Εικοστό Μέρος.
Σύνδεση με το προηγούμενο. Με λίγα λόγια θεωρώ πως στην Αθήνα απέκτησα έναν καινούριο φίλο. Όταν ο θείος αναχώρησε η Μυρτώ έβαλε την κασέτα στο κασετόφωνο και ο χώρος πλημμύρισε από υπέροχες μελωδίες, το μυαλό της έτρεχε στην Αθήνα στο Pepos Restaurant, δεν βιαζόταν καθόλου ν' ανοίξει το δώρο του Πέπου, ήθελε να παρατείνει την αγωνία της. Η ιστορία συνέχιζε να είναι συναρπαστική και παράλληλα συγκλονιστική.
Ας επιστρέψουμε όμως στην Αθήνα και συγκεκριμένα στο Pepos Restaurant. Ο έκπληξη του Πέπου ήταν πολύ μεγάλη, δεν ήλπιζε πως θα ξανά έβλεπε, ή θα άκουγε κάτι για εκείνη τη θλιμμένη κοπέλα, κι όμως σήμερα ήταν εκεί η μητέρα της με τον θείο της και το κυριότερο είχαν γι' αυτόν ένα δώρο από την Μυρτώ, έμαθε επιτέλους το όνομα της.
Το μόνο μελανό σημείο αυτής της συνάντησης ήταν που έλαβε γνώση για τον θάνατο του πατέρα της. Όταν αργά το βράδυ έμεινε μόνος του, ζήτησε από τον αδερφό του και τους φίλους να φύγουν γιατί αυτός θα έμενε λίγο πιο πίσω Τάχαμου για να ετοιμάσει τα κρέατα για την επόμενη. Ο μόνος που δεν ήθελε να φύγει ήταν ο μικρός Κωστάκης, αυτό το λαγωνικό κάτι είχε μυριστεί και δεν ήθελε να φύγει, τον έπεισε τελικά με το ζόρι πως έπρεπε να φύγει γιατί το αργότερο σε μισή ώρα θα έφθανε κι αυτός στο σπίτι. Κλείδωσε την είσοδο και πήγε στο ντουλάπι που είχε αφήσει την τσάντα, την πήρε και κατευθύνθηκε προς τον κήπο, κάθησε στο ίδιο τραπέζι που είχε καθήσει και η Μυρτώ και με ιεροτελεστία άνοιξε το δώρο. Το περιεχόμενο αποτελείτο από, έναν φάκελο, που προφανώς είχε μέσα κάποιο γράμμα, ένα μικρό κουτάκι, και μια μπλούζα με τη στάμπα του αγάλματος της Ελευθερίας. Για κάποια λεπτά έμεινε αναποφάσιστος, ποιο έπρεπε ν' ανοίξει πρώτα; Τελικά ξεκίνησε από την μπλούζα, ήταν στα μέτρα του. Μετά άνοιξε το μικρό κουτί, είχε μέσα ένα μικρό χρυσαφικό, στη χρυσή αλυσίδα κρεμόταν ένα περιστέρι με ανοιχτά φτερά, όλα αυτά σε ένα εκατοστό, τελευταίο άνοιξε τον φάκελο. Μέσα είχε ένα φύλο χαρτιού Α4 διπλωμένο και υπήρχαν μερικά φύλλα από τριαντάφυλλα, τα έπιασε στα χέρια του όσο πιο απαλά μπορούσε και το μυαλό του πέταξε γρήγορα στην περιοχή της μνήμης για να συναντήσει το πρόσωπο της Μυρτούς. Το βλέμμα του εστίασε στο μικρό κείμενο που ήταν γραμμένο με πολύ καλλιτεχνικά γράμματα.
Αγαπητέ μου φίλε, δάσκαλε!! Σ' ευχαριστώ από καρδιάς για το υπέροχο δώρο σου, οι καταπληκτικές μουσικές με κρατούν συντροφιά τις ώρες που έχω ανάγκη να ηρεμήσω, να σκεφτώ και να ταξιδέψω νοερά σε αγαπημένα πρόσωπα. Ελπίζω να έχουν κάποιο ενδιαφέρον για σένα τα δώρα μου. Σε χαιρετώ, πολύ φιλικά Μυρτώ.
ΥΓ. Σου υπόσχομαι πως όταν θα επιστρέψω στην Ελλάδα θα έρθω να σε δω. Εσωκλείω και την διεύθυνση μου σε τυχόν περίπτωση που θέλεις να μου γράψεις.
Εκείνο το βράδυ ο Πέπος ξημέρωσε στο μαγαζί. Όταν κατά τις 04:30 αποφάσισε να επιστρέψει στο σπίτι σκέφτηκε πως όλοι οι υπόλοιποι θα ήταν σε βαθύ ύπνο. Έκανε όμως ένα μικρό λάθος, όταν μπήκε μέσα όσο πιο αθόρυβα μπορούσε διαπίστωσε πως ο μικρός Κωστάκης καθόταν σε μια πολυθρόνα στο μικρό χωλ. Ήθελε σώνει και καλά να μάθει γιατί ο Πέπος άργησε τόσο πολύ, άρχισε τις ερωτήσεις με Ρυθμό πολυβόλου.
Ο Πέπος προκειμένου να τον ξεφορτωθεί του είπε πως πέρασε από το μαγαζί ο φίλος του ο Στράτος μαζί με δύο μικρές Ολλανδέζες και πήγαν για τόνατάλλο στην παραλία. Κωστάκης θυμωμένος, και μένα γιατί δεν με πήρες; Όλο λες πως θα δοκιμάσω κι εγώ αλλά συνέχεια με κοροϊδεύεις, πότε θα βατέψω εγώ; Κάθε φορά το αναβάλλεις, μέχρι και ο μάστορας μου λέει να ορμήσω. Του υποσχέθηκε πως η επόμενη φορά θα ήταν σύντομα, πες μου όμως τι προτιμάς, Αγγλίδα ή Γαλλίδα; Δεν με νοιάζει, αρκεί να είναι όμορφη και να έχει μικρά βυζιά!! Είχε και βίτσια ο Κωστάκης. Έτσι ήταν τότε τ' αγόρια, ήταν κυνηγοί, δεν ήταν πισωγλέντηδες όπως είναι σήμερα πολλά αγοράκια. Κατόπιν τούτου ηρέμησε και άφησε τον Πέπο στην ησυχία του. Όταν ο Πέπος αποφάσισε να ξαπλώσει, ήρθε ξανά στο δωμάτιο ο Κωστάκης και του είπε, τι σόι δάσκαλος είσαι άμα δεν με πας να κάνω κι εγώ τόνατάλλο; Ήταν κόκορας ο μικρός, έπρεπε σύντομα να το τακτοποιήσει το θέμα γιατί ο μικρός θα ορμούσε σε καμία τουρίστρια και θα γινόταν όλοι τους ρεζίλι. Την επόμενη μέρα στο μαγαζί ο Πέπος ήταν στα κέφια του, κυριολεκτικά πετούσε, ο μικρός το πρόσεξε ρωτούσε να μάθει πληροφορίες, πόσο χρονών ήταν, από πού ήταν, αν ήταν σούπερ τζέτ πως έγινε τόνατάλλο, κ.λπ. ούτε ανακριτής να ήταν, ήταν η μοναδική μέρα που δεν τον μάλωσε τον μικρό. Ήταν σε μεγάλα κέφια, κερνούσε όλους τους πελάτες.