Life for Life
"Το θαύμα δεν είναι πουθενά
παρά κυκλοφορεί μέσα
στις φλέβες του ανθρώπου!!!"


"Στης σκέψης τα γυρίσματα μ’ έκανε να σταθώ
ιδέα περιπλάνησης σε όμορφο βουνό.
Έτσι μια μέρα το ’φερε κι εμέ να γυροφέρει
τ’ άτι το γοργοκίνητο στου Γοργογυριού τα μέρη !!!"


ΣΤΗΝ ΑΥΛΗ ΜΑΣ
Εμείς στο χωριό μας έχουμε ακόμα αυλές. Εκεί μαζευόμαστε, αμπελοφιλοσοφούμε,
καλαμπουρίζουμε, ψιλοτσακωνόμαστε μέχρι τις... πρώτες πρωινές ώρες! Κοπιάστε ν' αράξουμε!!!
-Aναζητείστε το"Ποίημα για το Γοργογύρι " στο τέλος της σελίδας.

11.10.24

Η δυστυχία τού να είσαι Έλληνας (Νίκος Δήμου) Δυστυχώς πάντα επίκαιρο. Η επιλογή έγινε από τον Επικούρειο Πέπο. [10/10/2024 εκ μεταφοράς].

Φίλες και Φίλοι αγαπητοί επισκέπτες του ιστολογίου της ΛΟΓ καλησπέρα, μη ξεχάσετε σε μισή ώρα περίπου να παρακολουθήσετε σε απ' ευθείας μετάδοση την συναυλία από το Καλλιμάρμαρο. Είναι μία συναυλία για τα θύματα των Τεμπών που κάποιοι κυβερνώντες θα ήθελαν να ξεχάσουμε αλλά δεν θα τους κάνουμε το χατίρι. Σας χαιρετώ με σεβασμό και επικούρεια διάθεση Επίκουρος ο Γοργογυραίος. Έρρωσθε και Ευδαιμονείτε όσο είναι ακόμα νωρίς με παρέα τα κείμενα του κ. Νίκου Δήμου και του κ. Ηλία Γιαννακόπουλου. 

«Υπάρχουν Έλληνες που προβληματίζονται με τους εαυτούς τους και Έλληνες που δεν προβληματίζονται. Οι σκέψεις αυτές, αφορούν περισσότερο τους δεύτερους. Είναι όμως αφιερωμένες στους πρώτους».
Νίκος Δήμου

Εισαγωγή - Η δυστυχία τού να είσαι άνθρωπος.
Ορίζουμε σαν ευτυχία την (συνήθως προσωρινή) κατάσταση, όπου η πραγματικότητα συμπίπτει με τις επιθυμίες μας.
Σε αναλογία, δυστυχία πρέπει να είναι η μη σύμπτωση ανάμεσα σε επιθυμία και πραγματικότητα.
Με άλλα λόγια, δυστυχία μπορούμε να ονομάσουμε την απόσταση ανάμεσα σε επιθυμία και πραγματικότητα.
Όσο μεγαλύτερη η απόσταση, τόσο πιο δυστυχισμένοι είμαστε.
Η ευτυχία (ή δυστυχία μας) εξαρτάται από το μέγεθος, την ένταση και την ποσότητα των επιθυμιών μας, από τη μια πλευρά και από τη φύση της πραγματικότητας, από την άλλη.
Μπορεί να είμαι δυστυχής, γιατί έχω υπερβολικές και υπέρμετρες επιθυμίες που (δίκαια) μένουν ανεκπλήρωτες. Ή μπορεί πάλι οι επιθυμίες μου να είναι «λογικές» (του μέσου ανθρώπινου όρου), αλλά η πραγματικότητα να με κατατρέχει (σαν τον Ιώβ). Τότε μιλάμε για κακοτυχία.
Έχουμε μια στατιστική έννοια, της ευτυχίας. Πιστεύουμε πως ένας άνθρωπος με «λογικές» επιθυμίες, θα πρέπει να έχει σε ίσο βαθμό επιτυχίες και απογοητεύσεις. (Απόδειξη: οι εκφράσεις «Θα γυρίσει η τύχη», «Θα γυρίσει ο τροχός» κ.λπ.).
Ωστόσο η ζωή δεν επιβεβαιώνει αυτή τη σκέψη. Συνήθως, αυτοί, που έχουν έντονες και πολλές επιθυμίες, ικανοποιούν περισσότερες απ' όσους έχουν, λίγες και ταπεινές. Μόνο που η αχόρταγη φύση των πρώτων σπάνια τους επιτρέπει να αισθανθούν την κατάσταση της ισορροπίας, που ονομάζουμε ευτυχία.
Η απόσταση πού ονομάσαμε δυστυχία, λειτουργεί θετικά και αρνητικά. Δεν έχω αυτά που επιθυμώ, ή έχω κάτι που δεν το επιθυμώ (π.χ. μια αρρώστια).

Όσοι δίνουν «συνταγές ευτυχίας», προσπαθούν συνήθως να τροποποιήσουν ή να μειώσουν τις επιθυμίες, μιας και δεν είναι εύκολο να επηρεάσουν την πραγματικότητα. Φυσικά, όσο λιγότερες επιθυμίες έχουμε, τόσο λιγότερο κινδυνεύουμε να απογοητευθούμε και να πονέσουμε.
Το επόμενο βήμα, είναι η σκέψη τού Βούδα, που διδάσκει την κατάργηση της επιθυμίας, σαν σίγουρο αντίδοτο στη δυστυχία. (Ακόμη αποτελεσματικότερα: Την κατάργηση της πηγής κάθε επιθυμίας, του Εγώ).
Στα ζώα, το άνοιγμα ανάμεσα σε επιθυμία και πραγματικότητα είναι ελάχιστο. Οι βασικές επιδιώξεις τού ζώου καλύπτονται από τις γύρω του δυνατότητες. Είναι απόλυτα προσαρμοσμένο στο περιβάλλον του.
Είναι δύσκολο να μιλήσει κανείς για ευτυχισμένα καί δυστυχισμένα ζώα, μιας και δεν πρέπει να υπάρχει μέσα τους ή ένταση ανάμεσα στους δύο (ανθρώπινους) πόλους. Κάτι όμως μου λέει ότι τα πετεινά του ουρανού πρέπει να είναι ευτυχισμένα...
Αντίθετα με τα ζώα, ο άνθρωπος έχει επιθυμίες «θέσει και φύσει» μη-εκπληρώσιμες. Λαχταράει την αθανασία. Ενώ το μόνο σίγουρο που ξέρει για το μέλλον, είναι πώς κάποτε θα πεθάνει. Θα μπορούσαμε να ορίσουμε τον άνθρωπο, σαν το ζώο που επιθυμεί πάντα περισσότερα από όσα φτάνει. Το απροσάρμοστο ζώο. Θα μπορούσαμε, με άλλα λόγια, να ορίσουμε τον άνθρωπο, σαν το ον που φέρνει τη δυστυχία -εγγενή- μέσα του.
Ή πάλι, θα μπορούσαμε να ορίσουμε τον άνθρωπο σαν το τραγικό ζώο. Γιατί τι άλλο είναι ή τραγωδία, παρά η αγωνιστική βίωση της διάστασης ανάμεσα στον άνθρωπο και τον κόσμο;
Όσο πιο άνθρωπος είναι κανείς, όσο περισσότερο ποθεί και ζητά, τόσο μεγαλύτερο χάσκει το άνοιγμα. Κι αν είναι ήρωας, πολεμάει και χάνεται. Κι αν είναι καλλιτέχνης, προσπαθεί να γεμίσει το άνοιγμα με μορφές.
Αν ο άνθρωπος, ως άνθρωπος, φέρνει μέσα του τη δυστυχία, ορισμένες κατηγορίες ανθρώπων έχουν μεγαλύτερη προδιάθεση σ' αυτήν. Ακόμη και ορισμένες εθνότητες. Ανάμεσα σ' αυτές, σίγουρα, οι Έλληνες. Οι νεο-Έλληνες.

Ο νεο-Έλληνας, λόγω ιστορίας, κληρονομικότητας και χαρακτήρα, παρουσιάζει μεγαλύτερο άνοιγμα ανάμεσα επιθυμία και πραγματικότητα, από τον μέσο όρο των άλλων ανθρώπων.
Αν δηλαδή, το να είσαι άνθρωπος σημαίνει ήδη τη βεβαιότητα ενός ποσού δυστυχίας, το να είσαι Έλληνας, προοιωνίζει μια μεγαλύτερη δόση.
Μιλάμε για τη «δυστυχία τού να είσαι Έλληνας»...

Η ελληνική υπερβολή
Αξίωμα: Ένας Έλληνας κάνει ό,τι μπορεί για να μεγαλώσει το άνοιγμα ανάμεσα σε επιθυμία και πραγματικότητα.
Τούτο το επιτυγχάνει, είτε αυξάνοντας -σε αλόγιστο βαθμό- τις απαιτήσεις του, είτε καταστρέφοντας -όσο καλύτερα μπορεί- το περιβάλλον του. Είτε, ακόμη, και με τούς δύο αυτούς τρόπους μαζί.
Βασικοί ψυχικοί παράγοντες για το μεγάλωμα του ανοίγματος: Η μόνιμη τάση υπερβολής, που μας οδηγεί πάντα στα άκρα και η, επίσης μόνιμη, εσωτερική μας αντίφαση και παλινδρόμηση. «Ουδέν προς ημάς», η μεσότης τού Αριστοτέλη.
Ο Έλληνας ζει κυκλοθυμικά σε μόνιμη έξαρση ή ύφεση. Μία συνέπεια: απόλυτη αδυναμία αυτοκριτικής και αυτογνωσίας.
«Το έθνος πρέπει να θεωρεί εθνικόν, ό,τι είναι αληθές». Εμείς χρόνια τώρα, προσπαθούμε να πεισθούμε για το ανάποδο.
Ο Έλληνας, όταν βλέπει τον εαυτό του στον καθρέπτη, αντικρίζει είτε τον Μεγαλέξανδρο, είτε τον Κολοκοτρώνη, είτε (τουλάχιστον) τον Ωνάση. Ποτέ τον Καραγκιόζη.
Κι όμως, στην πραγματικότητα, είναι ο Καραγκιόζης, που ονειρεύεται τον εαυτό του σαν Μεγαλέξανδρο. Ο Καραγκιόζης με τα πολλά επαγγέλματα, τα πολλά πρόσωπα, την μόνιμη πείνα και την μία τέχνη: Της ηθοποιίας.
Πόσοι είναι οι Έλληνες (εκτός από τον Εμμανουήλ Ροΐδη), που έχουν δει το πρόσωπό τους στον καθρέφτη;

Για τούτο, ο Έλληνας δεν συγχώρησε ποτέ όσους «μισέλληνες» ζωγράφισαν το πορτραίτο του (Καημένε Αμπού!).
Ο Έλληνας προσπαθεί, σε κάθε τομέα, να είναι εκτός πραγματικότητας. Και μετά είναι δυστυχής, διότι είναι εκτός πραγματικότητας (και μετά είναι ευτυχής...διότι είναι δυστυχής).
Βασικά, ο Έλληνας αγνοεί την πραγματικότητα. Ζει δύο φορές πάνω από τα οικονομικά του μέσα. Υπόσχεται τα τριπλά από αυτά που μπορεί να κάνει. Γνωρίζει τα τετραπλάσια από αυτά που πραγματικά έμαθε. Αισθάνεται (και συναισθάνεται) τα πενταπλάσια από όσα πραγματικά νοιώθει.
Η υπερβολή δεν είναι μόνο εθνικό ελάττωμα. Είναι τρόπος ζωής των Ελλήνων. Είναι η συνισταμένη του εθνικού τους χαρακτήρα. Είναι η βασική αιτία της δυστυχίας τους αλλά και η μεγάλη τους δόξα. Γιατί στο αυτοσυναίσθημα, η υπερβολή λέγεται λεβεντιά.
Από την θελημένη ή αθέλητη άγνοια της πραγματικότητας, στις ακραίες της μορφές, πηγάζουν η τραγωδία και η κωμωδία. Και οι δύο ζουν από την υπερβολή και τη σύγκρουση.
Άλλωστε η διαφορά ανάμεσα σε τραγωδία και κωμωδία, είναι περισσότερο θέμα οπτικής γωνίας παρά περιεχόμενου.
Και ο τραγικός και ο κωμικός ήρωας δεν έχουν μέτρο, λογική, ή αίσθηση του χιούμορ.
Υπάρχουν διάφορες «αγωγές» για να συμφιλιώνεται το άτομο με την πραγματικότητα. (Η πιο υψηλή: η θρησκεία. Η πιο πολιτισμένη: το χιούμορ). Καμία απ' αυτές δεν επενεργεί στον Έλληνα. Ζει (Όταν ζει και δεν πέφτει σε νάρκη) συνεχώς στο κενό ανάμεσα σε επιθυμία και πραγματικότητα. Και όταν δεν υπάρχει απόσταση, την προκαλεί.
Τραγικός τρόπος ζωής; Μαζοχιστική αυτοτιμωρία;

Ο Νεοέλληνας μοιάζει ευτυχισμένος όταν είναι δυστυχισμένος. Όταν όλα πάνε καλά, αισθάνεται ανήσυχος και απροσάρμοστος. Αν δεν έχει αίτια δυστυχίας, θα ψάξει να βρει.
Η ευτυχία της δυστυχίας του Νεοέλληνα εκφράζεται τέλεια στην «ελληνική γκρίνια».
Απομεινάρι της σκλαβιάς; Γνώρισμα των ταλαιπωρημένων λαών; Πάντως το καλύτερο που θα ακούσετε, είναι ένας βαθύς αναστεναγμός (με νόημα) και η φράση; «Ε! ας τα λέμε καλά...».
Σε κανέναν λαό η κλασική φράση «Τι κάνεις;» δεν οδηγεί σε πλήρη ανάλυση του ιατρικού ιστορικού, της οικογενειακής κατάστασης, των οικονομικών δυσχερειών και των σεξουαλικών προβλημάτων του (τυπικά) ερωτηθέντος.
Ο λεκτικός μαζοχισμός τού Έλληνα (όπως εκφράζεται στη νεοελληνική γκρίνια): Ανεξάντλητος, πληθωρικός και μονότονος.
Ένας περίεργος δεσμός συνδέει τον Έλληνα με τη δυστυχία του. Γι' αυτό και βρίσκεται πάντα στις καλύτερες στιγμές του όταν δυστυχεί, ή όταν απειλείται. Η κρίση και η σύγκρουση τον δυναμώνουν. Η άρνηση γίνεται θέση.
Αντίθετα, ο Έλληνας πάντα βρίσκει τρόπο να κάνει τη θέση άρνηση. Αυτό μπορεί να γίνει σε μια συζήτηση (όπου οι συνομιλητές ξαφνικά αλλάζουν θέσεις, μόνο και μόνο για να διαφωνήσουν), αλλά και σε μια οποιαδήποτε προσπάθεια (όπου αμέσως, μόλις τα πράγματα πάνε καλά, αρχίζει η διχόνοια).
Για τον Έλληνα, η άρνηση είναι θέση. Έτσι που, όταν έχει μια θέση, την αρνείται, για να ξεκινήσει πάλι από μιαν άρνηση.
Ο ελληνικός «νόμος του Πάρκινσον»: Δύο Έλληνες κάνουν σε δύο ώρες (λόγω διαφωνίας) ό,τι ένας Έλληνας κάνει σε μιαν ώρα.
Βαθιά μέσ' την ψυχή του Έλληνα συζούν ο Χατζηαβάτης και ο Μεγαλέξανδρος. Η υπερβολή της κακομοιριάς και της λεβεντιάς. Η περηφάνια της ύβρης και η ύβρη της γκρίνιας. Μόνιμες και αρχαίες αιτίες δυστυχίας και δημιουργίας.


«Ε.Π.Κ.» ή σύγκριση στον χρόνο και στον χώρο
Όποιος λαός κι αν καταγόταν από τούς αρχαίους Έλληνες, θα ήταν αυτόματα δυστυχισμένος. Έκτος αν μπορούσε να τους ξεχάσει, ή να τους ξεπεράσει.
Στο θέμα της κληρονομιάς τους, θα χώριζα τους Έλληνες σε τρεις κατηγορίες: Τους συνειδητούς, τους ημι-συνειδητούς και τους μη-συνειδητούς.
Οι πρώτοι (λίγοι) ξέρουν. Έχουν νοιώσει το τρομερό βάρος της κληρονομιάς. Έχουν καταλάβει το απάνθρωπο επίπεδο τελειότητας του λόγου ή της μορφής των παλιότερων. Και τούτο τους συντρίβει.
(«Τούτες τις πέτρες τις εσήκωσα όσο βάσταξα...»).
Οι δεύτεροι (και οι περισσότεροι) δεν ξέρουν άμεσα. Έχουν όμως «ακουστά». Είναι σαν τους γιους του διάσημου φιλόσοφου, που δεν μπορούν να καταλάβουν τα έργα του, βλέπουν όμως πως όσοι ξέρουν, τα τιμούν και τα βραβεύουν. Τους ενοχλεί αλλά και τους κολακεύει η φήμη. Επαίρονται πάντα όταν μιλούν σε τρίτους.
Είναι φοβερό, όχι μόνο να μην μπορείς να ξεπεράσεις, αλλά ούτε να καταλάβεις τα έργα τού πατέρα σου.
Όσο περισσότερο υπερηφανευόμαστε για τούς προγόνους (χωρίς να τούς ξέρουμε), τόσο περισσότερο ανησυχούμε για μας.
Η τρίτη κατηγορία -οι μη συνειδητοί- είναι οι παρθένοι και αγνοί (γράφε ασπούδαχτοι: Μακρυγιάννης, Θεόφιλος, Λαός). Έχουν ακούσει για τους παλιούς σε μύθους και θρύλους, που τους έχουν αφομοιώσει σαν λαϊκά παραμύθια. Αυτοί οι αγνοί δημιούργησαν την λαϊκή παράδοση και τέχνη.
Ωστόσο η συντριπτική πλειοψηφία των ημιμαθών με το μόνιμο κρυφό πλέγμα κατωτερότητας απέναντι στους αρχαίους, καθορίζει τη στάση και το ύφος τού συνόλου.
Θύματα, όχι μόνο της κληρονομιάς, αλλά και του πιο καθυστερημένου εκπαιδευτικού συστήματος στον κόσμο, πού αντιμετωπίζει τούς αρχαίους με τόσο σχολαστικό δέος, που να τους κρατάει όσο γίνεται ένδοξους και απρόσιτους.
(Ή μήπως έχει άλλες αιτίες αυτό το τόσο σοφό σύστημα αρχαίας αμάθειας; Υποσυνείδητη αντίδραση, ίσως;).
Η σχέση μας με τους αρχαίους είναι μία πηγή του εθνικού πλέγματος κατωτερότητας. Η άλλη είναι η σύγκριση στο χώρο και όχι στο χρόνο. Με τους σύγχρονους «ανεπτυγμένους». Με την «Ευρώπη».
Όταν ένας Έλληνας μιλάει για την Ευρώπη, αποκλείει αυτόματα την Ελλάδα. Όταν ένας ξένος μιλάει για την Ευρώπη, δεν διανοούμαστε ότι μπορεί να μη περιλαμβάνει και την Ελλάδα.
Όποτε ένας Έλληνας μιλάει για «την Ευρώπη», αποκλείει αυτόματα την Ελλάδα. Όταν ένας ξένος μιλάει για την Ευρώπη, δεν διανοούμαστε ότι μπορεί να μην περιλαμβάνει και την Ελλάδα.
Άραγε, πόσο Ευρωπαίοι είμαστε; Με την Ευρώπη μας χωρίζουν πολλά, ίσως περισσότερα από όσα μας ενώνουν. Ελάχιστοι απόηχοι από τα μεγάλα πολιτιστικά κινήματα, πού δημιούργησαν τον σύγχρονο ευρωπαϊκό πολιτισμό, έφτασαν ως εμάς (δεν μιλάμε για τις «φωτισμένες» μειονότητες). Ούτε ο Σχολαστικός Μεσαίωνας, ούτε η Αναγέννηση, ούτε η Μεταρρύθμιση, ούτε ο Διαφωτισμός, ούτε η Βιομηχανική Επανάσταση. Ίσως, πολιτιστικά, να είμαστε πιο κοντά στην ορθόδοξη Ρωσία των Σλαβοφίλων, από την Ευρώπη των Ορθολογιστών. Και οι ανατολικές επιδράσεις;

Γεγονός είναι πως -ό,τι και αν λέμε- δεν νιώθουμε Ευρωπαίοι. Νιώθουμε «απ' έξω». Και το χειρότερο είναι, που τόσο μας νοιάζει και μας καίει, όταν μας το λένε...
Φθονούμε τους άλλους λαούς, ενώ διατυμπανίζουμε την ανωτερότητά μας. Ξενομανείς, ξενόφοβοι και ξενόδουλοι κι όχι μόνο (τουριστικά) φιλόξενοι.
Στις ρίζες της ελληνικής δυστυχίας είναι τα δύο εθνικά πλέγματα κατωτερότητας. Το ένα στο χρόνο με τους προγόνους. Το άλλο στο χώρο με τους Ευρωπαίους. Αδικαιολόγητα ίσως πλέγματα αλλά όχι για τούτο, λιγότερο πραγματικά.

Το χαμένο πρόσωπο
Είμαστε διαφορετικοί. Κι όμως προσπαθούμε με απόγνωση, να ενταχθούμε κάπου. Γιατί άραγε αισθανόμαστε την μοναδικότητά μας σαν ελάττωμα; Γιατί ντρεπόμαστε γι' αυτή; Άραγε επειδή δεν είμαστε αρκετά μεγάλοι ή δυνατοί, ώστε να κάνουμε την αδυναμία μας παντιέρα; Ή μήπως επειδή δεν είμαστε αρκετά σίγουροι για τον εαυτό μας;
(Αυτή η έλλειψη σιγουριάς, και όχι το μέγεθός της, μας έκανε πάντα να αναζητάμε προστάτες. Και άλλοι λαοί είναι μικροί, αλλά δεν κρέμονται από τους μεγάλους...).
Ποτέ δεν θελήσαμε να αποσαφηνίσουμε και να συνειδητοποιήσουμε την ιδιομορφία μας. Πάντα προσπαθούμε να ανήκουμε κάπου και όχι να είμαστε εμείς. Προσπαθήσαμε να ξαναγίνουμε αρχαίοι. Πασχίσαμε να αποδείξουμε την καθαρότητα της ράτσας μας, πολεμώντας φανατικά τον Φαλμεράγιερ, αλλά ποτέ δεν ερευνήσαμε ψύχραιμα τα πραγματικά συστατικά της. Μισήσαμε και καταστρέψαμε την γλώσσα μας (και μην έχοντας γλώσσα, πως μπορούμε να έχουμε σκέψη;), γιατί δεν ήταν εντελώς ίδια με την γλώσσα των αρχαίων προγόνων μας. Μισήσαμε τον εαυτό μας, γιατί δεν ήταν ψηλός, ξανθός με ελληνική μύτη σαν τον Ερμή του Πραξιτέλη. Μισήσαμε τους γείτονές μας γιατί τους μοιάζουμε. (Η οργή τού Κάλιμπαν που βλέπει το πρόσωπό του στον καθρέφτη;).
Τελικά ποίοι είμαστε; Οι Ευρωπαίοι της Ανατολής ή οι ανατολίτες της Ευρώπης; Οι αναπτυγμένοι του νότου ή οι υποανάπτυκτοι του βορρά; Οι (κατ' ευθείαν) απόγονοι των Αχαιών ή η πανσπερμία της Βαβυλωνίας;
«...τα μεν πάτρια ήθη απηρνήθημεν, του δε διανοητικού βίου των εθνών τής Δύσεως δεν μετέχομεν εισέτι». Κάπου ανάμεσα στο Ζενίθ και το Ναδίρ. Αιωρούμενοι. Σαν τον τάφο τού Μωάμεθ.

Είμαστε ένας λαός χωρίς πρόσωπο και χωρίς ταυτότητα. Όχι επειδή δεν έχουμε πρόσωπο, αλλά επειδή δεν τολμάμε να κοιταχτούμε στον καθρέπτη. Επειδή μας έκαναν να ντρεπόμαστε για το πραγματικό μας πρόσωπο. Τόσο που να φοβόμαστε να γνωρίσουμε τον εαυτό μας. Έτσι μάθαμε να παίζουμε διάφορους ρόλους: Τον «αρχαίο», τον «Ευρωπαίο»...
Αν η πορεία τού Γένους ήταν πιο ομαλή, ίσως να μην είχαμε σήμερα πρόβλημα ταυτότητας. Όμως αμέσως μετά την πολύχρονη σκλαβιά μας, πέσανε απάνω μας τόσοι πολλοί -πολεμώντας να μας δώσουν ένα νέο πρόσωπο- που χάσαμε κι αυτό πού είχαμε. Ο Καποδίστριας, οι Βαυαροί, οι Φιλέλληνες, οι Σοφολογιότατοι οδήγησαν σε πλήρη σύγχυση έναν λαό, πού μόλις είχε αρχίσει να αφομοιώνει και να εξισορροπεί μέσα του τα νέα πολιτιστικά στοιχεία που είχαν φέρει Φράγκοι, Σλάβοι, Τούρκοι, κι Αρβανίτες.
Ξαφνικά θεωρήθηκε αυτονόητο πώς οι «απόγονοι των αρχαίων» δεν θα ήταν δυνατόν να είναι Βαλκάνιοι χωρικοί. Κι έτσι βάλθηκαν όλοι να μάς αναμορφώσουν. Με το στανιό. Κι είχαμε (φαίνεται) ένα τίμιο και ζεστό πρόσωπο, σαν το κείμενο τού Μακρυγιάννη.
Έτσι, αυτό που για κάθε λαό είναι αυτονόητο, για μας έγινε πρόβλημα. (Όταν σκεφθείς την αναπνοή σου, χάνεις τον ρυθμό της).
Πως να μην έχει πλέγματα κατωτερότητας ένας λαός χωρίς ταυτότητα... Ένας λαός που δεν του επιτρέπουν να είναι αυτός που είναι, παρά τον μετράνε πάντα με άλλα, ξένα μέτρα...
Κάπου βαθιά συναντιέται το εθνικό πλέγμα (που μας δημιούργησαν) με την ελληνική Υπερβολή. Υπερβάλλει όποιος δεν αισθάνεται σίγουρος. Όποιος νομίζει πως μειονεκτεί. Η υπερβολή είναι προσπάθεια για ξεπέρασμα. Υπεραναπλήρωση.
Ο Έλληνας θα ξεπεράσει τα εθνικά πλέγματα, μόνο όταν βρει τον εαυτόν του. Όταν αποκτήσει ταυτότητα και πρόσωπο. Όταν πάψει να μισεί τον εαυτόν του γι' αυτό που δεν είναι, και τον δεχθεί γι' αυτό που είναι.
Αν δεν βρούμε σύντομα το δικό μας πρόσωπο, κάποια μέρα θα ξυπνήσουμε με μια «γενική» φάτσα -δημιούργημα των ρόλων που παίζουμε, της μόδας, των μέσων επικοινωνίας. Τότε θα μας μείνει ένα προσωπείο για πρόσωπο. Και το αλάτι της Ρωμιοσύνης θα χαθεί.
Δεν ξέρω αν μας χρειάζεται ομαδική εθνική ψυχανάλυση. Οπωσδήποτε όμως χρειάζεται αυτογνωσία, αυτοέρευνα και αυτοσυνείδηση. Χρειάζεται απομυθοποίηση και μαζί νέα οροθέτηση. Και, κυρίως, χρειάζεται μια νέα παιδεία βασισμένη στην αλήθεια, που θα βοηθήσει να αναδυθεί, μέσα από όλα τα ψιμύθια, το πραγματικό πρόσωπο της φυλής.

Μιλάμε συχνά -τον τελευταίο καιρό- για ελευθερία και ανεξαρτησία. Κι εννοούμε πώς πρέπει να σταματήσει η εσωτερική καταπίεση και η εξωτερική εξάρτηση από ξένες δυνάμεις. Ξεχνάμε όμως πως καταπίεση και εξάρτηση ριζώνουν στον ίδιον τον εαυτό μας. Αν δεν υπήρχαν μέσα μας τα ερείσματα, κανείς δεν θα μπορούσε να μας υποδουλώσει, ούτε να μας παρασύρει.
Ελεύθερος δεν είναι αυτός που «κάνει ό,τι θέλει», αλλά αυτός που ξέρει τι θέλει. Όσο δεν ξέρουμε ποιοι είμαστε, όσο δεν ξέρουμε τι θέλουμε, Όσο δεν έχουμε ξεκαθαρισμένη σκέψη και αίσθημα ευθύνης, θα περνούμε από τη μιαν εξάρτηση στην άλλη.
Δεν θέλει μόνο «αρετήν και τόλμην» η ελευθερία. Θέλει, κυρίως, γνώση. Καί κρίση.
Αλλά μέχρι να φτάσουμε στη γνώση καί την ωριμότητα, οι αρρώστιες της ελληνικής ψυχής θα θεμελιώνουν τη δυστυχία -και το μεγαλείο- του Έλληνα.
Γιατί μην ξεχνάμε: Πίσω από κάθε δημιουργία υπάρχει ένα τραύμα. Μέσα σε κάθε μαργαριτάρι υπάρχει ο ενοχλητικός κόκκος τής άμμου.

Οι μύθοι και οι φόβοι
Σύμπτωμα ουσιαστικό της νεοελληνικής ψυχής: Η μυθοπλασία
Πλάθουμε μύθους για τον εαυτό μας. Και μετά είμαστε δυστυχισμένοι, γιατί φαινόμαστε κατώτεροι από τους μύθους (που εμείς πλάσαμε...).
Ένας μύθος: «Του Έλληνος ο τράχηλος»...
Αναζητώ με προσοχή άλλον λαό, του οποίου ο τράχηλος να έχει υποφέρει τόσους ζυγούς, όσους ο δικός μας.
Μόνο πού κι εδώ μας σώζει ή μυθοπλασία μας. Μόλις (για κάποιον λόγο) πέσουν οι τύραννοι, ή φύγουν οι ξένοι, πεταγόμαστε επάνω (σαν τον Καραγκιόζη με τον όφι) και λέμε: «Εμείς τούς διώξαμε»!
Άλλοι μύθοι: Οι Έλληνες σαν «εκλεκτός» λαός. Ο μύθος της ρωμέικης καπατσοσύνης. Και Ο αντι-μύθος τού κουτόφραγκου.
(Κάποιος πρέπει να γράψει κάποτε το παράξενο ρομάντζο τής ελληνικής ξενολατρείας και ξενοφοβίας...).
Άλλος μύθος: Η «ξένη επέμβαση». Ποτέ οι vεo-Έλληνες δεν μπόρεσαν να αναλάβουν τις ευθύνες τους. Πάντα έφταιγε κάποιος τρίτος: Ο «αγγλικός δάκτυλος», η Ιντέλλιντζενς Σέρβις, το NATO, ή ΣΙΑ...
Άλλωστε αυτός ο μύθος δουλεύει και στις προσωπικές μας ιστορίες: Ποιος υποψήφιος πιστεύει πώς δίκαια απέτυχε στις εξετάσεις; Ποιος υπάλληλος αναγνωρίζει πως δίκαια πήρε προαγωγή ο συνάδελφός του; Οι άλλοι, έχουν πάντα τα «μέσα».
Ο μύθος των «μέσων» είναι ένα όπιο που αποκοιμίζει την αίσθηση της ευθύνης στις ψυχές των Ελλήνων.
Όχι φυσικά πως δεν υπάρχουν τα «μέσα» ή οι «ξένες επεμβάσεις». Όλοι οι μύθοι στηρίζονται σε μια πραγματικότητα. Ωστόσο ή σημασία που παίρνουν αυτές οι παρεμβάσεις στη φαντασία τού Ρωμιού, είναι πραγματικά μεταφυσική.
Άλλο σύμπτωμα: Η συνεχής απομυθοποίηση των άλλων και μυθοποίηση του εαυτού μας. Ή απόλυτη αδυναμία τού νεο-Έλληνα να μιλήσει για οποιονδήποτε αξιόλογο συμπατριώτη του χωρίς να πει: «Ναι, αλλά...».
Καταναγκαστική η σύγκριση όλων με τον εαυτόν μας. Υποχρεωτική. Η απλή παρουσία τού άλλου μας θίγει προσωπικά. Μας απειλεί. Πρέπει να «αναιρεθεί». Άγχος συνεχούς αναμετρήσεως.
Είμαστε πότε ένας μικρός λαός με μεγάλες σκέψεις και πότε ένας μεγάλος λαός με μικρές σκέψεις...
Υπάρχει, άραγε, νεο-Έλληνας που να μην αμφισβητήθηκε κάποτε ο ανδρισμός του;

(Και τώρα ας θυμηθούμε τις δύο συχνότερες νεοελληνικές βρισιές...).
Άλλο σύμπτωμα έλλειψης σιγουριάς: Η νεοελληνική καχυποψία. Πρώτη αντίδραση σε ό,τι πεις: «Με...δουλεύεις;».
Ο Έλληνας δεν αισθάνεται άνετα μέσα στον κόσμο. Σαν συγγενής από την επαρχία, κάθεται στην άκρη της καρέκλας και κρύβει την έλλειψη σιγουριάς κάτω από την σοβαροφάνειά του. Σπάνια γελά.
Κι όμως, το γέλιο είναι ίσως ή μόνη απόδειξη της ανθρώπινης ελευθερίας.
Ανάμεσα στον μύθο και στον φόβο, ζουν και δημιουργούν οι Έλληνες.

Η ελληνική πραγματικότητα (δειγματοληψία)
[ΘΕΣΜΟΙ]
Οι άλλοι λαοί έχουν θεσμούς. Εμείς έχουμε αντικατοπτρισμούς.
Το ελληνικό «κατεστημένο»! Ταλαίπωρη, ωχρή μίμηση κατεστημένου. Χάρτινη τίγρη. Το μόνο που το σώζει είναι πως το ελληνικό αντικατεστημένο έχει χειρότερα χάλια.
Τα μόνα επικίνδυνα κατεστημένα στην Ελλάδα είναι η γεροντοκρατία, η γραφειοκρατία και η μητριαρχία.
«Η γραφειοκρατία είναι εκείνη η αρρώστια, της οποίας νομίζει ότι είναι η θεραπεία».
Οι Έλληνες εξακολουθούν πάντα να αντιμετωπίζουν το κράτος τους σαν να ήταν το τούρκικο βιλαέτι. Έχουν δίκιο.


[ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ]
Ας μη φωνάζουμε για το Μεγάλο Κεφάλαιο στην Ελλάδα, γιατί δεν υπάρχει. Το Μεγάλο Κεφάλαιο βλέπει ευτυχώς ακόμη τη χώρα μας σαν Μικρή Υποσημείωση.
Η ελληνική επιχειρηματική οικονομία αποτελείται βασικά από καμιά τριανταριά μεγάλες επιχειρήσεις, που εξαρτώνται από μια τράπεζα, η οποία ελέγχεται από το κράτος. (Να λοιπόν που έχουμε και Σοσιαλισμό στην Ελλάδα...).
Εκμεταλλευτές τού ελληνικού μόχθου δεν είναι τόσο οι καπιταλιστές μας, όσο οι συνεχιστές τής ένδοξης ελληνικής παράδοσης των αεριτζήδων. Μεσάζοντες, παράγοντες, κομπιναδόροι (Ελληνοαμερικανοί και μη).
Ο κλασικός Έλληνας καπιταλιστής βρίσκεται ακόμη στο επίπεδο του «νοικοκύρη αφεντικού».
Οι μόνοι μεγάλοι Έλληνες καπιταλιστές είναι οι εφοπλιστές μας, αλλά αυτοί είναι εκτός Ελλάδος.
Ο χειρότερος Καπιταλισμός δεν είναι ο προσωπικός (πατερναλιστικός, οικογενειοκρατικός), αλλά ο απρόσωπος.
Οι ελληνικές επιχειρήσεις είναι βασικά οικογενειακές. Διατηρούν όλη τη ζεστασιά, αλλά και όλη την απανθρωπιά τής οικογενειακής ατμόσφαιρας.
Ρωμαίικο «μάνατζμεντ». Αντί για κίνητρα, η φάπα του Καραγκιόζη.
Το πρόσφατο ειδύλλιο του Έλληνα με την καταναλωτική κοινωνία -ένας μακρύς, οδυνηρός αρραβώνας, χωρίς γάμο.

[ΠΑΙΔΕΙΑ]
Η ελληνική παιδεία: Μηχανισμός μαζικής βεβιασμένης τροφοδότησης γνώσεων, που τον κινούν αμόρφωτοι άμουσοι και υπαμοιβόμενοι εκπαιδευτικοί.
Το πρόβλημα της ελληνικής παιδείας είναι πρόβλημα διδασκόντων. Μόνο προσωπικότητα μπορεί να διαμορφώσει προσωπικότητες. Πίσω από κάθε ολοκληρωμένο άνθρωπο υπάρχει (πάντα) ένας τουλάχιστον καλός δάσκαλος.
Όσο οι διδάσκοντες είναι αυτοί που είναι στην πλειοψηφία τους, η παιδεία θα είναι απομνημόνευση και όχι μόρφωση. Μάθηση και όχι κρίση.
Θυμάμαι πάντα τους καθηγητές που έτρεμαν όσους μαθητές είχαν μάθει να σκέπτονται.
Η αρχή στην οποία στηρίχθηκε η ελληνική παιδεία, ήταν κάτι χειρότερο από το μηδέν. Ήταν μία «αντίφασις εν εαυτή»: Ο ελληνοχριστιανικός πολιτισμός. Δύο αλληλογρονθοκοπούμενες έννοιες σε ένα επίθετο. Πόσο χαρακτηριστικό για την εσωτερική μας αντίφαση!

[ΘΡΗΣΚΕΙΑ]
Άλλοι λαοί έχουν θρησκεία. Εμείς έχουμε παπάδες.
Η μόνη επαφή της ελληνικής Εκκλησίας με το πνεύμα, τα τελευταία εκατό χρόνια, ήσαν οι αφορισμοί του Ροΐδη, του Λασκαράτου και του Καζαντζάκη.
Τον αιώνα που πέρασε η ελληνική Εκκλησία υπηρέτησε, πιστά και αφοσιωμένα πολλούς κυρίους. Εκτός από τον Έναν.

[ΚΟΙΝΩΝΙΑ]
Στατιστικές παράμετροι τού μέσου Έλληνα (1975): Ζει στην ακριβότερη χώρα της Ευρώπης. Σε σχέση με τις αμοιβές του έχει την χειρότερη κοινωνική ασφάλιση, τα περισσότερα τροχαία ατυχήματα, το φτωχότερο εκπαιδευτικό σύστημα και τις μικρότερες κυκλοφορίες βιβλίων. (Ελπίζω να βρεθεί καμιά Πορτογαλία να με διαψεύσει σε κάτι απ' όλα αυτά).
Το χειρότερο που μπορεί κανείς να πει για την ελληνική αστική τάξη, είναι πώς δεν υπάρχει.
Οι λεγόμενοι Έλληνες «ευγενείς» είναι στην πραγματικότητα οι ελάχιστοι πραγματικοί μας αστοί -από τζάκι. Οι νεόκοποι αστοί μας, είναι ουσιαστικά φραγκοφορούντες (και παραζαλισμένοι) βλάχοι. Και οι ελάχιστοι εναπομένοντες Βλάχοι είναι ίσως οι μόνοι αυθεντικοί Έλληνες.
Η ελληνική αταξία δεν επέτρεψε ούτε καν τη σωστή ανάπτυξη κοινωνικών τάξεων.
Ο απότομα αστικοποιηθείς βλάχος είναι το πιο λυπηρό ζώο στην Ελλάδα. Η ζωή του έχει τελείως εκφυλιστεί. Έχασε όλο το παραδοσιακό πατριαρχικό μεγαλείο, χωρίς να αποκτήσει τίποτα στη θέση του. Ούτε είχε η ελληνική αστική τάξη σημαντική παράδοση να του την προσφέρει, αλλά και αν είχε, δεν ήταν δυνατό μερικές χιλιάδες αστοί, να αφομοιώσουν μερικά εκατομμύρια βλάχους σε μία γενιά.
Έτσι ο αστικοποιηθείς βλάχος ζει στο κενό. Δεν έχει γη δεν έχει γλώσσα («έρχομαι εξ Ομονοίας»), δεν έχει θρησκεία. Δεν ξέρει πια πως να χαρεί, να κλάψει. Δεν ξέρει να ζήσει.
Αλλά ούτε και να πεθάνει. Το σημαντικότερο κριτήριο για την αυθεντικότητα μίας κοινωνίας είναι ο τρόπος που αντιμετωπίζει τον θάνατο. Στην Ελλάδα μόνο στα χωριά ξέρουν να αντικρίσουν τον Χάροντα.
Αν έπρεπε να διαλέξω το χαρακτηριστικότερο σύμβολο της νεοελληνικής φτήνιας και κακογουστιάς, θα διάλεγα τις γελοίες αμερικάνικες νεκροφόρες, με τις μπαρόκ κρυστάλλινες απλίκες. Ποτέ πράγμα πιο σοβαρό δεν εξευτελίστηκε χειρότερα από το σύμβολό του.
[ΞΕΝΗΤΙΑ]
Ενώ οι μισοί Έλληνες προσπαθούν να μεταμορφώσουν την Ελλάδα σε ξένη χώρα, οι άλλοι μισοί ξενιτεύονται.
Είμαστε μία από τις λίγες χώρες που έχει περισσότερους μετανάστες και πρόσφυγες από κατοίκους.
Οι Έλληνες πάντα θα γυρεύουν την πατρίδα τους σε άλλες πατρίδες και τις άλλες πατρίδες στην δική τους.


[ΣΟΪ]
Όπως ο άνθρωπος κουβαλά το προπατορικό αμάρτημα, ο Έλληνας κουβαλά το σόι του.
Οι άλλοι λαοί έχουν συγγενείς. Ο Έλληνας έχει συνεταίρους στη ζωή (και στον θάνατο).
Όταν ο Έλληνας δεν έχει σόι, έχει παρέα.
Μοιάζει σε τούτο με το σόι: Είναι το ίδιο μόνιμη, το ίδιο απαιτητική και το ίδιο βαρετή.
(Όσο το σόι και η παρέα λειτουργούσαν σ' ένα σωστό κοινωνικό πλαίσιο, και αυθεντικά ήσαν και θετικά. Τώρα πέθανε η ουσία κι έμεινε ο τύπος).
[ΦΥΛΟ]
Η σεξουαλική ζωή του Έλληνα κινείται σε δύο επίπεδα, το πραγματικό και το φανταστικό. Η απόσταση μεταξύ τους είναι μεγάλη.
Η σεξουαλική ζωή της Ελληνίδας κινείται κι αυτή σε δύο επίπεδα, το πραγματικό και το εμπορικό. Η απόσταση μεταξύ τους είναι ελάχιστη.
Οι μεγαλοφυέστερες επιχειρηματικές συλλήψεις των Ελλήνων εφοπλιστών ωχριούν μπροστά στην καθημερινή σεξοεμπορική δραστηριότητα της Ελληνίδας αστής.
Η εκμετάλλευση της γυναίκας από τον άντρα έχει σαν φυσική συνέπεια την εξαπάτηση του άντρα από τη γυναίκα.
Την τελευταία λέξη όμως την έχει η γυναίκα-μητέρα. Εκεί, με το πιο ανεπαίσθητο όπλο (την εξουθενωτική «αγάπη») παίρνει την εκδίκησή της. Δημιουργώντας παιδιά-δούλους ή επαναστάτες.
Ενώ ο Έλληνας πρέπει να παλέψει για να λευτερωθεί από τον εαυτό του, η Ελληνίδα πρέπει να πολεμήσει να λευτερωθεί από τον Έλληνα. Μετά θα έρθει η στιγμή να παλέψει με τον εαυτό της.
[ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ]
Όλη τη μεθοδικότητα και το σύστημα, που μας λείπουν από την καθημερινή μας ζωή και εργασία, τις συγκεντρώνουμε στη μυστική αποστολή μας: Να καταστρέψουμε όσο γίνεται πιο αποτελεσματικά αυτόν τον ωραίο τόπο που μας έταξεν η μοίρα.
Ή αλήθεια είναι πώς ο τόπος τούτος είναι τόσο όμορφος, που ώρες-ώρες η ομορφιά του βαραίνει την ψυχή μας, σαν τη σκιά των προγόνων μας. Άλλο ένα νεο-ελληνικό πλέγμα.
Κάπου μέσα μας πιστεύουμε πως δεν είμαστε άξιοι να ζούμε σ' έναν τόσο ωραίο τόπο. Και προσπαθούμε να τον φέρουμε «στα μέτρα μας». Στο επίπεδό μας. Έτσι τον χτίζουμε στο τσιμέντο και το σκουπίδι.
Η Ελλάδα ποτέ δεν πεθαίνει! (Μην απελπίζεστε: Ας προσπαθήσουμε λίγο ακόμη...).
Ο ελληνικός χώρος: Κάτι ανάμεσα στα ειδύλλια της Αρκαδίας τού Poussin και το θέατρο τού παράλογου. Σήμερα: Σκηνικό για τουρίστες.
Ό,τι έφτιαξαν η φύση και οι Αρχαίοι... (Αυτά, τώρα, έχουν γίνει ένα). Κι εμείς, θίασος, ποικιλιών, πλανιόμαστε μέσα σε μεγαλόπρεπα σκηνικά τραγωδίας.
Αναζητώντας στα παρασκήνια, πίσω απ' τα σκηνικά να βρεις την αληθινή μορφή του τόπου σου, ανακαλύπτεις με τρόμο πως δεν είναι σκηνικά, παρά αληθινή πέτρα και βράχος. Μόνο εσύ είσαι ψεύτικος. Ηθοποιός. Καμποτίνος!
«Όπου και να ταξιδέψω, η Ελλάδα με πληγώνει».
Κλείσε μέσα στην καρδιά σου την Ελλάδα και θα πάθεις έμφραγμα.


[ΔΙΑΝΟΗΣΗ]
Το θλιβερότερο θέαμα στον κόσμο: Δέκα Έλληνες διανοούμενοι σε ένα δωμάτιο. Ο καθένας θα προσπαθήσει να μεταβάλει τους άλλους σε ακροατήριο.
Διανοούμενος είναι ο άνθρωπος που προσπαθεί (συνήθως μάταια) να κάνει τις ιδέες του πράξη. Έλληνας διανοούμενος είναι αυτός που προσπαθεί να βρει ιδέες, για να δικαιολογήσει τις πράξεις του.
Πνευματική επικοινωνία στην Ελλάδα: Περιοδικώς και αλληλοδιάδοχος, οι πομποί μεταμορφώνονται σε δέκτες, για να συγχαρούν (χωρίς να τους έχουν διαβάσει) άλλους πομπούς, έτσι πού κάποτε κι αυτοί να μεταμορφωθούν σε δέκτες κ.λπ. Πνευματική αιμομιξία...
Αν πας σε μια συναυλία, σε μιαν έκθεση, σε μια διάλεξη, τους είδες όλους. Αυτοί είναι. Χίλιοι; Πολλούς λέω. Κλειστός (φαύλος) κύκλος τού πνεύματος.
Η Ελλάδα είναι ο μόνος τόπος όπου ο συγγραφέας πληρώνει από την τσέπη του για να εκδώσει ένα βιβλίο και μετά φορολογείται για τα «έσοδα εκ συγγραφικής εργασίας».
Χίλιες φορές καλύτερη η ωμή εμπορικότητα, με την οποία γίνεται η προώθηση των πνευματικών αξιών στη Δύση, παρά η γλοιώδης κολακεία, η χαμέρπεια και ο φαβοριτισμός πού χαρακτηρίζουν την πνευματική μας ζωή.
(Όσα μέλη τής Επιτροπής Κρατικών Βραβείων έφθασαν ήδη σ' αυτό το σημείο τού βιβλίου, δικαιούνται έπαινο για την ευσυνειδησία και την εργατικότητά τους...).
Κάλλιο κούλης στην παλιά Κίνα, παρά διανοούμενος στην Ελλάδα.
Αν οι διανοούμενοι και οι καλλιτέχνες είναι οι πιο δυστυχισμένοι άνθρωποι (γιατί σ' αυτούς το άνοιγμα ανάμεσα σε επιθυμία και πραγματικότητα παίρνει διαστάσεις τραγικές)... Και αν οι Έλληνες είναι ο πιο δυστυχισμένο ανάμεσα στους λαούς...
Τότε τι χειρότερο από Έλληνα διανοούμενο;

Επίλογος
Ας είναι ό,τι θέλει η ψυχή Έλληνα -ένα να μη γίνει: Φτηνή κι ανώνυμη.
Αυτός είναι ο μεγάλος κίνδυνος. Γι' αυτό «αντισταθείτε!», που είπε ο ποιητής. Αντισταθείτε, όμως, ελληνικά.
Και η ελληνική υπερβολή και τα πλέγματα και η αβεβαιότητα, οδηγούν στη δημιουργία. Τον ύπνο και τον λήθαργο και τον χορτάτο ωχαδερφισμό να φοβάστε.
Οι Έλληνες. καταναλωτές ευτυχίας... Το όνειρο του Καραγκιόζη! Αλλά πόσο οδυνηρό το ξύπνημα...
Γιατί ίσως η πραγματική ευτυχία τού Έλληνα δεν είναι η στατική ισορροπία (τόσο πρόσκαιρη άλλωστε), ανάμεσα στη ζήτηση και την προσφορά, αλλά η αγωνιστική διαλεκτική τού βίου.
Τρελοί πρέπει να είμαστε οι Έλληνες. Όπως τρελός είναι, για τους αστούς, ο τραγικός ήρωας. «Ιερή μεγάλη τρέλα» ήταν ό,τι σωστό κατορθώσαμε ως τα τώρα -είτε πέτυχε, είτε δεν πέτυχε.
Γι' αυτό πολλοί αγάπησαν τον αγώνα, περισσότερο από τον σκοπό τού αγώνα.
Όλοι ζητάμε ευτυχία. Ωστόσο αν καταφέρουν ποτέ οι άνθρωποι να συμφιλιωθούν απόλυτα με την πραγματικότητα, το -τραγικό και αγωνιστικό- ελληνικό πνεύμα θα 'χει χαθεί.
Συμφιλίωση με την πραγματικότητα σημαίνει, ή ξεπέρασμα (στιγμιαίο), ή άγνοια της πραγματικότητας. Νάρκωση και λήθη. Τα όρια όμως υπάρχουν πάντα. Αδυσώπητα.
«Και τι θα γίνει με τον θάνατο, σύντροφε;». Αλήθεια, σύντροφοι, άνθρωποι όλης της Γής: Τί θα γίνει με τον θάνατο;
Τρεις χιλιάδες χρόνια οι Έλληνες λατρεύουν τη ζωή. Από τον Όμηρο ως τον Ελύτη.
«Ζώειν και οράν φάος ηελίοιο».
Καμιά υπόσχεση μέλλουσας ζωής δεν μπόρεσε να αποζημιώσει τον Έλληνα για την απώλεια του επίγειου παράδεισου. Καμιά θρησκεία δεν μπόρεσε να τον συμφιλιώσει με τον θάνατο... Ο υπερβατισμός του ήταν πάντα ενδοκοσμικός. Μόνο το «νυν» αξίζει για «αιέν». (Βουλοίμην κ' επάρουρος εώv...).
Ή ακροτελεύτια ελληνική τραγωδία: Ν' αγαπάς τη ζωή περισσότερο από όσο αντέχεις. Η ελληνική υπερβολή στην απόλυτη μορφή της. Και η οριακή δυστυχία τού Έλληνα.
Ο ελληνικός πεσσιμισμός γεννιέται από υπερβολική κατάφαση της ζωής κι όχι από άρνησή της. Από αδυναμία να συμφιλιωθείς με το πεπερασμένο τής ζωής.
Όσοι αγάπησαν πολύ αυτόν τον τόπο, πέθαναν νέοι, αυτόχειρες ή τρελοί.
Η Ελλάδα είναι μια απάνθρωπη ερωμένη.
Άραγε θα βρει ποτέ ο κόσμος αυτός το πρόσωπό του; Ή μήπως το πραγματικό πρόσωπο είναι η αντίφαση;
Το πρόσωπο της Ελλάδας: «Που μέρη τόσα φαίνονται και μέρη 'ναι κρυμμένα». Καλύτερα. Γιατί ίσως θα ήταν αδύνατον να το αντικρίσεις ολόκληρο. Θα σε θάμπωνε το φως. Το «αγγελικό και μαύρο, φως».
Το ελληνικό φως. Μεγάλη ανάσα και όπλο θανατερό. (Εν δε φάει και όλεσσον...). Λίγοι τολμούν να το κοιτάξουν. (Και γι' αυτό, πάντα πολλοί οι σκοταδιστές σ' αυτή τη χώρα).
Όλο σκληρή σκιά και φως τούτος ο τόπος. Κι οι ψυχές μας, σκληρή σκιά και φως. Αντίγνωμες και αντίρροπες.
Έλληνας: Περίεργη, παράλογη, τραγική στιγμή τού ανθρώπινου.
Μάρτυς μου ο Θεός: Τίποτε -πάνω απ' αυτή τη γη- δεν αγάπησα.
Υστερόγραφο
Φυσικά θα μπορούσε να γράψει κανείς και ένα βιβλίο με τίτλο: «Η ευτυχία τού να είσαι Έλληνας».
Γιατί υπάρχει αυτή η ευτυχία (ποιος θα τολμούσε να το αρνηθεί;).
Να όμως που γράφοντας για τη δυστυχία, έγραφα και για την ευτυχία.
Για την ευτυχία τής δυστυχίας, τού να είσαι Έλληνας...

ΠΗΓΗ ΠΑΡΕ ΔΩΣΕ.

ΕΝΤΕΚΑ ΠΡΑΓΜΑΤΑ ΠΟΥ ΙΣΩΣ ΔΕΝ ΓΝΩΡΙΖΟΥΜΕ [ΝΙΚΟΣ ΔΗΜΟΥ.] Η επιλογή έγινε από τον Επικούρειο Πέπο. [10/10/2024]

Φίλες και Φίλοι καλησπέρα, δεν γνωρίζω πόσοι από εσάς γνωρίζετε ή έχετε διαβάσει κείμενα του κ. Νίκου Δήμου αυτού του κορυφαίου Έλληνα διανοητή, όσοι δεν έχετε διαβάσει βιβλία του ή άρθρα του νομίζω πως ήρθε το πλήρωμα του χρόνου να το κάνετε. Μ' αυτά και τ' άλλα τα εξίσου σημαντικά φθάσαμε στις 11/10 που σημαίνει πως πάει κι αυτός ο χρόνος σε 80 μέρες μας αποχαιρετάει. Σας χαιρετώ με σεβασμό και επικούρεια διάθεση Επίκουρος ο Γοργογυραίος. Απολαύστε τον κ. Νίκο Δήμου χωρίς παρωπίδες και δογματισμούς αλλά πάντα με την λογική προσέγγιση των πραγμάτων. Έρρωσθε  και Ευδαιμονείτε όσο είναι νωρίς.

 1. Υπάρχει Θεός;

Δεν έχουμε καμία τελεσίδικη λογική απόδειξη για την ύπαρξη Θεού ή Θεών. Όλες οι αποδείξεις καταρρίφθηκαν από τον Κάντ κι έκτοτε δεν αναβίωσε καμία τους (παρά μόνο σε ορισμένα ελληνικά σχολικά εγχειρίδια θρησκευτικών). Οι αποδείξεις αναφέρονταν στην παραδοσιακή έννοια του Θεού όπως την διαμόρφωσαν οι μεγάλες μονοθεϊστικές θρησκείες (Ιουδαϊσμός, Χριστιανισμός και Ισλάμ). Σύμφωνα με αυτές ο Θεός ήταν ο δημιουργός του κόσμου, άναρχος, παντοδύναμος και πανάγαθος.
Το ερώτημα αν υπάρχει κάποια αφηρημένη κοσμολογική δύναμη, απρόσωπη και αδιάφορη προς τα ανθρώπινα (όπως έλεγε ο Επίκουρος) ανήκει στο χώρο των φυσικών επιστημών – αλλά ούτε από εκεί έχει προκύψει κάποια ένδειξη.
Γνωρίζοντας την αδυναμία λογικής απόδειξης ο Πασκάλ επικαλέστηκε το συναίσθημα. «Η καρδιά έχει τη δική της λογική που η λογική δεν την γνωρίζει». Όμως το συναίσθημα, η διαίσθηση, η πίστη, είναι εντελώς υποκειμενικά. Μία λογική απόδειξη δεσμεύει και τους άλλους – αλλά το τι νιώθω, αφορά μόνον εμένα.
Ένα σόφισμα που χρησιμοποιούν οι πιστοί είναι να ζητάνε απόδειξη για την μη ύπαρξη του Θεού. Αλλά μόνο η ύπαρξη αποδεικνύεται – δεν είναι λογικά δυνατόν να αποδείξεις πως κάτι δεν υπάρχει. Τα μη υπαρκτά είναι εξ ορισμού άπειρα…


2. Υπάρχει «Σχέδιο»;
Ναι, θα έλεγε ο Δαρβίνος, υπάρχει μία λογική στην εξέλιξη των ειδών – αλλά αυτή είναι αιτιολογική και όχι τελεολογική. Κατευθύνεται δηλαδή από τις αιτίες κι όχι από τους σκοπούς. Κάτι αλλάζει επειδή αλλάζουν οι συνθήκες και για να επιβιώσει ένα ον πρέπει να προσαρμοστεί σε αυτές. Έτσι λοιπόν η ζωντανή έμβια ύλη (άρα και ο άνθρωπος) υπακούει, όπως και η ανόργανη, σε ένα αιτιοκρατικό πλάνο. Οι οπαδοί του ευφυούς σχεδιασμού (intelligent design) προσπαθούν να εισάγουν την έννοια του Θεού από την πίσω πόρτα, υποστηρίζοντας ότι η εξέλιξη κατευθύνεται, βάσει σχεδίου, από μία ανώτερη δύναμη προς ένα τελικό σκοπό. Ως τώρα δεν εμφανίστηκε ούτε μία επιστημονική ένδειξη για αυτή την άποψη.

3. Υπάρχει «Νόημα»;
Συναφές προς το προηγούμενο ερώτημα είναι και το περί νοήματος. Γιατί υπάρχουμε; Τι νόημα έχει η παρουσία μας στον κόσμο; Γιατί γεννιόμαστε (χωρίς να ερωτηθούμε) γιατί γερνάμε και – κυρίως – γιατί πεθαίνουμε; Το μέγα παράλογο (absurde). «Ο άνθρωπος ρωτάει – ο κόσμος δεν απαντάει» γράφει ο Καμύ. Η ύπαρξη κάθε ενός, τόσο σημαντική για τον ίδιο, αποτελεί ένα απειροελάχιστο τυχαίο γεγονός μέσα σε ένα τεράστιο σύμπαν. Ο Σοπενχάουερ βλέπει την ανθρώπινη ύπαρξη σαν μία εκδήλωση της παντοδύναμης κοσμικής βούλησης (der Wille) που εντελώς τυφλή ενδιαφέρεται μόνο για την διαιώνιση και συνέχειά της.

4. Υπάρχει Αλήθεια;
Ο Καντ έγραψε ότι για να είναι αληθής μία πρόταση πρέπει να είναι αναγκαστικής και παγκόσμιας ισχύος. (Notwendig und Allgemeingültig). Αλλά τέτοιες προτάσεις είναι μόνον οι ταυτολογικές (a priori). Π. χ.: κάτι σιδερένιο είναι από σίδερο. Οι εμπειρικές, που εισάγουν κάποιο πρόσθετο στοιχείο, μπορεί πάντα να είναι λανθασμένες. Όπως είπε ο Popper, η πρόταση: «Όλοι οι κύκνοι είναι άσπροι» ισχύει μόνο εφόσον δεν έχει εμφανιστεί ένας μαύρος κύκνος. Κι επειδή η εμπειρία δεν τελειώνει ποτέ, όλες οι αλήθειες – και οι επιστημονικές – είναι προσωρινές. Έτσι στην επιστήμη δεν μιλάμε για επαλήθευση αλλά για επιβεβαίωση. Η δε επιστημονική πρόοδος δεν συντελείται με αποδείξεις, αλλά με διαψεύσεις. Είναι η αρχή της διαψευσιμότητας (falsifiability) που διατύπωσε o Popper. Γι' αυτόν επιστημονική είναι μόνο μία πρόταση που μπορεί να διαψευσθεί – δηλαδή που περιέχει τα κριτήρια για τον έλεγχό της. Ο στίχος από ένα ποίημα, ή μία θρησκευτική μυστική εμπειρία δεν υπόκεινται σε έλεγχο εγκυρότητας. Λειτουργούν αλλιώς.

5. Υπάρχει Ψυχή;
Θα μπορούσαμε να επαναλάβουμε την επιχειρηματολογία περί Θεού. Δεν έχουμε καμία επιστημονική ένδειξη για την ύπαρξη ψυχής. Ξέρουμε πώς γεννήθηκε η έννοια – η διαφορά του ζωντανού από το νεκρό σώμα ήταν η ύπαρξη αναπνοής. Με την τελευταία ανάσα έφευγε και η ζωή (παραδίδει το πνεύμα). Η αρχική σημασία της λέξης ήταν ανάσα, πνοή και κατ’ επέκτασιν, στα αρχαία, ζωή. Ο διαχωρισμός της ψυχής από το σώμα (δηλαδή η διάσπαση του ζωντανού όντος σε δύο) έγινε αργότερα, κυρίως από τον Πλάτωνα που εισάγει τον δυισμό και ονομάζει το σώμα «τάφο της ψυχής». Από κει είναι ένα βήμα ως τον Χριστιανισμό που καλλιεργεί τον πλατωνικό δυισμό, εισάγει την εβραϊκή έννοια της αμαρτίας και την συνδέει με το «ακάθαρτο» σώμα ενώ προσπαθεί να σώσει την ψυχή. Η οποία τελικά μάλλον αποτελεί μία γλωσσολογική παρεξήγηση.

6. Υπάρχει μετά θάνατον ζωή;
Αν δεν υπάρχει ψυχή, αν ο άνθρωπος είναι μία ενιαία ενότητα, δεν υπάρχει κάτι που να επιβιώνει όταν το σώμα πεθαίνει και αποσυντίθεται. Ο Παράδεισος και η Κόλαση, η μέλλουσα ζωή, τα ουρί και πιλάφια, η Βασιλεία των Ουρανών είναι μελλοντολογικές υποσχέσεις των θρησκειών για να ελέγχουν και να παρηγορούν τους πιστούς.

7. Υπάρχει ελεύθερη βούληση;
Ο Καντ γράφει για την Ελευθερία ότι είναι απόλυτα απαραίτητη (υπογραμμίζει την Unentbehrlichkeit) αλλά και απόλυτα ακατανόητη (Unbegreiflichkeit). Θα έπρεπε να βρεθεί «ένας νόμος της αιτιότητας μέσω ελευθερίας». (Ein Gesetz der Kausalität durch Freiheit).
Η έννοια της ελεύθερης βούλησης είναι ασυμβίβαστη με την επιστήμη και ιδιαίτερα με την ψυχιατρική. Μία απόφαση χωρίς αίτια, χωρίς κίνητρα, (αυτό σημαίνει ελεύθερη) θα ήταν αδύνατο να ερευνηθεί ή ακόμα και να κατανοηθεί. Θα ανήκε στον χώρο της μεταφυσικής – από τον οποίο έτσι κι αλλιώς προέρχεται η ιδέα μίας ελεύθερης βούλησης.
Η ιστορία του προβλήματος της ελεύθερης βούλησης ή αυτεξούσιου – όπως αποκαλείται σήμερα – είναι η προσπάθεια να διασωθεί φιλοσοφικά μία θεολογική σύλληψη. Το πρόβλημα της ελευθερίας δεν υπήρχε στην αρχαία ελληνική σκέψη. Έχει τις ρίζες του στην χριστιανική θεολογία. Η Θεοδικία απαιτεί μία εξήγηση για την παρουσία του πόνου, της οδύνης και του κακού στον κόσμο. Πώς συμβιβάζεται με την έννοια ενός παντοδύναμου, πανάγαθου και παντογνώστη Θεού; Η ελεύθερη βούληση του ανθρώπου είναι μία δικαιολογία. Ο άνθρωπος φέρνει το κακό στον κόσμο.

8. Υπάρχει το ασυνείδητο; (Ή υποσυνείδητο)
Ο Popper γράφει ότι η ψυχανάλυση δεν είναι επιστήμη επειδή οι γνωστικές προτάσεις της δεν μπορούν ούτε να επιβεβαιωθούν, ούτε να διαψευσθούν. Ανήκουν περισσότερο στον χώρο της φιλοσοφίας, της λογοτεχνίας (ή – κατά άλλους – της θρησκείας). Ο ίδιος ο Freud στο τελευταίο του βιβλίο Abriss der Psychoanalyse (Επιτομή ή Περίληψη της Ψυχανάλυσης) γράφει ότι η Ψυχανάλυση ξεκινάει από δύο βασικές προϋποθέσεις (Grundvoraussetzungen) των οποίων η συζήτηση επαφίεται στη φιλοσοφική σκέψη. Πρόκειται δηλαδή για φιλοσοφικές ή μάλλον μεταφυσικές προϋποθέσεις και όχι για επιστημονικές θεωρίες που μπορούν να ελεγχθούν πειραματικά. Η πιο σημαντική από αυτές αφορά την ύπαρξη του υποσυνείδητου.
Οι μεταφυσικές-θρησκευτικές ρίζες της ψυχανάλυσης εξηγούν τον δογματισμό της και την διάσπασή της σε διάφορες αντιμαχόμενες σχολές ή αιρέσεις – πράγμα που σπάνια συμβαίνει στον χώρο της επιστήμης.

9. Υπάρχει εξωγήινη ζωή και νοημοσύνη;
Στατιστικά, μέσα σε δισεκατομμύρια πλανητικά συστήματα δεν είναι διόλου απίθανο κάπου να υπήρξαν ή να υπάρξουν οι ίδιες προϋποθέσεις που οδήγησαν στην εμφάνιση ζωής και νοημοσύνης στην γη. Αυτό που είναι μάλλον απίθανο (και πάλι στατιστικά) είναι να το αντιληφθούμε. Να συμπέσουμε δηλαδή χρονικά και τοπικά (σε ένα ταχύτατα διαστελλόμενο σύμπαν με αποστάσεις εκατομμυρίων ετών φωτός) ώστε να επικοινωνήσουμε…

10. Υπάρχει ιστορική αντικειμενικότητα και ακρίβεια;
Η ιστορία, έλεγε ο Kant, είναι ένας τεράστιος σωρός, ένας λόφος από γεγονότα. Ο κάθε ιστορικός πάει εκεί, επιλέγει μερικά από τον σωρό, τα συνθέτει και κατασκευάζει μία ιστορική πραγματικότητα. Αυτό άλλωστε συμβαίνει και στην καθημερινή ζωή: οι αφηγήσεις διάφορων ρεπόρτερ ή και αυτοπτών μαρτύρων διαφέρουν συχνά τόσο ώστε να αναρωτιέσαι αν παρακολούθησαν το ίδιο συμβάν.
Βέβαια και στην ιστορία η αντιπαραβολή διάφορων αφηγήσεων και ερμηνειών οδηγεί κάποτε σε επιβεβαίωση και υπάρχουν πάντα οι πιο έγκυρες εκδοχές. Δυστυχώς όμως συχνά κυριαρχεί η «ιδεολογική χρήση της ιστορίας» (Φίλιππος Ηλιού) όπου τα ιστορικά γεγονότα επιλέγονται σκόπιμα ή και διαστρεβλώνονται εκ των υστέρων προκειμένου να δικαιώσουν πολιτικές αποφάσεις, ή εθνικές διεκδικήσεις. Πρόσφατα το ζήσαμε αυτό στο «Μακεδονικό». Επίσης τα έθνη συντηρούν για λόγους σκοπιμότητας «εθνικούς μύθους» που βασίζονται σε ανύπαρκτα ή παραποιημένα γεγονότα για να διατηρούν το «εθνικό φρόνημα». Όλα αυτά δείχνουν γιατί συχνά η ιστορία γίνεται αντικείμενο συγκρούσεων και αντιπαραθέσεων – πράγμα π. χ. αδιανόητο για την φυσική.

11. Υπάρχουν πράγματα που δεν θα μάθουμε ποτέ;
Ο Emil Du Bois Reymond μέγας Γερμανός φυσιολόγος και ανατόμος είχε κάποτε διατυπώσει την ρήση: Ignoramuset ignorabimus (αγνοούμε και θα αγνοούμε) αναφορικά με αυτά που ονόμασε τα τρία παγκόσμια αινίγματα. Σε μία ιστορική ομιλία του στην Γερμανική Ακαδημία των Επιστημών το 1880 αναφέρθηκε σε επτά αινίγματα από τα οποία τα τρία χαρακτήρισε άλυτα. Ήταν η απώτερη φύση της ύλης και της ενέργειας, η πηγή της κίνησης και η φύση των απλών αισθητηριακών φαινομένων (το πρόβλημα της συνειδητότητας).
Ο μεγάλος μαθηματικός David Hilbert το 1900 και εντονότερα το 1930, αντιτάχθηκε σε αυτή τη ρήση λέγοντας: «Δεν πρέπει να αποδεχθούμε το ignorabimus. Για μας δεν υπάρχει ignorabimus στις φυσικές επιστήμες. Σε αντίθεση με το ανόητο ignorabimus, το σύνθημά μας πρέπει να είναι: Πρέπει να μάθουμε και θα μάθουμε! (Wirmüssen wissen, wir werden wissen!)».
Ένα χρόνο μετά, ο Goedel, με τα δύο θεωρήματα της μη πληρότητας, ανέτρεψε την αισιοδοξία του Hilbert.
Γι αυτό εμένα θα μου επιτρέψετε να μην πάρω θέση στο θέμα…
Πηγή:LIFO

Ο ΕΠΙΚΟΥΡΟΣ ΚΑΙ Η ΤΕΤΡΑΦΑΡΜΑΚΟΣ Η επιλογή έγινε από τον Επίκουρο τον Γοργογυραίο

Φίλες και Φίλοι αγαπητοί συμποσιαστές της επικούρειας φιλοσοφίας και της φιλίας καλημέρα, η σημερινή ανάρτηση αφορά την τετραφάρμακο του Επίκουρου της αρχαιότητας και όχι τον Επίκουρο τον Γοργογυραίο. Ο Επίκουρος ο Γοργογυραίος απλά προσπαθεί να γίνει επικούρειος, προφανώς και δεν είναι εύκολη υπόθεση αλλά αξίζει τον κόπο γιατί σε βοηθάει η επικούρεια φιλοσοφία να έχεις μία άλλη προσέγγιση της ζωής. Βασικό στοιχείο της επικούρειας φιλοσοφίας είναι η αταραξία, για σκεφθείτε πόσες φορές αντιμετωπίσατε δυσκολίες με αταραξία;, σχεδόν καμία οι πιο πολλοί άνθρωποι, και τι κερδίσαμε από την ταραχή μας; μόνο ζημιά κάναμε στους εαυτούς μας και δυστυχώς τις περισσότερες φορές μη αναστρέψιμη. Ρίξτε μία ματιά στην τετραφάρμακο και θα δείτε πως υπάρχει μεγάλη σοφία στην κάθε μία ξεχωριστά, αρκεί να μπορέσει κάποιος/κάποια να καταλάβει το νόημα και να βγει από το κουτί που έχει εγκλωβιστεί. Αν είναι εύκολο; προφανώς και δεν είναι αλλά αξίζει τον κόπο να την μελετήσετε την τετραφάρμακο και που ξέρεις; ίσως να υιοθετήσεις κι εσύ την επικούρεια φιλοσοφία και να βελτιώσεις την ζωή σου και την ζωή των αγαπημένων σου. Και όπως λέει ο σοφός διδάσκαλος Έρρωσθε και Ευδαιμονείτε όσο είναι ακόμα νωρίς. Σας χαιρετώ με σεβασμό και επικούρεια διάθεση Επίκουρος ο Γοργογυραίος

Άφοβον ο θεός
Σύμφωνα με τον Επίκουρο και πολλούς άλλους Έλληνες της εποχής του οι Θεοί δεν ήταν όπως οι άνθρωποι, με επιθυμίες και πάθη αλλά τέλεια όντα χωρίς καμία επιθυμία που εξ ορισμού δεν ανακατεύονταν στα ανθρώπινα πράγματα. Αυτό γιατί η όποια ενέργεια των Θεών θα φανέρωνε κάποιο σκοπό και ως εκ τούτου κάποια επιθυμία. Αυτό με τη σειρά του θα φανέρωνε κάποια έλλειψη που αυτομάτως θα καθιστούσε το Θεό λιγότερο από τέλειο. Σύμφωνα με τον Επίκουρο επομένως οι Θεοί υπάρχουν μεν αλλά δεν ασχολούνται εξ ορισμού με τα ανθρώπινα πράγματα.

Ανύποπτον ο θάνατος

Σύμφωνα με τον Επίκουρο «Ο θάνατος δεν σημαίνει τίποτε για εμάς…όταν υπάρχουμε ο θάνατος δεν είναι παρών ενώ όταν ο θάνατος είναι παρών εμείς έχουμε πάψει να υπάρχουμε.» Οι Επικούρειοι δεν συμμερίζονταν την κοινή πεποίθηση της εποχής στην ύπαρξη ζωής μετά θάνατον και θεωρούσαν ότι με τον θάνατο όλα τελειώνουν καθώς δεν έβλεπαν κάποιο αποδεικτικό στοιχεία για την ύπαρξη της υποτιθέμενης μετά θάνατον ζωής. Σύμφωνα με τον Επίκουρο ο θάνατος είναι η μεγαλύτερη από όλες τις αγωνίες, τόσο σε διάρκεια όσο και σε ένταση. Αυτή οδήγησε και στη δημιουργία της θεωρίας περί μετά θάνατον ζωής η οποία όμως με τη σειρά της δημιουργεί αγωνία στους ανθρώπους καθώς συνεπάγεται είτε μια αιωνιότητα ευτυχίας για τους ηθικούς είτε μια αιωνιότητα δυστυχίας για τους ανήθικους. Οι Επικούρειοι διαλύουν αυτή την αγωνία μη πιστεύοντας στη θεωρία περί μετά θάνατον ζωής.

Ταγαθόν μεν εύκτητον

Εδώ ο φιλόσοφος εννοεί ότι τα απολύτως απαραίτητα (τροφή, στέγη, κτλ) είναι πολύ εύκολο να αποκτηθούν από οποιονδήποτε. Όταν κάποιος θέλει περισσότερα από όσα χρειάζεται (λαιμαργία, φιλαργυρία, απληστία, ζήλια, φιληδονία, κτλ) τότε δημιουργεί ανάγκες οι οποίες μένοντας ανεκπλήρωτες οδηγούν στη δυστυχία. Οι ανάγκες όμως αυτές είναι για τον Επίκουρο πλασματικές ενώ αυτά που πραγματικά χρειάζεται κάποιος είναι πολύ εύκολο να αποκτηθούν.

Το δε δεινόν ευκαρτέρητον

Σύμφωνα με του Επικούρειους, ο πόνος είναι είτε σύντομος και δριμύς είτε χρόνιος και μικρός. Στην πρώτη περίπτωση, ο πόνος θα περάσει σχετικά γρήγορα, ενώ στην δεύτερη, ο πόνος συνηθίζεται σχετικά εύκολα. Ο πόνος που είναι και δριμύς και χρόνιος είναι πολύ σπάνιος, και αναγκαστικά θα πρέπει να τον προσπεράσουμε γιατί δεν έχουμε άλλη επιλογή. Έτσι δεν χρειάζεται κανείς να αγωνιά και να φοβάται τον πόνο και την δυστυχία.

Υ.Γ. Επικούρειου Πέπου: τις αρρώστιες πρέπει να φοβόμαστε και όχι τον Θάνατο, τους δεινόσαυρους τους φοβάσαι; Όχι γιατί δεν υπάρχουν, έτσι είναι και ο Θάνατος, όταν υπάρχουμε εμείς δεν υπάρχει αυτός.

ΕΝΑ ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΟΝ ΠΑΤΡΟΚΟΣΜΑ ΤΟΝ ΠΛΑΚΙΩΤΗ ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΣΥΝΟΙΚΙΑ ΤΩΝ ΘΕΩΝ [ΠΛΑΚΑ]

Φίλες και Φίλοι καλημέρα, η όμορφη φωτογραφία που βλέπετε είναι από την συνοικία των Θεών, [ΠΛΑΚΑ] εκεί είχα την τύχη να βρεθώ από την ηλικία των 12 και κάτι, η Φωτογραφία 
είναι στη συμβολή των οδών  Αττάλου  και Λυσίου. Εγώ είχα την τύχη να μένω στην οδό Τριπόδων 18 και αργότερα στην Αρεοπαγίτου 18 εκεί που έγραψα την δική μου ιστορία και συνδέθηκα με υπέροχους και διαχρονικούς φίλους από ολόκληρο τον πλανήτη. Ο Πατροκοσμάς ο Πλακιώτης έμενε στην οδό Βάκχου, ο Πατροκοσμάς ήταν ένας υπέροχος λεβεντόγερος που στα νιάτα του ήταν και σαλταδόρος. Το τί σημαίνει σαλταδόρος θα το βρείτε στο καταπληκτικό βιβλίο του κ. Φιλέρη με τίτλο ''ΟΙ ΣΑΛΤΑΔΟΡΟΙ ΤΟΥ ΒΥΡΩΝΑ''. Ο Πατροκοσμάς υπήρξε για μένα ένας σοφός δάσκαλος και ήμουν πολύ τυχερός που τον συνάντησα. Στα νιάτα του ήταν μηχανικός, μετά ήρθε ο πόλεμος, η κατοχή, ο εμφύλιος και όλα αυτά τα έζησε ο Πατροκοσμάς στην πρώτη γραμμή. Μεταξύ άλλων μου είχε μιλήσει για τους ανθρώπους με πεινασμένο μάτι.
 
Τους ανθρώπους με το πεινασμένο μάτι να φοβάσαι Σπύρο παιδί μου, τους αχάριστους και τους μίζερους. Π.Κ.
Εκείνους που είναι τόσο μίζεροι που δεν κατάφεραν ποτέ να απολαύσουν τίποτα. Δεν είναι πως δεν τους δόθηκε. Είναι πως αυτό που τους δόθηκε δεν τους έφτανε. Το ήθελαν “όλο” και το ήθελαν “μόνο δικό τους”. Αντί να απολαύσουν το τώρα, την στιγμή, εκείνα που τους δινόντουσαν, εκείνοι θέλανε “κι άλλο”, “παραπάνω”. Και κανείς δεν τους έμαθε πως οι αποκλειστικότητες, είναι για τους δημοσιογράφους και τους εραστές.. όχι για τους φίλους.
Όχι για τις παρέες. Όχι για την υπόλοιπη ζωή. Είναι εκείνοι που ακόμα και το χαμόγελό τους είναι μίζερο και μετρημένο και ποτέ δεν φτάνει από τα χείλια τους στα μάτια τους. Δεν μπορούν να χαρούν με καμιά χαρά, γιατί για εκείνους η χαρά σου είναι απλά ένα “γιατί όχι εγώ”. Θα πάρουν τις λέξεις σου, τις εκφράσεις σου, θα υιοθετήσουν εκείνα που εσύ αγαπάς και στο τέλος θα προσπαθήσουν να ζήσουν την ζωή σου. Μόνο που κανείς δεν τους είπε πως η ζωή σου, δεν ήταν ποτέ στρωμένη με ροδοπέταλα. Έχεις περάσει δυσκολίες, έχεις πέσει κι έχεις γκρεμοτσακιστεί, έχεις πονέσει κι έχεις ματώσει. Δεν σου δόθηκε τίποτα απλόχερα και χωρίς κόπο. Μόνο που κάθε φορά που έπεφτες, σηκωνόσουνα και χαμογελούσες. Έκλεινες το μάτι στην ζωή και συνέχιζες.. Δεν μοιρολατρούσες. Δεν κοιτούσες δίπλα σου για να προσκοληθείς. Δεν ζήλευες την ευτυχία κανενός. Μόνος σου την έχτιζες την ζωή σου, κομματάκι κομματάκι. Κι ήταν μια ζωή που τους χώραγε όλους μέσα της! Όλους εκτός από τους μίζερους. Εκτός από εκείνους τους κισσούς που ζουν από την ζωή σου. Όλους εκτός από εκείνους τους αχάριστους που δεν έμαθαν ποτέ να δίνουν αγάπη χωρίς αντάλλαγμα. Να δίνουν χαρά χωρίς προσδοκία. Να δίνονται απλόχερα από ψυχής. Ναι ρε φίλε, αυτούς τους ανθρώπους η δική μου η ζωή, δεν τους χωράει. Απλά γιατί στην δική μου την ζωή, το “περνάω καλά”, σημαίνει μια μέρα στην θάλασσα με φίλους, μπύρες και ιστορίες. Με γέλια και δάκρυα μα πάνω από όλα με αληθινά χαμόγελα. Ένα μεσημέρι σε μια πισίνα δοκιμάζοντας τα όρια μιας αγνής ψυχής και βάζοντάς την να ξεπεράσει αναστολές, φόβους και φοβίες, κάνοντάς την να βουτήξει από την νεροτσουλήθρα. Ένα απόγευμα σχεδιάζοντας εικόνες για το μέλλον, και διαβάζοντας τις γραμμές στην παλάμη της. Ένα βράδυ με πανσέληνο με την πιο όμορφη παρέα εκλεκτών φίλων απαγγέλλοντας ποιήματα και παίζοντας νότες μέχρι το πρωί. Ένα ξημέρωμα στην αγκαλιά αγαπημένου προσώπου να μιλάμε για ταξίδια και θάλασσες. Ένα βράδυ με υπέροχους φίλους στον κήπο του Επίκουρου και στον κήπο του Ασκληπίου με τραγούδια, με ποιήματα και μεζεδάκια.

Μήπως είναι καιρός να σταματήσουμε να ανεχόμαστε τους ανθρώπους που ζουν στην μιζέρια, την ζήλεια και την τοξικότητά τους.
Έχει σηκώσει μελτέμι σου λέω… και καθαρίζει πάλι τον ορίζοντα! Καπετάν Φατούργο όρτσα τα πανιά για νέους προορισμούς.
Καλημέρα και καλή βδομάδα. Διώξτε από κοντά σας τους μίζερους και τους αχάριστους είναι τοξικά ραδιενεργά κατάλοιπα.

10.10.24

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Π. ΚΑΒΑΦΗΣ ΠΟΙΗΜΑΤΑ. Η επιλογή έγινε από τον Όμηρο.

Φίλες και Φίλοι καλημέρα, το μενού σήμερα του ιστολογίου της ΛΟΓ έχει ποιήματα του Καβάφη, απλά να σας ενημερώσω πως το πρώτο ποίημα το έχω επιλέξει να είναι αυτό που θα με αποχαιρετήσουν οι συγγενείς και οι φίλοι μου στην αυλή των θαυμάτων. Το ποιος ή ποια θα διαβάσει το ποίημα εξαρτάτε από το πότε θα συμβεί. 
Διδάσκαλος Διοτίμα, Αρκάς είναι οι πρώτες επιλογές. Σας χαιρετώ με σεβασμό και επικούρεια διάθεση Επίκουρος ο Γοργογυραίος. Έρρωσθε και Ευδαιμονείτε όσο είναι ακόμα νωρίς που λέει και ο σοφός διδάσκαλος της ιστορικής και πνευματικής Πιάλειας.

Ιθάκη
Σα βγεις στον πηγαιμό για την Ιθάκη,
να εύχεσαι νάναι μακρύς ο δρόμος,
γεμάτος περιπέτειες, γεμάτος γνώσεις.
Τους Λαιστρυγόνας και τους Κύκλωπας,
τον θυμωμένο Ποσειδώνα μη φοβάσαι,
τέτοια στον δρόμο σου ποτέ σου δεν θα βρεις,
αν μεν' η σκέψις σου υψηλή, αν εκλεκτή
συγκίνησις το πνεύμα και το σώμα σου αγγίζει.
Τους Λαιστρυγόνας και τους Κύκλωπας,
τον άγριο Ποσειδώνα δεν θα συναντήσεις,
αν δεν τους κουβανείς μες στην ψυχή σου,
αν η ψυχή σου δεν τους στήνει εμπρός σου.

Να εύχεσαι νάναι μακρύς ο δρόμος.
Πολλά τα καλοκαιρινά πρωϊά να είναι
που με τι ευχαρίστησι, με τι χαρά
θα μπαίνεις σε λιμένας πρωτοειδωμένους,
να σταματήσεις σ' εμπορεία Φοινικικά,
και τες καλές πραγμάτειες ν' αποκτήσεις,
σεντέφια και κοράλλια, κεχριμπάρια κ' έβενους,
και ηδονικά μυρωδικά κάθε λογής,
όσο μπορείς πιο άφθονα ηδονικά μυρωδικά,
σε πόλεις Αιγυπτιακές πολλές να πας,
να μάθεις και να μάθεις απ' τους σπουδασμένους.


Πάντα στον νου σου νάχεις την Ιθάκη.
Το φθάσιμον εκεί ειν' ο προορισμός σου.
Αλλά μη βιάζεις το ταξείδι διόλου.
Καλλίτερα χρόνια πολλά να διαρκέσει
και γέρος πια ν' αράξεις στο νησί,
πλούσιος με όσα κέρδισες στο δρόμο,
μη προσδοκώντας πλούτη να σε δώσει η Ιθάκη.


Η Ιθάκη σ'έδωσε τ' ωραίο ταξείδι.
Χωρίς αυτήν δεν θάβγαινες στον δρόμο.
Άλλα δεν έχει να σε δώσει πια.


Κι αν πτωχική την βρεις, η Ιθάκη δε σε γέλασε.
Έτσι σοφός που έγινες, με τόση πείρα,
ήδη θα το κατάλαβες οι Ιθάκες τι σημαίνουν.
================

Το πρώτο σκαλί
Εις τον Θεόκριτο παραπονιούνταν
μιά μέρα ο νέος ποιητής Ευμένης·
«Τώρα δυό χρόνια πέρασαν που γράφω
κ' ένα ειδύλιο έκαμα μονάχα.
Το μόνον άρτιόν μου έργον είναι.
Αλλοίμονον, είν' υψηλή το βλέπω,
πολύ υψηλή της Ποιήσεως η σκάλα·
και απ' το σκαλί το πρώτο εδώ που είμαι
ποτέ δεν θ' αναιβώ ο δυστυχισμένος».
Ειπ' ο Θεόκριτος· «Αυτά τα λόγια
ανάρμοστα και βλασφημίες είναι.
Κι αν είσαι στο σκαλί το πρώτο, πρέπει
νάσαι υπερήφανος κ' ευτυχισμένος.
Εδώ που έφθασες, λίγο δεν είναι·
τόσο που έκαμες, μεγάλη δόξα.
Κι αυτό ακόμη το σκαλί το πρώτο
πολύ από τον κοινό τον κόσμο απέχει.
Εις το σκαλί για να πατήσεις τούτο
πρέπει με το δικαίωμά σου νάσαι
πολίτης εις των ιδεών την πόλι.
Και δύσκολο στην πόλι εκείνην είναι
και σπάνιο να σε πολιτογραφήσουν.
Στην αγορά της βρίσκεις Νομοθέτας
που δεν γελά κανένας τυχοδιώκτης.
Εδώ που έφθασες, λίγο δεν είναι·
τόσο που έκαμες, μεγάλη δόξα».

================

Τείχη
Χωρίς περίσκεψιν, χωρίς λύπην, χωρίς αιδώ
μεγάλα κ' υψηλά τριγύρω μου έκτισαν τείχη.

Και κάθομαι και απελπίζομαι τώρα εδώ.
Άλλο δεν σκέπτομαι: τον νουν μου τρώγει αυτή η τύχη·

διότι πράγματα πολλά έξω να κάμω είχον.
Α όταν έκτιζαν τα τείχη πώς να μην προσέξω.

Αλλά δεν άκουσα ποτέ κρότον κτιστών ή ήχον.
Ανεπαισθήτως μ' έκλεισαν από τον κόσμον έξω.
=============
Τα άλογα του Αχιλλέως


Τον Πάτροκλο σαν είδαν σκοτωμένο,
που ήταν τόσο ανδρείος, και δυνατός, και νέος,
άρχισαν τ' άλογα να κλαίνε του Αχιλλέως·
η φύσις των η αθάνατη αγανακτούσε
για του θανάτου αυτό το έργον που θωρούσε.
Τίναζαν τα κεφάλια των και τες μακρυές χαίτες κουνούσαν,
την γη χτυπούσαν με τα πόδια, και θρηνούσαν
τον Πάτροκλο που ενοιώθανε άψυχο -αφανισμένο-
μιά σάρκα τώρα ποταπή -το πνεύμα του χαμένο-
ανυπεράσπιστο -χωρίς πνοή-
εις το μεγάλο Τίποτε επιστραμένο απ' την ζωή.

Τα δάκρυα είδε ο Ζεύς των αθανάτων
αλόγων και λυπήθη. «Στου Πηλέως τον γάμο»
είπε «δεν έπρεπ' έτσι άσκεπτα να κάμω·
καλύτερα να μην σας δίναμε άλογά μου
δυστυχισμένα! Τι γυρεύατ' εκεί χάμου
στην άθλια ανθρωπότητα πούναι το παίγνιον της μοίρας.
Σεις που ουδέ ο θάνατος φυλάγει, ουδέ το γήρας
πρόσκαιρες συμφορές σας τυραννούν. Στα βάσανά των
σας έμπλεξαν οι άνθρωποι». -Όμως τα δάκρυά των
για του θανάτου την παντοτεινή
την συμφοράν εχύνανε τα δυό τα ζώα τα ευγενή.
=============
Δέησις


Η θάλασσα στα βάθη της πήρ' έναν ναύτη.--
Η μάνα του, ανήξερη, πιαίνει κι ανάφτει

στην Παναγία μπροστά ένα υψηλό κερί
για να επιστρέψει γρήγορα και νάν' καλοί καιροί --

και όλο προς τον άνεμο στήνει τ' αυτί.
Αλλά ενώ προσεύχεται και δέεται αυτή,

η εικών ακούει, σοβαρή και λυπημένη,
ξεύροντας πως δεν θάλθει πια ο υιός που περιμένει.
==============
Κεριά


Του μέλλοντος οι μέρες στέκοντ' εμπροστά μας
σα μιά σειρά κεράκια αναμένα -
χρυσά, ζεστά, και ζωηρά κεράκια.

Οι περασμένες μέρες πίσω μένουν,
μια θλιβερή γραμμή κεριών σβησμένων·
τα πιο κοντά βγάζουν καπνόν ακόμη,
κρύα κεριά, λιωμένα, και κυρτά.

Δεν θέλω να τα βλέπω· με λυπεί η μορφή των,
και με λυπεί το πρώτο φως των να θυμούμαι.
Εμπρός κυττάζω τ' αναμένα μου κεριά.

Δεν θέλω να γυρίσω να μη διω και φρίξω
τι γρήγορα που η σκοτεινή γραμμή μακραίνει,
τι γρήγορα που τα σβυστά κεριά πληθαίνουν.

=================

Che fece... il gran rifiuto


Σε μερικούς ανθρώπους έρχεται μιά μέρα
που πρέπει το μεγάλο Ναι ή το μεγάλο το Οχι
να πούνε. Φανερώνεται αμέσως όποιος τόχει
έτοιμο μέσα του το Ναι, και λέγοντάς το πέρα

πηγαίνει στην τιμή και στην πεποίθησί του.
Ο αρνηθείς δεν μετανοιώνει. Αν ρωτιούνταν πάλι,
όχι θα ξαναέλεγε. Κι όμως τον καταβάλλει
εκείνο τ' όχι -το σωστό- εις όλην την ζωή του.
=============
Φωνές


Ιδανικές φωνές κι αγαπημένες
εκείνων που πέθαναν, ή εκείνων που είναι
για μας χαμένοι σαν τους πεθαμένους.

Κάποτε μες στα όνειρά μας ομιλούνε·
κάποτε μες στην σκέψι τες ακούει το μυαλό.

Και με τον ήχο των για μια στιγμή επιστρέφουν
ήχοι από την πρώτη ποίηση της ζωής μας -
σα μουσική, την νύχτα, μακρυνή, που σβύνει.
=============
Μονοτονία


Την μιά μονότονην ημέραν άλλη
μονότονη, απαράλλακτη ακολουθεί. Θα γίνουν
τα ίδια πράγματα, θα ξαναγίνουν πάλι -
οι όμοιες στιγμές μας βρίσκουνε και μας αφίνουν.

Μήνας περνά και φέρνει άλλον μήνα.
Αυτά που έρχονται κανείς εύκολα τα εικάζει·
είναι τα χθεσινά τα βαρετά εκείνα.
Και καταντά το αύριο πια σαν αύριο να μη μοιάζει.
=============
Η πόλις


Είπες· «Θα πάγω σ' άλλη γη, θα πάγω σ' άλλη θάλασσα.
Μια πόλις άλλη θα βρεθεί καλλίτερη απ' αυτή.
Κάθε προσπάθεια μου μια καταδίκη είναι γραφτή·
κ' είν' η καρδιά μου -σαν νεκρός- θαμένη.
Ο νους μου ως πότε μες στον μαρασμόν αυτόν θα μένει.
Οπου το μάτι μου γυρίσω, όπου κι αν δω
ερείπια μαύρα της ζωής μου βλέπω εδώ,
που τόσα χρόνια πέρασα και ρήμαξα και χάλασα.»

Καινούργιους τόπους δεν θα βρεις, δεν θάβρεις άλλες θάλασσες.
Η πόλις θα σε ακολουθεί. Στους δρόμους θα γυρνάς
τους ίδιους. Και στες γειτονιές τες ίδιες θα γερνάς·
και μες στα ίδια σπίτια αυτά θ' ασπρίζεις.
Πάντα στην πόλι αυτή θα φθάνεις. Για τα αλλού -μη ελπίζεις-
δεν έχει πλοίο για σε, δεν έχει οδό.
Ετσι που τη ζωή σου ρήμαξες εδώ
στην κώχη τούτη την μικρή, σ' όλην την γη την χάλασες.
==============
Μάρτιαι Ειδοί


Τα μεγαλεία να φοβάσαι, ω ψυχή.
Και τες φιλοδοξίες σου να υπερνικήσεις
αν δεν μπορείς, με δισταγμό και προφυλάξεις
να τες ακολουθείς. Και όσο εμπροστά προβαίνεις,
τόσο εξεταστική, προσεκτική να είσαι.

Κι όταν θα φθάσεις στην ακμή σου, Καίσαρ πια·
έτσι περιωνύμου ανθρώπου σχήμα όταν λάβεις,
τότε κυρίως πρόσεξε σα βγεις στον δρόμον έξω,
εξουσιαστής περίβλεπτος με συνοδεία,
αν τύχει και πλησιάσει από τον όχλο
κανένας Αρτεμίδωρος, που φέρνει γράμμα,
και λέγει βιαστικά «Διάβασε αμέσως τούτα,
είναι μεγάλα πράγματα που σ' ενδιαφέρουν»,
μη λείψεις να σταθείς· μη λείψεις ν' αναβάλεις
κάθε ομιλίαν ή δουλειά· μη λείψεις τους διαφόρους
που χαιρετούν και προσκυνούν να τους παραμερίσεις
(τους βλέπεις πιο αργά)· ας περιμένει ακόμη
κ' η Σύγκλητος αυτή, κ' ευθύς να τα γνωρίσεις
τα σοβαρά γραφόμενα του Αρτεμιδώρου.
=================

Θερμοπύλες


Τιμή σ' εκείνους όπου στην ζωή των
ώρισαν και φυλάγουν Θερμοπύλες.
Ποτέ από το χρέος μη κινούντες·
δίκαιοι κ' ίσοι σ' όλες των τες πράξεις,
αλλά με λύπη κιόλας κ' ευσπλαχνία·
γενναίοι οσάκις είναι πλούσιοι, κι όταν
είναι πτωχοί, πάλ' εις μικρόν γενναίοι,
πάλι συντρέχοντες όσο μπορούνε·
πάντοτε την αλήθεια ομιλούντες,
πλην χωρίς μίσος για τους ψευδομένους.

Και περισσότερη τιμή τους πρέπει
όταν προβλέπουν (και πολλοί προβλέπουν)
πως ο Εφιάλτης θα φανεί στο τέλος,
κ' οι Μήδοι επί τέλους θα διαβούνε.
=================
Περιμένοντας τους Βαρβάρους


-Τι περιμένουμε στην αγορά συναθροισμένοι;
Είναι οι βάρβαροι να φθάσουν σήμερα.

-Γιατί μέσα στην Σύγκλητο μιά τέτοια απραξία;
Τι κάθοντ' οι Συγκλητικοί και δεν νομοθετούνε;

-Γιατί οι βάρβαροι θα φθάσουν σήμερα.
Τι νόμους πια θα κάμουν οι Συγκλητικοί;
Οι βάρβαροι σαν έλθουν θα νομοθετήσουν.

-Γιατί ο αυτοκράτωρ μας τόσο πρωί σηκώθη,
και κάθεται στης πόλεως την πιο μεγάλη πύλη
στον θρόνο επάνω, επίσημος, φορώντας την κορώνα;

-Γιατί οι βάρβαροι θα φθάσουν σήμερα.
Κι ο αυτοκράτωρ περιμένει να δεχθεί
τον αρχηγό τους. Μάλιστα ετοίμασε
για να τον δώσει μια περγαμηνή. Εκεί
τον έγραψε τίτλους πολλούς κι ονόματα.

-Γιατί οι δυό μας ύπατοι κ' οι πραίτορες εβγήκαν
σήμερα με τες κόκκινες, τες κεντημένες τόγες·
γιατί βραχιόλια φόρεσαν με τόσους αμεθύστους,
και δαχτυλίδια με λαμπρά γυαλιστερά σμαράγδια·
γιατί να πιάσουν σήμερα πολύτιμα μπαστούνια
μ' ασήμια και μαλάματα έκτακτα σκαλισμένα;

Γιατί οι βάρβαροι θα φθάσουν σήμερα·
και τέτοια πράγματα θαμπόνουν τους βαρβάρους.

-Γιατί κ' οι άξιοι ρήτορες δεν έρχονται σαν πάντα
να βγάλουνε τους λόγους τους, να πούνε τα δικά τους;

Γιατί οι βάρβαροι θα φθάσουν σήμερα·
κι αυτοί βαριούντ' ευφράδειες και δημηγορίες.

-Γιατί ν' αρχίσει μονομιάς αυτή η ανησυχία
κ' η σύγχυσις. (Τα πρόσωπα τι σοβαρά που έγιναν).
Γιατί αδειάζουν γρήγορα οι δρόμοι κ' οι πλατέες,
κι όλοι γυρνούν στα σπίτια τους πολύ συλλογισμένοι;

Γιατί ενύχτωσε κ' οι βάρβαροι δεν ήλθαν.
Και μερικοί έφθασαν απ' τα σύνορα,
και είπανε πως βάρβαροι πια δεν υπάρχουν.

Και τώρα τι θα γένουμε χωρίς βαρβάρους.
Οι άνθρωποι αυτοί ήσαν μιά κάποια λύσις.
================

Πλάτων, Πολιτείας, II


Σαν πάντρευαν την Θέτιδα με τον Πηλέα
σηκώθηκε ο Απόλλων στο λαμπρό τραπέζι
του γάμου, και μακάρισε τους νεονύμφους
για τον βλαστό που θάβγαινε απ' την ένωσί των.
Είπε· Ποτέ αυτόν αρρώστια δεν θαγγίξει
και θάχει μακρυνή ζωή. -Αυτά σαν είπε, η Θέτις
χάρηκε πολύ, γιατί τα λόγια
του Απόλλωνος που γνώριζε από προφητείες
την φάνηκαν εγγύησις για το παιδί της.

Κι όταν μεγάλωνεν ο Αχιλλεύς, και ήταν
της Θεσσαλίας έπαινος η εμορφιά του,
η Θέτις του θεού τα λόγια ενθυμούνταν.
Αλλά μια μέρα ήλθαν γέροι με ειδήσεις,
κ' είπαν τον σκοτωμό του Αχιλλέως στην Τροία.
Κ' η Θέτις ξέσχιζε τα πορφυρά της ρούχα,
κ' έβγαζεν από πάνω της και ξεπετούσε
στο χώμα τα βραχιόλια και τα δαχτυλίδια.
Και μες στον οδυρμό της τα παληά θυμήθη·
και ρώτησε τι έκαμνε ο σοφός Απόλλων,
που γύριζεν ο ποιητής που στα τραπέζια
έξοχα ομιλεί, που γύριζε ο προφήτης
όταν τον υιό της σκότωναν στα πρώτα νειάτα.
Κ' οι γέροι την απήντησαν πως ο Απόλλων
αυτός ο ίδιος εκατέβηκε στην Τροία,
και με τους Τρώας σκότωσε τον Αχιλλέα.

=================
Απολείπειν ο Θεός Αντώνιον


Σαν έξαφνα, ώρα μεσάνυχτ', ακούσθει
αόρατος θίασος να περνά
με μουσικές εξαίσιες, με φωνές -
την τύχη σου που ενδίδει πιά, τα έργα σου
που απέτυχαν, τα σχέδια της ζωής σου
που βγήκαν όλα πλάνες, μη ανοφέλετα θρηνήσεις.
Σαν έτοιμος από καιρό, σα θαρραλέος,
αποχαιρέτα την, την Αλεξάνδρεια που φεύγει.
Προ πάντων να μη γελασθείς, μην πεις πως ήταν
ένα όνειρο, πως απατήθηκεν η ακοή σου·
μάταιες ελπίδες τέτοιες μην καταδεχθείς.
Σαν έτοιμος από καιρό, σα θαρραλέος,
σαν που ταιριάζει σε που αξιώθηκες μιά τέτοια πόλι,
πλησίασε σταθερά προς το παράθυρο,
κι άκουσε με συγκίνησιν, αλλ' όχι
με των δειλών τα παρακάλια και παράπονα,
ως τελευταία απόλαυσι τους ήχους,
τα εξαίσια όργανα του μυστικού θιάσου,
κι αποχαιρέτα την, την Αλεξάνδρεια που χάνεις.
===============
Ιωνικόν


Γιατί τα σπάσαμε τ' αγάλματά των,
γιατί τους διώξαμε απ' τους ναούς των,
διόλου δεν πέθαναν γι' αυτό οι θεοί.
Ω γη της Ιωνίας, σένα αγαπούν ακόμη,
σένα η ψυχές των ενθυμούνται ακόμη.
Σαν ξημερώνει επάνω σου πρωί αυγουστιάτικο
την ατμοσφαίρα σου περνά σφρίγος απ' την ζωή των·
και κάποτ' αιθέρια εφηβική μορφή,
αόριστη, με διάβα γρήγορο,
επάνω από τους λόφους σου περνά.
===============
Φιλέλλην


Την χάραξι φρόντισε τεχνικά να γίνει.
Έκφρασις σοβαρή και μεγαλοπρεπής.
Το διάδημα καλλίτερα μάλλον στενό·
εκείνα τα φαρδιά των Πάρθων δεν με αρέσουν.
Η επιγραφή, ως σύνηθες, ελληνικά·
οχ' υπερβολική, όχι πομπώδης-
μην τα παρεξηγήσει ο ανθύπατος
που όλο σκαλίζει και μηνά στη Ρώμη-
αλλ' όμως βέβαια τιμητική.
Κάτι πολύ εκλεκτό απ' το άλλο μέρος·
κανένας δισκοβόλος έφηβος ωραίος.
Προ πάντων σε συστείνω να κυττάξεις
(Σιθάσπη, προς θεού, να μη λησμονηθεί)
μετά το Βασιλεύς και το Σωτήρ,
να χαραχθεί με γράμματα κομψά, Φιλέλλην.
Και τώρα μη με αρχίζεις ευφυολογίες,
τα «Πού οι Έλληνες;» και «Πού τα Ελληνικά;
πίσω απ' τον Ζάγρο εδώ, από τα Φράατα πέρα».
Τόσοι και τόσοι βαρβαρότεροί μας άλλοι
αφού το γράφουν, θα το γράψουμε κ' εμείς.
Και τέλος μη ξεχνάς που ενίοτε
μας έρχοντ' από την Συρία σοφισταί,
και στιχοπλόκοι, κι άλλοι ματαιόσπουδοι.
Ώστε ανελλήνιστοι δεν είμεθα, θαρρώ.
=================
Όσο μπορείς


Κι αν δεν μπορείς να κάμεις την ζωή σου όπως την θέλεις,
τούτο προσπάθησε τουλάχιστον
όσο μπορείς: μην την εξευτελίζεις
μες στην πολλή συνάφεια του κόσμου,
μες στες πολλές κινήσεις κι ομιλίες.


Μην την εξευτελίζεις πιαίνοντάς την,
γυρίζοντας συχνά κ' εκθέτοντάς την,
στων σχέσεων και των συναναστροφών
την καθημερινήν ανοησία,
ως που να γίνει σα μιά ξένη φορτική.
Όταν διεγείρονται

Προσπάθησε να τα φυλάξεις, ποιητή,
όσο κι αν είναι λίγα αυτά που σταματιούνται.
Του ερωτισμού σου τα οράματα.
Βάλ' τα, μισοκρυμμένα, μες τες φράσεις σου.
Προσπάθησε να τα κρατήσεις, ποιητή,
όταν διεγείρονται μες το μυαλό σου
την νύχτα, ή μες την λάμψι του μεσημεριού.
=================
Μέρες του 1903


Δεν τα ηύρα πιά ξανά - τα τόσο γρήγορα χαμένα...
τα ποιητικά τα μάτια, το χλωμό
το πρόσωπο... στο νύχτωμα του δρόμου...

Δεν τα ηύρα πιά - τ' αποκτηθέντα κατά τύχην όλως,
που έτσι εύκολα παραίτησα
και που κατόπιν με αγωνίαν ήθελα.
Τα ποιητικά τα μάτια, το χλωμό το πρόσωπο,
τα χείλη εκείνα δεν τα ηύρα πιά.
=================
Απ' τες εννιά


Δώδεκα και μισή. Γρήγορα πέρασεν η ώρα
απ' τες εννιά που άναψα την λάμπα,
και κάθησα εδώ. Καθόμουν χωρίς να διαβάζω,
και χωρίς να μιλώ. Με ποιόνα να μιλήσω
κατάμονος μέσα στο σπίτι αυτό.

Το είδωλον του νέου σώματός μου,
απ' τες εννιά που άναψα την λάμπα,
ήλθε και με ηύρε και με θύμησε
κλειστές κάμαρες αρωματισμένες,
και περασμένην ηδονή - τι τολμηρή ηδονή!
Κ' επίσης μ' έφερε στα μάτια εμπρός,
δρόμους που τώρα έγιναν αγνώριστοι,
κέντρα γεμάτα κίνησι που τέλεψαν,
και θέατρα και καφενεία που ήσαν μια φορά.

Το είδωλον του νέου σώματός μου
ήλθε και μ' έφερε και τα λυπητερά·
πένθη της οικογένειας, χωρισμοί,
αισθήματα δικών μου, αισθήματα
των πεθαμένων τόσο λίγο εκτιμηθέντα.

Δώδεκα και μισή. Πως πέρασεν η ώρα.
Δώδεκα και μισή. Πως πέρασαν τα χρόνια.
=================
Η διορία του Νέρωνος


Δεν ανησύχησεν ο Νέρων όταν άκουσε
του Δελφικού Μαντείου τον χρησμό.
«Τα εβδομήντα τρία χρόνια να φοβάται».
Είχε καιρόν ακόμη να χαρεί.
Τριάντα χρονώ είναι. Πολύ αρκετή
είν' η διορία που ο θεός τον δίδει
για να φροντίσει για τους μέλλοντας κινδύνους.

Τώρα στη Ρώμη θα επιστρέψει κουρασμένος λίγο,
αλλά εξαίσια κουρασμένος από το ταξείδι αυτό,
που ήταν όλο μέρες απολαύσεως-
στα θέατρα, στους κήπους, στα γυμνάσια...
Των πόλεων της Αχαϊας εσπέρες...
Α των γυμνών σωμάτων η ηδονή προ πάντων...

Αυτά ο Νέρων. Και στην Ισπανία ο Γάλβας
κρυφά το στράτευμά του συναθροίζει και το ασκεί,
ο γέροντας ο εβδομήντα τριώ χρονώ.
Την επιμέλεια της ανάρτησης έκανε ο Επικούρειος Πέπος.

ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΛΑΜΑΣ ΠΟΙΗΜΑΤΑ 10/10/2024 [εκ μεταφοράς].

Φίλες και Φίλοι καλημέρα, το μενού σήμερα έχει Κωστή Παλαμά, αυτές τις μέρες λόγω της περιπέτειας του Καπτάν Φατούργου και όχι μόνο βιώνουμε δύσκολες καταστάσεις. Μακάρι όλα αυτά τα ανοιχτά μέτωπα να κλείσουν με το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα. Το πρώτο ποίημα είναι επίκαιρο γιατί έχει να κάνει με το σημερινό γκρέμισμα των θεσμών στην Ελλάδα μας. Προσοχή δεν γκρεμίζουν για να κτίσουν κάτι καλύτερο, απλά γκρεμίζουν χωρίς να υπάρχει πλάνο για κάτι καινούριο. Σας χαιρετώ με σεβασμό και επικούρεια διάθεση Επίκουρος ο Γοργογυραίος.

Ο ΓΚΡΕΜΙΣΤΗΣ.

Ἀκοῦστε. Ἐγὼ εἶμαι ὁ γκρεμιστής, γιατί εἶμ᾿ ἐγὼ κι ὁ κτίστης,
ὁ διαλεχτὸς τῆς ἄρνησης κι ὁ ἀκριβογιὸς τῆς πίστης.
Καὶ θέλει καὶ τὸ γκρέμισμα νοῦ καὶ καρδιὰ καὶ χέρι.
Στοῦ μίσους τὰ μεσάνυχτα τρέμει ἑνὸς πόθου ἀστέρι.

Κι ἂν εἶμαι τῆς νυχτιᾶς βλαστός, τοῦ χαλασμοῦ πατέρας,
πάντα κοιτάζω πρὸς τὸ φῶς τὸ ἀπόμακρο τῆς μέρας.
ἐγὼ ὁ σεισμὸς ὁ ἀλύπητος, ἐγὼ κι ὁ ἀνοιχτομάτης·
τοῦ μακρεμένου ἀγναντευτής, κι ὁ κλέφτης κι ὁ ἀπελάτης*
καὶ μὲ τὸ καριοφίλι μου καὶ μὲ τ᾿ ἀπελατίκι*
τὴν πολιτεία τὴν κάνω ἐρμιά, γῆ χέρσα τὸ χωράφι.

Κάλλιο φυτρῶστε, ἀγκριαγκαθιές, καὶ κάλλιο οὐρλιάστε, λύκοι,
κάλλιο φουσκῶστε, πόταμοι καὶ κάλλιο ἀνοῖχτε τάφοι,
καί, δυναμίτη, βρόντηξε καὶ σιγοστάλαξε αἷμα,
παρὰ σὲ πύργους ἄρχοντας καὶ σὲ ναοὺς τὸ Ψέμα.
Τῶν πρωτογέννητων καιρῶν ἡ πλάση μὲ τ᾿ ἀγρίμια
ξανάρχεται. Καλῶς νὰ ῾ρθῆ. Γκρεμίζω τὴν ἀσκήμια.

Εἶμ᾿ ἕνα ἀνήμπορο παιδὶ ποὺ σκλαβωμένο τό ῾χει
τὸ δείλιασμα κι ὅλο ρωτᾷ καὶ μήτε ναὶ μήτε ὄχι
δὲν τοῦ ἀποκρίνεται κανείς, καὶ πάει κι ὅλο προσμένει
τὸ λόγο ποὺ δὲν ἔρχεται, καὶ μία ντροπὴ τὸ δένει
Μὰ τὸ τσεκοῦρι μοναχὰ στὸ χέρι σὰν κρατήσω,
καὶ τὸ τσεκοῦρι μου ψυχὴ μ᾿ ἕνα θυμὸ περίσσο.

Τάχα ποιὸς μάγος, ποιὸ στοιχειὸ τοῦ δούλεψε τ᾿ ἀτσάλι
καὶ νιώθω φλόγα τὴν καρδιὰ καὶ βράχο τὸ κεφάλι,
καὶ θέλω νὰ τραβήξω ἐμπρὸς καὶ πλατωσιὲς* ν᾿ ἀνοίξω,
καὶ μ᾿ ἕνα Ναὶ νὰ τιναχτῶ, μ᾿ ἕνα Ὄχι νὰ βροντήξω;
Καβάλα στὸ νοητάκι* μου, δὲν τρέμω σας ὅποιοι εἶστε
γκρικάω*, βγαίνει ἀπὸ μέσα του μιὰ προσταγή: Γκρεμίστε!

*απελάτης= βυζαντινός φρουρός των συνόρων - ζωοκλέφτης.
*απελατίκι= σιδερένιο ρόπαλο
*πλατωσιές= πλατώματα, πλατύ άνοιγμα, ξέφωτο
*νοητάκι= μαγικό άλογο με υπερφυσικές ικανότητες
*γρικάω= ακούω

Το ποίημα "Ο γκρεμιστής" γράφτηκε το 1907 και ο Κωστής Παλαμάς (1859-1943) το αφιέρωσε στον 'Ιωνα Δραγούμη. (Από τη συλλογή : Δειλοί και κρυφοί στίχοι,1928)

=================
Δεύτερο.
Άκουσε, βαριόμοιρη,
τι κελαηδούν τ’ αηδόνια
Πήγαν και παλέψανε
στα μαρμαρένια αλώνια.

Πόλεμος δε στάθηκεν
ωσάν και τούτον άλλος
ο μικρός ο Έρωτας,
κι ο Χάρος ο μεγάλος.

Και χωρίστηκε σε δυο,
στριμώχτηκεν η πλάση
για να ιδεί ποιός απ’ τους δυο
τον άλλο θα χαλάσει.

===================

Ανατολή.

Γιαννιώτικα, σμυρνιώτικα, πολίτικα,
μακρόσυρτα τραγούδια ανατολίτικα,
λυπητερά

Πώς η ψυχή μου σέρνεται μαζί σας.
Είναι χυμένη απ’ τη μουσική σας
και πάει με τα δικά σας τα φτερά
και πάει με τα δικά σας τα φτερά.

Μέσα σας κλαίει το μαύρο φτωχολόι·
κι όλα σας, κι η χαρά σας, μοιρολόι·
πικρό κι αργό.

Μαύρος, φτωχός και σκλάβος κι ακαμάτης
στενόκαρδος κι αδούλευτος, διαβάτης
μαζί με σας κι εγώ
μαζί με σας κι εγώ.

Σας γέννησε και μέσα σας μιλάει
και βογγάει και βαρειά μοσχοβολάει
η λαγγεμένη Ανατολή

Και μια φυλή ζει μέσα σας και λιώνει
και μια ζωή δεμένη σπαρταρά
γιαννιώτικα, σμυρνιώτικα, πολίτικα,
μαυρόσυρτα τραγούδια ανατολίτικα,
λυπητερά.

===================

Αστόλιστο.

Άφκιαστο κι αστόλιστο
του χάρου δε σε δίνω
στάσου με το ανθόνερο
την όψη σου να πλύνω

Το στερνό το χτένισμα
με τα χρυσα τα χτένια
πάρ’ τε απ’ τη μανούλα σας
μαλλάκια μεταξένια

Μήπως και τον χάροντα
καθώς θα σε κοιτάξει
του φανείς αχάιδευτο
και σε παραπετάξει

Κι αν διψάσεις μην το πιεις
από τον κάτω κόσμο
το νερό της αρνησιάς
φτωχο κομμένο δυόσμο

Μην το πιεις και ολότελα
και αιώνια μας ξεχάσεις
βάλε τα σημάδια σου
τον δρόμο να μην χάσεις

Και στο σπίτι τ’ άραχνο
γυρνώντας ω ακριβέ μας
γίνε αεροφύσημα
και γλυκοφίλησέ μας

===============

Τριαντάφυλλα.

Γεια σας, τριαντάφυλλα
και γιασεμιά
στου βράχου φέρτε με
την κυκλαμιά

Πάει της καλύβας μου
το χελιδόνι
Του κάμπου δώστε μου την
την ανεμώνη

Πάει κι η λιογέννητη
Καλοκαιριά
Καλό στα σύννεφα
με το βοριά

Αϊ Γιώργης έφυγε
τ’ Απρίλη η χάρη
δόξα στ’ αδέρφι του
στον καβαλάρη

Χινοπωριάτικος
με τα’ άλογό του
περνά και είν’ έρωτας
το πρόσωπό του.
================

Δόξα στις πατρίδες.

Κι έκραζες βραχνά – το κράξιμό σου
δεν μπορώ να τ’ απολησμονήσω –
κι έκραζες: «Φωτιά! να κάψω την Παράδεισο!»
κι έκραζες: «Νερό! την Κόλαση να σβήσω!»

Όσο ανάμεσα στους τόπους
είναι τόποι πιο ακριβοί,
και σα χέρια και σα μάτια
παίρνουν την ψυχή.

Όσο γίνεται απ’ το μέλι
στην κυψέλη το κερί
κι όσο ζούνε μες τους φράχτες
τους στενούς τρανοί λαοί.

Κι όσο αφέντες νόμοι δένουν
με δεσίματα λογής
και τ’ ανθρώπου τα φτερούγια
και τα πόδια της φυλής΄.

Και στα κακοτόπια τ’ άνανθα
και στους βράχους τους γυμνούς,
σάμπως μες σε περιβόλια,
σάμπως πέρα σε ουρανούς

Όσο θρέφουνε τους έρωτες
μίση, πόλεμοι, θυμοί,
και φυλάνε τους παράδεισους
η φωτιά και το σπαθί.

Όσο του ήλιου και οι αχτίδες
δε ζεσταίνουν όμοια και μαζί
πολυπρόσωπη, πολύψυχη τη Γη –
δόξα, δόξα στις πατρίδες!

=================

Τα μάτια της μάνας.

Του λυγμού μου το λάδι
σώθηκε και ξαγρυπνώ
τη νύχτα, άστρο κανένα.

Στην άκρια το κρεβάτι μου,
ένα φάντασμα κι απάνω μου
δυο μάτια καρφωμένα.

Ο κόσμος δεν υπάρχει,
από τις άβυσσους ρουφίχτηκε,
τα στόματα σκοτάδια.

Μόνο δυο μάτια υπάρχουνε
στα ανύπαρκτα, δυο μάτια
μοναχά, γιομίζουν τ’ άδεια,
μόνο δυο μάτια στα σκοτάδια
φέγγουνε, όλα κοιμούνται,
χάνονται, όλα σβούνε.

Μόνο τα μάτια της μάνας.
με κοιτάζουν άγρυπνα,
δεν κλείσανε ποτέ,
δε θα κλειστούνε.
==================
Η ελιά

Είμαι του ήλιου θυγατέρα*
η πιο απ’ όλες χαϊδευτή,
χρόνια η αγάπη του πατέρα
σ’ αυτόν τον κόσμο με κρατεί.
Όσο να γείρω νεκρωμένη,
αυτόν το μάτι μου ζητεί.
Είμαι η ελιά η τιμημένη!

Φρίκη, ερημιά, νερό, σκοτάδι,
τη γη τη θάψαν μια φορά.
Εμέ ζωής φέρνει σημάδι
στο Νώε η περιστερά.
Όλης της γης είχα γραμμένη
την ομορφάδα και χαρά.
Είμαι η ελιά η τιμημένη!

Όπου κι αν λάχω* κατοικία,
δεν μου απολείπουν οι καρποί.
Ως τα βαθιά μου γερατεία
δε βρίσκω στη δουλειά ντροπή.
Μ’ έχει ο Θεός ευλογημένη
κι είμαι γεμάτη προκοπή.
Είμαι η ελιά η τιμημένη!

Εδώ στον ίσκιο μου αποκάτου
ήρθ’ ο Χριστός ν’ αναπαυθεί
κι ακούστηκε η γλυκιά λαλιά Του
λίγο προτού να σταυρωθεί.
Το δάκρυ Του,

================

ΥΜΝΟΣ ΟΛΥΜΠΙΑΚΩΝ ΑΓΩΝΩΝ

Αρχαίον Πνεύμ’ αθάνατο, αγνέ πατέρα
του ωραίου, του μεγάλου και τ’ αληθινού,
κατέβα, φανερώσου κι άστραψ’ εδώ πέρα
στη δόξα της δικής σου γης και τ’ ουρανού.

Στο δρόμο και στο πάλεμα και στο λιθάρι
στων ευγενών αγώνων λάμψε την ορμή,
και με τ’ αμάραντο στεφάνωσε κλωνάρι
και σιδερένιο πλάσε κι άξιο το κορμί.

Κάμποι, βουνά, και πέλαγα φέγγουν μαζί σου
σαν ένας λευκοπόρφυρος μέγας ναός,
και τρέχει στο ναό εδώ προσκυνητής σου,
Αρχαίον Πνεύμ’ αθάνατο, κάθε λαός.
================
ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΛΑΜΑΣ ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ


Παιδί, το περιβόλι μου που θα κληρονομήσεις,
Όπως το βρεις κι όπως το δεις να μη το παρατήσεις.


Σκάψε το ακόμα πιο βαθιά και φράξε το πιο στέρεα,
και πλούτισε τη χλώρη του και πλάτηνε τη γη του,
κι ακλάδευτο όπου μπλέκεται να το βεργολογήσεις,
και να του φέρεις το νερό το αγνό της βρυσομάνας.

Κι άν αγαπάς τ’ ανθρώπινα κι όσα άρρωστα δεν είναι,
ρίξε αγιασμό και ξόρκισε τα ξωτικά, να φύγουν,
και τη ζωντάνια σπείρε του μ’ όσα γερά, δροσάτα.

Γίνε οργοτόμος, φυτευτής, (γίνε) διαφεντευτής.

Κι αν είναι κι έρθουνε χρόνια δίσεχτα,
πέσουν καιροί οργισμένοι,
κι όσα πουλιά μισέψουνε σκιασμένα, κι όσα δέντρα,
για τίποτ’ άλλο δε φελάν παρά για μετερίζια,
μη φοβηθείς το χαλασμό. Φωτιά ! τσεκούρι !τράβα !,
ξεσπέρμεψέ το, χέρσωσε το περιβόλι, κόφ’ το,
και χτίσε κάστρο απάνω του και ταμπουρώσου μέσα,
για πάλεμα, για μάτωμα, για την καινούργια γέννα.

Π’ όλο την περιμένουμε κι όλο κινάει για νάρθει,
κι’ όλο συντρίμμι χάνεται στο γύρισμα των κύκλων.
R
Φτάνει μια ιδέα να στο πει, μια ιδέα να στο προστάξει,
κορώνα ιδέα, ιδέα σπαθί, που θα είναι απάνου απ’ όλα
==================

Η ΝΙΚΗ
Εδώ στο ελληνικό το χώμα,
το στοιχειωμένο και ιερό,
που το ίδιο χώμα μένει ακόμα
κι απ’ τον αρχαίο τον καιρό,

στο χώμα τούτο πάντα ανθούνε
κι έχουν αθάνατη ζωή
και μας θαμπώνουν, μας μεθούνε
νεράιδες, ήρωες, θεοί!

Είδα τη Νίκη τη μεγάλη,
τη Νίκη την παντοτινή!
Την είδα εμπρός μου να προβάλλει
με φορεσιά ολοφωτεινή.

Ασύγκριτη σαν την ιδέα,
σαν όνειρο λαχταριστή,
είδα τη Νίκη την αρχαία,
τη Νίκη την κυματιστή!

Την είδα. Με το πέταμά της
δεν έφευγε στους ουρανούς,
εκεί που δύσκολα σιμά της
μπορεί να κρατηθεί κι ο νους.

Δεν έτρεχε να φτάσει πρώτη,
να στεφανώσει φτερωτή
το λιονταρόκαρδο στρατιώτη,
τον εμπνευσμένο τον ποιητή.

Την είδα να περνά μπροστά μου
με φορεσιά ολοφωτεινή
και λύγισα στη γη εκεί χάμου
κι έκραξα με τρανή φωνή,

Εσύ που δείχνεις πώς ανθούνε
εδώ μ’ αθάνατη ζωή,
πώς μας εμπνέουν και μας μεθούνε
νεράιδες, ήρωες, θεοί!»

Εδώ στο ελληνικό το χώμα,
το στοιχειωμένο και ιερό,
που το ίδιο χώμα μένει ακόμα
κι απ’ τον αρχαίο τον καιρό,

στο χώμα τούτο πάντα ανθούνε
κι έχουν αθάνατη ζωή
και μας θαμπώνουν, μας μεθούνε
νεράιδες, ήρωες, θεοί!
===================

Ο ΔΙΓΕΝΗΣ

Καβάλα πάει ο Χάροντας τον Διγενή στον Άδη,
κι άλλους μαζί... Κλαίει δέρνεται τ’ ανθρώπινο κοπάδι.
Και τους κρατεί στου αλόγου του δεμένους τα καπούλια,
της λεβεντιάς τον άνεμο, της ομορφιάς την πούλια.

Και σαν να μη τον πάτησε του Χάρου το ποδάρι,
ο Ακρίτας μόνο ατάραχα κοιτάει τον καβαλάρη,
«Ο Ακρίτας είμαι, Χάροντα δεν περνώ με τα χρόνια.
Μ’ άγγιξες και δε μ’ ένιωσες στα μαρμαρένια αλώνια;

Εγώ είμαι η ακατάλυτη ψυχή των Σαλαμίνων,
στην Εφτάλοφην έφερα το σπαθί των Ελλήνων.
Δε χάνομαι στα Τάρταρα, μονάχα ξαποσταίνω,
στη ζωή ξαναφαίνομαι και λαούς ανασταίνω!».

Καβάλα πάει ο Χάροντας, τον Διγενή στον Άδη!
=================

Τῆς Ἀθηνᾶς ἀνάγλυφο


Πῶς ἀκούμπησες ἄπραγα τὸ δόρυ;
Τὴ φοβερή σου περικεφαλαία
βαριὰ πῶς γέρνεις πρὸς τὸ στῆθος, Κόρη;
Ποιὸς πόνος τόσο εἶναι τρανός, ὦ Ἰδέα,

γιὰ νὰ σὲ φτάση! Ὀχτροὶ κεραυνοφόροι
δὲν εἶναι γιὰ δικά σου τρόπαια νέα;
Δὲν ὁδηγεῖ στὸ Βράχο σου τὴν πλώρη
τοῦ καραβιοῦ σου πλέον πομπὴ ἀθηναῖα;

Σὲ ταφόπετρα βλέπω νὰ τὴν ἔχῃ
καρφωμένη μία πίκρα τὴν Παλλάδα.
Ὤ! κάτι μέγα, ἀπίστευτο θὰ τρέχη ...

Χαμένη κλαῖς τὴν ἱερή σου πόλη
ἢ νεκρὴ μέσ᾿ στὸ μνῆμα καὶ τὴν ὅλη
τοῦ τότε καὶ τοῦ τώρα, ὠιμένα! Ἑλλάδα;

Ὕμνος εἰς τὴν Ἀθήνα

Χαρὰ σ᾿ ἐσέ, χώρα λευκὴ καὶ χώρα εὐτυχισμένη!
Καμιὰ χώρα σ᾿ ὅλη τη γῆ, καμιὰ στὴν οἰκουμένη
δὲν ηὖρε τέτοιο φυλαχτὸ σὰν τὸ δικό μου μάτι.
Ἀπ᾿ ἄλλες χῶρες πέρασα γοργὰ - γοργὰ τρεχάτη
καὶ μ᾿ εἶδαν τῆς Ἑλλάδας μου τ᾿ ἀγαπημένα μέρη
σὰν ἄνεμο καὶ σὰν ἀϊτὸ καὶ σύννεφο κι ἀστέρι.
Ὅμως σ᾿ ἐσὲ τὸ θρόνο μου αἰώνια θεμελιώνω
καὶ ρίζωσ᾿ ἡ ἀγάπη μου στὰ χώματά σου μόνο.
=================
ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΛΑΜΑΣ ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ.
Ἓν ἄνθος

Καὶ στὴν Ἀκρόπολη, στὸ βράχο
τὸν Ἱερὸ
ἓν ἄνθος φύτρωσε μονάχο
χλωρὸ χλωρό.

Ἓν ἄνθος ὅμοιο μὲ ἀνεμώνη
περαστική,
ἀθώρητο σ᾿ ὅποιον σιμώνει
στὰ ὕψη ἐκεῖ.

Τὰ μάτια ἀνοίγοντ᾿ ἐκεῖ πέρα
καθὼς βρεθοῦν,
καὶ μὲ τὸν ξάστερον αἰθέρα
σμίγουν, μεθοῦν.

Ἐκεῖ θαμπώνουνε τὰ μάτια
σκόρπια μπροστὰ
καμένα λείψανα, κομμάτια
λαχταριστά.

Κ᾿ ἡ φαντασία ἀμέσως βλέπει
ἡ μαγικὴ
γυμνὴ καὶ δίχως καμιὰ σκέπη
ἀπάνου ἐκεῖ

τὴν Ὀμορφιά, ποὺ τρισμεγάλη,
παντοτεινή,
μέσ᾿ ἀπ᾿ τὸ μάρμαρο προβάλλει
καὶ δὲν πονεῖ.

Καὶ κάθεται σὲ δόξας θρόνο,
καὶ δὲ γελᾶ,
δὲν κλαίει καὶ δὲν πλανᾶ καὶ μόνο
φεγγοβολᾶ!

Καὶ στὴν Ἀκρόπολη, στὸ βράχο
τὸν Ἱερὸ
ξανοίγω τἄνθος τὸ μοναχὸ
καὶ τὸ ρωτῶ:
- Ἄνθος, ποὺ μοιάζεις μὲ ἀνεμώνη
περαστική,
ποιὰ μοίρα σ᾿ ἔρριξε ἐδῶ, μόνη
καὶ φτωχική;

Ἐδῶ ἀπὸ τἄστρα ἡ Τέχνη φτάνει,
καὶ λάμπει ἡ γῆ,
κ᾿ ἔπλασε ἡ Φύση ἐσὲ βοτάνι
γιὰ μίαν αὐγή.

Ἐδῶ δὲν ἔρχεται ἡ παρθένα
ἡ γελαστὴ
γιὰ νὰ σὲ κόψη καὶ μ᾿ ἐσένα
νὰ στολιστῆ.

Ἐδῶ μ᾿ εὐλάβεια καὶ τὸ ἀγέρι
μόλις φυσᾶ
ποτὲ σ᾿ ἐσὲ δὲν ἔχει φέρει
λόγια χρυσά,

γλυκὰ φιλιὰ ἀπὸ τὰ ταιράκια
κι ἀπὸ Ὀμορφιὲς
δὲν ἔχεις ἄλλα λουλουδάκια
γιὰ συντροφιές.

Ὁ Παρθενώνας μὲ φεγγάρι
τὴ νύχτα ἐδῶ
νικάει στὴ δόξα καὶ στὴ χάρη
τὸν οὐρανό.

Κ᾿ οἱ ἕξι ἀλύγιστες Παρθένες
στέκουν κι αὐτὲς
λαμπρόστηθες καὶ λαβωμένες
καὶ λατρευτές.

Κι ἀγάλματα, πέτρες, κολῶνες
χωρὶς χαρὰ
σκόρπια τὰ βλέπουν οἱ αἰῶνες
καὶ παγερά.

Σμίγουν ἐδῶ θεοὶ καὶ χρόνοι
παλιοί, χρυσοί.
Ἐδῶ, φτωχή, κρυφὴ ἀνεμώνη,
τί θὲς ἐσύ; -

Καὶ στὴν Ἀκρόπολη, στὸ βράχο
δειλὰ δειλὰ
μὲ βλέπει τἄνθος τὸ μονάχο
καὶ μοῦ μιλᾶ:

- Ἐγὼ εἶμαι τἄνθος τὸ παρθένο
καὶ τὸ κρυφὸ
ἀπὸ τὸν κόσμο μακρυσμένο
τὸ φῶς ρουφῶ.

Κι ἀνθῶ καὶ χαίρομαι τὰ κάλλη
ποὺ ἔχ᾿ ἡ ζωὴ
μακριὰ ἀπ᾿ τὰ πλήθη κι ἀπ᾿ τὴ ζάλη
κι ἀπ᾿ τὴ βοή.

Κι ἀπὸ τοῦ κάμπου τἄνθη τἄλλα
στέκω μακριά,
δειλό, λογόζωο, μιὰ στάλα,
μέσ᾿ στὴ σκιά.

Μέσ᾿ στὴ σκιὰ ποὺ ρίχνει ἐμπρός μου
μιὰ πέτρα ἁπλὴ
ξεχνῶ τὴν ψεύτική του κόσμου
φεγγοβολή.

Κι ἀγνώριστο, κι ἀχνό, μιὰ στάλα,
ζῶ ταιριαστὰ
μὲ τὰ λαμπρά, μὲ τὰ μεγάλα,
μὲ τἀκουστά.

Γιατί στὸν κόσμο εἶναι ζευγάρι
χαρὰ τοῦ νοῦ
καὶ ἡ δόξα τοῦ τρανοῦ κ᾿ ἡ χάρη
τοῦ ταπεινοῦ.

Γιατί στὸν κόσμο - ἄκου καὶ τάλλο -
καὶ στὸν καιρὸ
δὲν εἶναι τίποτα μεγάλο,
οὔτε μικρό.

Γιατί σὰν τἄστρο φῶς ἀφίνει
καὶ τὸ ξανθὸ
τἄνθος, γιατί καὶ τἄστρο σβύνει
σὰν τὸν ἀνθό.

Κι ὁ Παρθενώνας φεγγοβόλος
ποὺ ἐδῶ θωρῶ
ἐρείπιον εἶναι, ἐρείπιον ὅλος
λυπητερό.

Ἐνῶ σ᾿ ἐμένα φτωχὰ νιάτα,
διαβατικά,
ὅλα εἶν᾿ ἀπείραχτα, δροσάτα,
κι ἁρμονικά.

Ἐγὼ εἶμαι τἄνθος ποὺ κρυμμένο,
τρεμουλιαστό,
μὲ δροσοδάκρυα ραντισμένο
καὶ γελαστό,

μέσα στὰ κάλλη, στὴ γαλήνη
τὴ ζωντανὴ
ποὺ ἡ Τέχνη ἁπλώνει καὶ ποὺ ἀφίνει
παντοτεινή,

σκορπίζω μίαν ἀνατριχίλα,
μιὰ νέα ζωή,
σά μου χαιδεύει τἀχνᾶ φύλλα
αὔρας πνοή.

Καὶ τὰ λιθάρια τἀκουσμένα
καὶ τὰ παλιὰ
νομίζεις παίρνουν κι ἀπὸ μένα
φεγγοβολιά.

Καὶ κοίτα! καθεμιὰ Καρυάτις
ποὺ καρτερεῖ
καὶ στέκει μὲ τὴν ὀμορφιά της
τὴ λαμπερὴ

καὶ τίποτε δὲν ἔχει πλάνο
κι ἀνθρωπινό,
μοῦ φανερώνει, πρὶν πεθάνω
τὸν οὐρανό.

Καὶ κοίτα! καθεμιὰ Καρυάτις
γλυκὰ γλυκὰ
θαρρῶ μὲ βλέπει στὰ ὄνειρά της
τὰ μυστικά.

Ἐδῶ στὴ δόξα τῶν αἰώνων,
στὸ φῶς τοῦ νοῦ,
ποὺ στέκεις ἡ Ὀμορφιὰ σὲ θρόνον,
ἄστρο οὐρανοῦ,

ἐδῶ στὴν ἔρμη ἀθανασία,
εἶμαι ἡ καρδιά,
ἡ νιοτ᾿ ἡ ἀγάπη κ᾿ ἡ θυσία,
καὶ ἡ μυρουδιὰ

κάποιας παράδεισος, μαζί σου
μὲ δένει τί;
τί ἄλλο ἀκόμα; - Εἶμαι ἡ ψυχή σου,
Ποιητή!
=================
Ὁμηρικὸς Ὕμνος
A´. Ἡ Δήμητρα


Ὡς ἡ μὲν Κελεοῖο δαΐφρονος ἀγλαὸν υἱόν,
Δημοφώονθ᾿ ὃν ἔτικτεν ἐΰζωνος Μετάνειρα,
ἔτρεφεν ἐν μεγάροις· ὁ δ᾿ ἀέξατο δαίμονι ἴσος
οὔτ᾿ οὖν σίτον ἔδων, οὗ θησάμενος Δημήτηρ
χρίεσκ᾿ ἀμβροσίη ὡς εἰ θεοῦ ἐκγεγαώτα.

Ὁμηρικὸς Ὕμνος εἰς Δήμητραν

Εἶμαι τὸ φύτρωμα κ᾿ εἶμαι τὸ φούντωμα, ἡ Δήμητρα, ἡ χλόη.
K᾿ εἶμαι τὸ δέντρο κι ὁ ἀνθὸς κι ὁ καρπός, εἶμαι ἡ γῆ ποὺ ἀνασταίνει
κ᾿ ἢ ποὺ ἀνασταίνεται κ᾿ εἶμαι ἡ μητέρα πανάγια της κόρης
ποὺ μοῦ τὴν ἅρπαξε ποιός; κάποιο χέρι θεοῦ θὰ τὴν πῆρε,
μὰ ὅποιος κι ἂν εἶναι, ἀπ᾿ τὸν κόσμο κι ἀπ᾿ ὅπου, ἀπ᾿ τ᾿ ἀστέρια, ἀπ᾿ τὸν Ἅδη,
ἐμὲ τινάζει ὁ θυμὸς ὅση δύναμη δίνει μου ὁ πόνος,
κ᾿ ἔμεινε ἡ γῆ καθὼς εἴταν, ὁλόγυμνη, ξέρα, νεκρίλα·
θὰ μὲ φωτίσουν τοῦ ἡλιοῦ κ᾿ ἡ ματιὰ κι ὁ πυρσὸς τῆς Ἑκάτης,
ὁδηγητές, νὰ τὴ βρῶ κι ὅπου ἂν εἶναι καὶ σ᾿ ὅποιον, τὸ χέρι
πάει τὸ δικό μου καὶ παίρνει κι ἀδράζει, ἀπ᾿ τ᾿ ἀστέρια, ἀπ᾿ τὸν Ἅδη,
ὁ Ἥλιος τῶν ὅλων θεωρὸς καὶ μαντεύτρα τῶν ὅλων ἡ Ἑκάτη.

K᾿ ἔψαξα, κοίταξα, γύρισα κι ὅλα βουβά, κρυφὰ πάντα.
K᾿ ἦρθα λιγόχρονη ἀνάπαψη νὰ βρῶ στὴ χώρα σας μέσα
ποὺ βασιλεύει ὁ καλὸς Κελεὸς μὲ τὴν ἄξια γυναίκα,
καὶ μὲ τὶς τέσσερες κόρες, ἡ μιὰ πιὸ καλὴ ἀπὸ τὴν ἄλλη,
καὶ σὰ γελᾶν καὶ σὰ στέκουν καὶ σὰν περπατοῦν, ρηγοποῦλες
τ᾿ Ἀπριλομάη, Κλεισιδίκη, Δημώ, Κυμοθόη, Καλλινίκη,
καὶ τὸ στερνό σας μ᾿ ἐσᾶς τὸ νιογέννητο βυζασταρούδι
ποὺ παραμάνα του θέλω, σᾶς εἶπα, νὰ πάω νὰ τὸ ζήσω·
ἡ μοίρα θέλησε καὶ σὰ νὰ πρόσταξε θεὸς νὰ τρανέψῃ
δίχως τὰ χρόνια, νέος πάντα χωρὶς γερασιά, χωρὶς μνῆμα,
δίχως τὸ θάνατο, ἀθάνατος μέσ᾿ στοὺς μακάριους, ἀπάνου
κι ἀπὸ καιροὺς κι ἀπ᾿ τὶς ὦρες, τὶς μπόρες κι ἀπ᾿ τὰ θνητὰ πάντα.

Στὰ γόνατά μου τὸ κάθησα, στὴν ἀγκαλιά μου τὸ πῆρα,
μὲ τὰ φιλιά μου τ᾿ ἀνάθρεψα καὶ μὲ τὰ χάδια, καμάρι
θεοῦ κηπουρὸς ποὺ τὸ πότιζε, θεοῦ ποὺ τὸ ζοῦσε ὀργοτόμος.
Ὅταν ἡ νύχτα κρυφὰ καὶ βαθιά μου τ᾿ ὁρμήνευε, στάλα,
στάλα, στ᾿ ἁβρό του κορμὶ καὶ μὲ τὰ χέρια μου τὴν ἀμβροσία
τοῦ τὴν περίχυνα χρίσμα, νὰ βρῇ τὴ θεράπαψη ἀπ᾿ ὅσες ἀρρώστιες
θὰ τοῦ κιντύνευ᾿ ἢ ζωή, δυστυχίες, κακίες, ἀνημπόριες.
Κι ὅταν ἡ νύχτα στερνὴ κι ἀπ᾿ τὰ μάτια μακριὰ τ᾿ ἄλλου κόσμου
μὲ ξεμονάχιαζε, τ᾿ ἄναβα τότε τὸ οὐράνιο, τὸ μέγα
στοιχειὸ τὴ φλόγα, οὐρανέ! τὴ φωτιὰ τὴν ὑπέρτατη, ἐντός της
νά ῾βρῃ μιὰ ἐντέλεια θεοῦ νὰ τὴν τρέφῃ τὴ σάρκα του πάντα,
σῶμα, ψυχή, νοῦς του, ἐντέλειες κ᾿ οἱ τρεῖς, μιὰ τριάδα, μιὰ ἰδέα,
καὶ τίποτ᾿ ἄλλο, ψωμί, πείνα, δίψα, τροφή, τίποτ᾿ ἄλλο,
καὶ τὴν πνοή μου, γιὰ γάλα, θεϊκὴ τοῦ φυσοῦσα στὰ χείλη.

K᾿ ἔτσι, Μετάνειρα, μάνα φιλόστοργη, τῆς Ἐλευσίνας
ἄνασσα καὶ καύχημ᾿, ἀλόγιστη πάντα γυναίκα,
ἦρθες, μίαν ὥρα τῆς μοίρας κακὴ καὶ χαλάστρα, καὶ ξάφνου,
τὸ εἶδες τὸ νέο τὸ κορμὶ σὰν τὸ σίδερο στὴ φωτιὰ μέσα
γιὰ τὴν αἰώνια τὴ ζήση νὰ δένη νὰ δένεται, Ὀλύμπιος,
μὲ τοῦ χεριοῦ μου τὸ θάμα, τῶν πάντων γιατρειὰ ποὺ θεριεύει,
κι ἀντὶ νὰ μείνῃς μπροστά μου στὰ γόνατα δεόμενη, βγάνεις
τρόμου φωνὴ καὶ λαχτάρα κατάρα γιὰ μένα σου φεύγει,
«τρέχτε, γλυτῶστε τό, πάρτε τό, ἡ ξένη μου καίει τὸ παιδί μου!»
κ᾿ ηὗρ᾿ ἡ ἀποθέωση τὸ ἔμποδο ἀπέραστο τῆς κακιᾶς ὥρας
ποὺ θὰ βαστᾶ τὸ θνητὸ γιὰ τὰ ἐγκόσμια στὸ πρόσκαιρο διάβα.
Μήτε Ἡρακλῆς μὲ τὴν Ἥβη, Ἀπολλώνια καὶ μήτε κ᾿ ἡ δόξα,
τρανὴ ὅση ἡ τιμή του κ᾿ ἡ λάμψη του, ἡ δόξα του βαριὰ καὶ τώρα
βρέφος πὼς βρῆκε τὸν ὕπνο στὸν κόρφο μου, στὰ γόνατά μου.
Μὰ καὶ τὸ γέρασμ᾿ ἀλύπητο θὰ ῾ρθῇ καὶ ὁ τάφος καὶ πάντα θ᾿ ἀνοίξῃ.

Ὅμως ἐγώ σας πονῶ κ᾿ εὐλογῶ σας καὶ δὲ σᾶς ξεχάνω,
χτίστε μου ναὸ καὶ βωμὸ στὴν κορφή, στὸ Καλλίχορο ἀπάνου.
Ξεχωριστή μου ἡ θωριὰ κ᾿ ἡ ματιά της φαντάζει σὰ χέρι,
θέλω μ᾿ αὐτὴ σαρκικὰ κι ὅ,τι ἰδῶ νὰ κρατήσω νὰ πάρω,
κ᾿ ἐσᾶς ποὺ ἦρθα ἐδῶ μὲ σᾶς πεθυμιά, ῾χω καὶ μίαν εὐχὴ δίνω
νὰ μὲ γιορτάζετε πάντα στὴ ζωὴ ποὺ θὰ εἶν᾿ ἄλλη ἀπὸ τούτη·
θὰ εἶν᾿ ἀγαθή, διαλεχτή, γαληνὴ καὶ λευκὴ καὶ μακάρια.
Καὶ κυβερνῆτες μ᾿ αὐτὴ καὶ λαοὶ κι ὅσοι προστάζουν ἢ ἀκοῦνε
θὰ τοὺς ταιριάζω στοῦ χρόνου τὸ πέρασμ᾿ ἀπέραστη μέσα
στῆς Ἐλευσίνας λιτῆς καὶ φτωχῆς τὰ μυστήρια τὰ πάντα
πλούσια κι ἀλάλητα καὶ πολυνόητα σὲ καρδιὲς θρῆσκες
ποὺ βλέποντάς τὰς ἀπὸ τ᾿ ὄραμ᾿ ἁγιάζουν τῆς ὅποιας θρησκείας·
ἦρθε ἢ θὰ ῾ρθῇ, κρυφὴ ξέσκεπη, μέσα της πάντα ἡ ἀλήθεια.

Ὅμως ἐγὼ σᾶς πονῶ κ᾿ εὐλογῶ σας καὶ δὲ σᾶς ξεχνάω
καὶ τὴ μοσκόβολη χώρα σας, πρόσωπα, πράματ᾿, ἀγέρα,
καὶ τοὺς ἀνθρώπους λαϊκοὺς καὶ τοὺς ἄρχοντες καὶ τὶς πανώριες
ποὺ νερὸ φέρναν καὶ ὑδρεύοντας μέσ᾿ στὰ χαλκένια λαγήνια,
στὴ βρυσομάνα ἡ ἐλιὰ ποὺ τὴν ἴσκιωνε, καὶ μοῦ τὸ δῶσαν
καὶ τὸ ἤπια κ᾿ οἱ τέσσερες τρέξαν νὰ ποῦν τῆς μητέρας πὼς ἦρθα
ξένη κι ἀγνώριστη γριὰ γλυτωμένη ἀπὸ χέρια κουρσάρων,
τῶν ἀλαφιῶν τὸ περπάτημα ἰσόθεες κ᾿ οἱ τέσσερες εἶχαν
καὶ τῶν ἀνθῶν ποὺ σαλεῦαν τὴ χάρη κροκόπεπλες δείχναν.
Ὅταν φανοῦν, τοὺς θεοὺς δὲ μποροῦν οἱ θνητοὶ νὰ μαντέψουν.
Μὰ καὶ ἡ μητέρα καὶ οἱ κόρες μπροστά τους κι ἂς εἴμουν γριὰ ξένη
κάπως μυρίζαν θαμπὰ καὶ δειλὰ τὴν ἀφάνταστη ὀλύμπια θεότη,
καὶ σὲ προσκύνημα εὐλάβειας χωρὶς νὰ τὸ θέλουν σταθῆκαν,
κ᾿ ἕνα χαμόγελο πῆρε ν᾿ ἀνθίσῃ στ᾿ ἀχνά μου τὰ χείλη.
Ἄμποτε, κόρες, μητέρα, τὴ ζήση σας ὅμοια σὰ νόημα
στὰ ροδοχείλια σας τὸ χαμογέλιο μου νὰ τὴ φωτίζῃ.
=======================

Αποτίοντας τιμή στον Κωστή Παλαμά, που γεννήθηκε τέτοιες μέρες το 1859, υπενθυμίζω ορισμένα από τα πάντα επίκαιρα «Σατιρικά γυμνάσματα», στα οποία καυτηριάζει με προφητική οξυδέρκεια τις αιώνιες παθογένειες του λαού και του τόπου:

Στ' ακάθαρτα κυλήστε μας του βούρκου, και πιο βαθιά. Πατήστε μας με κάτι/ κι από το πόδι πιο σκληρό του Τούρκου./ Διαβασμένοι, ντοτόροι, σπιρουνάτοι,/ ρασοφόροι, δασκάλοι, ρουσφετλήδες,/ οικοπεδοφαγάδες, αβοκάτοι,/ κομματάρχηδες και κοτζαμπασήδες/ και της γραμματικής οι μανταρίνοι/ και της πολιτικής οι φασουλήδες,/ ταρτούφοι, ραμπαγάδες, ταρταρίνοι!/ –Αμάν! Αγά, στα πόδια σου! άκου! στάσου!–/ Βυζαντινοί - Γασμούλοι - Λεβαντίνοι./ Ρωμαίικο, νά! Με γεια σου, με χαρά σου.

Τα κεφάλια του Γένους και του Κράτους. Ο βουλευτής κι ο δάσκαλος. Τα πιάσαν/ όλα τα πόστα! Νους, καρδιά, δικά τους./ Δέσαν το νου· την καρδιά τη ντροπιάσαν./ Νά το ρουσφέτι νά κι η ελληνικούρα,/ τ’ άρματά τους. Με κείνα μάς χαλάσαν./ Η σκέψη, νούλα. Η Τέχνη, πατσαβούρα./ Ο ψευτοαττικιστής κι ο ψηφοφόρος./ Τ’ άγιο κόνισμα, μια καλικατούρα./ Στη γη που πιάνει και προκόβει ο σπόρος/ κάθε λογής τζουτζέδων και πιερότων/ κι εγώ φυτρώνω ανάξιος ριμαδόρος/ μαύρων θυμών και πορφυρών ερώτων.

Προγόνους πάρε, απόγονους, δαιμόνους,/ όλα της Ιστορίας τα συναξάρια,/ όλους του Ελληνισμού τους φανφαρόνους,/ όλα της Ρωμιοσύνης τα καμάρια,/ του Λόγου τις κορφές, τους παραλήδες,/ τους σοφούς, των πολέμων τα λιοντάρια,/ Ομηρους, Αρχιμήδες, Αχιλλήδες,/ καθώς περνούν ανάκατα στη στράτα,/ Καποδίστρηδες, Διάκους, Κοραήδες./ Ολα φκιάσ’ τα γκιουβέτσι και σαλάτα,/ νά και το ρετσινάτο στην ταβέρνα,/ και τα βιολιά, και ρίξου τους και φάτα./ Κέρνα, ρούφα, ξεφάντωνε, και ξέρνα.

Ιδεολόγοι και νιτερεσολόγοι/ κι όσους μεθάνε της ζωής οι χάρες/ κι εσείς με του ασκητή το κομπολόγι/ κι εσείς, τραγουδιστές με τις κιθάρες/ κι εσείς που τη ζωή κατάρα κλαίτε/ κι εσείς με των παθών τις λιγωμάρες/ κι εσείς που σε νερά γαλήνης πλέτε/ των «όλα αλλάζουν» οι διαλαλητάδες/ κι όσοι στο γυρισμό των ίδιων καίτε/ λιβάνι, κι όσοι καταφρονητάδες/ των όχλων κι εσείς οι άθεοι κι όσοι θρήσκοι/ κι εσείς, των προλετάριων οι λαμπάδες/ κι όλοι, υπεράνθρωποι, άνθρωποι, ανθρωπίσκοι!

Γυναίκα, αν θες αντρίκεια να δουλέψεις/ για τον ξεσκλαβωμό σου, δε σε φτάνει/ να κάψεις, να σκορπίσεις, να ξοδέψεις/ το χρυσάφι, τη σμύρνα, το λιβάνι/ στο νέο βωμό. Μέσα σου πρώτα κάψε/ το τριπλό ξόανο που τους δούλους κάνει:/ Συνήθεια, Κέρδος, Πρόληψη. Και σκάψε/ και του παλιού καιρού τα παραμύθια/ κι ας είν’ όμορφα, μια για πάντα θάψε./ Α! τα μεστά καμαρωτά σου στήθια/ βραχνάς τα πνίγει, πνίχ’ τον, πολεμίστρα/ για την Αγάπη και για την Αλήθεια./ Πάντα μαζί σου κι η Ομορφιά η μεθύστρα.

Και για μούντζα ο λαός και για λιβάνι./ Ο λαός είναι τίποτε και είν’ όλα/ είναι του εκδικητή το γιαταγάνι/ κι είν’ η μαϊμού η ξαδιάντροπη, η μαριόλα/ και η ρίζα και η κορφή, ο στερνός κι ο πρώτος/ κι εγώ κι εσύ, κι ο ανθός κι η καρμανιόλα/ κι ο αρχαίος Αθηναίος κι ο Οτεντότος./ Στο τραγούδι του αηδόνι αναστενάζει,/ στο θυμό του της αστραπής ο κρότος./ Σαν τρώει τα σπλάχνα του λαού μαράζι,/ κανείς πλαστουργός ήρωας, κανείς θεός./ Η δόξα, όπου κι αρχόντοι και βαστάζοι/ με μια σφραγίδα σφραγισμένοι: Λαός.

Πηγή: meteoros@efsyn.gr


Επιμέλεια ανάρτησης Επικούρειος Πέπος.