικάλε.
Μεταξύ των επισκεπτών εκείνης της εποχής συγκαταλέγονται οι Ζαν Ονορέ Φραγκονάρ, ο Μαρκήσιος ντε Σαντ, ο Τζόζεφ Ράιτ, ο Αντόνιο Κανόβα, ο Γιόχαν Βόλφγκανγκ Γκαίτε, και ο Γιόχαν Γιοάχιμ Βίνκελμαν.[11] Κατά τα τέλη της δεκαετίας του 1770, ύστερα από τη μεταφορά και των άλλων τμημάτων της Συλλογής Φαρνέζε, το Μουσείο έφτασε να καταλαμβάνει εικοσιτέσσερις αίθουσες: Έγινε, εν τω μεταξύ, προμήθεια και νέων πινάκων, των πρώτων των ζωγράφων του ιταλικού νότου, όπως των Πολίντορο ντα Καραβάτζιο, Τσέζαρε ντα Σέστο, Χοσέ Ριμπέρα, Λούκα Τζιορντάνο εκτός των ήδη υπαρχόντων πινάκων των Αντόν Ράφαελ Μενγκς, Αντζέλικα Κάουφμαν, Ελιζαμπέτ Βιζέ-λε Μπρεν και Φραντσέσκο Λιάνι, ενώ το 1783 το Μουσείο αγόρασε τη συλλογή του κόμητος Καρλ Γιόζεφ φον Φίρμιαν, που περιείχε περίπου 20.000 χαρακτικά και σχέδια καλλιτεχνών όπως οι Φρα Μπαρτολομέο, Περίν ντε Βάγκα, Άλμπρεχτ Ντύρερ και Ρέμπραντ.[12] Την ίδια περίπου εποχή δημιουργήθηκε ένα εργαστήριο αποκατάστασης, το οποίο αρχικά ανέλαβε ο Κλεμέντε Ρούτα και στη συνέχεια ο Φεντερίκο Αντρές, ύστερα από σύσταση του ζωγράφου της Αυλής Γιάκομπ Φίλιπ Χάκερτ.[12]
Επί Φερδινάνδου Α΄ των Δύο Σικελιών, το 1785, δημιουργήθηκε ο κανονισμός λειτουργίας του Μουσείου και ορίστηκαν το ωράριο για τους επισκέπτες, τα καθήκοντα των φυλάκων, οι αρμοδιότητες του εφόρου, η πρόσβαση στους αντιγραφείς, ενώ δεν απελευθερώθηκε πλήρως η πρόσβαση του απλού λαού, όπως συνέβαινε σε άλλα Μουσεία των Βουρβώνων, εκτός αν υπήρχε άδεια από τον αρμόδιο υπουργό.[13] Στα τέλη του 18ου αιώνα, όταν πλέον το Μουσείο στέγαζε περίπου 1800 πίνακες, αποφασίστηκε να δημιουργηθεί ένα σύμπλεγμα μουσείων στην πόλη: Επιλέχτηκε το Palazzo degli Studi ("Ανάκτορο των Σπουδών"), το μελλοντικό Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο της Νάπολης, όπου οι εργασίες για νέα, δημόσια χρήση είχαν ήδη ξεκινήσει το 1777 από τον Φερντινάντο Φούγκα, με την πρόθεση να στεγαστούν εκεί, εκτός από τη Συλλογή Φαρνέζε, τα ευρήματα από τις ανασκαφές στο Ερκολάνουμ, την Πομπηία και τη Σταβία, ενώ παράλληλα θα αποτελούσε την έδρα της βιβλιοθήκης και της Ακαδημίας.[14]
19ος αιώνας Πλήγμα για το Μουσείο αποτέλεσε η άφιξη των Γάλλων στη Νάπολη και η εγκαθίδρυση μιας σύντομης "Δημοκρατίας της Νάπολης": Φοβούμενος τα χειρότερα, ο Φερδινάνδος, το προηγούμενο έτος, είχε μεταφέρει στο Παλέρμο δεκατέσσερα αριστουργήματα της συλλογής. Οι Γάλλοι στρατιώτες όντως λεηλάτησαν το Μουσείο και πολυάριθμοι πίνακες που αποτελούσαν τμήμα της συλλογής του μουσείου διαρπάχτηκαν, 339 από τη Συλλογή Φαρνέζε, πολλοί από τα αποκτήματα των Βουρβώνων, τριάντα στάλθηκαν στη Δημοκρατία και περίπου άλλοι τριακόσιοι πωλήθηκαν, ιδιαίτερα στη Ρώμη.[12]
Όταν επέστρεψε στη Νάπολη, ο Φερδινάνδος έδωσε εντολή στον Ντομένικο Βενούτι να βρει όσα έργα μπορούσε από τα αρπαγμένα. Αυτός κατόρθωσε να βρει ορισμένα, αλλά αυτά δεν επιστράφηκαν στο Καποντιμόντε, παρά στάλθηκαν στο Ανάκτορο Φρανκαβίλλα (Palazzo Francavilla),[15] που είχε επιλεγεί ως νέα έδρα του μουσείου της πόλης.
Η αρχή της δεκαετίας του 1800 σηματοδοτεί την οριστική εγκατάλειψη του ρόλου του Καποντιμόντε ως Μουσείου, υπέρ της στέγασης των εκθεμάτων στο "Ανάκτορο των Σπουδών":[16] Όλα μεταφέρθηκαν σε αυτό και, για να γεμίσουν οι νέες αίθουσες του ανακτόρου, χρησιμοποιήθηκαν πίνακες που πάρθηκαν από καταργημένα μοναστήρια όπως αυτά της Αγίας Αικατερίνης του Φορμιέλλο, του Μόντε Ολιβέτο και του Σαν Λορέντσο[17] σε τέτοιο βαθμό, ώστε ο Ζοακίμ Μυρά πρότεινε τη δημιουργία πινακοθήκης στο Καποντιμόντε, με πρόθεση, όπως ο ίδιος λέγει, "να εξαφθεί η ιδιοφυΐα της νεολαίας με το παράδειγμα των παλαιότερων Διδασκάλων"[18]
Ακόμη και με την παλινόρθωση των Βουρβώνων το 1815, το ανάκτορο στο Καποντιμόντε συνέχισε να παίζει τον ρόλο του ως Μουσείου: Οι τοίχοι των αιθουσών διακοσμήθηκαν με πίνακες που δημιουργούσαν νέοι καλλιτέχνες, που είχαν σταλεί στη Ρώμη για σπουδές με δαπάνη του Στέμματος και έδειχναν την πρόοδό τους.[19] Το 1817 έφθασε στο ανάκτορο η συλλογή του Καρδιναλίου Βοργία, την οποία διακαώς επιθυμούσε ο Μυρά όσο ζούσε, αλλά την ολοκλήρωσε ο Φερδινάνδος.[20] Παρ' όλα αυτά, δεν έλειψε η διασπορά έργων που ανήκαν στο Μουσείο, όπως αυτών που δωρήθηκαν στο Μουσείο του Παλέρμο το 1838 ή αυτών της συλλογής του Λεοπόλδου των Βουρβώνων, αδελφού του Φραγκίσκου Α΄ των Δύο Σικελιών, που πουλήθηκαν στον γαμπρό του πρώτου Ερρίκο της Ορλεάνης, ώστε να πληρωθούν χρέη από τη χαρτοπαιξία, και στη συνέχεια μεταφέρθηκαν στο ανάκτορο του Σαντιγί[18]
Με την ενοποίηση της Ιταλίας και τον διορισμό ως διευθυντή του Βασιλικού Οίκου του Αννιμπάλε Σάκκο (Annibale Sacco), το ανάκτορο του Καποντιμόντε, εκτός από το ότι συνέχισε να παίζει το ρόλο του ως χώρος στέγασης καλλιτεχνημάτων, επέστρεψε, αν και όχι επίσημα, στον ρόλο του ως Μουσείου. Ύστερα από την πώληση περίπου εννιακοσίων πινάκων, ο Σάκκο και οι συνεργάτες του Ντομένικο Μορέλλι και Φεντερίκο Μαλνταρέλλι μετέφεραν στις αίθουσές του είδη από πορσελάνη και πορσελάνη "bisque" (είδος πορσελάνης χωρίς γυαλιστερή επικάλυψη), τα οποία τοποθέτησαν στη βορειοδυτική πτέρυγα, πίνακες από Ναπολιτάνους δημιουργούς, που μέσα σε μια εικοσαετία ξεπέρασαν τους εξακόσιους και περισσότερα από εκατό γλυπτά: Όλα τα έργα διευθετήθηκαν με χρονολογική σειρά, σύμφωνα με τα πρότυπα των σύγχρονων μουσείων, σε χώρους του βορεινού εσωτερικού περιβόλου, δημιουργώντας έτσι ένα είδος πινακοθήκης στο ισόγειο. Το 1864 μεταφέρθηκαν εκεί η συλλογή όπλων Φαρνέζε και πανοπλιών των Βουρβώνων. Το 1866 ήλθε η σειρά της δημιουργίας ενός μικρού "σαλονιού" για τη στέγαση των κινέζικων πορσελανών της Μαρίας Αμαλίας της Σαξωνίας, που αρχικά στεγάζονταν σε μια αίθουσα του ανακτόρου Πόρτιτσι και το 1880 μεταφέρθηκαν ταπισερί από το Βασιλικό Εργαστήριο και ζώα από αναπαραστάσεις της Φάτνης ναπολιτάνικης κατασκευής (presepe).[21] Το ανάκτορο Καποντιμόντε έγινε ξανά πολιτιστικό κέντρο της Νάπολης τόσο, ώστε το 1877 έγινε σε αυτό η Εθνική Έκθεση Καλών Τεχνών.[22]
20ός και 21ος αιώναςΗ αρχή του 20ού αιώνα σηματοδοτεί μια περίοδο στασιμότητας του Μουσείου: Αυτό γίνεται κατοικία των οικογενειών των Δουκών της Αόστα,[23] ενώ οι συλλογές που θα σχημάτιζαν τον πυρήνα του μελλοντικού Μουσείου συγκεντρώνονταν ακόμη στο "Ανάκτορο των Σπουδών", το οποίο, με την ενοποίηση της Ιταλίας, είχε μετονομαστεί σε Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο της Νάπολης.
Παρά την προμήθεια έργων ζωγράφων όπως ο Μαζάτσο το 1901 και Τζάκοπο ντε' Μπαρμπάρι (Jacopo de' Barbari) μεταξύ των δεκαετιών του '30 και του '40, οι πωλήσεις άλλων έργων τέχνης φθάνουν στο αποκορύφωμά τους:[24] Αυτό έγινε ή για να ικανοποιηθούν αιτήματα που είχαν υποβάλει η Πάρμα και η Πιατσέντσα, εν είδει αποζημίωσης γι' αυτά που τους είχε αφαιρέσει ο Κάρολος Γ΄ της Ισπανίας, ή για να διακοσμηθούν άλλα κρατικά ιδρύματα, όπως το Κυρηνάλιο Ανάκτορο, το Ανάκτορο Μοντετσιτόριο, το Παλάτσο Μαντάμα, πρεσβείες του εξωτερικού και πανεπιστήμια.[25] Με το ξέσπασμα του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου οι συλλογές του Μουσείου μεταφέρθηκαν, το καλοκαίρι του 1940, στη μονή της Αγίας Τριάδας στο Κάβα ντε' Τιρρένι (Abbazia territoriale della Santissima Trinità di Cava de' Tirreni) και, ως αποτέλεσμα της γερμανικής προέλασης το 1943, στη μονή του Μόντε Κασσίνο. Από εκεί, η μεραρχία Γκέρινγκ κατόρθωσε να αφαιρέσει ορισμένα έργα του Τιτσιάνο, του Παρμιτζανίνο, του Σεμπαστιάνο ντελ Πιόμπο και του Φιλιππίνο Λίππι: Όταν ο πόλεμος τελείωσε, τα έργα αυτά βρέθηκαν σε ένα λατομείο κοντά στο Ζάλτσμπουργκ και επανήλθαν στη Νάπολη το 1947.[26]
Κατά τη μεταπολεμική περίοδο, με το κύμα του ενθουσιασμού για τις εργασίες ανασυγκρότησης της χώρας, δημιουργήθηκε ένα σχέδιο για τα μουσεία στη Νάπολη. Ο ιστορικός τέχνης Μπρούνο Μολαγιόλι (Bruno Molajoli) μετακίνησε οριστικά όλους τους πίνακες στο Βασιλικό Ανάκτορο του Καποντιμόντε, απαλλάσσοντάς το παράλληλα και από την "υποχρέωση" της στέγασης των Δουκών της Αόστα ύστερα από την αναχώρησή τους το 1946.[7] Έτσι εισακούστηκε και η παράκληση, που είχε εκφραστεί μερικά χρόνια νωρίτερα από εξέχουσες προσωπικότητες του ιταλικού πολιτισμού, όπως ο Μπενεντέτο Κρότσε, ενώ το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο θα περιείχε αποκλειστικά συλλογές αρχαιοτήτων, καθώς είχε αποκτήσει, με την πάροδο του χρόνου, περισσότερο χώρο, αποσπώντας τον από τη Βιβλιοθήκη που είχε μεταφερθεί από το 1925 στο Βασιλικό Ανάκτορο (Palazzo Reale).[27] Με διάταγμα που υπογράφηκε το 1949, δημιουργήθηκε και επίσημα το Εθνικό Μουσείο Καποντιμόντε. Η αναπαλαίωση των αιθουσών του ανακτόρου ξεκίνησε το 1952, με χρηματοδότηση από το πρόγραμμα "Ταμείο για τον Νότο" (Cassa per il Mezzogiorno, επί λέξει "Ταμείο για το Μεσημέρι") και το ακολούθησαν τόσο ο Μολαγιόλι όσο και οι Φερντινάντο Μπολόνια, Ράφαελ Κάουζε και Έτσιο ντε Φελίτσε,[28] οι οποίοι ασχολήθηκαν κατά κύριο λόγο με την αρχιτεκτονική του κτιρίου και τη διάταξη του Μουσείου, το οποίο επί μακρόν θαυμαζόταν για τη λειτουργικότητα και τον εκσυγχρονισμό του και θεωρούνταν πρότυπο.[7] Στον πρώτο όροφο στεγάστηκαν οι πίνακες του 19ου αιώνα, αναμορφώθηκε το περιβάλλον του βασιλικού διαμερίσματος και στεγάστηκε το εργαστήριο συντήρησης και αποκατάστασης, ενώ στον δεύτερο όροφο δημιουργήθηκε η πινακοθήκη για τους πίνακες των κλασικών.[29]
Πηγή: Βικιπαίδεια.
Ανιχνευτής ο Poof
Επίσημα εγκαινιάστηκε το 1957, αν και οι αίθουσες του ανακτόρου στέγαζαν αντικείμενα τέχνης από το 1758. Εκτίθενται κυρίως πίνακες ζωγραφικής, κατανεμημένοι στις δύο μεγάλες συλλογές του, στη Συλλογή Φαρνέζε, στην οποία περιλαμβάνονται έργα από μεγάλα ονόματα της ιταλικής αλλά και της παγκόσμιας ζωγραφικής, όπως Ραφαήλ, Τιτσιάνο, Παρμιτζανίνο, Πίτερ Μπρίγκελ του πρεσβυτέρου, Ελ Γκρέκο, Λουντοβίκο Καρράτσι, Γκουίντο Ρένι) και στη Συλλογή της Νάπολης, η οποία περιλαμβάνει έργα που έχουν συλλεγεί από εκκλησίες της πόλης και της γύρω περιοχής, που μεταφέρθηκαν στο Μουσείο υπό τον φόβο καταστροφής τους. Εδώ υπάρχουν έργα των Σιμόνε Μαρτίνι, Κολαντόνιο, Καραβάτζιο, Χοσέ Ριμπέρα, Λούκα Τζιορντάνο, Φραντσέσκο Σολιμένα. Σημαντική είναι, επίσης, η συλλογή μοντέρνας τέχνης του Μουσείου, η οποία περιλαμβάνει και τον Βεζούβιο του Άντι Γουόρχολ.
Ιστορία 18ος αιώνας
Ο μετέπειτα Κάρολος Γ΄ της Ισπανίας έγινε βασιλιάς της Νεάπολης και της Σικελίας το 1734. Έθεσε το ερώτημα αν υπήρχε κατάλληλος χώρος για τη στέγαση των έργων τέχνης που είχε κληρονομήσει από τη μητέρα του, Ελιζαμπέττα Φαρνέζε,[3] τμήμα της οικογενειακής συλλογής που είχε εκκινήσει από τον Πάπα Παύλο Γ΄ (Αλεσσάντρο Φαρνέζε) τον 16ο αιώνα και συνεχίστηκε από τους κληρονόμους του.[4] Διαμοιρασμένα μεταξύ Ρώμης και Πάρμας, μερικά έργα τέχνης, ιδιαίτερα όσων η αξία υπερέβαινε το κόστος μεταφοράς, μεταφέρθηκαν στο Βασιλικό ανάκτορο της Νάπολης (μεταξύ αυτών και πίνακες των Ραφαήλ, Αννιμπάλε Καρράτσι, Κορρέτζο, Τιτσιάνο και Παρμιτζανίνο),[5] αλλά εκεί έλειπε μια αίθουσα εκθέσεων. Προϊόντος του χρόνου, η υπόλοιπη συλλογή μεταφέρθηκε και φυλάχτηκε στις αποθήκες, γεγονός που απειλούσε την ακεραιότητά της, ακόμη και από τα στοιχεία της φύσης, λόγω της μικρής απόστασης από τη θάλασσα.[6] Το 1738 ο βασιλιάς ξεκίνησε την κατασκευή ενός κτιρίου στον λόφο του Καποντιμόντε, ώστε να το χρησιμοποιήσει ως μουσείο,[7] ενώ παράλληλα κάλεσε μια ομάδα ειδικών για να διαμορφώσει το εσωτερικό, ώστε να δεχτεί τη συλλογή: Το σχέδιο προέβλεπε ότι τα έργα θα στεγάζονταν σε δωμάτια που έβλεπαν προς τον νότο, προς τη θάλασσα.[8] Ενώ η κατασκευή δεν είχε ακόμη ολοκληρωθεί, οι πρώτοι πίνακες άρχισαν να τοποθετούνται το 1758 σε δώδεκα δωμάτια, διαχωρισμένοι κατά καλλιτέχνη και κατά σχολή ζωγραφικής. Σήμερα δεν είναι γνωστό ποιοι πίνακες είχαν τοποθετηθεί πού, γιατί οι επετηρίδες της εποχής καταστράφηκαν κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Επόμενο στάδιο ήταν ο εξοπλισμός του Μουσείου, που άρχισε ήδη από το 1755 υπό τη διεύθυνση του ζωγράφου Τζουζέππε Μπονίτο (Giuseppe Bonito) από το Καστελλαμάρε ντι Σταμπία (Castellammare di Stabia), κοντά στη Νάπολη.[9]
Το 1759 μεταφέρθηκε και το υπόλοιπο της συλλογής: Τα προπαρασκευαστικά σχέδια για τις τοιχογραφίες της Cappella Paolina (παρεκκλήσιο των Αγίων Πέτρου και Παύλου στο Αποστολικό Ανάκτορο του Βατικανού), που είχε δημιουργήσει ο Μιχαήλ Άγγελος και τα αντίστοιχα για την αίθουσα του Ηλιοδώρου, δημιουργίες του Ραφαήλ,[10] πίνακες των Τζόρτζιο Βαζάρι, Αντρέα Μαντένια και Μαζολίνο ντα Πανικάλε.
Μεταξύ των επισκεπτών εκείνης της εποχής συγκαταλέγονται οι Ζαν Ονορέ Φραγκονάρ, ο Μαρκήσιος ντε Σαντ, ο Τζόζεφ Ράιτ, ο Αντόνιο Κανόβα, ο Γιόχαν Βόλφγκανγκ Γκαίτε, και ο Γιόχαν Γιοάχιμ Βίνκελμαν.[11] Κατά τα τέλη της δεκαετίας του 1770, ύστερα από τη μεταφορά και των άλλων τμημάτων της Συλλογής Φαρνέζε, το Μουσείο έφτασε να καταλαμβάνει εικοσιτέσσερις αίθουσες: Έγινε, εν τω μεταξύ, προμήθεια και νέων πινάκων, των πρώτων των ζωγράφων του ιταλικού νότου, όπως των Πολίντορο ντα Καραβάτζιο, Τσέζαρε ντα Σέστο, Χοσέ Ριμπέρα, Λούκα Τζιορντάνο εκτός των ήδη υπαρχόντων πινάκων των Αντόν Ράφαελ Μενγκς, Αντζέλικα Κάουφμαν, Ελιζαμπέτ Βιζέ-λε Μπρεν και Φραντσέσκο Λιάνι, ενώ το 1783 το Μουσείο αγόρασε τη συλλογή του κόμητος Καρλ Γιόζεφ φον Φίρμιαν, που περιείχε περίπου 20.000 χαρακτικά και σχέδια καλλιτεχνών όπως οι Φρα Μπαρτολομέο, Περίν ντε Βάγκα, Άλμπρεχτ Ντύρερ και Ρέμπραντ.[12] Την ίδια περίπου εποχή δημιουργήθηκε ένα εργαστήριο αποκατάστασης, το οποίο αρχικά ανέλαβε ο Κλεμέντε Ρούτα και στη συνέχεια ο Φεντερίκο Αντρές, ύστερα από σύσταση του ζωγράφου της Αυλής Γιάκομπ Φίλιπ Χάκερτ.[12]
Επί Φερδινάνδου Α΄ των Δύο Σικελιών, το 1785, δημιουργήθηκε ο κανονισμός λειτουργίας του Μουσείου και ορίστηκαν το ωράριο για τους επισκέπτες, τα καθήκοντα των φυλάκων, οι αρμοδιότητες του εφόρου, η πρόσβαση στους αντιγραφείς, ενώ δεν απελευθερώθηκε πλήρως η πρόσβαση του απλού λαού, όπως συνέβαινε σε άλλα Μουσεία των Βουρβώνων, εκτός αν υπήρχε άδεια από τον αρμόδιο υπουργό.[13] Στα τέλη του 18ου αιώνα, όταν πλέον το Μουσείο στέγαζε περίπου 1800 πίνακες, αποφασίστηκε να δημιουργηθεί ένα σύμπλεγμα μουσείων στην πόλη: Επιλέχτηκε το Palazzo degli Studi ("Ανάκτορο των Σπουδών"), το μελλοντικό Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο της Νάπολης, όπου οι εργασίες για νέα, δημόσια χρήση είχαν ήδη ξεκινήσει το 1777 από τον Φερντινάντο Φούγκα, με την πρόθεση να στεγαστούν εκεί, εκτός από τη Συλλογή Φαρνέζε, τα ευρήματα από τις ανασκαφές στο Ερκολάνουμ, την Πομπηία και τη Σταβία, ενώ παράλληλα θα αποτελούσε την έδρα της βιβλιοθήκης και της Ακαδημίας.[14]
19ος αιώνας Πλήγμα για το Μουσείο αποτέλεσε η άφιξη των Γάλλων στη Νάπολη και η εγκαθίδρυση μιας σύντομης "Δημοκρατίας της Νάπολης": Φοβούμενος τα χειρότερα, ο Φερδινάνδος, το προηγούμενο έτος, είχε μεταφέρει στο Παλέρμο δεκατέσσερα αριστουργήματα της συλλογής. Οι Γάλλοι στρατιώτες όντως λεηλάτησαν το Μουσείο και πολυάριθμοι πίνακες που αποτελούσαν τμήμα της συλλογής του μουσείου διαρπάχτηκαν, 339 από τη Συλλογή Φαρνέζε, πολλοί από τα αποκτήματα των Βουρβώνων, τριάντα στάλθηκαν στη Δημοκρατία και περίπου άλλοι τριακόσιοι πωλήθηκαν, ιδιαίτερα στη Ρώμη.[12]
Όταν επέστρεψε στη Νάπολη, ο Φερδινάνδος έδωσε εντολή στον Ντομένικο Βενούτι να βρει όσα έργα μπορούσε από τα αρπαγμένα. Αυτός κατόρθωσε να βρει ορισμένα, αλλά αυτά δεν επιστράφηκαν στο Καποντιμόντε, παρά στάλθηκαν στο Ανάκτορο Φρανκαβίλλα (Palazzo Francavilla),[15] που είχε επιλεγεί ως νέα έδρα του μουσείου της πόλης.
Η αρχή της δεκαετίας του 1800 σηματοδοτεί την οριστική εγκατάλειψη του ρόλου του Καποντιμόντε ως Μουσείου, υπέρ της στέγασης των εκθεμάτων στο "Ανάκτορο των Σπουδών":[16] Όλα μεταφέρθηκαν σε αυτό και, για να γεμίσουν οι νέες αίθουσες του ανακτόρου, χρησιμοποιήθηκαν πίνακες που πάρθηκαν από καταργημένα μοναστήρια όπως αυτά της Αγίας Αικατερίνης του Φορμιέλλο, του Μόντε Ολιβέτο και του Σαν Λορέντσο[17] σε τέτοιο βαθμό, ώστε ο Ζοακίμ Μυρά πρότεινε τη δημιουργία πινακοθήκης στο Καποντιμόντε, με πρόθεση, όπως ο ίδιος λέγει, "να εξαφθεί η ιδιοφυΐα της νεολαίας με το παράδειγμα των παλαιότερων Διδασκάλων"[18]
Ακόμη και με την παλινόρθωση των Βουρβώνων το 1815, το ανάκτορο στο Καποντιμόντε συνέχισε να παίζει τον ρόλο του ως Μουσείου: Οι τοίχοι των αιθουσών διακοσμήθηκαν με πίνακες που δημιουργούσαν νέοι καλλιτέχνες, που είχαν σταλεί στη Ρώμη για σπουδές με δαπάνη του Στέμματος και έδειχναν την πρόοδό τους.[19] Το 1817 έφθασε στο ανάκτορο η συλλογή του Καρδιναλίου Βοργία, την οποία διακαώς επιθυμούσε ο Μυρά όσο ζούσε, αλλά την ολοκλήρωσε ο Φερδινάνδος.[20] Παρ' όλα αυτά, δεν έλειψε η διασπορά έργων που ανήκαν στο Μουσείο, όπως αυτών που δωρήθηκαν στο Μουσείο του Παλέρμο το 1838 ή αυτών της συλλογής του Λεοπόλδου των Βουρβώνων, αδελφού του Φραγκίσκου Α΄ των Δύο Σικελιών, που πουλήθηκαν στον γαμπρό του πρώτου Ερρίκο της Ορλεάνης, ώστε να πληρωθούν χρέη από τη χαρτοπαιξία, και στη συνέχεια μεταφέρθηκαν στο ανάκτορο του Σαντιγί[18]
Με την ενοποίηση της Ιταλίας και τον διορισμό ως διευθυντή του Βασιλικού Οίκου του Αννιμπάλε Σάκκο (Annibale Sacco), το ανάκτορο του Καποντιμόντε, εκτός από το ότι συνέχισε να παίζει το ρόλο του ως χώρος στέγασης καλλιτεχνημάτων, επέστρεψε, αν και όχι επίσημα, στον ρόλο του ως Μουσείου. Ύστερα από την πώληση περίπου εννιακοσίων πινάκων, ο Σάκκο και οι συνεργάτες του Ντομένικο Μορέλλι και Φεντερίκο Μαλνταρέλλι μετέφεραν στις αίθουσές του είδη από πορσελάνη και πορσελάνη "bisque" (είδος πορσελάνης χωρίς γυαλιστερή επικάλυψη), τα οποία τοποθέτησαν στη βορειοδυτική πτέρυγα, πίνακες από Ναπολιτάνους δημιουργούς, που μέσα σε μια εικοσαετία ξεπέρασαν τους εξακόσιους και περισσότερα από εκατό γλυπτά: Όλα τα έργα διευθετήθηκαν με χρονολογική σειρά, σύμφωνα με τα πρότυπα των σύγχρονων μουσείων, σε χώρους του βορεινού εσωτερικού περιβόλου, δημιουργώντας έτσι ένα είδος πινακοθήκης στο ισόγειο. Το 1864 μεταφέρθηκαν εκεί η συλλογή όπλων Φαρνέζε και πανοπλιών των Βουρβώνων. Το 1866 ήλθε η σειρά της δημιουργίας ενός μικρού "σαλονιού" για τη στέγαση των κινέζικων πορσελανών της Μαρίας Αμαλίας της Σαξωνίας, που αρχικά στεγάζονταν σε μια αίθουσα του ανακτόρου Πόρτιτσι και το 1880 μεταφέρθηκαν ταπισερί από το Βασιλικό Εργαστήριο και ζώα από αναπαραστάσεις της Φάτνης ναπολιτάνικης κατασκευής (presepe).[21] Το ανάκτορο Καποντιμόντε έγινε ξανά πολιτιστικό κέντρο της Νάπολης τόσο, ώστε το 1877 έγινε σε αυτό η Εθνική Έκθεση Καλών Τεχνών.[22]
20ός και 21ος αιώναςΗ αρχή του 20ού αιώνα σηματοδοτεί μια περίοδο στασιμότητας του Μουσείου: Αυτό γίνεται κατοικία των οικογενειών των Δουκών της Αόστα,[23] ενώ οι συλλογές που θα σχημάτιζαν τον πυρήνα του μελλοντικού Μουσείου συγκεντρώνονταν ακόμη στο "Ανάκτορο των Σπουδών", το οποίο, με την ενοποίηση της Ιταλίας, είχε μετονομαστεί σε Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο της Νάπολης.
Παρά την προμήθεια έργων ζωγράφων όπως ο Μαζάτσο το 1901 και Τζάκοπο ντε' Μπαρμπάρι (Jacopo de' Barbari) μεταξύ των δεκαετιών του '30 και του '40, οι πωλήσεις άλλων έργων τέχνης φθάνουν στο αποκορύφωμά τους:[24] Αυτό έγινε ή για να ικανοποιηθούν αιτήματα που είχαν υποβάλει η Πάρμα και η Πιατσέντσα, εν είδει αποζημίωσης γι' αυτά που τους είχε αφαιρέσει ο Κάρολος Γ΄ της Ισπανίας, ή για να διακοσμηθούν άλλα κρατικά ιδρύματα, όπως το Κυρηνάλιο Ανάκτορο, το Ανάκτορο Μοντετσιτόριο, το Παλάτσο Μαντάμα, πρεσβείες του εξωτερικού και πανεπιστήμια.[25] Με το ξέσπασμα του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου οι συλλογές του Μουσείου μεταφέρθηκαν, το καλοκαίρι του 1940, στη μονή της Αγίας Τριάδας στο Κάβα ντε' Τιρρένι (Abbazia territoriale della Santissima Trinità di Cava de' Tirreni) και, ως αποτέλεσμα της γερμανικής προέλασης το 1943, στη μονή του Μόντε Κασσίνο. Από εκεί, η μεραρχία Γκέρινγκ κατόρθωσε να αφαιρέσει ορισμένα έργα του Τιτσιάνο, του Παρμιτζανίνο, του Σεμπαστιάνο ντελ Πιόμπο και του Φιλιππίνο Λίππι: Όταν ο πόλεμος τελείωσε, τα έργα αυτά βρέθηκαν σε ένα λατομείο κοντά στο Ζάλτσμπουργκ και επανήλθαν στη Νάπολη το 1947.[26]
Κατά τη μεταπολεμική περίοδο, με το κύμα του ενθουσιασμού για τις εργασίες ανασυγκρότησης της χώρας, δημιουργήθηκε ένα σχέδιο για τα μουσεία στη Νάπολη. Ο ιστορικός τέχνης Μπρούνο Μολαγιόλι (Bruno Molajoli) μετακίνησε οριστικά όλους τους πίνακες στο Βασιλικό Ανάκτορο του Καποντιμόντε, απαλλάσσοντάς το παράλληλα και από την "υποχρέωση" της στέγασης των Δουκών της Αόστα ύστερα από την αναχώρησή τους το 1946.[7] Έτσι εισακούστηκε και η παράκληση, που είχε εκφραστεί μερικά χρόνια νωρίτερα από εξέχουσες προσωπικότητες του ιταλικού πολιτισμού, όπως ο Μπενεντέτο Κρότσε, ενώ το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο θα περιείχε αποκλειστικά συλλογές αρχαιοτήτων, καθώς είχε αποκτήσει, με την πάροδο του χρόνου, περισσότερο χώρο, αποσπώντας τον από τη Βιβλιοθήκη που είχε μεταφερθεί από το 1925 στο Βασιλικό Ανάκτορο (Palazzo Reale).[27] Με διάταγμα που υπογράφηκε το 1949, δημιουργήθηκε και επίσημα το Εθνικό Μουσείο Καποντιμόντε. Η αναπαλαίωση των αιθουσών του ανακτόρου ξεκίνησε το 1952, με χρηματοδότηση από το πρόγραμμα "Ταμείο για τον Νότο" (Cassa per il Mezzogiorno, επί λέξει "Ταμείο για το Μεσημέρι") και το ακολούθησαν τόσο ο Μολαγιόλι όσο και οι Φερντινάντο Μπολόνια, Ράφαελ Κάουζε και Έτσιο ντε Φελίτσε,[28] οι οποίοι ασχολήθηκαν κατά κύριο λόγο με την αρχιτεκτονική του κτιρίου και τη διάταξη του Μουσείου, το οποίο επί μακρόν θαυμαζόταν για τη λειτουργικότητα και τον εκσυγχρονισμό του και θεωρούνταν πρότυπο.[7] Στον πρώτο όροφο στεγάστηκαν οι πίνακες του 19ου αιώνα, αναμορφώθηκε το περιβάλλον του βασιλικού διαμερίσματος και στεγάστηκε το εργαστήριο συντήρησης και αποκατάστασης, ενώ στον δεύτερο όροφο δημιουργήθηκε η πινακοθήκη για τους πίνακες των κλασικών.[29]
Πηγή: Βικιπαίδεια.
Ανιχνευτής ο Poof