Matsuo Bashô
(1644 – 1694)
Πρώτη μέρα του χρόνου
σκέφτομαι τη μοναξιά
των δειλινών του φθινοπώρου
Το φθινόπωρο πλησιάζει
η δαμασκηνιά κι η σελήνη
τα πάντα αγγέλουν τον ερχομό του
Σ’ ένα κλαρί νεκρό
κάποιο κοράκι στάθηκε
ένα φθινοπωρινό δείλι.
Δεν καίει λάδι πια στη λάμπα μου,
ξάπλωσα. Νύχτα,
κι απ’ το παράθυρο το φεγγάρι.
Φεγγάρι ολόγιομο.
Τριγύρω απ’ τη λίμνη όλη τη νύχτα
περιπλανήθηκα.
Τα νερά του καταρράκτη διαυγή.
Μέσα στα κύματα άσπιλα
λάμπει η σελήνη καλοκαιρινή.
Μιαν αστραπή:
Μες το σκοτάδι αστράφτει
του ερωδιού η κραυγή.
Μπροστά σε μιαν αστραπή
αξιοθαύμαστος
αυτός που δεν καταλαβαίνει!
Ξύπνα, ξύπνα, φωνάζω,
φίλη μου εσύ μοναχή,
πεταλούδα, που τώρα κοιμήθηκες.
Τη μοναξιά κι αυτή,
θα ‘ρθεις να τη μοιραστείς μαζί μου
φύλλο της Μανόλιας;
Όταν λείπει η αγάπη
τα πάντα μοιάζουν παρατημένα
και τα φύλλα νεκρά.
Έφτασε ο χειμώνας
στο βουνό χωρίς όνομα
πεφτουν τα πρώτα χιόνια.
Τ’ άνθη της Τηλιάς
τον Μάιο και τον Ιούνιο
απίθανο άρωμα!
Στο άρωμα των δαμασκηνιών
ξάφνου σηκώνετ’ ο ήλιος
και φωτίζει το μονοπάτι μες τα βουνά
Των τζιτζικιών το άσμα
ίσαμε την καρδιά των βράχων
φτάνει.
Όπου να ‘ναι θα πεθάνουνε
τα τζιτζίκια. Όσο τ’ ακούμε
δεν το σκεφτόμαστε.
Ανάκατα ψέματα κι αλήθειες
κι όμως υπάρχει μια σκέψη αγαθή
στο προσκεφάλι μου πλάι.
Πρώτη του χειμώνα νεροποντή.
Ο πίθηκος μοιάζει κι αυτός
ένα βρόχινο να ζητάει παλτό.
Χειμωνιάτικος ήλιος
εγώ καβαλάρης
και παγωμέν’ η σκιά μου
Αρρώστησα ταξιδεύοντας,
τώρα σ’ ένα λειμώνα πλανώνται
τα όνειρα μου γυμνά.
Yamaguchi Sodô
(1642 – 1716)
Κάτω από τη σελήνη στιλπνή
με μόνη συντροφιά γυρίζει στο σπίτι μου
η σκιά μου.
Sugiyama Sampû
(1647 – 1732)
Θα τον περιμένουνε τα παιδιά του
όσο ο κορυδαλλός
ανεβαίνει ψηλά!
Ikenishi Gonsui
(1650 – 1722)
Κόπασε του χειμώνα
ο άγριος άνεμος,
μην αφήνοντας πίσω του παρά τον αχό των κυμάτων.
Mukai Kyorai
(1651 – 1704)
Μπείτε! Μπείτε λοιπόν!
Ούρλιαζα, μα συνεχίζανε να χτυπάνε τη θύρα
σκεπασμένη με χιόνι.
Hattori Ransetsu
(1654 – 1707)
Φθινοπωρινό φεγγάρι γεμάτο
έρπουνε οι ατμοί
στην επιφάνεια του νερού.
Enomoto Kikaku
(1661 – 1707)
Στο καπέλο μου
το χιόνι μου φαντάζει λαφρύ
γιατί είναι δικό μου.
Έφτασε ο χειμώνας.
Στα σκιάχτρα
κουρνιάζουνε τα κοράκια.
Το γεμάτο φεγγάρι λαμπρό.
Στο ψάθινο δάπεδο, των πεύκων
αντανακλώνται οι σκιές.
Tachibana Hokushi
(† 1718)
Όλα καήκαν.
Ευτυχώς οι ανθοί
είχαν προλάβει ν’ ανθίσουν.
Ομπρέλες…
Πόσες περάσαν
Τούτη τη βραδιά μες το χιόνι;
Yosa Buson
(1716 – 1783)
Καθ’ όλην τη διάρκεια της μέρας
στου φθινοπώρου τη θάλασσα
η φουσκοθαλασσιά κυματίζει.
Ôshima Ryôta
(1718 – 1787)
Κρύβονται
οι πυγολαμπίδες κυνηγημένες
στις ακτίνες του φεγγαριού.
Kobayashi Issa
(1763 – 1827)
Με τι βλέμμα ζηλόφθονο
την πεταλούδα ακολουθεί
στο κλουβί το πουλί!
Suzuki Michihiko
(1757 – 1819)
Ανωνύμου
Ο θρύλος του Urashima
Περασμένο φθινόπωρο μέρα βαριά
Ομίχλη τριγύρω παχιά
Κι εγώ κάτω στο Suminoe
Στην ακτή περπατώντας αργά
Τις ψαρόβαρκες που στα κύματα
Κοιτώντας να ταλαντεύονται
Μιαν ιστορία απ’ τα παλιά
Όταν μου ‘ρθε στο μυαλό ξαφνικά.
Ήτανε κάποτε ένας νέος λαμπρός,
Ο Urashima, του Mizunoe ο γιος,
Και για τα δίχτυα του όπού ‘ταν ξακουστός,
Κι όπου στο ψάρεμα του τόνου, της τσιπούρας ήταν ο πρώτος.
Δεν τον παράβγαινε κανείς.
Μα να κάποια που έφυγε βραδιά
Μα να που κιόλα μέρες πέρασαν επτά
Και που στο σπίτι του δε γύρισε ξανά.
Και να που με τη βάρκα του
Τώρα στο χείλος της θάλασσας μπροστά.
Και να που μπροστά του προβάλλει ξαφνικά
Του θεού των θαλασσών χωρίς βιασύνη
Κωπηλατώντας η θυγατέρα αργά.
Κι ώρα θα μιλήσουν οι δυο τους για πολλά
Και θα ερωτευτούν παράφορα πολύ.
Και να που όρκους θ’ ανταλλάξουνε καυτούς
Και να που στη χώρα της αιώνιας ζωής
Στο τέλος θα επιστρέψουνε μαζί.
Έτσι απ’ το χέρι τώρα πιασμένοι τρυφερά
Με καρδιοχτύπι μπαίνουν κι οι δυο διστακτικά
Στη κατοικία τη μελλοντική,
Σαν που ταιριάζει μεγαλόπρεπη και οχυρή.
Κι έτσι ανέμελα καιρός πολλής περνά
Δίχως καθόλου να γερνάν
Μήτε και να πεθαίνουνε ποτέ
Μες στα παλάτια του θεού των θαλασσών θαλασσινά.
Μ’ αυτός ο αλαφρόμυαλος,
Ο γιος του κόσμου αυτού,
Στη σύζυγο του έτσι μιλά κι έτσι της λέει:
Είναι φορές που θα ‘θελα στο σπίτι μου το πατρικό
Σαν βέλος γρήγορο να πεταχτώ
Και νέα να μάθω του γέρου του πατέρα μου
Και της γριάς της μάνας μου ν’ ακούσω τη φωνή,
Κι ευτύς αμέσως πίσω να γυρίσω πλάι σου ξανά.
Κι έτσι αφού μίλησε τα λόγια αυτά
Έτσι τ’ αποκρίθηκ’ η γυναίκα του
Μια πίκρα τρίζει τη φωνή:
Πίσω, σαν το θελήσεις, στον κόσμο τούτο
Της αιώνιας ζωής να γυρίσεις ξανά
Και μαζί μου να ζήσεις σαν και πρώτα και πάλι,
Σ΄ ότι έχεις, να χαρείς, στον κόσμο σ’ ικετεύω, ιερό,
Με τα ψιμύθια πάρε το σεντουκάκι μου τούτο το μικρό
Που μου ‘ναι ακριβό πολύ κι αγαπητό
Και μην τ’ ανοίξεις πλάι μου ίσαμε να γυρίσεις πίσω πάλι εδώ.
Και να που τον βάζει να το επαναλάβει
Και να που τον βάζει να ορκιστεί.
Κι εκείνος το επόμενο πρωί
Στο Suminoe ευτύς αμέσως σα βέλος πετάγεται γοργά
Ψάχνει το σπίτι του
Και πια σπίτι δε βλέπει πουθενά,
Ψάχνει το χωριό του
Και πια χωριό δε βλέπει πουθενά.
Κι αμήχανος στέκεται κει στοχαστικός.
Και μέσα του μιλά και έτσι λέει:
Μέσα στα τρία χρόνια μόνο αυτά
Οπού ‘φυγα από το σπίτι μου μακριά
Είν’ έτσι τάχα δυνατόν να χάθηκαν τα πάντα
Και δίχως το ίχνος το παραμικρό
Και σαν να μην υπήρξανε ποτές
Τα πάντα να εξαφανιστούν;
Κι αν άνοιγα άραγε τούτο το σεντουκάκι
Μια ματιά μονάχα, έτσι για να δω,
Λες άραγε το σπίτι μου σαν άλλοτε και το χωριό
Μπροστά στα μάτια μου να εμφανίζονταν ξανά;
Κι ανοίγει ο άμυαλος
Το σεντουκάκι με τα ψιμύθια της ακριβής του τ’ ακριβό
Κι ευτύς αμέσως ξεχύνεται εν’ άσπρο σύννεφο, καπνός
Και φεύγει και χάνεται πέρα μακριά
Και πίσω στη χώρα της αιώνιας ζωής πετά.
Και που τρεκλίζοντας τα πόδια ξαφνικά,
Ουρλιάζει υποφέροντας φριχτά
Τους πόνους σ’ όλο το κορμί
Γκρεμίζεται και να που τώρα σέρνεται στη γη
Με δίχως δύναμη ξανά να σηκωθεί.
Και κάθε που περνά στιγμή
Το πνεύμα ολοένα πιο αδύναμο στα ξαφνικά
Και να που το δέρμα έτσι οπού ‘ταν νέο
Ίσαμε τώρα σφριγηλό
Γρήγορα πως γερνά
Και οι ρυτίδες έτσι πως το καλύπτουνε παντού
Και τα μαλλιά του οπού ‘ταν έτσι όμορφα
Ολόμαυρα και μακριά
Γρήγορα πως ασπρίζουνε
Κι έτσι πως αραιώνουνε τώρα στο κεφάλι τα μαλλιά!
Και μες το στέρνο ευτύς αρχίζει ναν τον πνίγει η πνοή
Και τον αφήνει τελικά, τον παρατάει η ζωή.
Κι από τον Urashima τώρα,
Του Mizunoe το γιο,
Μονάχα βλέπω τώρα το στερνό
Της κατοικίας του το τόπο τον παντοτινό.
Πηγή: https://wordpress.com
====================
Τα χαϊκάι (η λέξη χαϊκού καθιερώθηκε πολύ αργότερα, τον 20ο αιώνα) άρχισαν ν’ αναπτύσσονται στο τέλος του 12ου αιώνα. Προήλθαν από την ομαδική ποίηση γνωστή σαν ρυάκα (ποίηση με ερωτήσεις-απαντήσεις). Λίγο λίγο και πάντα προφορικά, θέλοντας να ενώσουν τις στροφές νοηματικά και σαν ένα είδους ομαδικού παιχνιδιού, δημιουργήθηκε μια σειρά στίχων που οδήγησε στα λεγόμενα χαϊκάι-ρένγκα.
Τα χαϊκάι αποτελούντο από δύο λέξεις και σήμαιναν «διασκεδαστικό» και «αστείο». Ήσαν δε γραμμένα στην καθημερινή γλώσσα, σαν αντίδραση στην επίσημη ανακτορική γλώσσα .
Τον 13ο αιώνα, εμφανίζονται τα πρώτα χόκκου σαν ξεχωριστή μορφή, έχοντας έναν περιπαιχτικό κυρίως χαρακτήρα. Μέχρι τον 15ο αιώνα, αυτονομήθηκαν σαν ποίηση δίνοντας έμφαση στο παιχνίδι με τις λέξεις και τις εικόνες.
Το «κλασσικό» χαϊκού, εδραιώθηκε τον 16ο αιώνα. Σ΄ αυτή την εποχή θα σταθούμε κι εμείς και ειδικά στους Ματσούο Μπασό και Κομπαγιάσι Ίσσα. Ήδη το Ζεν, έχει δώσει το «στίγμα» του στην ποίηση αυτή: η λιτή και συμπυκνωμένη μορφή του χαϊκού (5-7-5) ενώνεται με το πνεύμα του Ζεν, που δεν είναι άλλο από την ανάδειξη της στιγμής σε αιωνιότητα. Πρόκειται για βίωμα και γι’ αυτό, επειδή στους ποιητές των χαϊκού υπάρχει η συνείδηση ότι η ζωή είναι πάνω από τις λέξεις, τα λόγια είναι ελάχιστα, αφήνοντας τον αναγνώστη να «συμπληρώσει» αυτή την γεύση του αιώνιου. Δεν πρόκειται για «ινσταντανέ» ιστορίες, μήτε για απλές περιγραφές. Γίνεται προσπάθεια να συλληφθεί η στιγμή και να περάσει στο απυρόβλητο του χρόνου.
Δεν πρόκειται βέβαια και για ψυχολογική ποίηση. Ωστόσο, μέσα από την αναφορά στην Φύση (σχεδόν πάντα) αναδύεται και ο ποιητής με την ανάλογη διάθεση: λύπη, χαρά, κλάμα γέλιο, απόλαυση, γαλήνη, μοναξιά. Δεν είναι αφηρημένα ποιήματα. Υπάρχουν λέξεις-εργαλεία, συγκεκριμένες και συχνά ανάλογες με την εποχή του χρόνου (Κίγκο) που προκαλούν και τα αντίστοιχα συναισθήματα.
Έτσι, έχουμε ενδεικτικά τις ανθισμένες κερασιές, τις πεταλούδες ,τις ιτιές και το κελάηδημα των αηδονιών, τους βατράχους, τις λίμνες ,τις λιβελλούλες, τα κρίνα , τον τζίτζικα, το απογευματινό αεράκι, τα σύννεφα, την πανσέληνο, τα κόκκινα φύλλα, τον σαλίγκαρο, τα στάχια, τα σκιάχτρα, το χιόνι, τις παγωμένες καλύβες, τις δαμασκηνιές, τις πάπιες.
Ένα άλλο ζήτημα, είναι η κλασσική αρχιτεκτονική του χαϊκού (5-7-5) και το αν χρειάζεται ή όχι να διατηρείται κυρίως στην μεταφορά τους σε άλλες γλώσσες από την ιαπωνική. Αυτό το θέμα έχει συζητηθεί και έχει αμφισβητηθεί ευρέως. Πολλοί είναι εκείνοι και στην Ιαπωνία, που δεν μένουν προσκολλημένοι στη μορφή. Πρώτος ο Μασαόκα Σίκι (1867-1902) που θεωρείται ο ιδρυτής του σύγχρονου χαϊκού, ακολούθησε μια αυτόνομη μορφή ποίησης. Ο ίδιος μάλιστα καθιέρωσε τον όρο χαϊκού από χακάϊ ή χόκκου.
Ιδού τρία χαϊκού τού Σίκι σε μετάφραση του Σωκράτη Σκαρτσή:
Φαντάσου,
ο μοναχός έφυγε
πριν λάμψει το φεγγάρι.
–Πέτρα στην καλοκαιρινή πεδιάδα
–έδρα του κόσμου.
–Καλοκαιρινός ουρανός καθαρός απ’ τη βροχή
–μερμήγκια στη γραμμή.
Όπως είπαμε πιο πάνω, σκεφτήκαμε να παρουσιάσουμε στίχους δύο αντιπροσωπευτικών ποιητών της κλασσικής εποχής του χαϊκού, του Μπασό και του Ίσσα. Και οι δύο, ο καθένας με τον τρόπο του, έβαλαν για τα καλά το Ζεν στην ποίησή τους, ανάγοντας το παρόν σε μοναδικό, αιώνιο χρόνο, με απλότητα, αφαιρετικότητα και χιούμορ ενίοτε.
Β α σ ι λ ι κ ή Φ ρ ά γ κ ο υ.