Life for Life
"Το θαύμα δεν είναι πουθενά
παρά κυκλοφορεί μέσα
στις φλέβες του ανθρώπου!!!"


"Στης σκέψης τα γυρίσματα μ’ έκανε να σταθώ
ιδέα περιπλάνησης σε όμορφο βουνό.
Έτσι μια μέρα το ’φερε κι εμέ να γυροφέρει
τ’ άτι το γοργοκίνητο στου Γοργογυριού τα μέρη !!!"


ΣΤΗΝ ΑΥΛΗ ΜΑΣ
Εμείς στο χωριό μας έχουμε ακόμα αυλές. Εκεί μαζευόμαστε, αμπελοφιλοσοφούμε,
καλαμπουρίζουμε, ψιλοτσακωνόμαστε μέχρι τις... πρώτες πρωινές ώρες! Κοπιάστε ν' αράξουμε!!!
-Aναζητείστε το"Ποίημα για το Γοργογύρι " στο τέλος της σελίδας.

11.2.15

Ο ΠΑΤΕΡΑΣ ΜΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΓΚΟΥΒΙΝΑΣ 1920 - 2008 από τον Επικούρειο Πέπο.

13/02/08- 13/02/2015 επτά χρόνια μετά.
Ο πατέρας, o παππούλης έφυγε από κοντά μας στις 13/02/2008
επτά χρόνια πέρασαν και δεν υπάρχει μέρα που να μη μιλάμε για
σένα Πατέρα. Ήσουν υπέροχος και γι' αυτό ήσουν τόσο πολύ
αγαπητός. Η σημερινή ανάρτηση είναι ένας μικρός φόρος τιμής
σ' έναν καταπληκτικό Πατέρα, σ' έναν Παππού μοναδικό, σ' έναν
πεθερό αξιοθαύμαστο που  οι νύφες αγάπησαν σαν δικό τους
πατέρα. Ήδη ο Πατέρας βρίσκεται στον παράδεισο της μνήμης μας.

'Ημασταν πολύ τυχεροί που είχαμε αυτούς τους υπέροχους γονείς. Μανούλα, Πατερούλη σας ευχαριστώ, σας ευχαριστώ για όλα όσο μας δώσατε και κυρίως για την αφοσίωση σας και την αγάπη σας.
 Στα χέρια της μητέρας μου
κοιμόταν ο πατέρας μου
και η ζωή ξημέρωνε στα παιδικά μου μάτια
και το πρωί που έφευγε
μια ακτίνα του ήλιου ξέφευγε
και χόρευε στο βήμα του αργά στα σκαλοπάτια.
Στο μεσιανό του δάχτυλο
μια φαγωμένη βέρα
κι ανάμεσα στα χείλη του μια ήσυχη γραμμή
δε μίλαγε, μα δάκρυζε
στην πρώτη καλημέρα
λόγια είναι τα δάκρυα κρυμμένα στο κορμί.
Τους δρόμους που περπάταγε
ασίκικα τους πάταγε
κι ας ήταν ο πατέρας μου σκαρί συνηθισμένο
στους ουρανούς αρμένιζε
και το σακάκι ανέμιζε
καιρός πάει που έφυγε, μα εγώ τον περιμένω

Ηλίας Κατσούλης


 Στον πατέρα μου, στον παππούλη μας!
 

























 
  







           
Κάποτε ο Πατέρας μου/
Όργωνε τη γη/
Φυτεύοντας την ελπίδα/
Σε κάθε αυλακιά/
που άνοιγε το υνί/
Οι λέξεις ξεπετιούνταν/
Όπως οι παπαρούνες την άνοιξη/
Τώρα πια
στο πλατύ χωράφι της ποίησης/
Οι λέξεις μαραίνοντε/
Όπως τα φύλλα του φθινοπώρου/
Είδα στον ύπνο μου τον Πατέρα/
περπατούσε/
ήταν χαμογελαστός/
Μπράβο Πατέρα όπως παλιά/
Λεβέντης/
Γειά σου Πατέρα, γειά σου Μαστορίκα!!!/
Επιμέλεια ανάρτησης: Eπικούρειος Πέπος.

23.1.15

Ο ΔΟΝ ΚΙΧΩΤΗΣ ΤΟΥ ΘΕΡΒΑΝΤΕΣ ΣΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ ΤΗ ΖΩΓΡΑΦΙΚΗ

Για τον Δον Κιχώτη
Φίλες και Φίλοι καλημέρα, σε όσους το αξίζουν και μόνο σ'αυτους. το μενού σήμερα έχει Δον Κιχώτη του Θερβάντες.
Το υλικό για τη σημερινή ανάρτηση το δανείστηκα απο το καταπληκτικό ιστολόγιο της κ. Άννας Αγγελοπούλου την οποία ευχαριστώ απο καρδιάς. Ελπίζω κάποια στιγμή τα μέλη της δημιουργικής ομάδας της ΛΟΓ να συναντήσουμε αυτή την
υπέροχη Ελληνίδα για μια συνέντευξη γιατί ανήκει στην μικρή δημιουργική Έλλαδα του εξωτερικού. Μετά το άρθο γιατο μαγευτικό και πανέμορφο Γοργογύρι, νομίζω πως είναι ό,τι καλύτερο
ο αιώνιος ονειροπόλος Δον Κιχώτης. Όσοι απο εσάς δεν έχετε διαβάσει αυτό το κλασικό αριστούργημα ξεκινήστε το τώρα. Καλή ανάγνωση, με σεβασμό και αγάπη. Επιμέλεια:
Επικούρειος Πέπος. Λογοτεχνική Ομάδα Γοργογυρίου-filomatheia.blogspot.com


   Με αφορμή το θεατρικό έργο Δον Κιχώτης του Ρώσου συγγραφέα Μιχαήλ Μπουλγκάκοφ (1891-1940), που ανέβηκε πρόσφατα στο Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος (ΚΘΒΕ) σε σκηνοθεσία του Γιάννη Λεοντάρη,  παρουσιάζω πίνακες ζωγραφικής και ποιήματα της νεοελληνικής ποίησης που έχουν ως θέμα τους τον εμβληματικό ήρωα της λογοτεχνίας Δον Κιχώτη. Το θεατρικό έργο του Ρώσου συγγραφέα αποτελεί διασκευή του μυθιστορήματος του Θερβάντες και γράφτηκε το 1938, λίγο πριν το θάνατο του Μπουλγκάκοφ σε μια εποχή  που  το έργο του είχε απαξιωθεί και ο ίδιος απομονωθεί από το σταλινικό καθεστώς. Ο Δον Κιχώτης του Μπουλγκάκοφ αναδεικνύεται σε τραγικό ήρωα με χαρακτηριστικά ρομαντικού οραματιστή που, αν και έχει επίγνωση της ήττας,  αρνείται μέχρι τέλους να παραιτηθεί από τον αγώνα για τα ιδανικά του και μάχεται για την ελευθερία του εναντίον αυτών που  έχουν εξουσία να επιβάλλουν ιδέες. Στο εισαγωγικό σημείωμα του προγράμματος της θεατρικής παράστασης, ο σκηνοθέτης Γιάννης Λεοντάρης παραθέτει τη φράση του θεατρικού συγγραφέα Αύγουστου Στρίνμπεργκ: "αν στερήσεις έναν άνθρωπο από τις ψευδαισθήσεις του είναι σαν να τον σκοτώνεις".   Υ.Γ. Επικούρειου Πέπου, άρα αυτοί που έχουν στερήσει την ελπίδα απο τους Ελληνες τι έχουν διαπράξει? Και το χειρότερο, πως είναι δυνατόν να δίνεις άφεση αμαρτιών σ'αυτον που σου στέρησε τα όνειρα, την ελπίδα, και κυρίως σε πολλούς ανθρώπους την ίδια τη ζωή? μιλάω για τον Τζέφρυ. Επίσης πως είναι δυνατόν να συνεχίζεις να ψηφίζεις όλους αυτούς [πχ Δημαρίτες, Πασόκους που δε γνώριζαν τι ψηφίζουν? Νεοδημοκράτες που ψήφιζαν κι αυτά που δεν χρειάζονταν?] δεν απαλλάσω απο τις ευθύνες τ'αλλα κόμματα π.χ. ΚΚΕ και ΣΥΡΙΖΑ αλλά είναι άλλο το μερίδιο ευθύνης των μεν και άλλο των δε. Επομένος πριν πάμε να ψηφίσουμε, όσοι πάμε τέλος πάντων, καλό θα είναι να φρεσκάρουμε λίγο τη μνήμη μας γιατί μετά την απομάκρυνση εκ του ταμείου-κάλπης ουδέν λάθος αναγνωρίζεται. 'Αρα?
   Ας δούμε, λοιπόν, πώς αντανακλώνται οι ψευδαισθήσεις για τις περιπέτειες του Δον Κιχώτη στο έργο κάποιων ζωγράφων και ποιητών.
Honoré Daumier, O Δον Κιχώτης και ο Σάντσο Πάντσα, 1865-1870. Νέα Πινακοθήκη. Μόναχο.

O ήρωας-σύμβολο του ομώνυμου μυθιστορήματος του Ισπανού Θερβάντες, ο αιθεροβάμων ιππότης Δον Κιχώτης, ένας ασήμαντος ευφάνταστος αγρότης που βγήκε από τον μικρόκοσμό του, μαζί με τον πιστό ακόλουθό του Πάντσο Σάντσα, για να ταξιδέψει σε μακρινές πολιτείες και να κυριέψει ανύπαρκτα βασίλεια, να κυνηγήσει χίμαιρες και  άπιαστα όνειρα, να αναζητήσει ασύλληπτες ιδέες και ιδανικά, να αδράξει το άπιαστο και να γνωρίσει το άγνωστο, για να επιστρέψει στο τέλος πίσω από εκεί που ξεκίνησε, υπήρξε πηγή έμπνευσης για τη δημιουργία έργων τέχνης. Ο Γάλλος ζωγράφος, γλύπτης και χαράκτης Honoré Daumier (1808-1879), 250 χρόνια μετά τη δημοσίευση του μυθιστορήματος του Θερβάντες, ζωγραφίζει μια σειρά έργων με θέμα τις περιπέτειες του Δον Κιχώτη κατά τη διάρκεια των ταξιδιών του.

  
Honoré Daumier, O Δον Κιχώτης και ο Σάντσο Πάντσα. 1855. Εθνική Πινακοθήκη. Λονδίνο.

  Την περίοδο του μεσοπολέμου (1920-1940), υπό την ατμόσφαιρα του νεοσυμβολισμού και του νεορομαντισμού, ο Δον Κιχώτης εμφανίζεται γύρω στα 30 ποιήματα της νεοελληνικής ποίησης, 10 τουλάχιστον ποιητών. Αναφέρω κάποιους από αυτούς: Όμηρος Μπεκές (σε πολλά ποιήματά του), Κώστας Ουράνης, Κ.Γ.Καρυωτάκης, Ρώμος Φιλύρας, Μίνως Ζώτος, Γιάννης Ρίτσος, Μ. Αλεξίου, Γ. Σταυρόπουλος, Ν. Καζαντζάκης, Λέων Κουκούλας.
  Ένα από τα πρώτα και πιο γνωστά ποιήματα με θέμα τον Δον Κιχώτη, είναι το ομώνυμο ποίημα του Κώστα Ουράνη.
Κώστας Ουράνης, Δον Κιχώτης (1920)

Ατσάλινος και σοβαρός απάνω στ' άλογό του

το αχαμνό, του Θερβάντες ο ήρωας περνάει,
και πίσω του, το στωικό γαϊδούρι του καβάλα
ο ιπποκόμος του ο χοντρός αγάλια ακολουθάει.
Αιώνες που ξεκίνησε κι αιώνες που διαβαίνει
με σφραγισμένα επίσημα, ερμητικά τα χείλια
και με τα μάτα εκστατικά, το χέρι στο κοντάρι,
πηγαίνοντας στα γαλανά της Χίμαιρας βασίλεια…
Στο πέρασμά του απ' τους πλατειούς του κόσμου δρόμους, όσοι
τον συντυχαίνουν, για τρελλό τον παίρνουν, τον κοιτάνε,
τον δείχνει ο ένας του αλλουνού-κι ειρωνικά γελάνε
Ω ποιητή! παρόμοια στο διάβα σου οι κοινοί
οι άνθρωποι χασκαρίζουνε. Άσε τους να γελάνε:

οι Δον Κιχώτες παν μπροστά κι οι Σάντσοι ακολουθάνε!

Honoré Daumier, O Δον Κιχώτης και ο Σάντσο Πάντσα ξεκουράζονται κάτω από ένα δένδρο. 1855. Πινακοθήκη N. Karlsberg. Κοπεγχάγη.

   Οι περισσότεροι από αυτούς τους ποιητές παρουσιάζουν τον Δον Κιχώτη όχι ως κωμική φιγούρα ενός ευφάνταστου και ονειροπαρμένου, αλλά τον βλέπουν με ρομαντική ματιά και τον εξιδανικεύουν ως τον ιδεαλιστή ενάρετο ιππότη που αγωνίζεται για την ελευθερία και τη δικαιοσύνη, που κυνηγά τα όνειρά του…
Honoré Daumier, O Δον Κιχώτης, ο Σάντσο Πάντσα και το νεκρό μουλάρι. 1864. Μητροπολιτικό Μουσείο Τέχνης. Ν. Υόρκη.

    Ακόμα και ο σαρκαστικός και πικρός Καρυωτάκης δεν αποφεύγει τη ρομαντική προσέγγιση του θέματος με το γνωστό ποίημα του Δον Κιχώτες, που θεωρείται ότι συνομιλεί με το ποίημα του Ουράνη. Οι παραιτημένοι Δον Κιχώτες, που παρουσιάζονται από τον Καρυωτάκη να έχουν οδυνηρή επίγνωση της ματαιότητας των αγώνων τους, είναι ρομαντικές πονεμένες φιγούρες. 
Κώστας Καρυωτάκης, Δον Κιχώτες (1920-από τη συλλογή Νηπενθή)

Οι Δον Κιχώτες πάνε ομπρός και βλέπουνε ως την άκρη

του κονταριού που εκρέμασαν σημαία τους την Ιδέα.
Κοντόφθαλμοι οραματιστές, ένα δεν έχουν δάκρυ
για να δεχτούν ανθρώπινα κάθε βρισιά χυδαία.

Σκοντάφτουνε στη Λογική και στα ραβδιά των άλλων
αστεία δαρμένοι σέρνονται καταμεσίς του δρόμου,
ο Σάντσος λέει "δε σ' τό' λεγα;" μα εκείνοι των μεγάλων
σχεδίων, αντάξιοι μένουνε και: "Σάντσο, τ' άλογό μου!"

Έτσι αν το θέλει ο Θερβάντες, εγώ τους είδα, μέσα
στην μιαν ανάλγητη Ζωή, του Ονείρου τους ιππότες
άναντρα να πεζέψουνε και, με πικρήν ανέσα,
με μάτια ογρά, τις χίμαιρες ν' απαρνηθούν τις πρώτες.

Τους είδα πίσω νά' ρθουνε-παράφρονες, ωραίοι
ρηγάδες που επολέμησαν γι' ανύπαρχτο βασίλειο-
και σαν πορφύρα νιώθοντας χλευαστικά, πως ρέει,
την ανοιχτή να δείξουνε μάταιη πληγή στον ήλιο!



Honoré Daumier, O Δον Κιχώτης και ο Σάντσο Πάντσα στα βουνά. 1850. Μουσείο Καλών Τεχνών Bridgestone. Tόκυο.
Ο άγνωστος στο ευρύ κοινό Όμηρος Μπεκές (1886-1971) έχει γράψει πολλά ποιήματα με θέμα τον Δον Κιχώτη. Τα πρώτα "δονκιχωτικά" ποιήματά του δημοσιεύονται στο περιοδικό "Λόγος" που εξέδιδε στην Κωνσταντινούπολη. Με το περιοδικό αυτό συνεργαζόταν και ο Καρυωτάκης.
Όμηρος Μπεκές, Δον Κιχώτης

Όταν μιλώ να σκάνετε, γιατ' είστε βλάκες πρώτης!
Αγροίκοι! Όσες κι αν βλέπετε μορφές στον κόσμ' ωραίες,
για σας είναι αντικείμενα κ' είναι για μένα ιδέες!..
Ο Δον Κιχώτης είμ' εγώ, της εμορφιάς ιππότης!

Γελάτε σα με βλέπετε, και λέτε: "- Ο Δον Κιχώτης!"
Μ' ακούστε : οι κόρες του Διός, που ζουν αιώνια νέες,
εννιά για εμέ πριγκίπισσες σταθήκαν Δουλσινέες!
Τις σκλάβωσα με το σπαθί του λόγου και της νιότης!

Οικόσημά μου τα όνειρα΄μα κ' η χλομή μου η μούρη
δεν αντικρύζει, όπως εσείς, του Σάντσου το γαϊδούρι.
Τον Πήγασο με τα φτερά μπινεύω τα μεγάλα!

Κι αν θέλετε, ανεμόμυλοι, μ' εμέ να μετρηθήτε,
βροντώντας γύρω σας ρυθμούς αθάνατους θα ιδείτε
με τα ωσαννά σας να ριχτώ στα σύννεφα καβάλα!..

Honoré Daumier, O Δον Κιχώτης και ο Σάντσο Πάντσα.
Ρώμος Φιλύρας, Ο Δον Κιχώτης (1924)

Στον αιώνα λαμποκοπά η μορφή σου

κι ο καγχασμός σου στο Κενό αντηχάει,
κράνος και τελαμώνες η στολή σου,
μια ειρωνεία και σ' ό,τι ξεψυχάει.

Ούτ' η ψυχή σου ξέρει την υφή σου
κι είσαι το αίνιγμα άλυτο που πάει
σε φαντασίωση, που νέα γεννάει
από το Σάντσο, το συγκρατητή σου.

Στοχαστικής μιας ασκεψίας εικόνα,
αλλόκοτης συνήθειας μεγαλείο
δεν έλυσες και μες στο πανδοχείο

της περικεφαλαίας σου τον τελαμώνα,
παράδοξης απλότητας στοιχείο
και λογισμού συνθέτουν κολοφώνα.

Gustave Doré, Ο Δον Κιχώτης και ο Σάντσο Πάντσα. 1863. Σκίτσο του Dore από τη γαλλική μετάφραση του μυθιστορήματος του Θερβάντες.
Λέων Κουκούλας, Δον Κιχώτοι (1939)
Καλότυχοι είστε εσείς που ξενυχτάτε
με την αξέγνοιαστή σας πάντα νιότη
και για τρελλά ταξίδια ξεκινάτε
με την αρματωσιά του Δον Κιχώτη.

Ποτέ μαράζι εντός σας δεν κρατάτε
κι ούτε έχετε μελλούμενη έγνοια για ό,τι
μας θλίβει στη ζωή κι ούτε ρωτάτε
στερνοί όπου πάτε αν φτάσατε για πρώτοι.

Αχ, απ'την πρόωρη φρόνηση που δένει
τον πόθο μας σε βάρκα γερασμένη
κι ανήμπορη να ξανοιχτεί στα μάκρη,
σοφότερη είν'η τρέλλα, που με πλάστρα
σας σπρώχνει ορμή σε δρόμους δίχως άκρη,
να πάρετε της χίμαιρας τα κάστρα.

Pablo Picasso, Δον Κιχώτης. 1955. Εικόνα από το περιοδικό Les Lettres Françaises. Ο Picasso ζωγραφίζει το σκίτσο αυτό  για το γαλλικό περιοδικό με αφορμή την 350η επέτειο από τη δημοσίευση του Δον Κιχώτη του Θερβάντες.
  

  Επικούρειος Πέπος.  Ο Δον Κιχώτης και οι ανεμόμυλοι. 2014

Μίνως Ζώτος, ο ιππότης (1929) 

Ήταν ιππότης. Κάτι έπρεπε να ‘ναι
Κι ήταν ιππότης. Ελαμποκοπούσε
Χρυσό σπαθί στο πλάι του κι εφορούσε
Λευκό στο καπελίνο του φτερό.


Αμίλητος καβάλα στ’ άλογο του
Χώρες περνούσε κι άφηνε ζητώντας
Τον κίνδυνο, που αντίκριζε γελώντας
Ο ιππότης μια φορά κι έναν καιρό.


Κάτι ζητούσε μέσα του η ψυχή του,
Κι αν άσκοπα τον κόσμο ετριγυρνούσε,
Ο πόθος του τον κόσμο ξεπερνούσε
Πλατύτερος, να πάει, στον ουρανό


Ωστόσο ευγενικά κι αντρειωμένα
Με το ληστή παλεύοντας, που εκράτει
Στον πύργο την κυρία την ντελικάτη
Ή την αρχοντοπούλα την μικρή,


Αυτός ανυστερόβουλα, με πίστη,
Την ένδοξη παράδοση ετιμούσε,
Κι εγύμνωνε το ξίφος κι εχτυπούσε
Και λευτεριά τους χάριζε ιερή


Μα εκείνες που δεν ήξεραν του έκαιγαν
Θυμίαμα θαυμασμού τον έρωτα τους
Κι έταζαν την αχρείαστη ομορφιά τους
Στην τόλμη του για δώρο προσφερτή


Δεν το χωρούσε ο νους των, δεν μπορούσαν
Να νοιώσουν μια θυσία τόσον ωραία
Για της ευγένειας μόνο την ιδέα
Και για της ιπποσύνης την τιμή.
Salvador Dali, To άπιαστο όνειρο του Δον Κιχώτη. Χαρακτικό.

Salvador Dali, Δον Κιχώτης. Χαρακτικό.
Επιμέλεια ανάρτησης απο τον Επικούρειο Πέπο
πάντα με τις οδηγίες του πρύτανη της πληροφορικής
Γενικού Γεώργιου.

18.1.15

MAΡΙΝΟΣ ΔΑΛΑΚΑΣ ΕΝΑΣ ΥΠΕΡΟΧΟΣ ΕΛΛΗΝΑΣ της μικρής δημιουργικής Ελλάδας του εξωτερικού.

Μαρίνος Δαλάκας: Πρωτοπόρος της νευρολογίας στις ΗΠΑ
ΑΝΝΑ ΓΡΙΜΑΝΗ

Πότε νιώσατε τελευταία φορά υπερήφανος ως Ελληνας;
Πριν από λίγους μήνες στην Ελβετία, όταν μου δόθηκε το βραβείο «Life-time achievement award» και η παρουσίαση άρχισε ως εξής: «Γεννήθηκε στην Ελλάδα. Αριστούχος φοιτητής Ιατρικής του Πανεπιστημίου Αθηνών». Ενιωσα μια έξαρση για την Ελλάδα! Το ίδιο νιώθω όταν Ελληνες ανά τον κόσμο βραβεύονται αξιοκρατικά.
Σε τι σας έκανε καλύτερο η διεθνής εμπειρία σας;
Πειθαρχία στη σκέψη και επικοινωνία, συμπόνια για τον ασθενή, προώθηση των ικανών αλλά με μηδενική ανοχή στην ανειλικρίνεια και την ασυνέπεια, πίστη ότι είμαι σε συνεχή αποστολή για το τελειότερο.
Τι πιο πολύτιμο σας έδωσε η ελληνική παιδεία;
Ευρεία γνώση πέραν της Ιατρικής, βάση για διεισδυτικότερη και πιο ανθρωπιστική προσέγγιση της κλινικής έρευνας.
Πού υπερέχουμε και σε τι υστερούμε ως Ελληνες;
Ικανότητα προσαρμογής στο χώρο και έντιμη ανταγωνιστικότητα. Αν είσαι εξίσου ικανός με τον Αμερικανό, μένεις σε μέτριο επίπεδο - οι επιτυχημένοι Ελληνες είμαστε δέκα φορές καλύτεροι. Στην Ελλάδα αυτό το ζητούμενο δεν υπάρχει, παρασύρεσαι σε εύκολες ή απατηλές επιλογές. Είναι ένα λυπηρό ελληνικό παράδοξο.
Πώς θα γίνει πιο ανταγωνιστικό το ελληνικό πανεπιστήμιο;
Εκλογή καθηγητών με αξιοκρατία. Ο σημερινός νόμος προμηνύει συνεχή κατήφορο. Γίνεσαι καθηγητής με «εξέλιξη», σαν να παίρνεις γαλόνι γιατί συμπλήρωσες τριετία, και ας έχεις προσόντα λέκτορα. Κατάργηση «γενικών συνελεύσεων» και «τομέων», δύο υδροκεφαλικών οργάνων διοίκησης, άγνωστων στην Αμερική, που «εκλέγουν και εγκρίνουν» δήθεν δημοκρατικά, αλλά περιορίζουν προοδευτικές κινήσεις. Ιδρυση ιδιωτικών πανεπιστημίων, για να επιτευχθεί θεμιτός ανταγωνισμός.
Τι θα κάνατε για να δώσετε ώθηση στην ελληνική καινοτομία;
Ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας με παράλληλη συνεργασία ιδιωτικού και κρατικού μηχανισμού μέσω αυστηρών κανονισμών. Ενα κρατικό νοσοκομείο, π.χ., να γίνει καλύτερο από άλλο κρατικό, απορροφώντας  επενδυτές. Κερδίζουν όλοι, προπαντός οι ασθενείς.
Η έννοια της αριστείας πού εκφράζεται στην Ελλάδα;
Ισως σε μερικά ιδρύματα, ίσως μέσω μιας ανανεωμένης Ακαδημίας. Οι εύποροι Ελληνες πρέπει να προαγάγουν τη φιλανθρωπία και το κράτος να βοηθήσει με φορολογικές απαλλαγές. Είχα σκεφτεί την οργάνωση ενός μη κερδοσκοπικού ιδρύματος για τη σωστή κατεύθυνση σε Ελληνες ασθενείς που ταλαιπωρούνται με λανθασμένες θεραπείες.
Τι ουσιαστικό μπορούν να δώσουν στη χώρα οι διακεκριμένοι του εξωτερικού;
Εκσυγχρονισμό στον τρόπο σκέψης, εφαρμογή σύγχρονων προγραμμάτων, συνεργασίες, επαφές με επιτυχημένους επιστήμονες και επιχειρηματίες του εξωτερικού.
Τι θα συμβουλεύατε κάποιον συνάδελφό σας που παραμένει και βιώνει την ελληνική πραγματικότητα;
Εργασία με συνέπεια, συνεργασίες χωρίς κομπλεξισμό, περισσότερη συμπόνια στον ασθενή, αποπολιτικοποίηση του εργασιακού χώρου.
Βγήκε κάτι θετικό από την κρίση - και ποιο είναι;
Ελπίζω αυτογνωσία, αναγνώριση ότι με ψεύτικες συνταγές δεν στέκεται τίποτα και αυτοσυμμόρφωση πολιτείας και πολιτών. Οταν ο δικαιολογημένος θυμός κοπάσει, θα αρχίσει η συστηματική ανανέωση κάθε ιδιωτικής ή δημόσιας δραστηριότητας πάνω σε υγιή θεμέλια.
Με τι προϋποθέσεις θα γυρίζατε στην πατρίδα;
Επιλογή δύο-τριών στενών συνεργατών, προσέγγιση όλων, άμεση αξιοποίηση των ικανών, εθελουσία έξοδος των «σκάρτων». Ο ερχομός ενός επιτυχημένου φοβίζει τους μέτριους. Οταν πρωτοεξελέγην καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, ένας άλλος καθηγητής μού είπε: «Ας βγήκες παμψηφεί, ας είσαι καλός, είσαι όμως ουρανοκατέβατος, στέρησες την προαγωγή αυτού που είχε σειρά». Τέτοια αρρωστημένη νοοτροπία είναι βέβαιο ότι δεν βοηθάει.
Ποια ελληνική συνήθειά σας κρατήσατε;
Το καλά προετοιμασμένο δείπνο, ίσως με κάποια επισημότητα -όχι fast food-, που συνδέει κάθε βράδυ οικογένεια, φίλους.
Ο Ελληνας ήρωάς σας
Γιώργος Κοτζιάς. Εφήρμοσε την L-DOPA για τη νόσο του Parkinson. Τον γνώρισα. Δεν έχει βγει τίποτα σημαντικότερο για τη νόσο από το 1970.
Σταθμοί στη ζωή του
1966
Εισαγωγή με υποτροφία στην Ιατρική Σχολή Αθηνών και μόλις αποφοιτά, το 1972, φεύγει για την Αμερική.
1986
Διορίζεται μόνιμος διευθυντής Νευρολογίας στο τμήμα Νευρομυϊκών Παθήσεων στο National Institutes of Health, ΝΙΗ, ΗΠΑ (ύστερα από 15 χρόνια εκπαίδευσης και μετεκπαίδευσης σε πανεπιστήμια των ΗΠΑ και ΝΙΗ).
2007
Ιδρύει -με αποκλειστικά αμερικανική δωρεά- και διευθύνει τη Μονάδα Νευροανοσολογίας στην Ιατρική Σχολή Αθηνών, μοναδική στην Ελλάδα και πρότυπη στην Ευρώπη, για μελέτη αυτοάνοσων νευρολογικών νοσημάτων.
2010
Διορίζεται καθηγητής Νευρολογίας στο Thomas Jefferson University, Φιλαδέλφεια, ΗΠΑ, σε επώνυμη, τιμητική και ισόβια έδρα (endowed Chair).
Παιχνίδι με τις λέξεις
Τι πιο μικρό ελληνικό αγάπησα.
Βόλτες στην Αθήνα ή την Κέρκυρα, ανακαλύπτοντας κάτι ξεχασμένο ή νέο κι άλλοτε εικόνες, όπως ο καστανάς, το μαλλί της γριάς, η λατέρνα.
Το πρόσωπο που νοσταλγώ.
Τον αληθινά ειλικρινή Ελληνα/Ελληνίδα.
Η γεύση που συχνά ανακαλώ.
Ψάρι α λα σπετσιώτα.
Η πιο ελληνική μου λέξη.
Νοσταλγία.
Τι παίρνω μαζί μου φεύγοντας απ’ την Ελλάδα.
Τη δύναμη να ξαναγυρίσω.
Περιοδικό "Κ" της ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗΣ
Εικονογράφηση: Τιτίνα Χαλματζή.

16.1.15

O Aλκίνοοος Ιωαννίδης μιλάει στο tvxs, τη συνέντευξη πήρε η Κρυσταλία Πατούλη.

Αλκίνοος Ιωαννίδης: Μόνο την ουτοπία ονειρεύομαι

TVXS Συνέντευξη



07:09 | 18 Νοε. 2014
Τελευταία ανανέωση 22:06 | 18 Νοε. 2014
Κρυσταλία Πατούλη
  
[...] Μόνο την ουτοπία ονειρεύομαι. Σηκώνει κοροϊδία η στάση μου, το ξέρω, αλλά δεν αξίζει να ονειρευόμαστε κάτι λιγότερο [...] Από εμάς πρέπει να περιμένουμε πρώτα. Από τα βιβλία που θα διαλέξουμε να διαβάσουμε, την τηλεόραση που θα σβήσουμε για να κοιταχτούμε με τους ανθρώπους μέσα στο ίδιο μας το σπίτι, από τις συγνώμες που θα πούμε, από τα όπλα που ο καθένας μας θα ανακαλύψει ξεχασμένα στην ψυχή του και στην αγκαλιά του άλλου. Δε βλέπεις τι γίνεται; Όποιος βγει να μοιραστεί κάτι, πέφτουμε όλοι να τον φάμε. Υπάρχει οργή και μίσος που δεν ξέρουμε πού να διοχετεύσουμε, και τα επιστρέφουμε απλόχερα στον εαυτό μας. Αποτελούμε την ευκαιρία ώστε η επιστημονική κοινότητα να επινοήσει, μετά την οικογενειακή ή την ομαδική ψυχοθεραπεία, την εθνική ψυχοθεραπεία [...]
Ο συνθέτης, στιχουργός και ερμηνευτής Αλκίνοος Ιωαννίδης ...ανοίγει τη Μικρή βαλίτσα* στην Κρυσταλία Πατούλη (*Τη νέα του δισκογραφική δουλειά μετά από πεντέμιση χρόνια)
«Και πού να πάω και πού να 'ρθω
και πού να επιστρέψω
που 'ναι τα ξένα μακρινά
κι είν' τα δικά μου ξένα
και πού να επιστρέψω
[.] Μικρή βαλίτσα και βαριά
γεμάτη πέτρα κι ήλιο
είναι το εμπρός ανήλιαγο
κι είναι σκληρό το πίσω
και πού να σ' ακουμπήσω»
Κρ.Π.: Μια «Μικρή βαλίτσα», τι, πως, και πόσα μπορεί να χωρέσει;  

Αλκ. Ι.: Μπορεί να χωρέσει τα απολύτως απαραίτητα. Αυτά που θα σε κάνουν να εξακολουθείς να βλέπεις το δικό σου πρόσωπο σε ξένο καθρέφτη. Τη μνήμη, το παρόν και την προσδοκία της μέρας που θα 'ρθει. Μπορεί να χωρέσει δηλαδή όλα όσα μας αποτελούν στην ουσία μας.

***
Κρ.Π.: Μήπως αυτή η .μικρή βαλίτσα ήταν η αιτία που δεν έφυγες από την Ελλάδα, ενώ σου δόθηκαν τρεις ευκαιρίες τα τελευταία χρόνια -όπως έγραψες στο δίσκο; 

Αλκ.Ι.: Υπήρχαν λόγοι αρκετά σοβαροί για να φύγουμε οικογενειακώς. Ο λόγος που παραμείναμε ήταν ότι, και τις τρεις φορές, ενώ ξεκινούσα με ενθουσιασμό να ψάχνω για σπίτι και σχολείο εκεί για τα παιδιά, όσο περνούσαν οι εβδομάδες βάραινα, αισθανόμουν ηττημένος και τελικά αδικαιολόγητος στο φευγιό μου.

Οι λόγοι της αναχώρησης έμοιαζαν ξαφνικά πολύ μικροί. Κι ας είναι η σύντροφός μου στην αναμονή χρόνια τώρα για μια ειδικότητα, κι ας ορμάει η μιζέρια και η αδικία του τόπου μας από κάθε χαραμάδα μες στο σπίτι, κι ας ήταν για μένα ευκαιρία να εντείνω τη μικρή παρουσία μου στην «ευρωπαϊκή αγορά», ή να κάνω παραγωγές που εδώ ούτε να τις σκεφτώ δεν δικαιούμαι.

Έβλεπα ξαφνικά πως το πιθανότερο θα ήταν να μην κάνω τίποτα το αληθινά δημιουργικό. Έβλεπα το κενό, το ενδεχόμενο της απόλυτης αποτυχίας, αφού δεν έφευγα με όνειρο αλλά με μια βαθιά αίσθηση ήττας.
Θύμιζα στον εαυτό μου πως δεν είμαι με κανέναν τρόπο ίδια περίπτωση με όσους φεύγουν επειδή εδώ είναι άνεργοι, άπραγοι, ανύπαρκτοι και δυστυχείς. Δεν ανήκω στην κατηγορία των ανθρώπων που ο τόπος τους δεν τους έδωσε τίποτα, που δεν τους ζήτησε τίποτα, που δεν ανέδειξε τις ικανότητες ή που δεν δέχτηκε τα όσα έχουν να δώσουν.
Ανταμείφθηκα πολλαπλά από τον τόπο, σε εποχές πιο «εύκολες». Δεν αναφέρομαι στο κράτος, αλλά στους ανθρώπους του τόπου, που μου έδωσαν πολλά, και κυρίως την καλλιτεχνική και δημιουργική μου ελευθερία. Λειτουργώντας σαν καλλιτέχνης, ακόμα και μέσα στη σημερινή δυσκολία, εξακολουθώ να παίρνω πράγματα από το κοινό πρωτόγνωρα.

Όσες συναυλίες και να κάνω στο εξωτερικό, εδώ είναι το σπίτι μου, η τραγουδοποιητική μου πηγή, η δημιουργική μου ομάδα, το κοινό που καταλαβαίνω, οι ακροατές που πραγματικά αισθάνονται σε τι αναφέρομαι κάθε φορά, οι άνθρωποι που μοιραζόμαστε μια κοινή γλώσσα πέραν της γλώσσας, τα βιώματα, οι αναμνήσεις, η ζωή και οι ελπίδες μου.

Μεγάλωσα. Δεν νομίζω πως θα μπορούσα να διαχειριστώ μέσα μου μια τέτοια αλλαγή πια, εκτός και αν δεν είχα άλλη επιλογή. Είχα όμως επιλογή: να μείνω, να ζήσω και να γράψω σε μια πραγματικά ενδιαφέρουσα περίοδο.
Γιατί, όσο τραγική κι αν είναι η κατάσταση, δεν μπορείς να την πεις αδιάφορη. Παλιά γκρινιάζαμε πως πέσαμε σε αδιάφορη εποχή. Πάρε λοιπόν γκρινιάρη μιαν ενδιαφέρουσα εποχή, να δούμε τι θα κάνεις...
 Ίσως με κράτησε και η ψευδαίσθηση πως είμαι χρήσιμος εδώ... Μια αυτοκολακεία χωρίς περιεχόμενο δηλαδή, αφού στην πραγματικότητα δεν σε χρειάζεται κανείς. Εσύ πάντα χρειάζεσαι τους άλλους.

Προκειμένου όμως να γλιτώσω από το ενδεχόμενο να γεράσω μαραζωμένος και ηττημένος, χωρίς τους ανθρώπους μου, καλές είναι και οι ψευδαισθήσεις.

***
«Αν έχεις δόντι του φονιά και γούστα ματωμένα
αν μαύρισες τον ουρανό και θες να φας κι εμένα
μέσα στην καταιγίδα
θα γίνω αγκάθι στο λαιμό σου, σκόνη μες στο μάτι
μέσα στ' αυτί σου ψίθυρος και σύγκρυο στην πλάτη
στη σιγουριά σου αγκίδα
Πάντα θα ξημερώνει [.]»
Κρ.Π.: Το  τραγούδι «Πάντα θα ξημερώνει» το έγραψες μετά τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα. Πώς;
Αλκ.Ι.: Ένιωσα τη μαυρίλα να με πνίγει από παντού. Και μαζί ένιωσα την ανάγκη να πω για τη μικρή, αγέννητη αχτίδα που στο βαθύ σκοτάδι συντηρεί την υπόσχεση μιας ολόφωτης μέρας. Να πω για τους ανθρώπους που χωρίς βία, καρφώνονται σαν ασήμαντες αγκίδες στη σκληρή φτέρνα των σίγουρων για την ανωτερότητα των απόψεών τους φονιάδων. Μια μικρή αγκίδα που ενοχλεί το στρατιωτικό, σιδερένιο βάδισμά τους, που τους αποδυναμώνει κι ας κρατάνε πολυβόλο.
Να τραγουδήσω επίσης για το πώς ένα λαϊκό, αισθαντικό παιδί, μπορεί να ζει μετά τον θάνατό του, αφού επηρεάζει ασταμάτητα τις ζωές και τις εξελίξεις γύρω μας. Με τρόπο που χιλιάδες πολιτικοί και διανοούμενοι μαζί, αδυνατούν να πράξουν. Και να κλείσω όλο αυτό με έναν θρήνο λίγων δευτερολέπτων από το κουαρτέτο εγχόρδων, μετά το τραγούδι, για το παιδί που χάθηκε και για όσους χάθηκαν με τον ίδιο τρόπο.

Κρ.Π.: «Ο δίσκος αφιερώνεται σε όσους αναγκάζονται να εγκαταλείψουν τον τόπο τους και σε όσους εγκαταλείπονται από αυτόν». Με ποιόν τρόπο αλληλοσυνδέονται αυτά τα δύο; Και ποιο είναι - αν μπορούσαμε να πούμε- το χειρότερο;  

Αλκ.Ι.: Αυτά συμβαίνουν συνήθως ταυτόχρονα. Γιατί του οικονομικού προβλήματος ενός τόπου, προηγείται συνήθως ένα σύμπλεγμα άλλων προβλημάτων.
Ένας τόπος φροντίζει τους πολίτες του μέσα από την κοινωνία, μέσα από τις πολιτικές ηγεσίες του, μέσα από τις δομές του, μέσα από τις επιλογές που κάνει στη διάρκεια της ιστορίας, μέσα από την αντίληψή του για τη δικαιοσύνη, για την αξιοπρέπεια, για τον σεβασμό του πολίτη, μέσα από την αισθητική και το γενικότερο πνευματικό του επίπεδο, μέσα από την παιδεία που προσφέρει και το παράδειγμα που εκπέμπει ο λόγος και η πράξη των εκπροσώπων του.
Τότε, όποιος φεύγει, φεύγει γιατί το ποθεί η ψυχή του να ταξιδέψει και να ζήσει αλλού, ή γιατί το απαιτεί το επάγγελμα ή η μόρφωσή του, ή άλλοι δημιουργικοί, «θετικοί» ας τους πούμε, παράγοντες.

Όπως έφυγα από την Κύπρο, πριν από 25 χρόνια. Όχι εκδιωγμένος, αλλά λόγω σπουδών και με τη χαρά μιας ζωής που ανοιγόταν μπροστά μου.

Αυτός που δεν θέλει να φύγει, αλλά αναγκάζεται σε συνθήκες σχετικής ειρήνης να εγκαταλείψει τη μέχρι τώρα ζωή του, ο μετανάστης από ανάγκη δηλαδή, έχει ήδη εγκαταλειφθεί ή και ακόμα απορριφθεί από τον τόπο του, προτού φύγει, συχνά προτού καν γεννηθεί.

Κρ.Π.: Τι νέο έδωσες σ' αυτόν το δίσκο, που δεν είχες δώσει μέχρι τώρα από τον Αλκίνοο, και τι πιθανά πήρες; 

Αλκ.Ι.: Νομίζω πως για πρώτη φορά μίλησα τόσο αβίαστα και καθαρά για τα όσα με απασχολούν. Το είχα μεγάλη ανάγκη να μιλήσω καθαρά, τόσο στιχουργικά, όσο και μουσικά.

Προέκυψε ένας γυμνός δίσκος, χωρίς στολίδια, χωρίς ωραιοποιήσεις και εντυπωσιασμούς, περισσότερο από κάθε άλλη φορά. Ένας δύσκολος στην υλοποίησή του δίσκος, άμεσος όμως στην ακρόασή του. Σκληρός στο βάθος του και ήσυχος στην επιφάνεια.

Συχνά, ένιωθα πως «σβήνω δίσκο», όχι πως «γράφω δίσκο». Έχτιζα και γκρέμιζα μεγάλα κομμάτια, λέξεις, νότες, όργανα, ήχους, χρόνους και ερμηνείες. Αφαίρεσα αρκετά ολοκληρωμένα τραγούδια από το υλικό, τραγούδια που τα δούλευα για μήνες, χωρίς να με νοιάζει αν είναι «καλά» ή «κακά», μόνο αν προσθέτουν στην αφήγηση ή όχι.
Δύσκολη διαδικασία... Αυτό κάνουμε όλοι όμως σήμερα: Κρατάμε τα άκρως απαραίτητα. Ακόμα και στις μεταξύ μας επαφές, οι περισσότεροι προτιμούμε τελευταίως να πηγαίνουμε κατ' ευθείαν στην ουσία.
Η φλυαρία και ο χαριεντισμός της φούσκας σιγά-σιγά σβήνει. Αυτό έχω ανάγκη και από τους πολιτικούς: Αντί να φλυαρούν στομφωδώς, «κατακεραυνώνοντας» ο ένας τον άλλον, να μας πουν ήσυχα και καθαρά, μέσα στην καταιγίδα, την όποια αλήθεια τους. Χρειαζόμαστε συγκέντρωση και επικέντρωση, αλλιώς χαροπαλεύουμε μέσα στη σύγχυση, ενισχύοντάς την.

Ήταν όμως, για να επιστρέψω στην ερώτηση, μεγάλο το κέρδος για μένα από την όλη διαδικασία όσο και αν με δυσκόλεψε, γιατί αναγκάστηκα να επικεντρωθώ στην ουσία.

Είναι όπως ένας ήσυχος αναστεναγμός, ή ένα ουρλιαχτό, που για να δημιουργηθεί πρέπει να έχουν συμβεί πολλά, όταν όμως βγαίνει, τότε μπορεί να εκφράσει με απόλυτη ακρίβεια, ειλικρίνεια και βάθος, έννοιες, τις οποίες όσο και να προσπαθήσεις χρησιμοποιώντας περίτεχνα λόγια, αδυνατείς να περιγράψεις. Και για να το κάνει κανείς όλο αυτό τραγούδι, χωρίς αναστεναγμούς και ουρλιαχτά, χρειάζεται μια διαδικασία αρκετά περίπλοκη.

Κρ.Π.: Είναι από τους πρώτους δίσκους που εκφράζει στα περισσότερα τραγούδια του αυτό που ζούμε σήμερα, που τραγουδιέται το παρόν μας. Πόσο δύσκολο είναι να δοθεί η σύγχρονη πραγματικότητα μέσα από ποίηση και μουσική; 

Αλκ.Ι.: Θέλει τον χρόνο της η ζωή για να γίνει τέχνη. Για να χωρέσει το μεγάλο παρόν στο μικρό μας τραγούδι, χρειάζεται χρόνος.
Το ανησυχητικό θα ήταν να βγαίναμε όλοι οι τραγουδοποιοί με το που ξεκίνησε η κρίση, μιλώντας όπως-όπως γι' αυτήν, για να «πιάσουμε τον κόσμο». Είναι ένδειξη υγείας που άργησε αυτή η λειτουργία. Γιατί, δεν αρκεί να μεταφέρεις σε στίχους τα όσα ακούγονται στα καφενεία, ή τα όσα γράφονται στις εφημερίδες, για να εκφραστείς καλλιτεχνικά.
Πρέπει όλα αυτά, τα βιώματά σου, αυτά των συνανθρώπων σου, οι φόβοι, οι ενοχές, οι αβεβαιότητες, οι κλονισμοί σου, να μεταφραστούν σε μια γλώσσα ψυχής. Κι αυτό στους περισσότερους παίρνει χρόνο. Αλλιώς γράφουμε χρονογραφήματα, ή σχολιάζουμε έμμετρα την πραγματικότητα. Σεβαστά και αυτά, αλλά δεν είναι τραγούδια.
***
«Κανενός δεν ξεσηκώνεται η ψυχή
μα το σκυλί μου
το λέω Τσε
κι Άρη φωνάζω το υπέρβαρο γατί μου» (Στίχοι από το τραγούδι «Ο χορτάτος»).
Κρ.Π.: Αδιέξοδο;  Απογοήτευση; Πώς αντέχει κάποιος τόση .θλίψη; 

Αλκ.Ι.: Οι περισσότεροι κοιτάμε τον εαυτό μας στον καθρέφτη και είτε τον λυπόμαστε, είτε τον σιχαινόμαστε. Παρατημένοι, πελαγωμένοι και μπερδεμένοι.
Αρκετοί από όσους στρέφονται σε κόμματα που δεν έχουν ακόμα κυβερνήσει (σίγουρα όχι όλοι, αλλά αρκετοί), το κάνουν από απελπισία, οργή και αδιέξοδο, χωρίς να αλλάζουν οι ίδιοι το αξιακό τους σύστημα, χωρίς αληθινή ελπίδα και χωρίς να κινούνται από ανάγκη για αξιοπρέπεια με επίγνωση του κόστους της. Χωρίς όραμα. Χωρίς αυτοκριτική για τις παλαιότερες επιλογές τους και την ως τώρα στάση τους. Μόλις δουν τα σκούρα (γιατί εύκολα δεν θα 'ναι), θα ψαχτούν ξανά αλλού, οπουδήποτε. Κι εγώ μπερδεμένος είμαι, τι να πω...
Από τη μια το «Βία στη βία της εξουσίας» μου ακούγεται σαν «Νερό στο νερό της πλημμύρας» ή «Φλόγα στη φλόγα της πυρκαγιάς». Ενισχύει δηλαδή ό,τι αντιμάχεται.
Η ασχήμια δεν είναι ο τρόπος για να πολεμήσει κανείς την ασχήμια. Η οργή και η αγανάκτηση, όποτε δεν συνοδεύτηκαν από προσωπική και συλλογική καλλιέργεια, κοινό όραμα, ταυτόχρονη επίγνωση του μεγαλείου και της μικρότητάς μας και βαθιά, αληθινή αγάπη για τον άνθρωπο, έφεραν μόνο νέα καταπίεση και τραγωδίες, εξυπηρετώντας τις περισσότερες φορές, μετά από πολύ αίμα αθώων και ενόχων, όσα ξεκίνησαν να αντιπαλέψουν.
Από την άλλη, το να καθόμαστε άπραγοι, περιμένοντας τις «εξελίξεις»; Το να σιωπούμε σαν καλοχτενισμένα, φρόνιμα μαθητούδια στο κατηχητικό, περιμένοντας κάθε φορά οδηγίες, περιμένοντας να μας πούνε να πάμε να ψηφίσουμε; Κι αυτό με κάνει να αισθάνομαι άχρηστος, συνένοχος, βάρος της γης.
Και η άλλη λύση, αυτή της συλλογικής δράσης, της υγιούς προσφοράς, της αλληλεγγύης, της ανιδιοτελούς ανάμιξης με τα κοινά, να παραμένει ασύνδετη, διασπασμένη, ευάλωτη στο καπέλωμα, στην καχυποψία και στην τύχη, και παρά την αφοσίωση και τις θυσίες τόσων ανθρώπων και ομάδων να μην αποκτά συνολικό χαρακτήρα...
Και η μαυρίλα θεριεύει στην κυβέρνηση, στις τράπεζες, στις οθόνες, στους δρόμους, μέσα μας. Και πραγματικό, βαθύ, φεγγοβόλο όραμα στον καθένα μας και στην κοινωνία, πουθενά. Αυτό εκμεταλλεύονται και μας χώνουν όλο και βαθύτερα στη θανατηφόρα κακογουστιά τους οι κυβερνώντες.
Εναποθέτουμε τις ελπίδες μας στην όποια διεθνή συγκυρία, που, πώς τα καταφέρνουμε, πάντα εναντίον μας είναι, ή στην αλλαγή κυβέρνησης, σάμπως μπορεί κάποιος να αλλάξει τις ζωές μας χωρίς να έχει σύμμαχο τον καλύτερο εαυτό μας, ενώ ο καθένας μας παραμένει στην ουσία αυτό που ήταν. Αποκαρδιωτική η κατάσταση, πράγματι... Αλλά, τουλάχιστον την αναγνωρίζουμε πια.

Γιατί ακόμα θλιβερότερο ήταν όταν στην «καλή» εποχή δεν αναγνωρίζαμε την κατάστασή μας, πράγμα που, από αυτήν τουλάχιστον την άποψη, την καθιστούσε χειρότερη από τη σημερινή. Οπότε, περιέργως, μάλλον υπάρχει πρόοδος... Γιατί το να αναγνωρίσει κανείς την κατάστασή του είναι πάντα το πρώτο βήμα για τη βελτίωσή της. Το επόμενο βήμα πρέπει να γίνει γρήγορα, όχι όμως βιαστικά.

***
«Πού να πήγε τόση ζωή κι αυτά που ήταν να 'ρθούνε
ούτε στο αύριο πετούν ούτε στο εδώ πατούνε» (στίχοι από το χασάπικο με τίτλο «Πού πεθαίνουν τόσα πουλιά», το πρώτο λαϊκό του δίσκου που έχει αναφορές στη λαϊκή μουσική της δεκαετίας του '50 και του '60)
Κρ.Π.: Ποιοί, πότε και πώς, θα απαντήσουν σε αυτό το ερώτημα;

Αλκ.Ι.: Η ζωή θα απαντήσει. Τις απαντήσεις τις δίνει πάντα η ζωή. Η δική μας υποχρέωση είναι να της θέτουμε τις σωστές ερωτήσεις. Αλλιώς, οι απαντήσεις που μας δίνει δεν ανταποκρίνονται στις ερωτήσεις που της θέσαμε. Είναι παντελώς άσχετες.

Και τότε δεν υπάρχει διάλογος, γιατί η συνομιλία μας με τη ζωή αποτελεί μιαν ασυναρτησία. Τότε, εμείς και οι ζωές μας, ζούμε σαν ξένοι που δεν γνώρισαν ποτέ ο ένας τον άλλον.

Κρ.Π.: Το δεύτερο λαϊκό του δίσκου με τίτλο «Μια χούφτα γη» γράφτηκε μετά το θάνατο του Παπάζογλου και έχει αναφορές στην Εκδίκηση της γυφτιάς, και στη Σχολή της Θεσσαλονίκης;

Αλκ.Ι.: Μέσα μου, έχει ξεκάθαρη αναφορά στον Νίκο Παπάζογλου. Μου κάνει εντύπωση που πέρασε τόσο αθόρυβα το φευγιό του. Έκανε σημαντικά πράγματα με έναν τρόπο τελείως δικό του και επηρέασε, μέσα από την τσιγκούνικα μικρή δισκογραφία του, αλλά και μέσα από τις παράπλευρες δραστηριότητές του, τον δρόμο όλων μας.
Φεύγει σχετικά νέος απ' τη ζωή ένας τέτοιος άνθρωπος, και το μελάνι που χύνεται είναι απείρως λιγότερο από αυτό για τον νέο καλοκαιρινό έρωτα της τάδε φετινής τραγουδίστριας ή τηλε-περσόνας.  Δε γκρινιάζω, με πιάνουν τα γέλια, έχει και την πλάκα του όλο αυτό. Μόνο στην πλάκα μπορείς να το πάρεις, αλλιώς χάθηκες... Τέλος πάντων...
Ενώ η «Μικρή Βαλίτσα» στηρίζεται στον ήχο του κουαρτέτου εγχόρδων, υπάρχουν κάποια λαϊκότροπα τραγούδια στον δίσκο, που αναφέρονται σε διαφορετικές εποχές του λαϊκού τραγουδιού, από τα παλιά ρεμπέτικα μέχρι το νεότερο λαϊκό. Οι αναφορές δεν είναι μόνο στο ύφος, αλλά και στον χαρακτήρα των εποχών αυτών, ακόμα και σε συγκεκριμένα τραγούδια, μαζί με μια εσωτερική σύνδεση με τον σημερινό εαυτό μου.

Όταν ο σημερινός εαυτός μας απουσιάζει από τα όσα φτιάχνουμε, τότε κάνουμε απλά αναπαράσταση. Το θέμα είναι να τον εντάξεις δημιουργικά και όχι απλά κραυγαλέα.
Κάθε φορά που ετοιμαζόμουν να φύγω απ' τη χώρα, άκουγα μόνο δημοτικά και ρεμπέτικα. Αυτά θα έπαιρνα μαζί μου πρώτα, αν έφευγα. Όταν το συνειδητοποίησα, εγώ, ένας «έντεχνος τροβαδούρος» με «κλασικές ανησυχίες», ησύχασαν πολλά πράγματα μέσα μου.
Επίσης, η παρουσία τους στη «Μικρή Βαλίτσα» είναι και αποτέλεσμα της αγωνίας μου που το λαϊκό τραγούδι, από πεντακάθαρο, σπουδαίο μουσικό και ποιητικό είδος, ξέπεσε στα χέρια του λαμέ lifestyle,  της έντεχνης ανακατωσούρας, της επίδειξης ταχύτητας στο μπουζούκι, της χρήσης του απλά σαν «χρώμα» σε πιο «πειραματικές» δουλειές, της ανούσιας εκμετάλλευσής του από τρέντυ, ευχάριστα, νεο-ποπ, καλοκαιρινά εγχειρήματα και της «ωραιοποίησής» του προκειμένου να μπει στα μεγάλα σαλόνια. Μόνο σε κάποια λίγα ταπεινά ρεμπετάδικα, σε ελάχιστους καλλιτέχνες και σε κάποιες παρέες επιβιώνει η ουσία του, κι αυτή η επιβίωση κρέμεται από μια κλωστή.

Όχι πως μπορώ να βοηθήσω προσθέτοντας τρία ή τέσσερα τραγούδια στο ρεπερτόριο, αλλά το είχα προσωπική ανάγκη. Ίσως πάλι κάποιος πιτσιρικάς να ακούσει δυο νότες απ' το τρίχορδο και να ενδιαφερθεί, να ψάξει και κάτι άλλο, παλαιότερο, να ακούσει στο κεφάλι του κάτι το αυριανό ή το παντοτινό.

Είναι απρόβλεπτοι οι πιτσιρικάδες... Πήγα δυο φορές στο παγκόσμιο φεστιβάλ των Κελτών, στη Γλασκόβη, τη μια για να παρακολουθήσω, την άλλη για να λάβω μέρος. Εκεί είδα μικρά παιδιά, Κελτάκια 10-15 χρονών, να γνωρίζουν και να συμμετέχουν με μεγάλη χαρά στην παράδοσή τους. Έπαιζαν στους δρόμους, τραγουδούσαν παντού, ανεπίσημα, παιδάκια που ήταν εξαιρετικά σύγχρονα και απόλυτα δεμένα με το παρελθόν τους.
Εκεί είδα και γνώρισα επίσης Κέλτες μπουζουξήδες, κυρίως Σκοτσέζους και Ιρλανδούς, αλλά και από άλλες χώρες. Όταν συνειδητοποίησα πόσο δημιουργικά και ελεύθερα έχουν εντάξει το μπουζούκι στην παράδοση αλλά και στη νέα δημιουργία τους, ντράπηκα που εμείς το έχουμε κάνει σημαία της παρακμής μας. Κι όταν άκουσα νέες μπάντες να εντάσσουν στους δίσκους και στις συναυλίες τους παλιά δικά τους λαϊκά τραγούδια, χωρίς καμία ενοχή και χωρίς να τα βιάζουν ώστε να ενθουσιάσουν τα πλήθη, ντράπηκα διπλά που εμείς σνομπάρουμε το είναι μας.
Κρ.Π.: Με φόντο μία κρίση ελληνική, ευρωπαϊκή και παγκόσμια, τι σε κινητοποίησε περισσότερο να γράψεις και να ολοκληρώσεις αυτόν τον δίσκο με κυρίως πολιτικό ύφος; 

Αλκ.Ι.: Αυτό που με κινητοποιούσε πάντα: η ανάγκη μου να μοιραστώ με την τέχνη μου και με τους συνανθρώπους μου τα όσα είμαστε και τα όσα μας συμβαίνουν, έτσι όπως τα αισθάνομαι και τα καταλαβαίνω. Έκανα αυτό που έκανα πάντοτε. Ίσως πιο καθαρά και πιο άμεσα.

Κρ.Π.: Αυτά τα χρόνια έχεις παίξει σε συναυλίες ενάντια στην εξόρυξη χρυσού στη Χαλκιδική και για συμπαράσταση κρατουμένων που βασανίστηκαν. Υπάρχουν οι φωνές τους με κάποιον τρόπο μέσα σ' αυτήν τη «Μικρή βαλίτσα»;

Αλκ.Ι.: Ναι, θα ήταν αδύνατον να εξαιρέσω αυτές τις περιπτώσεις από τα όσα μας συμβαίνουν, άρα και από τα όσα εμπεριέχει ο δίσκος. Οι φωνές που αντιστέκονται στο σκοτάδι, όπως μπορώ να τις ακούσω ο ίδιος τουλάχιστον, είναι σίγουρα μέρος του δίσκου.

Κρ.Π.: Η «μέρα που θα 'ρθει» πώς θα 'θελες - και θα 'λεγες- να είναι;
Αλκ.Ι.: Μόνο την ουτοπία ονειρεύομαι. Σηκώνει κοροϊδία η στάση μου, το ξέρω, αλλά δεν αξίζει να ονειρευόμαστε κάτι λιγότερο. Μπορούμε να επιθυμούμε καλύτερη ζωή, να διεκδικούμε περισσότερα δικαιώματα, να αγωνιζόμαστε για μια βελτίωση. Όλα αυτά όμως έχουν νόημα μόνο όταν το όνειρο εκτείνεται στο άπειρο. Αν το όνειρό σου δεν είναι η απόλυτη δικαιοσύνη (είτε υπάρχει φιλοσοφικά ως έννοια, είτε όχι), δεν μπορείς να ονειρεύεσαι λίγη περισσότερη δικαιοσύνη. Μπορείς να παλεύεις για λίγη περισσότερη δικαιοσύνη, αν την ονειρεύεσαι ολόκληρη.
Στο κέντρο της ύπαρξής σου θέτεις το ολόκληρο, όχι το λίγο περισσότερο. Έτσι, μπορείς ίσως να λες πως βαδίζεις προς τη σωστή κατεύθυνση, πως βήμα-βήμα και μάχη-μάχη το πλησιάζεις, κι ας ξέρεις πως ποτέ δεν θα φτάσεις, κι ας φτάσουν άλλοι, αιώνες μετά από σένα. Κι ας μη φτάσουν ούτε κι αυτοί, δεν έχει σημασία...

Κρ.Π.: Ποιο τραγούδι σου σε δυσκόλεψε περισσότερο να γράψεις τους στίχους του, όχι από άποψη τεχνική και πρακτική, αλλά κυρίως ψυχική, και γιατί; 

Αλκ.Ι.: Ήταν όλα τα τραγούδια ανοιχτά σε αλλαγές. Ακόμη και μπροστά στο μικρόφωνο άλλαζα λέξεις ή νότες. Το υλικό επέδειξε εξαιρετική ευελιξία στις αλλαγές των βιωμάτων, των αισθημάτων και των αναγκών μου.

Γενικά, δεν μου αρέσει να λέω πως βασανίστηκα να γράψω κάτι. Είναι σαν τη μάνα που κρατάει το παιδί της και παραπονιέται για το πόσο πόνεσε όταν το γεννούσε. Κι απ' την άλλη, τραγούδια είναι... Εδώ άλλοι σκάβουν όλη μέρα.

Μπορώ πάντως να σου πω πως η δημιουργική ομάδα, οι μουσικοί και οι τεχνικοί, χρειάστηκε να δώσουν πολύ πέραν του αναμενόμενου, σε ώρες, ενέργεια, ταλέντο και γνώση. Το έδωσαν ολόψυχα, παρά την εξάντληση. Αυτό το «ολόψυχα» αποτυπώθηκε στον δίσκο και θα το θυμάμαι για πάντα.

***
«Σαν είν' τα όνειρα μικρά
μικραίνουνε μαζί και τα τραγούδια
μικραίνει ο τόπος κι η καρδιά
[.] Μια αλυσίδα σε κρατά
και τη γυαλίζεις και την ομορφαίνεις
δένεις γραβάτα τη θηλειά
[.] Σιγανά και ταπεινά
μα όχι σκυμμένα και ταπεινωμένα
γίνε η ζωή σου που περνά»
Κρ.Π.: Είναι τόσο αυτονόητα όλα αυτά, για να φτάσει κανείς στο «Τι περιμένεις πια», δηλαδή στον τίτλο αυτού του τραγουδιού. Νιώθεις σήμερα, πως ζούμε γενικά την αμφισβήτηση του «αυτονόητου» και την ανάγκη για τον επαναπροσδιορισμό του; 

Αλκ.Ι.: Το αυτονόητο αποδείχτηκε καταστροφικό. Κι αν δεν είμαστε ακόμα έτοιμοι για το αδιανόητο, εύχομαι να μην παραμείνουμε στο ανόητο. Να πάμε ένα βήμα μπρος. Να πάρουμε την ευθύνη αυτού του βήματος. Με τη γνώση πως δεν θα είναι εύκολη δουλειά ο αγώνας για αξιοπρέπεια, με την επίγνωση πως δεν κάνουμε το βήμα για να βολευτούμε, αλλά για να ξεβολευτούμε δημιουργικά. Και δεν αναφέρομαι αποκλειστικά στην εκλογική διαδικασία.
Πρέπει να γίνει μια επανατοποθέτηση της κοινωνίας, γιατί φτάσαμε στο σημείο μηδέν. Το επίπεδο ζωής, το επίπεδο σκέψης, οι αντιλήψεις, οι αξίες, η αισθητική μας, είναι όλα σε ελεύθερη πτώση. Αναγνωρίζοντας την κατάστασή μας, έχουμε πολλή δουλειά ο καθένας με τον εαυτό του και όλοι μαζί για να μπορέσουμε να σταθούμε σαν προσωπικότητες και σαν σύνολο. Χωρίς θούριους και υψωμένες γροθιές, χωρίς να μετατραπούμε από τη μια μέρα στην άλλη από βολεμένοι δανειολήπτες σε οργισμένους πλην ευκαιριακούς επαναστάτες, αλλά με μεθοδικότητα, απόφαση και κόστος, ατομικά και συλλογικά, με «αίσθημα ευθύνης», που λένε και οι πιο ανεύθυνοι πολιτικοί μας, πρέπει κάποτε να αρχίσουμε την κίνηση προς τα εμπρός. Και με τη βεβαιότητα πως, αν αποτύχουμε, το θηρίο θα επανέλθει ακόμα πιο άγριο.
Κρ.Π.: Στο τραγούδι με τίτλο «Πολιτική τοποθέτηση» κάνεις ακτινογραφία του μέσου -προοδευτικού θεωρητικά- Έλληνα - και όχι μόνο... Λες, για παράδειγμα: 
«Ρεύομαι σούσι κι ονειρεύομαι επανάσταση
καλοταϊσμένος περιμένω την ανάσταση
είμαι γελοίος
[.] Μικρός ορκίστηκα τον κόσμο να αλλάξω
μα στα σαράντα μου είμαι ο κόσμος
πού να ψάξω για τον ένοχο
[.] Μεγαλουργώ στα λόγια κι από πράξη τίποτα
[.] Ρεύομαι σούσι κι ονειρεύομαι επανάσταση
Είμαι επιτάφιος, με προσπέρασε η ανάσταση
κι ελπίδα δεν έχω». 

Από πού μπορούμε να περιμένουμε, κάτι, σήμερα; 

Αλκ.Ι.: Από εμάς τους ίδιους. Από κανέναν άλλον. Γιατί, και τον πιο ικανό, τον πιο άφθαρτο να ψηφίσουμε, αν του δώσουμε να οδηγήσει έναν σμπαραλιασμένο, μπερδεμένο θίασο, μόνο εμπόδιο θα του είμαστε.
Από εμάς πρέπει να περιμένουμε πρώτα. Από τα βιβλία που θα διαλέξουμε να διαβάσουμε, την τηλεόραση που θα σβήσουμε για να κοιταχτούμε με τους ανθρώπους μέσα στο ίδιο μας το σπίτι, από τις συγνώμες που θα πούμε, από τα όπλα που ο καθένας μας θα ανακαλύψει ξεχασμένα στην ψυχή του και στην αγκαλιά του άλλου. Δε βλέπεις τι γίνεται; Όποιος βγει να μοιραστεί κάτι, πέφτουμε όλοι να τον φάμε. Υπάρχει οργή και μίσος που δεν ξέρουμε πού να διοχετεύσουμε, και τα επιστρέφουμε απλόχερα στον εαυτό μας. Αποτελούμε την ευκαιρία ώστε η επιστημονική κοινότητα να επινοήσει, μετά την οικογενειακή ή την ομαδική ψυχοθεραπεία, την εθνική ψυχοθεραπεία.
Αν πρέπει να περιμένουμε κάτι, θα γεννηθεί από την ελπίδα, τη μοιρασιά, την ανεκτικότητα, την αγάπη μας για τον άνθρωπο, την αναζήτηση της ουσίας και την πίστη πως αξίζει να ζήσουμε πιο ουσιαστικά. Από τη συνείδηση πως δεν ζούμε μόνοι, ούτε σαν άτομα, ούτε σαν σύνολο, σ' αυτόν τον πλανήτη, καθώς και από τη συνεχή αυτοκριτική μας: Ένας στίχος από το ίδιο τραγούδι, λέει «Στο διαδίκτυο απαγγέλλω το κενό μου, είμαι μεγάλος στο μικρό δωμάτιό μου». Αυτό ακριβώς κάνω λοιπόν αυτή τη στιγμή... Δε φτάνει.

Κρ.Π.: Τελικά ταξιδεύει η μικρή βαλίτσα. (με χασάπικα, ρεμπέτικα, ζεϊμπέκικα, ροκ, μπαλάντες, δημοτικά, λαϊκά, με αυτοκριτική, σάτιρα, ερωτισμό, αγάπη, κριτική, απογοήτευση, ελπίδα);
Αλκ.Ι.: Ναι, ταξιδεύει! Παίζουμε στο Γυάλινοτώρα, με τον Γιώργο Καλούδη στο τσέλο και τη λύρα, τον Φώτη Σιώτα στο βιολί και στη βιόλα, τον Δημήτρη Τσεκούρα στο κοντραμπάσο και βέβαια τον Μανόλη Πάππο στο μπουζούκι. Μετά θα πάμε στη Θεσσαλονίκη, όπως και σε άλλες πόλεις της Ελλάδας. Την Άνοιξη στην Ευρώπη, το Καλοκαίρι ποιος ξέρει...
Ξεκίνησε το ταξίδι της η Μικρή Βαλίτσα κι ευτυχώς παίρνει κι εμάς μαζί. Όχι σαν αχθοφόρους, αλλά σαν συνταξιδιώτες.

Κρ.Π.: Θα ήθελα να κλείσει αυτή η συνέντευξή σου με τον «Τιμονιέρη». Είναι αυτός που μας οδηγεί σήμερα; Εντός μας και εκτός μας; Αν και απαντάς με τους στίχους σου, θα ήθελες να πεις κάτι περισσότερο γι' αυτόν τον σημερινό «ήρωα» της κατάντιας μας;
Αλκ.Ι.: Μας γνωρίζει απ' έξω κι ανακατωτά, μας παίρνει πατρικά απ' το χεράκι και μας οδηγεί στην κάθε μέρα μας. Κι εμείς τον ξέρουμε άλλο τόσο καλά. Γιατί εμείς τον φτιάξαμε, κι ας το ξεχνάμε. Δεν θα ζήσω τη μέρα που θα τον γκρεμίσουμε ήσυχα και σίγουρα από το βάθρο του, μέσα και έξω μας. Έχουμε πολύ δρόμο ως τότε. Το επόμενο -και τελευταίο- τραγούδι του δίσκου λέγεται «Η μέρα που θα 'ρθει» και αναφέρεται στην πτώση του. Και στη γέννηση ενός νέου κύκλου. Πιστεύω πως η μέρα θα 'ρθει. Γι' αυτό κάνω παιδιά. Κι ας ξέρω πως, την επομένη της νέας μέρας, θα αρχίσουμε οι άνθρωποι να δημιουργούμε τον «Τιμονιέρη» απ' την αρχή.-
Ο τιμονιέρης
Μη λες πολλά, μη θες πολλά, μην κάνεις το δικό σου
μην πας ψηλά, μη θες πολλά, μείνε στο μερτικό σου
Μείνε στο μαύρο σου κενό, στη γκρίζα σου την πόλη
μην έχεις μνήμη, μη ρωτάς, κάνε όπως κάνουν όλοι

Βολέψου αναπαυτικά κι άσε μου το τιμόνι
παντρέψου στα περιοδικά, σμίξε με την οθόνη
Μέσ' απ' της κάλπης τη σχισμή ξεγέννα τα παιδιά σου
κι ήσυχος κλείσ' τα μάτια σου κι από τον κόσμο χάσου

Σου δίνω Σάββατο να βγεις στη νύχτα του άλλου κόσμου
μια Κυριακή να βαρεθείς κι αύριο ξανά δικός μου
Ζήτα μου αν θέλεις δανεικά, στέγη, τροφή κι αμάξι
δική μου η γη που σε γεννά κι η γη που θα σε θάψει

Αν μου σταθείς αντίπαλος σου εκδίδω και βιβλίο
και καπετάνιο κάμνω σε σ' ένα μεγάλο πλοίο
Στης πλάνης σου τ' απόνερα ελεύθερος κολύμπα
και κάθε χρόνο μια φορά σπάσ' τα και κάν' τα λίμπα

Είμαι η ομίχλη στο μυαλό κι ο φράχτης στην καρδιά σου
και στο πανί του ύπνου σου προβάλλω τα όνειρά σου
Είμαι εσύ κι είσαι εγώ και πώς να με νικήσεις
χωρίς εμένα δεν μπορείς να ζήσεις ή να σβήσεις.

Υ.Γ. απο Επικούρειο Πέπο, αγοράστε το πρόσφατο

cd του Αλκίνοου είναι ΚΑΤΑΠΛΗΚΤΙΚΟ.

Πηγή : http://tvxs.gr/