Life for Life
"Το θαύμα δεν είναι πουθενά
παρά κυκλοφορεί μέσα
στις φλέβες του ανθρώπου!!!"


"Στης σκέψης τα γυρίσματα μ’ έκανε να σταθώ
ιδέα περιπλάνησης σε όμορφο βουνό.
Έτσι μια μέρα το ’φερε κι εμέ να γυροφέρει
τ’ άτι το γοργοκίνητο στου Γοργογυριού τα μέρη !!!"


ΣΤΗΝ ΑΥΛΗ ΜΑΣ
Εμείς στο χωριό μας έχουμε ακόμα αυλές. Εκεί μαζευόμαστε, αμπελοφιλοσοφούμε,
καλαμπουρίζουμε, ψιλοτσακωνόμαστε μέχρι τις... πρώτες πρωινές ώρες! Κοπιάστε ν' αράξουμε!!!
-Aναζητείστε το"Ποίημα για το Γοργογύρι " στο τέλος της σελίδας.

28.3.18

Ελληνικότητα: Βίωμα ή αυθεντικότητα; του κ. Ηλία Γιαννακόπουλου. Ένας σοφός φιλόλογος με έδρα τα Τρίκαλα.

«Το ελληνικόν εόν όμαιμόν τε και ομόγλωσσον και Θεών ιδρύματα κοινά και θυσίαι ηθεά τε ομότροπα» (Ηρόδοτος, Ουρανία 144-14-16).
Το Μακεδονικό πέραν όλων των άλλων ανέδειξε και το θέμα της Ελληνικότητας. Ως όρος και περιεχόμενο είναι δύσκολο να προσδιοριστεί κι αυτή η σημασιολογική ασάφεια γεννά παρανοήσεις, αμφισβητήσεις και αντιπαλότητες όχι μόνο ανάμεσα στους γλωσσολόγους αλλά και μεταξύ ιστορικών, εθνολόγων αλλά και πληθυσμιακών ομάδων.
Ο όρος Ελληνικότητα χρησιμοποιείται από κάποιους (λαοί, άτομα, πνευματική δημιουργία….) που έχουν ανάγκη να πείσουν για την αυθεντικότητά τους και για τη μοναδικότητα της ταυτότητάς τους (ατομικής, εθνικής….). Συχνά δε, χρησιμοποιείται για να καταδείξει τη διαφορά – ετερότητα από τους άλλους και να αναδείξει την ανωτερότητα έναντι των άλλων.

Άλλοι συνδέουν την Ελληνικότητα με την εθνική ομφαλοσκόπηση ή τον ελληνοκεντρισμό κι άλλοι με μια στείρα και άγονη επιστροφή στο παρελθόν (ιστορική αρχετυπικότητα). Στόχος και των δυο μορφών η ανάγκη να καταδειχτεί ο αναλλοίωτος από το χρόνο χαρακτήρας της ελληνικής ιδιαιτερότητας και ιδιοπροσωπίας. Προσφεύγοντας στην αρχετυπική μήτρα του Ελληνισμού προβάλλουμε εμφαντικά στους «προηγμένους» ξένους τη διαχρονικότητα και οικουμενικότητα της εθνικής μας οντότητας. Παράλληλος στόχος της Ελληνικότητας είναι να φανερώσει πως βασικά στοιχεία του σύγχρονου Ευρωπαϊκού πολιτισμού ανευρίσκονται στο αρχαίο Ελληνικό μεγαλείο.
Ωστόσο, όποιους στόχους κι αν ικανοποιεί η χρήση του όρου Ελληνικότητα ή όποιες ανομολόγητες επιθυμίες ή ανασφάλειες υποκρύπτει είναι δύσκολο να προσδιοριστεί εννοιολογικά γιατί δεν είναι μια οντολογική ουσία μετρήσιμη κι αποδείξιμη αλλά περισσότερο ένα βίωμα και μια διαίσθηση.
Η Ελληνικότητα ως έννοια εισάγεται στην ελληνική γλώσσα στα 1851 από τον Κων/νο Πωπ και ο Πολυλάς την πρωτοεισάγει το 1860 στην απάντησή του προς τον Σπυρίδωνα Ζαμπέλιο υπερασπιζόμενος την ελληνικότητα της ποίησης του Σολωμού. Περισσότερο, όμως, ως έννοια και συζήτηση η Ελληνικότητα συνδέθηκε με τη δεκαετία και τη γενιά του 1930. Οι εκπρόσωποι αυτής της γενιάς (ποιητές, πεζογράφοι, διανοούμενοι) αναζητούν τρόπους επικοινωνίας και σύνδεσης του παρόντος με το παρελθόν στην προσπάθειά τους να ορίσουν το ελληνικό στοιχείο στην τέχνη και όχι μόνο. Επιτελείται μια εξιδανίκευση του παρελθόντος (ιδεατό πρότυπο) και μια προσπάθεια γόνιμης σύνδεσής του με το παρόν, χωρίς τις μιμήσεις. Γίνεται προσπάθεια, δηλαδή, να προβληθεί η ιστορική συνέχεια σε όλες τις εκφάνσεις της (γλώσσα, τέχνη, νοοτροπία…).
«Εσμέν Έλληνες το γένος, ως η τε φωνή και η πάτριος παιδεία μαρτυρεί» (Πλήθων).
Ωστόσο, το ζητούμενο της Ελληνικότητας ανευρίσκεται ως προβληματισμός αλλά και εθνική ανάγκη – επιταγή στα τέλη των Βυζαντινών χρόνων, όταν ο Χριστιανισμός και ο Ελληνισμός βρίσκονταν σε μια υπόγεια διαπάλη μέχρι που κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας βάδισαν παράλληλα και ως ένα βαθμό καθόρισαν τη Νεοελληνική Ταυτότητα.
Η συνέχεια της συζήτησης και του προβληματισμού απαντάται και στις αρχές του νεοελληνικού κράτους, όταν ετέθη το ζήτημα της μορφής – ταυτότητας (εθνικής, γλωσσικής,….) που θα έπρεπε να λάβει ως ελεύθερη κρατική οντότητα. Μια από τις παρενέργειες της προσπάθειας των νεοελλήνων για αυτοπροσδιορισμό ήταν και η δημιουργία του Αγγλικού, του Γαλλικού και Ρωσικού κόμματος που αν μη τι άλλο υποδήλωνε την εθνική ανασφάλειά τους (ετεροπροσδιορισμός).
Μια άλλη παράμετρος της Ελληνικότητας είναι και η σχέση της με τις έννοιες εθνική συνείδηση και εθνική ταυτότητα. Σίγουρα γειτνιάζουν σημασιολογικά, αλλά δεν ταυτίζονται. Συχνά αλληλοπροσδιορίζονται και γι’ αυτό από πολλούς χρησιμοποιούνται ως συνώνυμες έννοιες, αφού το νοηματικό φορτίο τους είναι ασαφές και ασταθές.
Η συνείδηση είναι κάτι πιο εσωτερικό και σταθερό, ενώ η ταυτότητα είναι κάτι το εξωτερικό και συχνά αλλάζει μορφή. «Η συνείδηση προϋποθέτει την ανακάλυψη εκ μέρους του υποκειμένου μιας προ-υπάρχουσας πολιτισμικής ιδιαιτερότητας, φυλετικής καταγωγής ή κοινωνικής θέσης, αντίθετα η ταυτότητα επιτρέπει την πολλαπλότητα καθώς κανείς μπορεί να εφευρίσκει και να εναλλάσσει ταυτότητες…. Διακινδυνεύω, λοιπόν, την ερμηνευτική υπόθεση ότι η ελληνικότητα προκύπτει ως έννοια για να γεφυρωθεί η διάσταση συνείδησης και ταυτότητας, να αναπληρωθεί, δηλαδή, η αδυναμία της συνείδησης να λειτουργήσει ως ταυτότητα» (Τζιόβας Δημήτρης «Ελληνικότητα: συνείδηση ή ταυτότητα»).
Οι όποιες προσπάθειες των ειδικών να προσδιορίσουν με ακρίβεια την έννοια της Ελληνικότητας υστερεί πάντα της αντίστοιχης του Ηροδότου. Πρώτος αυτός όρισε ως βασικές συνιστώσες του Ελληνισμού – Ελληνικότητας τα: Το όμαιμον, το ομόγλωσσον, το ομόθρησκον και το ομότροπον. Η κοινή καταγωγή, η ίδια γλώσσα, οι ίδιοι θεοί και οι τρόποι (πολιτισμός) διαμορφώνουν το βασικό ιστό της Ελληνικότητας. Λείπει το «ομότοπον» που θα περιόριζε την έννοια, αφού ο Ελληνισμός – Ελληνικότητα ως ιδέα ή πνεύμα υπερβαίνει τα γεωγραφικά όρια της αρχαίας πόλης – κράτους. Όσο κι αν τα παραπάνω στοιχεία απειλούνται με διάβρωση από τον παγκόσμιο ηλεκτρονικό ιστό, εξακολουθούν να αποτελούν σημείο αναφοράς για άτομα και λαούς.
Αν για τον Ηρόδοτο το «μέτρο» της Ελληνικότητας ήταν η καταγωγή, η γλώσσα, η θρησκεία και τα ήθη για τον Ισοκράτη (Αθηναίος ρήτορας) μέτρο ήταν η Αθηναϊκή παιδεία «και το των Ελλήνων όνομα πεποίηκεν μηκέτι του γένους, αλλά της διανοίας δοκείν είναι, και μάλλον Έλληνας καλείσθαι τους της παιδεύσεως της ημετέρας ή τους της κοινής φύσεως μετέχοντας» (Το όνομα των Ελλήνων δεν δήλωνε την καταγωγή αλλά τη διανόηση….και Έλληνες καλούνται αυτοί που μετέχουν στη δικιά μας παιδεία παρά στην κοινή φύση).
Για τον Ισοκράτη, δηλαδή, η Ελληνικότητα δεν είχε φυλετικό περιεχόμενο, αλλά πολιτιστικό. Για τη συμμετοχή, όμως, στους Ολυμπιακούς αγώνες η καταγωγή (Ελληνικότητα) ήταν η αναγκαία προϋπόθεση. Ο Αλέξανδρος Α’ ο Μακεδών έγινε δεκτός στους Ολυμπιακούς αγώνες αφού έπεισε για την Ελληνικότητά του «Αλέξανδρος δε επειδή απέδειξε ως είη Αργείος, εκρίθη τε είναι Έλλην και αγωνιζόμενος στάδιον συνεξέπιπτε τω πρώτω» (Ηρόδοτος, 5, 22).
Ωστόσο, ο όρος Ελληνικότητα στη διαχρονική της διαδρομή ταυτίστηκε με την κουλτούρα, την ιθαγένεια, τη γλώσσα ή και την εθνική ταυτότητα, χωρίς να συμπίπτει σημασιολογικά με κανένα από αυτά. Για κάποιους η Ελληνικότητα δεν είναι τίποτα άλλο παρά ένας άγονος εθνοκεντρισμός που μας εγκλωβίζει στο «δοξασμένο» παρελθόν. Ένα, δηλαδή, ιδεολόγημα που εμπεριέχει πολλά στοιχεία προγονοπληξίας. Για άλλους αποτελεί μια κληρονομιά ηθικοπνευματικής καλλιέργειας κι ένα συναίσθημα ιδιαιτερότητας και διαφοροποίησης σε σχέση με τα άλλα έθνη.
Ο σαφής, λοιπόν, προσδιορισμός της Ελληνικότητας ως βιώματος προσκρούει πάντα στην υποκειμενικότητα των κριτηρίων και προϋποθέσεων που επιλέγονται. Ωστόσο, όλοι συμφωνούν πως η Ελληνικότητα, ως βασικό συστατικό της εθνικής ταυτότητας του Έλληνα, δεν συνιστά κάτι αυτοφυές ούτε παράγωγο φαινόμενο κάποιων γονιδιακών καταβολών.
Η Ελληνικότητα, δηλαδή, προσδιορίζεται από δυο βασικές συνιστώσες, την ιστορία και τον πολιτισμό. Ο καθένας γεννιέται, ανατρέφεται, γαλουχείται κι αναπτύσσεται μέσα σε ένα ιστορικό και πολιτισμικό περιβάλλον που επιδρά καθοριστικά στη διαμόρφωση των βασικών συνιστωσών της εθνικής ταυτότητας. Η ιστορία και ο πολιτισμός συνθέτουν ένα συλλογικό ασυνείδητο το οποίο χρωματίζει με ιδιαίτερο τρόπο τους κώδικες ερμηνείας τόσο της εξωτερικής πραγματικότητας όσο και του εσωτερικού μας κόσμου.
Οι παραδόσεις, οι αξίες, τα πρότυπα, τα σύμβολα, οι κοσμοθεωρίες, η ηθική και γενικότερα η ιστορική μνήμη συνθέτουν με ένα περίεργο τρόπο τον ιστό της Ελληνικότητας, ως αυθεντικό βίωμα ή βιοθεωρία του ατόμου που αισθάνεται Έλληνας. Η συνείδηση, όμως, της εθνικής ιδιαιτερότητας λειτουργεί τόσο ως ενοποιητικός παράγοντας όσο και ως στοιχείο δημιουργικής διαφοροποίησης. Αυτός ο διττός ρόλος της εθνικής συνείδησης συνθέτει τα αντικρουόμενα ατομικά «πιστεύω» και υφαίνει τον πυρήνα της Ελληνικότητας, ως ολότητας – ενότητας.
Η ιστορία, λοιπόν, και ο πολιτισμός με τις συνεχείς ιδεολογικές επιχωματώσεις δομούν στην πορεία του χρόνου το εννοιολογικό ιστό της Ελληνικότητας. Η εθνική, επομένως, συνείδηση ενοποιεί σε μια δημιουργική αρμονία – σύνθεση τα παράλληλα υπόγεια ρεύματα της ιστορίας και του πολιτισμού υφαίνοντας έτσι το εθνικό μας «είναι», την Ελληνικότητα.
Ελληνισμός, λοιπόν, και Ελληνικότητα πασχίζουν να ισορροπήσουν ή να συνθέσουν αρμονικά το «Είναι» με το «γίγνεσθαι», τον Παρμενίδη με τον Ηράκλειτο.
Ο Ελύτης προσδιόρισε την Ελληνικότητα ως ένα μείγμα σκέψης, αίσθησης και θεώρησης του κόσμου. «Μια ζωήν ολόκληρη αγωνίστηκα για αυτό που λέμε Ελληνικότητα και που δεν είναι τίποτα άλλο παρά ένας τρόπος να βλέπεις και να αισθάνεσαι τα πράγματα».
Ο Ελευθέριος Βενιζέλος θεωρούσε πως «το να είσαι Έλληνας είναι θέμα αγωγής και όχι καταγωγής».
Το βίωμα της Ελληνικότητας (συνέχεια Παράδοσης και Παρόντος) το απέδωσε με έναν ξεχωριστό τρόπο ο Γ. Σεφέρης στο ποίημά του «Ο Ηδονικός Ελπήνωρ». Γιατί μόνο ποιητικά μπορεί κάποιος να ορίσει την Ελληνικότητα, γιατί η ποίηση χρησιμοποιεί τη γλώσσα αφαιρετικά. Και η Ελληνικότητα περισσότερο είναι αφαίρεση – βίωμα και λιγότερο οντότητα.
«-Τ’ αγάλματα είναι στο μουσείο./ – Όχι, σε κυνηγούν, πως δεν το βλέπεις;/ Θέλω να πω με τα σπασμένα μέλη τους/ με την αλλοτινή μορφή τους που δε γνώρισες/ κι όμως την ξέρεις./ -Τα αγάλματα είναι στο μουσείο/ Καληνύχτα/ -…. γιατί τ’ αγάλματα δεν είναι πια συντρίμμια, / είμαστε εμείς….»


Αγάπη, μια λέξη που χωράει μέσα ολόκληρο το σύμπαν. Ξανά και Ξανά Ηλίας Γιαννακόπουλος.

Του ΗΛΙΑ ΓΙΑΝΝΑΚΟΠΟΥΛΟΥ, ΦΙΛΟΛΟΓΟΥ

«Αγάπη δεν είναι να κοιτάζει ο ένας τον άλλο˙ αγάπη είναι να κοιτάζουν και οι δύο προς την ίδια κατεύθυνση» (Μπουσκάλια).

Κάθε προσπάθεια ορισμού ή έστω μιας εννοιολογικής προσέγγισης της έννοιας αγάπη προσκρούει πάντα στις πολλαπλές αποχρώσεις της που αφορούν το βαθύτερο περιεχόμενό της, τη διάρκειά της, την έντασή της και το αντικείμενο. Η δυσκολία του ορισμού δεν απορρέει μόνο από το γεγονός ότι συνιστά μια αφηρημένη έννοια αλλά κι από τη διαπίστωση ότι είναι ένα συναίσθημα που από τη φύση του είναι υποκειμενικό, και γι’ αυτό επιδέχεται πολλές κι αντιτιθέμενες ερμηνείες.

Διαφορετικά την προσεγγίζουν οι βιολόγοι, οι ψυχολόγοι, οι φιλόσοφοι, οι καλλιτέχνες….. υπάρχουν κι εκείνοι που αδυνατούν να διακρίνουν τις διαφορές και τα όρια ανάμεσα στην αγάπη και στον έρωτα. Ο έρωτας χαρακτηρίζεται από τα θυελλώδη συναισθήματα, ενώ η αγάπη από τον ειρηνικό της χαρακτήρα. Στον έρωτα κυριαρχεί ένας παραλογισμός κι ένα ανεξέλεγκτο συναίσθημα που πυροδοτεί τον ψυχικό κόσμο. Στόχος του η ένωση δύο ατόμων με προορισμό την ερωτική ικανοποίηση. Αντίθετα, στην αγάπη κυριαρχεί η σωφροσύνη που αποτελεί και το βάθρο μιας υγιούς ανθρώπινης σχέσης με εσωτερικό περιεχόμενο και διάρκεια.

Έτσι, έχουμε την μητρική αγάπη, την ερωτική, την υπερβατική αγάπη προς το θείο, τη φιλική, αδελφική, πατριωτική, την αγνή, την άδολη, τη φλογερή ή την αρρωστημένη. Κάποιοι πολιτισμοί έχουν δέκα ή και περισσότερες λέξεις για να αποδώσουν τις διάφορες μορφές της αγάπης. Γιατί, όμως, να ορίσουμε την έννοια της αγάπης όταν μπορούμε να τη νιώσουμε; «Μήπως όλες οι μορφές αγάπης είναι βασικά ένα πράγμα, οπότε η αγάπη, στις πάμπολλεςκαι πολυποίκιλες εκδηλώσεις της, είναι τελικά η μοναδική πραγματικότητα;» (Πάπας Βενέδικτος ΙΣΤ’).

Σχετικά με το αντικείμενο της αγάπης μας από τονΦρόινταρχικά κι από άλλους αργότερα επισημάνθηκαν τα εξής: α. Συνήθως αγαπάμε εκείνο το πρόσωπο, την ιδιότητα ή συμπεριφορά που ομοιάζει με τη δική μας. Στο πρόσωπο του άλλου βλέπουμε το δικό μας Εγώ. Άρα, στην περίπτωση αυτή στην ουσία δεν «αγαπάμε» τον άλλο αλλά ασυνείδητα το δικό μας Εγώ. Εδώ υπολανθάνει μια μορφή «αθώου» ναρκισσισμού. β. Ο άνθρωπος αρέσκεται να πλάθει την ιδανική μορφή – εικόνα του Εγώ του. Αυτή η εξιδανικευμένη μορφή εμπεριέχει όλα τα θετικά και επιθυμητά στοιχεία του Εγώ. Όταν αυτό το εξιδανικευμένο πρότυπο το βλέπουμε σε ένα άλλο πρόσωπο – Εγώ τότε αμέσως το πρόσωπο αυτό καθίσταται αντικείμενο αγάπης.

«Αγαπά κανείς το αντικείμενό του γιατί βρίσκει σ’ αυτό την τελειότητα που επεδίωκε για το δικό του Εγώ, και προσπαθεί να την εξασφαλίσει με αυτόν τον πλάγιο τρόπο για να ικανοποιήσει το ναρκισσισμό του» (Φρόιντ «Ψυχολογία των μαζών κι ανάλυση του Εγώ»).

Κατά καιρούς πολλοί μελετητές του κορυφαίου αυτού συναισθήματος, της αγάπης, αναλώθηκαν στην καταγραφή των αναγκαίων προϋποθέσεων για τη βίωσή της. Προϋποθέσεις που υπερβαίνουν τις απλές συνταγές και εισχωρούν στη βαθύτερη δομή του ανθρώπινου ψυχισμού. Κάθε πρόταση – προϋπόθεση, όμως, της αγάπης πρέπει να λαμβάνει υπόψη και την ελευθερία ως του κατεξοχήν στοιχείου που διέπει το βαθύτερο πυρήνα της. «Η αγάπη δεν κατέχει κι ούτε μπορεί να κατέχεται˙ γιατί η αγάπη αρκείται στην αγάπη» (ΧαλίλΓκιμπράν, «Ο προφήτης»).

Ο ΈριχΦρομ στο εμβληματικό του έργο «Η Τέχνη της Αγάπης θεωρεί πως «να αγαπάς προϋποθέτει το άτομο να έχει ξεπεράσει τη ναρκισσιστική παντοδυναμία». Αυτή η πρόταση υποδηλώνει και αισθητοποιεί πως η προσφορά αγάπης προϋποθέτει τον απεγκλωβισμό του υποκειμένου από τα δεσμά του ναρκισσισμού. Κι αυτό γιατί η αυτάρκεια και η δύναμη που γεννά ο ναρκισσισμός αναστέλλει κάθε εκδήλωση αγάπης προς τους άλλους. Ο ναρκισσιστής θαμπώνεται από το φωτεινό είδωλο του Εγώ του και αρκείται στην επιβεβαίωσή του μέσα από τον αυτοθαυμασμό του.

Επιπρόσθετα, η «ναρκισσιστική παντοδυναμία» κάνει το άτομο εγωιστικό και το υποχρεώνει να αναζητά την ευτυχία του όχι στην προσφορά προς τους άλλους αλλά στην αποδοχή του θαυμασμού από τους άλλους. Η προσφορά αγάπης, όμως, προϋποθέτει μετριοφροσύνη, αλτρουισμό και εσωτερική σεμνότητα. Αυτός που αγαπά νιώθει λίγο αδύναμος κι ανασφαλής γι’ αυτό και προσφέρει αγάπη με την ελπίδα της ανταπόκρισης. Η ταπεινοφροσύνη καθιστά το υποκείμενο της αγάπης συγκαταβατικό και ανεκτικό.

Επομένως, η αγάπη προϋποθέτει την απεξάρτηση του ατόμου από την οίηση της παντοδυναμίας του Εγώ και την αναζήτηση της χαράς και της εσωτερικής πληρότητας στην ταπεινότητα και στην ομολογία της αδυναμίας.

Σε ένα άλλο επίπεδο ο ΈριχΦρομθέτει ως προϋπόθεση της αγάπης το σεβασμό, που «δεν είναι φόβος ή δέος, αλλά σημαίνει την ικανότητα να βλέπεις ένα άτομο όπως είναι και να έχεις επίγνωση της μοναδικής του ατομικότητας». Αυτό σημαίνει πως το υποκείμενο της αγάπης έχει την ικανότητα να βλέπει το πρόσωπο – αντικείμενο της αγάπης στις πραγματικές του διαστάσεις και όχι όπως αυτό (υποκείμενο) θα ήθελε να είναι. Ο σεβασμός, δηλαδή, απομακρύνει κάθε υποκειμενική θεώρηση του άλλου και θρυμματίζει κάθε εγωιστική συμπεριφορά.

Ο σεβασμός, επίσης, βοηθά να αναγνωρίζουμε τις ιδιαιτερότητες του διπλανού μας και να τον αντιμετωπίζουμε ως μια μοναδική κι ανεπανάληπτη οντότητα. Η αποδοχή του άλλου ως μιας αυτόβουλης ατομικότητας συντελεί στην καλλιέργεια κι ανάδειξη θετικών στοιχείων και κυρίως του ανθρωπισμού και της αρετής της ανεκτικότητας. Έτσι, περιορίζεται η έμφυτη τάση του ανθρώπου να βλέπει αλλά και να θέλει όλοι οι άλλοι να τον υπηρετούν ή στην καλύτερη περίπτωση να «συμμορφώνονται» προς τις δικές του ιδιαιτερότητες.

Συναφές προς τα παραπάνω είναι και η αποδοχή της ατομικότητας του άλλου ως αφετηρία για την οικοδόμηση σχέσεων πάνω στην αρχή της αμοιβαιότητας και της δημιουργικής συμβίωσης. Προκειμένου δε για την αγάπη ο σεβασμός διασώζει το υποκείμενο από την τάση για απόλυτη κτήση – εξουσία πάνω σε εκείνο το πρόσωπο που διεκδικεί μερίδιο από τα αισθήματά μας. Όσο κι αν η αγάπη είναι εν μέρει δεσποτική και κτητική, ο σεβασμός ισορροπεί τις αντιφατικές διαθέσεις των υποκειμένων της αγάπης (επιθυμία να κυριαρχούν και να εξουσιάζονται) και διασώζει τελικά την αξιοπρέπεια αλλά και την ελευθερία τους.

Από μια άλλη σκοπιά ο Μπουσκάλιατονίζει πως η πραγματική αγάπη είναι αυτή που δεν αναμένει ανταλλάγματα «Είναι αγάπη μόνον όταν προσφέρεται χωρίς προσμονή ανταλλαγμάτων… Δεν μπορείς να επιμένεις να σ’ αγαπήσει κάποιος, να σου ανταποδώσει την αγάπη». Αυτό σημαίνει απαλλαγή από την προσδοκία της ανταπόδοσης, γιατί κανείς δεν μπορεί να εμπιστεύεται τα συναισθήματα των άλλων. Η μόνη εγγύηση για την αληθινή αγάπη είναι η εμπιστοσύνη στον εαυτό μας (αυτογνωσία).

Η απελευθέρωση, λοιπόν, από την επιθυμία – απαίτηση έναντι των άλλων συνιστά μια ακόμη προϋπόθεση της αληθινής αγάπης, γιατί οι άλλοι μπορούν να δώσουν μόνο όσα αυτοί νιώθουν και όχι όσα εμείς έχουμε ανάγκη. Γι’ αυτό, λοιπόν, χωρίς ιδιοτέλεια και υστεροβουλία «την αγάπη τη μοιραζόμαστε με τους άλλους. Ποιο σκοπό θα είχε η γνώση αν δεν την προσφέραμε στους σπουδαστές; Ποιο νόημα θα είχε η ομορφιά που δεν θα γινόταν εμπειρία και βίωμα όλων;» (Μπουσκάλια).

Θα ήταν, ωστόσο, παράλειψη αν σε όλα τα παραπάνω δεν παρουσιάζαμε την αιρετική άποψη του Φρόιντ σχετικά με τη Χριστιανική επιταγή «να αγαπάς τον πλησίον σου σαν τον εαυτό σου». Θεωρεί μια τέτοια αγάπη αθέμιτη κι ανώφελη και ίσως – ίσως «αδικία» προς αυτούς που πραγματικά αξίζουν την αγάπη του υποκειμένου «Γιατί να το κάνουμε αυτό; Σε τι θα μας βοηθήσει; Πώς μας είναι δυνατό; Η αγάπη μου είναι κάτι πολύτιμο για μένα που δεν μπορώ να το σκορπάω χωρίς να δίνω λόγο…. Για να αγαπώ κάποιον άλλο, πρέπει κατά κάποιον τρόπο να το αξίζει…. Κάνω μάλιστα αδικία, γιατί η αγάπη μου θα κριθεί από όλους τους δικούς μου σαν προτίμηση˙ είναι αδικία απέναντί τους που τοποθετώ τον ξένο στην ίδια θέση με αυτούς…. Προς τι μια τόσο επίσημα εμφανιζόμενη εντολή, αφού η εκτέλεσή της δεν μπορεί να συστηθεί σα λογική (Φρόιντ, «Ο πολιτισμός πηγή δυστυχίας»).

Την πλήρη αντίθεση του προς τη Χριστιανική αγάπη ο Φρόιντ την θεμελιώνει στον παραλογισμό που αυτή κρύβει «Υπάρχει μια δεύτερη εντολή που μου φαίνεται πιο ακατάληπτη και ξεσηκώνει μέσα μου ισχυρότερη αντίσταση. Αυτή λέει: Αγάπα τους εχθρούς σου… Τώρα καταλαβαίνω πως αυτό είναι μια περίπτωση παρόμοια με το Gredoquiaabsurdum». Υπέρμαχος της θέσης του Χομπς «Homohominilupus» ο Φρόιντ είναι αντίθετος στο κάλεσμα για αγάπη – ιδιαίτερα προς τον εχθρό μας – , αφού κάτι τέτοιο είναι μη εφικτό αλλά και αθέμιτο.

Ωστόσο, ο φιλόσοφος – ποιητής Σίλλερ επισημαίνει με έμφαση πως «η πείνα και η αγάπη στηρίζουν το μηχανισμό του κόσμου». Η πείνα αφορά την ικανοποίηση αναγκών για την υλική επιβίωση και συντήρηση του ατόμου. Η αγάπη στρέφεται στο αντικείμενο και διευκολύνει τη συνύπαρξη των ανθρώπων με στόχο τη διατήρηση του είδους.

Την απάντηση στις ενστάσεις του Φρόιντ δίνει ο Απ. Παύλος με τον Ύμνο της Αγάπης που συνιστά την ουσία της Χριστιανικής Θρησκείας και της διδασκαλίας του Ναζωραίου. «Εαν ταιςγλώσσαις των ανθρώπων λαλώ και των αγγέλων, αγάπηνδε μη έχωγέγονα χαλκός ηχών ή κύμβαλον αλαλάζον…..αγάπην δε μη έχω, ουδέν ωφελούμαι….. Η αγάπη μακροθυμεί, χρηστεύεται, ….. ου ζητεί τα εαυτής, ου λογίζεται το κακόν… πάντα στέγει… πάντα υπομένει… νυνί δε μένει πίστις, ελπίς, αγάπη, τα τρία ταύτα˙ μείζων δε τούτων η αγάπη» (Απ. Παύλου, Επιστολή Α’ Προς Κορινθίους, ιγ).

Αγάπη, επομένως, χωρίς «όρους και όρια» προς όλους και προς τον εαυτό μας, γιατί μόνον έτσι θα εξανθρωπίσουμε τον κόσμο και θα λυτρώσουμε τον ψυχισμό μας κόσμο από το φθόνο και το φόβο των άλλων.

«Εκείνη η αγάπη είναι μεγάλη, όταν φέρνει μέσα μας, τέτοιες αλλαγές όσες δεν έφεραν όλες οι επαναστάσεις του κόσμου».

Μήπως είμαστε ευτυχισμένοι και δεν το γνωρίζουμε; Το διπλό πρόσωπο της επιτυχίας του κ. Ηλία Γιαννακόπουλου.

«Υπάρχει πάντα κάτι στην επιτυχία,/που ενοχλεί ακόμα/ και τους καλύτερους φίλους σου./ Κανένας δεν αντέχει την επιτυχία σου,/ενώ στην αποτυχία σού συμπαραστέκονται/ακόμα και οι εχθροί σου.»(Μπουκάι).

 Η ανθρώπινη ύπαρξη είναι από τη φύση της πολυδιάστατη. Εκείνο, όμως, που την ξεχωρίζει από τα άλλα θεϊκά-φυσικά δημιουργήματα είναι η λογική και η ελεύθερη βούληση. Τα ποιοτικά και μοναδικά αυτά χαρακτηριστικά του ανθρώπου αποτέλεσαν τη βάση για την ανέλιξη και ολοκλήρωσή του αλλά και για την κοινωνική πρόοδο. Ωστόσο η ατομική εξέλιξη και η κοινωνική πρόοδος έγιναν πραγματικότητα μέσα από μία εσωτερική ανάγκη-δύναμη, την επιτυχία, που συνθέτει τα δύο παραπάνω βασικά γνωρίσματα (λογική-ελεύθερη βούληση).

Όταν η εσωτερική ανάγκη για επιτυχία υπηρετείται με «φυσικούς όρους και τρόπους» ενεργοποιεί τον εσωτερικό μας κόσμο και συμβάλλει αποφασιστικά στην ατομική εξέλιξη και στην κοινωνική πρόοδο. Αυτοί οι «φυσικοί όροι και τρόποι» σχετίζονται με την ηθική των κινήτρων, των μέσων και των στόχων που τίθενται.

Πρωτίστως η αξία της επιτυχίας διαφαίνεται στον ψυχολογικό-συναισθηματικό τομέα. Αρχικά αφυπνίζονται όλα τα θετικά και δημιουργικά στοιχεία του εσωτερικού κόσμου του ατόμου. Ειδικότερα καλλιεργούνται το θάρρος, η θέληση, η υπομονή και η καρτερικότητα. Ισχυροποιείται η βούλησή του, η αποφασιστικότητα και εθίζεται στην αγωνιστική στάση ζωής. Επίσης η επιτυχία προϋποθέτει αλλά και συντείνει στην αυτογνωσία και στον αναγκαίο αυτοέλεγχο. Νιώθει ανεξάρτητο και κατακτά ένα υψηλό επίπεδο εσωτερικής ελευθερίας. Καθίσταται, επίσης, καθοριστικός παράγοντας ψυχικής πληρότητας και ισορροπίας. Η αυτοεκτίμηση είναι πάντα συνάρτηση του μεγέθους-πλήθους των επιτυχιών στους επιλεγμένους στόχους.

Εξίσου, όμως, σημαντική θεωρείται η συνδρομή της επιτυχίας στην πνευματική ανέλιξη του ατόμου. Ειδικότερα η επιτυχία οξύνει την κριτική σκέψη, αυξάνει την αντιληπτική ικανότητα, ενισχύει την οξυδέρκεια και γενικότερα κινητοποιεί το πνευματικό οπλοστάσιο. Το άτομο στην προσπάθειά του να κατανοήσει τα αντικειμενικά δεδομένα ( βασικός όρος της επιτυχίας ) εθίζεται στην συνθετική και αναλυτική σκέψη, στον ορθολογισμό και στις λογικές αξιολογήσεις. Επιπλέον ανθοφορεί η προνοητικότητα, η ευθυκρισία και η δεκτικότητα σε νέες θέσεις-ιδέες. Γενικότερα η επιτυχία πυροδοτεί όλα τα θετικά στοιχεία της πνευματικής υπόστασης του ατόμου.

Θα ήταν, όμως, ασυγχώρητη αβλεψία, αν δεν προσμετρούσαμε στα θετικά της επιτυχίας και την κοινωνική ωρίμανση του ατόμου. Το υποκείμενο επικοινωνεί με τους συνανθρώπους, συνάπτει σχέσεις και συγχρωτίζεται με ένα πλήθος διαφορετικών ανθρώπων στον δρόμο προς την τελική πραγμάτωση των στόχων. Συνεργάζεται ή ανταγωνίζεται, συγκρούεται και δοκιμάζει τις δυνάμεις του σε σχέση με τους άλλους και τα αντίπαλα συμφέροντα. Γνωρίζει τα όρια του ατομικισμού και της κοινωνικής συνείδησης κι έτσι καθίσταται φορέας τόσο κοινωνικών όσο και ηθικών αξιών ( συντροφικότητας, αλτρουϊσμός, σεβασμός, ανεκτικότητα ).

Γενικότερα η επιτυχία βοηθά να κρίνουμε την πραγματικότητα, να τη διαχειριζόμαστε και να την επαναπροσδιορίζουμε. Αναβαθμίζει το ρόλο του εγώ μας και το απελευθερώνει από τη σισύφεια κατάρα να επαναλαμβάνει χωρίς νόημα την καθημερινότητά του. Αυτό συμβάλλει στο μετασχηματισμό του ατόμου σε μαχητή της ζωής που κάθε στιγμή βιώνει το αίσθημα της κοινωνικής αποδοχής που είναι τόσο αναγκαία για τη συγκρότηση ενός συνεκτικού και ανθεκτικού εγώ.

Σε όλα τα παραπάνω θα μπορούσε να αντιτείνει κανείς πως η επιτυχία έχει και τη σκοτεινή της πλευρά και μπορεί να λειτουργήσει αρνητικά για το άτομο. Επειδή στη ζωή μας τίποτα δεν είναι σύμβολο του απόλυτου καλού ή κακού κρίνεται φρόνιμο να φωτιστεί και η αρνητική εκδοχή της επιτυχίας, όσο κι αν αυτό φαντάζει παραδοξότητα.

Όπως τονίστηκε όταν η επιτυχία κινείται σε υγιή βάση αποτελεί παράγοντα πρόοδου και εξέλιξης. Ωστόσο, όταν η ανάγκη για επιτυχία υπερβεί τα «νόμιμα» και τα «φυσικά» πλαίσια εγκυμονεί δυσάρεστα αποτελέσματα για το υποκείμενο. Όταν, δηλαδή, η επιτυχία καταστεί το μοναδικό κίνητρο σε όλα τα επίπεδα της ζωής – αυτοσκοπός – συνοδεύεται από καταστροφικά αποτελέσματα.

Ειδικότερα η επιτυχία πολλές φορές τρέφει την οίηση και την σφαλερή αντίληψη της ανωτερότητάς μας έναντι των άλλων. Μας ωθεί σε μια ψευδαίσθηση-υπερεκτίμηση των δυνατοτήτων μας, γεγονός που γεννά συμπεριφορές έπαρσης, υπεροψίας και αλαζονείας. Χάνουμε την αίσθηση του μέτρου και παύουμε να λειτουργούμε με βάση τον ορθολογισμό. Γινόμαστε εύκολα πρεσβευτές της ματαιοδοξίας και της κενοδοξίας. Αποτέλεσμα όλων αυτών των αρνητικών μια στάση απαξίωσης και υποβιβασμού των συνανθρώπων μας.

Όταν, επίσης, καθίσταται έμμονη ιδέα, σύνδρομο ζωής και απόλυτος σκοπός- αυτοσκοπός επιδρά αρνητικά σε ψυχολογικό επίπεδο. Συνοδεύεται από πλήθος ψυχολογικών προβλημάτων, όπως νευρώσεις, άγχος, αγωνία και ανασφάλεια. Η επιθυμία για φιλοπρωτία και προσωπική προβολή φθείρει ψυχικά το άτομο και το εγκλωβίζει στον εφιάλτη της πιθανότητας μιας αποτυχίας που θα αποδομούσε κάθε στοιχείο αυτοπεποίθησης. Κι αυτό, γιατί ο «πετυχημένος» δύσκολα συμβιβάζεται με την ήττα και τη «δεύτερη θέση».

Η μεγαλομανία και το αίσθημα του «ανικανοποίητου«- παράγωγα φαινόμενα μιας λανθασμένης διαχείρισης της επιτυχίας- τρέφουν έναν αρρωστημένο ναρκισσισμό κι έναν υπέρμετρο εγωκεντρισμό που με το χρόνο επωάζουν αντικοινωνικές συμπεριφορές και ιδιοτελείς πράξεις . Έτσι η επιτυχία μπορεί να γεννήσει την επιθυμία για χρήση αθέμιτων μέσων που από τη φύση τους εμπεριέχουν στοιχεία αμοραλισμού και αντικοινωνικότητας. Παρατηρείται, δηλαδή, μία άμβλυνση της ηθικής συνείδησης, ένας ηθικός σχετικισμός κι ένας ηθικός εκτραχηλισμός.

Ανάλογα φαινόμενα εμφανίζονται και στην επιλογή των στόχων. Γιατί, όταν η επιτυχία τυφλώνει το νού κι αποφλοιώνει τον ηθικό κώδικα τότε και η επιλογή των στόχων γίνεται με βάση την προσωπική επιβεβαίωση και όχι την προαγωγή του κοινού καλού και την ηθική τελείωση του ατόμου.

Βέβαια, ο άνθρωπος, δεν μπορεί να ζήσει και να παραμείνει άνθρωπος χωρίς το στοιχείο που τον δικαιώνει και τον επικυρώνει: τη δημιουργία και την επιτυχία. Για να μην καταστεί, όμως, η επιτυχία πηγή κακών και ανθρωποβόρων-ψυχοβόρων καταστάσεων απαιτείται συνεχής ενγρήγορση και η αποδοχή του μέτρου σε κάθε πράξη μας.

Επειδή στη ζωή μας τίποτα δεν είναι μόνιμο, συνεχές και σταθερό, πρέπει να εθίζουμε στην ειρηνική συνύπαρξη τόσο με τις επιτυχίες όσο και με τις αποτυχίες. Διαφορετικά κινδυνεύουμε παρασυρόμενοι από τη μέθη και το μύθο της επιτυχίας να ακυρώσουμε τα υγιή βάθρα της ζωής μας και να επιβεβαιώσουμε τον Καβαφικό στίχο » Υπεροψίαν και μέθην θα είχε ο Δαρείος «.

Οι συνταγές για τη σωστή διαχείριση της επιτυχίας σπανίζουν ή δεν πείθουν. Η λύση βρίσκεται στον αυτοπροσδιορισμό » Το να βρεις το κέντρο σου/και να το αφήσεις σε οδηγεί/είναι η μοναδική ευτυχία/που μπορεί να συμβεί στον κόσμο.»

Η προτροπή που ακολουθεί αφορά τους φοβισμένους και αυτούς που αναζητούν τη σιγουριά στην αγέλη » Αν θέλεις να πετύχεις,/αν θέλεις να σε τιμά/η κοινωνία/ και να σε σέβονται οι μάζες,/ το πρώτο πράγμα/ που χρειάζεται να κάνεις/ είναι να πάψεις να είσαι/ ο εαυτός σου./ Κρύψε τον εαυτό σου/ και να λειτουργείς σύμφωνα/ με τις προσδοκίες των άλλων» ( Μπουκάι).