Life for Life
"Το θαύμα δεν είναι πουθενά
παρά κυκλοφορεί μέσα
στις φλέβες του ανθρώπου!!!"


"Στης σκέψης τα γυρίσματα μ’ έκανε να σταθώ
ιδέα περιπλάνησης σε όμορφο βουνό.
Έτσι μια μέρα το ’φερε κι εμέ να γυροφέρει
τ’ άτι το γοργοκίνητο στου Γοργογυριού τα μέρη !!!"


ΣΤΗΝ ΑΥΛΗ ΜΑΣ
Εμείς στο χωριό μας έχουμε ακόμα αυλές. Εκεί μαζευόμαστε, αμπελοφιλοσοφούμε,
καλαμπουρίζουμε, ψιλοτσακωνόμαστε μέχρι τις... πρώτες πρωινές ώρες! Κοπιάστε ν' αράξουμε!!!
-Aναζητείστε το"Ποίημα για το Γοργογύρι " στο τέλος της σελίδας.

14.3.17

Εθνικό Μουσείο Καποντιμόντε

Το Εθνικό Μουσείο Καποντιμόντε (ιταλικά: Museo Nazionale di Capodimonte) στεγάζεται στο ομώνυμο ανάκτορο στη Νάπολη. Περιλαμβάνει συλλογές αρχαίας τέχνης, σύγχρονης τέχνης και ένα τμήμα ιστορίας.
Επίσημα εγκαινιάστηκε το 1957, αν και οι αίθουσες του ανακτόρου στέγαζαν αντικείμενα τέχνης από το 1758. Εκτίθενται κυρίως πίνακες ζωγραφικής, κατανεμημένοι στις δύο μεγάλες συλλογές του, στη Συλλογή Φαρνέζε, στην οποία περιλαμβάνονται έργα από μεγάλα ονόματα της ιταλικής αλλά και της παγκόσμιας ζωγραφικής, όπως Ραφαήλ, Τιτσιάνο, Παρμιτζανίνο, Πίτερ Μπρίγκελ του πρεσβυτέρου, Ελ Γκρέκο, Λουντοβίκο Καρράτσι, Γκουίντο Ρένι) και στη Συλλογή της Νάπολης, η οποία περιλαμβάνει έργα που έχουν συλλεγεί από εκκλησίες της πόλης και της γύρω περιοχής, που μεταφέρθηκαν στο Μουσείο υπό τον φόβο καταστροφής τους. Εδώ υπάρχουν έργα των Σιμόνε Μαρτίνι, Κολαντόνιο, Καραβάτζιο, Χοσέ Ριμπέρα, Λούκα Τζιορντάνο, Φραντσέσκο Σολιμένα. Σημαντική είναι, επίσης, η συλλογή μοντέρνας τέχνης του Μουσείου, η οποία περιλαμβάνει και τον Βεζούβιο του Άντι Γουόρχολ. 
Ιστορία 18ος αιώνας
Ο μετέπειτα Κάρολος Γ΄ της Ισπανίας έγινε βασιλιάς της Νεάπολης και της Σικελίας το 1734. Έθεσε το ερώτημα αν υπήρχε κατάλληλος χώρος για τη στέγαση των έργων τέχνης που είχε κληρονομήσει από τη μητέρα του, Ελιζαμπέττα Φαρνέζε,[3] τμήμα της οικογενειακής συλλογής που είχε εκκινήσει από τον Πάπα Παύλο Γ΄ (Αλεσσάντρο Φαρνέζε) τον 16ο αιώνα και συνεχίστηκε από τους κληρονόμους του.[4] Διαμοιρασμένα μεταξύ Ρώμης και Πάρμας, μερικά έργα τέχνης, ιδιαίτερα όσων η αξία υπερέβαινε το κόστος μεταφοράς, μεταφέρθηκαν στο Βασιλικό ανάκτορο της Νάπολης (μεταξύ αυτών και πίνακες των Ραφαήλ, Αννιμπάλε Καρράτσι, Κορρέτζο, Τιτσιάνο και Παρμιτζανίνο),[5] αλλά εκεί έλειπε μια αίθουσα εκθέσεων. Προϊόντος του χρόνου, η υπόλοιπη συλλογή μεταφέρθηκε και φυλάχτηκε στις αποθήκες, γεγονός που απειλούσε την ακεραιότητά της, ακόμη και από τα στοιχεία της φύσης, λόγω της μικρής απόστασης από τη θάλασσα.[6] Το 1738 ο βασιλιάς ξεκίνησε την κατασκευή ενός κτιρίου στον λόφο του Καποντιμόντε, ώστε να το χρησιμοποιήσει ως μουσείο,[7] ενώ παράλληλα κάλεσε μια ομάδα ειδικών για να διαμορφώσει το εσωτερικό, ώστε να δεχτεί τη συλλογή: Το σχέδιο προέβλεπε ότι τα έργα θα στεγάζονταν σε δωμάτια που έβλεπαν προς τον νότο, προς τη θάλασσα.[8] Ενώ η κατασκευή δεν είχε ακόμη ολοκληρωθεί, οι πρώτοι πίνακες άρχισαν να τοποθετούνται το 1758 σε δώδεκα δωμάτια, διαχωρισμένοι κατά καλλιτέχνη και κατά σχολή ζωγραφικής. Σήμερα δεν είναι γνωστό ποιοι πίνακες είχαν τοποθετηθεί πού, γιατί οι επετηρίδες της εποχής καταστράφηκαν κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Επόμενο στάδιο ήταν ο εξοπλισμός του Μουσείου, που άρχισε ήδη από το 1755 υπό τη διεύθυνση του ζωγράφου Τζουζέππε Μπονίτο (Giuseppe Bonito) από το Καστελλαμάρε ντι Σταμπία (Castellammare di Stabia), κοντά στη Νάπολη.[9]
Το 1759 μεταφέρθηκε και το υπόλοιπο της συλλογής: Τα προπαρασκευαστικά σχέδια για τις τοιχογραφίες της Cappella Paolina (παρεκκλήσιο των Αγίων Πέτρου και Παύλου στο Αποστολικό Ανάκτορο του Βατικανού), που είχε δημιουργήσει ο Μιχαήλ Άγγελος και τα αντίστοιχα για την αίθουσα του Ηλιοδώρου, δημιουργίες του Ραφαήλ,[10] πίνακες των Τζόρτζιο Βαζάρι, Αντρέα Μαντένια και Μαζολίνο ντα Πανικάλε.
Μεταξύ των επισκεπτών εκείνης της εποχής συγκαταλέγονται οι Ζαν Ονορέ Φραγκονάρ, ο Μαρκήσιος ντε Σαντ, ο Τζόζεφ Ράιτ, ο Αντόνιο Κανόβα, ο Γιόχαν Βόλφγκανγκ Γκαίτε, και ο Γιόχαν Γιοάχιμ Βίνκελμαν.[11] Κατά τα τέλη της δεκαετίας του 1770, ύστερα από τη μεταφορά και των άλλων τμημάτων της Συλλογής Φαρνέζε, το Μουσείο έφτασε να καταλαμβάνει εικοσιτέσσερις αίθουσες: Έγινε, εν τω μεταξύ, προμήθεια και νέων πινάκων, των πρώτων των ζωγράφων του ιταλικού νότου, όπως των Πολίντορο ντα Καραβάτζιο, Τσέζαρε ντα Σέστο, Χοσέ Ριμπέρα, Λούκα Τζιορντάνο εκτός των ήδη υπαρχόντων πινάκων των Αντόν Ράφαελ Μενγκς, Αντζέλικα Κάουφμαν, Ελιζαμπέτ Βιζέ-λε Μπρεν και Φραντσέσκο Λιάνι, ενώ το 1783 το Μουσείο αγόρασε τη συλλογή του κόμητος Καρλ Γιόζεφ φον Φίρμιαν, που περιείχε περίπου 20.000 χαρακτικά και σχέδια καλλιτεχνών όπως οι Φρα Μπαρτολομέο, Περίν ντε Βάγκα, Άλμπρεχτ Ντύρερ και Ρέμπραντ.[12] Την ίδια περίπου εποχή δημιουργήθηκε ένα εργαστήριο αποκατάστασης, το οποίο αρχικά ανέλαβε ο Κλεμέντε Ρούτα και στη συνέχεια ο Φεντερίκο Αντρές, ύστερα από σύσταση του ζωγράφου της Αυλής Γιάκομπ Φίλιπ Χάκερτ.[12]
Επί Φερδινάνδου Α΄ των Δύο Σικελιών, το 1785, δημιουργήθηκε ο κανονισμός λειτουργίας του Μουσείου και ορίστηκαν το ωράριο για τους επισκέπτες, τα καθήκοντα των φυλάκων, οι αρμοδιότητες του εφόρου, η πρόσβαση στους αντιγραφείς, ενώ δεν απελευθερώθηκε πλήρως η πρόσβαση του απλού λαού, όπως συνέβαινε σε άλλα Μουσεία των Βουρβώνων, εκτός αν υπήρχε άδεια από τον αρμόδιο υπουργό.[13] Στα τέλη του 18ου αιώνα, όταν πλέον το Μουσείο στέγαζε περίπου 1800 πίνακες, αποφασίστηκε να δημιουργηθεί ένα σύμπλεγμα μουσείων στην πόλη: Επιλέχτηκε το Palazzo degli Studi ("Ανάκτορο των Σπουδών"), το μελλοντικό Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο της Νάπολης, όπου οι εργασίες για νέα, δημόσια χρήση είχαν ήδη ξεκινήσει το 1777 από τον Φερντινάντο Φούγκα, με την πρόθεση να στεγαστούν εκεί, εκτός από τη Συλλογή Φαρνέζε, τα ευρήματα από τις ανασκαφές στο Ερκολάνουμ, την Πομπηία και τη Σταβία, ενώ παράλληλα θα αποτελούσε την έδρα της βιβλιοθήκης και της Ακαδημίας.[14]
19ος αιώνας Πλήγμα για το Μουσείο αποτέλεσε η άφιξη των Γάλλων στη Νάπολη και η εγκαθίδρυση μιας σύντομης "Δημοκρατίας της Νάπολης": Φοβούμενος τα χειρότερα, ο Φερδινάνδος, το προηγούμενο έτος, είχε μεταφέρει στο Παλέρμο δεκατέσσερα αριστουργήματα της συλλογής. Οι Γάλλοι στρατιώτες όντως λεηλάτησαν το Μουσείο και πολυάριθμοι πίνακες που αποτελούσαν τμήμα της συλλογής του μουσείου διαρπάχτηκαν, 339 από τη Συλλογή Φαρνέζε, πολλοί από τα αποκτήματα των Βουρβώνων, τριάντα στάλθηκαν στη Δημοκρατία και περίπου άλλοι τριακόσιοι πωλήθηκαν, ιδιαίτερα στη Ρώμη.[12]
Όταν επέστρεψε στη Νάπολη, ο Φερδινάνδος έδωσε εντολή στον Ντομένικο Βενούτι να βρει όσα έργα μπορούσε από τα αρπαγμένα. Αυτός κατόρθωσε να βρει ορισμένα, αλλά αυτά δεν επιστράφηκαν στο Καποντιμόντε, παρά στάλθηκαν στο Ανάκτορο Φρανκαβίλλα (Palazzo Francavilla),[15] που είχε επιλεγεί ως νέα έδρα του μουσείου της πόλης.
Η αρχή της δεκαετίας του 1800 σηματοδοτεί την οριστική εγκατάλειψη του ρόλου του Καποντιμόντε ως Μουσείου, υπέρ της στέγασης των εκθεμάτων στο "Ανάκτορο των Σπουδών":[16] Όλα μεταφέρθηκαν σε αυτό και, για να γεμίσουν οι νέες αίθουσες του ανακτόρου, χρησιμοποιήθηκαν πίνακες που πάρθηκαν από καταργημένα μοναστήρια όπως αυτά της Αγίας Αικατερίνης του Φορμιέλλο, του Μόντε Ολιβέτο και του Σαν Λορέντσο[17] σε τέτοιο βαθμό, ώστε ο Ζοακίμ Μυρά πρότεινε τη δημιουργία πινακοθήκης στο Καποντιμόντε, με πρόθεση, όπως ο ίδιος λέγει, "να εξαφθεί η ιδιοφυΐα της νεολαίας με το παράδειγμα των παλαιότερων Διδασκάλων"[18]
Ακόμη και με την παλινόρθωση των Βουρβώνων το 1815, το ανάκτορο στο Καποντιμόντε συνέχισε να παίζει τον ρόλο του ως Μουσείου: Οι τοίχοι των αιθουσών διακοσμήθηκαν με πίνακες που δημιουργούσαν νέοι καλλιτέχνες, που είχαν σταλεί στη Ρώμη για σπουδές με δαπάνη του Στέμματος και έδειχναν την πρόοδό τους.[19] Το 1817 έφθασε στο ανάκτορο η συλλογή του Καρδιναλίου Βοργία, την οποία διακαώς επιθυμούσε ο Μυρά όσο ζούσε, αλλά την ολοκλήρωσε ο Φερδινάνδος.[20] Παρ' όλα αυτά, δεν έλειψε η διασπορά έργων που ανήκαν στο Μουσείο, όπως αυτών που δωρήθηκαν στο Μουσείο του Παλέρμο το 1838 ή αυτών της συλλογής του Λεοπόλδου των Βουρβώνων, αδελφού του Φραγκίσκου Α΄ των Δύο Σικελιών, που πουλήθηκαν στον γαμπρό του πρώτου Ερρίκο της Ορλεάνης, ώστε να πληρωθούν χρέη από τη χαρτοπαιξία, και στη συνέχεια μεταφέρθηκαν στο ανάκτορο του Σαντιγί[18]
Με την ενοποίηση της Ιταλίας και τον διορισμό ως διευθυντή του Βασιλικού Οίκου του Αννιμπάλε Σάκκο (Annibale Sacco), το ανάκτορο του Καποντιμόντε, εκτός από το ότι συνέχισε να παίζει το ρόλο του ως χώρος στέγασης καλλιτεχνημάτων, επέστρεψε, αν και όχι επίσημα, στον ρόλο του ως Μουσείου. Ύστερα από την πώληση περίπου εννιακοσίων πινάκων, ο Σάκκο και οι συνεργάτες του Ντομένικο Μορέλλι και Φεντερίκο Μαλνταρέλλι μετέφεραν στις αίθουσές του είδη από πορσελάνη και πορσελάνη "bisque" (είδος πορσελάνης χωρίς γυαλιστερή επικάλυψη), τα οποία τοποθέτησαν στη βορειοδυτική πτέρυγα, πίνακες από Ναπολιτάνους δημιουργούς, που μέσα σε μια εικοσαετία ξεπέρασαν τους εξακόσιους και περισσότερα από εκατό γλυπτά: Όλα τα έργα διευθετήθηκαν με χρονολογική σειρά, σύμφωνα με τα πρότυπα των σύγχρονων μουσείων, σε χώρους του βορεινού εσωτερικού περιβόλου, δημιουργώντας έτσι ένα είδος πινακοθήκης στο ισόγειο. Το 1864 μεταφέρθηκαν εκεί η συλλογή όπλων Φαρνέζε και πανοπλιών των Βουρβώνων. Το 1866 ήλθε η σειρά της δημιουργίας ενός μικρού "σαλονιού" για τη στέγαση των κινέζικων πορσελανών της Μαρίας Αμαλίας της Σαξωνίας, που αρχικά στεγάζονταν σε μια αίθουσα του ανακτόρου Πόρτιτσι και το 1880 μεταφέρθηκαν ταπισερί από το Βασιλικό Εργαστήριο και ζώα από αναπαραστάσεις της Φάτνης ναπολιτάνικης κατασκευής (presepe).[21] Το ανάκτορο Καποντιμόντε έγινε ξανά πολιτιστικό κέντρο της Νάπολης τόσο, ώστε το 1877 έγινε σε αυτό η Εθνική Έκθεση Καλών Τεχνών.[22]
20ός και 21ος αιώναςΗ αρχή του 20ού αιώνα σηματοδοτεί μια περίοδο στασιμότητας του Μουσείου: Αυτό γίνεται κατοικία των οικογενειών των Δουκών της Αόστα,[23] ενώ οι συλλογές που θα σχημάτιζαν τον πυρήνα του μελλοντικού Μουσείου συγκεντρώνονταν ακόμη στο "Ανάκτορο των Σπουδών", το οποίο, με την ενοποίηση της Ιταλίας, είχε μετονομαστεί σε Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο της Νάπολης.
Παρά την προμήθεια έργων ζωγράφων όπως ο Μαζάτσο το 1901 και Τζάκοπο ντε' Μπαρμπάρι (Jacopo de' Barbari) μεταξύ των δεκαετιών του '30 και του '40, οι πωλήσεις άλλων έργων τέχνης φθάνουν στο αποκορύφωμά τους:[24] Αυτό έγινε ή για να ικανοποιηθούν αιτήματα που είχαν υποβάλει η Πάρμα και η Πιατσέντσα, εν είδει αποζημίωσης γι' αυτά που τους είχε αφαιρέσει ο Κάρολος Γ΄ της Ισπανίας, ή για να διακοσμηθούν άλλα κρατικά ιδρύματα, όπως το Κυρηνάλιο Ανάκτορο, το Ανάκτορο Μοντετσιτόριο, το Παλάτσο Μαντάμα, πρεσβείες του εξωτερικού και πανεπιστήμια.[25] Με το ξέσπασμα του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου οι συλλογές του Μουσείου μεταφέρθηκαν, το καλοκαίρι του 1940, στη μονή της Αγίας Τριάδας στο Κάβα ντε' Τιρρένι (Abbazia territoriale della Santissima Trinità di Cava de' Tirreni) και, ως αποτέλεσμα της γερμανικής προέλασης το 1943, στη μονή του Μόντε Κασσίνο. Από εκεί, η μεραρχία Γκέρινγκ κατόρθωσε να αφαιρέσει ορισμένα έργα του Τιτσιάνο, του Παρμιτζανίνο, του Σεμπαστιάνο ντελ Πιόμπο και του Φιλιππίνο Λίππι: Όταν ο πόλεμος τελείωσε, τα έργα αυτά βρέθηκαν σε ένα λατομείο κοντά στο Ζάλτσμπουργκ και επανήλθαν στη Νάπολη το 1947.[26]
Κατά τη μεταπολεμική περίοδο, με το κύμα του ενθουσιασμού για τις εργασίες ανασυγκρότησης της χώρας, δημιουργήθηκε ένα σχέδιο για τα μουσεία στη Νάπολη. Ο ιστορικός τέχνης Μπρούνο Μολαγιόλι (Bruno Molajoli) μετακίνησε οριστικά όλους τους πίνακες στο Βασιλικό Ανάκτορο του Καποντιμόντε, απαλλάσσοντάς το παράλληλα και από την "υποχρέωση" της στέγασης των Δουκών της Αόστα ύστερα από την αναχώρησή τους το 1946.[7] Έτσι εισακούστηκε και η παράκληση, που είχε εκφραστεί μερικά χρόνια νωρίτερα από εξέχουσες προσωπικότητες του ιταλικού πολιτισμού, όπως ο Μπενεντέτο Κρότσε, ενώ το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο θα περιείχε αποκλειστικά συλλογές αρχαιοτήτων, καθώς είχε αποκτήσει, με την πάροδο του χρόνου, περισσότερο χώρο, αποσπώντας τον από τη Βιβλιοθήκη που είχε μεταφερθεί από το 1925 στο Βασιλικό Ανάκτορο (Palazzo Reale).[27] Με διάταγμα που υπογράφηκε το 1949, δημιουργήθηκε και επίσημα το Εθνικό Μουσείο Καποντιμόντε. Η αναπαλαίωση των αιθουσών του ανακτόρου ξεκίνησε το 1952, με χρηματοδότηση από το πρόγραμμα "Ταμείο για τον Νότο" (Cassa per il Mezzogiorno, επί λέξει "Ταμείο για το Μεσημέρι") και το ακολούθησαν τόσο ο Μολαγιόλι όσο και οι Φερντινάντο Μπολόνια, Ράφαελ Κάουζε και Έτσιο ντε Φελίτσε,[28] οι οποίοι ασχολήθηκαν κατά κύριο λόγο με την αρχιτεκτονική του κτιρίου και τη διάταξη του Μουσείου, το οποίο επί μακρόν θαυμαζόταν για τη λειτουργικότητα και τον εκσυγχρονισμό του και θεωρούνταν πρότυπο.[7] Στον πρώτο όροφο στεγάστηκαν οι πίνακες του 19ου αιώνα, αναμορφώθηκε το περιβάλλον του βασιλικού διαμερίσματος και στεγάστηκε το εργαστήριο συντήρησης και αποκατάστασης, ενώ στον δεύτερο όροφο δημιουργήθηκε η πινακοθήκη για τους πίνακες των κλασικών.[29]
Πηγή: Βικιπαίδεια.
Ανιχνευτής ο Poof

Εθνική Πινακοθήκη Λονδίνου

Η Εθνική Πινακοθήκη του Λονδίνου (National Gallery) ιδρύθηκε το 1824 και στεγάζει σήμερα μια από τις πλουσιότερες συλλογές πινάκων σε παγκόσμιο επίπεδο. Οι 2.300 πίνακες που διαθέτει καλύπτουν την περίοδο από τα μέσα του 13ου αιώνα έως το 1900.[1] Βρίσκεται στην Πλατεία Τραφάλγκαρ στο Λονδίνο. Τα έργα που διαθέτει θεωρείται ότι ανήκουν στο Βρετανικό λαό και γι' αυτό η είσοδος στην Πινακοθήκη είναι δωρεάν (αυτό δεν ισχύει για τις ειδικές περιστασιακές εκθέσεις που διοργανώνει). 
Σύντομη ιστορία
Το 1824 το Βρετανικό Κοινοβούλιο ενέκρινε τη δαπάνη 57.000 λιρών για την αγορά της ιδιωτικής 
συλλογής των πινάκων του τραπεζίτη Τζον Τζούλιους Ανγκερστάιν (John Julius Angerstein). Η συλλογή περιελάμβανε 38 πίνακες, οι οποίοι θα αποτελούσαν τον πυρήνα μιας νέας εθνικής συλλογής, η οποία θα χρησίμευε ως όργανο μόρφωσης και απόλαυσης για όλους τους πολίτες. Η συλλογή επρόκειτο να εκτεθεί στην οικία του Ανγκερστάιν (στον αρ. 100 της Παλ Μαλ) μέχρι να βρεθεί κατάλληλο κτίριο για τη στέγασή της. Σε σύγκριση όμως με εθνικές πινακοθήκες άλλων χωρών, η έκταση της οικίας κρίθηκε ανεπαρκής και προκάλεσε τα ειρωνικά και επικριτικά σχόλια του τύπου.[2] Επιπλέον, καθώς η συλλογή αυξανόταν μέσω νέων αποκτημάτων, ο χώρος ήταν ανεπαρκής για την έκθεση των πινάκων. Έτσι το 1831 αποφασίστηκε, ύστερα από πολλές συζητήσεις, η κατασκευή κτιρίου στην πλατεία Τραφάλγκαρ, ένα σημείο της πόλης προσβάσιμο από όλους, στη θέση των παλαιών Βασιλικών Στάβλων (King's Mews). Το νέο κτίριο, κατασκευασμένο από τον αρχιτέκτονα Ουίλιαμ Ουίλκινς (William Wilkins) άνοιξε τις πύλες του το 1838. Για την κατασκευή ο Ουίλκινς χρησιμοποίησε οκτώ κολώνες προερχόμενες από το παρακείμενο Carlton House που κατεδαφίστηκε το 1826.
Αρχικά το κτίριο της Πινακοθήκης στέγαζε και τη Βασιλική Ακαδημία Τεχνών (Royal Academy of Arts), η οποία μετακινήθηκε σε δικό της κτίριο το 1869. Το ίδιο έτος όμως τέθηκε θέμα περί καταλληλότητας του κτιρίου και ανατέθηκε στον αρχιτέκτονα E.M. Barry η μελέτη κατασκευής νέου κτιρίου. Τελικά αποφασίστηκε το κτίριο να παραμείνει αλλά να κατασκευαστεί επέκταση με νέα πτέρυγα, η οποία ολοκληρώθηκε το 1876 με την προσθήκη επτά νέων αιθουσών και του σημερινού θόλου. Νέα επέκταση έγινε το 1907 με την κατεδάφιση των παραπηγμάτων στην πίσω αυλή του κτιρίου και την ανέγερση πέντε νέων αιθουσών.
Το 1985 ο Λόρδος Σένσμπουρι (Lord Sainsbury of Preston Candover) πρότεινε να χρηματοδοτήσει, μαζί με τους αδελφούς του, την ανέγερση νέας πτέρυγας, η οποία κατασκευάστηκε πλάι στο ήδη υπάρχον κτίσμα, έλαβε το όνομα "πτέρυγα Σένσμπουρι" και παραδόθηκε το 1991.
Σήμερα η Εθνική Πινακοθήκη του Λονδίνου διαθέτει αίθουσες συνολικού εμβαδού 46.396 τετ. μ.[2]
Β' Παγκόσμιος ΠόλεμοςΠολύ πριν ξεκινήσουν οι τρομοκρατικοί βομβαρδισμοί του Λονδίνου από τη Λουφτβάφε οι Βρετανοί, φοβούμενοι μέχρι και γερμανική απόβαση στα νησιά τους, άρχισαν να εξετάζουν το μέλλον της Πινακοθήκης. Ο τότε διευθυντής της Κένεθ Κλαρκ (Kenneth Clark) έκανε σαφές ότι τα αριστουργήματα που περιλαμβάνονταν στη συλλογή δεν ήταν ασφαλή και έπρεπε να απομακρυνθούν από το κτίριο. Όταν η προοπτική πολέμου με τη Ναζιστική Γερμανία έγινε πλέον σαφής οι 50 πρώτοι πίνακες απομακρύνθηκαν από την πινακοθήκη και μεταφέρθηκαν στο Μπανγκόρ της Ουαλίας (30 Σεπτεμβρίου 1938). Μετά τη Συμφωνία του Μονάχου, οι πίνακες επανήλθαν σχεδόν αυθημερόν. Ένα σχεδόν έτος αργότερα το ενδεχόμενο εκκένωσης της Πινακοθήκης έγινε εκ νέου πραγματικότητα: Δέκα ημέρες πριν την κήρυξη πολέμου μεταξύ Βρετανίας - Γερμανίας, όλοι οι πίνακες απομακρύνθηκαν από το κτίριο και μεταφέρθηκαν:
  • Στο Πανεπιστήμιο της Βόρειας Ουαλίας στο Μπανγκόρ
  • Στην Εθνική Βιβλιοθήκη της Ουαλίας στο Αμπερίστουϊδ (Aberystwyth)
  • Στο κάστρο Κάρναρβον (Caernarvon Castle)
  • Στο κάστρο Πένρυν (Penrhyn Castle)
  • Στο Τραουσγκουθ (Trawsgoed) (Ουαλία)[3]
Οι θέσεις αυτές θεωρήθηκαν προσωρινές και ακολούθησαν συσκέψεις σχετικά με το πού έπρεπε να φυλαχθούν τα πολύτιμα έργα τέχνης. Υπήρξε ακόμη και σκέψη μεταφοράς τους στον Καναδά, ιδέα που απορρίφθηκε. Τελικά επιλέχθηκε το εγκαταλελειμμένο ορυχείο "Manod" στην περιοχή του Φεστίνιοχ (Ffestiniog), στις στοές του οποίου αποθηκεύτηκαν, καλά συσκευασμένοι, όλοι οι πίνακες.[1].
Όπως απέδειξαν τα γεγονότα, η κίνηση εκκένωσης της πινακοθήκης ήταν σωστή: Στις 12 Οκτωβρίου 1940 μια ισχυρή βόμβα ρίφθηκε στο κτίριο, με αποτέλεσμα την ολική καταστροφή της αίθουσας 10, ακριβώς αυτή στην οποία στεγάζονταν τα έργα του Ραφαήλ. Κατά τη διάρκεια συναυλίας στο κτίριο εξερράγη δεύτερη, μικρότερη βόμβα, η οποία είχε ριφθεί σε προηγούμενη επίθεση, αλλά δεν είχε εκραγεί.[3] Το κτίριο συνέχισε να χρησιμοποιείται, κύρια ως συναυλιακός χώρος και χώρος διαλέξεων, καθ' όλη τη διάρκεια του Πολέμου. Με τη λήξη του διαπιστώθηκε ότι ούτε ένας από τους υαλοπίνακες της οροφής δεν είχε απομείνει ανέπαφος και πέρασαν αρκετά χρόνια μέχρι την πλήρη αποκατάστασή του.
Από το 1942 και καθώς οι βομβαρδισμοί του Λονδίνου είχαν αραιώσει σημαντικά, ορισμένα έργα άρχισαν να μεταφέρονται για προσωρινή έκθεση και πάλι στο κτίριο. Κάθε βράδυ τα αποσπούσαν από το χώρο έκθεσης και τα μετέφεραν στον υπόγειο θωρακισμένο χώρο για πλήρη ασφάλεια. Στις 17 Μαΐου 1945 άρχισαν να μεταφέρονται σταδιακά τα έργα τέχνης στο κτίριο, του οποίου οι ζημίες αποκαταστάθηκαν επίσης σταδιακά.
Πηγή: Βικιπαίδεια
Ανιχνευτής ο Επικούρειος Πέπος

MOYΣΕΙΟ ΟΥΦΙΤΣΙ ΦΛΟΡΕΝΤΙΑ

Το Ουφίτσι (Uffizi) είναι ανάκτορο της Φλωρεντίας που στεγάζει ένα από τα παλαιότερα μουσεία - πινακοθήκες στον κόσμο, την Galleria degli Uffizi. Τα έργα που εκτίθενται στο μουσείο καλύπτουν χρονικά την περίοδο από τον 13ο μέχρι τον 18ο αιώνα και συνθέτουν μία από τις σημαντικότερες συλλογές αναγεννησιακής τέχνης. 
Ιστορία
Η κατασκευή του παλατιού Ουφίτσι ξεκίνησε το 1560 από τον Τζόρτζιο Βαζάρι κατόπιν παραγγελίας του δούκα της Τοσκάνης Κόζιμο Α' των Μεδίκων και ολοκληρώθηκε το 1581. Μέρος των θησαυρών της οικογενείας των Μεδίκων είχε διασκορπιστεί κατά τη διάρκεια της εξορίας της και ανακτήθηκε εν μέρει από τον Κόζιμο Α΄ κατά την περίοδο της ηγεμονίας του (1532-74). Αρχικά, το παλάτι είχε ως στόχο να στεγάσει γραφεία (uffizi). Μετά το θάνατο του Βαζάρι και του Κόζιμο το 1574, την ολοκλήρωση του έργου ανέλαβε ο αρχιτέκτονας Μπερνάρντο Μπουονταλέντι κάτω από την επίβλεψη του δούκα Φραντσέσκο Α΄ των Μεδίκων, ο οποίος αποφάσισε το 1581 να μεταφέρει τη συλλογή του έργων τέχνης και πολύτιμων αντικειμένων από το studiolo (σπουδαστήριο) που είχε φτιάξει στο Παλάτσο Βέκιο, σε έναν ειδικά διαμορφωμένο χώρο του Ουφίτσι, τη λεγόμενη Tribuna. Τα επόμενα χρόνια, η συλλογή του Ουφίτσι εμπλουτίστηκε σημαντικά. Το 1677, ο Κόζιμο Γ΄ μετέφερε επίσης ένα τμήμα της συλλογής αρχαίων αγαλμάτων των Μεδίκων από τη Ρώμη στο Ουφίτσι. Μετά τη διαδοχή της δυναστείας των Μεδίκων από αυτή των Αψβούργων, κατά την ηγεμονία του Πέτρου Λεοπόλδου (1765-1790), ξεκίνησε μία σημαντική προσπάθεια ανασυγκρότησης των συλλογών της πινακοθήκης και η ταξινόμηση των έργων ανάλογα με την καλλιτεχνική σχολή που εκπροσωπούσαν. Στο έργο αυτό είχε συμβολή ο ιστορικός τέχνης αββάς Λουίτζι Λάντσι.
Η Τριμπούνα (Tribuna) του Ουφίτσι
Η Tribuna του Uffizi είναι ένα οκταγωνικό δωμάτιο[1] και είναι το παλαιότερο τμήμα της γκαλερί στην Φλωρεντία. Σχεδιάστηκε το 1584 από τον Bernardo Buontalenti για τον Φραντσέσκο Α΄ των Μεδίκων, με σκοπό να φιλοξενήσει τις αρχαιολογικές συλλογές και το περιεχόμενο του Σπουδαστηρίου του Παλάτσο Βέκιο (Palazzo Vecchio). Αργότερα όλα τα πολύτιμα εκθέματα από τις συλλογές των Μεδίκων μεταφέρθηκαν εκεί. Θεωρείται, σαν ο πρώτος χώρος στην ιστορία που πληρούσε τα πρότυπα μουσείου με αποτέλεσμα να λειτουργήσει σαν οδηγός για τα σύγχρονα κέντρα τέχνης των διαφόρων ιδρυμάτων. Ο περίπλοκος διάκοσμος της οκταγωνικής αίθουσας αντικατοπτρίζει μια αλληγορία του σύμπαντος, εκθέτοντας σε καίριες θέσεις τα τέσσερα στοιχεία: αέρας, γη, νερό, φωτιά:
  • Ο ανεμοδείκτης στον φεγγίτη στην οροφή της αίθουσας αναφέρεται στον αέρα.
  • Ο θόλος που είναι καλυμμένος με κοχύλια και φίλντισι αναφέρεται στον ουράνιο θόλο και κατ’ επέκταση στο νερό.
  • Η κόκκινες ταπισερί που καλύπτουν τους τοίχους αναφέρονται στη φωτιά.
  • Το δάπεδο που είναι από πέτρα και μάρμαρο αναφέρεται στη γη.
Και όλα αυτά τα στοιχεία υποτάσσονται στην γνώση του ανθρώπινου όντος, το οποίο με την δεξιοτεχνία του τα μετατρέπει σε πολύτιμα αντικείμενα τέχνης. Στο κέντρο του δωματίου ήταν ένας οκταγωνικός ναΐσκος διακοσμημένος με πολύτιμους λίθους και χρυσό ενώ στους τοίχους ήταν τοποθετημένοι οι καλύτεροι ζωγραφικοί πίνακες της εποχής. Τα γλυπτά της αρχαιότητας είχαν την δική τους θέση στο χώρο καθώς υπήρχαν θήκες και ράφια για να εκτίθενται αρχαία κοσμήματα, πολύτιμοι λίθοι και καμέες.
Η Πινακοθήκη 
Toν Ιούλιο του 1737 πεθαίνει ο Τζαν Γκαστόνε των Μεδίκων ( Gian Gastone de' Medici), τελευταίος στη σειρά της διαδοχής στη δυναστεία των Μεδίκων. Μένει μόνη κληρονόμος η αδελφή του Άννα Μαρία Λουΐζα (Λουδοβίκα)των Μεδίκων (Anna Maria Luisa ( Ludovica ) de 'Medici ). Τότε, όλα τα υπάρχοντα των Μεδίκων, συμπεριλαμβανομένων κτηρίων, χρημάτων, κοσμημάτων και συλλογών έργων τέχνης αλλά και εδαφών του πρώην Δουκάτου του Ουρμπίνο, περιέρχονται στην Άννα Μαρία Λουδοβίκα (Πριγκίπισσα του Παλατινάτου) . Η ιδία, ήταν λάτρης της τέχνης και βλέποντας την κατάσταση των άλλων Βασιλικών Οίκων, οι οποίοι έχουν ξεπουλήσει κυριολεκτικά όλους τους καλλιτεχνικούς και τους πολιτιστικούς θησαυρούς τους, δείχνει διορατικότητα και με μια αξιοσημείωτη πράξη της υπογράφει το γνωστό οικογενειακό σύμφωνο Patto di Famiglia σε συνεργασία με την Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία και τον Φραγκίσκο της Λωρραίνης. Σύμφωνα με αυτό υπάρχει απαράβατος όρος ότι όλη η προσωπική περιουσία των Μεδίκων, που παραχωρήθηκε από την ιδία στην δυναστεία της Λορένης δεν θα μεταφερθεί ποτέ έξω από τη Φλωρεντία[2]. Έτσι ξεκινά η ιστορία της Πινακοθήκης Ουφίτσι[3] η οποία έγινε δημοσίως προσβάσιμη το 1769, αν και ήταν ανοιχτή για το κοινό, κατόπιν αίτησης, ήδη από το 16ο αιώνα. Μετά την ένωση της Ιταλίας το 1861, γλυπτά και άλλα έργα τέχνης μεταφέρθηκαν από το Ουφίτσι σε άλλα μουσεία της πόλης, με αποτέλεσμα να περιοριστεί η συλλογή της κυρίως σε έργα ζωγραφικής. Το 1993, ορισμένες αίθουσες της πινακοθήκης υπέστησαν φθορά από έκρηξη βόμβας και ειδικότερα η αίθουσα Νιόβη.
Πηγή: Βικιπαίδεια
Ανιχνευτής ο Poof.