Life for Life
"Το θαύμα δεν είναι πουθενά
παρά κυκλοφορεί μέσα
στις φλέβες του ανθρώπου!!!"


"Στης σκέψης τα γυρίσματα μ’ έκανε να σταθώ
ιδέα περιπλάνησης σε όμορφο βουνό.
Έτσι μια μέρα το ’φερε κι εμέ να γυροφέρει
τ’ άτι το γοργοκίνητο στου Γοργογυριού τα μέρη !!!"


ΣΤΗΝ ΑΥΛΗ ΜΑΣ
Εμείς στο χωριό μας έχουμε ακόμα αυλές. Εκεί μαζευόμαστε, αμπελοφιλοσοφούμε,
καλαμπουρίζουμε, ψιλοτσακωνόμαστε μέχρι τις... πρώτες πρωινές ώρες! Κοπιάστε ν' αράξουμε!!!
-Aναζητείστε το"Ποίημα για το Γοργογύρι " στο τέλος της σελίδας.

22.3.16

ΣΥΝΤΟΜΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ Χ. ΤΖ. ΓΟΥΕΛΣ. Από τον ανιχνευτή Επικούρειο Πέπο.

Από την ουτοπία στην Ιστορία

Μια γοητευτική εξιστόρηση που αρχίζει με την καταγωγή της Γης και φθάνει ως το 1922 από τον συγγραφέα της «Μηχανής του χρόνου» Χ. Τζ. Γουέλς
Ο Χ. Τζ. Γουέλς




 
H. G. Wells
Σύντομη ιστορία του κόσμου
Σχολιασμένη έκδοση από τον Μάικλ Σέρμπορν.
Εισαγωγή του Νόρμαν Στόουν.
Μετάφραση Γιώργος Μαραγκός.
Εκδόσεις Κέδρος

Ο Χέρμπερτ Τζορτζ Γουέλς (1866-1946) υπήρξε εξαιρετικά πληθωρικός και ως συγγραφέας και ως προσωπικότητα της πνευματικής και κοινωνικής ζωής της Αγγλίας. Ηταν επίσης θαυμάσιος συγγραφέας - και πρωτοπόρος στην εποχή του. Συγγραφέας της ουτοπίας αλλά και πρόδρομος της επιστημονικής φαντασίας, εξέδωσε 150 μπροσούρες και βιβλία, κάποια από τα οποία, όπως Η μηχανή του χρόνου, Το νησί του δρος Μορώ ή Ο αόρατος άνθρωπος, παραμένουν αξεπέραστα. Αλλά εκτός από τα μυθοπλαστικά του έργα έγραψε και πλήθος άλλα, πολιτικού και επιστημονικού περιεχομένου. Το κυριότερο από αυτά, η Σύντομη ιστορία του κόσμου, μεταφρασμένο υποδειγματικά από τον Γιώργο Μαραγκό, κυκλοφορεί τώρα και στη γλώσσα μας 93 χρόνια μετά την πρώτη του έκδοση στη Μεγάλη Βρετανία.
Αναρωτιέται κανείς: Είναι δυνατόν μέσα σε λιγότερες από 500 σελίδες να γραφτεί η ιστορία - έστω και σύντομη - του κόσμου από την καταγωγή της Γης ως το 1922 που τελειώνει το βιβλίο του Γουέλς; Κι όμως ο συγγραφέας αυτός αποδεικνύει πως είναι. Γιατί εκείνο που εισπράττουμε  ολοκληρώνοντας την ανάγνωσή του είναι πως ο Γουέλς δεν στόχευε στο να «καταγράψει» την ιστορία του κόσμου αλλά να μας πει ποιος είναι - και άρα ποιος πρέπει να είναι ή να γίνει - ο κόσμος, η ανθρωπότητα, δηλαδή, που καθώς παρατηρεί βρίσκεται τώρα στην εφηβεία της. Και πως όσα είχε ως τότε κατορθώσει ο άνθρωπος δεν ήταν παρά «το προοίμιο των όσων έχει να κάνει ακόμα».
Σε μια εποχή ακραίας εξειδίκευσης ο αναγνώστης απορεί και θαυμάζει που ένας συγγραφέας μπορεί να έχει τόσες γνώσεις, όχι μόνον ιστορίας αλλά και εθνολογίας και φυσικών επιστημών, με άλλα λόγια γνώσης της Ιστορίας σε ένα τέτοιο πεδίο. Να είναι ενημερωμένος για την αρχαία Ελλάδα, για τη Ρώμη, την Οθωμανική Αυτοκρατορία, τον πολιτισμό και την ιστορία της Κίνας, των Αράβων, των ΗΠΑ, της Βιομηχανικής Επανάστασης, της αποικιοκρατίας ή της ανάπτυξης των ιδεών στην Ευρώπη. Ηταν άραγε ένας homo universallis; Kατά μία έννοια, ναι. Ηταν όμως πρωτίστως συγγραφέας που διέθετε δύο αρετές οι οποίες συνδυασμένες αρμονικά δίνουν το μέτρο της επιτυχίας του: έγραφε για να πει την άποψή του και να εκφραστεί, δηλαδή λειτουργούσε με λογοτεχνικά κριτήρια είτε ως μυθιστοριογράφος είτε ως δοκιμιογράφος, αλλά και για να διαβαστεί. Αυτό ήταν το δίδαγμά του από τη μακρά και εξαιρετικά επιτυχημένη θητεία του στη δημοσιογραφία και τον πολιτικό λόγο, αφού υπήρξε ειρηνιστής, πρώιμος σοσιαλιστής και για ένα διάστημα φαβιανός.
Επιπλέον, στην εποχή του συνέβη μια μεγάλη επανάσταση που επηρέασε τα ευρωπαϊκά γράμματα σε μεγαλύτερο βάθος από όσο πιστεύουμε. Επρόκειτο για τη δαρβινική θεωρία. Γι' αυτό και η θητεία του Γουέλς στο έργο του Τόμας Χένρι Χάξλεϊ (παππού του Αλντους Χάξλεϊ) ο οποίος απεκλήθη «το μπουλντόγκ του Δαρβίνου» είναι εμφανέστατη.
Το γενικότερο συμπέρασμα που προκύπτει από τη Σύντομη ιστορία είναι πως με τη βοήθεια της επιστήμης ο κόσμος μπορεί να γίνει καλύτερος. Δεν είναι μια τυφλή πίστη στην πρόοδο. Είναι περισσότερο μια προσδοκία. Πέραν αυτού, το βιβλίο είναι κι ένα θαυμάσιο ανάγνωσμα.
Πηγή: Αναστάσιος Βιστωνίτης ΤΟ ΒΗΜΑ                                                            

Tολστόι ή Ντοστογιέφσκι; Ένα βιβλίο του Τζώρτζ Στάϊνερ. Από τον ανιχνευτή Επικούρειο Πέπο.

Τζωρτζ Στάϊνερ
Τολστόι ή Ντοστογιέφσκι.
Δοκίμιο Παλαιάς Κριτικής
Μετάφραση Κώστας Σπαθαράκης.

Αυτό είναι το πρώτο βιβλίο που εξέδωσε ο Τζορτζ Στάινερ. Τον καθιέρωσε σχεδόν αμέσως ως έναν από τους σημαντικότερους δοκιμιογράφους και δεν είναι ανεξήγητο που ακόμη και σήμερα αποτελεί έργο αναφοράς. Eξεδόθη το 1959, όταν η Νέα Κριτική κυριαρχούσε όχι μόνο στο εσωτερικό της αγγλόφωνης πανεπιστημιακής κοινότητας αλλά και στις κριτικές αναλύσεις στα περιοδικά της εποχής. Ο Στάινερ, παρότι αναγνωρίζει τις οφειλές του στη Νέα Κριτική που επανέφερε το ζήτημα της σοβαρής ανάγνωσης και ανάλυσης των λογοτεχνικών έργων, δεν ασπάζεται το δόγμα των εκπροσώπων της ότι το έργο είναι αυτόνομη ενότητα ανεξάρτητη από τον δημιουργό της. Χαρακτηρίζει την κριτική του «παλαιά» (οι κοινωνιολόγοι θα τη χαρακτήριζαν «ολιστική») επειδή συνδέει τον δημιουργό με το έργο, την εποχή, το παρελθόν και το παρόν. Και επιλέγει τους δύο κορυφαίους του ρωσικού ρεαλισμού, τον Τολστόι και τον Ντοστογέφσκι, ως τα αντιπροσωπευτικότερα παραδείγματα.


Η ανάλυση του Στάινερ είναι συγκριτική, η μέθοδός του διαλεκτική (χεγκελιανή), η αφήγησή του πολυπρισματική και αναφέρεται σε ένα τεράστιο φάσμα συγγραφέων και έργων προϋποθέτοντας ότι ο αναγνώστης τα γνωρίζει. Η περιοχή του εδώ είναι το μυθιστόρημα, δεν παραλείπει όμως όποτε του είναι χρήσιμο να αναφέρεται και σε ποιητές. Στο κέντρο της τοποθετεί τον Τολστόι και τον Ντοστογέφσκι, συγγραφείς με τους οποίους οι Νέοι Κριτικοί ουδέποτε ασχολήθηκαν. Αντιπαραθέτοντάς τους και αναλύοντας τα μείζονα έργα τους εξηγεί γιατί μέσω των επιτευγμάτων τους αποδεικνύεται η ενότητα του δυτικού πολιτισμού: ο Τολστόι είναι ο επικός, ο κληρονόμος της ομηρικής παράδοσης, ενώ ο Ντοστογέφσκι ο δραματικός, ο διάδοχος των ελλήνων τραγικών και του Σαίξπηρ.
Προτιμά ελαφρώς τον Ντοστογέφσκι
Ο αναγνώστης δεν καλείται να επιλέξει ανάμεσα στον Τολστόι και στον Ντοστογέφσκι - μολονότι ο Στάινερ φαίνεται να προτιμά ελαφρώς τον δεύτερο. Αν όμως το πράξει, κατά την ευφυέστατη ανάλυσή του, στρατεύεται υπαρξιακά στη φαντασία. Θα κινηθεί ανάμεσα στο μυστήριο που αντιπροσωπεύει το μέλλον (Τολστόι) και στο μυστήριο του Θεού (Ντοστογέφσκι). Ο Τολστόι πίστευε ότι μόνο η κοινωνία των ανθρώπων μπορεί να μας δείξει το μονοπάτι της ζωής και πως ο Θεός υπάρχει μέσα μας. Αυτό εκφράζεται κατ' εξοχήν στο μεγάλο του έπος, το Πόλεμος και ειρήνη, αλλά και σε πλήθος άλλα κείμενά του. Για τον Ντοστογέφσκι μόνο η πίστη μπορεί να σώσει τον άνθρωπο. Αντιπαραθέστε στις απόψεις του Τολστόι τις φοβερές σελίδες της συνάντησης του Χριστού με τον Μεγάλο Ιεροεξεταστή στους Αδελφούς Καραμαζόφ και θα καταλάβετε τη διαφορά.
Λέων Τολστόι, ο επικός, ο κληρονόμος της ομηρικής παράδοσης
Ο Στάινερ βεβαίως αναφέρεται και σε άλλες διαφορές. Μία από τις κυριότερες: ο Τολστόι είναι συγγραφέας του φυσικού κόσμου, ενώ ο Ντοστογέφσκι κατ' εξοχήν της πόλης (γι' αυτό και τα μυθιστορήματα του τελευταίου διαθέτουν απαράμιλλη θεατρικότητα και διασκευές τους έχουν ανεβεί σε πολλές θεατρικές σκηνές παγκοσμίως). Ο Τολστόι είναι η φύση, η γη, ο απέραντος κόσμος της δημιουργίας. Ο Ντοστογέφσκι είναι το δράμα (κάποτε και το μελόδραμα) και ο χώρος του δράματος, δηλαδή η πόλη. Και επειδή για τον Τολστόι καθήκον μας, με την έννοια του ηθικού αιτήματος,  είναι να δημιουργήσουμε ένα επί γης βασίλειο του Θεού, χριστιανισμός και  παγανισμός συγκλίνουν στο έργο του και διαμορφώνουν την ουτοπία του. Οι διαφορές ανάμεσα στην πόλη και στην ύπαιθρο για τον Τολστόι δεν είναι μόνο ηθικής αλλά και αισθητικής και κοινωνικής τάξεως. Αν η κοινωνία είναι η μόνη που μπορεί να μας δείξει το μονοπάτι προς το μέλλον, αντιλαμβανόμαστε γιατί οι μπολσεβίκοι προτιμούσαν τον Τολστόι από τον Ντοστογέφσκι (που τον προτιμούν επίσης οι αναρχικοί) ή γιατί τον θαύμαζε ο Γκάντι.
Ο Στάινερ παρατηρεί ότι «ο Θεός του Τολστόι εμπλέκεται σε έναν συναρπαστικό ανταγωνισμό με τον Θεό του Ντοστογέφσκι». Τον τελευταίο τον απορρίπτει όχι μόνο ο Ναμπόκοφ αλλά και πολλοί ορθολογιστές τόσο για τον πανσλαβισμό του όσο και για τον κατά τον Μπέρτραντ Ράσελ νευρωτικό χριστιανισμό του.
Υπεράσπιση του δυτικού πολιτισμού
Ο Τολστόι και ο Ντοστoγέφσκι δεν συναντήθηκαν ποτέ (όπως ουδέποτε συναντήθηκε ο Σολωμός με τον Κάλβο όταν ζούσαν και οι δύο στη Ζάκυνθο). Είχε κανονιστεί μια συνάντησή τους, αλλά ο Τολστόι έκανε πίσω την τελευταία στιγμή.
Ο Στάινερ εκφράζει τον θαυμασμό του και για τους δύο από την αρχή ακόμη του βιβλίου του και συγκρίνοντάς τους με τους ρεαλιστές άλλων χωρών τους θεωρεί ανώτερους. Ετσι, για τον ίδιον η Αννα Καρένινα του Τολστόι είναι ανώτερη από τη Μαντάμ Μποβαρύ του Φλoμπέρ και ο γίγαντας του γαλλικού ρεαλισμού Μπαλζάκ κατώτερος από τους δύο Ρώσους.
Το εύρος των παραθεμάτων και των παραδειγμάτων που χρησιμοποιεί τούτος ο Γαργαντούας της γραφής είναι τεράστιο και εμφανώς οφείλεται στο ότι ήθελε να καταπλήξει. Ο αναγνώστης μπορεί αρκετά από τα βιβλία στα οποία παραπέμπει να μην τα έχει διαβάσει, αλλά δεν δυσκολεύεται να παρακολουθήσει τους συλλογισμούς και τη ροή του σταϊνερικού λόγου, γιατί αυτός ο μείζων δοκιμιογράφος, που δοκίμασε τις δυνάμεις του και στη μυθοπλασία χωρίς επιτυχία, διαθέτει ένα σπάνιο για δοκιμιογράφο προσόν: ασύγκριτη αφηγηματική χάρη που συνοδεύει ένα ανήσυχο και σπινθηροβόλο πνεύμα. Θα έλεγα ότι, πέραν του θέματος που πραγματεύεται, το βιβλίο του συνιστά και μια υπεράσπιση του δυτικού πολιτισμού, των μεγάλων αφηγήσεων και της λογοτεχνίας στο σύνολό της. Αυτή είναι άλλωστε η κινητήρια δύναμη και του έργου που κατέθεσε αργότερα.
Σχεδόν όλα τα σημαντικά  βιβλία του Τζορτζ Στάινερ έχουν μεταφερθεί στη γλώσσα μας. Το Τολστόι ή Ντοστογέφσκι (ή και οι δύο, θα λέγαμε), μεταφρασμένο θαυμάσια από τον Κώστα Σπαθαράκη, έρχεται τώρα να προστεθεί στον «κατάλογο».
Ο Στάινερ στο εγκώμιό του για τον Λούκατς, που περιλαβάνεται στη συλλογή δοκιμίων του Language and Silence, αναφερόμενος στη «μούσα της κριτικής», την αποκαλεί «μικρή». Δεν είναι διόλου βέβαιος κανείς γι' αυτό, ιδίως όταν διαβάζει δοκιμιογράφους του δικού του διαμετρήματος.
Πηγή: Αναστάσιος Βιστωνίτης ΤΟ ΒΗΜΑ

ΕΜΙΛ ΖΟΛΑ Το 1898 ο Εμίλ Ζολά ήταν ο πιο διάσημος ευρωπαίος συγγραφέας. Από τον ανιχνευτή Επικούρειο Πέπο.


Το 1898 ο Εμίλ Ζολά ήταν ο πιο διάσημος ευρωπαίος συγγραφέας. Στις 13 Ιανουαρίου εκείνης της χρονιάς δημοσιεύθηκε πρωτοσέλιδο στην εφημερίδα «L'Aurore» το ιστορικό του άρθρο με τίτλο «J'Accuse» («Κατηγορώ»). Παραμένει και σήμερα η πιο διάσημη πρώτη σελίδα στην ιστορία της δημοσιογραφίας.
Τα περιστατικά είναι λίγο-πολύ γνωστά: ο εβραϊκής καταγωγής λοχαγός του γαλλικού στρατού Αλφρεντ Ντρέιφους κατηγορήθηκε για κατασκοπεία, δικάστηκε και καταδικάστηκε σε ισόβια δεσμά και εστάλη να εκτίσει την ποινή του στο φοβερό Νησί του Διαβόλου. Η δίωξη και η καταδίκη του υπήρξαν προϊόν συνωμοσίας που εξυφάνθηκε στα ανώτερα κλιμάκια του στρατού. Τους συνωμότες κατηγορεί ευθέως στο άρθρο του κατονομάζοντάς τους ο Ζολά, ο οποίος προκειμένου να αποφύγει τις διώξεις αναγκάστηκε να αυτοεξοριστεί για έναν χρόνο.

Μαζί του όμως συντάχθηκαν κάποιοι από τους λαμπρότερους γάλλους συγγραφείς της εποχής (ανάμεσά τους ο Ανατόλ Φρανς και ο Μαρσέλ Προυστ). Απέναντί τους είχαν βεβαίως τη γαλλική Ακροδεξιά, στην οποία ανήκαν και κάποιοι διόλου ευκαταφρόνητοι διανοούμενοι, όπως ο Μορίς Μπαρές και ο Σαρλ Μοράς.
Υστερα από διαδοχικές δίκες ο Ντρέιφους απαλλάχθηκε. Εκτοτε οι διανοούμενοι στη Γαλλία θα αποκτούσαν τεράστιο κύρος και θα το διατηρούσαν ως τις αρχές της δεκαετίας του 1990, όταν η παρεμβατική τους δύναμη θα εξασθενούσε σε τέτοιον βαθμό ώστε στον γαλλικό Τύπο να δημοσιεύονται άρθρα με τίτλους όπως «Τι απέγιναν οι διανοούμενοι;» ή «Τέλος των διανοουμένων;».
Το «Κατηγορώ» του Ζολά παραμένει και σήμερα ένα κείμενο που συνδυάζει υποδειγματικά την πολιτική άποψη και το ερευνητικό - και άρα αποκαλυπτικό - ρεπορτάζ. Εκτός Γαλλίας είναι σχεδόν το μόνο γνωστό δημοσιογραφικό του κείμενο. Ωστόσο δεν ήταν ένα περιστασιακό άρθρο. Ο Ζολά δημοσιογραφούσε από την αρχή ως το τέλος της συγγραφικής του καριέρας. Στα πρώτα χρόνια μάλιστα, προτού γνωρίσει τη διασημότητα ως μυθιστοριογράφος, ζούσε από τα δημοσιογραφικά του κείμενα όχι μόνο σε γαλλικά αλλά και σε ρωσικά έντυπα.
Στον Τύπο της εποχής δημοσίευσε πλήθος λογοτεχνικά κείμενα και τεχνοκριτικές που την εποχή εκείνη κατά την οποία αναπτυσσόταν το κίνημα των εμπρεσιονιστών έπαιξαν πολύ μεγάλο ρόλο - και ας μη συγκρίνονται σήμερα με τα θαυμάσια τεχνοκριτικά κείμενα του Μποντλέρ. Και όσο για το κοινωνικό περιεχόμενο των μυθιστορημάτων του, δεν αρκεί από μόνη της η θεωρία του Δαρβίνου. Πρέπει να λαμβάνει κανείς υπόψη και τα πολιτικά του άρθρα, όπου εκφράζει την αντιπάθειά του για τον αυτοκράτορα της Γαλλίας Ναπολέοντα Γ'.
Ο Ζολά δεν ήταν εστέτ όπως ο Μποντλέρ ή είρων όπως ο Σταντάλ. Πίστευε πως ο συγγραφέας δεν λογοδοτεί μόνο στον εαυτό του αλλά και στους αναγνώστες του. Είχε δηλαδή αντιληφθεί τη σημασία της δημοσιότητας και την αξία της τεκμηριωμένης διαφωνίας ως προϋποθέσεις όχι μόνο της επιτυχίας αλλά και της συγγραφικής ωρίμασης. Και αυτό το έμαθε εργαζόμενος από το 1862 ως το 1866 στον εκδοτικό οίκο Hatchet, κυρίως όμως δημοσιεύοντας, από τότε, κείμενά του στον Τύπο.
Με το Κατηγορώ ο Ζολά επαναλάμβανε εκείνο που είχε επιτύχει ο Βολταίρος, όταν κατάφερε να αποκαταστήσει τη μνήμη του Ζαν Καλάς, του «δολοφονημένου μάρτυρα», όπως τον είχε αποκαλέσει, που δικάστηκε και καταδικάστηκε αδίκως για τη δολοφονία του γιου του και πέθανε μαρτυρικά στον τροχό στις 10 Μαρτίου 1762. Τα αίτια βεβαίως ήταν διαφορετικά. Ο Καλάς υπήρξε θύμα του θρησκευτικού φανατισμού της εποχής. Ηταν προτεστάντης. (Σημειώνω πως το επώνυμο Κάλας το οποίο επέλεξε ο δικός μας Νικόλαος Καλαμάρης δεν αποτελεί συντομογραφία του πραγματικού του επωνύμου, όπως έγραψε ο Αλέξανδρος Αργυρίου, αλλά ο ποιητής και κριτικός το επέλεξε εις ανάμνησιν του Ζαν Καλάς.)
Οπως ο Ζαν Καλάς κατέληξε στον τροχό επειδή ήταν προτεστάντης, έτσι και ο Ντρέιφους καταδικάστηκε σε ισόβια δεσμά λόγω της εβραϊκής του καταγωγής. Ο αντισημιτισμός εκείνη την εποχή ήταν ευρύτατα διαδεδομένος σε μεγάλα στρώματα του πληθυσμού της Ευρώπης και ενδημικός στα ανώτερα κλιμάκια της γαλλικής πολιτικής εξουσίας, του στρατού και της Καθολικής Εκκλησίας.
Οι συγγραφείς τότε είχαν αντιληφθεί τον ρόλο που αποκτούσε ο Τύπος στη διαμόρφωση της κοινής γνώμης, ρόλο τον οποίο ως τότε έπαιζε το θέατρο. Διά του Τύπου ο δημόσιος λόγος περνούσε από τη σκηνή του θεάτρου στον ανοιχτό χώρο των πόλεων, όπου οι αναγνώστες από θεατές γίνονταν μέτοχοι του κοινωνικού γίγνεσθαι. Η πόλη ήταν πλέον η δίχως όρια πλατεία.
Είναι μεγάλη συζήτηση το πόσα έμαθε ως συγγραφέας ο Ζολά γράφοντας για τον Τύπο. Οπως φυσικά και το πόσα από όσα αθροιστικά και εν συντομία κατέθεσε στα έντυπα της εποχής διαμορφώθηκαν ως εκτενείς αφηγήσεις στα μυθιστορήματά του. Τα τελευταία χρόνια πληθαίνουν οι μελέτες που πιστοποιούν ότι η τριβή με την επικαιρότητα υπήρξε για τον ίδιο τεράστια μαθητεία. Απευθυνόμενος διά του Τύπου στο κοινό της εποχής ανακάλυπτε ταυτοχρόνως το ύφος και την προσωπικότητά του - για να μην αναφερθεί κανείς σε θέματα τεχνικής: στην περιεκτικότητα, στον αφηγηματικό ρυθμό, στο πώς δηλαδή να βάζει στη σωστή σειρά αυτό που προηγείται και εκείνο που έπεται.
Ο Ζολά μπήκε στη δημοσιογραφία για λόγους βιοποριστικούς αλλά ποτέ δεν την εγκατέλειψε, γιατί πίστευε πως δεν υπάρχει αληθινή τέχνη που να μην είναι δημόσια, δηλαδή παρεμβατική - και με την έννοια αυτή βαθύτατη πολιτική. Πίστευε ότι όπως τα όσα συμβαίνουν στην τέχνη αλλάζουν την κοινωνία, έτσι και τα όσα συμβαίνουν στην κοινωνία αλλάζουν την τέχνη. Πολλά χρόνια αργότερα η Οριάνα Φαλάτσι ακολουθώντας το παράδειγμά του δήλωνε πως μπήκε στη δημοσιογραφία για να γίνει συγγραφέας. Και δεν ήταν η μόνη ούτε και το χαρακτηριστικότερο παράδειγμα, αφού υπήρξε μεν ρεπόρτερ πρώτης γραμμής, όχι όμως και πρώτης γραμμής συγγραφέας. Αντιθέτως, ο Τζορτζ Οργουελ που προηγήθηκε ήταν μείζων συγγραφέας και ταυτοχρόνως κορυφαίος δημοσιογράφος αποδεικνύοντας με το έργο του πως μπορεί μεν να υπάρχουν κατηγορίες κειμένων αλλά ο χώρος της γραφής είναι ενιαίος. Για τον Οργουελ όμως την επόμενη Κυριακή.
Πηγή: Αναστάσιος Βιστωνίτης ΤΟ ΒΗΜΑ

ΣΟΥ ΡΟΟΥ ΙΝ ΜΟΝΤΜΑΡΤΡΕ Ενα χρονικό και πολλαπλές βιογραφίες καλλιτεχνών του περασμένου αιώνα.

H Φλωρεντία του 20ού αιώνα

Ενα χρονικό και μια πολλαπλή βιογραφία των καλλιτεχνών του περασμένου αιώνα από τη Σου Ρόου, η οποία θέλει να αποδείξει πως η σύγχρονη τέχνη σε όλα τα πεδία δίνει τα μείζονα έργα της στην πρώτη δεκαετία του 20ού αιώνα
Πικάσο, «Οι δεσποινίδες της Αβινιόν», 1907



 
Sue Roe
In Monmartre.
Picasso, Matisse and the Βirth of Modernist Art.
Penguin Press, 2015, ΗΠΑ
σελ. 365, τιμή 29,95 δολάρια

Το 1900 έφτασε στο Παρίσι ένας 19χρονος ισπανός ζωγράφος και εγκαταστάθηκε στον λόφο της Μονμάρτρης όπου ζούσαν και άλλοι καλλιτέχνες. Μέσα σε μία δεκαετία αυτός και οι φίλοι του θα έφερναν στις καλές τέχνες πραγματική επανάσταση, η οποία δεν περιορίστηκε μόνο στη ζωγραφική αλλά επέδρασε και στη λογοτεχνία, στη μουσική και στον χορό. Το όνομά του: Πάμπλο Πικάσο.

Η ζωή και το έργο εκείνων των καλλιτεχνών έχουν πάρει εδώ και χρόνια μυθικές διαστάσεις και οι τιμές των έργων τους είναι πλέον ασύλληπτες. Πέρυσι ένας πίνακας του Πικάσο πουλήθηκε για περισσότερα από 100 εκατ. δολάρια, ενώ σε ιλιγγιώδη ποσά πουλιούνται και τα έργα των άλλων καλλιτεχνών που έζησαν στη Μονμάρτρη την πρώτη δεκαετία του 20ού αιώνα: του Ματίς, του Ντερέν, του Μπρακ, του Μοντιλιάνι, του Βλαμένκ.

Παθιασμένοι μποέμ
Η ιστορία της σύγχρονης τέχνης έχει βεβαίως γραφτεί - και με λεπτομέρειες. Στα μεγάλα μουσεία του κόσμου τα έργα αυτών των παθιασμένων μποέμ κυριαρχούν και δεν είναι λίγοι όσοι πιστεύουν ότι τίποτε πραγματικά ριζοσπαστικό δεν συνέβη από τότε. Τι προσθέτει επομένως ένα βιβλίο σαν κι αυτό της Σου Ρόου στα όσα ήδη γνωρίζουμε; Η Ρόου κατάφερε να γράψει ένα γοητευτικό βιβλίο, ένα χρονικό και ταυτοχρόνως μια πολλαπλή βιογραφία των πρωταγωνιστών της εποχής, για να αποδείξει πως η σύγχρονη τέχνη σε όλα τα πεδία δεν δίνει τα μείζονα έργα της στη δεκαετία του 1920, όπως λέγεται, αλλά στην πρώτη δεκαετία του 20ού αιώνα. Και πως η Μονμάρτρη ήταν για τον 20ό αιώνα ό,τι η Φλωρεντία για τον 15ο.

Το θέμα δεν είναι αν διαφωνεί ή συμφωνεί κανείς, εν όλω ή εν μέρει, με την άποψή της. Εχουμε ένα βιβλίο τεκμηριωμένο και ταυτοχρόνως ένα ανάγνωσμα που διαβάζεται σαν πρώτης κατηγορίας μυθιστόρημα, όπου το έργο των καλλιτεχνών εξηγεί τη ζωή τους - και αντιστρόφως. Και όπου οι καλλιτέχνες που πρωταγωνιστούν ήθελαν αλλάζοντας την τέχνη να αλλάξουν την ίδια τη ζωή. Ανοιξαν τους δρόμους της πρωτοπορίας και δημιούργησαν νέες μορφές έκφρασης υπακούοντας σε αυτή την εσωτερική ανάγκη.

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η ζωή των μποέμ ασκούσε στους νέους καλλιτέχνες μιαν απαράμιλλη γοητεία. Η ζωή στη Μονμάρτρη ήταν φθηνή. Και έπαιρνε αμέτρητες μορφές στους δρόμους, στα καμπαρέ, στις συναντήσεις των καλλιτεχνών μεταξύ τους, στις φιλίες αλλά και στις αντιπάθειές τους, στη συμπεριφορά τους, στις αναζητήσεις τους. Η Ρόου θεωρεί ότι δύο ήταν οι κυρίαρχες μορφές αυτής της δεκαετίας: ο Ματίς και ο Πικάσο, και σύμφωνα με τον πρώτο η απόσταση ανάμεσά τους ήταν όση χωρίζει τον Βόρειο από τον Νότιο Πόλο. Κι όμως ο απόμακρος και με πομπώδες ύφος Ματίς ήταν εξίσου ριζοσπαστικός και ευρηματικός με τον κατά δέκα χρόνια νεότερό του Πικάσο.

Αθροισμα ζωής
Στο χρονικό της Ρόου τα περιστατικά που αναφέρονται δεν είναι ανεκδοτολογικού χαρακτήρα. Συνιστούν άθροισμα ζωής και όλα μαζί μάς προσφέρουν την εικόνα της εποχής που τη γέννησε αλλά και τις μεταβολές που οι καλλιτέχνες εκείνοι επέφεραν. Ο Πικάσο, ο οποίος στην αρχή δεν είχε καμία εκτίμηση για τη λεγόμενη λαϊκή τέχνη, συγκλονίστηκε όταν είδε τις πρώτες αφρικανικές μάσκες.

Η ζωή υπαγόρευε τις καλλιτεχνικές αναζητήσεις. Η λεγόμενη μπλε περίοδος του Πικάσο είναι η περίοδος της φτώχειας, ενώ η ροζ που ακολούθησε, του αισθησιασμού.
Η εμφάνιση των καλλιτεχνών είχε μιμητικό χαρακτήρα. Μιμούνταν τους εαυτούς τους, δηλαδή προσπαθούσαν να είναι ό,τι δεν ήταν οι άλλοι. Να φορούν πράσινα κοστούμια, κίτρινα παπούτσια και κόκκινα πανωφόρια, ακόμη και ζωγραφισμένες ξύλινες γραβάτες. Ριζοσπαστικοί ήταν και στην τέχνη τους. Ο Ουτριλό ανακάτευε στα χρώματά του ξέσμα λεμονιού, τσιμέντο και άμμο και ο Μπρακ χρησιμοποιούσε αλεσμένο καφέ, καπνό και χώμα.

Οι πρωταγωνιστές αυτής της πολυεπίπεδης βιογραφίας αναδύονται μέσα από τη σύνθετη αφήγηση της Ρόου ολοζώντανοι. Μπορεί κανείς να «δει» μπροστά του τον Μοντιλιάνι να σκιτσάρει σε ένα καφενείο με απίστευτη ταχύτητα, τις πόρνες να κυκλοφορούν στα δρομάκια της Μονμάρτρης με τα κορακάτα βαμμένα μαλλιά τους (εικόνα που σόκαρε τον Πικάσο και τους φίλους του όταν την πρωτοείδαν) ή τον τελευταίο να ζωγραφίζει το πορτρέτο της Γερτρούδης Στάιν, ο αδελφός της οποίας ήταν μανιώδης συλλέκτης, όπως άλλωστε και η ίδια. 
Εδώ ο Πικάσο ζωγράφισε επτά χρόνια μετά την άφιξή του τον περίφημο πρωτο-κυβιστικό πίνακα «Οι δεσποινίδες της Αβινιόν», που αρχικά τον είχε ονομάσει «Το μπορντέλο της Αβινιόν». Η νέα ονομασία με την οποία είναι γνωστός ο πίνακας δόθηκε από τον ποιητή Αντρέ Σαλμόν που διοργάνωσε την έκθεση του Salon d'Antin, όπου ο πίνακας εκτέθηκε για πρώτη φορά το 1916. Ηταν τότε που η σύγκρουση του Πικάσο με τον Ματίς είχε πάρει διαστάσεις.

Ζωγράφοι και ποιητές
Η φιλία των ζωγράφων με άλλους καλλιτέχνες ήταν συστατικό γνώρισμα της ζωής στη Μονμάρτρη. Του Πικάσο με τους ποιητές (τον Απολινέρ και τον Σαλμόν λ.χ.) ή του Ματίς με πλειάδα γάλλων ποιητών. Και το γνωστότερο πορτρέτο της Αχμάτοβα είναι ένα από τα δεκαέξι που της φιλοτέχνησε ο Μοντιλιάνι το 1911, όταν η ποιήτρια βρισκόταν στο Παρίσι σε ταξίδι του μέλιτος με τον πρώτο της σύζυγο Νικολάι Γκουμιλιόφ.
Η ώσμωση των τεχνών και της καθημερινής ζωής χαρακτήριζε τη ζωή στη Μονμάρτρη, από την οποία παλαιότερα είχαν περάσει και άλλοι σημαντικοί ζωγράφοι, όπως ο Ρενουάρ ή ο Βαν Γκογκ, αλλά η δεκαετία 1900-1910 θα καθιστούσε θρυλικό έναν λόφο που σήμερα δεν έχει καμία σχέση με εκείνη την εποχή και είναι απλώς τουριστικό αξιοθέατο.

Η Σου Ρόου, ποιήτρια και μυθιστοριογράφος, γνωρίζει πώς να συνθέσει ένα πλήθος ιστοριών σε μια ενιαία πολυπρισματική αφήγηση. Να μιλήσει για τους πρωταγωνιστές της και να αναπλάσει μια ολόκληρη εποχή. Ελπίζω το βιβλίο της να κινήσει το ενδιαφέρον των ελλήνων εκδοτών και να μεταφραστεί στη γλώσσα μας.
Πηγή: ΤΟ ΒΗΜΑ Βιστωνίτης Αναστάσιος

ΤΖΟΖΕΦ ΚΟΝΡΑΝΤ ΠΟΛΩΝΟΣ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ Από τον ανιχνευτή Επικούρειο Πέπο.

ΤΖΟΖΕΦ ΚΟΝΡΑΝΤ 

Η γραμμή σκιάς
Βιστωνίτης Αναστάσιος

Στην πόλη Γδύνια της Πολωνίας, που βρίσκεται στην ακτή της Βαλτικής, μπορεί κάποιος να δει το άγαλμα ενός διάσημου πολωνού συγγραφέα, ο οποίος όμως όλα του τα έργα τα έγραψε στην αγγλική γλώσσα: πρόκειται για τον Τζόζεφ Κόνραντ (1857 - 1924).
Είναι αξιοθαύμαστο το γεγονός ότι ο συγγραφέας αυτός, από τους μεγαλύτερους πεζογράφους του αγγλόφωνου κόσμου, έγραψε τα βιβλία του σε μια γλώσσα η οποία δεν ήταν η μητρική του. Μάλιστα, τα αγγλικά δεν αποτελούσαν καν τη δεύτερη γλώσσα του (που ήταν τα γαλλικά) και παρά ταύτα υπήρξε ανεπανάληπτος στυλίστας. Ο στενός του φίλος και συγγραφέας Τ. Ε. Λόρενς (ο Λόρενς της Αραβίας), ο οποίος ήταν πάντοτε αυστηρός στις κρίσεις του, έλεγε: «Μακάρι να ήξερα πώς γράφει κάθε του παράγραφο».
Ο Τέοντορ Κόνραντ Ναλέτζ Κορτσενιόφσκι (όπως ήταν το πραγματικό του όνομα) έπρεπε να γίνει 21 ετών για να μάθει τέλεια τα αγγλικά και να περιμένει άλλα 15 χρόνια ώσπου να γράψει και να εκδώσει το πρώτο του βιβλίο. Από εκεί και πέρα η συγγραφική του σταδιοδρομία περιλαμβάνει βιβλία τα οποία το ένα είναι καλύτερο από το άλλο. Στα 39 του χρόνια ο Τζόζεφ Κόνραντ δημοσίευε ένα από τα αριστουργήματά του, την Καρδιά του σκότους, που άσκησε και ασκεί ακόμη τεράστια επιρροή. Από τον Ελιοτ, ο οποίος εμπνεύσθηκε από αυτόν την Ερημη χώρα (χαρακτηριστικό είναι άλλωστε ότι το αρχικό μότο της ήταν από το βιβλίο του Κόνραντ) ως τον Φράνσις Φορντ Κόπολα που το σενάριο της ταινίας του Αποκάλυψη τώρα είναι βασισμένο στην Καρδιά του σκότους. Δεν είναι καθόλου τυχαίο επομένως που πολλοί σήμερα θεωρούν τον Κόνραντ συγγραφέα ο οποίος με το έργο του προλέγει ή προετοιμάζει τον μοντερνισμό.
Ο Κόνραντ επηρέασε ανάμεσα σε πολλούς άλλους και τον Ερνεστ Χεμινγκγουέι, τον Ντ.Χ. Λόρενς, τον Γκράχαμ Γκριν, τον Γουίλιαμ Μπάροουζ, τον Τζόζεφ Χέλερ, τον Γέρζι Κοζίνσκι - με διαφορετικό τρόπο και για διαφορετικούς λόγους τον καθένα.
Στην εποχή του - και μολονότι ως συγγραφέας ήταν εξαιρετικά επιτυχημένος - πολλοί κριτικοί πίστευαν ότι ο πεσιμισμός του θα απέτρεπε πολλούς αναγνώστες να διαβάσουν το έργο του. Οχι μόνον δεν συνέβη αυτό αλλά ο εξωτικός και αντιηρωικός κόσμος του θα γοήτευε πολύ περισσότερους αναγνώστες στα χρόνια που θα ακολουθούσαν.
Ο Κόνραντ υπηρέτησε επί 16 χρόνια στα εμπορικά πλοία της Μεγάλης Βρετανίας κι έκανε μεγάλα ταξίδια διασχίζοντας την υδρόγειο, ταξίδια από τα οποία άντλησε πάμπολλα θέματα και εμπειρίες για τα κατοπινά του βιβλία, αφού πιο μπροστά πέρασε από ποικίλες συναισθηματικές και ψυχολογικές κρίσεις. Το 1878 προέβη σε αποτυχημένη απόπειρα αυτοκτονίας κι ευθύς αμέσως μετά κατετάγη στο εμπορικό ναυτικό. Το παρθενικό του ταξίδι ήταν στην Κωνσταντινούπολη για να ακολουθήσουν πλήθος άλλα, με αποτέλεσμα σήμερα σε πολλά ξενοδοχεία από τα οποία - θεωρητικά κατά το πλείστον - πέρασε ο Κόνραντ να έχει δοθεί το όνομά του.
Στα σημαντικότερα έργα του περιλαμβάνονται: Ο νέγρος του Νάρκισσου, Λόρδος Τζιμ, Τυφώνας, Νοστρόμο, Με τα μάτια ενός Δυτικού και το πιο ιδιότυπο απ' όλα, Η γραμμή σκιάς.
Το 1923 του προτάθηκε ο τίτλος του ιππότη αλλά τον αρνήθηκε. Ο ακατάβλητος αυτός συγγραφέας αλλά φιλάσθενος άνθρωπος πέθανε τον επόμενο χρόνο από καρδιακή συγκοπή και ενταφιάστηκε στην Αγγλία όχι ως Τζόζεφ Κόνραντ αλλά κατά την επιθυμία του με το πολωνικό του όνομα.
* Γοητεία και μυστήριο
Η γραμμή σκιάς, η οποία εκδόθηκε το 1917, είναι από τα πιο παράξενα και γοητευτικά μυθιστορήματα του Κόνραντ - και από τα τελευταία του. Οπως σε όλα του τα βιβλία η δράση εκτυλίσσεται στη θάλασσα. Στα πρότυπα τα οποία εφάρμοσε στην Καρδιά του σκότους, η αφήγηση είναι κι εδώ διπλή και αφορά τη σύγκρουση του παλαιού με το καινούργιο. Ετσι, ο τίτλος παραπέμπει στο ψυχολογικό υπόβαθρο του μυθιστορήματος και ειδικότερα στη φύση της εμπειρίας, της ωριμότητας και επομένως της σοφίας. Πάντως, πολλοί πιστεύουν ότι εδώ ο συγγραφέας αναφέρεται αλληγορικά στον Α´ Παγκόσμιο Πόλεμο, όμως στο βιβλίο συμβαίνουν πολλά «μαγικά» και παράξενα, όπως λ.χ. η εμφάνιση του φαντάσματος του πρώην καπετάνιου του πλοίου στο οποίο εκτυλίσσεται η δράση, ο οποίος και το καταριέται. Ετσι, Η γραμμή σκιάς μπορεί κάποιος να πει ότι είναι μια από τις γοητευτικότερες συνθέσεις που συνυπάρχουν το πραγματικό και το φανταστικό, και οι εναλλαγές τους κρατούν αμείωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη από την πρώτη ως την τελευταία σελίδα.

Πηγή: ΤΟ ΒΗΜΑ

21.3.16

ΘΟΔΩΡΟΣ ΑΓΓΕΛΟΠΟΥΛΟΣ 1935 - 2012 Από τον ανιχνευτή Επικούρειο Πέπο.

Έλληνας σκηνοθέτης του κινηματογράφου με διεθνή προβολή και σημαντικές διακρίσεις. Ο δημιουργός της εμβληματικής ταινίας Ο Θίασος (1974), παραμένει ο σημαντικότερος κινηματογραφιστής, που ανέδειξε η χώρα μας κι ένας από τους σπουδαιότερους του παγκόσμιου κινηματογράφου. Κυρίαρχα θέματα στο φιλιμικό του σύμπαν η μετανάστευση, η επιστροφή στην πατρίδα και η ελληνική ιστορία του 20ου αιώνα.
Ο Θεόδωρος Αγγελόπουλος γεννήθηκε στην Αθήνα στις 27 Απριλίου 1935. Τελείωσε το δημοτικό σχολείο της οδού Αχαρνών στον Άγιο Παντελεήμονα και συνέχισε τις εγκύκλιες σπουδές του στο Β' Γυμνάσιο Αρρένων, με συμμαθητές γνωστές προσωπικότητες της πνευματικής ζωής της χώρας, όπως ο καθηγητής φιλοσοφίας Χρήστος Γιανναράς, ο δημοσιογράφος και στιχουργός Λευτέρης Παπαδόπουλος και ο ζωγράφος Αλέκος Φασιανός.
Η σχέση του με τον κινηματογράφο άρχισε τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια, όταν μαθητής του δημοτικού ακόμη παρακολούθησε την γκανγκστερική ταινία του Μάικλ Κέρτιζ Κολασμένες Ψυχές (Angels With Dirty Faces). Όπως αφηγείται ο ίδιος «Υπάρχει μια σκηνή στην ταινία όπου ο ήρωας οδηγείται από δυο φύλακες στην ηλεκτρική καρέκλα. Καθώς προχωρούν, οι σκιές τους μεγαλώνουν στον τοίχο. Ξαφνικά μια κραυγή... Δεν θέλω να πεθάνω. Αυτή η κραυγή για καιρό μετά στοίχειωνε τις νύχτες μου. Ο κινηματογράφος μπήκε στη ζωή μου με μια σκιά που μεγάλωνε σε έναν τοίχο και μια κραυγή».

Το 1953 εισάγεται στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, την οποία εγκαταλείπει στο πτυχίο. Το 1961, μετά το στρατιωτικό του, φεύγει για το Παρίσι, όπου αρχικά παρακολουθεί στη Σορβόννη μαθήματα γαλλικής φιλολογίας, φιλμογραφίας με τον Ζορζ Σαντούλ και εθνολογίας με τον Κλοντ Λεβί- Στρος. Για να ανταπεξέλθει στα έξοδα των σπουδών του δουλεύει στη ρεσεψιόν της φοιτητικής εστίας, όπου διαμένει. Στη συνέχεια, γίνεται δεκτός στην περίφημη σχολή Κινηματογράφου IDHEC, αλλά την εγκαταλείπει, όταν έρχεται σε ρήξη με ένα καθηγητή του. Παραμένει στο Παρίσι και παρακολουθεί μαθήματα σινεμά-ντιρέκτ δίπλα στον εθνολόγο - κινηματογραφιστή Ζαν Ρους.
Μετά την επιστροφή του στην Ελλάδα το 1964 και μέχρι το 1967 εργάζεται ως κριτικός κινηματογράφου στην αριστερή εφημερίδα Δημοκρατική Αλλαγή, μαζί με τον Βασίλη Ραφαηλίδη και την Τώνια Μαρκετάκη. Το 1965 αρχίζει κατά παραγγελία το γύρισμα της πρώτης του ταινίας Φόρμινξ Στόρι, με θέμα το συγκρότημα Φόρμινξ του Βαγγέλη Παπαθανασίου. Έρχεται, όμως, σε σύγκρουση με τον παραγωγό της ταινίας και το σχέδιο εγκαταλείπεται. Η πρώτη καθαρά προσωπική του ταινία είναι η μικρού μήκους Εκπομπή, που γυρίζει το 1966, με θέμα τον κόσμο των διαφημιστικών εκπομπών και των υποσχέσεων για δόξα και επιτυχία. Το 1969 μαζί με τον Βασίλη Ραφαηλίδη εκδίδουν το περιοδικό Σύγχρονος Κινηματογράφος, που αποτέλεσε το θεωρητικό όργανο του λεγόμενου «Νέου Ελληνικού Κινηματογράφου».

Το 1970 γυρίζει την πρώτη του ταινία μεγάλου μήκους, την Αναπαράσταση, που βραβεύτηκε τόσο στην Ελλάδα, όσο και στο εξωτερικό. Με αφετηρία ένα έγκλημα πάθους σ' ένα χωριό της Ηπείρου, ο σκηνοθέτης παρουσιάζει τα προβλήματα και τις συνθήκες διαβίωσης στην ελληνικής επαρχίας με μια “ματιά” πρωτόγνωρη για τον ελληνικό κινηματογράφο, συνδυάζοντας τον ρεαλισμό με τις μορφικές αναζητήσεις της πρωτοπορίας. Σημαντική συμβολή στη δημιουργία του σωστού κλίματος έπαιξε η φωτογραφία του Γιώργου Αρβανίτη, με τον οποίο ο Αγγελόπουλος θα συνεργαστεί σε πολλές από τις κατοπινές ταινίες του.
Ο Αγγελόπουλος θα αναδυθεί στο διεθνές κινηματογραφικό προσκήνιο με το ιστορικοπολιτικό τρίπτυχο Μέρες του '36 (1972), Θίασος (1974) και Κυνηγοί (1977), που αποτελεί μια σπουδή στη σύγχρονη ελληνική ιστορία. Οι Μέρες του ’36 είναι αυτές που προετοίμασαν την εγκατάσταση της δικτατορίας Μεταξά. Βασισμένη σε πραγματικά γεγονότα, η ταινία αφηγείται την ιστορία ενός πράκτορα της ασφάλειας που έχει πέσει σε δυσμένεια και κατηγορείται για τον φόνο ενός συνδικαλιστή. Ο σκηνοθέτης χρησιμοποιεί το επεισόδιο αυτό για να καταδείξει τα αίτια που οδήγησαν στη δικτατορία Μεταξά και να κάνει ένα έμμεσο σχόλιο για τη δικτατορία των συνταγματαρχών, που διαφέντευε τις τύχες της Ελλάδας την εποχή που γυρίστηκε η ταινία. Στις Μέρες του '36 συναντάμε τα μεγάλης διάρκειας πλάνα-σεκάνς, που αποτελούν το “σήμα-κατατεθέν” της τέχνης του Αγγελόπουλου. Αργότερα έγιναν μανιέρα από τους επιγόνους του και «βύθισαν μια γενιά στα πιο βαθιά χασμουρητά», σύμφωνα με τον Διονύση Σαββόπουλο.


Ο Θίασος, το δεύτερο μέρος του ιστορικοπολιτικού τρίπτυχου, αναφέρεται στην ιστορία της Ελλάδας από το 1939 έως το 1952, μέσα από τις περιπέτειες ενός περιοδεύοντος θιάσου, που παίζει την Γκόλφω, το γνωστό κωμειδύλλιο του Περεσιάδη. Η ταινία, που έκανε διάσημο τον Αγγελόπουλο στο εξωτερικό, θεωρείται ίσως η κορυφαία στιγμή του ελληνικού κινηματογράφου, ενώ περιλαμβάνεται σε λίστες με τις καλύτερες ταινίες του παγκόσμιου κινηματογράφου, που συντάσσονται κατά καιρούς από τους κινηματογραφικούς κριτικούς. Η ταινία θα ήταν υποψήφια για Βραβείο Όσκαρ ξενόγλωσσης ταινίας, αλλά η κυβέρνηση Καραμανλή τη θεώρησε πολύ «αριστερή» για να εκπροσωπήσει τη χώρα μας, προκαλώντας κύμα αντιδράσεων.Το τρίπτυχο κλείνουν Οι Κυνηγοί, μια ταινία που εκτυλίσσεται την παραμονή της Πρωτοχρονιάς του 1977. Μία ομάδα κυνηγών βρίσκει στην περιοχή κοντά στη λίμνη των Ιωαννίνων, μέσα στο πυκνό χιόνι, το πτώμα ενός αντάρτη του Εμφυλίου. Το αίμα τρέχει ακόμα φρέσκο απ' την πληγή του, παρ' όλο που έχουν περάσει κοντά τριάντα χρόνια. Οι κυνηγοί, όλοι εκπρόσωποι της αστικής τάξης (μαζί τους κι ένας ανανήψας αριστερός), μεταφέρουν το πτώμα στο ξενοδοχείο τους, όπου και θα περάσουν μια νύχτα Πρωτοχρονιάς γεμάτη απ' τα φαντάσματα της ιστορικής τους συνείδησης και το φόβο του παρελθόντος.

Το 1980 ο Θόδωρος Αγγελόπουλος γύρισε την ταινία Μεγαλέξαντρος, που τιμήθηκε με τον Χρυσό Λέοντα του Φεστιβάλ της Βενετίας, το πρώτο μεγάλο βραβείο για τον σκηνοθέτη. Στην ταινία του αυτή ο Αγγελόπουλος χρησιμοποιεί την ιστορία ενός ληστή των αρχών του 20ου αιώνα (τον υποδύεται ο Ιταλός ηθοποιός Όμερο Αντονούτι), για να καταπιαστεί με το πρόβλημα του σοσιαλισμού και των διαφόρων ιδεολογικών συγκρούσεων στο χώρο της Αριστεράς. Κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων γνωρίζεται με τη διευθύντρια παραγωγής Φοίβη Οικονομοπούλου, η οποία είναι από τότε η σύντροφος της ζωής του. Το ζευγάρι θα αποκτήσει τρεις κόρες, την Άννα (1980), την Κατερίνα (1982) και την Ελένη (1985).
Μετά τον Μεγαλέξανδρο, ο Θόδωρος Αγγελόπουλος γυρίζει δύο ντοκιμαντέρ για την τηλεόραση. Το 1981 για την ΥΕΝΕΔ το Χωριό ένα, κάτοικος ένας, διάρκειας 20 λεπτών, που αναφέρεται στην εγκατάλειψη του χωριού Νέα Σεβάστεια του νομού Θεσσαλονίκης από τον τελευταίο του κάτοικο και το 1983 το διάρκειας 43 λεπτών Αθήνα, επιστροφή στην Ακρόπολη, μία διαφορετική Αθήνα, της ιστορίας και του προσωπικού μύθου του σκηνοθέτη, που προβλήθηκε από την ΕΡΤ.
Το 1984, ο Θόδωρος Αγγελόπουλος γυρίζει το Ταξίδι στα Κύθηρα, την πρώτη ταινία από την «τριλογία της σιωπής», όπως την ονομάζει. Ένας μαχητής του Εμφυλίου Πολέμου (τον υποδύεται ο Μάνος Κατράκης) επιστρέφει ύστερα από τριάντα χρόνια εξορίας στην Τασκένδη, αλλά δεν μπορεί να προσαρμοστεί στην ελληνική πραγματικότητα.


Ακολουθεί ο Μελισσοκόμος (1986), μια ταινία δρόμου, με πρωταγωνιστή ένα συνταξιούχο δάσκαλο και νυν μελισσοκόμο (Μαρτσέλο Μαστρογιάνι), ο οποίος διασχίζει τη χώρα με τις κυψέλες του, ακολουθώντας το δρόμο των μελισσών. Η συνάντησή του με μια κοπέλα (Νάντια Μουρούζη) θα του ξαναζωντανέψει παλιά συναισθήματα κι αναμνήσεις. Είναι η πρώτη ταινία του Αγγελόπουλου με πρωταγωνιστή ένα σταρ του παγκόσμιου κινηματογράφου. Η «τριλογία της σιωπής» κλείνει με το Τοπίο στην Ομίχλη (1988), μία μεταφυσική ταινία δρόμου, μια υπαρξιακή Οδύσσεια δύο νεαρών παιδιών που αναζητούν τον πατέρα τους. Η ταινία βραβεύτηκε με τον Αργυρό Λέοντα του Φεστιβάλ της Βενετίας.Ο Μαρτσέλο Μαστρογιάνι ξανασυναντήθηκε με τον Θόδωρο Αγγελόπουλο στην ταινία Το Μετέωρο Βήμα του Πελαργού (1991). Ο σπουδαίος Ιταλός ηθοποιός υποδύεται ένα πολιτικό, ο οποίος μετά από μια συνεδρίαση στη Βουλή, όπου εκφωνεί μάλλον μια ποιητική ανακοίνωση, παρά έναν πολιτικό λόγο, εγκαταλείπει το κοινοβούλιο και το σπίτι του κι εξαφανίζεται χωρίς ν' αφήσει κανένα ίχνος. Στο ρόλο της συζύγου του, η σπουδαία Γαλλίδα ηθοποιός Ζαν Μορό. Κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων της ταινίας στη Φλώρινα, ο οικείος μητροπολίτης Αυγουστίνος (Καντιώτης) μη συμφωνόντας με το περιεχόμενο της ταινίας αφόρισε τον Αγγελόπουλο (17 Δεκεμβρίου 1990). Το συμβάν απασχόλησε για μέρες τα πρωτοσέλιδα του ελληνικού Τύπου.

Το 1995, ο Αγγελόπουλος γυρίζει την ταινία Το Βλέμμα του Οδυσσέα, με ήρωα έναν ελληνοαμερικανό σκηνοθέτη (τον υποδύεται ο Χάρβεϊ Καϊτέλ), ο οποίος επιστρέφει μετά από πολλά χρόνια στην πατρίδα, αναζητώντας τρεις μπομπίνες ανεμφάνιστου φιλμ των Αδελφών Μανάκη, πιονιέρων του κινηματογράφου στα Βαλκάνια. Η απεγνωσμένη αναζήτηση του φιλμ, όπου καταγράφηκε το πρώτο βλέμμα πάνω σε τούτη τη χερσόνησο, γίνεται ταυτόχρονα και η αναζήτηση ενός βλέμματος από πλευράς του ήρωα της ταινίας (του Αγγελόπουλου, κατ’ επέκταση), που ψάχνει έναν καινούργιο τρόπο να ξαναδεί τον κόσμο. Η ταινία τιμήθηκε με το βραβείο της Κριτικής Επιτροπής του Φεστιβάλ των Καννών, προς μεγάλη απογοήτευση του Αγγελόπουλου, που θεώρησε ότι έπρεπε να του απονεμηθεί το μεγάλο βραβείο του Φεστιβάλ (ο Χρυσός Φοίνικας) και με δηλώσεις προκάλεσε ένα μικρό σκάνδαλο κατά τη διάρκεια της τελετής λήξης του Φεστιβάλ.


Οι Κάννες διόρθωσαν το «λάθος» τους τρία χρόνια αργότερα, όταν του απένειμαν τον Χρυσό Φοίνικα για την ταινία του Αιωνιότητα και μία μέρα, με πρωταγωνιστή τον Μπρούνο Γκαντζ στον ρόλο ενός θνήσκοντος συγγραφέα, ο οποίος επιχειρεί τον απολογισμό μιας ζωής, γεμάτης χαμένες ευκαιρίες και λάθος κινήσεις. Μια τυχαία συνάντησή του μ’ ένα άστεγο αγόρι, παιδί των φαναριών, αναβάλλει την «αναχώρηση» και παρατείνει την αιωνιότητα κατά μία μέρα, για να μεταφέρει στον μικρό φίλο του κάτι από τη γνώση του.Το Λιβάδι που δακρύζει (2004) είναι το πρώτο μέρος μιας τριλογίας, που σκόπευε να γυρίσει ο Αγγελόπουλος. Διατρέχει την ελληνική ιστορία από το 1919 έως το 1949, μέσα από τις περιπέτειες μιας ομάδας Ελλήνων προσφύγων που εγκαταλείπουν την Οδησσό το 1919, όταν καταφθάνει στην περιοχή ο Κόκκινος Στρατός και εγκαθίστανται στην Ελλάδα.
Το 2008 γυρίζει το δεύτερο μέρος της τριλογίας Η Σκόνη του Χρόνου. Ένας ελληνοαμερικανός σκηνοθέτης (Βίλεμ Νταφόε) γυρίζει μια ταινία πάνω στην ιστορία του και την ιστορία των γονιών του. Μια ιστορία που εξελίσσεται στην Ιταλία, τη Γερμανία, τη Ρωσία, το Καζακστάν, τον Καναδά και τις Η.Π.Α. Κεντρικό πρόσωπο, η Ελένη, που διεκδικείται και διεκδικεί το απόλυτο της αγάπης. Ταυτόχρονα, ένα μακρύ ταξίδι στη μεγάλη Ιστορία και στα γεγονότα των τελευταίων πενήντα χρόνων που σημάδεψαν τον 20ο αιώνα. Είναι η πρώτη ταινία του Αγγελόπουλου με γυρίσματα στο εξωτερικό.
Στα τέλη του 2011 ξεκίνησαν τα γυρίσματα της ταινίας Η άλλη θάλασσα, που θα αναφερόταν στην ελληνική κρίση και θα ολοκλήρωνε την τριλογία. Όμως, το νήμα της ζωής του μεγάλου Έλληνα σκηνοθέτη κόπηκε ανεπάντεχα αργά το βράδυ της 24ης Ιανουαρίου 2012 στο νοσοκομείο Μετροπόλιταν του Νέου Φαλήρου, όπου μεταφέρθηκε με βαριές κρανιοεγκεφαλικές κακώσεις. Τον είχε χτυπήσει μία διερχόμενη μοτοσυκλέτα στον περιφερειακό της Δραπετσώνας, κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων της ταινίας.

ΧΡΟΝΗΣ ΜΙΣΣΙΟΣ ΕΝΑΣ ΑΛΗΘΙΝΟΣ ΑΓΩΝΙΣΤΗΣ ΕΝΑΣ ΥΠΕΡΟΧΟΣ ΔΟΝ ΚΙΧΩΤΗΣ. Από τον ανιχνευτή Επικούρειο Πέπο.

Ο Χρόνης Μίσσιος, συγγραφέας, αντιστασιακός, αγωνιστής της Aριστεράς και ίσως ο πρώτος ακτιβιστής στην Ελλάδα υπέρ της ολιστικής οικολογικής φιλοσοφίας, γεννήθηκε στην Καβάλα το 1930, από γονείς καπνεργάτες, και έζησε τα πρώτα παιδικά του χρόνια στα Ποταμούδια, μια γειτονιά γεμάτη πρόσφυγες, καπνεργάτες από τη Θάσο και παράνομους κομμουνιστές κυνηγημένους από τη δικτατορία του Μεταξά.

Κατά τη διάρκεια της δικτατορίας του Μεταξά, η οικογένειά του καταφεύγει στη Θεσσαλονίκη και ο Μίσσιος δουλεύει μικροπωλητής, με κασελάκι, στο λιμάνι.
Το σχολείο το σταμάτησε στη δεύτερη τάξη του δημοτικού, λόγω οικονομικής ανέχειας.
Λίγο αργότερα στέλνεται από τον Ερυθρό Σταυρό στα Γιαννιτσά μαζί με άλλα παιδιά, για να γλιτώσουν την πείνα της Κατοχής. Εντάσσεται στην Εθνική Αντίσταση.
Με την απελευθέρωση επιστρέφει στη Θεσσαλονίκη και οργανώνεται στον Δημοκρατικό Στρατό Πόλεων. Το 1947 συλλαμβάνεται, βασανίζεται και καταδικάζεται σε θάνατο για τη συμμετοχή του στον εμφύλιο πόλεμο.
Έζησε εννιά μήνες περιμένοντας κάθε πρωί να τον εκτελέσουν και γλίτωσε τον θάνατο χάρη σ’ένα τυχαίο γεγονός.
Φυλακίζεται ως το 1953 και από το 1962 ζει εξόριστος στη Μακρόνησο και τον Αϊ-Στράτη.
Ένα μόνο “διάλειμμα” ελευθερίας, μεταξύ 1962 και 1967, τον βρίσκει στέλεχος της νεολαίας της ΕΔΑ, μέλος της πενταμελούς γραμματείας της Δ.Ν. Λαμπράκη και, στη συνέχεια, ιδρυτικό μέλος του ΠΑΜ.
Στη φυλακή (Φυλακές Αβέρωφ, Κέρκυρας, Κορυδαλλού) πέρασε και το μεγαλύτερο διάστημα της απριλιανής δικτατορίας. Την περίοδο της καθείρξεώς του μάλιστα έμαθε ουσιαστικά ανάγνωση και γραφή.
Μέχρι και τον Αύγουστο του 1973 που αποφυλακίζεται (αμνηστία του Παπαδόπουλου) περνάει το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του σε φυλακές και εξορίες, ως πολιτικός κρατούμενος.
Με τη λογοτεχνία ασχολήθηκε σε μεγάλη ηλικία.
Το πρώτο του βιβλίο “Καλά, εσύ σκοτώθηκες νωρίς…” (Γράμματα, 1985) τον καθιέρωσε από τους πρώτους μήνες της κυκλοφορίας του ως συγγραφέα στη συνείδηση κριτικής και κοινού.
Ήταν ένα αυτοβιογραφικό κείμενο γραμμένο σε συνειρμική και λαϊκή γλώσσα που εντάσσεται στην παράδοση της απομνημονευματογραφίας[2], καθιερώθηκε από τους πρώτους μήνες της κυκλοφορίας του ως συγγραφέας στη συνείδηση κριτικής και κοινού.
Μετέτρεψε την οδυνηρή πολιτική του εμπειρία σε ζωντανό λογοτεχνικό μύθο, καταγγέλλοντας τόσο τα βασανιστήρια και τους βασανιστές του όσο και τους κομματικούς γραφειοκράτες της Αριστεράς και τον δογματισμό τους.
Η αμεσότητα του προφορικού του λόγου, που προδίδει μια γνήσια λαϊκή αφήγηση, όπως και η γεμάτη εκπλήξεις πλοκή του, θα επιτρέψουν στον Μίσσιο να υπερβεί το στενό πλαίσιο του αριστερού απομνημονεύματος και να φιλοτεχνήσει μια μυθιστορηματική αυτοβιογραφία με έντονα πολιτικό λόγο.
Την ίδια ανταπόκριση βρήκε και το δεύτερο βιβλίο του “Χαμογέλα, ρε… τι σου ζητάνε;” (Γράμματα, 1988).
Στα επόμενα βιβλία του ο Μίσσιος θα διατηρήσει τη θερμότητα των αισθημάτων του, μεταδίδοντας το ανθρωπιστικό του μήνυμα για έναν καλύτερο και δικαιότερο κόσμο χωρίς καμία ιδεολογική διόπτρα: από το «Τα κεραμίδια στάζουν» (1991) μέχρι τα «Το κλειδί είναι κάτω από το γεράνι» (1996) και «Ντομάτα με γεύση μπανάνας» (2001)“[3].
Ο Μίσσιος υπήρξε εμπνευστής μιας λογοτεχνίας που παρά τον σκληρό κόσμο τον οποίο απεικονίζει, δεν χάνει ποτέ την αισιοδοξία και την πίστη της στις δημιουργικές δυνάμεις του ανθρώπου, ο οποίος είναι ικανός υπό συνθήκες ελευθερίας να ζήσει σε μια δημοκρατία που θα εγγυάται τόσο τα ατομικά δικαιώματα όσο και την ευδαιμονία της κοινότητας.[4].
Συμετείχε σε ενέργειες προστασίας του περιβάλλοντος, ενώ πραγματοποίησε και τηλεοπτικές εκπομπές με θέμα την προστασία της ελληνικής πανίδας.
“Κοσμοκαλόγερος”, σαν τους ήρωες ορισμένων από τα βιβλία του, ο Χρόνης Μίσσιος τα τελευταία χρόνια ζούσε στο Καπανδρίτι, με την σύντροφό του Ρηνιώ και τα σκυλιά τους σε ένα αγροτόσπιτο.
Πέθανε στις 20 Νοεμβρίου 2012, σε ηλικία 82 ετών σε ιδιωτικό νοσηλευτήριο της Αθήνας μετά από μάχη με τον καρκίνο
[5].
Πηγή: TVXS

ΓΟΥΟΛΤ ΓΟΥΊ'ΤΜΑΝ 21 ΜΑΡΤΙΟΥ ΗΜΕΡΑ ΠΟΙΗΣΗΣ. Από τον ανιχνευτή Επικούρειο Πέπο. [ο κύκλος των χαμένων ποιητών.]

Ω Καπετάνιε! Καπετάνιε μου

“Ω Καπετάνιε! Καπετάνιε μου! Το φοβερό μας ταξίδι έχει τελειώσει.
Το πλοίο μας άντεξε σ’ όλες τις καταιγίδες, το έπαθλο που αναζητήσαμε εκερδίθη.
Πλησιάζουμε στο λιμάνι, ακούω τις καμπάνες, τον λαό που πανηγυρίζει.
Τα μάτια καρφωμένα στ’ ασάλευτο σκαρί, στο βλοσυρό κι ατρόμητο καράβι.
Μα, ω καρδιά! Καρδιά! Καρδιά!
Ω κόκκινες του αίματος στάλες
Εκεί στη γέφυρα όπου ο Καπετάνιος μου κείτεται
πεσμένος, παγωμένος, νεκρός.
Ω Καπετάνιε! Καπετάνιε μου! Σήκω και τα σήμαντρα άκου πως χτυπούν.
Σήκω- για σένα η σημαία ανεμίζει- για σένα η σάλπιγγα ηχεί.
Για σένα οι ανθοδέσμες και τα πλουμιστά στεφάνια- για σένα
το πλήθος στην ακρογιαλιά.
Εσένα ζητάει αυτή η κινούμενη μάζα που πάνω σου στρέφει τα
διψασμένα της βλέμματα.
Έλα Καπετάνιε! Πατέρα αγαπημένε!
Στο μπράτσο αυτό το κεφάλι σου γύρε!
Σαν όνειρο μου φαίνεται στη γέφυρα να κείτεσαι,
πεσμένος, παγωμένος, νεκρός.
Ο Καπετάνιος μου δεν αποκρίνεται, τα χείλη ντου είναι χλωμά κι αμίλητα,
Ο πατέρας μου το μπράτσο μου δε νιώθει, δεν έχει πια θέληση μήτε σφυγμό,
Το πλοίο αγκυροβόλησε σώο και αβλαβές το ταξίδι του έχοντας εκπληρώσει.
Από ταξίδι φοβερό της νίκης το καράβι επιστρέφει με κερδισμένο το σκοπό.
Ακρογιαλιές πανηγυρίστε! Καμπάνες ηχήστε!
Όμως εγώ πένθιμο σέρνω βήμα,
Στη γέφυρα που ο Καπετάνιος μου κείτεται
πεσμένος, παγωμένος, νεκρός.”

Φύλλα Χλόης

«Τι λέτε πως εγίνηκαν οι γέροντες κ’ οι νειοι;
Τι λέτε πως γινήκαν οι γυναίκες,τα παιδιά;

Βρίσκονται κάπου καλά και ζωντανοί,
Το πιό μικρό βλαστάρι τ’αποδείχνει πως δεν υπάρχει θάνατος στ’αλήθεια
Μα κι αν εστάθη θάνατος ποτές, ίσα-ίσα τράβηξε
Πιό μπρος τη ζωή, και δεν καρτέραγε να τη σταματήσει,
Κ’έπαψε τη στιγμή που ματαφάνηκε η ζωή.

Όλα τραβάνε εμπρός και ξαναπλάθονται όλα,τίποτα δεν χάνεται,
Κι ο πεθαμός είν’άλλο απ’ότι ενόμιζε καθένας, είναι μια τύχη κάλλια.»
Πηγή: http://dimitriosgogas.blogspot.gr/ 
Aνιχνευτής ο Επικούρειος Πέπος.

20.3.16

ΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ ΠΟΙΗΤΕΣ 21 ΜΑΡΤΙΟΥ ΗΜΕΡΑ ΠΟΙΗΣΗΣ ΠΙΝΔΑΡΟΣ. Από τον ανιχνευτή Επικούρειο Πέπο.

ΕΝΑΣ ΥΜΝΟΣ, ΕΝΑΣ ΠΑΙΑΝΑΣ ΚΙ ΕΝΑ ΠΡΟΣΟΔΙΟ, ΠΙΝΔΑΡΟΣ, ΚΛΑΣΙΚΑ

Ένας Ύμνος, ένας Παιάνας κι ένα Προσόδιο

Πίνδαρος, 522 ή 518 Κυνός Κεφαλές Θήβας-438 π.Χ. Άργος

Ο Πίνδαρος χαρακτηρίζεται ως ο μεγαλύτερος λυρικός ποιητής της αρχαιότητας, τον οποίο όμως η πατρίδα του, η Θήβα, τιμώρησε με πρόστιμο όταν μίλησε τιμητικά για την Αθήνα. Η ποίησή του είναι υπερατομική. Με την έννοια ότι δεν μιλάει για συνθήκες και περιστατικά της προσωπικής του ζωής ή του περιβάλλοντός του αλλά κυρίως για αθλητικούς αγώνες, για την αρετή του αγώνα και του νικητή, για τις δόξες των γενιών, για τις ηθικές αξίες τους, για τους μύθους και τις παραδόσεις γενικά των πόλεων και των αριστοκρατικών γενών που κρατούν την αρχή τους από θεούς και ημίθεους.

Η ποίησή του εξάλλου ήταν Χ ο ρ ι κ ή. Ήταν για να τραγουδιέται από πολλούς σε δημόσιους χώρους, για πολλούς και για θέματα κοινά, όχι για προσωπικά προβλήματα και έγνοιες.

Ο κόσμος του Πίνδαρου είναι ένας κόσμος «ιδεοληπτικός» για μας, ένας κόσμος «συνείδησης» για τον ίδιο- με την έννοια ότι πίστευε με ευλάβεια στον κόσμο αυτόν, όπως τον έμαθε κι όπως τον εξιστορούσε.

Η ποίησή του είναι ευγενική και μεγαλόπρεπη. Ο λόγος του έχει ορμή και πλαστικότητα, είναι αδρός και επιβλητικός, γεμάτος σπάνιες δυνατές λέξεις και σύνθετες, είναι αφειλώλευτος λόγος. Οι λέξεις του προσπαθούσαν να ανεβάσουν το γεγονός σε έμπνευση ή να ντύσουν την έμπνευση στο σχήμα του γεγονότος. Πληθωρικός ο λόγος, εκπλήξεις γεμάτος και υπέρβαση.

Η Κόριννα, ποιήτρια της Θήβας πιθανά σύγχρονή του, τον παρομοιάζει με σπορέα που ρίχνει το σπόρο στη γη όχι με το χέρι σκορπίζοντάς τον, αλλά χύνοντας μαζί όλο το σακκούλι (ΤΗΙ ΧΕΙΡΙ ΔΕΙ ΣΠΕΙΡΕΙΝ, ΑΛΛΑ ΜΗ ΟΛΩ ΤΩΙ ΘΥΛΑΚΩΙ).

Το έργο του ήταν: Ύμνοι, Παιάνες, Διθύραμβοι, Προσόδια, Παρθένια, Υπορχήματα, Εγκώμια, Θρήνοι, Επίνικοι.
Από αυτά σώθηκαν όλοι οι επίνικοι (4 βιβλία) και ελάχιστα άλλα μικρά και φθαρμένα αποσπάσματα.
Πρώτα την ορθόγνωμη Θέμη την ουράνια

απ’ τις πηγές του Ωκεανού με άλογα χρυσά

οδήγησαν οι Μούσες στου Ολύμπου το θρόνο

ολόφωτο το δρόμο ανεβαίνοντας,

η πρώτη του Δία γυναίκα να είναι.

Και γέννησε αυτή τις Ώρες τις τακτές

με τα χρυσόδετα μαλλιά,
που φέρνουν των καρπών το θάμπος.
Στο όνομα του Ολύμπιου Δία, χρυσή

και ένδοξη μάντισσα Πυθώ,

δέξου με, σε ικετεύω με τις Χάριτες μαζί

και την Αφροδίτη,

σε τούτη τη θεία γιορτή (των Δελφών)

ποιητή των Μουσών ξακουσμένο.

Ακούγοντας της Κασταλίας το νερό να κελαρύζει

απ’ τις χάλκινες βρύσες

χωρίς συνοδεία χορού, ήρθα γιορταστής

την άγνοια των πιστών σου να βοηθήσω

με τις δικές μου τις τιμές.

Και όπως παιδί στη σεβάσμια μάνα

την καρδιά μου ακούοντας πρόθυμα

στο άλσος του Απόλλωνα έφτασα

Όπου στεφάνια και συμπόσια ανθίζουν

και όπου το γιο της Λητώς

των Δελφών οι κόρες συχνά

δίπλα στης γης τον Ομφαλό

τον ισκιωμένο, τραγουδούν

με πόδια γοργά το χώμα χτυπώντας.

( λείπουν 31 στίχοι)
Ο παιάνας συνεχίζεται με την α΄ επωδό κ.εξ.
Πηγή: http://idrymapoiisis.blogspot.gr/
ΑΝΙΧΝΕΥΤΗΣ ΕΠΙΚΟΥΡΕΙΟΣ ΠΕΠΟΣ

19.3.16

ΑΛΚΙΝΟΟΣ ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ 21 ΜΑΡΤΙΟΥ ΗΜΕΡΑ ΠΟΙΗΣΗΣ

Έχω μια λέξη

Έχω μια λέξη για να πω
μα είναι το στόμα μου κλειστό
και την κρατάω μέσα μου
να μεγαλώνει.
Γύρω μου απλώνει
το φιλοθεάμον μου κενό.
Σ' ένα μονόλογο παλιό
ένα μεγάλο βόδι μου πατάει τη γλώσσα.
Ψυχή μου κλώσα,
μου είχες πει κάποια φορά
μέσα στα λόγια το πολλά
πως πριν κατέβουμε στη γη ήμαστ' αστέρια.
Σπασμένα χέρια
τώρα μου δίνεις να πιαστώ
και το μικρό μου εαυτό
μέχρι την άλλη μου ζωή θα ξεπουλάω.
Σε ποιον χρωστάω;
Σε ποιον τη λέξη μου να πω
και ποιου το χέρι τρυφερά θα την κρατήσει;
Που έχω ζήσει;
Σε τίνος τ' όνειρο να μπω
μια λέξη μόνο να του πω και να το σκάσω;
Αχ, να ξεχάσω!
Λέγαν σαν ήμουνα μικρός
πως είν' ο κόσμος σκοτεινός
μ' από τα φώτα τα πολλά πώς έχω λιώσει;
Έχω πληρώσει.
Έδωσα χώμα και νερό
μήπως σωθεί ό,τι ακριβό έχω γνωρίσει
και ό,τι γνήσιο έχω ζήσει.
Έχω ξοφλήσει.
Έχω μια λέξη για να πω
μα είναι το στόμα μου κλειστό
και την κρατάω μέσα μου
να μεγαλώνει.
Και με σκοτώνει
σ' έναν ισόβιο τοκετό
το ‘να μου μέρος το κρυφό
και νιώθω μέσα απ' τη βαθιά μου εγκυμοσύνη
αυτό που φτύνει η τεχνητή μας νοημοσύνη:
Ευγνωμοσύνη!

Απόγευμα στο δέντρο

Ο κόσμος ξεμακραίνει
ωραία στιγμή μου ξένη
Βαθαίνουν τα πηγάδια
ζωή μου που'σαι άδεια
Ο κόσμος ξεμακραίνει,είναι βράδυ
ωραία στιγμή μου ξένη,στάσου λίγο
Βαθαίνουν τα πηγάδια,το φεγγάρι
ζωή μου που'σαι άδεια,γέλα λίγο αν μ'αγαπάς
Ο κόσμος ξεμακραίνει,είναι βράδυ,μη μιλάς
ωραία στιγμή μου ξένη,στάσου λίγο αν μ'αγαπάς
Βαθαίνουν τα πηγάδια,το φεγγάρι οταν κοιτάς
ζωή μου που'σαι άδεια,γέλα λίγο αν μ'αγαπάς
Ανθίζουνε τ'αστέρια,όνειρό μου,
οταν περνάς
δωσ'μου τα δυο σου χέρια
και τον κόσμο αν μ'αγαπάς.

Φως

Ξημέρωσε το καλοκαίρι
κι ήρθε ο ήλιος να το δει και πύρωσε.
Ξημέρωσε κι όσα ο ύπνος
είχε χθες βράδυ ορκιστεί τα πλήρωσε.
Κι είναι το πρώτο φως της μέρας
που σου ταιριάζει να φοράς,
γιατί αλλιώς σε φανερώνει
κι αλλιώς σε κάνει να κοιτάς,
σαν μ' αγαπάς.
Κι έγινε η μέρα μεσημέρι
κι ήταν οι άνθρωποι βιαστικοί και τρέχανε.
Κι είχανε τ' όνειρο στο χέρι,
το βγάζαν βόλτα σα σκυλί που πέθανε.
Κι είν' ένα φως το μεσημέρι
που σου ταιριάζει να φοράς,
γιατί αλλιώς σε φανερώνει
κι αλλιώς σε κάνει να κοιτάς
σαν μ' αγαπάς.
Κοίτα πώς γέρνει τώρα ο ήλιος
και μεγαλώνει τις σκιές στα χώματα.
Και πώς κοιτάζουν προς τα μέσα
κι αφήνουν να τα φανταστείς τα χρώματα.
Κι είν' ένα φως μες το σκοτάδι
που σου ταιριάζει να φοράς,
γιατί αλλιώς σε φανερώνει
κι αλλιώς σε κάνει να κοιτάς,
σαν μ' αγαπάς.

Όσα η αγάπη ονειρεύεται

Παίρνω απόσταση απ' το χθες
να 'ρθούνε κι άλλες εποχές.
Να 'ρθουνε λύπες και χαρές
καινούριες να σου τις χαρίσω.
Παίρνω απόσταση απ' το χθες
για να μπορέσω να με θες
να βρω τραγούδια, μουσικές
καινούριες να σου τραγουδήσω.
Έλα μη μου καίγεσαι,
θα σου χαρίσω ό,τι θες
έλα μη μου καίγεσαι,
όλα μου τ' αύριο και τα χθες
στο τώρα θα τα κλείσω
Όσα η αγάπη ονειρεύεται,
τα αφήνει όνειρα η ζωή.
Μα όποιος στ' αλήθεια ερωτεύεται
κάνει τον πόνο προσευχή,
βαρκούλα κάνει το φιλί
και ξενιτεύεται.
Παίρνω απόσταση άμα θες
κι από τις πρώτες μας ματιές,
για να μπορέσω με γητειές
καινούργιες να στις ξαναδώσω.
Βρίσκω στον έρωτα γιατρειές
να τον γιατρέψω απ' τις πληγές
και στολισμένο χαρακιές
καινούριες να τον ξανανιώσω.
Έλα μη μου καίγεσαι
θα σου χαρίσω ό,τι θες
έλα μη μου καίγεσαι
όλα μου τ' αύριο και τα χθες
στο τώρα θα τα κλείσω
Όσα η αγάπη ονειρεύεται
τα αφήνει όνειρα η ζωή
μα όποιος στ' αλήθεια ερωτεύεται
κάνει τον πόνο προσευχή,
βαρκούλα κάνει το φιλί
και ξενιτεύεται.

ο κόσμος που αλλάζει

Μεγάλο δέντρο ο στεναγμός, μεγάλη κι η σκιά του
απλώνει ρίζες στην ψυχή, στο σώμα τα κλαδιά του
Μα όπως ανοίγει ένα πουλί φτερούγα στον αέρα
το δέντρο γίνεται γιορτή και φτερουγίζει η μέρα
Πόσες φορές να σου το πω, πόσες να στο μηνύσω?
Να σου το πω ψιθυριστά ή να στο τραγουδήσω?
Θα σου το πω ψιθυριστά, όπως μιλάει το βλέμμα
που κρύβει μες τη σιγαλιά του κόσμου όλο το αίμα
Αυτός ο κόσμος που αλλάζει
πως σου μοιάζει, πως σου μοιάζει
Αυτός ο κόσμος που αλλάζει
με τρομάζει, με τρομάζει
Χαμένοι μοιάζουμε, λοιπόν, στο γύρο του θανάτου
στην παγωνιά του οριστικού, στον τρόμο του αοράτου
Μα οριστικά θα ‘χεις χαθεί, μονάχα αν το διαλέξεις
όπως διαλέγει η μουσική τα λόγια και τις λέξεις
Αυτός ο κόσμος που αλλάζει
πως σου μοιάζει, πως σου μοιάζει
Αυτός ο κόσμος που αλλάζει
με τρομάζει, με τρομάζει

Πηγή: http://dimitriosgogas.blogspot.gr/
Ανιχνευτής ο Επικούρειος Πέπος.


18.3.16

Ποίηση και Ποιητές ένα αφιέρωμα για την 21 Μαρτίου ΝΙΚΟΣ ΓΚΑΤΣΟΣ Από τον ανιχνευθτή Επικούρειο Πέπο.

Ο ποιητής τραγουδιών : Νικόλαος Γκάτσος

Εικοσιτέσσερα χρόνια συμπληρώνονται φέτος από τον θάνατο του Νίκου Γκάτσου, του ποιητή που σφράγισε με τους στίχους του το έντεχνο ελληνικό τραγούδι από τη δεκαετία του 1950 ως εκείνη του 1980, κομίζοντας σε αυτό τον υπερρεαλιστικό λόγο αλλά και συνδυάζοντάς τον με τη δημοτική παράδοση. 

«Το Βήμα» αναζητεί σήμερα την ουσία της προσφοράς του στο τραγούδι με την απόσταση που δημιουργεί η πάροδος μιας δεκαετίας βιολογικής απουσίας του και, παράλληλα, επιχειρεί να φωτίσει το θέμα της «τυχαίας» ενασχόλησής του με το τραγούδι, αφού ο Νίκος Γκάτσος υπήρξε ποιητής ο οποίος εγκατέλειψε την τέχνη του για να ακολουθήσει μια άλλη συγγενή προς εκείνη, αυτή του τραγουδιού.
Ο Νίκος Γκάτσος (γεννημένος το 1911 στην Ασέα Αρκαδίας) ήταν ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του '30 γνωστός στους φιλολογικούς κύκλους των Αθηνών, συμμετέχοντας στα λογοτεχνικά καφενεία της εποχής. Εκεί έγινε κοινωνός του ρεύματος του υπερρεαλισμού και μέλος της συντροφιάς των κυριοτέρων εν Ελλάδι εκπροσώπων του. Η συναναστροφή αυτή θα οδηγήσει στο κορυφαίο ποιητικό του έργο, την «Αμοργό», το οποίο - σύμφωνα με μαρτυρίες - γράφτηκε «τυχαία εν μια νυκτί». Η συγγραφή άρχισε ένα βράδυ στο σπίτι του Γκάτσου, παρουσία του Οδυσσέα Ελύτη, σαν ένα «παιχνίδι υπερρεαλιστικής μίμησης» για να εξελιχθεί σε ένα από τα σημαντικότερα κείμενα του σύγχρονου ελληνικού υπερρεαλισμού.

Η ποιητική αυτή σύνθεση κυκλοφόρησε το 1943 σε 308 αντίτυπα, ως σήμερα όμως έχει ξεπεράσει τις 40.000 αντίτυπα σε πωλήσεις. Η «Αμοργός» γνώρισε αρχικά την επιφύλαξη - ακόμη και τη χλεύη - των κριτικών. Ο κριτικός Μ. Ροδάς τη χαρακτήρισε «Αρλουμπολογία». «Εάν ο κ. Γκάτσος είναι φαρσέρ, τότε ασφαλώς η "Αμοργός" τού προσφέρει μίαν απόλαυση με τα ρουθούνια των αγελάδων» έγραφε σε κριτική του, παραφράζοντας στίχο της «Αμοργού». Ο Α. Σπυρής, στα «Φιλολογικά Χρονικά», χαρακτήρισε το ποίημα «προδιαγεγραμμένο σχέδιο, σα να ήθελε ο ποιητής να εκθέσει τον εαυτό του στη χλεύη του κόσμου».
Το λάθος των περισσοτέρων από τους κριτικούς εκείνης της περιόδου είναι ότι προσπάθησαν να εξηγήσουν λογικά την «Αμοργό», να ερμηνεύσουν λέξη προς λέξη ένα γνήσιο υπερρεαλιστικό κείμενο, να αναγνώσουν μία νέα γλώσσα με τρόπο παλαιό.
Τη δεκαετία που ακολούθησε, η «Αμοργός» πήρε τη θέση που της έπρεπε στη συνείδηση των κριτικών αλλά και του αναγνωστικού κοινού, έτσι ώστε ο Ν. Γκάτσος να θεωρείται ήδη καταξιωμένος ποιητής, αν και είχε ένα μόνο ποιητικό έργο στο ενεργητικό του.
Το γεγονός ότι ο Γκάτσος έγραψε την «Αμοργό» σε ηλικία μόλις 32 ετών δημιουργούσε την αίσθηση ότι δεν επρόκειτο παρά για την αφετηρία ενός μακρού ποιητικού δρόμου. Εν τούτοις εκείνος σιώπησε, δεν εξέδωσε ξανά ποιητική συλλογή και στράφηκε - από τις αρχές του '50 και μετά - στο τραγούδι. Αυτή η αλλαγή πλεύσης συνιστά ως σήμερα τη λεγόμενη «μυθολογία ή μυστήριο του Ν. Γκάτσου», όπως την αποκαλούν οι μελετητές του έργου του. Ο ίδιος δεν απάντησε ποτέ στο ερώτημα «γιατί εγκατέλειψε την ποίηση», όπως δεν εμφανίστηκε ποτέ και στην τηλεόραση για να πει έστω και μία κουβέντα.

Στο αρχείο της ΕΡΤ υπάρχει η μία και μοναδική του τηλεοπτική εμφάνιση, όπου ένας μουσικός παίζει πιάνο και ο Ν. Γκάτσος διακρίνεται σοβαρός και αμίλητος μέσα από έναν καθρέφτη. Αφού ο ίδιος ο ποιητής δεν μίλησε ποτέ για τη μετάβασή του στο τραγούδι, προσπάθησαν οι μελετητές του έργου του να βρουν μια άκρη στο ζήτημα αυτό. Η πιο ώριμη όμως θέση εκφράστηκε από τον φιλόλογο Τάσο Λιγνάδη, ο οποίος θεώρησε την «Αμοργό» ως «πρότυπο, υπόδειγμα, μοντέλο, το οποίο επετέλεσε κατά τρόπο ραγδαίο τον προορισμό του αμέσως από τη χρονιά που βγήκε». Αφού ο σκοπός είχε εκπληρωθεί, μια νέα ποιητική συλλογή θα αποτελούσε πιθανόν επανάληψη.
«Εμαθε όλη την Ελλάδα να τραγουδάει στίχους που ποτέ δεν μπορούσε να φανταστεί»
Ηεκτίμηση του Μάνου Χατζιδάκι στον Νίκο Γκάτσο αντηχεί στα λόγια όσων σήμερα καλούνται να τοποθετηθούν για το καλλιτεχνικό του μέγεθος. Ανάμεσά τους ο Λευτέρης Παπαδόπουλος, ο οποίος επί σειρά ετών εθεωρείτο για το ευρύ κοινό (που αρέσκεται στον διπολισμό) το «αντίπαλον δέος» του Νίκου Γκάτσου στην ελληνική στιχουργία. Σήμερα ο Λ. Παπαδόπουλος ονομάζει τον Νίκο Γκάτσο «δάσκαλο», τον θεωρεί «τον μεγαλύτερο από τους δασκάλους» του και προσδιορίζει την ουσία της διαφοράς τους στη δομή των θεμάτων τους. «Εγώ αφηγούμαι μια ιστορία από την αρχή ως το τέλος. Ο Γκάτσος πολλές φορές ξεκινάει μια ιστορία και οδηγείται σε μια άλλη. Αυτό απαιτεί τόλμη και ποιητική σοφία» τονίζει ο Λευτέρης Παπαδόπουλος και εστιάζει στην ουσία της προσφοράς του Ν. Γκάτσου στο ελληνικό τραγούδι: «Εμαθε όλη την Ελλάδα να τραγουδάει στίχους που ποτέ δεν μπορούσε να φανταστεί, διότι είχε μια πρωτοφανή τόλμη στην εικονοποιία, στη ρίμα και στην εξέλιξη των θεμάτων του σε κάθε τραγούδι».

Συγγενής προς αυτή την εκτίμηση εκείνη του στιχουργού Μάνου Ελευθερίου: «Η προσφορά του Γκάτσου στο τραγούδι ήταν το Μεγάλο Απρόοπτο. Εφερε τον υπερρεαλισμό. Οχι μόνο τον εισήγαγε αλλά τον επέβαλε κιόλας. Δείτε τους στίχους του στους "Δροσουλίτες", πώς συνδυάζουν τον υπερρεαλισμό με την παράδοση. Τέτοια πράγματα δεν ξαναγίνονται». Στο αίτημα να υποδείξει ένα τραγούδι το οποίο κατά τη γνώμη του συγκεντρώνει τις βασικές ποιητικές αρετές του λόγου του Νίκου Γκάτσου ο Μ. Ελευθερίου επιλέγει τον «Γιάννη τον φονιά». «Θεωρώ ότι είναι το αριστούργημά του» δηλώνει και θέτει το ερώτημα: «Ποιος συνθέτης όμως θα μελοποιούσε τον "Γιάννη τον φονιά" σήμερα; Εχει στραφεί αλλού το ελληνικό τραγούδι. Λείπει σαφώς ο Ν. Γκάτσος απ' αυτό, αλλά ακόμη και αν ζούσε δεν θα μπορούσε να το παρακολουθήσει. Ηδη τα τελευταία χρόνια της ζωής του είχε το παράπονο ότι δεν του ζητούσαν πια στίχους. Αυτό συνέβαινε γιατί το τραγούδι είχε ήδη φύγει γι' αλλού...».
Ενας από τους βασικούς ερμηνευτές στίχων του Ν. Γκάτσου, ο Μανώλης Μητσιάς (ερμηνευτής σε τέσσερις κύκλους τραγουδιών του και σε τραγούδια που δισκογραφήθηκαν σε 45άρια), αναφέρει τα σημεία στα οποία επικεντρώνει το εδώ και μία δεκαετία απλήρωτο κενό του Ν. Γκάτσου: «Λείπουν σήμερα από το τραγούδι οι πρωτογενείς λέξεις που χρησιμοποιούσε καθώς και η ικανότητα που είχε να περικλείει μεγάλα νοήματα σε ένα τετράστιχο». Εντοπίζει δε τη συμβολή του στο γεγονός ότι προσέδωσε στο λαϊκό τραγούδι ποιητικότητα: «Πριν από εκείνον η Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου έγραφε λαϊκά τραγούδια, ο Γκάτσος όμως έκανε καθημερινό τραγούδι την ποιητική τέχνη. Επέβαλε μάλιστα στο τραγούδι τη δημοτική ποίηση. Ηταν βαθύς γνώστης της. Ηξερε κάθε γωνιά της χώρας, ήξερε εκατοντάδες δημοτικά ποιήματα απέξω. Δείτε πώς μιλάει στα τραγούδια του για την Παναγιά, αναφέροντάς την με τις ιδιαίτερες ονομασίες που της αποδίδονται σε κάθε γωνιά της Ελλάδας».

Σήμερα, δέκα χρόνια μετά τον θάνατό του, πρωταγωνιστεί στο τραγούδι μια ολόκληρη γενιά συνθετών που δεν συνέπεσαν χρονικά με τον Ν. Γκάτσο ως δημιουργοί, επηρεάστηκαν όμως βαθιά από το έργο του. Ανάμεσά τους ο Γιώργος Ανδρέου αποτιμά το έργο του Νίκου Γκάτσου. «Ο Γκάτσος αποτελεί στιχουργική περίπτωση που δεν άφησε συνέχεια σε ευθεία αναγωγή. Σήμερα έχει επικρατήσει πιο πολύ ένα είδος εξπρεσιονιστικής γραφής παρά η δική του άποψη. Ο Γκάτσος ήταν το μείγμα του Ομήρου, του Σολωμού, της Ευτυχίας Παπαγιαννοπούλου, των δημοτικών παραλογών και του Ρεμπό. Αυτές τις παραμέτρους δεν τις είχε άλλος στιχουργός» σημειώνει ο συνθέτης, ο οποίος έχει αφιερώσει και ένα τραγούδι του στον Νίκο Γκάτσο («Ολα, κύριε Νίκο, είναι εδώ...») όπου χρησιμοποιεί στοιχεία της φρασεολογίας του.
Νάνα Μούσχουρη «Ο Νίκος με έμαθε τι είναι ελευθερία»
Η Νάνα Μούσχουρη ήταν επιστήθια φίλη του Νίκου Γκάτσου, θεωρώντας τον πρόσωπο που καθόρισε την πορεία της στη ζωή και στο τραγούδι. Συνεργάστηκε μαζί του κατά την πρώτη («Χάρτινο το φεγγαράκι», «Ελα πάρε μου τη λύπη» κτλ.) και κατά την τελευταία του στιχουργική περίοδο («Η ενδεκάτη εντολή», 1985, «Οι μύθοι μιας γυναίκας», 1988, «Αγάπη είν' η ζωή», 1994). Παρ' ότι δεν συμμετέχει σε «αφιερωματικού χαρακτήρα κείμενα», όπως τονίζει η ίδια, κινητοποιήθηκε από την επέτειο του θανάτου του και έγραψε για «Το Βήμα» τα παρακάτω λόγια, επιχειρώντας περισσότερο μια συναισθηματική προσέγγιση παρά έναν καλλιτεχνικό απολογισμό.
«Για μένα ήταν φίλος, πατέρας κι αδερφός. Μου έδωσε εμπιστοσύνη για τη ζωή. Με άφησε να καταλάβω ότι δεν έχει τόση σημασία το τι κάνεις αλλά το πώς και γιατί το κάνεις. Ολοι έχουμε βάλει στη ζωή έναν ήλιο σαν σύνορο, το πιο σημαντικό όμως είναι όχι να το φτάσεις αλλά ο δρόμος που χαράζεις. Από εκείνον έμαθα τι είναι ελευθερία, έμαθα να σέβομαι τα σύνορα του ανθρώπου, να υποστηρίζω τα παιδιά και τη δικαιοσύνη. Ο Νίκος αντιπροσωπεύει πάντοτε για μένα το μεγάλο ελληνικό πνεύμα, γεμάτο γνώση, γενναιοδωρία και ελευθερία, με σπάνια καλαισθησία, υπερηφάνεια αλλά και αυστηρότητα, αυτήν που απορρέει από την ευγενή απλότητα του στίχου του. Ηταν γεμάτος σοφία και ανθρώπινη κατανόηση, ευφυΐα, περιέργεια, δίψα να αναλύει τη σκέψη της νέας γενιάς και να εκφράζει τις ανησυχίες και τα όνειρά της. 

Ηταν ο άνθρωπος του μέλλοντος και της αισιοδοξίας και παρ' όλο που συχνά υπεδείκνυε τις πικρές αλήθειες της πραγματικότητας, δεν καταδίκαζε ποτέ. Πίστευε στον άνθρωπο που μια μέρα θα μπορούσε να κρίνει μόνος του τον δρόμο που θα ακολουθήσει. Τα χαρακτηριστικά του στίχου του ήταν η αρμονία των ιδεών και των λέξεων που διάλεγε για την έκφρασή τους. Δημιουργούσε συγκινητικές αόρατες μουσικές εικόνες γεμάτες ευγένεια και ποίηση.
Δεν αισθάνομαι την απουσία του γιατί συνεχίζει να με εμπνέει. Μια όμως διαφορετική αίσθηση απουσίας είναι το ότι δεν μπορώ να του μιλήσω. Στα σαράντα χρόνια που έζησα ταξιδεύοντας έξω από τη χώρα μας με βοήθησε με την καθημερινή τηλεφωνική επαφή μας να διατηρήσω την ελληνικότητά μου, την ταυτότητά μου, τη γλώσσα και τις πολιτιστικές αξίες. Προσπαθώ μέχρι σήμερα με τα τραγούδια του να μεταδώσω τις μεγάλες ηθικές αξίες με τις οποίες η φιλία του με πλούτισε. Η ταπεινή προσφορά μου είναι ότι πάρα πολλοί νέοι στο εξωτερικό έμαθαν να τραγουδούν στα ελληνικά "Χάρτινο το φεγγαράκι" ή "Ασπρη μέρα". Και μαθαίνουν τη γλώσσα μας για να εμβαθύνουν απόλυτα στο νόημα και στο μήνυμα του Γκάτσου το οποίο μου εμπιστεύθηκε (μια φορά κι έναν καιρό, όπως λένε τα παραμύθια)...».
Η είσοδος στη δισκογραφία
Από τις αρχές της δεκαετίας του '50 ως τα τέλη του '80 ο Νίκος Γκάτσος δημοσιοποίησε περίπου 340 στίχους του σε τραγούδια των Μάνου Χατζιδάκι, Μίκη Θεοδωράκη, Σταύρου Ξαρχάκου, Δήμου Μούτση, Χριστόδουλου Χάλαρη, Γιώργου Χατζηνάσιου, Λουκιανού Κηλαηδόνη. «Τα περισσότερα από τα τραγούδια του Ν. Γκάτσου που δισκογραφήθηκαν γράφτηκαν πάνω σε ήδη δοσμένες μουσικές» τονίζει η πνευματική του κληρονόμος κυρία Αγαθή Δημητρούκα, αποκαλύπτοντας κάτι που είναι ελάχιστα γνωστό στο ευρύ κοινό και έχει ξεχωριστή αξία, αφού ο Ν. Γκάτσος κατάφερε να δημιουργήσει ένα αυτόνομο ποιητικό σύμπαν πάνω σε καθορισμένα εκ των προτέρων από τους συνθέτες μουσικά μέτρα. Ανάμεσα στα ποιητικής αισθητικής τραγούδια του Ν. Γκάτσου είναι τα «Αθανασία», «Η μικρή Ραλλού», «Αύριο πάλι», «Σ' έβλεπα στα μάτια», «Μάτια βουρκωμένα», «Παλικάρι στα Σφακιά», «Ο Γιάννης ο φονιάς», «Κοίτα με στα μάτια», «Μπουρνοβαλιά», «Η ενδεκάτη εντολή», «Κεμάλ» και «Περιμπανού». Τα περισσότερα από τα προαναφερθέντα τραγούδια είναι καρπός της συνεργασίας του με τον Μάνο Χατζιδάκι. Είναι γνωστή η καλλιτεχνική τους συμπόρευση - ο Χατζιδάκις βρήκε στον Γκάτσο τον Λόγο των τραγουδιών του -, κατάθεση όμως του συνθέτη στον δημοσιογράφο κ. Ν. Γκροσδάνη αποκαλύπτει τον βαθύ ρόλο που έπαιξε η προσωπικότητα του Ν. Γκάτσου στον νεαρό τότε (τους χώριζαν 14 χρόνια διαφοράς) Μάνο Χατζιδάκι: «Η σχέση μου με τον Γκάτσο μού διαμόρφωσε τον χαρακτήρα. Τον θεωρώ τον πιο σημαντικό άνθρωπο που γνώρισα στη ζωή μου, μετά τη μητέρα μου. Ο Γκάτσος μ' έφτιαξε πνευματικά». 

Πηγή: Το αφιέρωμα αυτό δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα το ΒΗΜΑ