Κορυφαία
προσωπικότητα, ελληνικός μύθος, η σημαντικότερη - ίσως- λυρική τραγουδίστρια
του περασμένου αιώνα, που εξακολουθεί να λατρεύεται από εκατομμύρια φανατικών
τριανταεννέα χρόνια από το θάνατό της. Ερωτευμένη με τον διασημότερο Έλληνα,
τον Αριστοτέλη Ωνάση, μια εξίσου κορυφαία προσωπικότητα που συνεχίζει να
γοητεύει , παρά το τραγικό του τέλος. Η καλύτερη όπερά της είναι η ίδια της
η ζωή. Παραμυθένια, μελοδραματική και τραγική, μέσα από μια
εντυπωσιακή διαδρομή από την άνοδο προς την πτώση.
Δεν θα μπορούσε να είναι άλλη από τη θρυλική ντίβα της ‘Οπερας, Μαρία Κάλλας.
Είναι αρχές της δεκαετίας του ‘50. Η Μαρία Κάλλας βρίσκεται στο απόγειο της δόξας της και παρακολουθεί μια παράσταση σε ένα καμπαρέ στο Μόντε Κάρλο. Το θέαμα κυλά κανονικά. Έρχεται όμως η στιγμή που ο κομπέρ αναγγέλει μια καλλιτέχνιδα ως τη “Μαρία Κάλλας του στριπτίζ.” Εκείνη τη στιγμή, η αληθινή Μαρία Κάλλας σηκώνεται από τη θέση της και εξαφανίζεται μέσα στη νύχτα. Την επόμενη μέρα, οι εφημερίδες γράφουν ότι έφυγε ιδιαίτερα εξοργισμένη. Εκείνη σχολιάζει ότι έφυγε γιατί βρήκε το θέαμα πληκτικό. Αργότερα, σε μια συνέντευξη στην εφημερίδα Times, λέει για το επεισόδιο στο Μόντε Κάρλο:”οι εφημερίδες όλου του κόσμου θεώρησαν το γεγονός αυτό πιο σημαντικό από την πρεμιέρα του ‘Πολύευκτου’. Τόσο πολύ έχουμε χάσει την αίσθηση των αξιών.”
Αυτή η χαμένη αίσθηση των αξιών ήταν και η χαμένη αίσθηση του μέτρου για τη Μαρία Κάλλας. Αυτό το μέτρο που έλειπε από τις εκδηλώσεις των θαυμαστών της, των δημοσιογράφων, των παπαράτσι, γενικά των μέσων μαζικής ενημέρωσης σε κάθε της εμφάνιση στη σκηνή αλλά και έξω από αυτή.
Ποιά ήταν η Μαρία Κάλλας;
Η Μαρία Σοφία Άννα Καικιλία Καλογεροπούλου γεννήθηκε στις 2 ή στις 4 Δεκεμβρίου- δεν είναι βέβαιη η ημερομηνία- στο νοσοκομείο Flower της Νέας Υόρκης, εν μέσω μιας φοβερής χιονοθύελλας. Ίσως αυτός ήταν ένας οιωνός για τη θυελλώδη ζωή που θα ζούσε. Ήταν το τρίτο παιδί της οικογένειας. Οι γονείς της - Γιώργος και Ευαγγελία Καλογεροπούλου- μετανάστες στην Αμερική από το Μελιγαλά της Πελοποννήσου, έχουν αποκτήσει ακόμα δύο παιδιά. Την Τζάκι και ένα αγόρι που χάνουν στα τρία του χρόνια.
Ο πατέρας της εργάζεται ως υπάλληλος και κατότπιν ανοίγει δικό του φαρμακείο, φέρνοντας έτσι στην οικογένεια αρκετή οικονομική άνεση. Δυστυχώς αυτή μετριάστηκε μετά από το κραχ του 1929.
Στα χρόνια της Αμερικής, η οικογένεια μετακομίζει γύρω στις επτά φορές στο Hells Kitchen του Μανχάταν, στο Riverside Drive. Καταλήγουν τελικά σε ένα άνετο διαμέρισμα του Walsington Heigts στο Μανχάταν. H μητέρα της είναι μια γυναίκα με ιδιαίτερα δυναμικό χαρακτήρα και είναι εκείνη που ανακαλύπτει το θείο δώρο της φωνής της κόρης της σε αρκετά τρυφερή ηλικία.
“Δεν θυμάμαι, πια, καθόλου σε ποιά στιγμή υποπτεύθηκα, για πρώτη φορά, ότι η κόρη μου, Μαρία, είχε μια φωνή ονειρεμένη. Σε ηλικία τεσσάρων ετών με εξέπληξε. Είχαμε μία πιανόλα, την οποία η Μαρία λάτρευε να ακούει. Εκείνη την ημέρα, η Τζάκι ήταν σχολείο και εγώ ήμουν στην κουζίνα, φτιάχνοντας ψωμί, όταν άκουσα την πιανόλα και έτρεξα στο σαλόνι, για να δω ποιός μπορεί να την έκανε να παίζει. Ήταν η Μαρία, η οποία είχε κουλουριαστεί κάτω από την πιανόλα και πατούσε τα πεντάλ με τα χέρια της, γιατί ήταν ακόμα πολύ μικρή για να κάθεται στο σκαμνί και να τα φτάνει με τα πόδια της. Άκουγε τη μουσική που έβγαζε, με το στόμα μισάνοιχτο και τα μαύρα μάτια της έλαμπαν...” γράφει η μητέρα της στο βιβλίο της “Κάλλας, η κόρη μου” που κυκλοφορεί το 1960.
Ο πατέρας της διηγείται πως η κόρη του τραγουδούσε από τότε που ήταν στην κούνια, “εξαπολύοντας φωνητικές ασκήσεις και ψηλές νότες, τόσο ασυνήθιστες για ένα νήπιο, που ως και οι γείτονες έμεναν άναυδοι.”
Η μητέρα της Μαρίας είναι λάτρης του λυρικού τραγουδιού και μπορεί εύκολα να αντιληφθεί το θησαυρό που κρύβει η κόρη της. Αποφασίζει λοιπόν, χωρίς να την πιέσει να καλλιεργήσει το μοναδικό της ταλέντο.
“Μόλις συνειδητοποίησε τα φωνητικά μου προσόντα, αποφάσισε να με κάνει παιδί θαύμα”, λέει η Μαρία.
Στη ζωή του ταλαντούχου κοριτσιού μπαίνουν αμέσως οι δάσκαλοι φωνητικής και τα ωδεία, εκτοπίζοντας κάθε άλλη δραστηριότητα της ηλικίας.Η φωνή της χαρακτηρίζεται μοναδική. Είναι ο τύπος της σοπράνο sfogato, δηλαδή της υψιφώνου που εκμεταλλεύεται όλο το δυναμικό φάσμα των τριών οκτάβων.
Η αγάπη της Μαρίας για τη μουσική είναι έμφυτη. Όπερες που ξεχωρίζει η “Αίντα” και η “Τόσκα”.
Οι εντυπώσεις για το χάρισμα της μικρής Ελληνοπούλας δεν αργεί να εκδηλωθεί. Ο δάσκαλός της στη Wadsworth Avenue της Νέας Υόρκης, λέει για τη μαθήτρια του :”Έχεις ένα αηδόνι στο λαιμό σου”,ενώ οι συμμαθήτριές της υπογράφουν στο λεύκωμα τις ευχές “στη μέλλουσα μεγάλη τραγουδίστρια”.
Η Κάλλας δηλώνει πως μόνο όταν τραγουδά νιώθει ότι την αγαπούν.
“Η αδελφή μου ήταν λεπτή, όμορφη και φιλική και η μητέρα μου την προτιμούσε πάντα. Εγώ ήμουν το ασχημόπαπο. Η μητέρα μου δεν μου έδινε σημασία και δεν μου έλεγε ποτέ μια καλή κουβέντα. Για να την κάνω να με προσέξει έπρεπε να τραγουδώ. Ήξερα πως είχα ωραία φωνή και μου έκανε καλό να προκαλώ θαυμασμό όταν τραγουδούσα. Έτσι, το τραγούδι έγινε προοδευτικά το φάρμακο κατά των συμπλεγμάτων μειονεξίας που ένιωθα” λέει σε συνέντευξή της στο περιοδικό “Time”το 1956.
Η Μαρία είναι μελαχρινή, παχουλή και όχι ιδιαίτερα όμορφη και αυτό το γεγονός την κάνει να νιώθει ανταγωνιστικά για την μεγαλύτερη και όμορφη Τζάκι.
Ωστόσο, οι σχέσεις μητέρας και κόρης γίνονται περίπλοκες από νωρίς με αποτέλεσμα η ενήλικη Κάλλας να διακόψει κάθε δεσμό με τη μητέρα της. “Ποτέ δεν θα τη συγχωρέσω που μου στέρησε την παιδική μου ηλικία. Όλα εκείνα τα χρόνια που θα έπρεπε να μεγάλωνα παίζοντας, είτε τραγουδούσα, είτε κέρδιζα χρήματα. Όλα όσα έκαναν εκείνοι για εμένα ήταν βασικά κακά.” δηλώνει στο “Time”.
Με τον πατέρα της είχε καλή σχέση. “Πάντα έπαιρνα το μέρος του. Ήμουν η προτίμησή του, όταν ήμουν παιδί. Ίσως και πάντοτε. Θυμάμαι που, ο πατέρας μου διηγιόταν ότι, όταν περνούσαμε από ένα περίπτερο με παγωτά, σταματούσα ξαφνικά και τραβούσα το σακάκι του, χωρίς να πω λέξη. Κοιτούσα εκείνον και τα παγωτά. Σε λίγο καταλάβαινε, αλλά εξακολουθούσε να παίζει το παιχνίδι και να με ρωτάει :”Tί θέλεις; Δεν θα μου πεις; Και δεν του έλεγα τίποτα. Μόνο τον κοιτούσα τρομερά επίμονα.” λέει για εκείνον.
Όταν το 1937 η Ευαγγελία Καλογεροπούλου εγκαταλείπει τον Γιώργο Καλογερόπουλο κι επιστρέφει στην Ελλάδα, παίρνοντας μαζί τις κόρες της, ανάμεσα στη Μαρία και τη μητέρα της επέρχεται μια ρήξη που δεν θα γεφυρωθεί ποτέ.
Στην Αθήνα που εγκαταστέκονται, ξεκινά μαθήματα τραγουδιού στο Εθνικό Θέατρο με δασκάλα τη Μαρία Τριβελλά και γρήγορα κερδίζει την προσοχή της διάσημης Ισπανίδα σοπράνο του μεσοπολέμου, Ελβίρα ντε Ιντάλγκο, η οποία ζει στην Αθήνα. Εκείνη μυεί τη νεαρή Κάλλας στα μυστικά της μεγάλης τέχνης του τραγουδιού, διαμορφώνοντας το μουσικό της γούστοα. Τραγουδά για πρώτη φορά άριες, όπως τη “Νόρμα” και την “Υπνοβάτιδα” του Μπελίνι. Όπερες που θα την κάνουν διάσημη αργότερα.
Η μητέρα της γράφει στο βιβλίο της : “Ο βαθύτονος Νίκος Μοσχονάς, ο οποίος είχε τραγουδήσει στη Metropolitan Opera της Νέας Υόρκης και είχε ακούσει την “Αίντα” μου είχε πει:’Kυρία Κάλλας, σε δεκατέσσερα χρόνια, η κόρη σας θα είναι διάσημη και θα κολυμπάτε στο χρυσάφι.”
Την ίδια χρονιά με τη βοήθεια της Ιντάλγκο, προσλαμβάνεται στην Εθνική Λυρική Σκηνή και το 1941 τραγουδά για πρώτη φορά επαγγελματικά στην οπερέτα “Βοκκάκιος” του Σουπέ. Ένα χρόνο μετά, ερμηνεύει τον πρωταγωνιστικό ρόλο στην “Τόσκα” του Πουτσίνι.
“Το καλοκαίρι του 1941 προσλαμβάνεται ως πρωταγωνίστρια του θιάσου του Βασιλικού θεάτρου. Ήταν μόλις 17 ετών! Τα μεγαλύτερα σε ηλικία μέλη του θιάσου, κυρίως οι γυναίκες, ήταν έξαλλοι από θυμό και θα τη σκότωναν ευχαρίστως. Η Μαρία δεν έκανε καμία προσπάθεια να τους κατευνάσει, αφού τσακωνόταν συνεχώς μαζί τους.” διηγείται η μητέρα της.
Η Μαρία πρωταγωνιστεί στο “Φιντέλιο” του Μπετόβεν και η επιτυχία της είναι μεγάλη. Ωστόσο, η αντιζηλία, ο πόλεμος των συναδέλφων της και η μετριότητα των παραστάσεων της Λυρικής την οδηγούν στην απόφαση να εγκαταλείψει την Ελλάδα και να ξανασυναντήσει τον πατέρα της στην Αμερική.
Δεν θα μπορούσε να είναι άλλη από τη θρυλική ντίβα της ‘Οπερας, Μαρία Κάλλας.
Είναι αρχές της δεκαετίας του ‘50. Η Μαρία Κάλλας βρίσκεται στο απόγειο της δόξας της και παρακολουθεί μια παράσταση σε ένα καμπαρέ στο Μόντε Κάρλο. Το θέαμα κυλά κανονικά. Έρχεται όμως η στιγμή που ο κομπέρ αναγγέλει μια καλλιτέχνιδα ως τη “Μαρία Κάλλας του στριπτίζ.” Εκείνη τη στιγμή, η αληθινή Μαρία Κάλλας σηκώνεται από τη θέση της και εξαφανίζεται μέσα στη νύχτα. Την επόμενη μέρα, οι εφημερίδες γράφουν ότι έφυγε ιδιαίτερα εξοργισμένη. Εκείνη σχολιάζει ότι έφυγε γιατί βρήκε το θέαμα πληκτικό. Αργότερα, σε μια συνέντευξη στην εφημερίδα Times, λέει για το επεισόδιο στο Μόντε Κάρλο:”οι εφημερίδες όλου του κόσμου θεώρησαν το γεγονός αυτό πιο σημαντικό από την πρεμιέρα του ‘Πολύευκτου’. Τόσο πολύ έχουμε χάσει την αίσθηση των αξιών.”
Αυτή η χαμένη αίσθηση των αξιών ήταν και η χαμένη αίσθηση του μέτρου για τη Μαρία Κάλλας. Αυτό το μέτρο που έλειπε από τις εκδηλώσεις των θαυμαστών της, των δημοσιογράφων, των παπαράτσι, γενικά των μέσων μαζικής ενημέρωσης σε κάθε της εμφάνιση στη σκηνή αλλά και έξω από αυτή.
Ποιά ήταν η Μαρία Κάλλας;
Η Μαρία Σοφία Άννα Καικιλία Καλογεροπούλου γεννήθηκε στις 2 ή στις 4 Δεκεμβρίου- δεν είναι βέβαιη η ημερομηνία- στο νοσοκομείο Flower της Νέας Υόρκης, εν μέσω μιας φοβερής χιονοθύελλας. Ίσως αυτός ήταν ένας οιωνός για τη θυελλώδη ζωή που θα ζούσε. Ήταν το τρίτο παιδί της οικογένειας. Οι γονείς της - Γιώργος και Ευαγγελία Καλογεροπούλου- μετανάστες στην Αμερική από το Μελιγαλά της Πελοποννήσου, έχουν αποκτήσει ακόμα δύο παιδιά. Την Τζάκι και ένα αγόρι που χάνουν στα τρία του χρόνια.
Ο πατέρας της εργάζεται ως υπάλληλος και κατότπιν ανοίγει δικό του φαρμακείο, φέρνοντας έτσι στην οικογένεια αρκετή οικονομική άνεση. Δυστυχώς αυτή μετριάστηκε μετά από το κραχ του 1929.
Στα χρόνια της Αμερικής, η οικογένεια μετακομίζει γύρω στις επτά φορές στο Hells Kitchen του Μανχάταν, στο Riverside Drive. Καταλήγουν τελικά σε ένα άνετο διαμέρισμα του Walsington Heigts στο Μανχάταν. H μητέρα της είναι μια γυναίκα με ιδιαίτερα δυναμικό χαρακτήρα και είναι εκείνη που ανακαλύπτει το θείο δώρο της φωνής της κόρης της σε αρκετά τρυφερή ηλικία.
“Δεν θυμάμαι, πια, καθόλου σε ποιά στιγμή υποπτεύθηκα, για πρώτη φορά, ότι η κόρη μου, Μαρία, είχε μια φωνή ονειρεμένη. Σε ηλικία τεσσάρων ετών με εξέπληξε. Είχαμε μία πιανόλα, την οποία η Μαρία λάτρευε να ακούει. Εκείνη την ημέρα, η Τζάκι ήταν σχολείο και εγώ ήμουν στην κουζίνα, φτιάχνοντας ψωμί, όταν άκουσα την πιανόλα και έτρεξα στο σαλόνι, για να δω ποιός μπορεί να την έκανε να παίζει. Ήταν η Μαρία, η οποία είχε κουλουριαστεί κάτω από την πιανόλα και πατούσε τα πεντάλ με τα χέρια της, γιατί ήταν ακόμα πολύ μικρή για να κάθεται στο σκαμνί και να τα φτάνει με τα πόδια της. Άκουγε τη μουσική που έβγαζε, με το στόμα μισάνοιχτο και τα μαύρα μάτια της έλαμπαν...” γράφει η μητέρα της στο βιβλίο της “Κάλλας, η κόρη μου” που κυκλοφορεί το 1960.
Ο πατέρας της διηγείται πως η κόρη του τραγουδούσε από τότε που ήταν στην κούνια, “εξαπολύοντας φωνητικές ασκήσεις και ψηλές νότες, τόσο ασυνήθιστες για ένα νήπιο, που ως και οι γείτονες έμεναν άναυδοι.”
Η μητέρα της Μαρίας είναι λάτρης του λυρικού τραγουδιού και μπορεί εύκολα να αντιληφθεί το θησαυρό που κρύβει η κόρη της. Αποφασίζει λοιπόν, χωρίς να την πιέσει να καλλιεργήσει το μοναδικό της ταλέντο.
“Μόλις συνειδητοποίησε τα φωνητικά μου προσόντα, αποφάσισε να με κάνει παιδί θαύμα”, λέει η Μαρία.
Στη ζωή του ταλαντούχου κοριτσιού μπαίνουν αμέσως οι δάσκαλοι φωνητικής και τα ωδεία, εκτοπίζοντας κάθε άλλη δραστηριότητα της ηλικίας.Η φωνή της χαρακτηρίζεται μοναδική. Είναι ο τύπος της σοπράνο sfogato, δηλαδή της υψιφώνου που εκμεταλλεύεται όλο το δυναμικό φάσμα των τριών οκτάβων.
Η αγάπη της Μαρίας για τη μουσική είναι έμφυτη. Όπερες που ξεχωρίζει η “Αίντα” και η “Τόσκα”.
Οι εντυπώσεις για το χάρισμα της μικρής Ελληνοπούλας δεν αργεί να εκδηλωθεί. Ο δάσκαλός της στη Wadsworth Avenue της Νέας Υόρκης, λέει για τη μαθήτρια του :”Έχεις ένα αηδόνι στο λαιμό σου”,ενώ οι συμμαθήτριές της υπογράφουν στο λεύκωμα τις ευχές “στη μέλλουσα μεγάλη τραγουδίστρια”.
Η Κάλλας δηλώνει πως μόνο όταν τραγουδά νιώθει ότι την αγαπούν.
“Η αδελφή μου ήταν λεπτή, όμορφη και φιλική και η μητέρα μου την προτιμούσε πάντα. Εγώ ήμουν το ασχημόπαπο. Η μητέρα μου δεν μου έδινε σημασία και δεν μου έλεγε ποτέ μια καλή κουβέντα. Για να την κάνω να με προσέξει έπρεπε να τραγουδώ. Ήξερα πως είχα ωραία φωνή και μου έκανε καλό να προκαλώ θαυμασμό όταν τραγουδούσα. Έτσι, το τραγούδι έγινε προοδευτικά το φάρμακο κατά των συμπλεγμάτων μειονεξίας που ένιωθα” λέει σε συνέντευξή της στο περιοδικό “Time”το 1956.
Η Μαρία είναι μελαχρινή, παχουλή και όχι ιδιαίτερα όμορφη και αυτό το γεγονός την κάνει να νιώθει ανταγωνιστικά για την μεγαλύτερη και όμορφη Τζάκι.
Ωστόσο, οι σχέσεις μητέρας και κόρης γίνονται περίπλοκες από νωρίς με αποτέλεσμα η ενήλικη Κάλλας να διακόψει κάθε δεσμό με τη μητέρα της. “Ποτέ δεν θα τη συγχωρέσω που μου στέρησε την παιδική μου ηλικία. Όλα εκείνα τα χρόνια που θα έπρεπε να μεγάλωνα παίζοντας, είτε τραγουδούσα, είτε κέρδιζα χρήματα. Όλα όσα έκαναν εκείνοι για εμένα ήταν βασικά κακά.” δηλώνει στο “Time”.
Με τον πατέρα της είχε καλή σχέση. “Πάντα έπαιρνα το μέρος του. Ήμουν η προτίμησή του, όταν ήμουν παιδί. Ίσως και πάντοτε. Θυμάμαι που, ο πατέρας μου διηγιόταν ότι, όταν περνούσαμε από ένα περίπτερο με παγωτά, σταματούσα ξαφνικά και τραβούσα το σακάκι του, χωρίς να πω λέξη. Κοιτούσα εκείνον και τα παγωτά. Σε λίγο καταλάβαινε, αλλά εξακολουθούσε να παίζει το παιχνίδι και να με ρωτάει :”Tί θέλεις; Δεν θα μου πεις; Και δεν του έλεγα τίποτα. Μόνο τον κοιτούσα τρομερά επίμονα.” λέει για εκείνον.
Όταν το 1937 η Ευαγγελία Καλογεροπούλου εγκαταλείπει τον Γιώργο Καλογερόπουλο κι επιστρέφει στην Ελλάδα, παίρνοντας μαζί τις κόρες της, ανάμεσα στη Μαρία και τη μητέρα της επέρχεται μια ρήξη που δεν θα γεφυρωθεί ποτέ.
Στην Αθήνα που εγκαταστέκονται, ξεκινά μαθήματα τραγουδιού στο Εθνικό Θέατρο με δασκάλα τη Μαρία Τριβελλά και γρήγορα κερδίζει την προσοχή της διάσημης Ισπανίδα σοπράνο του μεσοπολέμου, Ελβίρα ντε Ιντάλγκο, η οποία ζει στην Αθήνα. Εκείνη μυεί τη νεαρή Κάλλας στα μυστικά της μεγάλης τέχνης του τραγουδιού, διαμορφώνοντας το μουσικό της γούστοα. Τραγουδά για πρώτη φορά άριες, όπως τη “Νόρμα” και την “Υπνοβάτιδα” του Μπελίνι. Όπερες που θα την κάνουν διάσημη αργότερα.
Η μητέρα της γράφει στο βιβλίο της : “Ο βαθύτονος Νίκος Μοσχονάς, ο οποίος είχε τραγουδήσει στη Metropolitan Opera της Νέας Υόρκης και είχε ακούσει την “Αίντα” μου είχε πει:’Kυρία Κάλλας, σε δεκατέσσερα χρόνια, η κόρη σας θα είναι διάσημη και θα κολυμπάτε στο χρυσάφι.”
Την ίδια χρονιά με τη βοήθεια της Ιντάλγκο, προσλαμβάνεται στην Εθνική Λυρική Σκηνή και το 1941 τραγουδά για πρώτη φορά επαγγελματικά στην οπερέτα “Βοκκάκιος” του Σουπέ. Ένα χρόνο μετά, ερμηνεύει τον πρωταγωνιστικό ρόλο στην “Τόσκα” του Πουτσίνι.
“Το καλοκαίρι του 1941 προσλαμβάνεται ως πρωταγωνίστρια του θιάσου του Βασιλικού θεάτρου. Ήταν μόλις 17 ετών! Τα μεγαλύτερα σε ηλικία μέλη του θιάσου, κυρίως οι γυναίκες, ήταν έξαλλοι από θυμό και θα τη σκότωναν ευχαρίστως. Η Μαρία δεν έκανε καμία προσπάθεια να τους κατευνάσει, αφού τσακωνόταν συνεχώς μαζί τους.” διηγείται η μητέρα της.
Η Μαρία πρωταγωνιστεί στο “Φιντέλιο” του Μπετόβεν και η επιτυχία της είναι μεγάλη. Ωστόσο, η αντιζηλία, ο πόλεμος των συναδέλφων της και η μετριότητα των παραστάσεων της Λυρικής την οδηγούν στην απόφαση να εγκαταλείψει την Ελλάδα και να ξανασυναντήσει τον πατέρα της στην Αμερική.
Η Κάλλας βρίσκεται επιτέλους στη γη της αφθονιάς μετά την πείνα της Κατοχής.
“Από την Ελλάδα έφυγα πικραμένη. Οι υπεύθυνοι δεν θέλησαν να αναγνωρίσουν το ταλέντο μου, όσο πραγματικά άξιζε. Ξενυχτούσα για να μελετώ, αλλά έμενα στο περιθώριο. Δεν κρατώ, ωστόσο, σε κανέναν κακία...” δηλώνει η Κάλλας.
Λέγεται, μάλιστα, πως λέει στο διευθυντή της Metropolitan Opera. “Εγώ είμαι η μεγαλύτερη τραγουδίστρια του κόσμου και, μια μέρα, θα έρθετε στα γόνατα να με παρακαλέσετε να τραγουδήσω, αλλά εγώ πάλι θα σας πω όχι!”
Εκείνη την περίοδο είναι που η Μαίρη Καλογεροπούλου γίνεται Μαρία Κάλλας.
Η ακρόασή της από τον Έντουαρντ Τζόνσον, διευθυντή της Όπερας, φέρνει την προσφορά δύο ρόλων στα έργα "Φιντέλιο" του Μπετόβεν και “Μαντάμ Μπατερφλάι” του Πουτσίντι. Η Κάλλας απορρίπτει τους ρόλους. Δε θέλει να τραγουδήσει τον "Φιντέλιο" στα αγγλικά, ενώ αισθάνεται πολύ εύσωμη ώστε να ερμηνεύσει την αιθέρια "Μπάτερφλάι".
Η γνωριμία της με τον καλλιτεχνικό διευθυντή της Αρένας της Βερόνα, Τζοβάννι Τζενατέλλο την οδηγεί στην Ιταλία. Εκεί στις 3 Αυγούστου 1947 κάνει την πρώτη της εμφάνιση στην Αρένα της Βερόνα με τη "Τζοκόντα" του Αμιλκάρε Πονκιέλι. Τον ίδιο χρόνο ερμηνεύει την Ιζόλδη από το "Τριστάνος και Ιζόλδη" στη Βενετία υπό την καθοδήγηση του μαέστρου Τούλιο Σεραφίν. Την ίδια χρονιά τη ζητούν για ακρόαση για το ρόλο της “Τζοκόντα” στο ομώνυμο έργο του Πονκιέλι, που είναι να ανέβει το καλοκαίρι της ίδιας χρονιάς στη μεγάλη ρωμαική αρένα της Βερόνας.
Ο βετεράνος Τούλιο Σέραφιν είναι ο διευθυντής της ορχήστρας τον οποίο η Κάλλας θαυμάζει από παιδί. Γίνεται ο μέντοράς της και τη βοηθά να τελειοποιήσει τη φωνή της.
Εκείνη η πρώτη της εμφάνιση στη Βερόνα σηματοδοτεί και την είσοδο στη ζωή της του μουσικόφιλου Ιταλού βιομήχανου Τζοβάννι Μπατίστα Μενεγκίνι. Δηλώνει πως την ερωτεύεται με την πρώτη ματιά, αψηφώντας τα εικοσιοχτώ χρόνια που τους χωρίζουν. Την Κάλλας την ελκύουν οι μεγαλύτεροι σε ηλικία άντρες που είναι προστατευτικοί απέναντί της.
Λίγο πριν το τέλος της ζωής της λέει: “Αγάπησα τον Μενεγκίνι ,περισσότερο όμως όπως η κόρη που αγαπάει τον πατέρα της”.
Παντρεύονται στις 21 Απριλίου 1949. Εκείνος γενναιόδωρος και γοητευτικός, γίνεται ο προσωπικός της ιμπρεσάριος κι ασκεί καταλυτική επιρροή στην καριέρα της.Μέσα σε λίγα χρόνια, η Μαρία Κάλλας είναι η πιο διάσημη σοπράνο με εκατομμύρια θαυμαστές σε ολόκληρο τον κόσμο.
Ο Μενεγκίνι την υποβάλλει σε εξαντλητική δίαιτα με σκοπό να αποβάλλει τα κιλά που βαραίνουν τη σιλουέτα της και την αποτρέπει από κάθε βιοτική ενασχόληση με την οικονομική κάλυψη, που της παρέχει. Η Κάλλας μεταμορφώνεται σε μια σαγηνευτική ντίβα.
Εκείνη διηγείται: “Ένας Ιταλός κριτικός, έγραψε , μετά από μία παράσταση της “Αΐντα” που έδωσα στη Βερόνα, πως του ήταν αδύνατο να βρει τη διαφορά ανάμεσα στα πόδια των ελεφάντων, που ήταν πάνω στη σκηνή, και στα πόδια της “Αΐντα”, την οποία έπαιζα εγώ.
Έκλαιγα με πικρά δάκρυα, για πολλές μέρες όταν διάβασα αυτό το άρθρο. Ήταν πολύ σκληρό. Απαίσιο. Θυμάμαι ότι την ίδια εποχή, είχα υπογράψει συμβόλαιο να τραγουδήσω τη “Λουτσία ντι Λαμερμούρ” και οι φίλοι μου γελούσαν συχνά και έλεγαν: ‘Eσύ Λουτσία;’ Mα αυτό είναι αδύνατη. Είσαι πολύ παχιά. Έτσι, κατέφυγα σε ένα γνωστό ειδικό γιατρό, στο Παρίσι, ο οποίος μου έκανε μία σειρά από ενέσεις και ηλεκτρικά μασάζ. Ήταν μία επίπονη διαδικασία που χρειάστηκε θυσίες, αλλά είχα αποφασίσει να αδυνατίσω και το πέτυχα.”
Η δραματική αλλαγή στην εμφάνισή της, σε συνδυασμό με την προσωπικότητα και το εξαιρετικό της ταλέντο, την κάνουν προσφιλή στις τάξεις του διεθνούς τζετ σετ.
Τον ίδιο χρόνο η Κάλλας κάνει καλλιτεχνικές εμφανίσεις στο Μπουένος Άιρες και το 1950 στο Μεξικό.
Στις 7 Δεκεμβρίου 1951 η Κάλλας ανοίγει τη σαιζόν στη Σκάλα του Μιλάνου με τους "Σικελικούς Εσπερινούς". Πρόκειται για εμφάνιση που της προσφέρει μεγάλη αναγνώριση. Για τα επόμενα επτά χρόνια, η Σκάλα θα είναι η σκηνή των μέγιστων θριάμβων της σε ένα ευρύ φάσμα ρόλων. Το 1955 ανεβάζει την ιστορική παράσταση της "Τραβιάτα" του Βέρντι σε σκηνοθεσία Λουκίνο Βισκόντι.
Εμφανίζεται στοCovent Garden, τη Metropolitan Opera και τη Σκάλα, ηχογραφεί για την EMI. Φήμες θέλουν την πριμαντόνα ιδιαίτερα απαιτητική.
Στις 27 Οκτωβρίου 1956 εμφανίζεται για πρώτη φορά στη Μητροπολιτική Όπερα της Νέας Υόρκης ως "Νόρμα" στο ομώνυμο έργο του Μπελλίνι. Μέσα από διάφορες κοσμικές διασυνδέσεις που φροντίζει ο Μενεγκίνι - και πιο συγκεκριμένα μέσω της δημοσιογράφου και κοσμικής, Έλσα Μάξγουελ- συναντά τον άνδρα που έμελλε να παίξει καθοριστικό ρόλο στη μετέπειτα ζωή της και η γνωριμία τους θα εξελιχθεί σε μία από τις πιο συζητημένες σχέσεις στην ιστορία. Τον Αριστοτέλη Ωνάση.
Ένα χρόνο αργότερα, επιστρέφει στην Αθήνα και εμφανίζεται στο Ωδείο Ηρώδου Αττικού στα πλαίσια του Φεστιβάλ Αθηνών.
“Στις φλέβες μου κυλά ελληνικό αίμα”δηλώνει η Κάλλας...
Τον Ιούνιο του 1960, εκδίδεται στην Αλαμπάμα το διαζύγιο του Αριστοτέλη Ωνάση και της Τίνας Λιβανού. Το ίδιο καλοκαίρι, ο μεγιστάνας και η ντίβα της Όπερας, κυκλοφορούν αχώριστοι στο Μόντε Κάρλο και συμπεριφέρονται σαν νιόπαντροι.
Κάποιοι βιογράφοι του Ωνάση ισχυρίζονται ότι ο δεσμός τους ξεκίνησε ουσιαστικά στο Λονδίνο. Ο Πίτερ Έβανς στο βιβλίο του “Ωνάσης” αναφέρει: “η Μαρία και ο Ωνάσης τα είχαν κανονίσει (για την κρουαζιέρα) μερικές εβδομάδες πριν, σε μυστικά ραντεβού στο Λονδίνο, όπου και είχαν γίνει εραστές” .
Αρκετά χρόνια αργότερα, κάποιος δημοσιογράφος περιγράφει την κρουαζιέρα αυτή ως ένα “καταραμένο ταξίδι”. Ο Μενεγκίνι θυμάται την αρχή αυτού του ταξιδιού λέγοντας : “Έτσι ξεκίνησε μια τραγική περιπέτεια.”
Στις 24 Αυγούστου του 1960, η Μαρία Κάλλας ερμηνεύει στο Αρχαίο θέατρο Επιδαύρου τη Νόρμα του Βιντσέντζο Μπελίνι. Τη στιγμή που τραγουδά την άρια "Κάστα ντίβα"αφήνονται στην ορχήστρα δύο λευκά περιστέρια, προκαλώντας θύελλα χειροκροτημάτων. Ο ενθουσιασμός του κοινού ήταν τόσο μεγάλος που καλούν την Κάλλας δέκα φορές στη σκηνή. Τα σκηνικά, στην ιστορική αυτή παράσταση, υπογράφει ο Γιάννης Τσαρούχης, τα κοστούμια φιλοτεχνεί ο Αντώνης Φωκάς και η σκηνοθεσία ήταν του Αλέξη Μινωτή. Τη σύμπραξη της Μαρίας Κάλλας με την Εθνική Λυρική Σκηνή διευθύνει από το πόντιουμ ο Τούλιο Σεραφίν.
Στις 6 Αυγούστου του 1961, η Μαρία Κάλλας ερμηνεύει στο Αρχαίο θέατρο Επιδαύρου τη Μήδεια του Λουίτζι Κερουμπίνι με την Εθνική Λυρική Σκηνή, όπου συμμετέχουν περισσότερα από 200 πρόσωπα. Για ακόμα μια φορά η μεγάλη καλλιτέχνιδααποθεώνεται από τους 17.000 θεατές της βραδιάς. Ανάμεσα στους οποίους είναι ο πρωθυπουργός Κωνσταντίνος Καραμανλής, ο υπουργός Προεδρίας Κωνσταντίνος Τσάτσος, η κοσμικογράφος Έλσα Μάξγουελ, ο πρίγκιπας Πέτρος του Μονακό και άλλοι. Κι έρχεται η σειρά της Σκάλας του Μιλάνου, τον Δεκέμβριο.
Ο Αλέξης Μινωτής στο βιβλίο του “Μακρινές Φιλίες”γράφει: "Πολλές αναποδιές και δυσκολίες τεχνικές και ψυχολογικές στην αρχή των δοκιμών, αλλά όταν η Κάλλας ήρθε στην πρόβα, όλα πήγαν μέλι-γάλα", σημειώνει "Στο τέλος όλοι αναγνώρισαν πως η παράσταση αυτή ήταν ίσως η καλύτερη που έγινε ποτέ στη Σκάλα του Μιλάνου"
Τον Ιανουάριο του 1964, ο Φράνκο Τζεφιρέλι πείθει τη Μαρία Κάλλας συμμετάσχει σε μία νέα παραγωγή της "Τόσκα"στη σκηνή του Covent Garden. Μια παράσταση που εκθειάζεται από τους κριτικούς. Την ίδια χρονιά ακολουθεί νέος καλλιτεχνικός θρίαμβος στην Όπερα των Παρισίων με τη "Νόρμα". Αν και υπάρχουν κάποια φωνητικά προβλήματα, το παρισινό κοινό την υποδέχεται θερμά. Ήταν, ίσως, ο αγαπημένος ρόλος της θρυλικής λυρικής τραγουδίστριας...
Στις 5 Ιουλίου 1965 εμφανίζεται για τελευταία φορά σε παράσταση όπερας στο Κόβεντ Γκάρντεν με την "Τόσκα" σε σκηνοθεσία Φράνκο Τζεφιρέλι. Το 1966 απεκδύεται την αμερικανική υπηκοότητα και λαμβάνει την ελληνική. Με αυτό τον τρόπο λύεται και τυπικά ο γάμος της με τον Μενεγκίνι.
Σύμφωνα με αρκετούς βιογράφους της Κάλλας και του Ωνάση, η κρίσιμη στιγμή για τη σχέση τους έρχεται το 1966. Τότε, φημολογείται πως η μεγάλη ντίβα μένει έγκυος και ο εφοπλιστής της ζητά να κάνει τεχνητή άμβλωση, απειλώντας την πως διαφορετικά θα διέκοπτε τη σχέση τους. Η Κάλλας υπακούει αλλά δεν τον συγχωρεί ποτέ. Ήθελε τόσο πολύ να αποκτήσει ένα παιδί- το παιδί του Αριστοτέλη.
Σύμφωνα, όμως, με την έρευνα του Νίκου Γκατζογιάννη, η πραγματικότητα ήταν αρκετά διαφορετική.
Η φίλη της Νάντια Στάνσιοφ αναφέρει στο βιβλίο της “Callas remembered” “Στην αρχή δεν ήθελα να πιστέψω πως σοβαρολογούσε ο Αριστοτέλης. Μου είπε ‘δεν θέλω να κάνεις παιδί! Τί να το κάνω άλλο ένα παιδί; Έχω ήδη δύο!’ Η απόφαση ήταν βασανιστική. Όπως ξέρεις, Νάντια, δεν πιστεύω στην έκτρωση. Μου πήρε σχεδόν τέσσερις μήνες για να αποφασίσω. Πόσο πιο γεμάτη θα ήταν η ζωή μου αν του είχα αρνηθεί.”
Σύμφωνα με τον Γκατζογιάννη, η Κάλλας έμεινε έγκυος όχι το 1966 αλλά το 1969 και όχι μόνο δεν κάνει έκτρωση αλλά στις 30 Μαρτίου της ίδιας χρονιάς, φέρνει στον κόσμο το γιο του Αριστοτέλη. Δυστυχώς τον χάνει από φυσικά αίτια την ίδια μέρα.
Η Κάλλας είναι πεπεισμένη ότι ο Αριστοτέλης Ωνάσης θα της ζητήσει να παντρευτούν. Αυτό δεν έγινε ποτέ. Σταδιακά ο δεσμός τους αρχίζει να γίνεται προβληματικός και οι συναντήσεις τους αραιώνουν. Ο μεγιστάνας έχει ήδη εντοπίσει τον επόμενο στόχο του, που είναι πολύ υψηλός. Θέλει να “κατακτήσει” την Αμερική την οποία εκπροσωπεί σε απόλυτο βαθμό η χήρα του Αμερικανού Προέδρου. Στις 20 Οκτωβρίου 1968 ο Έλληνας μεγιστάνας παντρεύεται τη χήρα του Αμερικανού Προέδρου Κέννεντυ, Τζάκι.Εκείνο το απόγευμα, η Μαρία Κάλλας - η γυναίκα που ερωτεύτηκε και αγάπησε ίσως όσο καμία άλλη τον Ωνάση - ανοίγοντας την τηλεόραση, ακούει από τον εκφωνητή ειδήσεων να μιλά για το γάμο του Αριστοτέλη και της Τζάκι. Δεν θέλει να πιστέψει αυτά που ακούει, είναι όμως πέραγια πέρα αληθινά... Η κορυφαία υψίφωνος βυθίζεται σε κατάθλιψη...
Το 1969 εγκαταλελειμένη από τη φωνή της, στρέφεται στον κινηματογράφο. γυρίζει σε ταινία τη "Μήδεια" του Ευριπίδη σε σκηνοθεσία Πιερ Πάολο Παζολίνι. Η ταινία, δυστυχώς, δεν έχει τύχη στις κινηματογραφικές αίθουσες. Στις 25 Μαΐου 1970 μεταφέρεται στο νοσοκομείο και φημολογείται ότι επιχειρεί να αυτοκτονήσει λαμβάνοντας μεγάλη δόση βαρβιτουρικών.
Το 1973 σκηνοθετεί στο Τορίνο μαζί με τον Τζουζέπε ντι Στέφανο το έργο "Σικελικοί Εσπερινοί" (I Vespri Siciliani) και την ίδια χρονιά ξεκινά μαζί του μια παγκόσμια καλλιτεχνική περιοδεία.
Στις 8 Δεκεμβρίου η Κάλλας τραγουδά στην Όπερα των Παρισίων, όπου το κοινό την κάλεσε στη σκηνή 10 φορές καταχειροκροτώντας την. Η τελευταία της εμφάνιση έγινε στην πόλη Σαππόρο της Ιαπωνίας στις 11 Δεκεμβρίου του 1974.
“Έζησα για την τέχνη, έζησα για τον έρωτα” ήταν το μότο της Κάλλας, από την αγαπημένη της άρια. Όταν την εγκατέλειψαν και τα δύο, για ποιό λόγο ζούσε πια;
Η Μαρία Κάλλας περνά στην αιωνιότητα στις 16 Σεπτεμβρίου 1977 στο Παρίσι. Η κηδεία της γίνεται στις 20 Σεπτεμβρίου.
Σύμφωνα με τους Ιταλούς φωνίατρους Φράνκο Φούσι και Νίκο Παολίλο, η θρυλική ντίβα της Όπερας, υπέφερε από δερματομυοσίτιδα, μία εκφυλιστική νόσο που φθείρει τους μυς και τους ιστούς, συμπεριλαμβανομένου του λάρυγγα. Αυτό ίσως εξηγεί και τη συνεχή παρακμή του μεγαλείου της φωνής της, που είχε αρχίσει να γίνεται αισθητή από τις αρχές της δεκαετίας του ’60. Σύμφωνα με την επίσημη ιατρική έκθεση, ο θάνατος της οφειλόταν σε καρδιακή ανακοπή. Οι δύο Ιταλοί επιστήμονες εξηγούν ότι η θεραπεία για τη δερματομυοσίτιδα βασίζεται σε κορτιζονούχα και ανοσοκατασταλτικά σκευάσματα, τα οποία είναι πιθανό να επιφέρουν σταδιακά καρδιακή ανεπάρκεια.
Επιθυμία της ήταν το σώμα της να αποτεφρωθεί. Χρειάζεται να περάσουν σχεδόν δύο χρόνια, μέχρι η τέφρα της θρυλικής ντίβας, να βρει την τελευταία της κατοικία. Και σκορπιζεται στο Αιγαίο... Εκεί.. Στη θάλασσα που αποτέλεσε σκηνικό του μεγάλου έρωτά της με τον Ωνάση.
Ελάχιστοι έχουν δώσει τόσα στην τέχνη τους όσα η πρώτη ντίβα του λυρικού τραγουδιού. Μια γυναίκα με ολύμπιο ταλέντο, γοητευτική, με προσωπική ζωή που αντικατοπτρίζει την τραγική πορεία των ηρωίδων που ενσαρκώνει. Ένας μύθος που έκανε όλους τους Έλληνες υπερήφανους.
Σπουδαίες ρήσεις της Μαρίας Κάλλας...
Ή είσαι γεννημένος καλλιτέχνης ή δεν είσαι. Και παραμένεις καλλιτέχνης, αγαπητέ, ακόμα κι αν η φωνή σου είναι χαμηλότερη από πυροτεχνήματα. Ο καλλιτέχνης είναι πάντοτε εκεί.”
"Όταν μουσική αποτυγχάνει να συμφωνήσει με το αυτί, ώστε να απαλύνει το αυτί και την καρδιά και τις αισθήσεις, τότε έχει χάσει το στόχο."
“Μη μου μιλάς για κανόνες. Όπου πάω, εγώ φτιάχνω τους κανόνες.”
"Δεν είμαι άγγελος και δεν προσποιούμαι ότι είμαι. Αυτός δεν είναι ένας από τους ρόλους μου. Αλλά δεν είμαι ούτε διάβολος. Είμαι μια γυναίκα και μια σοβαρή καλλιτέχνης, και θα ήθελα έτσι να κριθώ."
"Ήμουν πάντα πολύ ώριμη για την ηλικία μου - και όχι πολύ ευτυχισμένη. Δεν είχα παιδικές φίλες. Θα ήθελα να μπορούσα να επανέλθω σ᾽ εκείνες τις ημέρες. Αν μπορούσα μόνο να τα ξαναζήσω όλα πάλι, πόσο θα ήθελα να παίξω και να χαρώ με άλλες κοπέλες! Πόσο ανόητη ήμουνα..."
"Ή είσαι γεννημένος καλλιτέχνης ή δεν είσαι. Και παραμένεις καλλιτέχνης, αγαπητέ, ακόμα κι αν η φωνή σου είναι χαμηλότερη από πυροτεχνήματα. Ο καλλιτέχνης είναι πάντοτε εκεί. "
"Δεν ξέρω τι μου συμβαίνει επί σκηνής. Κάτι άλλο φαίνεται να με καταλαμβάνει."
"Μια όπερα ξεκινά πολύ πριν σηκωθεί η κουρτίνα και τελειώνει πολύ αργότερα αφότου έχει κατέβει. Ξεκινάει στη φαντασία μου, γίνεται η ζωή μου, και παραμένει μέρος της ζωής μου για πολύ καιρό αφότου έχω εγκαταλείψει το κτίριο της όπερας."
"Θα ήθελα να είμαι η Μαρία, αλλά υπάρχει η Κάλλας που απαιτεί να κρατώ την αξιοπρέπειά της."
"Δεν χρειάζομαι τα χρήματα, αγαπητέ. Εργάζομαι για την τέχνη."
Πηγή: http://www.klik.gr
Ανιχνευτής ο Επικούρειος Πέπος.