Life for Life
"Το θαύμα δεν είναι πουθενά
παρά κυκλοφορεί μέσα
στις φλέβες του ανθρώπου!!!"


"Στης σκέψης τα γυρίσματα μ’ έκανε να σταθώ
ιδέα περιπλάνησης σε όμορφο βουνό.
Έτσι μια μέρα το ’φερε κι εμέ να γυροφέρει
τ’ άτι το γοργοκίνητο στου Γοργογυριού τα μέρη !!!"


ΣΤΗΝ ΑΥΛΗ ΜΑΣ
Εμείς στο χωριό μας έχουμε ακόμα αυλές. Εκεί μαζευόμαστε, αμπελοφιλοσοφούμε,
καλαμπουρίζουμε, ψιλοτσακωνόμαστε μέχρι τις... πρώτες πρωινές ώρες! Κοπιάστε ν' αράξουμε!!!
-Aναζητείστε το"Ποίημα για το Γοργογύρι " στο τέλος της σελίδας.

14.3.17

ΕΘΝΙΚΟ ΜΟΥΣΕΙΟ ΟΛΑΝΔΙΑΣ

To Κρατικό Μουσείο (ολλανδικά: Rijksmuseum, ˈrɛi̯ks myˈzeːʏm) είναι εθνικό μουσείο της Ολλανδίας. Βρίσκεται στην πρωτεύουσα της χώρας, Άμστερνταμ, στην Πλατεία (του) Μουσείου (Het Museumplein). Είναι αφιερωμένο στις τέχνες και την ιστορία. Είναι φημισμένο για τη μεγάλη συλλογή πινάκων από τον Ολλανδικό Χρυσό Αιώνα (17ος αι.), που περιλαμβάνει μερικά από τα πιο γνωστά έργα ολλανδικής ζωγραφικής δημιουργών όπως ο Ρέμπραντ, ο Γιαν Στέεν, ο Βέρμεερ, καθώς και την εκτεταμένη του συλλογή ασιατικής τέχνης. Το μουσείο διαθέτει γύρω στο ένα εκατομμύριο αντικείμενα στη συλλογή του, δέχεται δε περίπου ισάριθμους επισκέπτες το χρόνο. Η είσοδος στο Μουσείο κοστίζει 15 € το άτομο (Μάιος 2013). 
Ίδρυση
Το μουσείο ιδρύθηκε στα 1800 στη Χάγη προκειμένου να στεγάσει τις συλλογές των Ολλανδών κυβερνητών (stadhouder), ακολουθώντας το παράδειγμα της Γαλλίας. Εκείνη την εποχή ήταν γνωστό σαν Εθνική Πινακοθήκη (στα ολλανδικά Nationale Kunst-Gallerij). Στα 1808 το μουσείο μεταφέρθηκε στο Άμστερνταμ, κατ' εντολήν του βασιλιά Λουδοβίκου Βοναπάρτη, αδελφού του Ναπολέοντα. Οι πίνακες των οποίων ήταν ιδιοκτήτης η πόλη, όπως η Νυχτερινή Περίπολος του Ρέμπραντ που είχε φιλοτεχνηθεί για το Δημαρχείο του Άμστερνταμ, έγιναν μερος της συλλογής του μουσείου.
Κτίριο Κάιπερς
Το 1863 έγινε αρχιτεκτονικός διαγωνισμός προκειμένου να σχεδιαστεί ένα νέο κτίριο για το Ρέικσμουζέουμ. Μεταξύ άλλων συμμετείχε και ο μετέπειτα γνωστός αρχιτέκτονας Πιέρ Κάιπερς και το σχέδιό του κατέκτησε τη δεύτερη θέση, όμως τελικά καμία από τις συμμετοχές δεν θεωρήθηκε ικανοποιητική. Το 1876 έγινε νέος διαγωνισμός και αυτή τη φορά ο Κάιπερς κέρδισε. Το σχέδιο ήταν ένας συνδυασμός γοτθικής αρχιτεκτονικής και αναγεννησιακών στοιχείων. Το αποτέλεσμα είναι παρόμοιο με το Δημαρχείο του Παρισιού, σε "Γαλλικό Νεο-Αναγεννησιακό" στυλ. Όμως στο Ρέικσμουζεουμ τα γοτθικά στοιχεία φαίνονται να υπερισχύουν των αναγεννησιακών και το κτίριο, παρά τους αγγλικού στυλ Αναγεννησιακούς γωνιόλιθους και τις γαλλικού στυλ σκεπές τύπου σατώ (δηλ. των γαλλικών πύργων), θεωρείται συνήθως γοτθικό.[2]
Η κατασκευή ξεκίνησε στις 1 Οκτωβρίου 1876. Για την πλούσια διακόσμηση του εξωτερικού αλλά και του εσωτερικού του κτιρίου, που θα ήταν αφιερωμένη στην ιστορία της Ολλανδικής τέχνης και περιελάμβανε γλυπτά, κεραμικά ταμπλώ, βιτρώ και ζωγραφική, έγινε ξεχωριστός διαγωνισμός. Το νέο κτίριο άνοιξε τις πόρτες του στις 13 Ιουλίου 1885.[3]
Η μπροστινή όψη του κτιρίου βλέπει στη λεωφόρο Stadhouderskade και το παρακείμενο κανάλι, η άλλη του πλευρά όμως δεσπόζει στην Πλατεία των Μουσείων, απέναντι από το Μουσείο Βαν Γκογκ, το Δημοτικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης και την Αίθουσα Συναυλιών του Άμστερνταμ.
Προσθήκες και ανακαινίσειςΤο 1890 προστέθηκε ένα κτίριο κατασκευασμένο από τμήματα κατεδαφισμένων κτιρίων, αντιπροσωπευτικών της ιστορίας της αρχιτεκτονικής του Άμστερνταμ, που σήμερα είναι γνωστό σαν Νότια Πτέρυγα ή Πτέρυγα Φίλιπς. Το 1906 η αίθουσα της "Νυχτερινής Περιπόλου" ξαναχτίστηκε. Κατά τις δεκαετίες του 1950 και 1960 έγιναν αλλαγές στη διακόσμηση, και οι περισσότερες έγχρωμες διακοσμήσεις των τοίχων καλύφθηκαν με μπογιά. Επίσης τη δεκαετία του 1960 οι δυο αυλές του κτιρίου μετασκευάστηκαν σε επιπλέον εκθεσιακούς ορόφους και αίθουσες. Μικρότερες ανακαινίσεις και επισκευές έγιναν το 1984, 1995-96 και 2000.[4]
Το "Νέο" ΡέικσμουζέουμΑπό το 2003 έως το 2013[5] το Ρέικσμουζέουμ θα αποκαταστάθηκε και ανακαινίστηκε σύμφωνα με σχέδια των Ισπανών αρχιτεκτόνων Αντόνιο Κρουζ και Αντόνιο Ορτίζ. Πολλές από τις παλιές διακοσμήσεις του εσωτερικού, καθώς και οι αυλές αποκαταστάθηκαν. Οι εργασίες υπολογίζεται ότι θα κοστίσουν συνολικά 322 εκατομμύρια ευρώ. Μετά την ανακαίνιση στο μουσείο εκτίθενται αντικείμενα της τέχνης και του πολιτισμού της Ολλανδίας που χρονολογούνται από το 1100 έως το 2000.
Για τους σκοπούς των εργασιών το μεγαλύτερο μέρος του μουσείου είχε κλείσει για το κοινό από τον Δεκέμβριο του 2003. Κατά τη διάρκεια της ανακαίνισης μόνο τετρακόσια από τα πιο γνωστά από τα έργα της συλλογής του μουσείου ήταν προσβάσιμα από το κοινό, σε μια έκθεση με τίτλο Τα Αριστουργήματα, στην Πτέρυγα Φίλιπς που ανακαινίστηκε νωρίτερα, το 1996.[6]
Αν και η ανακαίνιση αρχικά ήταν προγραμματισμένη να διαρκέσει λίγα μόνο χρόνια, λόγω διάφορων καθυστερήσεων η διάρκειά της παρατάθηκε σε περίπου μια δεκαετία: τον Φεβρουάριο του 2008 ανακοινώθηκε ότι θα ολοκληρωθεί το πρώτο μισό του 2013. Οι εργασίες τελείωσαν στις 16 Ιουλίου του 2012, και το μουσείο άνοιξε ξανά στις 13 Απριλίου του 2013, ενώ τα εγκαίνια έκανε η τότε βασίλισσα Βεατρίκη. Δυο εβδομάδες πριν, τα κύρια εκθέματα μετακινήθηκαν από την Πτέρυγα Φίλιπς στο κυρίως κτίριο. Ο πίνακας του Ρέμπραντ Νυχτερινή Περίπολος είναι το μόνο από τα εκθέματα που επέστρεψε στην αρχική του θέση, στη δική της αίθουσα στο κέντρο του κτιρίου.
Συλλογή
Η συλλογή του μουσείου το 2011 αριθμούσε περίπου ένα εκατομμύριο αντικείμενα. Είναι χωρισμένη σε τρεις μικρότερες συλλογές: Συλλογή Τέχνης (έργα ζωγραφικής, γλυπτικής, εφαρμοσμένων τεχνών και ασιατικής τέχνης), Συλλογή Ιστορίας (τέχνεργα και έργα τέχνης, ένδυση, όπλα, φωτογραφίες) και Συλλογή Σχεδίων, Τυπογραφίας και Φωτογραφιών (χαρακτική, τυπογραφία, εικονογραφία, πορτρέτα).
Ανάμεσα στα εκθέματα βρίσκονται επίσης η πρύμνη του πλοίου HMS Royal Charles, λάφυρο από την επιδρομή στο Μέντγουεϊ κατά τον δεύτερο Αγγλο-Ολλανδικό πόλεμο καθώς και ο δίσκος του Χάρτογκ, παλαιότερο τεκμήριο της άφιξης Ευρωπαίων στα παράλια της Αυστραλίας.
ΠΗΓΉ: ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ
Ανιχνευτής ο Πεπέ.

Οικία - Μουσείο Ρέμπραντ

Η Οικία - Μουσείο Ρέμπραντ (ολλαν. Museum het Rembrandthuis) βρίσκεται στην Jodenbreestraat αριθ. 4-6 στο Άμστερνταμ. Εδώ έζησε ο διάσημος Ολλανδός ζωγράφος και χαράκτης Ρέμπραντ Χάρμενσζον φαν Ράιν (Rembrandt Harmenszoon van Rijn, 1606 - 1669). 
To Σπίτι του Ρέμπραντ
Ο Ρέμπραντ, γεννημένος στο Λέιντεν της Ολλανδίαw, αφού ολοκλήρωσε την εκπαίδευσή του ως ζωγράφος το 1625, άνοιξε εργαστήρι ζωγραφικής και εργάστηκε στη γενέτειρα πόλη του μέχρι το 1631. Στα τέλη του 1631 εγκαταστάθηκε στο Άμστερνταμ, πρωτεύουσα της χώρας που αριθμούσε τότε 120.000 κατοίκους.
Ο Ρέμπραντ, αναγνωρισμένος ήδη ζωγράφος, αγόρασε το 1639 το σπίτι στη σημερινή Jodenbreestraat για 13.000 φλορίνια, υπέρογκο ποσό για την εποχή του, όταν οι ετήσιες αποδοχές ενός μισθωτού κυμαίνονταν γύρω στα 200 φλορίνια. Το διώροφο αυτό σπίτι οικοδομήθηκε το 1606, όπου ο Ρέμπραντ ζωγράφισε τα αριστουργήματά του. Εδώ έζησε ο Ρέμπραντ για είκοσι περίπου χρόνια, από το 1639 ως το 1658, με τη σύζυγό του Σάσκια φαν Ούλενμπουρχ (Saskia van Uylenburgh, 1612 - 1642), ανιψιά εμπόρου έργων τέχνης και κόρη εύπορης οικογένειας, την οποία νυμφεύτηκε στις 22 Ιουνίου 1634, η οποία όμως πέθανε πρόωρα από φυματίωση το 1642.
Το 1658, ο Ρέμπραντ χρεωκόπησε και κήρυξε πτώχευση, αναγκαζόμενος να δημοπρατήσει το σπίτι και τις συλλογές του έργων τέχνης και να μετακομίσει σ' ένα νοικιασμένο μικρό σπίτι στο Rozengracht, όπου έζησε μέχρι το θάνατό του.
Ο Ρέμπραντ πέθανε στις 4 Οκτωβρίου του 1669 και ενταφιάστηκε στην Εκκλησία Βέστερκερκ (Westerkerk) σε άγνωστο σημείο.
Το Μουσείο ΡέμπραντΤο Σπίτι του Ρέμπραντ αγοράστηκε από το Δήμο του 'Αμστερνταμ το 1906. Ακολούθησε ριζική ανακαίνιση του κτηρίου από τον αρχιτέκτονα K.P.C. de Basel (1869 - 1923), που ολοκληρώθηκε το 1911, οπότε και εγκαινιάστηκε στις 10 Ιουνίου 1911 ως Μουσείο Ρέμπραντ από τη βασίλισσα της Ολλανδίας Βιλελμίνη (Wilhelmina).
Στο Μουσείο διατηρούνται το Εργαστήριο (studio) του Ρέμπραντ, όπου ζωγράφισε τα αριστουργηματικά έργα τέχνης του από το 1639 μέχρι το 1658, η Αίθουσα με τις πλούσιες συλλογές αντικειμένων τέχνης (objects of art), τα οποία χρησιμοποιούσε συχνά στους πίνακές του, η Αίθουσα με έργα ζωγράφων που εργάζονταν στο Άμστερνταμ πριν από την εποχή του και που ήταν γνωστοί ως "προ-ρεμπρανιστές" (pre-Rembrandtists), καθώς και η Κουζίνα του σπιτιού με τα σκεύη μαγειρικής και το θολωτό κρεβάτι της υπηρέτριας.
Το Μουσείο φημίζεται κυρίως για τα 290 περίπου χαρακτικά (eaux-fortes) του Ρέμπραντ. Ανάμεσα σ' αυτά είναι "Αυτοπροσωπογραφία δίπλα στο παράθυρο" (1648), "Αυτοπροσωπογραφία με έκπληκτα μάτια" (1630), "Αυτοπροσωπογραφία με τη Σάσκια" (1636), "Αυτοπροσωπογραφία ακουμπισμένος σε τοίχο" (1639), " Η μητέρα του Ρέμπραντ" (1633), "Η Σάσκια με πέρλες στα μαλλιά" (1634), "Γιαν Σιξ" (1647), "Οικογένεια ζητιάνων στην πόρτα ενός σπιτιού" (1648), "Ζητιάνος με ξύλινο πόδι" (περ. 1630), "Άνδρας που ουρεί" (1631), "Γυναίκα που ουρεί" (1631), "Τα τρία δέντρα" (1643), "Άποψη του Omual" (1645), "Δίας και Αντιόπη" (1659), "Γυναίκα γυμνή" (περ. 1631), "Η Πτώση" (1638), "Οι τρεις σταυροί" (1653), "Μισόγυμνη γυναίκα καθισμένη πλάι σε θερμάστρα" (1658) και άλλα.
Οι αίθουσες του μουσείου διακοσμούνται ακόμη με πίνακες του Πίτερ Λάστμαν (Pieter Lastman, 1583 - 1633), δασκάλου του Ρέμπραντ, όπως "Η Σταύρωση" (1616) και "Ο θρήνος για τον Άβελ" (1623), καθώς και με τον πίνακα "Ο αναστημένος Χριστός εμφανιζόμενος στη Μαρία Μαγδαληνή" (1638) του Φέρντιναντ Μπολ (Ferdinand Bol, 1616 - 1680), μαθητή του Ρέμπραντ.
Πηγή: Βικιπαίδεια
Ανιχνευτής ο Πεπέ.

ΜΟΥΣΕΙΟ ΟΡΣΕ (orsay) στο Παρίσι

Το Μουσείο Ορσέ (γαλλ. Musée d'Orsay) είναι Γαλλικό εθνικό μουσείο στο 7ο διαμέρισμα (VIIe arrondissement) της πόλης του Παρισιού, στην αριστερή όχθη (rive gauche) του ποταμού Σηκουάνα (la Seine) και κατά μήκος της ομώνυμης αποβάθρας. Σε αυτό εκτίθενται έργα ζωγραφικής και γλυπτικής δημιουργημένα από το 1848 έως το 1914, ενώ παράλληλα φιλοξενεί και περιοδικές εκθέσεις. 
Ιστορία
Το κτήριο του μουσείου σχεδιάστηκε από τον αρχιτέκτονα Βικτόρ Λαλού (Victor Laloux) και κατασκευάσθηκε με την επίβλεψή του καθώς και των αρχιτεκτόνων Λυσιέ Μάν(ι) (Lucien Magne) και Εμίλ Μπενάρ (Émile Bénard). Άρχισε να κατασκευάζεται το 1898 και χρησιμοποιήθηκε, από το 1900[1] έως το 1939, ως κτήριο του κεντρικού σιδηροδρομικού σταθμού της σιδηροδρομικής εταιρείας Παρισιού - Ορλεάνης (Chemin de fer de Paris à Orléans) επί 39 χρόνια. Το μήκος που είχαν οι πλατφόρμες του, όμως, κατέστησαν το σταθμό ακατάλληλο για τα μεγάλου μήκους τρένα της εποχής. Έτσι, ο σταθμός άρχισε να χρησιμοποιείται μόνο από τους συρμούς του προαστιακού, ενώ ένα τμήμα του, κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου χρησιμοποιήθηκε ως ταχυδρομικό γραφείο αλλά και ως σταθμός μεταφοράς κρατουμένων στη Γερμανία. Ο σταθμός χρησιμοποιήθηκε, επίσης, για τη μεταφορά των επαναπατριζόμενων Γάλλων από τα Στρατόπεδα συγκέντρωσης.
Μετά τον Πόλεμο χρησίμευσε ως στούντιο για το γύρισμα αρκετών ταινιών (όπως η Δίκη του Φραντς Κάφκα σε σκηνοθεσία Όρσον Γουέλς)[2] και ως κέντρο δημοπρασιών, καθώς το κτήριο των δημοπρασιών (Hôtel Drouot) ανακατασκευαζόταν. Το κτήριο σταμάτησε οριστικά να χρησιμοποιείται το 1973.
Το 1977 η Γαλλική Κυβέρνηση αποφάσισε τη μετατροπή του κτηρίου σε μουσείο αφιερωμένου αρχικά στην τέχνη του 19ου αιώνα, ενώ το 1978 χαρακτηρίστηκε ως εθνικό μνημείο. Την αναμόρφωση ανέλαβαν οι αρχιτέκτονες Ρενό Μπαρντόν, Πιέρ Κολμπόκ και Ζαν-Κλώντ Φιλιππόν, ενώ την αναμόρφωση των εσωτερικών χώρων η Ιταλίδα αρχιτέκτονας Γκαέ Αουλέντι (Gae (Gaetana) Aulenti). Οι εργασίες άρχισαν το 1983 και ολοκληρώθηκαν το 1986. Κατασκευάστρια εταιρεία ήταν η Γαλλική Bouygues[3]. Η αναμόρφωση περιλάμβανε, ουσιαστικά, την ανακατασκευή των δαπέδων και των τεσσάρων ορόφων του κτίσματος και, φυσικά, τη συντήρηση των διακοσμητικών στοιχείων του. Το νέο μουσείο εγκαινιάσθηκε από τον τότε Πρόεδρο της Γαλλικής Δημοκρατίας Φρανσουά Μιτεράν την 1η Δεκεμβρίου 1986 και άνοιξε για το κοινό στις 9 του ίδιου μήνα.
Το κτήριο έχει συνολικό μήκος 173 μ. και πλάτος 75 μ. Η συνολική επιφάνεια των αιθουσών του φθάνει τις 57.000 τ.μ., ενώ οι επιφάνειες των εκθεσιακών χώρων καταλαμβάνουν 16.900 τμ. περίπου, (κατανεμημένων σε 80 ξεχωριστές αίθουσες). 1.200 τ.μ καταλαμβάνουν το εστιατόριο και η καφετέρια, 570 τ.μ/ η αίθουσα διαλέξεων και 1.850 τ.μ περίπου οι αίθουσες των περιστασιακών εκθέσεων.
Οργάνωση του Μουσείου
Στο μουσείο υπάρχουν τρία επίπεδα. Στο ισόγειο οι αίθουσες εκθέσεων είναι κατανεμημένες αμφίπλευρα της κεντρικής αίθουσας, στην οποία εκτίθενται κυρίως έργα γλυπτικής, ενώ οι πλαϊνές αίθουσες περιλαμβάνουν κυρίως εκθέματα πινάκων ζωγραφικής. Στο μεσαίο επίπεδο υπάρχουν εξώστες, οι οποίοι δίνουν πρόσβαση στις αίθουσες εκθεμάτων, και στον τρίτο (τελευταίο) όροφο, ο οποίος εκτείνεται κατά μήκος της όχθης του Σηκουάνα με την ομώνυμη αποβάθρα (Quai d' Orsay)[4]. Από τον τρίτο όροφο υπάρχει η δυνατότητα εξόδου στον εξώστη, απ' όπου ο επισκέπτης μπορεί να δει το ποτάμι, το Μουσείο του Λούβρου διαγωνίως απέναντι και, σε μεγαλύτερη απόσταση, αντικριστά τη Βασιλική της Ιερής Καρδιάς (Basilique de Sacre-Coeur), το Ναό που βρίσκεται κτισμένος στην κορυφή του λόφου της Μονμάρτρης.
Στο Μουσείο στεγάζονται εκθέματα γλυπτικής, ζωγραφικής, αντικειμένων έργων τέχνης (Objets d' Art), αρχιτεκτονικής, φωτογραφίας και γραφικών τεχνών. Οι Συλλογές του προέρχονται από:
Στο Μουσείο στεγάζονται, επίσης, σε ειδικές αίθουσες, και περιστασιακές και ειδικές εκθέσεις έργων τέχνης, φωτογραφίας, γραφικών τεχνών και ειδών διακοσμητικών τεχνών (Arts décoratifs). Υπάρχουν, ακόμη, εστιατόριο, καφετέρια, (Café des Hauteurs), αίθουσα διαλέξεων και βιβλιοπωλείο.
Πηγή: Βικιπαίδεια
Ανιχνευτής ο Επικούρειος Πέπος.

Εθνικό Μουσείο Καποντιμόντε

Το Εθνικό Μουσείο Καποντιμόντε (ιταλικά: Museo Nazionale di Capodimonte) στεγάζεται στο ομώνυμο ανάκτορο στη Νάπολη. Περιλαμβάνει συλλογές αρχαίας τέχνης, σύγχρονης τέχνης και ένα τμήμα ιστορίας.
Επίσημα εγκαινιάστηκε το 1957, αν και οι αίθουσες του ανακτόρου στέγαζαν αντικείμενα τέχνης από το 1758. Εκτίθενται κυρίως πίνακες ζωγραφικής, κατανεμημένοι στις δύο μεγάλες συλλογές του, στη Συλλογή Φαρνέζε, στην οποία περιλαμβάνονται έργα από μεγάλα ονόματα της ιταλικής αλλά και της παγκόσμιας ζωγραφικής, όπως Ραφαήλ, Τιτσιάνο, Παρμιτζανίνο, Πίτερ Μπρίγκελ του πρεσβυτέρου, Ελ Γκρέκο, Λουντοβίκο Καρράτσι, Γκουίντο Ρένι) και στη Συλλογή της Νάπολης, η οποία περιλαμβάνει έργα που έχουν συλλεγεί από εκκλησίες της πόλης και της γύρω περιοχής, που μεταφέρθηκαν στο Μουσείο υπό τον φόβο καταστροφής τους. Εδώ υπάρχουν έργα των Σιμόνε Μαρτίνι, Κολαντόνιο, Καραβάτζιο, Χοσέ Ριμπέρα, Λούκα Τζιορντάνο, Φραντσέσκο Σολιμένα. Σημαντική είναι, επίσης, η συλλογή μοντέρνας τέχνης του Μουσείου, η οποία περιλαμβάνει και τον Βεζούβιο του Άντι Γουόρχολ. 
Ιστορία 18ος αιώνας
Ο μετέπειτα Κάρολος Γ΄ της Ισπανίας έγινε βασιλιάς της Νεάπολης και της Σικελίας το 1734. Έθεσε το ερώτημα αν υπήρχε κατάλληλος χώρος για τη στέγαση των έργων τέχνης που είχε κληρονομήσει από τη μητέρα του, Ελιζαμπέττα Φαρνέζε,[3] τμήμα της οικογενειακής συλλογής που είχε εκκινήσει από τον Πάπα Παύλο Γ΄ (Αλεσσάντρο Φαρνέζε) τον 16ο αιώνα και συνεχίστηκε από τους κληρονόμους του.[4] Διαμοιρασμένα μεταξύ Ρώμης και Πάρμας, μερικά έργα τέχνης, ιδιαίτερα όσων η αξία υπερέβαινε το κόστος μεταφοράς, μεταφέρθηκαν στο Βασιλικό ανάκτορο της Νάπολης (μεταξύ αυτών και πίνακες των Ραφαήλ, Αννιμπάλε Καρράτσι, Κορρέτζο, Τιτσιάνο και Παρμιτζανίνο),[5] αλλά εκεί έλειπε μια αίθουσα εκθέσεων. Προϊόντος του χρόνου, η υπόλοιπη συλλογή μεταφέρθηκε και φυλάχτηκε στις αποθήκες, γεγονός που απειλούσε την ακεραιότητά της, ακόμη και από τα στοιχεία της φύσης, λόγω της μικρής απόστασης από τη θάλασσα.[6] Το 1738 ο βασιλιάς ξεκίνησε την κατασκευή ενός κτιρίου στον λόφο του Καποντιμόντε, ώστε να το χρησιμοποιήσει ως μουσείο,[7] ενώ παράλληλα κάλεσε μια ομάδα ειδικών για να διαμορφώσει το εσωτερικό, ώστε να δεχτεί τη συλλογή: Το σχέδιο προέβλεπε ότι τα έργα θα στεγάζονταν σε δωμάτια που έβλεπαν προς τον νότο, προς τη θάλασσα.[8] Ενώ η κατασκευή δεν είχε ακόμη ολοκληρωθεί, οι πρώτοι πίνακες άρχισαν να τοποθετούνται το 1758 σε δώδεκα δωμάτια, διαχωρισμένοι κατά καλλιτέχνη και κατά σχολή ζωγραφικής. Σήμερα δεν είναι γνωστό ποιοι πίνακες είχαν τοποθετηθεί πού, γιατί οι επετηρίδες της εποχής καταστράφηκαν κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Επόμενο στάδιο ήταν ο εξοπλισμός του Μουσείου, που άρχισε ήδη από το 1755 υπό τη διεύθυνση του ζωγράφου Τζουζέππε Μπονίτο (Giuseppe Bonito) από το Καστελλαμάρε ντι Σταμπία (Castellammare di Stabia), κοντά στη Νάπολη.[9]
Το 1759 μεταφέρθηκε και το υπόλοιπο της συλλογής: Τα προπαρασκευαστικά σχέδια για τις τοιχογραφίες της Cappella Paolina (παρεκκλήσιο των Αγίων Πέτρου και Παύλου στο Αποστολικό Ανάκτορο του Βατικανού), που είχε δημιουργήσει ο Μιχαήλ Άγγελος και τα αντίστοιχα για την αίθουσα του Ηλιοδώρου, δημιουργίες του Ραφαήλ,[10] πίνακες των Τζόρτζιο Βαζάρι, Αντρέα Μαντένια και Μαζολίνο ντα Πανικάλε.
Μεταξύ των επισκεπτών εκείνης της εποχής συγκαταλέγονται οι Ζαν Ονορέ Φραγκονάρ, ο Μαρκήσιος ντε Σαντ, ο Τζόζεφ Ράιτ, ο Αντόνιο Κανόβα, ο Γιόχαν Βόλφγκανγκ Γκαίτε, και ο Γιόχαν Γιοάχιμ Βίνκελμαν.[11] Κατά τα τέλη της δεκαετίας του 1770, ύστερα από τη μεταφορά και των άλλων τμημάτων της Συλλογής Φαρνέζε, το Μουσείο έφτασε να καταλαμβάνει εικοσιτέσσερις αίθουσες: Έγινε, εν τω μεταξύ, προμήθεια και νέων πινάκων, των πρώτων των ζωγράφων του ιταλικού νότου, όπως των Πολίντορο ντα Καραβάτζιο, Τσέζαρε ντα Σέστο, Χοσέ Ριμπέρα, Λούκα Τζιορντάνο εκτός των ήδη υπαρχόντων πινάκων των Αντόν Ράφαελ Μενγκς, Αντζέλικα Κάουφμαν, Ελιζαμπέτ Βιζέ-λε Μπρεν και Φραντσέσκο Λιάνι, ενώ το 1783 το Μουσείο αγόρασε τη συλλογή του κόμητος Καρλ Γιόζεφ φον Φίρμιαν, που περιείχε περίπου 20.000 χαρακτικά και σχέδια καλλιτεχνών όπως οι Φρα Μπαρτολομέο, Περίν ντε Βάγκα, Άλμπρεχτ Ντύρερ και Ρέμπραντ.[12] Την ίδια περίπου εποχή δημιουργήθηκε ένα εργαστήριο αποκατάστασης, το οποίο αρχικά ανέλαβε ο Κλεμέντε Ρούτα και στη συνέχεια ο Φεντερίκο Αντρές, ύστερα από σύσταση του ζωγράφου της Αυλής Γιάκομπ Φίλιπ Χάκερτ.[12]
Επί Φερδινάνδου Α΄ των Δύο Σικελιών, το 1785, δημιουργήθηκε ο κανονισμός λειτουργίας του Μουσείου και ορίστηκαν το ωράριο για τους επισκέπτες, τα καθήκοντα των φυλάκων, οι αρμοδιότητες του εφόρου, η πρόσβαση στους αντιγραφείς, ενώ δεν απελευθερώθηκε πλήρως η πρόσβαση του απλού λαού, όπως συνέβαινε σε άλλα Μουσεία των Βουρβώνων, εκτός αν υπήρχε άδεια από τον αρμόδιο υπουργό.[13] Στα τέλη του 18ου αιώνα, όταν πλέον το Μουσείο στέγαζε περίπου 1800 πίνακες, αποφασίστηκε να δημιουργηθεί ένα σύμπλεγμα μουσείων στην πόλη: Επιλέχτηκε το Palazzo degli Studi ("Ανάκτορο των Σπουδών"), το μελλοντικό Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο της Νάπολης, όπου οι εργασίες για νέα, δημόσια χρήση είχαν ήδη ξεκινήσει το 1777 από τον Φερντινάντο Φούγκα, με την πρόθεση να στεγαστούν εκεί, εκτός από τη Συλλογή Φαρνέζε, τα ευρήματα από τις ανασκαφές στο Ερκολάνουμ, την Πομπηία και τη Σταβία, ενώ παράλληλα θα αποτελούσε την έδρα της βιβλιοθήκης και της Ακαδημίας.[14]
19ος αιώνας Πλήγμα για το Μουσείο αποτέλεσε η άφιξη των Γάλλων στη Νάπολη και η εγκαθίδρυση μιας σύντομης "Δημοκρατίας της Νάπολης": Φοβούμενος τα χειρότερα, ο Φερδινάνδος, το προηγούμενο έτος, είχε μεταφέρει στο Παλέρμο δεκατέσσερα αριστουργήματα της συλλογής. Οι Γάλλοι στρατιώτες όντως λεηλάτησαν το Μουσείο και πολυάριθμοι πίνακες που αποτελούσαν τμήμα της συλλογής του μουσείου διαρπάχτηκαν, 339 από τη Συλλογή Φαρνέζε, πολλοί από τα αποκτήματα των Βουρβώνων, τριάντα στάλθηκαν στη Δημοκρατία και περίπου άλλοι τριακόσιοι πωλήθηκαν, ιδιαίτερα στη Ρώμη.[12]
Όταν επέστρεψε στη Νάπολη, ο Φερδινάνδος έδωσε εντολή στον Ντομένικο Βενούτι να βρει όσα έργα μπορούσε από τα αρπαγμένα. Αυτός κατόρθωσε να βρει ορισμένα, αλλά αυτά δεν επιστράφηκαν στο Καποντιμόντε, παρά στάλθηκαν στο Ανάκτορο Φρανκαβίλλα (Palazzo Francavilla),[15] που είχε επιλεγεί ως νέα έδρα του μουσείου της πόλης.
Η αρχή της δεκαετίας του 1800 σηματοδοτεί την οριστική εγκατάλειψη του ρόλου του Καποντιμόντε ως Μουσείου, υπέρ της στέγασης των εκθεμάτων στο "Ανάκτορο των Σπουδών":[16] Όλα μεταφέρθηκαν σε αυτό και, για να γεμίσουν οι νέες αίθουσες του ανακτόρου, χρησιμοποιήθηκαν πίνακες που πάρθηκαν από καταργημένα μοναστήρια όπως αυτά της Αγίας Αικατερίνης του Φορμιέλλο, του Μόντε Ολιβέτο και του Σαν Λορέντσο[17] σε τέτοιο βαθμό, ώστε ο Ζοακίμ Μυρά πρότεινε τη δημιουργία πινακοθήκης στο Καποντιμόντε, με πρόθεση, όπως ο ίδιος λέγει, "να εξαφθεί η ιδιοφυΐα της νεολαίας με το παράδειγμα των παλαιότερων Διδασκάλων"[18]
Ακόμη και με την παλινόρθωση των Βουρβώνων το 1815, το ανάκτορο στο Καποντιμόντε συνέχισε να παίζει τον ρόλο του ως Μουσείου: Οι τοίχοι των αιθουσών διακοσμήθηκαν με πίνακες που δημιουργούσαν νέοι καλλιτέχνες, που είχαν σταλεί στη Ρώμη για σπουδές με δαπάνη του Στέμματος και έδειχναν την πρόοδό τους.[19] Το 1817 έφθασε στο ανάκτορο η συλλογή του Καρδιναλίου Βοργία, την οποία διακαώς επιθυμούσε ο Μυρά όσο ζούσε, αλλά την ολοκλήρωσε ο Φερδινάνδος.[20] Παρ' όλα αυτά, δεν έλειψε η διασπορά έργων που ανήκαν στο Μουσείο, όπως αυτών που δωρήθηκαν στο Μουσείο του Παλέρμο το 1838 ή αυτών της συλλογής του Λεοπόλδου των Βουρβώνων, αδελφού του Φραγκίσκου Α΄ των Δύο Σικελιών, που πουλήθηκαν στον γαμπρό του πρώτου Ερρίκο της Ορλεάνης, ώστε να πληρωθούν χρέη από τη χαρτοπαιξία, και στη συνέχεια μεταφέρθηκαν στο ανάκτορο του Σαντιγί[18]
Με την ενοποίηση της Ιταλίας και τον διορισμό ως διευθυντή του Βασιλικού Οίκου του Αννιμπάλε Σάκκο (Annibale Sacco), το ανάκτορο του Καποντιμόντε, εκτός από το ότι συνέχισε να παίζει το ρόλο του ως χώρος στέγασης καλλιτεχνημάτων, επέστρεψε, αν και όχι επίσημα, στον ρόλο του ως Μουσείου. Ύστερα από την πώληση περίπου εννιακοσίων πινάκων, ο Σάκκο και οι συνεργάτες του Ντομένικο Μορέλλι και Φεντερίκο Μαλνταρέλλι μετέφεραν στις αίθουσές του είδη από πορσελάνη και πορσελάνη "bisque" (είδος πορσελάνης χωρίς γυαλιστερή επικάλυψη), τα οποία τοποθέτησαν στη βορειοδυτική πτέρυγα, πίνακες από Ναπολιτάνους δημιουργούς, που μέσα σε μια εικοσαετία ξεπέρασαν τους εξακόσιους και περισσότερα από εκατό γλυπτά: Όλα τα έργα διευθετήθηκαν με χρονολογική σειρά, σύμφωνα με τα πρότυπα των σύγχρονων μουσείων, σε χώρους του βορεινού εσωτερικού περιβόλου, δημιουργώντας έτσι ένα είδος πινακοθήκης στο ισόγειο. Το 1864 μεταφέρθηκαν εκεί η συλλογή όπλων Φαρνέζε και πανοπλιών των Βουρβώνων. Το 1866 ήλθε η σειρά της δημιουργίας ενός μικρού "σαλονιού" για τη στέγαση των κινέζικων πορσελανών της Μαρίας Αμαλίας της Σαξωνίας, που αρχικά στεγάζονταν σε μια αίθουσα του ανακτόρου Πόρτιτσι και το 1880 μεταφέρθηκαν ταπισερί από το Βασιλικό Εργαστήριο και ζώα από αναπαραστάσεις της Φάτνης ναπολιτάνικης κατασκευής (presepe).[21] Το ανάκτορο Καποντιμόντε έγινε ξανά πολιτιστικό κέντρο της Νάπολης τόσο, ώστε το 1877 έγινε σε αυτό η Εθνική Έκθεση Καλών Τεχνών.[22]
20ός και 21ος αιώναςΗ αρχή του 20ού αιώνα σηματοδοτεί μια περίοδο στασιμότητας του Μουσείου: Αυτό γίνεται κατοικία των οικογενειών των Δουκών της Αόστα,[23] ενώ οι συλλογές που θα σχημάτιζαν τον πυρήνα του μελλοντικού Μουσείου συγκεντρώνονταν ακόμη στο "Ανάκτορο των Σπουδών", το οποίο, με την ενοποίηση της Ιταλίας, είχε μετονομαστεί σε Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο της Νάπολης.
Παρά την προμήθεια έργων ζωγράφων όπως ο Μαζάτσο το 1901 και Τζάκοπο ντε' Μπαρμπάρι (Jacopo de' Barbari) μεταξύ των δεκαετιών του '30 και του '40, οι πωλήσεις άλλων έργων τέχνης φθάνουν στο αποκορύφωμά τους:[24] Αυτό έγινε ή για να ικανοποιηθούν αιτήματα που είχαν υποβάλει η Πάρμα και η Πιατσέντσα, εν είδει αποζημίωσης γι' αυτά που τους είχε αφαιρέσει ο Κάρολος Γ΄ της Ισπανίας, ή για να διακοσμηθούν άλλα κρατικά ιδρύματα, όπως το Κυρηνάλιο Ανάκτορο, το Ανάκτορο Μοντετσιτόριο, το Παλάτσο Μαντάμα, πρεσβείες του εξωτερικού και πανεπιστήμια.[25] Με το ξέσπασμα του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου οι συλλογές του Μουσείου μεταφέρθηκαν, το καλοκαίρι του 1940, στη μονή της Αγίας Τριάδας στο Κάβα ντε' Τιρρένι (Abbazia territoriale della Santissima Trinità di Cava de' Tirreni) και, ως αποτέλεσμα της γερμανικής προέλασης το 1943, στη μονή του Μόντε Κασσίνο. Από εκεί, η μεραρχία Γκέρινγκ κατόρθωσε να αφαιρέσει ορισμένα έργα του Τιτσιάνο, του Παρμιτζανίνο, του Σεμπαστιάνο ντελ Πιόμπο και του Φιλιππίνο Λίππι: Όταν ο πόλεμος τελείωσε, τα έργα αυτά βρέθηκαν σε ένα λατομείο κοντά στο Ζάλτσμπουργκ και επανήλθαν στη Νάπολη το 1947.[26]
Κατά τη μεταπολεμική περίοδο, με το κύμα του ενθουσιασμού για τις εργασίες ανασυγκρότησης της χώρας, δημιουργήθηκε ένα σχέδιο για τα μουσεία στη Νάπολη. Ο ιστορικός τέχνης Μπρούνο Μολαγιόλι (Bruno Molajoli) μετακίνησε οριστικά όλους τους πίνακες στο Βασιλικό Ανάκτορο του Καποντιμόντε, απαλλάσσοντάς το παράλληλα και από την "υποχρέωση" της στέγασης των Δουκών της Αόστα ύστερα από την αναχώρησή τους το 1946.[7] Έτσι εισακούστηκε και η παράκληση, που είχε εκφραστεί μερικά χρόνια νωρίτερα από εξέχουσες προσωπικότητες του ιταλικού πολιτισμού, όπως ο Μπενεντέτο Κρότσε, ενώ το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο θα περιείχε αποκλειστικά συλλογές αρχαιοτήτων, καθώς είχε αποκτήσει, με την πάροδο του χρόνου, περισσότερο χώρο, αποσπώντας τον από τη Βιβλιοθήκη που είχε μεταφερθεί από το 1925 στο Βασιλικό Ανάκτορο (Palazzo Reale).[27] Με διάταγμα που υπογράφηκε το 1949, δημιουργήθηκε και επίσημα το Εθνικό Μουσείο Καποντιμόντε. Η αναπαλαίωση των αιθουσών του ανακτόρου ξεκίνησε το 1952, με χρηματοδότηση από το πρόγραμμα "Ταμείο για τον Νότο" (Cassa per il Mezzogiorno, επί λέξει "Ταμείο για το Μεσημέρι") και το ακολούθησαν τόσο ο Μολαγιόλι όσο και οι Φερντινάντο Μπολόνια, Ράφαελ Κάουζε και Έτσιο ντε Φελίτσε,[28] οι οποίοι ασχολήθηκαν κατά κύριο λόγο με την αρχιτεκτονική του κτιρίου και τη διάταξη του Μουσείου, το οποίο επί μακρόν θαυμαζόταν για τη λειτουργικότητα και τον εκσυγχρονισμό του και θεωρούνταν πρότυπο.[7] Στον πρώτο όροφο στεγάστηκαν οι πίνακες του 19ου αιώνα, αναμορφώθηκε το περιβάλλον του βασιλικού διαμερίσματος και στεγάστηκε το εργαστήριο συντήρησης και αποκατάστασης, ενώ στον δεύτερο όροφο δημιουργήθηκε η πινακοθήκη για τους πίνακες των κλασικών.[29]
Πηγή: Βικιπαίδεια.
Ανιχνευτής ο Poof

Εθνική Πινακοθήκη Λονδίνου

Η Εθνική Πινακοθήκη του Λονδίνου (National Gallery) ιδρύθηκε το 1824 και στεγάζει σήμερα μια από τις πλουσιότερες συλλογές πινάκων σε παγκόσμιο επίπεδο. Οι 2.300 πίνακες που διαθέτει καλύπτουν την περίοδο από τα μέσα του 13ου αιώνα έως το 1900.[1] Βρίσκεται στην Πλατεία Τραφάλγκαρ στο Λονδίνο. Τα έργα που διαθέτει θεωρείται ότι ανήκουν στο Βρετανικό λαό και γι' αυτό η είσοδος στην Πινακοθήκη είναι δωρεάν (αυτό δεν ισχύει για τις ειδικές περιστασιακές εκθέσεις που διοργανώνει). 
Σύντομη ιστορία
Το 1824 το Βρετανικό Κοινοβούλιο ενέκρινε τη δαπάνη 57.000 λιρών για την αγορά της ιδιωτικής 
συλλογής των πινάκων του τραπεζίτη Τζον Τζούλιους Ανγκερστάιν (John Julius Angerstein). Η συλλογή περιελάμβανε 38 πίνακες, οι οποίοι θα αποτελούσαν τον πυρήνα μιας νέας εθνικής συλλογής, η οποία θα χρησίμευε ως όργανο μόρφωσης και απόλαυσης για όλους τους πολίτες. Η συλλογή επρόκειτο να εκτεθεί στην οικία του Ανγκερστάιν (στον αρ. 100 της Παλ Μαλ) μέχρι να βρεθεί κατάλληλο κτίριο για τη στέγασή της. Σε σύγκριση όμως με εθνικές πινακοθήκες άλλων χωρών, η έκταση της οικίας κρίθηκε ανεπαρκής και προκάλεσε τα ειρωνικά και επικριτικά σχόλια του τύπου.[2] Επιπλέον, καθώς η συλλογή αυξανόταν μέσω νέων αποκτημάτων, ο χώρος ήταν ανεπαρκής για την έκθεση των πινάκων. Έτσι το 1831 αποφασίστηκε, ύστερα από πολλές συζητήσεις, η κατασκευή κτιρίου στην πλατεία Τραφάλγκαρ, ένα σημείο της πόλης προσβάσιμο από όλους, στη θέση των παλαιών Βασιλικών Στάβλων (King's Mews). Το νέο κτίριο, κατασκευασμένο από τον αρχιτέκτονα Ουίλιαμ Ουίλκινς (William Wilkins) άνοιξε τις πύλες του το 1838. Για την κατασκευή ο Ουίλκινς χρησιμοποίησε οκτώ κολώνες προερχόμενες από το παρακείμενο Carlton House που κατεδαφίστηκε το 1826.
Αρχικά το κτίριο της Πινακοθήκης στέγαζε και τη Βασιλική Ακαδημία Τεχνών (Royal Academy of Arts), η οποία μετακινήθηκε σε δικό της κτίριο το 1869. Το ίδιο έτος όμως τέθηκε θέμα περί καταλληλότητας του κτιρίου και ανατέθηκε στον αρχιτέκτονα E.M. Barry η μελέτη κατασκευής νέου κτιρίου. Τελικά αποφασίστηκε το κτίριο να παραμείνει αλλά να κατασκευαστεί επέκταση με νέα πτέρυγα, η οποία ολοκληρώθηκε το 1876 με την προσθήκη επτά νέων αιθουσών και του σημερινού θόλου. Νέα επέκταση έγινε το 1907 με την κατεδάφιση των παραπηγμάτων στην πίσω αυλή του κτιρίου και την ανέγερση πέντε νέων αιθουσών.
Το 1985 ο Λόρδος Σένσμπουρι (Lord Sainsbury of Preston Candover) πρότεινε να χρηματοδοτήσει, μαζί με τους αδελφούς του, την ανέγερση νέας πτέρυγας, η οποία κατασκευάστηκε πλάι στο ήδη υπάρχον κτίσμα, έλαβε το όνομα "πτέρυγα Σένσμπουρι" και παραδόθηκε το 1991.
Σήμερα η Εθνική Πινακοθήκη του Λονδίνου διαθέτει αίθουσες συνολικού εμβαδού 46.396 τετ. μ.[2]
Β' Παγκόσμιος ΠόλεμοςΠολύ πριν ξεκινήσουν οι τρομοκρατικοί βομβαρδισμοί του Λονδίνου από τη Λουφτβάφε οι Βρετανοί, φοβούμενοι μέχρι και γερμανική απόβαση στα νησιά τους, άρχισαν να εξετάζουν το μέλλον της Πινακοθήκης. Ο τότε διευθυντής της Κένεθ Κλαρκ (Kenneth Clark) έκανε σαφές ότι τα αριστουργήματα που περιλαμβάνονταν στη συλλογή δεν ήταν ασφαλή και έπρεπε να απομακρυνθούν από το κτίριο. Όταν η προοπτική πολέμου με τη Ναζιστική Γερμανία έγινε πλέον σαφής οι 50 πρώτοι πίνακες απομακρύνθηκαν από την πινακοθήκη και μεταφέρθηκαν στο Μπανγκόρ της Ουαλίας (30 Σεπτεμβρίου 1938). Μετά τη Συμφωνία του Μονάχου, οι πίνακες επανήλθαν σχεδόν αυθημερόν. Ένα σχεδόν έτος αργότερα το ενδεχόμενο εκκένωσης της Πινακοθήκης έγινε εκ νέου πραγματικότητα: Δέκα ημέρες πριν την κήρυξη πολέμου μεταξύ Βρετανίας - Γερμανίας, όλοι οι πίνακες απομακρύνθηκαν από το κτίριο και μεταφέρθηκαν:
  • Στο Πανεπιστήμιο της Βόρειας Ουαλίας στο Μπανγκόρ
  • Στην Εθνική Βιβλιοθήκη της Ουαλίας στο Αμπερίστουϊδ (Aberystwyth)
  • Στο κάστρο Κάρναρβον (Caernarvon Castle)
  • Στο κάστρο Πένρυν (Penrhyn Castle)
  • Στο Τραουσγκουθ (Trawsgoed) (Ουαλία)[3]
Οι θέσεις αυτές θεωρήθηκαν προσωρινές και ακολούθησαν συσκέψεις σχετικά με το πού έπρεπε να φυλαχθούν τα πολύτιμα έργα τέχνης. Υπήρξε ακόμη και σκέψη μεταφοράς τους στον Καναδά, ιδέα που απορρίφθηκε. Τελικά επιλέχθηκε το εγκαταλελειμμένο ορυχείο "Manod" στην περιοχή του Φεστίνιοχ (Ffestiniog), στις στοές του οποίου αποθηκεύτηκαν, καλά συσκευασμένοι, όλοι οι πίνακες.[1].
Όπως απέδειξαν τα γεγονότα, η κίνηση εκκένωσης της πινακοθήκης ήταν σωστή: Στις 12 Οκτωβρίου 1940 μια ισχυρή βόμβα ρίφθηκε στο κτίριο, με αποτέλεσμα την ολική καταστροφή της αίθουσας 10, ακριβώς αυτή στην οποία στεγάζονταν τα έργα του Ραφαήλ. Κατά τη διάρκεια συναυλίας στο κτίριο εξερράγη δεύτερη, μικρότερη βόμβα, η οποία είχε ριφθεί σε προηγούμενη επίθεση, αλλά δεν είχε εκραγεί.[3] Το κτίριο συνέχισε να χρησιμοποιείται, κύρια ως συναυλιακός χώρος και χώρος διαλέξεων, καθ' όλη τη διάρκεια του Πολέμου. Με τη λήξη του διαπιστώθηκε ότι ούτε ένας από τους υαλοπίνακες της οροφής δεν είχε απομείνει ανέπαφος και πέρασαν αρκετά χρόνια μέχρι την πλήρη αποκατάστασή του.
Από το 1942 και καθώς οι βομβαρδισμοί του Λονδίνου είχαν αραιώσει σημαντικά, ορισμένα έργα άρχισαν να μεταφέρονται για προσωρινή έκθεση και πάλι στο κτίριο. Κάθε βράδυ τα αποσπούσαν από το χώρο έκθεσης και τα μετέφεραν στον υπόγειο θωρακισμένο χώρο για πλήρη ασφάλεια. Στις 17 Μαΐου 1945 άρχισαν να μεταφέρονται σταδιακά τα έργα τέχνης στο κτίριο, του οποίου οι ζημίες αποκαταστάθηκαν επίσης σταδιακά.
Πηγή: Βικιπαίδεια
Ανιχνευτής ο Επικούρειος Πέπος

MOYΣΕΙΟ ΟΥΦΙΤΣΙ ΦΛΟΡΕΝΤΙΑ

Το Ουφίτσι (Uffizi) είναι ανάκτορο της Φλωρεντίας που στεγάζει ένα από τα παλαιότερα μουσεία - πινακοθήκες στον κόσμο, την Galleria degli Uffizi. Τα έργα που εκτίθενται στο μουσείο καλύπτουν χρονικά την περίοδο από τον 13ο μέχρι τον 18ο αιώνα και συνθέτουν μία από τις σημαντικότερες συλλογές αναγεννησιακής τέχνης. 
Ιστορία
Η κατασκευή του παλατιού Ουφίτσι ξεκίνησε το 1560 από τον Τζόρτζιο Βαζάρι κατόπιν παραγγελίας του δούκα της Τοσκάνης Κόζιμο Α' των Μεδίκων και ολοκληρώθηκε το 1581. Μέρος των θησαυρών της οικογενείας των Μεδίκων είχε διασκορπιστεί κατά τη διάρκεια της εξορίας της και ανακτήθηκε εν μέρει από τον Κόζιμο Α΄ κατά την περίοδο της ηγεμονίας του (1532-74). Αρχικά, το παλάτι είχε ως στόχο να στεγάσει γραφεία (uffizi). Μετά το θάνατο του Βαζάρι και του Κόζιμο το 1574, την ολοκλήρωση του έργου ανέλαβε ο αρχιτέκτονας Μπερνάρντο Μπουονταλέντι κάτω από την επίβλεψη του δούκα Φραντσέσκο Α΄ των Μεδίκων, ο οποίος αποφάσισε το 1581 να μεταφέρει τη συλλογή του έργων τέχνης και πολύτιμων αντικειμένων από το studiolo (σπουδαστήριο) που είχε φτιάξει στο Παλάτσο Βέκιο, σε έναν ειδικά διαμορφωμένο χώρο του Ουφίτσι, τη λεγόμενη Tribuna. Τα επόμενα χρόνια, η συλλογή του Ουφίτσι εμπλουτίστηκε σημαντικά. Το 1677, ο Κόζιμο Γ΄ μετέφερε επίσης ένα τμήμα της συλλογής αρχαίων αγαλμάτων των Μεδίκων από τη Ρώμη στο Ουφίτσι. Μετά τη διαδοχή της δυναστείας των Μεδίκων από αυτή των Αψβούργων, κατά την ηγεμονία του Πέτρου Λεοπόλδου (1765-1790), ξεκίνησε μία σημαντική προσπάθεια ανασυγκρότησης των συλλογών της πινακοθήκης και η ταξινόμηση των έργων ανάλογα με την καλλιτεχνική σχολή που εκπροσωπούσαν. Στο έργο αυτό είχε συμβολή ο ιστορικός τέχνης αββάς Λουίτζι Λάντσι.
Η Τριμπούνα (Tribuna) του Ουφίτσι
Η Tribuna του Uffizi είναι ένα οκταγωνικό δωμάτιο[1] και είναι το παλαιότερο τμήμα της γκαλερί στην Φλωρεντία. Σχεδιάστηκε το 1584 από τον Bernardo Buontalenti για τον Φραντσέσκο Α΄ των Μεδίκων, με σκοπό να φιλοξενήσει τις αρχαιολογικές συλλογές και το περιεχόμενο του Σπουδαστηρίου του Παλάτσο Βέκιο (Palazzo Vecchio). Αργότερα όλα τα πολύτιμα εκθέματα από τις συλλογές των Μεδίκων μεταφέρθηκαν εκεί. Θεωρείται, σαν ο πρώτος χώρος στην ιστορία που πληρούσε τα πρότυπα μουσείου με αποτέλεσμα να λειτουργήσει σαν οδηγός για τα σύγχρονα κέντρα τέχνης των διαφόρων ιδρυμάτων. Ο περίπλοκος διάκοσμος της οκταγωνικής αίθουσας αντικατοπτρίζει μια αλληγορία του σύμπαντος, εκθέτοντας σε καίριες θέσεις τα τέσσερα στοιχεία: αέρας, γη, νερό, φωτιά:
  • Ο ανεμοδείκτης στον φεγγίτη στην οροφή της αίθουσας αναφέρεται στον αέρα.
  • Ο θόλος που είναι καλυμμένος με κοχύλια και φίλντισι αναφέρεται στον ουράνιο θόλο και κατ’ επέκταση στο νερό.
  • Η κόκκινες ταπισερί που καλύπτουν τους τοίχους αναφέρονται στη φωτιά.
  • Το δάπεδο που είναι από πέτρα και μάρμαρο αναφέρεται στη γη.
Και όλα αυτά τα στοιχεία υποτάσσονται στην γνώση του ανθρώπινου όντος, το οποίο με την δεξιοτεχνία του τα μετατρέπει σε πολύτιμα αντικείμενα τέχνης. Στο κέντρο του δωματίου ήταν ένας οκταγωνικός ναΐσκος διακοσμημένος με πολύτιμους λίθους και χρυσό ενώ στους τοίχους ήταν τοποθετημένοι οι καλύτεροι ζωγραφικοί πίνακες της εποχής. Τα γλυπτά της αρχαιότητας είχαν την δική τους θέση στο χώρο καθώς υπήρχαν θήκες και ράφια για να εκτίθενται αρχαία κοσμήματα, πολύτιμοι λίθοι και καμέες.
Η Πινακοθήκη 
Toν Ιούλιο του 1737 πεθαίνει ο Τζαν Γκαστόνε των Μεδίκων ( Gian Gastone de' Medici), τελευταίος στη σειρά της διαδοχής στη δυναστεία των Μεδίκων. Μένει μόνη κληρονόμος η αδελφή του Άννα Μαρία Λουΐζα (Λουδοβίκα)των Μεδίκων (Anna Maria Luisa ( Ludovica ) de 'Medici ). Τότε, όλα τα υπάρχοντα των Μεδίκων, συμπεριλαμβανομένων κτηρίων, χρημάτων, κοσμημάτων και συλλογών έργων τέχνης αλλά και εδαφών του πρώην Δουκάτου του Ουρμπίνο, περιέρχονται στην Άννα Μαρία Λουδοβίκα (Πριγκίπισσα του Παλατινάτου) . Η ιδία, ήταν λάτρης της τέχνης και βλέποντας την κατάσταση των άλλων Βασιλικών Οίκων, οι οποίοι έχουν ξεπουλήσει κυριολεκτικά όλους τους καλλιτεχνικούς και τους πολιτιστικούς θησαυρούς τους, δείχνει διορατικότητα και με μια αξιοσημείωτη πράξη της υπογράφει το γνωστό οικογενειακό σύμφωνο Patto di Famiglia σε συνεργασία με την Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία και τον Φραγκίσκο της Λωρραίνης. Σύμφωνα με αυτό υπάρχει απαράβατος όρος ότι όλη η προσωπική περιουσία των Μεδίκων, που παραχωρήθηκε από την ιδία στην δυναστεία της Λορένης δεν θα μεταφερθεί ποτέ έξω από τη Φλωρεντία[2]. Έτσι ξεκινά η ιστορία της Πινακοθήκης Ουφίτσι[3] η οποία έγινε δημοσίως προσβάσιμη το 1769, αν και ήταν ανοιχτή για το κοινό, κατόπιν αίτησης, ήδη από το 16ο αιώνα. Μετά την ένωση της Ιταλίας το 1861, γλυπτά και άλλα έργα τέχνης μεταφέρθηκαν από το Ουφίτσι σε άλλα μουσεία της πόλης, με αποτέλεσμα να περιοριστεί η συλλογή της κυρίως σε έργα ζωγραφικής. Το 1993, ορισμένες αίθουσες της πινακοθήκης υπέστησαν φθορά από έκρηξη βόμβας και ειδικότερα η αίθουσα Νιόβη.
Πηγή: Βικιπαίδεια
Ανιχνευτής ο Poof.

ΜΟΥΣΕΙΟ ΤΟΥ ΠΡΑΔΟ

Το Μουσείο του Πράδο (ισπ. Museo del Prado) είναι ένα περίφημο μουσείο τέχνης που βρίσκεται στη Μαδρίτη. Κατέχει μια από τις σπουδαιότερες συλλογές τέχνης του κόσμου, και συγκεκριμένα ένα μεγάλο πλήθος πινάκων από τον 14ο ως τις αρχές του 19ου αιώνα.
ΙστορίαΣτεγάζεται σε κτήριο που κατασκευάστηκε από τον Κάρολο Γ', στα πλαίσια του κατασκευαστικού του έργου που είχε σκοπό να αναδείξει τη Μαδρίτη. Η λέξη «prado», που στα ισπανικά σημαίνει «λιβάδι» χαρακτήρισε ολόκληρη την περιοχή του Μουσείου. Το κτήριο αυτό χρησιμοποιήθηκε και από τον Ναπολέοντα για τις ανάγκες του ιππικού και του πυροβολικού του.
Ιδρύθηκε ως Μουσείο ζωγραφικής και γλυπτικής. Μετά την εκθρόνιση της Ισαβέλλας Β΄ το 1868, το Μουσείο εθνικοποιήθηκε και απέκτησε το σημερινό του όνομα. Στέγασε αρχικά τη βασιλική συλλογή τέχνης, αλλά γρήγορα αποδείχτηκε μικρό, οπότε και επεκτάθηκε το 1918. Κατά τη διάρκεια του Ισπανικού Εμφυλίου Πολέμου, κατόπιν σύστασης της Κοινωνίας των Εθνών, 353 πίνακες μαζί με άλλα έργα τέχνης στάλθηκαν στη Βαλένθια. Αργότερα κατέληξαν στη Γενεύη, από όπου επέστρεψαν στο Μουσείο με νυχτερινά τρένα μέσω γαλλικού εδάφους, μόλις ξέσπασε ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος.
Εκθέματα Αν και ιδρύθηκε ως Μουσείο ζωγραφικής και γλυπτικής, το Πράδο περιλαμβάνει σήμερα και πάνω από 5.000 σχέδια, 1.000 νομίσματα και μετάλλια, καθώς και περίπου 2.000 διακοσμητικά αντικείμενα. Τα γλυπτά του υπολογίζονται γύρω στα 700 και οι πίνακες ζωγραφικής, στους οποίος χρωστάει και τη διεθνή του αίγλη, γύρω στους 8.600. Πρόκειται για έργα των Βελάθκεθ, Γκόγια, Ελ Γκρέκο, Καραβάτζιο, Ρέμπραντ, κ.ά. Στο Μουσείο εκτίθενται περίπου το ένα τρίτο των πινάκων που κατέχει, έτσι λοιπόν τα εκθέματα εναλλάσσονται.
Το πιο γνωστό έργο που εκτίθεται στο Μουσείο είναι το «Las Meninas» του Βελάθκεθ. Ο Βελάθκεθ όχι μόνο παραχώρησε στο Μουσείο τα εκπληκτικά του έργα, αλλά δραστηριοποιήθηκε ενεργά στο να συγκεντρώσει στο Μουσείο έργα ιταλών καλλιτεχνών. Η περίφημη «Γκουέρνικα» του Πάμπλο Πικάσο εκτέθηκε στο Πράδο μετά την αποκατάσταση της Δημοκρατίας και την επιστροφή της στη χώρα, αλλά αργότερα μεταφέρθηκε στο Μουσείο Τέχνης Βασίλισσα Σοφία, όπου διαμορφώθηκε ο κατάλληλος χώρος για να εκτεθεί ένας τόσο τεράστιος πίνακας.
Σημαντικό τμήμα των πινάκων του Μουσείου ανήκουν στη χρονική περίοδο από το 15 έως το 17ο αιώνα μ.Χ., μια περίοδο που ονομάζεται «η Χρυσή περίοδος της Ισπανίας».
Συνδυάζοντας τις επισκέψεις στο Μουσείο του Πράδο με αυτές στο γειτονικό Μουσείο Thyssen-Bornemisza και στο Εθνικό Μουσείο «Κέντρο Τέχνης Βασίλισσα Σοφία», ο επισκέπτης αποκτά μια σφαιρική αντίληψη της δυτικοευρωπαϊκής τέχνης μέχρι τις μέρες μας, εφάμιλλη με αυτήν που προσφέρουν τα άλλα μεγάλα μουσεία του κόσμου.