Life for Life
"Το θαύμα δεν είναι πουθενά
παρά κυκλοφορεί μέσα
στις φλέβες του ανθρώπου!!!"
"Στης σκέψης τα γυρίσματα μ’ έκανε να σταθώ
ιδέα περιπλάνησης σε όμορφο βουνό.
Έτσι μια μέρα το ’φερε κι εμέ να γυροφέρει
τ’ άτι το γοργοκίνητο στου Γοργογυριού τα μέρη !!!"
ΣΤΗΝ ΑΥΛΗ ΜΑΣ
Εμείς στο χωριό μας έχουμε ακόμα αυλές. Εκεί μαζευόμαστε, αμπελοφιλοσοφούμε,καλαμπουρίζουμε, ψιλοτσακωνόμαστε μέχρι τις... πρώτες πρωινές ώρες! Κοπιάστε ν' αράξουμε!!!
Η Οικία - Μουσείο Ρέμπραντ (ολλαν. Museum het Rembrandthuis)
βρίσκεται στην Jodenbreestraat αριθ. 4-6 στο Άμστερνταμ. Εδώ έζησε ο
διάσημος Ολλανδός ζωγράφος και χαράκτης Ρέμπραντ Χάρμενσζον φαν Ράιν (Rembrandt Harmenszoon van Rijn, 1606 - 1669).
To Σπίτι του Ρέμπραντ
Ο Ρέμπραντ, γεννημένος στο Λέιντεν της Ολλανδίαw,
αφού ολοκλήρωσε την εκπαίδευσή του ως ζωγράφος το 1625, άνοιξε
εργαστήρι ζωγραφικής και εργάστηκε στη γενέτειρα πόλη του μέχρι το 1631.
Στα τέλη του 1631 εγκαταστάθηκε στο Άμστερνταμ, πρωτεύουσα της χώρας που αριθμούσε τότε 120.000 κατοίκους.
Ο Ρέμπραντ, αναγνωρισμένος ήδη ζωγράφος, αγόρασε το 1639 το σπίτι στη
σημερινή Jodenbreestraat για 13.000 φλορίνια, υπέρογκο ποσό για την
εποχή του, όταν οι ετήσιες αποδοχές ενός μισθωτού κυμαίνονταν γύρω στα
200 φλορίνια. Το διώροφο αυτό σπίτι οικοδομήθηκε το 1606, όπου ο
Ρέμπραντ ζωγράφισε τα αριστουργήματά του. Εδώ έζησε ο Ρέμπραντ για
είκοσι περίπου χρόνια, από το 1639 ως το 1658, με τη σύζυγό του Σάσκια
φαν Ούλενμπουρχ (Saskia van Uylenburgh, 1612 - 1642), ανιψιά εμπόρου
έργων τέχνης και κόρη εύπορης οικογένειας, την οποία νυμφεύτηκε στις 22
Ιουνίου 1634, η οποία όμως πέθανε πρόωρα από φυματίωση το 1642.
Το 1658, ο Ρέμπραντ χρεωκόπησε και κήρυξε πτώχευση, αναγκαζόμενος να
δημοπρατήσει το σπίτι και τις συλλογές του έργων τέχνης και να
μετακομίσει σ' ένα νοικιασμένο μικρό σπίτι στο Rozengracht, όπου έζησε
μέχρι το θάνατό του.
Ο Ρέμπραντ πέθανε στις 4 Οκτωβρίου του 1669 και ενταφιάστηκε στην Εκκλησία Βέστερκερκ (Westerkerk) σε άγνωστο σημείο.
Το Μουσείο ΡέμπραντΤο
Σπίτι του Ρέμπραντ αγοράστηκε από το Δήμο του 'Αμστερνταμ το 1906.
Ακολούθησε ριζική ανακαίνιση του κτηρίου από τον αρχιτέκτονα K.P.C. de
Basel (1869 - 1923), που ολοκληρώθηκε το 1911, οπότε και εγκαινιάστηκε
στις 10 Ιουνίου 1911 ως Μουσείο Ρέμπραντ από τη βασίλισσα της Ολλανδίας
Βιλελμίνη (Wilhelmina).
Στο Μουσείο διατηρούνται το Εργαστήριο (studio) του Ρέμπραντ, όπου
ζωγράφισε τα αριστουργηματικά έργα τέχνης του από το 1639 μέχρι το 1658,
η Αίθουσα με τις πλούσιες συλλογές αντικειμένων τέχνης (objects of
art), τα οποία χρησιμοποιούσε συχνά στους πίνακές του, η Αίθουσα με έργα
ζωγράφων που εργάζονταν στο Άμστερνταμ πριν από την εποχή του και που
ήταν γνωστοί ως "προ-ρεμπρανιστές" (pre-Rembrandtists), καθώς και η
Κουζίνα του σπιτιού με τα σκεύη μαγειρικής και το θολωτό κρεβάτι της
υπηρέτριας.
Το Μουσείο φημίζεται κυρίως για τα 290 περίπου χαρακτικά (eaux-fortes) του Ρέμπραντ. Ανάμεσα σ' αυτά είναι "Αυτοπροσωπογραφία δίπλα στο παράθυρο" (1648), "Αυτοπροσωπογραφία με έκπληκτα μάτια" (1630), "Αυτοπροσωπογραφία με τη Σάσκια" (1636), "Αυτοπροσωπογραφία ακουμπισμένος σε τοίχο" (1639), " Η μητέρα του Ρέμπραντ" (1633), "Η Σάσκια με πέρλες στα μαλλιά" (1634), "Γιαν Σιξ" (1647), "Οικογένεια ζητιάνων στην πόρτα ενός σπιτιού" (1648), "Ζητιάνος με ξύλινο πόδι" (περ. 1630), "Άνδρας που ουρεί" (1631), "Γυναίκα που ουρεί" (1631), "Τα τρία δέντρα" (1643), "Άποψη του Omual" (1645), "Δίας και Αντιόπη" (1659), "Γυναίκα γυμνή" (περ. 1631), "Η Πτώση" (1638), "Οι τρεις σταυροί" (1653), "Μισόγυμνη γυναίκα καθισμένη πλάι σε θερμάστρα" (1658) και άλλα.
Οι αίθουσες του μουσείου διακοσμούνται ακόμη με πίνακες του Πίτερ
Λάστμαν (Pieter Lastman, 1583 - 1633), δασκάλου του Ρέμπραντ, όπως "Η Σταύρωση" (1616) και "Ο θρήνος για τον Άβελ" (1623), καθώς και με τον πίνακα "Ο αναστημένος Χριστός εμφανιζόμενος στη Μαρία Μαγδαληνή" (1638) του Φέρντιναντ Μπολ (Ferdinand Bol, 1616 - 1680), μαθητή του Ρέμπραντ.
Πηγή: Βικιπαίδεια
Ανιχνευτής ο Πεπέ.
Το Μουσείο Ορσέ (γαλλ. Musée d'Orsay) είναι Γαλλικό εθνικό μουσείο στο 7ο διαμέρισμα (VIIe arrondissement) της πόλης του Παρισιού, στην αριστερή όχθη (rive gauche) του ποταμού Σηκουάνα (la Seine) και κατά μήκος της ομώνυμης αποβάθρας. Σε αυτό εκτίθενται έργα ζωγραφικής και γλυπτικής δημιουργημένα από το 1848 έως το 1914, ενώ παράλληλα φιλοξενεί και περιοδικές εκθέσεις.
Ιστορία
Το κτήριο του μουσείου σχεδιάστηκε από τον αρχιτέκτονα Βικτόρ Λαλού (Victor Laloux) και κατασκευάσθηκε με την επίβλεψή του καθώς και των αρχιτεκτόνων Λυσιέ Μάν(ι) (Lucien Magne) και Εμίλ Μπενάρ (Émile Bénard). Άρχισε να κατασκευάζεται το 1898 και χρησιμοποιήθηκε, από το 1900[1] έως το 1939, ως κτήριο του κεντρικού σιδηροδρομικού σταθμού της σιδηροδρομικής εταιρείας Παρισιού - Ορλεάνης
(Chemin de fer de Paris à Orléans) επί 39 χρόνια. Το μήκος που είχαν οι
πλατφόρμες του, όμως, κατέστησαν το σταθμό ακατάλληλο για τα μεγάλου
μήκους τρένα της εποχής. Έτσι, ο σταθμός άρχισε να χρησιμοποιείται μόνο
από τους συρμούς του προαστιακού, ενώ ένα τμήμα του, κατά τη διάρκεια
του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου χρησιμοποιήθηκε ως ταχυδρομικό γραφείο αλλά και ως σταθμός μεταφοράς κρατουμένων στη Γερμανία. Ο σταθμός χρησιμοποιήθηκε, επίσης, για τη μεταφορά των επαναπατριζόμενων Γάλλων από τα Στρατόπεδα συγκέντρωσης.
Μετά τον Πόλεμο χρησίμευσε ως στούντιο για το γύρισμα αρκετών ταινιών (όπως η Δίκη του Φραντς Κάφκα σε σκηνοθεσία Όρσον Γουέλς)[2]
και ως κέντρο δημοπρασιών, καθώς το κτήριο των δημοπρασιών (Hôtel
Drouot) ανακατασκευαζόταν. Το κτήριο σταμάτησε οριστικά να
χρησιμοποιείται το 1973.
Το 1977 η Γαλλική Κυβέρνηση αποφάσισε τη μετατροπή του κτηρίου σε μουσείο αφιερωμένου αρχικά στην τέχνη του 19ου αιώνα, ενώ το 1978
χαρακτηρίστηκε ως εθνικό μνημείο. Την αναμόρφωση ανέλαβαν οι
αρχιτέκτονες Ρενό Μπαρντόν, Πιέρ Κολμπόκ και Ζαν-Κλώντ Φιλιππόν, ενώ την
αναμόρφωση των εσωτερικών χώρων η Ιταλίδα αρχιτέκτονας Γκαέ Αουλέντι (Gae (Gaetana) Aulenti). Οι εργασίες άρχισαν το 1983 και ολοκληρώθηκαν το 1986. Κατασκευάστρια εταιρεία ήταν η Γαλλική Bouygues[3].
Η αναμόρφωση περιλάμβανε, ουσιαστικά, την ανακατασκευή των δαπέδων και
των τεσσάρων ορόφων του κτίσματος και, φυσικά, τη συντήρηση των
διακοσμητικών στοιχείων του. Το νέο μουσείο εγκαινιάσθηκε από τον τότε
Πρόεδρο της Γαλλικής Δημοκρατίας Φρανσουά Μιτεράν την 1η Δεκεμβρίου 1986 και άνοιξε για το κοινό στις 9 του ίδιου μήνα.
Το κτήριο έχει συνολικό μήκος 173 μ. και πλάτος 75 μ. Η συνολική
επιφάνεια των αιθουσών του φθάνει τις 57.000 τ.μ., ενώ οι επιφάνειες των
εκθεσιακών χώρων καταλαμβάνουν 16.900 τμ. περίπου, (κατανεμημένων σε 80
ξεχωριστές αίθουσες). 1.200 τ.μ καταλαμβάνουν το εστιατόριο και η
καφετέρια, 570 τ.μ/ η αίθουσα διαλέξεων και 1.850 τ.μ περίπου οι
αίθουσες των περιστασιακών εκθέσεων.
Στο
μουσείο υπάρχουν τρία επίπεδα. Στο ισόγειο οι αίθουσες εκθέσεων είναι
κατανεμημένες αμφίπλευρα της κεντρικής αίθουσας, στην οποία εκτίθενται
κυρίως έργα γλυπτικής, ενώ οι πλαϊνές αίθουσες περιλαμβάνουν κυρίως
εκθέματα πινάκων ζωγραφικής. Στο μεσαίο επίπεδο υπάρχουν εξώστες, οι
οποίοι δίνουν πρόσβαση στις αίθουσες εκθεμάτων, και στον τρίτο
(τελευταίο) όροφο, ο οποίος εκτείνεται κατά μήκος της όχθης του Σηκουάνα
με την ομώνυμη αποβάθρα (Quai d' Orsay)[4]. Από τον τρίτο όροφο υπάρχει η δυνατότητα εξόδου στον εξώστη, απ' όπου ο επισκέπτης μπορεί να δει το ποτάμι, το Μουσείο του Λούβρου διαγωνίως απέναντι και, σε μεγαλύτερη απόσταση, αντικριστά τη Βασιλική της Ιερής Καρδιάς (Basilique de Sacre-Coeur), το Ναό που βρίσκεται κτισμένος στην κορυφή του λόφου της Μονμάρτρης.
Στο Μουσείο στεγάζονται εκθέματα γλυπτικής, ζωγραφικής, αντικειμένων
έργων τέχνης (Objets d' Art), αρχιτεκτονικής, φωτογραφίας και γραφικών
τεχνών. Οι Συλλογές του προέρχονται από:
Στο Μουσείο στεγάζονται, επίσης, σε ειδικές αίθουσες, και
περιστασιακές και ειδικές εκθέσεις έργων τέχνης, φωτογραφίας, γραφικών
τεχνών και ειδών διακοσμητικών τεχνών (Arts décoratifs). Υπάρχουν,
ακόμη, εστιατόριο, καφετέρια, (Café des Hauteurs), αίθουσα διαλέξεων και
βιβλιοπωλείο.
Πηγή: Βικιπαίδεια
Ανιχνευτής ο Επικούρειος Πέπος.
Το Εθνικό Μουσείο Καποντιμόντε (ιταλικά: Museo Nazionale di Capodimonte) στεγάζεται στο ομώνυμο ανάκτορο στη Νάπολη. Περιλαμβάνει συλλογές αρχαίας τέχνης, σύγχρονης τέχνης και ένα τμήμα ιστορίας.
Επίσημα εγκαινιάστηκε το 1957, αν και οι αίθουσες του ανακτόρου
στέγαζαν αντικείμενα τέχνης από το 1758. Εκτίθενται κυρίως πίνακες
ζωγραφικής, κατανεμημένοι στις δύο μεγάλες συλλογές του, στη Συλλογή Φαρνέζε, στην οποία περιλαμβάνονται έργα από μεγάλα ονόματα της ιταλικής αλλά και της παγκόσμιας ζωγραφικής, όπως Ραφαήλ, Τιτσιάνο, Παρμιτζανίνο, Πίτερ Μπρίγκελ του πρεσβυτέρου, Ελ Γκρέκο, Λουντοβίκο Καρράτσι, Γκουίντο Ρένι) και στη Συλλογή της Νάπολης,
η οποία περιλαμβάνει έργα που έχουν συλλεγεί από εκκλησίες της πόλης
και της γύρω περιοχής, που μεταφέρθηκαν στο Μουσείο υπό τον φόβο
καταστροφής τους. Εδώ υπάρχουν έργα των Σιμόνε Μαρτίνι, Κολαντόνιο, Καραβάτζιο, Χοσέ Ριμπέρα, Λούκα Τζιορντάνο, Φραντσέσκο Σολιμένα. Σημαντική είναι, επίσης, η συλλογή μοντέρνας τέχνης του Μουσείου, η οποία περιλαμβάνει και τον Βεζούβιο του Άντι Γουόρχολ.
Ιστορία 18ος αιώνας
Ο μετέπειτα Κάρολος Γ΄ της Ισπανίας
έγινε βασιλιάς της Νεάπολης και της Σικελίας το 1734. Έθεσε το ερώτημα
αν υπήρχε κατάλληλος χώρος για τη στέγαση των έργων τέχνης που είχε
κληρονομήσει από τη μητέρα του, Ελιζαμπέττα Φαρνέζε,[3] τμήμα της οικογενειακής συλλογής που είχε εκκινήσει από τον Πάπα Παύλο Γ΄ (Αλεσσάντρο Φαρνέζε) τον 16ο αιώνα και συνεχίστηκε από τους κληρονόμους του.[4] Διαμοιρασμένα μεταξύ Ρώμης και Πάρμας,
μερικά έργα τέχνης, ιδιαίτερα όσων η αξία υπερέβαινε το κόστος
μεταφοράς, μεταφέρθηκαν στο Βασιλικό ανάκτορο της Νάπολης (μεταξύ αυτών
και πίνακες των Ραφαήλ, Αννιμπάλε Καρράτσι, Κορρέτζο, Τιτσιάνο και Παρμιτζανίνο),[5]
αλλά εκεί έλειπε μια αίθουσα εκθέσεων. Προϊόντος του χρόνου, η υπόλοιπη
συλλογή μεταφέρθηκε και φυλάχτηκε στις αποθήκες, γεγονός που απειλούσε
την ακεραιότητά της, ακόμη και από τα στοιχεία της φύσης, λόγω της
μικρής απόστασης από τη θάλασσα.[6] Το 1738 ο βασιλιάς ξεκίνησε την κατασκευή ενός κτιρίου στον λόφο του Καποντιμόντε, ώστε να το χρησιμοποιήσει ως μουσείο,[7]
ενώ παράλληλα κάλεσε μια ομάδα ειδικών για να διαμορφώσει το εσωτερικό,
ώστε να δεχτεί τη συλλογή: Το σχέδιο προέβλεπε ότι τα έργα θα
στεγάζονταν σε δωμάτια που έβλεπαν προς τον νότο, προς τη θάλασσα.[8]
Ενώ η κατασκευή δεν είχε ακόμη ολοκληρωθεί, οι πρώτοι πίνακες άρχισαν
να τοποθετούνται το 1758 σε δώδεκα δωμάτια, διαχωρισμένοι κατά
καλλιτέχνη και κατά σχολή ζωγραφικής. Σήμερα δεν είναι γνωστό ποιοι
πίνακες είχαν τοποθετηθεί πού, γιατί οι επετηρίδες της εποχής
καταστράφηκαν κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Επόμενο στάδιο ήταν ο εξοπλισμός του Μουσείου, που άρχισε ήδη από το 1755 υπό τη διεύθυνση του ζωγράφου Τζουζέππε Μπονίτο (Giuseppe Bonito) από το Καστελλαμάρε ντι Σταμπία (Castellammare di Stabia), κοντά στη Νάπολη.[9]
Το 1759 μεταφέρθηκε και το υπόλοιπο της συλλογής: Τα προπαρασκευαστικά σχέδια για τις τοιχογραφίες της Cappella Paolina (παρεκκλήσιο των Αγίων Πέτρου και Παύλου στο Αποστολικό Ανάκτορο του Βατικανού), που είχε δημιουργήσει ο Μιχαήλ Άγγελος και τα αντίστοιχα για την αίθουσα του Ηλιοδώρου, δημιουργίες του Ραφαήλ,[10] πίνακες των Τζόρτζιο Βαζάρι, Αντρέα Μαντένια και Μαζολίνο ντα Πανικάλε.
Μεταξύ των επισκεπτών εκείνης της εποχής συγκαταλέγονται οι Ζαν Ονορέ Φραγκονάρ, ο Μαρκήσιος ντε Σαντ, ο Τζόζεφ Ράιτ, ο Αντόνιο Κανόβα, ο Γιόχαν Βόλφγκανγκ Γκαίτε, και ο Γιόχαν Γιοάχιμ Βίνκελμαν.[11]
Κατά τα τέλη της δεκαετίας του 1770, ύστερα από τη μεταφορά και των
άλλων τμημάτων της Συλλογής Φαρνέζε, το Μουσείο έφτασε να καταλαμβάνει
εικοσιτέσσερις αίθουσες: Έγινε, εν τω μεταξύ, προμήθεια και νέων
πινάκων, των πρώτων των ζωγράφων του ιταλικού νότου, όπως των Πολίντορο ντα Καραβάτζιο, Τσέζαρε ντα Σέστο, Χοσέ Ριμπέρα, Λούκα Τζιορντάνο εκτός των ήδη υπαρχόντων πινάκων των Αντόν Ράφαελ Μενγκς, Αντζέλικα Κάουφμαν, Ελιζαμπέτ Βιζέ-λε Μπρεν και Φραντσέσκο Λιάνι,
ενώ το 1783 το Μουσείο αγόρασε τη συλλογή του κόμητος Καρλ Γιόζεφ φον
Φίρμιαν, που περιείχε περίπου 20.000 χαρακτικά και σχέδια καλλιτεχνών
όπως οι Φρα Μπαρτολομέο, Περίν ντε Βάγκα, Άλμπρεχτ Ντύρερ και Ρέμπραντ.[12]
Την ίδια περίπου εποχή δημιουργήθηκε ένα εργαστήριο αποκατάστασης, το
οποίο αρχικά ανέλαβε ο Κλεμέντε Ρούτα και στη συνέχεια ο Φεντερίκο
Αντρές, ύστερα από σύσταση του ζωγράφου της Αυλής Γιάκομπ Φίλιπ Χάκερτ.[12]
Επί Φερδινάνδου Α΄ των Δύο Σικελιών,
το 1785, δημιουργήθηκε ο κανονισμός λειτουργίας του Μουσείου και
ορίστηκαν το ωράριο για τους επισκέπτες, τα καθήκοντα των φυλάκων, οι
αρμοδιότητες του εφόρου, η πρόσβαση στους αντιγραφείς, ενώ δεν
απελευθερώθηκε πλήρως η πρόσβαση του απλού λαού, όπως συνέβαινε σε άλλα
Μουσεία των Βουρβώνων, εκτός αν υπήρχε άδεια από τον αρμόδιο υπουργό.[13]
Στα τέλη του 18ου αιώνα, όταν πλέον το Μουσείο στέγαζε περίπου 1800
πίνακες, αποφασίστηκε να δημιουργηθεί ένα σύμπλεγμα μουσείων στην πόλη:
Επιλέχτηκε το Palazzo degli Studi ("Ανάκτορο των Σπουδών"), το μελλοντικό Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο της Νάπολης,
όπου οι εργασίες για νέα, δημόσια χρήση είχαν ήδη ξεκινήσει το 1777 από
τον Φερντινάντο Φούγκα, με την πρόθεση να στεγαστούν εκεί, εκτός από τη
Συλλογή Φαρνέζε, τα ευρήματα από τις ανασκαφές στο Ερκολάνουμ, την Πομπηία και τη Σταβία, ενώ παράλληλα θα αποτελούσε την έδρα της βιβλιοθήκης και της Ακαδημίας.[14]
19ος αιώνας
Πλήγμα για το Μουσείο αποτέλεσε η άφιξη των Γάλλων στη Νάπολη και η
εγκαθίδρυση μιας σύντομης "Δημοκρατίας της Νάπολης": Φοβούμενος τα
χειρότερα, ο Φερδινάνδος, το προηγούμενο έτος, είχε μεταφέρει στο Παλέρμο
δεκατέσσερα αριστουργήματα της συλλογής. Οι Γάλλοι στρατιώτες όντως
λεηλάτησαν το Μουσείο και πολυάριθμοι πίνακες που αποτελούσαν τμήμα της
συλλογής του μουσείου διαρπάχτηκαν, 339 από τη Συλλογή Φαρνέζε, πολλοί
από τα αποκτήματα των Βουρβώνων, τριάντα στάλθηκαν στη Δημοκρατία και
περίπου άλλοι τριακόσιοι πωλήθηκαν, ιδιαίτερα στη Ρώμη.[12]
Όταν επέστρεψε στη Νάπολη, ο Φερδινάνδος έδωσε εντολή στον Ντομένικο Βενούτι
να βρει όσα έργα μπορούσε από τα αρπαγμένα. Αυτός κατόρθωσε να βρει
ορισμένα, αλλά αυτά δεν επιστράφηκαν στο Καποντιμόντε, παρά στάλθηκαν
στο Ανάκτορο Φρανκαβίλλα (Palazzo Francavilla),[15] που είχε επιλεγεί ως νέα έδρα του μουσείου της πόλης.
Η αρχή της δεκαετίας του 1800 σηματοδοτεί την οριστική εγκατάλειψη
του ρόλου του Καποντιμόντε ως Μουσείου, υπέρ της στέγασης των εκθεμάτων
στο "Ανάκτορο των Σπουδών":[16]
Όλα μεταφέρθηκαν σε αυτό και, για να γεμίσουν οι νέες αίθουσες του
ανακτόρου, χρησιμοποιήθηκαν πίνακες που πάρθηκαν από καταργημένα
μοναστήρια όπως αυτά της Αγίας Αικατερίνης του Φορμιέλλο, του Μόντε
Ολιβέτο και του Σαν Λορέντσο[17] σε τέτοιο βαθμό, ώστε ο Ζοακίμ Μυρά
πρότεινε τη δημιουργία πινακοθήκης στο Καποντιμόντε, με πρόθεση, όπως ο
ίδιος λέγει, "να εξαφθεί η ιδιοφυΐα της νεολαίας με το παράδειγμα των
παλαιότερων Διδασκάλων"[18]
Ακόμη και με την παλινόρθωση των Βουρβώνων το 1815, το ανάκτορο στο
Καποντιμόντε συνέχισε να παίζει τον ρόλο του ως Μουσείου: Οι τοίχοι των
αιθουσών διακοσμήθηκαν με πίνακες που δημιουργούσαν νέοι καλλιτέχνες,
που είχαν σταλεί στη Ρώμη για σπουδές με δαπάνη του Στέμματος και
έδειχναν την πρόοδό τους.[19]
Το 1817 έφθασε στο ανάκτορο η συλλογή του Καρδιναλίου Βοργία, την οποία
διακαώς επιθυμούσε ο Μυρά όσο ζούσε, αλλά την ολοκλήρωσε ο Φερδινάνδος.[20]
Παρ' όλα αυτά, δεν έλειψε η διασπορά έργων που ανήκαν στο Μουσείο, όπως
αυτών που δωρήθηκαν στο Μουσείο του Παλέρμο το 1838 ή αυτών της
συλλογής του Λεοπόλδου των Βουρβώνων, αδελφού του Φραγκίσκου Α΄ των Δύο Σικελιών,
που πουλήθηκαν στον γαμπρό του πρώτου Ερρίκο της Ορλεάνης, ώστε να
πληρωθούν χρέη από τη χαρτοπαιξία, και στη συνέχεια μεταφέρθηκαν στο
ανάκτορο του Σαντιγί[18]
Με την ενοποίηση της Ιταλίας και τον διορισμό ως διευθυντή του
Βασιλικού Οίκου του Αννιμπάλε Σάκκο (Annibale Sacco), το ανάκτορο του
Καποντιμόντε, εκτός από το ότι συνέχισε να παίζει το ρόλο του ως χώρος
στέγασης καλλιτεχνημάτων, επέστρεψε, αν και όχι επίσημα, στον ρόλο του
ως Μουσείου. Ύστερα από την πώληση περίπου εννιακοσίων πινάκων, ο Σάκκο
και οι συνεργάτες του Ντομένικο Μορέλλι και Φεντερίκο Μαλνταρέλλι
μετέφεραν στις αίθουσές του είδη από πορσελάνη
και πορσελάνη "bisque" (είδος πορσελάνης χωρίς γυαλιστερή επικάλυψη),
τα οποία τοποθέτησαν στη βορειοδυτική πτέρυγα, πίνακες από Ναπολιτάνους
δημιουργούς, που μέσα σε μια εικοσαετία ξεπέρασαν τους εξακόσιους και
περισσότερα από εκατό γλυπτά: Όλα τα έργα διευθετήθηκαν με χρονολογική
σειρά, σύμφωνα με τα πρότυπα των σύγχρονων μουσείων, σε χώρους του
βορεινού εσωτερικού περιβόλου, δημιουργώντας έτσι ένα είδος πινακοθήκης
στο ισόγειο. Το 1864 μεταφέρθηκαν εκεί η συλλογή όπλων Φαρνέζε και
πανοπλιών των Βουρβώνων. Το 1866 ήλθε η σειρά της δημιουργίας ενός
μικρού "σαλονιού" για τη στέγαση των κινέζικων πορσελανών της Μαρίας Αμαλίας της Σαξωνίας,
που αρχικά στεγάζονταν σε μια αίθουσα του ανακτόρου Πόρτιτσι και το
1880 μεταφέρθηκαν ταπισερί από το Βασιλικό Εργαστήριο και ζώα από
αναπαραστάσεις της Φάτνης ναπολιτάνικης κατασκευής (presepe).[21]
Το ανάκτορο Καποντιμόντε έγινε ξανά πολιτιστικό κέντρο της Νάπολης
τόσο, ώστε το 1877 έγινε σε αυτό η Εθνική Έκθεση Καλών Τεχνών.[22]
20ός και 21ος αιώναςΗ
αρχή του 20ού αιώνα σηματοδοτεί μια περίοδο στασιμότητας του Μουσείου:
Αυτό γίνεται κατοικία των οικογενειών των Δουκών της Αόστα,[23]
ενώ οι συλλογές που θα σχημάτιζαν τον πυρήνα του μελλοντικού Μουσείου
συγκεντρώνονταν ακόμη στο "Ανάκτορο των Σπουδών", το οποίο, με την
ενοποίηση της Ιταλίας, είχε μετονομαστεί σε Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο της Νάπολης.
Παρά την προμήθεια έργων ζωγράφων όπως ο Μαζάτσο το 1901 και Τζάκοπο ντε' Μπαρμπάρι (Jacopo de' Barbari) μεταξύ των δεκαετιών του '30 και του '40, οι πωλήσεις άλλων έργων τέχνης φθάνουν στο αποκορύφωμά τους:[24] Αυτό έγινε ή για να ικανοποιηθούν αιτήματα που είχαν υποβάλει η Πάρμα και η Πιατσέντσα, εν είδει αποζημίωσης γι' αυτά που τους είχε αφαιρέσει ο Κάρολος Γ΄ της Ισπανίας,
ή για να διακοσμηθούν άλλα κρατικά ιδρύματα, όπως το Κυρηνάλιο
Ανάκτορο, το Ανάκτορο Μοντετσιτόριο, το Παλάτσο Μαντάμα, πρεσβείες του
εξωτερικού και πανεπιστήμια.[25] Με το ξέσπασμα του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου οι συλλογές του Μουσείου μεταφέρθηκαν, το καλοκαίρι του 1940, στη μονή της Αγίας Τριάδας στο Κάβα ντε' Τιρρένι (Abbazia territoriale della Santissima Trinità di Cava de' Tirreni) και, ως αποτέλεσμα της γερμανικής προέλασης το 1943, στη μονή του Μόντε Κασσίνο. Από εκεί, η μεραρχία Γκέρινγκ κατόρθωσε να αφαιρέσει ορισμένα έργα του Τιτσιάνο, του Παρμιτζανίνο, του Σεμπαστιάνο ντελ Πιόμπο και του Φιλιππίνο Λίππι: Όταν ο πόλεμος τελείωσε, τα έργα αυτά βρέθηκαν σε ένα λατομείο κοντά στο Ζάλτσμπουργκ και επανήλθαν στη Νάπολη το 1947.[26]
Κατά τη μεταπολεμική περίοδο, με το κύμα του ενθουσιασμού για τις
εργασίες ανασυγκρότησης της χώρας, δημιουργήθηκε ένα σχέδιο για τα
μουσεία στη Νάπολη. Ο ιστορικός τέχνης Μπρούνο Μολαγιόλι (Bruno
Molajoli) μετακίνησε οριστικά όλους τους πίνακες στο Βασιλικό Ανάκτορο
του Καποντιμόντε, απαλλάσσοντάς το παράλληλα και από την "υποχρέωση" της
στέγασης των Δουκών της Αόστα ύστερα από την αναχώρησή τους το 1946.[7]
Έτσι εισακούστηκε και η παράκληση, που είχε εκφραστεί μερικά χρόνια
νωρίτερα από εξέχουσες προσωπικότητες του ιταλικού πολιτισμού, όπως ο Μπενεντέτο Κρότσε,
ενώ το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο θα περιείχε αποκλειστικά συλλογές
αρχαιοτήτων, καθώς είχε αποκτήσει, με την πάροδο του χρόνου, περισσότερο
χώρο, αποσπώντας τον από τη Βιβλιοθήκη που είχε μεταφερθεί από το 1925
στο Βασιλικό Ανάκτορο (Palazzo Reale).[27]
Με διάταγμα που υπογράφηκε το 1949, δημιουργήθηκε και επίσημα το Εθνικό
Μουσείο Καποντιμόντε. Η αναπαλαίωση των αιθουσών του ανακτόρου ξεκίνησε
το 1952, με χρηματοδότηση από το πρόγραμμα "Ταμείο για τον Νότο" (Cassa
per il Mezzogiorno, επί λέξει "Ταμείο για το Μεσημέρι") και το
ακολούθησαν τόσο ο Μολαγιόλι όσο και οι Φερντινάντο Μπολόνια, Ράφαελ
Κάουζε και Έτσιο ντε Φελίτσε,[28]
οι οποίοι ασχολήθηκαν κατά κύριο λόγο με την αρχιτεκτονική του κτιρίου
και τη διάταξη του Μουσείου, το οποίο επί μακρόν θαυμαζόταν για τη
λειτουργικότητα και τον εκσυγχρονισμό του και θεωρούνταν πρότυπο.[7]
Στον πρώτο όροφο στεγάστηκαν οι πίνακες του 19ου αιώνα, αναμορφώθηκε το
περιβάλλον του βασιλικού διαμερίσματος και στεγάστηκε το εργαστήριο
συντήρησης και αποκατάστασης, ενώ στον δεύτερο όροφο δημιουργήθηκε η
πινακοθήκη για τους πίνακες των κλασικών.
[29]
Πηγή: Βικιπαίδεια.
Ανιχνευτής ο Poof